Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 553/2019

Αριθμός    553 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   τη Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του νόμου 3994/25-7-2011, και εφαρμόζεται στην κρινόμενη υπόθεση λόγω του χρόνου συζήτησής της σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 2, 4 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 272 παρ. 1 και 2, 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 30 και 29 αντίστοιχα του ανωτέρω αναφερόμενου νόμου, προκύπτει ότι αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή, ενώ αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του εναγομένου το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν στον ενάγοντα νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε περίπτωση ερημοδικίας του απορρίπτεται η αγωγή . Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 498 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο, αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ιδίου (εκκαλούντος) ή αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο, απορρίπτει την έφεση. Η απόρριψη της έφεσης γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τους τύπους, διότι οι λόγοι έφεσης θεωρούνται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι, μολονότι δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους ( βλ Ο λ ΑΠ 16/1990, ΕλλΔ 31,804, ΑΠ 948/2001, ΕλλΔ 44,189).

Στην προκειμένη περίπτωση από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά της με αριθμό 418/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 6-6-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2011 αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, άσκησε την κρινόμενη από 10- 6-2016 έφεση (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. …./2015 και ειδ. Αριθ. εκθ. καταθ. …./2016). Από την με αριθμό ….. 6-7-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………, που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, που περιέχει πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 8-12-2016, με επιμέλεια του εφεσίβλητου, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις στην εκκαλούσα. Η εκκαλούσα, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς, πρέπει, να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η κρινόμενη έφεσή της χωρίς έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Επίσης πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εκκαλούσα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ 1. 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αφού υποβάλλεται το σχετικό νόμιμο αίτημα, πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα (άρθρα 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω από την με αριθμό ……/7-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …… που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα της από 7-10- 2016 (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. …../2016 και ειδ. αριθ. εκθ. καταθ. ……/2016) έφεσης κατά της ίδιας ως άνω (418/2016) οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 8-12-2016 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εφεσίβλητη (άρθρα 122 επ., 126 παρ.1, 127, 129, 139 επ. 226 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ). Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω δικάσιμο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ) .

Επειδή το άρθρο 491 ΚΠολΔ ορίζει ότι: “Στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς” (παρ. 1) “Αν δεν έγινε η προσεπίκληση που αναφέρεται στην παρ. 1 το δικαστήριο με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να προσεπικληθεί εκείνος που έχει δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη” (παρ. 2). Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σ’ αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάζει τη διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα: α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενο που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν είχε συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο, και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει), ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με την υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεώς του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους κάποιου άλλου κοινωνού ολόκληρου ή μέρους του ποσού στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου έτσι να εξισωθούν οι μερίδες τους. Με δεδομένα αυτά και το περαιτέρω γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει, κατά το άρθρο 89 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ, τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σ’ αυτόν της προσεπικλήσεως καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος, υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση. (Ολ ΑΠ 20/1995, ΑΠ 810/2018 ΧρΙδΔ 2019/345). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1021 εδάφιο β’ του ΚΠολΔ, όταν, σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών, γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 954 παρ. 4, 955 παρ. 1, 960 παρ. 2, 965, 966, 967, 969 παρ. 1,999, 1001 παρ.1,1002, 1003 παρ. 1,2 και 4, 1004, 1005 παρ. 1 και 2 και 1010 ΚΠολΔ. (όπως εν προκειμένω ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την τροποποίησή τους με το ν.4355/2015).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 484 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η οποία είναι ειδικότερη από εκείνη του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, η διαδικασία του πλειστηριασμού, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο, όταν η κατά τα άρθρα 480 και 480Α ΚΠολΔ αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, αρχίζει με την περιγραφή των επικοίνων κατά το άρθρο 954 ΚΠολΔ και διεξάγεται όπως ορίζουν τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ. Οι προθεσμίες του άρθρου 960 παρ. 1 και 2 αρχίζουν από την κατάρτιση της έκθεσης περιγραφής, στην οποία περιγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία όλων των κοινωνών. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Ο εκούσιος πλειστηριασμός, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, συνιστά, ως έννομη σχέση, πώληση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενεργείται με τις εγγυήσεις και τη δημοσιότητα της δημόσιας αρχής για την επίτευξη του κατά το δυνατό μεγαλύτερου τιμήματος και δεν αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων των δανειστών, ούτε υφίσταται το στοιχείο της αντιδικίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, αλλά με αυτόν επιδιώκεται η διασφάλιση ορισμένων συμφερόντων και κατά κανόνα του συμφέροντος του κυρίου του πράγματος. Ειδικότερα το άρθρο 1021 ΚΠολΔ απαριθμεί ορισμένες από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται “αναλόγως” στον εκούσιο πλειστηριασμό και στις τρεις περιπτώσεις (είτε αυτός γίνεται με διάταξη νόμου είτε με δικαστική απόφαση είτε με συμφωνία των μερών). Δηλαδή οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται κατά τρόπο, ώστε να επέρχεται το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα με κατάλληλη προσαρμογή των καθοριζόμενων από αυτές όρων και προϋποθέσεων στα πραγματικά δεδομένα καθεμιάς από τις πιο πάνω περιπτώσεις. Η διαδικασία του κατ’ άρθρο 1021 ΚΠολΔ εκούσιου πλειστηριασμού, επομένως και του πλειστηριασμού που διατάσσεται με δικαστική απόφαση λόγω του ανέφικτου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, ρυθμίζεται πρωτίστως από το άρθρο 484 παρ. 2 και περαιτέρω από τις διατάξεις για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ΚΠολΔ, όπου παραπέμπει το άρθρο 1021 ΚΠολΔ ή απαιτείται για τη συμπλήρωση των εμφανιζόμενων κενών. Κατά την εφαρμογή όμως ορισμένων διατάξεων, ως προς τη διαδικασία του εν λόγω εκούσιου πλειστηριασμού, εμφανίζονται δυσχέρειες ως προς την αντιμετώπιση ειδικότερων θεμάτων, όπως είναι η θέση και τα δικαιώματα των ενυπόθηκων και ενεχυρούχων δανειστών κατά τη διάρκεια της περί διανομής δίκης, καθώς και η τύχη των υποθηκών και των ενεχύρων μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού. Ειδικότερα, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η τύχη της υποθήκης και του ενεχύρου επί αυτούσιας διανομής των κοινών πραγμάτων, όπου, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δεν επέρχεται απόσβεση των εμπράγματων δικαιωμάτων, αλλά μεταφορά τους, κατά την ίδια έκταση, στα διαιρετά τμήματα που περιήλθαν στον οφειλέτη, αντιθέτως, όταν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη και διατάσσεται η πώληση των επικοίνων με πλειστηριασμό δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ, αλλά εκείνη του άρθρου 484 παρ.2 εδάφ.4 του ίδιου Κώδικα, η οποία προβλέπει την απόσβεση των υποθηκών και ενεχύρων που υπάρχουν στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Η απόσβεση αυτή επιβάλλει την ανεύρεση λύσης, η οποία να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ενυπόθηκων ή ενεχυρούχων δανειστών, χωρίς να υποχρεώνονται να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την παγίως ακολουθούμενη από τη νομολογία και τη θεωρία άποψη, στην περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού που διατάσσεται με δικαστική απόφαση λόγω του ανέφικτου ή του ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, δεν ισχύουν οι διατάξεις για την αναγγελία και την κατάταξη των δανειστών. Η λύση αυτή πρέπει να έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές που απολαμβάνουν, κατά τον ΚΠολΔ, ειδικής προστασίας δεν μπορεί να αγνοηθούν, όταν λαμβάνει χώρα πλειστηριασμός λόγω δικαστικής διανομής. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, με τη διάταξη του άρθρου 491 παρ.1 ΚΠολΔ θεσπίζεται η υποχρεωτική προσεπίκληση στη δίκη περί διανομής (είτε πρόκειται για αυτούσια είτε για διανομή με πλειστηριασμό), με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσων έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσων έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, προκειμένου να υποβάλουν αυτοτελείς αιτήσεις για την προάσπιση των εμπράγματων δικαιωμάτων τους. Το ίδιο ισχύει για τον προσημειούχο δανειστή (άρθρο 41 ΕισΝΚΠολΔ) και για τα πρόσωπα που εξομοιώνονται με τον κατασχόντα, όπως είναι οι αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές. Ο προσεπικληθείς, που εμμέσως, πλην σαφώς, εξαναγκάζεται σε παρέμβαση με την επίδοση της προσεπίκλησης, καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών της δίκης διανομής (άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και αν ακόμα δεν άσκησε παρέμβαση, ενώ δεσμεύεται από το δεδικασμένο (Ολομ. ΑΠ 20/1995). Ο σκοπός της υποχρεωτικής προσεπίκλησης δεν θα πρέπει όμως να εξαντλείται στην απλή ενημέρωση και ακρόαση των πιο πάνω προσεπικαλούμενων δανειστών κατά τη διάρκεια της δίκης περί διανομής, όταν δεν παρέχεται συγχρόνως σε αυτούς η δυνατότητα να την αξιοποιήσουν δικονομικά για την προστασία των δικαιωμάτων τους, δυνατότητα η οποία, όπως προεκτέθηκε, παρέχεται μόνο στην αυτούσια διανομή, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται αδικαιολόγητα η παρεχόμενη σε αυτούς προστασία, η οποία δεν μπορεί να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της επίτευξης ή μη αυτούσιας διανομής. Κατόπιν αυτών καθίσταται αναγκαία η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ.3 ΚΠολΔ στην αρρύθμιστη από το νόμο περίπτωση της πώλησης του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι ανέφικτη ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή του. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση όμοιων καταστάσεων, αφού κοινή αρχή τόσο στην αυτούσια διανομή όσο και στην πώληση με πλειστηριασμό αποτελεί η διευκόλυνση της λύσης της κοινωνίας, χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματα των ενυπόθηκων (ή προσημειούχων) και ενεχυρούχων δανειστών που προσεπικαλούνται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής, ανεξάρτητα από την κατάληξή της. Εξάλλου, κανένα πρόβλημα δεν δημιουργείται ως προς το βέβαιο της ενυπόθηκης απαίτησης, αφού η τελευταία υπολογίζεται με βάση το χρηματικό ποσό για το οποίο εγγράφηκε η υποθήκη (άρθρο 1269 ΑΚ), ενώ στην περίπτωση της προσημείωσης υποθήκης, όπου ο δανειστής δεν διαθέτει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αλλά εξαρτώμενη από την τελεσίδικη διάγνωσή της, η προστασία οφειλέτη και δανειστή επιτυγχάνεται με την κατάθεση του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτηση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το εν λόγω ποσό αποδίδεται είτε στο δανειστή είτε στον οφειλέτη, αναλόγως με την τελεσίδικη επιδίκαση ή μη της απαίτησης. Συνεπώς ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος (ενυπόθηκος ή προσημειούχος ή ενεχυρούχος) δανειστής που προσεπικαλείται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής και ασκεί κύρια παρέμβαση, νομίμως ζητεί, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που διαταχθεί η πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, την καταβολή από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί του αναλογούντος στην απαίτησή του ποσού που ασφαλίζεται με υποθήκη (ή ενέχυρο) ή τη δημόσια κατάθεση -από το πλειστηρίασμα του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτησή του. Συνακόλουθα και η απόφαση που διατάσσει τον πλειστηριασμό προσδιορίζει συγχρόνως το οφειλόμενο ποσό που πρέπει να καταβληθεί από το πλειστηρίασμα στον ενυπόθηκο (ή ενεχυρούχο) δανειστή για την εξόφληση (ολικά ή μερικά) της ασφαλιζόμενης με την υποθήκη (ή ενέχυρο) απαίτησης του ή που πρέπει να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αναλογεί στην ασφαλιζόμενη με την προσημείωση απαίτηση, το οποίο θα αναλάβει ο προσημειούχος δανειστής μόνο μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της, ενώ, σε περίπτωση μη επιδίκασης της εν λόγω απαίτησης, θα διατάσσεται με την απόφαση η απόδοση του κατατεθέντος ποσού στον οφειλέτη. Κατ’ ακολουθίαν όσων κυρίως προαναφέρθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσεπικαλούμενοι και παρεμβάντες στη δίκη περί διανομής εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές απολαμβάνουν ισοδύναμης προστασίας (αν είχε διαταχθεί αυτούσια διανομή είτε πλειστηριασμός του κοινού), η οποία (προστασία) επιβάλλει την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ για την κάλυψη του νομοθετικού κενού που υπάρχει, ως προς τη ρύθμιση της τελευταίας πιο πάνω περίπτωσης .(Ολ ΑΠ 1/2016, ΑΠ 809/2018).

Η κρινόμενη από 7-10-2016 (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2016 και ειδ. αριθ. εκθ. καταθ. ……/2016) έφεση της προσεπικληθείσας με την από 22-6-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2011) προσεπίκληση του ενάγοντα της από 6-6-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2011 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με αντικείμενο την διανομή ακινήτου συγκυριότητας των διαδίκων κατά της με αριθμό 418/2016 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου που δίκασε την παραπάνω αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511 ,513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή καθόσον η προσεπικληθείσα φέρεται ως προσημειούχος δανείστρια και έχει καταστεί διάδικος σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη χωρίς να απαιτείται να ασκήσει παρέμβαση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και αφού συνεκδικαστεί με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έφεση, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Η εκκαλούσα με τις προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως προσημειούχου δανείστριας της εναγομένης επί του ακινήτου για το οποίο ζητούνταν η διανομή, αιτήθηκε για την περίπτωση της διανομής του ακινήτου με πλειστηριασμό να παρακρατηθεί το 1/2 του πλειστηριάσματος από την περιγραφόμενη στο δικόγραφο των προτάσεων, οριζόντια ιδιοκτησία της εναγομένης και να υποχρεωθεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να της καταβάλει (στην εκκαλούσα) κάθε ποσό που αντιστοιχεί στην απαίτησή της μέχρι του ποσού των 121.830,57 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμο το παραπάνω αίτημα. Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να μη δεχθεί στη δίκη περί διανομής την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 492 παρ.3 ΚΠολΔ και στη νομοθετικά αρρύθμιστη περίπτωση της πώλησης του κοινού ακινήτου με πλειστηριασμό, απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το αίτημα της προσημειούχου δανείστριας τράπεζας, το οποίο, κατ’ εκτίμηση, συνίσταται στο να υποχρεωθεί ο υπάλληλος επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος, σε περίπτωση που το δικαστήριο διατάξει την πώληση με πλειστηριασμό του επίκοινου βεβαρημένου ακινήτου, να καταθέσει από το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτηση της, προκειμένου αυτή να ικανοποιηθεί μετά την τελεσίδικη επιδίκασή της, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικοί δικαίου διάταξη του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης να δίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ουσίαν, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μόνο κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα της εκκαλούσας – προσεπικληθείσας ως μη νόμιμο και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό να ερευνηθεί το παραπάνω αίτημα ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα .

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εκκαλούσα έχει σε βάρος της εναγομένης …………. μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσει ύψους 121.830,57 ευρώ και για εξασφάλιση των απαιτήσεών της έχει εγγράφει προσημειώσεις υποθήκης στο ακίνητο που περιγράφεται στην αγωγή επί του οποίου η παραπάνω εναγομένη είναι συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και ειδικότερα έχει εγγράφει στην οριζόντια ιδιοκτησία υπό τα στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου πάνω από το ισόγειο με αριθμό ΚΑΕΚ ………… τις κάτωθι προσημειώσεις υποθήκης : α) Δυνάμει της υπ’ αρ. 4988/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προσημείωση υποθήκης ποσού ευρώ πενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ (57.590,00 €) πλέον τόκων και εξόδων την 26/10/2000 κατά των ………. και ……….. στα βιβλία Υποθηκών του Υπ/κείου Νίκαιας, στον τόμο …., φύλλο …., β) Δυνάμει της υπ’ αρ. 1224/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προσημείωση υποθήκης ποσού ευρώ πενήντα δύο χιλιάδων (52.000,00 €) πλέον τόκων και εξόδων την 18/2/2003, κατά των ……… και ……….. στα βιβλία Υποθηκών του Υπ/κείου Νίκαιας, στον τόμο …., φύλλο … και α.α. …. και γ) Δυνάμει της υπ’ αρ. 371/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προσημείωση υποθήκης ποσού ευρώ εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ πλέον τόκων και εξόδων την 17/1/2007 κατά των ………. και ……….. στα βιβλία Υποθηκών του Κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας, με αριθμό καταχώρισης …. και α. α. ….. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω προσημειώσεις υποθήκης δεν έχουν εξαλειφθεί και συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη πρέπει για την εξασφάλιση της απαίτησης της η εκκαλούσας ως προσημειούχου δανείστριας να διαταχθεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του παραπάνω αναφερόμενου ακινήτου να καταθέσει το αναλογούν στην εναγομένη πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που αντιστοιχεί στις ασφαλιζόμενες με τις προσημειώσεις απαιτήσεις της, προκειμένου αυτή να ικανοποιηθεί μετά την τελεσίδικη επιδίκασή τους. Κατ ακολουθία των ανωτέρω. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ουσίαν το αίτημα τη εκκαλούσας κατά τα προαναφερόμενα και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.). Επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα των κατατεθέντων από την τελευταία κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.Τέλος πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 10-6-2016 (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. …./2015 και ειδ. αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεση και την από 7-10-2016 (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2016 και ειδ. αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεση κατά της με αριθμό 418/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά .

Δικάζοντας επί της από 10-6-2016 (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2015 και ειδ. αριθ. εκθ. καταθ. ……/2016)έφεσης.

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Δικάζοντας επί της από 7-10-2016 (γεν. αριθ. έκθ. κατάθ. …../2016 και ειδ. αριθ. εκθ. καταθ. ……/2016) έφεσης.

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης .

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των παραβολών που κατατέθηκαν κατά την κατάθεση της έφεσης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 418/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μόνο κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα της εκκαλούσας προσεπικληθείσας.

Διατάσσει τον υπάλληλο του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο να καταθέσει το αναλογούν στην εναγομένη κατά ποσοστό ½  (δεύτερη εφεσίβλητη) πλειστηρίασμα από τον πλειστηριασμό του ακινήτου που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που αντιστοιχεί στις ασφαλιζόμενες με τις προσημειώσεις απαιτήσεις της, προκειμένου αυτή να ικανοποιηθεί μετά την τελεσίδικη επιδίκασή τους .

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Διατάσσει τη επιστροφή των παραβολών στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  17 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών