ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 557 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αρ. 65/2012 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών επί της από 30-6-2010 (αρ. κατάθ. …../2010) αγωγής των ήδη εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 13-3-2012 και εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 9-1-2012, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρα 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποπ. με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται παράβολο, αφού, κατά τον χρόνο κατάθεσης της, δεν ίσχυε τέτοια υποχρέωση, η οποία θεσμοθετήθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012 και τέθηκε σε εφαρμογή (άρθρο 113 Ν. 4055/2012) από 2-4-2012. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την ένδικη αγωγή, που άσκησαν οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ιστορούσαν ότι τυγχάνουν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του περιγραφόμενου σε αυτήν ισογείου καταστήματος, που βρίσκεται στον Πειραιά, εμβαδού 48 τμ., το οποίο είχαν συνκεμισθώσει στην εναγομένη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, έναντι τελευταίου μηνιαίου μισθώματος 11.411,51 ευρώ. Ότι η άνω μίσθωση λύθηκε κατόπιν καταγγελίας, στην οποία προέβησαν στις 5-11-2007 λόγω μη καταβολής μισθωμάτων και παρέλευσης άπρακτης προθεσμίας ενός μήνα από την καταγγελία. Ότι αν και έληξε η μίσθωση η εναγομένη συνέχισε να παρακρατεί παράνομα το μίσθιο για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2010 μέχρι και Ιούνιο 2010. Με βάση αυτά ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τους καταβάλλει το ποσό των 68.469,06 ευρώ, νομιμοτόκως από της παρελεύσεως της δήλης μέρας καταβολής εκάστου μισθώματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση χρήσης για το προαναφερόμενο διάστημα και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, πλην του αιτήματος για καταβολή τόκων από την δήλη ημέρα, την δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στους ενάγοντες το αιτούμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, κήρυξε την σχετική διάταξη του προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων εκ ποσού 390 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους παρακάτω λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται, όπως και πρωτοδίκως, ότι οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται στην άσκηση της ένδικης αγωγής, διότι εκχώρησαν την απαίτησή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 § 7 Ν.2238/1994 στην Γ’ ΔΟΥ Πειραιά, η οποία έχει εκδώσει ήδη σχετική ταμειακή βεβαίωση σε βάρος της, ενώ δεν προσεπικάλεσαν το Ελληνικό Δημόσιο για να παρέμβει στην παρούσα δίκη, με συνέπεια να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ίδιο ποσό δύο φορές. Από τις διατάξεις του άρθρου 225 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων, εωσότου, νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος, που μεταβίβασε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα . Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, αλλά έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ν’ ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 404/2018, ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1073/2015 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν εκείνος που έγινε ειδικός διάδοχος του διαδίκου δεν άσκησε παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να επισπεύσει με κλήση τη συζήτηση της έφεσης, η οποία έχει ασκηθεί από κάποιο διάδικο, αφού όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 498 § 1 ΚΠολΔ, δικαιούνται να επισπεύσουν τη συζήτηση της έφεσης μόνον οι διάδικοι. Η δε κλήση προς συζήτηση της έφεσης, που γίνεται εκ μέρους του ειδικού διαδόχου διαδίκου, ο οποίος δεν άσκησε παρέμβαση, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και συναφώς κηρύσσεται απαράδεκτη και η συζήτηση της έφεσης εφόσον η υπόθεση φέρεται να συζητηθεί με την κλήση αυτή (πρβλ. ΑΠ 1136/2013 ΝΟΜΟΣ). Η απόφαση, εξάλλου, που θα δεχθεί την αγωγή, εάν ο ειδικός διάδοχος δεν έχει ασκήσει παρέμβαση, θα εκδοθεί στο όνομα του μεταβιβάσαντος, επειδή όμως δεν είναι πλέον αυτός δικαιούχος του ποσού που επιδικάστηκε, αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδει μόνον ο ειδικός διάδοχος (ΕΑ 4733/1997 ΝοΒ 1998.963, Βαθρακοκοίλης Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, υπό άρθρο 225, αρ.19 και 21). Συνακόλουθα, σε περίπτωση εκχώρησης της επίδικης απαίτησης, αυτή δεν επιφέρει μεταβολή αναγκαίως κατά νόμο στο πρόσωπο του αρχικού διαδίκου με υποκατάσταση του εκδοχέα στη θέση αυτού, γιατί το δικαστικό συνάλλαγμα, που καταρτίστηκε με την έναρξη της δίκης για να συνεχιστεί με τους ίδιους διαδίκους έως την αποπεράτωσή της, εμποδίζει αυτή την υποκατάσταση. Ο εκδοχέας της απαίτησης καθίσταται μεν αυτοδικαίως, μετά την αναγγελία, υποκείμενο της επίδικης απαίτησης, υποκαθίσταται στη θέση του εκχωρητή και καθίσταται υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, εφόσον το αποτέλεσμα της είναι δεσμευτικό γι’ αυτόν, πλην όμως για να καταστεί υποκείμενο της διαδικασίας θα πρέπει να ασκήσει παρέμβαση, η οποία εναπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια. Αν δεν ασκήσει παρέμβαση δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, υπό άρθρο 225, αρ. 6). Στην προκειμένη περίπτωση από τις με ημερομηνία 9-5-2011 έγγραφες δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων, κατ’ άρθρο 4 § 7 Ν. 2238/1994, που επικαλούνται και προσκομίζουν ενάγοντες- εφεσίβλητοι προκύπτει ότι αυτοί, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής στις 3-8-2010 (βλ. με αρ. …../3-8-2010 έκθεση επίδοσης της αγωγής του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ………….), ήτοι μετά την εκκρεμοδικία, προέβησαν σε εκχώρηση προς το ελληνικό δημόσιο και συγκεκριμένα τη Γ’ ΔΟΥ Πειραιώς της αξιούμενης με την άνω αγωγή απαίτησής τους έναντι της εναγομένης –εκκαλούσας. Επομένως, οι ενάγοντες εξακολουθούν να νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι, έτσι ώστε δεν μπορεί να προταθεί εναντίον τους έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, ενώ δεν ήταν και υποχρεωμένοι να προσεπικαλέσουν το ελληνικό δημόσιο στην παρούσα δίκη. Συνεπώς, ο παραπάνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω με τους δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει τους παραδεκτώς προταθέντες (άρθρο 591 § 1γ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4335/2015) στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά, ισχυρισμούς της περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, όπως τους ανέπτυσσε στις προτάσεις της, παραπονούμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, τις απέρριψε. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με το από 23-5-1977 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, η πρώτη των εναγόντων και ο σύζυγός της ………… εκμίσθωσαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας στην ετερρόρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», στα μισθωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 4 του ως άνω συμφωνητικού, υποκαταστάθηκε ως διάδοχος η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, για χρονικό διάστημα 6 ετών, δηλαδή από 30-5-1977 έως 30-5-1983, ένα ισόγειο κατάστημα, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού …. ., επιφάνειας 48 τμ., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πώλησης γυναικείων ενδυμάτων. Δυνάμει των από 24-5-1983, 9-8-1985, 8-6-1994, 31-5-2000 και 14-2-2007 ιδιωτικών συμφωνητικών η διάρκεια της επίδικης μίσθωσης παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι και 31-5-2013, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού συνεκμισθωτή, …………. υπεισήλθε ο δεύτερος ενάγων, δυνάμει του υπ’ αρ. …./1986 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ήδη με το τελευταίο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης το ύψος του καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος καθορίστηκε σε 11.411,51 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-2-2007 έως 31-1-2008 αναπροσαρμοζόμενου έκτοτε κατά ποσοστό 6% ετησίως. Η εναγομένη μολονότι χρησιμοποιούσε ανενόχλητα το μίσθιο καθυστερούσε να πληρώσει στους ενάγοντες τα μισθώματα. Για το λόγο αυτό οι τελευταίοι με την από 29-10-2007 (αρ. κατάθ. ………/2007) αγωγή τους, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5-11-2007, κατήγγειλαν την μίσθωση, τα αποτελέσματα της οποίας (καταγγελίας) επήλθαν στις 6-12-2007, αφού η εναγομένη δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα μισθώματα, τόκους και έξοδα καταγγελίας μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός από αυτήν και συνεπώς η επίδικη μίσθωση λύθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 ΑΚ. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η με αρ. 967/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού συνεκδίκασε την αγωγή αυτή μαζί με άλλες συναφείς, διέταξε, μεταξύ άλλων, την απόδοση του μισθίου καταστήματος, την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων καθώς και αποζημίωση χρήσης μέχρι και τον Ιούνιο του 2008. Το μίσθιο, δηλαδή, έπρεπε να αποδοθεί στις 6-12-2007, πλην όμως η εναγομένη εξακολούθησε να παραμένει στη χρήση του μέχρι και τον Ιούνιο του 2010, οπότε και αποβλήθηκε από αυτό σε εκτέλεση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συντασσομένης προς τούτο της με αρ. …./28-6-2010 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης χρήσεως μισθίου του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …….. Συνεπώς, αυτή οφείλει στους ενάγοντες, για το διάστημα από Ιανουάριο 2010 έως Ιούνιο 2010, που παρακρατούσε παράνομα το μίσθιο, αποζημίωση χρήσης, η οποία ισούται με το συμφωνημένο και καταβαλλόμενο, κατά τον χρόνο λήξης της μίσθωσης, μίσθωμα, ανερχόμενο μηνιαίως στο ποσό των 11.411,51 ευρώ, και συνολικά στο ποσό των (11.411,51 € Χ 6 μήνες=) 68.469,06 ευρώ, καταβλητέο νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Σημειώνεται ότι για το προγενέστερο διάστημα ζητήθηκε από τους ενάγοντες αποζημίωση χρήσης με άλλες αγωγές, επί των οποίων έχουν ήδη εκδοθεί οι με αρ. 5500/2009 (για το διάστημα Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2008), 5501/2009 (για το διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2009) και 4039/2010 (για το διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2009) αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που τις έκανε δεκτές. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το καταγόμενο στη δίκη αυτή δικαίωμά τους για αποζημίωση χρήσης, διότι, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέτασσε την αποβολή της, και την κοινοποίηση στις 3-4-2009 απογράφου αυτής με επιταγή προς εκτέλεση, κατέληξαν σε προφορική συμφωνία για σύναψη νέας μίσθωσης μέχρι το 2013 έναντι μηνιαίου μισθώματος 8.000 ευρώ και σε τμηματική καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, και έτσι της δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι θα υπογραφεί η νέα σύμβαση και δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματα τους για απόδοση του μισθίου και αποζημίωση χρήσης. Επίσης, η μετά από 8 μήνες και ενώ είχε αρχίσει η χειμερινή σεζόν, εκτέλεση της απόφασης έρχεται σε αντίθεση προς τα συναλλακτικά ήθη, ενώ επιπλέον ήταν περιττή, καθόσον το μίσθιο τους είχε αποδοθεί από 11-1-2010, στην βίαιη δε αποβολή της οι ενάγοντες προέβησαν με μοναδικό σκοπό να εισπράξουν την αποζημίωση χρήσης για να την εκχωρήσουν στη συνέχεια προς την εφορία και να προκαλέσουν την οικονομική καταστροφή της. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό, αποδείχθηκαν τα κάτωθι. Οι ενάγοντες επέδωσαν στην εναγομένη την από 6-3-2009 και από 1-4-2009 συμπληρωματική επιταγή προς εκτέλεση, που έχουν γραφεί κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω υπ’ αρ. 967/24-2-2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες την επέτασσαν να τους αποδώσει τη χρήση του μισθίου και να τους καταβάλλει αντίστοιχα τα ποσά των 87.585,94 ευρώ και 97.533,57 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση των ως άνω επιταγών μέχρι την εξόφληση. Η εναγομένη δεν συμμορφώθηκε στις ανωτέρω επιταγές και συνέχιζε να χρησιμοποιεί ανενόχλητη το μίσθιο, επικαλούμενη οικονομική αδυναμία για την καταβολή των επιδικασθέντων ποσών, ενώ αρνείτο να αποδώσει τη χρήση του μισθίου για το λόγο ότι αυτό είχε ενσωματωθεί στο όμορο κατάστημα της ιδιοκτησίας της. Ωστόσο, μετά από πρόταση της και αφού κατέβαλε στους ενάγοντες μέρος των οφειλόμενων μισθωμάτων, οι διάδικοι, συζήτησαν το ενδεχόμενο σύναψης νέας μίσθωσης αρχομένης από 1-5-2009 με μηνιαίο μίσθωμα 8.000 ευρώ, πλην όμως οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ τους. Μετά από αυτό οι ενάγοντες επέδωσαν στις 29-6-2009, στην εναγομένη την από 26-6-2009 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία τους, με την οποία την καλούσαν να τους αποδώσει ελεύθερη τη χρήση του μισθίου, επαναφέροντας αυτό στην αρχική του κατάσταση, και να τους καταβάλλει τα οφειλόμενα ποσά, δηλώνοντας της, επίσης, ότι, μετά την παρέλευση 10 ημερών από την επίδοση αυτής, θα προχωρήσουν οι ίδιοι στην έξωσή της και στην ανακατασκευή του επίδικου μισθίου με στόχο την ανεξαρτητοποίηση του από το κατάστημα της εναγομένης. Παράλληλα, οι ενάγοντες άσκησαν εναντίον της εναγομένης και τις από 27-8-2009 (αρ. κατάθ. ……/2009) και από 10-9-2009 (αρ. κατάθ. ……/2009) αγωγές ζητώντας αποζημίωση χρήσεως για διάστημα μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2009.Η εναγομένη, ωστόσο, παρά την πίστωση χρόνου που της έδωσαν οι ενάγοντες προκειμένου να αποδώσει το μίσθιο, εξακολουθούσε να το χρησιμοποιεί και έτσι οι τελευταίοι επέδωσαν σε αυτήν στις 20-10-2009 νέα εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, με την οποία την καλούσαν να αποδώσει το μίσθιο και την ενημέρωναν ότι στις 23-10-2009 θα προχωρήσουν οι ίδιοι στον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας τους και την επαναφορά του μισθίου τους στην αρχική του κατάσταση, ζητώντας της να εκκενώσει εγκαίρως το μίσθιο, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες οικοδομικές εργασίες. Την ανωτέρω ημερομηνία μετέβη στο μίσθιο κατάστημα ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., ο οποίος είχε εντολή από τους ενάγοντες να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση της υπ’ αρ. 967/2009 αποφάσεως, πράξη στην οποία δεν προέβη, όμως, λόγω του ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης προσκόμισε την από 23-10-2009 προσωρινή διαταγή της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία τους απαγόρευε προσωρινά την εκτέλεση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης (βλ. με αρ. …../23-10-2009 έκθεση αποβολής του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή). Κατόπιν τούτου η εναγομένη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26-10-2009 αίτησή της, με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε στις 10-3-2010 η με αρ. 1594/2010 απόφαση του, που την απέρριψε. Στις 31-5-2010 ο ίδιος ως άνω δικαστικός επιμελητής μετέβη εκ νέου στο μίσθιο κατάστημα προκειμένου να προχωρήσει σε εκτέλεση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης, πράγμα όμως που δεν έπραξε, διότι δεν κατέστη δυνατό να καθορισθούν τα όρια του επίδικου μισθίου σε σχέση με το συνενωθέν όμορο ιδιοκτησίας της εναγομένης (βλ. με αρ. …../31-5-2010 έκθεση αποβολής και απόδοσης χρήσεως μισθίου του εν λόγω δικαστικού επιμελητή). Στη συνέχεια, οι διάδικοι υπέγραψαν το από 7-6-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφώνησαν να προχωρήσουν στη χάραξη των ορίων του επίδικου μισθίου καταστήματος προκειμένου να γίνει ο διαχωρισμός του από το όμορο κατάστημα της εναγομένης αναθέτοντας το έργο αυτό κάθε πλευρά σε μηχανικό της επιλογής της. Εν τέλει στις 28-6-2010 ο δικαστικός επιμελητής Πρωτοδικείου Αθηνών ……….. προχώρησε σε εκτέλεση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αποβάλλοντας την εναγομένη από το επίδικο μίσθιο, αφού πρώτα είχαν κατασκευαστεί στις 26 και 27-6-2010 οι μεσότοιχοι με το όμορο κατάστημα της τελευταίας με την επιμέλεια και με δαπάνες των εναγόντων (βλ. με αρ. …../28-6-2010 έκθεση αποβολής και απόδοσης χρήσεως του μισθίου του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή). Από τα παραπάνω εκτιθέμενα προκύπτει αφενός ότι δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για την ανανέωση της μίσθωσης από 31-5-2010 με χαμηλότερο μίσθωμα, όπως αβάσιμα διατείνεται η εναγομένη, το γεγονός δε ότι οι ενάγοντες, λόγω της μακρόχρονης συμβάσεως μίσθωσης, έδωσαν στην εναγομένη κάποιο χρονικό περιθώριο για πιθανή κατάρτιση μιας νέας σύμβασης μισθώσεως, δεν συνεπάγεται και ότι αυτοί παραιτήθηκαν των νομίμων δικαιωμάτων τους. Αφετέρου, οι ενέργειες των εναγόντων με την αποστολή των προαναφερόμενων εξωδίκων, με τα οποία δήλωναν ρητά και σαφώς την πρόθεση τους να εκτελέσουν την υπ’ αρ. 967/2009 απόφαση, και την άσκηση των προαναφερόμενων αγωγών για αποζημίωση χρήσης του διαστήματος από Ιούλιο 2008 μέχρι και Σεπτέμβριο 2009 δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ότι δημιούργησαν στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι αυτοί δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματα τους, ώστε η άσκηση και της υπό κρίση αγωγής να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ενεργώντας κακόβουλα επιδιώκουν με την άσκηση της ένδικης αγωγής να προκαλέσουν την οικονομική καταστροφή της εναγομένης με την εκχώρηση της αξιούμενης αποζημίωσης στο Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, προέκυψε ότι η εναγομένη είναι εκείνη, που, παρά τις συνεχείς οχλήσεις από τους ενάγοντες, αδρανούσε να συμμορφωθεί προς το διατακτικό της με αρ. 967/2009 απόφασης, επιδιώκοντας να καθυστερήσει την απόδοση του μισθίου προκειμένου να εξακολουθήσει να το χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της εμπορίας της. Επομένως, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), που υπέβαλε η εναγομένη πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, η εναγομένη προέβαλε και την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, επικαλούμενη ότι αυτοί από τον Φεβρουάριο του 2009, που εκδόθηκε η με αρ. 967/2009 απόφαση περί αποβολής της από το μίσθιο, μέχρι και τον Ιούνιο του 2010 δεν προέβησαν στην υλοποίησή της βίαιης αποβολής της, με δική τους υπαιτιότητα, καθόσον δεν γνώριζαν τα όρια της ιδιοκτησίας τους, ενώ σε κάθε περίπτωση το μίσθιο τους είχε αποδοθεί ελεύθερο από 11-3-2010. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι από τα περιστατικά, που περιγράφηκαν παραπάνω, προέκυψε ότι αφενός η εναγομένη ήταν εκείνη, που έκανε στους ενάγοντες πρόταση για σύναψη νέας μίσθωσης παρακρατώντας μέχρι το πέρας των διαπραγματεύσεων το μίσθιο, αφετέρου, όταν οι ενάγοντες επιχείρησαν να προβούν σε εκτέλεση της παραπάνω απόφασης, εμποδίστηκαν με την προσωρινή διαταγή, που έλαβε η εναγομένη, η οποία στη συνέχεια άσκησε και αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης εκτέλεσης. Όταν δε, στις 31-5-2010, ο δικαστικός επιμελητής με εντολή των εναγόντων μετέβη στο μίσθιο για να προβεί στην αποβολή της εναγομένης, δεν μπόρεσε να το πράξει τούτο, διότι αμφότερες οι πλευρές, και όχι μόνο οι ενάγοντες, δεν συμφωνούσαν ως προς τον καθορισμό των ορίων των συνενωθέντων καταστημάτων, του επιδίκου και αυτού της εναγομένης (βλ. με αρ. ……./31-5-2010 έκθεση αποβολής και απόδοσης χρήσεως μισθίου του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ………. αλλά και ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης), με αποτέλεσμα να αναθέσει σε δικό της μηχανικό κάθε πλευρά την από κοινού χάραξη των ορίων και βέβαια ουδόλως αποδείχθηκε ότι το μίσθιο είχε αποδοθεί από την εναγομένη στις 11-3-2010, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στα ίδια και απέρριψε τις ανωτέρω δύο ενστάσεις της εναγομένης, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι δεύτερος και τρίτος λόγοι έφεσης να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος πρέπει και η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας
της, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 13-3-2012 (αρ. κατάθ. …../2012) έφεση κατά της υπ’ αρ. 65/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια πενήντα (2.750) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17-9-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ