Αριθμός 548/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ.1 α , 581 παρ. 2 και 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012 , ΑΠ 845/2010 ΔΕΕ 2010.1198, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1402). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής με κλήση (ΑΠ 845/2010 ο.π. , ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔικ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις – εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση- από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 ο.π.). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51, ΕφΑΘ 4924/2012, ΕφΝαυπ 66/2008), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ.145). Το Εφετείο ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΛαρ 322/2015, ΕφΑΘ 4924/2012 , ΕφΝαυπ 66/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 30-10-2017 (γεν. αριθ. καταθ. ……./2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …./2017) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η προκειμένη υπόθεση, μετά την παραπομπή της σε αυτό δυνάμει της με αριθμό 1004/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η με αριθμό 225/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτή η έφεση της εκκαλούσας εναγομένης, η οποία στρεφόταν κατά της με αριθμό 3309/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (που είχε εκδοθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών) και με την οποία απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η από 28-4-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2014) αγωγή της ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Συνεπώς και εφόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, μετά την αναίρεση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (Κ.Πολ.Δ. 579 παρ. 1), η δε υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (Κ.Πολ.Δ. 581 παρ. 2), ερευνώνται εκ νέου η από 24-9-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2014) έφεση που άσκησε η εναγομένη και ως προς το παραδεκτό της, καθόσον η ανωτέρω αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό αυτό ζήτημα .
Η κρινόμενη έφεση, κατά της με αριθμό 3309/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 28-4-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί στις 30-9-2014 νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία αποδεικνύεταί ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης στην εκκαλούσα στις 31-7-2014 (βλ. υπ. αριθμ. …….-7-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2 , 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ.1, 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).
Με την από 28.4.2014 (αριθ. εκθ. κατάθ. ………./2014) αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι στις 8.10.2007 προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προκειμένου να απασχοληθεί ως πωλήτρια στο κατάστημα εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων με το διακριτικό τίτλο «………….», που η τελευταία διατηρούσε αρχικά επί της οδού … αριθ. …. και στη συνέχεια επί της οδού … αριθ. … στο …. Πειραιώς, έναντι αποδοχών ύψους 650 ευρώ μηνιαίως καθαρά, πλέον 30 ευρώ ημερησίως για την εργασία της κατά τα Σάββατα. Ότι αυτή απασχολήθηκε στο εν λόγω κατάστημα μέχρι τις 5.3.2014, οπότε αποχώρησε, διότι η εναγομένη, επικαλούμενη οικονομικές δυσχέρειες, δεν της κατέβαλε το σύνολο των οφειλομένων αποδοχών της. Ότι ειδικότερα κατά τις αναγραφόμενες στην αγωγή συγκεκριμένες ημερομηνίες, η εναγομένη της κατέβαλε τμηματικά έναντι των αποδοχών της τα αναγραφόμενα στην αγωγή επί μέρους που ανήλθαν για το έτος 2009 στο συνολικό ποσό των 8.640 ευρώ, το έτος 2010 στο συνολικό ποσό των 7.780 ευρώ, το έτος 2011 στο συνολικό ποσό των 6.780 ευρώ, το έτος 2012 στο συνολικό ποσό των 4.810 ευρώ, το έτος 2013 στο συνολικό ποσό των 3.290 ευρώ και το έτος 2014 μέχρι την αποχώρησή της στο συνολικό ποσό των 300 ευρώ. Ότι με βάση, τις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων σε εμπορικά καταστήματα, τα κατώτατα νόμιμα όρια των μηνιαίων αποδοχών των πωλητών (βασικός μισθός αναλόγως της προϋπηρεσίας και επίδομα διαχειριστικών λαθών) είχαν διαμορφωθεί από 1.1.2009 έως 31.8.2009 σε 903,67 ευρώ, από 1.9.2009 έως 31.12.2010 σε 948,85 ευρώ, από 1.1.2011 έως 30.6.2011 σε 980,65 ευρώ, από 1 .7 .2011 έως 31.12.2011 σε 996,63 ευρώ, από 1.1.2012 έως 31.7.2012 σε 1030,95 ευρώ, από 1.8.2012 έως 31.8.2012 σε 966 ευρώ και από 1.11.2012 μέχρι τη λύση της συμβατικής σχέσης σε 1012 ευρώ. Ότι περαιτέρω κατά τη διάρκεια της απασχόλησής της αυτή εργαζόταν κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο από τις 09.00 πμ έως τις 15.00 μμ και κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή από τις 09.00 πμ έως τις 14.00 μμ και από 17.00 έως 21.00 μμ, ήτοι επί 45 ώρες εβδομαδιαίως, από τις οποίες δικαιούται αμοιβής για υπερεργασιακή απασχόληση 5 ωρών εβδομαδιαίως με προσαύξηση 20% επί του ωρομισθίου της. Ότι ειδικότερα κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2009 εργάσθηκε τρία (3) «ρεπό» ανά ένα κατά τους μήνες Αύγουστο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο που αντιστοιχούν σε 15 (3 X 5) συνολικά ώρες, κατά το έτος 2010 εργάσθηκε εννέα (9) «ρεπό» ανά ένα κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο που αντιστοιχούν σε 45 (9 X 5) συνολικά ώρες, κατά το έτος 2011 εργάσθηκε επτά (7) «ρεπό» ανά ένα κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Ιούλιο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο που αντιστοιχούν σε 20 (4 X 5) συνολικά ώρες το πρώτο εξάμηνο και 15 (3 X 5) συνολικά ώρες το δεύτερο εξάμηνο, κατά το έτος 2012 εργάσθηκε δέκα τέσσερα (14) «ρεπό» κατά τους μήνες Ιανουάριο (τέσσερα), Φεβρουάριο (τρία), Ιούνιο (δύο), Νοέμβριο (τέσσερα) και Δεκέμβριο (ένα) που αντιστοιχούν σε 45 (9 X 5) συνολικά ώρες το πρώτο εξάμηνο και σε 25 (5 X 5) συνολικά ώρες για το δεύτερο εξάμηνο και κατά το έτος 2014 εργάσθηκε ένα (1) «ρεπό» κατά τον Ιανουάριο, που αντιστοιχεί σε 5 συνολικά ώρες, για τα οποία δικαιούται αμοιβής ίσης του από τις ως άνω σσε προκύπτοντος ωρομισθίου της προσαυξημένου κατά 20% επί τον ανωτέρω αριθμό ωρών απασχόλησής της. Ότι με βάση τους γενόμενους στην αγωγή υπολογισμούς, αυτή δικαιούται για το πιο πάνω χρονικό διάστημα των διαλαμβανομένων στην αγωγή χωριστά για κάθε αιτία επί μέρους χρηματικών ποσών, (δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, επιδόματα εορτών Πάσχα, επιδόματα αδείας, απασχόλησή της κατά τη διάρκεια των «ρεπό»), τα οποία για το έτος 2009 ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 12.539,15 ευρώ από το οποίο, μετά από αφαίρεση των καταβολών συνολικού ύψους 8.640 ευρώ, δικαιούται διαφοράς ύψους 3.899,18 ευρώ, για το έτος 2010 ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 13.610,97 ευρώ από το οποίο, μετά από αφαίρεση των καταβολών συνολικού ύψους 7.780 ευρώ, δικαιούται διαφοράς ύψους 5.830,97 ευρώ, για το έτος 2011 ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 14.156,41 ευρώ από το οποίο, μετά από αφαίρεση των καταβολών συνολικού ύψους 6.870 ευρώ, δικαιούται διαφοράς ύψους 7.286,41 ευρώ, για το έτος 2012 ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 14.824, 27 ευρώ από το οποίο, μετά από αφαίρεση των καταβολών συνολικού ύψους 4.810 ευρώ, δικαιούται διαφοράς ύψους 10.014,27 ευρώ, για το έτος 2013 ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 14.319,41 ευρώ από το οποίο, μετά από αφαίρεση των καταβολών συνολικού ύψους 3.290 ευρώ, δικαιούται διαφοράς ύψους 11.029,41 ευρώ και για το έτος 2014 και μέχρι την αποχώρησή της ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 2.927,37 ευρώ από το οποίο, μετά από αφαίρεση των καταβολών συνολικού ύψους 300 ευρώ δικαιούται διαφοράς ύψους 2.627,37 ευρώ. Ότι επομένως η εναγομένη εξακολουθεί να της οφείλει διαφορές, που ανέρχονται συνολικά σε 40.687,49 (3.899,18 + 5.830,97 + 7.286,14 + 10.014,27 + 11.029,41 + 2.627.37) ευρώ. Ότι οι παραπάνω απαιτήσεις προκύπτουν από την από 8.10.2007 έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αυτής με την εκκαλούσα, επικουρικά δε από τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Με βάση το ιστορικό αυτό η εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα για τις αιτίες αυτές να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.687,49 ευρώ με το νόμιμο τόκο, αφότου κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επί της παραπάνω αγωγή εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3309/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3,5 ν.539/1945, 3 παρ.16 ν. 4504/1966,4 ν.2874/2000, 74 παρ.10 ν3863/2010, 345, 346, 648 επ., 904 του ΑΚ, 907, 907, 176 του Κ.Πολ.Δ. έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, αναγνώρισε ότι η εκκαλούσα όφειλε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 23.671,05 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που κάθε ειδικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 17.016,56 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε ειδικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ και επέβαλλε σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης την οποία όρισε στο ποσό των 1.200 ευρώ. Στη συνέχεια κατόπιν ασκήσεως της κρινόμενης έφεσης, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθμό 225/2016 απόφασή του έκανε δεκτή την έφεση και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη . Ήδη μετά την έκδοση της με αριθμό 1004/2017 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε την αγωγή ορισμένη κατά τα κεφάλαια μόνο που αφορούν την επιδίκαση διαφορών στις δεδουλευμένες αποδοχές και στα επιδόματα εορτών και αδείας, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη έφεση κατά τα ως άνω κεφάλαια.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …/2014, …/2014 και …../2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εφεσίβλητης κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εκκαλούσας καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εξαιρουμένων των προσκομιζόμενων από αμφότερους τους διαδίκους υπευθύνων δηλώσεων (ΑΠ 1405/2014), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εκκαλούσα διατηρούσε κατάστημα εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων στο ….. Αττικής και κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2007 συνήψε με την εφεσίβλητη προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασία προκειμένου η τελευταία να προσφέρει την εργασία της ως πωλήτρια στο παραπάνω κατάστημα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται ιδίως από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλειά της (της εφεσίβλητης) στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις και δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια της εκκαλούσας η οποία είναι θυγατέρα της τελευταίας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η παραπάνω εργασιακή σχέση συνεχίστηκε μέχρι την 28-2-2014 οπότε η εφεσίβλητη έπαψε να παρέχει την εργασία της στην εκκαλούσα και προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας επικαλούμενη διαφορές από δεδουλευμένες αποδοχές της. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας της η εκκαλούσα δεν είχε προβεί σε νόμιμη αναγγελία της πρόσληψής της και δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές στον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό για την απασχόληση της εφεσίβλητης γεγονός το οποίο η τελευταία το αποδέχονταν καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασίας της. Άλλωστε αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας στις 5-3-2014 ενώ η εκκαλούσα έπαυσε να λειτουργεί τη επιχείρησή της στις 12-3-2014 (βλ. βεβαίωση διακοπής εργασιών της Δ.ΟΎ. Ε’Πειραιά) Η εκκαλούσα αρνείται την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης επικαλούμενη ιδίως τα με αριθμούς ../2011 και …/2011 δελτία ελέγχου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας όπου βεβαιώνεται ότι στις 15-3-2011 και στις 7-7-2011 η εκκαλούσα δεν προέκυψε ότι απασχολούσε εργαζόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Όμως όπως προαναφέρθηκε τα παραπάνω αναιρούνται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεδομένης της ποινικής ευθύνης της εκκαλούσας πλέον των διοικητικών προστίμων από την παράνομη απασχόληση της εφεσίβλητης η οποία επιπλέον δεν φέρεται να δήλωνε την αμοιβή της στην αρμόδια φορολογική αρχή. Περαιτέρω από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται αφενός το ωράριο εργασίας της εφεσίβλητης, αφού σε δύο ελέγχους κατά την διάρκεια της λειτουργίας του καταστήματος δεν βρέθηκε να εργάζεται, αλλά ούτε και από τους παραπάνω μάρτυρες μπορεί να αποδειχθεί ο χρόνος της εβδομαδιαίας εργασίας της εφεσίβλητης. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη τη χρονικής διάρκειας που παρείχε την εργασία της (Οκτώβριος έτους 2007 έως Φεβρουάριος έτους 2014) κατά την διάρκεια τη οποίας ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίζει σχετικά με τις επικαλούμενες χρηματικές καταβολές οι οποίες δεν επιβεβαιώνονται και από μάρτυρες (οι καταβολές) δεδομένου ότι μόνο η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής δεν αποτελεί και απόδειξη των αναγραφομένων σ’αυτή αλλά αντικείμενο απόδειξης της δικαστικής της διερεύνησης. Ενόψει των παραπάνω και ειδικότερα της μη απόδειξης αφενός της συμφωνηθείσας αμοιβής αφού η μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλειά της δεν επικαλείται ότι ήταν παρούσα στην παραπάνω συμφωνία, του συμφωνηθέντος ωραρίου εργασία καθώς και των επιμέρους καταβολών, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη έσφαλλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, να γίνει δεκτή η ως άνω έφεση ως βάσιμη κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Ακόμη τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους για αμφότερους του βαθμούς δικαιοδοσία λόγω της συσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.) .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-9-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. …../2014) έφεση κατά της με αριθμό 3309/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 3309/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 28-4-2014 (αριθ. καταθ. ……/2014) αγωγής.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτού λόγω
μεταθέσεώς του και
αναχωρήσεως από την
Υπηρεσία, ο
Πρόεδρος του Τριμελούς
Συμβουλίου Δ/νσεως του
Εφετείου Πειραιώς,
Αντώνιος Πλακίδας,
Πρόεδρος Εφετών