Αριθμός 549/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 3-11-2015 (αρθ. εκθ. καταθ. …./2015) έφεση της δεύτερης των εναγομένων της από 28-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2011) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 5301/2012 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 10-11-2015, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης στις 14-11-2012 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) .
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου απαιτείται να συντρέχουν: α) προσβολή της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη, δηλ. να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είναι μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, γ) να είναι υπαίτια, να οφείλεται δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 Α.Κ.), δ) να επήλθε ηθική βλάβη του προσβληθέντος και ε) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας προσβολής και της επελθούσας ηθικής βλάβης. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωσή της (πνευματική, σωματική, υγεία, ελευθερία, τιμή κ.λ.π.). Έτσι η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, γιατί ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα πλαίσια της προστασίας της προσωπικότητας, τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του (ΑΠ 1279/2011). Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις- εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ. Κατά την πρώτη των διατάξεων αυτών, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση θετικής ενέργειας, που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη. Ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, η καλή πίστη του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 5/2001). Αμέλεια δε υπάρχει κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 708/2004, ΑΠ 1084/2008). Τέλος, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, που μπορεί να είναι και ο ζημιωθείς στην περίπτωση που συντέλεσε και ο ίδιος στην πρόκληση ή την επαύξηση της ζημίας, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, “προστηθείς”, για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διατάξεως αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως “προστήσαντος” απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού, κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από το ίδιο ως άνω άρθρο συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσης σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια (ΑΠ 926/2004). Περαιτέρω, από το άρθρο 300 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στη περίπτωση ευθύνης προστήσασας τραπεζικής εταιρίας από υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά υπαλλήλου της, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που έχει προκληθεί σε κάποιον ζημία -περιουσιακή ή μη- και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε από αμέλεια, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, ήτοι της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου εντός του επαγγελματικού και λοιπού κύκλου αυτού, να επιχειρήσει θετική πράξη, την οποία όφειλε, από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως, και η οποία ήταν ικανή, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη ζημία του, και έτσι παρέλειψε αυτός την αποτροπή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 363/2012, 1737/2002). Στην περίπτωση αυτή, πρώτα εξετάζεται, αν ο συνηθισμένος επιμελής άνθρωπος μπορούσε με κατάλληλη ενέργεια ή παράλειψη να αποφύγει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη ζημία ή να την περιορίσει και, δεύτερον, αν εκείνος που ζημιώθηκε όφειλε, ως έντιμος και επιμελής κοινωνικός άνθρωπος, να προβεί στη δυνατή αυτή ενέργεια ή παράλειψη (ΑΠ 1211/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 28-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2011) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων της παραπάνω αγωγής τελώντας σε βάρος του τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής αξιόποινες πράξεις, εμφανίστηκε ενώπιον των προστηθέντων στην υπηρεσία υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης, στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα έχει υπησέλθει η εκκαλούσα, οι οποίοι από βαριά αμελεια δεν προέβησαν στην ταυτοποίηση του προσώπου του με αποτέλεσμα την έκδοση πιστωτικών καρτών από τον εναγόμενο στο όνομα του ενάγοντος και την περιουσιακή ζημία του (του ενάγοντος). Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της και κατά το μέρος που εκκαλείται η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να υποχρεωθεί η εκκαλούσα με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.058,57 ευρώ για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη πράξη των προστηθέντων υπαλλήλων της με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης . Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε τη αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 346, 914, 932, 922 του ΑΚ, 386 παρ. 1 του Π.Κ., 176, 907, και 908 του Κ.Πολ.Δ., έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλλει στον εφεσίβλητο εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 5,058,57 ευρώ ως αποζημίωση, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου τα οποία όρισε στο ποσό των 800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή της η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που εκκαλείται, να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η αγωγή και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος εναγόμενος της από 28-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2011) αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απέσπασε από τον εφεσίβλητο προσωπικά του έγγραφα και συγκεκριμένα μία φωτοτυπία της αστυνομικής τους ταυτότητας, ένα φωτοαντίγραφο του εκκαθαριστικού της φορολογικής του δήλωσης καθώς και μία βεβαίωση αποδοχών του με την πρόφαση της διερεύνησης της δυνατότητας λήψης δανείου για να προχωρήσουν σε από κοινού οικονομική επένδυση. Όμως, ο παραπάνω εναγόμενος εμφανίστηκε ενώπιον των υπαλλήλων των συνεργαζομένων με τους δικαιοπαρόχους της εκκαλούσας, επιχειρήσεων με την επωνυμία … και …… και με τα παραπάνω έγγραφα που προωθήθηκαν στην δικαιοπάροχο της εκκαλούσας, πέτυχε την έκδοση τριών πιστωτικών καρτών από την τελευταία πλαστογραφώντας την υπογραφή του εφεσίβλητου στις αιτήσεις για την έκδοσή τους. Στη συνέχεια ο προαναφερόμενος εναγόμενος αφού παρέλαβε τις παραπάνω κάρτες δηλώνοντας ως διεύθυνση αποστολής τους την προσωπική του διεύθυνση και όχι την διεύθυνση του εκκαλούντος που αναγράφονταν στα προσκομισθέντα έγγραφα, έκανε χρήση των καρτών μέχρι του ποσού των 5.058,57 ευρώ οπότε λόγω υπέρβασης του πιστωτικού ορίου ακυρώθηκαν οι παραπάνω κάρτες. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει η ευθύνη των προστηθέντων υπαλλήλων της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας οι οποίοι κατά παράβαση του 4 παρ. 1ν. 2331/1995 δεν απαίτησαν την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του φερόμενου ως αιτούντος τις πιστωτικές κάρτες ή την παροχή πληρεξουσιότητας για την παραπάνω έκδοση και χωρίς την εμφάνιση του πρωτοτύπου της αστυνομικής ταυτότητας του εκκαλούντος, δεν προέβησαν σε ταυτοπροσωπία του αιτούντος με αποτέλεσμα την έκδοση των πιστωτικών καρτών στο όνομα του εφεσιβλήτου και εν αγνοία του τελευταίου. Άλλωστε, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οι φωτοτυπίες των εγγράφων που προσκομίστηκαν δεν ήταν σε κάθε περίπτωση επαρκείς για την έκδοση των πιστωτικών καρτών. Η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της περί συνυπαιτιότητας του εφεσιβλήτου στην έκδοση των επίδικων πιστωτικών καρτών. Έτσι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η εκκαλούσα είναι υπαίτια της περιουσιακής ζημίας του εφεσίβλητου αφού διατηρεί το δικαίωμα της είσπραξης από τον εφεσίβλητο του ποσού το οποίο αναλήφθηκε χωρίς να παραιτείται του παραπάνω δικαιώματος της. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος έλαβε γνώσει των παραπάνω γεγονότων τον μήνα Αύγουστο του έτους 2006 όταν προσήλθε σε τραπεζικό κατάστημα με συγγενικό του πρόσωπο προκειμένου να συμβληθεί ως εγγυητής του τελευταίου για την λήψη δανείου οπότε οι αρμόδιοι υπάλληλοι τον πληροφόρησαν για το χρέος, την αιτία και το γεγονός ότι υπήρχαν σε βάρος του δυσμενή στοιχεία στην εταιρεία με την επωνυμία “…………….”. Έκτοτε υποχρεώθηκε να προβεί σε δικαστικές ενέργειες ενώπιον των ποινικών και πολιτικών Δικαστηρίων προκειμένου να αναγνωριστεί η ανυπαρξία του χρέους που προέκυπτε από την χρήση των ως άνω πιστωτικών καρτών. Ενόψει των παραπάνω ο εφεσίβλητος, πέραν της περιουσιακής ζημίας που υπέστη κατά το ποσό των 5.058,57 ευρώ, υπέστη και ηθική βλάβη και συνεπώς είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την ένταση της αμέλειας των προστηθέντων υπαλλήλων της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, της συμμετοχής τους στις άδικες πράξεις που τέλεσε ο πρώτος εναγόμενος, τις συνέπειες που υπέστη μετά την τέλεση των παραπάνω πράξεων, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος ήταν απόστρατος ανώτατος αξιωματικός, κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 15.000 ευρώ το οποίο μετά τη στάθμιση των γεγονότων κρίνεται εύλογο. Συνεπώς η συνολική αποκαταστατέα ζημία του εφεσίβλητου από την εκκαλούσα ανέρχεται στο ποσό των 20.058,57 ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώνοντας την εκκαλούσα να καταβάλει στον εφεσίβλητο το παραπάνω ποσό των 20.058,57 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 3-11-2015 (αρθ. εκθ. καταθ. ……/2015) έφεση της δεύτερης των εναγομένων της από 28-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2011) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 5301/2012 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ .
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της, των παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτού λόγω
μεταθέσεώς του και
αναχωρήσεως από την
Υπηρεσία, ο
Πρόεδρος του Τριμελούς
Συμβουλίου Δ/νσεως του
Εφετείου Πειραιώς,
Αντώνιος Πλακίδας,
Πρόεδρος Εφετών