Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 550/2019

Αριθμός     550/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Από την με αριθμό ……/23-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………… που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο (άρθρα 122 επ., 126 παρ.1, 127, 129, 139 επ. 226 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ). Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω δικάσιμο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και πρέπει να δικαστούν ερήμην. Η διαδικασία όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ).

Η από 26-10-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …../2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …../2017) έφεση της καθής η από 2-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2016) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 4344/2017 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε την παραπάνω ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του Κ.Πολ.Δ., αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 27-10-2017, καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης ενώ από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 19, 147 παρ. 2, 495 επ., 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω , η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 2-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο εφεσίβλητος ζητούσε να ακυρωθεί η από 5-1-2016 επιταγή προς εκτέλεση που εγγράφηκε κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου του με αριθμό …./21-10-2010 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά …………. με το οποίο επιτάσσονταν να καταβάλλει στην εκκαλούσα το ποσό των 96.694,56 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την ανακοπή παραδεκτή στην συνέχεια έκανε δεκτή την ανακοπή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ακύρωσε την προαναφερόμενη επιταγή προς εκτέλεση και επέβαλε σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης τα οποία όρισε στο ποσό των 2.950 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η ανακοπή στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης .

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 915 και 924 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση που εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία, ο επισπεύδων την εκτέλεση οφείλει να κοινοποιήσει στον οφειλέτη του, μαζί με την επιταγή, και το αντίγραφο του δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου, που έχει αποδεικτική δύναμη και από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αιρέσεως ή του όρου. Η παράβαση της διατυπώσεως αυτής, με την οποία σκοπείται η αποτροπή αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση επισφαλών ή αβέβαιων και γενικά μη εγγράφως αποδεικνυομένων αμέσως απαιτήσεων, επάγεται ακυρότητα, ανεξαρτήτως βλάβης, τόσο της επιταγής, που επιδόθηκε με ελλείψεις, όσο και της αναγκαστικής εκτελέσεως που άρχισε με βάση της επιταγή αυτή (ΑΠ 1559/2009 ΝοΒ 2010.438, ΑΠ 189/1998). Περαιτέρω κατά μεν το άρθρο 201 του ΑΚ, αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης), κατά δε το άρθρο 207 παρ.1 του ιδίου ΑΚ η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωση της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης που τέθηκε σε δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία αυτή και επέρχονται τα αποτελέσματα της, επομένως δε και ότι β) όποιος ασκεί δικαίωμα από δικαιοπραξία το οποίο εξαρτήθηκε με αυτήν (δικαιοπραξία) από αναβλητική αίρεση, που πληρώθηκε ή που την πλήρωση της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της αίρεσης (πλασματική πλήρωση), αυτός (που ασκεί το δικαίωμα) οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τα ανωτέρω περιστατικά της πραγματικής ή πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης, από την οποία και γεννάται (εξαρτάται) το δικαίωμά του, ως αποτέλεσμα της υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξίας, κατά τα προεκτεθέντα. Για την κατά τα ανωτέρω πλασματική πλήρωση της αίρεσης απαιτείται παρακωλυτική συμπεριφορά του ζημιουμένου από την πλήρωση, και δη πράξη ή παράλειψη, αντιτιθέμενη στην καλή πίστη βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπου συνεκτιμάται και το ενδεχόμενο πταίσμα, στην περίπτωση δε, ειδικότερα, της παράλειψης, κατά κανόνα δεν θα υφίσταται τέτοια αντίθεση (στην καλή πίστη) αν δεν υπάρχει υποχρέωση προς ενέργεια από το νόμο, τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη. (ΑΠ 178/12). Γίνεται δε δεκτό ότι ο έλεγχος της παρακωλυτικής συμπεριφοράς του ζημιουμένου από την πλήρωση πραγματοποιείται με βάση μεν τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, προκειμένου περί των καθαρώς εξουσιαστικών αιρέσεων, δηλαδή, εκείνων επί των οποίων η ενέργεια του υπόχρεου έχει αναταθεί στην απόλυτη εξουσία αυτού, με βάση δε τη διάταξη του άρθρου 207 ΑΚ προκειμένου περί των λοιπών εξουσιαστικών αιρέσεων, δηλαδή εκείνων επί των οποίων η ενέργεια του υποχρέου έχει αφεθεί στη “δυναμένη να ελεγχθεί κρίση του” ή, άλλως, στην αντικειμενική και δικαστικώς ελεγκτέα κρίση του (ΑΠ 122/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της από ο εφεσίβλητος επικαλέστηκε ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση που του επιδόθηκε καθόσον σύμφωνα με τον εκτελεστό τίτλο και συγκεκριμένα σύμφωνα με το με αριθμό ……/2010 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………… η ανακόπτουσα όφειλε να καταβάλει το επιτασσόμενο ποσό που αφορούσε το τίμημα πώλησης (προς την ανακόπτουσα) δύο οριζόντων ιδιοκτησιών μέχρι την 21-10-2013 υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της πλήρους εξόφληση των δανείων που είχε λάβει η εκκαλούσα και είχε γραφεί σε βάρος της υποθήκη στα παραπάνω ακίνητα. Η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο έφεσης, συνομολογεί την ύπαρξη του παραπάνω όρου του εκτελεστού τίτλου και ισχυρίζεται ότι η παραπάνω αίρεση δεν πληρώθηκε από υπαιτιότητα του ανακόπτοντος καθόσον είχε χορηγηθεί η πληρεξουσιότητα στην εφεσίβλητη να εξοφλήσει η ίδια τα δάνεια που υφίσταντος για την εξάλειψη των υποθηκών επί των παραπάνω ακινήτων. Όμως, σύμφωνα με προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, ο προσβαλλόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η ύπαρξη μη πληρωθείσας αναβλητικής αίρεσης εμποδίζει την εκτελεστότητα του συμβολαιογραφικού εγγράφου δεδομένου ότι η πλήρωση της αίρεσης η μη της αναβλητικής αίρεσης πρέπει να βεβαιώνεται και να κοινοποιείται στον οφειλέτη, μαζί με την επιταγή, και το αντίγραφο του δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου, που έχει αποδεικτική δύναμη και από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αιρέσεως ή του όρου. Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν κοινοποιήθηκε τέτοιο έγγραφο το οποίο δεν μπορούσε να συνταχθεί δεδομένου ότι η ενέργεια του υποχρέου έχει αφεθεί στη “δυναμένη να ελεγχθεί κρίση του” ή, άλλως, στην αντικειμενική και δικαστικώς ελεγκτέα κρίση του. Επιπλέον απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης καθόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη τα αποδεικτικά έγγραφα της πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης συγκοινοποιούνται με τον εκτελεστό τίτλο όταν αυτός είναι συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώ η προσκόμισή τους κατά τη δίκη της ανακοπής δεν καλύπτει την ακυρότητά τους ανεξαρτήτως βλάβης. Τέλος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος έφεσης που αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντα καθόσον ο εκκαθαριστής εταιρείας νομίμως εκπροσωπεί την τελευταία ενώπιον των δικαστικών αρχών. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του με διαφορετικές αιτιολογίες τις οποίες το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά, δέχθηκε τα ίδια κάνοντας δεκτή την ανακοπή και ακυρώνοντας την ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό . Επίσης, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον ερημοδικαζομένη εφεσίβλητη (άρθρα 501,502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης την από 26-10-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …../2017 και ειδ. αριθ. καταθ. ……/2017) έφεση της καθής η από 2-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2016) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 4344/2017 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου .

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εφεσίβλητη στο ποσό των 250 ευρώ .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ .

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της, των παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  17 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών