Αριθμός 581/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 4/12/2017 (αριθμ.καταθ. ……../5.12.2017) έφεση της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αρ. 2060/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθ. 666, 667, 670-678 και 681 Α ΚΠολΔ) επί της από 4/10/2016 (αρ.καταθ. ………../2016) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευσή της έως την άσκηση της εφέσεως (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως βεβαιώνεται από τον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά στην πράξη κατάθεσης της έφεσης.
Με την από 4/10/2016 (αριθ.καταθ. ………/2016) αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) οδηγώντας το υπ’ αρ.κυκλοφορίας ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη εκκαλούσα), προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται αναλυτικά στην αγωγή τροχαίο ατύχημα, που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του, την ολική καταστροφή της υπ’ αρ.κυκλοφορίας ……… δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ιδιοκτησίας του, καθώς και υλικές ζημίες κατά την σύγκρουση των δύο οχημάτων. Ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 20.699 ευρώ ως αποζημίωση για την θετική ζημία που υπέστη και ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του και την ολοσχερή καταστροφή της δίκυκλης μοτοσυκλέτας του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος ήταν ο πρώτος εναγόμενος, δέχτηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ’ ουσία και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό συνολικά 6.230 (1.100 ευρώ για την ολοσχερή καταστροφή της μοτοσυκλέτας + 230 για την αντικατάσταση προσωπικών του αντικειμένων που καταστράφηκαν + 900 ευρώ που θα δαπανούσε για την απασχόληση αποκλειστικής νοσοκόμου κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα + 4.000 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη) ευρώ.
Κατά της εκκαλουμένης απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα (δεύτερη εναγομένη) με την ένδικη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί, έτσι ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, άλλως να μεταρρυθμιστεί.
Ι) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που παράνομα και υπαίτια κατέστρεψε ξένο πράγμα είναι υποχρεωμένος σε αποζημίωση, η οποία, όταν παρέχεται σε χρήμα, συνίσταται στην αξία που είχε το πράγμα και στο διαφυγόν κέρδος από τη στέρηση της χρήσης αυτού. Επομένως επί καταστροφής πράγματος η θετική ζημία και το διαφέρον που αντιστοιχεί σ’ αυτή είναι υπολογιστέα με βάση την αξία του πράγματος στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της καταστροφής και όχι ανάλογα με τη δαπάνη, η οποία απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου πράγματος, γιατί αλλιώς ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε και ωφέλεια, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο με την έννοια του διαφέροντος και τη γενική αρχή που διέπει αυτό της αποκατάστασης του δανειστή στην προηγούμενη του ζημιογόνου γεγονότος κατάσταση (βλ. ΑΠ 2060/1983 ΝοΒ 33.225 – 183/1991 ΝοΒ 39.403 – 6988/1994 Ελλ.Δνη 38.865 – Λιτζερόπουλο Ερμ.ΑΚ άρθρο 297 αριθ. 5 – Κρητικό «Αποζημίωση Εις. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ 297 – 298 αριθ. 114 επ., Εφ.Λαρ. 376/2003, Εφ.Αθ. 6988/1994 δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914 και 929 Α.Κ προκύπτει ότι σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας, συνεπεία αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τρίτου, ο παθών δικαιούται ως αποζημίωση, εκτός άλλων, τα νοσήλια, στα οποία περιλαμβάνεται και η πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 Α.Κ που ορίζει ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται εκ του νόμου ή εξ άλλου λόγου να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις των γονέων του ή άλλου στενού συγγενούς του για την αποκατάσταση της υγείας του δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσελάμβανε ,έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσό κατέβαλε στους άνω οικείους του (ΑΠ 833/2005, Εφ.Λαμ. 19/2017, Εφ.Πειρ. 240/2016, Εφ.Θεσσαλ. 742/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντας, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα αυτού, το Δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθ. 300 ΑΚ, να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα [ΑΠ 716/2016, ΑΠ 1002/2015, ΑΠ 1673/2012 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 του Α.Κ προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος ,να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, η κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του Α.Κ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του Α.Κ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται, με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιο ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (Ολ. ΑΠ 9/2015, ΑΠ 464/2017, ΑΠ 159/2017 δημ/ση ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο εξέταση του ενάγοντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη είτε ω αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, στις 17/5/2016 και ώρα 23:25 οδηγούσε τη με αριθμό κυκλοφορίας ……….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα DERBI κυβισμού 125cc ιδιοκτησίας της, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 25/5/2010, στον Πειραιά επί της οδού Αγίου Διονυσίου, με κατεύθυνση από τη λεωφόρο Αθηνών – Πειραιώς προς το Λιμάνι. Τον ίδιο ως άνω χρόνο ο ………. (πρώτος εναγόμενος μη διάδικος στην παρούσα δίκη) οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ……… Ε.Ι.Χ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ΤΟΥΟΤΑ, επί της οδού Ρετσίνας, η οποία διασταυρώνεται με την οδό Αγίου Διονυσίου, από τη δεξιά πλευρά της πορείας της μοτοσυκλέτας με κατεύθυνση από Θηβών προς πλατεία Ιπποδαμείας. Το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ………, ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία. Η οδός Αγίου Διονυσίου είναι μονής κατεύθυνσης πλάτους επτά (7) μέτρων. Η οδός Ρετσίνας είναι μονής κατεύθυνσης πλάτους επτά (7) μέτρων και στο σημείο που τέμνει καθέτως την οδό Αγίου Διονυσίου η κυκλοφορία ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, οι οποίοι κατά τον ένδικο ως άνω χρόνο λειτουργούσαν κανονικά. Κατά τη χρονική δε στιγμή, κατά την οποία το οδηγούμενο από τον ενάγοντα Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του κινούνταν με αίθριο καιρό και επαρκείς συνθήκες φωτισμού και ορατότητας, φθάνοντας στη διασταύρωση της οδού Ρετσίνας με την οδό Αγίου Διονυσίου όπου υπήρχε στη πορεία του φωτεινός σηματοδότης, έχων εκείνη τη στιγμή ως ένδειξη κόκκινο φως, εισήλθε κάθετα στη διασταύρωση αυτή παραβιάζοντας την ανωτέρω ένδειξη, με αποτέλεσμα να προσκρούσει με το εμπρόσθιο τμήμα του στο δεξιό τμήμα της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο ενάγων, ο οποίος κινούνταν κανονικά επί της οδού Αγίου Διονυσίου. Στη συνέχεια και ως συνέπεια της ανωτέρω σύγκρουσης η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο ενάγων ανατράπηκε και αυτός (ενάγων) εκτινάχθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και έπεσε στο οδόστρωμα. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται πλήρως από την έκθεση αυτοψίας το σχετικό πρόχειρο σχεδιάγραμμα του αρμόδιου τμήματος Τροχαίας Πειραιά που επιλήφθηκε του ατυχήματος, σε συνδυασμό με τις προανακριτικές καταθέσεις των εμπλακέντων οδηγών. Ειδικότερα, ως προς τα ως άνω περιστατικά ο …………. (πρώτος εναγόμενος μη διάδικος στην παρούσα δίκη), αναφέρει στην από 6/7/2016 ένορκη κατάθεσή του, ότι «……Εκινούμουν με μικρή ταχύτητα και φθάνοντας στην διασταύρωση με την οδό Αγ. Διονυσίου δεν πρόσεξα το ερυθρό φως που είχε ο σηματοδότης στην πορεία μου και συγκρούσθηκε με το διερχόμενο δίκυκλο επί της οδού Αγ. Διονυσίου και να ρίξω τον οδηγό της μοτ/τας στο οδόστρωμα». Ενόψει τούτων, αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόσκληση του ένδικου ατυχήματος κρίνεται ο οδηγός υπ’ αριθμό κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, διότι από αμέλειά του, ήτοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός οδηγός, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς (άρθ. 12 παρ. 1, 26 παρ. 1, 3 Κ.Ο.Κ) και κυρίως δεν συμμορφώθηκε με την ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη ρύθμισης κυκλοφορίας που υπήρχε στην πορεία του, αλλά αντίθετα, ανέλεγκτα και απερίσκεπτα συνέχισε την πορεία του παρά του ότι ο σηματοδότης, ως προς αυτήν (πορεία του), έδειχνε ερυθρό φως (άρθ. 6 παρ. 1β΄ Κ.Ο.Κ), και εισήλθε επί της οδού Αγίου Διονυσίου αιφνιδίως με αποτέλεσμα το αυτοκίνητό του να επιπέσει με την εμπρόσθια πλευρά του στο δεξιό τμήμα της δίκυκλης μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο ενάγων, να προκληθούν υλικές ζημίες και να τραυματιστεί ο οδηγός της μοτοσυκλέτας (ενάγων). Στοιχεία που να θεμελιώνουν παράλληλα και συνυπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσυκλέτας (ενάγοντα ήδη εφεσιβλήτου) δεν αποδείχθηκαν από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος οδηγός έβαινε με μεγάλη ταχύτητα επί της οδού Αγίου Διονυσίου και έτσι δεν είχε την δέουσα επιμέλεια και προσοχή, ώστε να δύναται να ελέγξει το όχημα που οδηγούσε και τις συνθήκες κυκλοφορίας στο οδόστρωμα εκ δεξιών του. Αντίθετα όπως προαναφέρθηκε ο ενάγων αυτός οδηγός οδηγούσε το όχημά του (δίκυκλη μοτοσυκλέτα) κανονικά, καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, έχοντας τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. Ειδικότερα κινείτο με κανονική ταχύτητα όχι μεγαλύτερη του επιτρεπομένου ορίου των 50 χλμ (κατοικημένη περιοχή), χωρίς να έχει την δυνατότητα είτε να ενεργήσει πέδηση της είτε αποφευκτικό ελιγμό της σύγκρουσης, αφού, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω ο οδηγός του οχήματος του ως άνω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, ……….. συνέχισε ανέλεγκτα την πορεία του από την οδό Ρετσίνας και εισήλθε αιφνιδίως στην οδό Αγίου Διονυσίου, οι χρήστες της οποίας (οδού Αγίου Διονυσίου) όπως και ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας δεν είχαν ορατότητα των οχημάτων που κινούνταν επί της οδού Ρετσίνας. Επομένως, εφόσον στοιχεία, που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, δεν αποδείχθηκαν, πρέπει η σχετική νόμιμη ένσταση (ΑΚ 300), την οποία παραδεκτά προέβαλε η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και την οποία επαναφέρει με τον πρώτο λόγο εφέσεως, ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, ως προς την υπαιτιότητα στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και απέρριψε την ένσταση περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα αντίθετα δε παράπονα που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης, η οποία, οφείλεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, η δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας του ενάγοντος καταστράφηκε ολοσχερώς, καθόσον υπέστη σημαντικές βλάβες μεγάλης εκτάσεως «στο δεξιό τμήμα, αριστερό τμήμα, περιμετρικά» έτσι ώστε να μην είναι πλέον οικονομικά συμφέρουσα η αποκατάσταση των βλαβών, διότι το κόστος τους θα υπερέβαινε την αγοραία αξία του οχήματος. Ειδικότερα, η εμπορική αξία της μοτοσυκλέτας, εργοστασίου κατασκευής DERBI, τύπου adventure terra, χρώματος λευκού, κυνισμού 125cc, έτους πρώτης κυκλοφορίας 23/5/2010, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ανέρχονταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε 1.100 ευρώ, συνυπολογιζομένης και της μείωσης της εμπορικής αξίας αυτού κατά ποσοστό 10%. Το κόστος αγοράς ανταλλακτικών και εργασιών για την επισκευή της ανέρχεται σε 1695,08 ευρώ, ήτοι: α)1161,88 ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών (τιμόνι, δεξιά μανέτα, σκριπ, δεξιά χούφτα, ρουλεμάν πηρουνιού, ζελατίνα, δεξί φέρινγκ, 3 καπάκια εξάτμισης, τρόμπα νερού, μασπιές οδηγού, μασπιές συνοδηγού, σχάρα πίσω, αυτοκόλλητα) και 533 ευρώ για εργασίες (ευθυγράμμιση ζάντας, βαφή πηρουνι καλάμι, επισκευή πηρουνιού και καλύμπρα ιπποπλαισίου), όπως τούτα προκύπτουν από την προσφορά του συνεργείου αυτοκινήτων «……………». Επομένως, η ζημία του ενάγοντος εφεσιβλήτου, που υπολογίζεται με βάση την αξία της δίκυκλης μοτοσυκλέτας κατά τον χρόνο της ολοσχερούς καταστροφής της, ανέρχεται σε 1.100 ευρώ. Επίσης από τη σύγκρουση, λόγω της πτώσεως του ενάγοντος επί του οδοστρώματος, καταστράφηκαν το κινητό του τηλέφωνο «Microsoft lumia, τύπου DS WHITE» το κράνος που φορούσε μάρκας «Nolan», το παντελόνι και το μπουφάν μηχανής που φορούσε ως και η μπαγκαζιέρα της μοτοσυκλέτας του, αξίας κατά τον χρόνο καταστροφής, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, 50 ευρώ, 70 ευρώ, 20 ευρώ, 50 ευρώ και 40 ευρώ αντίστοιχα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου του συναφής λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Η συνολική συνεπώς ζημία του ενάγοντος ανέρχεται σε 1.330 (1.100 + 230) ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μετά το ατύχημα διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στην Β΄ Ορθοπεδική Κλινική του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών, όπου διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί βλάβες ώμου, συνεστήθη η συντηρητική αντιμετώπισή τους από τους θεράποντες ιατρούς και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια δέκα (10) ημερών. Εισήχθη προς επανεξέταση στο προαναφερόμενο νοσοκομείο την 30/5/2015, στο οποίο νοσηλεύτηκε μια (1) ημέρα και διαπιστώθηκε, κατόπιν υποβολής του σε μαγνητική τομογραφία δεξιού ώμου, ότι έχει υποστεί κάταγμα στην πτέρυγα της ωμοπλάτης με συνοδό ρήξη του υποκανθίου και στρογγυλού μυός στο επίπεδο του κατάγματος και η ύπαρξη κατάγματος πρώτου βαθμού στην έσω επιφάνεια του υποπλατίου μυός, και του χορηγήθηκε, κατά την έξοδο του (31/5/2016) αναρρωτική άδεια είκοσι (20) ημερών και κατόπιν επανελέγχου την 21/6/2016 διαπιστώθηκε ότι χρήζει αναρρωτικής άδειας επιπλέον είκοσι (20) ημερών. Ακολούθως από 10/6/2016 έως 27/6/2016 υποβλήθηκε σε φυσικοθεραπείες και την 29/6/2016 διαπιστώθηκε ότι το κάταγμα στη δεξιά ωμοπλάτη βρίσκονταν σε στάδιο πόρωσης, μετά την συντηρητική αντιμετώπισή του, και συστήθηκε η εξακολούθηση της συντηρητικής θεραπείας του και η αποχή από την εργασία του για χρονικό διάστημα τριών μηνών. Για διάστημα ενός μήνα από τον χρόνο του ατυχήματος, ήτοι έως 17/6/2016, λόγω αδυναμίας του να αυτοεξυπηρετηθεί, είχε ανάγκη παροχής βοήθειας τρίτου προσώπου για την αντιμετώπιση των καθημερινών του αναγκών που σχετίζονται με την διατροφή του, την καθαριότητα, τις φυσικές του ανάγκες κλπ. Την παραπάνω βοήθεια προσέφεραν αζημίως η μητέρα του και η σύζυγός του, με την εντατικοποίηση των προσπαθειών τους. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, κατ’ άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ, ως αποζημίωση το ποσό που θα κατέβαλε ως αμοιβή σε άλλα πρόσωπα για την προσφορά των άνω υπηρεσιών), που δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις και εμπειρία, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 900 ευρώ μηνιαίως για επί 12ώρου παροχής υπηρεσιών, που κρίνεται επαρκής για την αντιμετώπιση των άνω αναγκών, το οποίο κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται για ανάλογες υπηρεσίες σε οικιακές βοηθούς. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου συναφής λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα, όπως αυτές περιγράφονται παραπάνω, του είδους και της σοβαρότητας της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε, του βαθμού του πταίσματος του υπαίτιου οδηγού του ζημιογόνου οχήματος στην επέλευση του ατυχήματος και του εντεύθεν τραυματισμού του ενάγοντος και της περιουσιακής ζημίας που υπέστη, της έλλειψης οποιασδήποτε υπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση και στην έκταση του τραυματισμού του και της περιουσιακής ζημίας που υπέστη και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από τη στεναχώρια και τη θλίψη του λόγω της ολοσχερούς καταστροφής του οχήματός του που χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του, αλλά και λόγω του τραυματισμού του και της συνακόλουθης προσβολής της σωματικής του ακεραιότητας και υγείας, για την αποκατάσταση της οποίας αναγκάσθηκε να λάβει φαρμακευτική αγωγή και να υποβληθεί σε φυσικοθεραπείες, καθώς και στις σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο και στην οικία του, όπου είχε ανάγκη από τη βοήθεια και την παροχή υπηρεσιών άλλου προσώπου για την εξυπηρέτηση των ατομικών του αναγκών. Η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου συναφείς τρίτος λόγος της εφέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Επομένως οι αξιώσεις του ενάγοντος από το ένδικο ατύχημα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 6.230 (1.100 + 230 + 900 + 4.000) ΕΥΡΏ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 176, 183, 191 παρ. 2), όπως ειδικότερα στο διατακτικό, και, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την υπό κρίση από 4/12/2017 (αριθ.καταθ. …………./2017) έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε, στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ