Αριθμός 582/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της εναγομένης, που ηττήθηκε, κατά της υπ’ αριθ. 4361/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθ. 495επ. 511 επ. ΚΠολΔ). Συνεπώς πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 1/11/2016 αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της κυρίως εναγομένης ήδη εκκαλούσας, ισχυρίζεται ότι, έχει ως αντικείμενό της την εμπορία συστημάτων προστασίας περιβάλλοντος, μηχανημάτων καθορισμού αποβλήτων, λυμάτων, νερών κ.λ.π. Ότι στα πλαίσια της ανωτέρω εμπορικής της δραστηριότητας κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «………….» την από 20.5.2014 σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέθεσε στην ανωτέρω αντισυμβαλλόμενή της να κατασκευάσει μια «Προκατασκευασμένη ανοιξείδωτη μονάδα καθίζησης με λαμέλες», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο κρινόμενο δικόγραφο, προκειμένου να την παραδώσει η ίδια (η ενάγουσα) στη Ρωσία, στις εγκαταστάσεις της εταιρείας ……… στην Μόσχα, με την οποία είχε συμφωνήσει, δυνάμει της από 18.3.2014 σύμβασής τους, να κατασκευάσει και να της παραδώσει την ως άνω ειδική κατασκευή. Ότι η συνολική αξία του εν λόγω εξοπλισμού ανερχόταν σε 117.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α, ο χρόνος, δε, παράδοσης του έργου είχε οριστεί η 31.7.2014, ενώ τόπος παράδοσης το εργοστάσιο της κατασκευάστριας εταιρίας «……..», στην …… Κιλκίς. Ότι το ανωτέρω έργο ολοκληρώθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία την 19.9.2014 και ήταν έτοιμο προς παράδοση στην ενάγουσα. Ακολούθως, αναφέρει ότι με την εναγόμενη μεταφορική εταιρία, που είχαν μακροχρόνια συνεργασία, συμφώνησαν προφορικά, τον Σεπτέμβριο του 2014, να μεταφέρει η τελευταία την προεκτεθείσα ειδική κατασκευή στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας εταιρίας στην Μόσχα. Ότι δυνάμει της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να παραλάβει προς φόρτωση την κατασκευή με δύο φορτηγά από τις εγκαταστάσεις της κατασκευάστριας εταιρείας στην ……. Κιλκίς, εν συνεχεία, να την μεταφέρει οδικώς από το Κιλκίς μέχρι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπου τα φορτηγά θα έμπαιναν σε οχηματαγωγό πλοίο με προορισμό το λιμάνι του Νοβοροσίσκ και ακολούθως θα κατευθύνονταν πάλι οδικώς προς την Μόσχα. Ότι την 24.9.2014 έλαβε χώρα η φόρτωση και το δέσιμο των μεταφερομένων κατασκευών στ’ αναλυτικά περιγραφόμενα στην κρινόμενη αγωγή δύο φορτηγά αυτοκίνητα, ιδιοκτησίας του ………., τα οποία θα εκτελούσαν την προεκτεθείσα διαδρομή έως την Μόσχα. Περαιτέρω, εκθέτει ότι το κόμιστρο για την εν λόγω μεταφορά δεν τιμολογήθηκε εξ αρχής από τη εναγόμενη, αλλά θα υπολογιζόταν μετά το τέλος της μεταφοράς, ανάλογα με τις συνθήκες. Ότι την 24.9.2014, φορτώθηκαν στα δύο φορτηγά της εναγόμενης τα προϊόντα, που περιγράφονται αναλυτικά στα επισυναπτόμενα στο κρινόμενη δικόγραφο δελτία αποστολής. Ότι την ίδια ημέρα και ενώ τα δύο έμφορτα φορτηγά ταξίδευαν σε κονβόϊ επί της Εγνατίας Οδού, στο υπ’ αριθ. 317,5 χιλιόμετρο αυτής, με κατεύθυνση προς την Θεσσαλονίκη (Γέφυρα Ν.Ε.Ο Θεσσαλονίκης – Κιλκίς), ο οδηγός του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………. φορτηγού, που προπορευόταν, επιχειρώντας να περάσει κάτω από την αερογέφυρα, κατά κακή εκτίμηση του επιτρεπόμενου ύψους της γέφυρας και του ύψους των φορτηγών προσέκρουσε στο άνω τμήμα της γέφυρας, ενώ το δεύτερο υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….. φορτηγό, που ακολουθούσε, προσέκρουσε στο πρώτο, με αποτέλεσμα αμφότερα να υποστούν σοβαρές ζημίες, μαζί με τα μεταφερόμενα προϊόντα, και να επιπέσουν πλαγίως προς τα αριστερά επί του οδοστρώματος. Ότι μετά την ανατροπή των φορτηγών οι δύο προκατασκευασμένες δεξαμενές υπέστησαν τις αναλυτικά αναφερόμενες στο κρινόμενο δικόγραφο υλικές ζημίες και μεταφέρθηκαν στις εγκαταστάσεις της κατασκευάστριας εταιρίας για την εκτίμηση τόσο του ύψους της ζημίας τους όσο και για τη διερεύνηση δυνατότητας επισκευής και του κόστους αυτής. Ότι ενώ αρχικά εκτιμήθηκε ότι οι δύο κατασκευές υπέστησαν ανεπανόρθωτη βλάβη, συνολικού ποσού 102.498,30 ευρώ, δεδομένου ότι ήταν αδύνατη η επιδιόρθωσή τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην κρινόμενη αγωγή, για τα οποία έλαβε γνώση η εναγόμενη, δυνάμει της από 17.10.2014 επιστολής – διαμαρτυρίας της ενάγουσας, τελικά η τελευταία κατήρτισε το από 16.10.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό επισκευής με την κατασκευάστρια εταιρία «……….», το οποίο επισυνάπτεται στο κρινόμενο δικόγραφο, δυνάμει του οποίου τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν: α)να γίνει επισκευή των δύο προκατασκευασμένων δεξαμενών αντί του ποσού των 25.000 ευρώ για έκαστη, ήτοι 50.000 ευρώ και για τις δύο, β) χρόνος παράδοσης να είναι η 25.11.2014 και γ) τόπος παράδοσης το εργοστάσιο της κατασκευάστριας στην …….. Κιλκίς. Ότι οι δύο ειδικές κατασκευές επισκευάστηκαν και παραλήφθησαν την 4.12.2014 από την ……. Κιλκίς, με προορισμό το εργοστάσιο της …… στη Μόσχα, όπου τελικά παραδόθηκαν την 14.1.2015. Ότι μετά το τροχαίο ατύχημα και την επισκευή των δύο δεξαμενών αναγκάστηκε να τις αποστείλει στον τελικό προορισμό τους στην Μόσχα, με την συνοδεία των αναφερόμενων δύο τεχνικών για την ασφαλή εγκατάστασή τους, καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 3.607,35 ευρώ, για έξοδα κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι η εναγόμενη, που ανέλαβε με αμοιβή την οδική μεταφορά των επιδίκων δεξαμενών από την Ελλάδα στην Μόσχα, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε χώρα καταστροφή του φορτίου είναι υπεύθυνη, ως διεθνής οδικός μεταφορέας, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη. Ότι η καταστροφή του φορτίου οφείλεται σε ηθελημένη κακή διαχείριση των προστηθέντων οδηγών της εναγόμενης, καθόσον: i) ο προστηθείς οδηγός του πρώτου φορτηγού που προπορευόταν, μολονότι γνώριζε το μέγιστο ύψος του οχήματος που οδηγούσε και ενώ όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει ότι η αερογέφυρα, που επιχείρησε να περάσει δεν είχε το προβλεπόμενο για το όχημά του ύψος, εντούτοις, κατά παράβαση των κανόνων οδικής συμπεριφοράς επιχείρησε να περάσει, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο πρόκλησης σοβαρών ζημιών, τόσο στο όχημα όσο και στα εμπορεύματα που μετέφερε και ii) ο προστηθείς οδηγός του δεύτερου φορτηγού, που ακολουθούσε το προπορευόμενο φορτηγό της εναγόμενης, από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν διατηρούσε την προβλεπόμενη από τον Κ.Ο.Κ απόσταση ασφαλείας από το προπορευόμενο όχημα ούτε ρύθμισε την ταχύτητά του, ανάλογα με τις επικρατούσες στο σημείο συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην προλάβει να τροχοπεδήσει το φορτηγό που οδηγούσε και να επιπέσει με το έμπροσθεν τμήμα του στο όπισθεν τμήμα του προπορευόμενου οχήματος και, εν συνεχεία, στο οδόστρωμα με το αριστερό τμήμα του. Ότι η εναγόμενη ευθύνεται τόσο για το πταίσμα των προστηθέντων της, σύμφωνα με το άρθρο 3 της διεθνούς σύμβασης C.M.R όσο και για το πταίσμα που επέδειξαν κατά την εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς που είχε αναλάβει. Ειδικότερα, εκθέτει ότι η εναγόμενη ευθύνεται γιατί δεν μερίμνησε, όπως όφειλε και μπορούσε, ήτοι δεν φρόντισε να προστήσει έμπιστα και έμπειρα άτομα ως οδηγούς των δύο φορτηγών μεταφοράς ογκωδών και μεγάλης αξίας κατασκευών, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος καταστροφής των μεταφερόμενων εμπορευμάτων. Ότι ο βαθμός πταίσματος της εναγόμενης φτάνει ως τον ενδεχόμενο δόλο, διότι μολονότι η τελευταία γνώριζε την ιδιαιτερότητα των δεξαμενών και τις συνθήκες του ταξιδιού, εντούτοις προχώρησε στην εκτέλεση της μεταφοράς, αποδεχόμενη το αποτέλεσμα. Ότι σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά «ηθελημένη κακή διαχείριση» ή πταίσμα που ισοδυναμεί με αυτήν, καθόσον δεν φρόντισε να προστήσει έμπειρους και ικανούς οδηγούς, ενώ ο τρόπος επιλογής της μεταφοράς επαύξησε τον κίνδυνο για το μεταφερόμενο φορτίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή.
Η υπό κρίση αγωγή, η οποία κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 341, 345, 346, 914, 922 ΑΚ, 28, 29 της από 19.5.1956 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης (C.M.R) και 186 ΚΠολΔ, έγινε δεκτή και κατ’ ουσίαν βάσιμη με την εκκαλουμένη απόφαση και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη ήδη εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 53.607,35 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Η εναγομένη ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της προσβάλλει την ως άνω απόφαση και παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων, ζητών τας να εξαφανισθεί και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρία η αγωγή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.
Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 ΚΠολΔ το έγγραφο (δικόγραφο κατά το άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της έφεσης. Ως λόγοι εφέσεως νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, συνιστάμενες, ως επί το πλείστον, σε παραδρομές του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά ενίοτε και σε σφάλματα του εκκαλούντος (ΑΠ 408/2000 ΝοΒ 49.811, ΑΠ 156/1996 ΕλλΔνη 37/1346, ΕφΑθ 973/2003 ΕλλΔνη 46/557, ΕφΠατρ 2007/401, ΕφΑθ 5715/1999 ΝοΒ 49.848, ΕφΑθ 10048/1990 ΕλλΔνη 34/87). Οι παραδρομές του δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται, είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξ αιτίας της, η προσβαλλόμενη οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΑΠ 356/2002 ΕΕργΔ 200/1174). Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι της έφεσης πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα, που αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν ,κατά το αίτημα της εφέσεως, την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της, (ΑΠ 1271/1995 ΕλλΔνη 38.781, ΕφΑθ 973/2003 ΕλλΔνη 46.557, ΕφΑθ 5715/1999 ο.π, ΕφΠειρ 724/1993 ΕλλΔνη 35. 1707, ΕφΑθ 10048/1990 ο.π, ΟλΑΠ 1/1995, ΟλΑΠ 27/1998, Εφ.Λαμίας 187/2010, Εφ.Δωδ. 96/2007, Εφ.Δωδ. 64/2002 δημ.ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 520 σελ. 926). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο εφετήριο και ο κανόνας του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (πρβλ ΑΠ 1657/2002 ΕλλΔνη 44 (2003) σελ. 1614). Περαιτέρω ο αόριστος λόγος εφέσεως εξομοιώνεται με ανύπαρκτο και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1271/95 ΕλλΔνη 38.781), ενώ η αοριστία του εφετηρίου δεν είναι δυνατόν να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης (ΑΠ 129/1995 ΕλλΔνη 38/591, ΑΠ 1271/1995 ΕλλΔνη 38.781, ΕφΘρ 13/2006 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2007/260)
Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μη νομίμως ερμήνευσε ότι η διεθνής έννοια «Willzue Misconolact» συνιστά μορφή αμέλειας, ενώ ο ως άνω όρος ερμηνεύεται κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο αυτής (υπό κρίση εφέσεως) λόγο, ο οποίος προσιδιάζει στην έννοια του «ενδεχόμενοι δόλου» και όχι στην οποιασδήποτε «μορφή αμέλειας» . Ωστόσο, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα διαλαμβάνει μόνο την έννοια την οποία, κατά αυτή (εκκαλούσα), έχει ο ως άνω διεθνής όρος που χρησιμοποιείται στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη 29 παρ. 1 της σύμβασης CMR (που κυρώθηκε με το Ν. 559/1977 περί συμβάσεως της Γενεύης περί Διεθνών Οδικών Μεταφορών), χωρίς όμως να εκτίθεται ότι παραβιάστηκε η εν λόγω διάταξη και χωρίς περαιτέρω να εκτίθεται το σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την υπαγωγή στην αόριστη αυτή νομική έννοια των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε καθώς και που ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση του ως άνω κανόνα δικαίου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, ο λόγος αυτός της εφέσεως, όσον αφορά το σκέλος της περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, είναι αόριστος και ως τέτοιος και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.
Περαιτέρω με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της εφέσεως της η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο αόριστα και αναιτιολόγητα στοιχειοθέτησε την ευθύνη της, χωρίς όμως να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο αυτής (εφέσεως) κανένα ειδικό παράπονο για την απόρριψη της ένδικης αγωγής, αφού δεν προσδιορίζει επακριβώς τις ελλείψεις και τα σφάλματα, ούτε τους λόγους που έπρεπε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή που αποδίδονται στην εκκαλουμένη απόφαση. Επικαλούμενη γενικώς ότι είναι ελλιπής και αναιτιολόγητη η προσβαλλομένη απόφαση δεν μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, ο λόγος αυτός της εφέσεως ως προς το σκέλος του που αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών μέσων είναι αόριστος και ως τέτοιος και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.
Κατά συνέπεια των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό και πρέπει, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αρ. 4361/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία καθορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ