Αριθμός 584/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ. Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 6/2/2017 (αριθ.καταθ. ………./10.2.2017) έφεση των εκκαλούντων ήτοι της δεύτερης εκκαλούσας που εμφανίστηκε στην πρωτοβάθμια δίκη ως ενάγουσα-πληρεξουσία δυνάμει ειδικής εξουσιοδότησης, και του πρώτου εκκαλούντα κατά της υπ’ αρ. 369/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία της ενάγουσας – δεύτερης εκκαλούσας και του ήδη εφεσιβλήτου – εναγομένου, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ επί της από 19/9/2016 (αρ.καταθ. ………./2016) αγωγής, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθ. 4 του ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευσή της (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει από την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, για την δεύτερη εκκαλούσα, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012, το νόμιμο ενιαίο παράβολο, όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 10/2/2017 πράξη κατάθεσης παραβόλου του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά,
Με την από 19/9/2016 (αριθ.καταθ. ………/20.9.2016) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα (ήδη δεύτερη εκκαλούσα), ισχυρίστηκε ότι ο αδελφός της ……… και ο εναγόμενος είναι κύριοι των αναφερομένων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……… και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και του Ν. 3741/1929 με την αριθ. …./1998 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… που έχει μεταγραφεί νομίμως, και ότι η νομή και κατοχή της ανήκουσας στον αδελφό της …….. ως άνω αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει παραχωρηθεί σε αυτή (ενάγουσα), η οποία είναι ειδική εκπρόσωπος του συνιδιοκτήτη αδελφού της δυνάμει ειδικής εντολής και εξουσιοδοτήσεως. Ότι ο εναγόμενος, είναι διαχειριστής της ως άνω πολυκατοικίας δυνάμει του από 29.3.2016 απόφασης της γενικής συνέλευσης συνιδιοκτητών και ότι με πρόσκληση αυτού (εναγομένου – διαχειριστή) πραγματοποιήθηκε στις 29/3/2016 γενική συνέλευση συνιδιοκτητών της ως άνω πολυκατοικίας και το λεπτομερώς αναφερόμενο περιεχόμενο και διατάξεις της ληφθείσας απόφασης, η οποία (απόφαση γενικής συνέλευσης συνιδιοκτητών) είναι άκυρη καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτή (αγωγή), λήφθηκε κατά παράβαση του νόμου και του ως άνω μετεγεγραμμένου κανονισμού πολυκατοικίας. Ζήτησε, δε, επικαλούμενη βλάβη από τις διατάξεις της ως άνω απόφασης και έννομο συμφέρον για την άσκηση της ως υπό κρίση αγωγής ως ειδική εκπρόσωπος του συνιδιοκτήτη, να ακυρωθεί άλλως να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 29 Μαρτίου 2016 απόφασης της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού . αρ. …. και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική της δαπάνη.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ενάγουσας, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατά ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων στις οποίες (διαφορές) νομιμοποιούμενα πρόσωπα ενεργητικώς και παθητικώς είναι μόνον οι κύριοι ορόφων ή ιδιαίτερων τμημάτων της ιδίας υφισταμένης οικοδομής δεδομένου ότι στο ισχύον δικονομικό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης. Κατά της απόφασης αυτής για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 67 παρ. 1 ΚΠολΔ και κατ’ ορθή εκτίμηση ζητεί, κατόπιν εγκρίσεως όλων των διαδικαστικών πράξεων που ενεργήθηκαν από αυτήν (ενάγουσα) ως πληρεξουσία του συνιδιοκτήτη και ανάληψης της δίκης από τον ίδιο, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να συμπληρωθεί η ελλείπουσα διαδικαστική προϋπόθεση και να γίνει δεκτή η από 19/9/2016 υπό κρίση αγωγή Ι)Ορ/α ιδία Εφ.Αθ.3171/98, 530/2006, 5451/2003, 6096/2001, ΑΠ 406/96, ΙΙ)ΑΠ 1726/2013 (άμεση αντιπρ/ση), ΙΙΙ)Εφ.Ευβοίας 46/2006 (άρθ. 67), IV) Εφ.Αθ.5281/2018, ΟλΑΠ 11/1992 (άρθ.516).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την έκθεση του περιεχομένου της αγωγής, η ενάγουσα επικαλείται έννομο συμφέρον για άσκηση αυτής (υπό κρίση αγωγής) προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών της αναφερόμενης πολυκατοικίας ως ειδική εκπρόσωπος δυνάμει ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας που της έχει χορηγηθεί από τον κύριο της ανεξάρτητης αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, …….., ο οποίος της έχει παραχωρήσει την νομή και κατοχή αυτής.
Φέρεται, δηλαδή, η ενάγουσα ότι ενήργησε τη διαδικαστική πράξη αυτή δια του υπογράφοντος το δικόγραφο της αγωγής πληρεξουσίου δικηγόρου, ως διορισμένη με την από 14/9/2016 Έγγραφη Ειδική Εξουσιοδότηση εκούσια αντιπρόσωπος άλλου προσώπου (του κυρίου) το οποίο, όμως σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει με την ιδιότητα αυτή στην παρούσα δίκη.
Επομένως, η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα και ενέργεια του Δικαστηρίου και πρέπει ν’ απορριφθεί. Επιπρόσθετα, και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι την δίκη διεξάγει στο δικό της όνομα η ενάγουσα, αυτή (υπό κρίση αγωγή) είναι, σύμφωνα με την νομική σκέψη που αναφέρεται παραπάνω, απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως αυτής (ενάγουσας), διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 73 ΚΠολΔ (Εφ.Αθ. 5239/2007). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση η άσκηση της υπό κρίση αγωγή από την ενάγουσα ως διορισμένης εκούσιας αντιπροσώπου του κυρίου της επίδικης ανεξάρτητης αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της διαδικαστικής πράξεως αυτής (αγωγής) και δεν συνιστά έλλειψη που μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάταξη του άρθρου 67 ΚΠολΔ που αφορά τις περιοριστικά οριζόμενες διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και δεν επεκτείνεται ανάλογα και σε ελλείψεις άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, όπως αυτών (ελλείψεων) της παρούσας δίκης. Κατά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή, στο πρόσωπο του ενεργητικά νομιμοποιούμενου προς άσκηση αυτής (υπό κρίση αγωγής) κυρίου της αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, για διαφορά που πηγάζει από τη σχέση οροφοκτησίας, δεν υφίσταται έλλειψη σχετική με την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως του ούτε έλλειψη σχετική με προϋποθέσεις νόμιμης εκπροσώπησής του, έτσι ώστε να τύχει εφαρμογής από το Δικαστήριο η διάταξη του άρθρου 67 ΚΠολΔ, ήτοι να αναβληθεί η πρόοδος της δίκης για τη συμπλήρωση αυτών (διαδικαστικών προϋποθέσεων) σε κάθε στάση της δίκης και στην κατ’ έφεση δίκη (Εφ.Αθ. 2553/1986 δημ. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/ Νίκας άρθ. 67 σελ. 139 αρ. 5). Κατ’ ακολουθία αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν εφάρμοσε στην προκειμένη περίπτωση τη διάταξη του άρθρου 67 ΚΠολΔ και απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψη της διαδικαστικής προϋποθέσεως της ενεργητικής νομιμοποιήσεως στο πρόσωπο της ενάγουσας και άσκηση της από την ενάγουσα με την ιδιότητα της εκουσίας αντιπροσώπου, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε, αφού πρόκειται περί διαδικαστικών προϋποθέσεων που δεν αφορούν τις περιοριστικά οριζόμενες στην εν λόγω διάταξη, και ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ως προς την ενάγουσα – δεύτερη εκκαλούσα.
Περαιτέρω, ο πρώτος εκκαλών ……, απαραδέκτως άσκησε την υπό κρίση έφεση, διότι όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι: Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως προαναφέρεται, ασκήθηκε από την δεύτερη εκκαλούσα τότε ενάγουσα η υπό κρίση από 19/9/2016 αγωγή κατά του εφεσιβλήτου (τότε εναγομένου). Από το κείμενο της εκκαλουμένης απόφασης (αλλά και του ανωτέρω εισαγωγικού της δίκης δικογράφου) προκύπτει σαφώς ότι την αγωγή, με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της από 2913/2016 γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……., ως διαδικαστική πράξη απευθυνόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου άσκησε η ενάγουσα – δεύτερη εκκαλούσα με την ιδιότητα της διορισμένης εκούσιας αντιπροσώπου του κυρίου της αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της άνω πολυκατοικίας, ……….., ο οποίος και μόνον νομιμοποιούνταν ενεργητικά προς άσκηση αυτής (αγωγής) με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα και ότι αυτή (αγωγή) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου την ενάγουσα – πρώτη εκκαλούσα. Με την υπό κρίση έφεση ο πρώτος εκκαλών κύριος της αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της ως άνω πολυκατοικίας, παριστάμενος με το δικό του παραπονείται κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως με τους αναφερόμενους λόγους και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη προκειμένου να συμπληρωθεί η διαδικαστική προϋπόθεση της έλλειψης της ενεργητικής νομιμοποιήσεως κατ’ άρθρο 67 ΚΠολΔ και στο πρόσωπό του και να γίνει δεκτή η υπό κρίση από 19/9/2016 αγωγή. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος εκκαλών δεν ήταν καθόλου διάδικος στην δίκη που ανοίγηκε με την από 19/9/2016 αγωγή ως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση. Συνεπώς η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ορθά ισχυρίστηκε και ο εφεσίβλητος, ανεξαρτήτως του ότι και αυτεπαγγέλτως διερευνώνται οι προϋποθέσεις παραδεκτού της έφεσης, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ. 4 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012). Τέλος, πρέπει να υποχρεωθούν οι εκκαλούντες σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους (άρθ. 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Α) Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη για τον πρώτο εκκαλούντα.
Β) Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση από 6/2/2017 (αριθ.καταθ. …………/2017) έφεση ως προς την δεύτερη εκκαλούσα κατά της υπ’ αριθ. 369/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ