Αριθμός 585/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν και ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015, Εφ.Θεσσαλ. 60/2017 ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε, για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στην αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης». Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν, κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεως του κατά την αρχική δικάσιμο. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί της παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 Δνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1192/2015, ΑΠ 693/2014, ΑΠ 2221/2014, Εφ.Πατρών 62/2017 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 15.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……./2017 (αριθμός προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν δικαστήριο ………./2017) έφεση κατά της με αριθμό 2421/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 5-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2917/2013 ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης «………..». Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ./../2017 της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει, ότι στις 18-9-2017 η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά. Εξάλλου, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό ……./2017 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης (………) ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 1/11/2018 ,ήτοι την συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εφεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ ……….», η οποία επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ………/2017 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και κλήση προς την εκκαλούσα, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την ανωτέρω δικάσιμο και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. …/23.11.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………). Κατά τη δικάσιμο αυτή (1/11/2018), και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον η εκκαλούσα, που είχε νομίμως και εγκύρως κλητευθεί να παραστεί για την δικάσιμο που αναφέρεται, ερημοδικεί, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει η έφεση του να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ηττηθέντος εκκαλούσας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον ερήμην δικασθέντα εκκαλούντα, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθ. 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου αυτού διακοσίων (200) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της εφέσεώς του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.
Ορίζει παράβολο διακόσια ενενήντα (290) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.
Απορρίπτει την έφεση κατά της με αρ. 2421/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντα βαθμού δικαιοδοσία, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας κατά την άσκηση της εφέσεώς της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ