Αριθμός 587 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση η από 22-11-2016, με ΓΑΚ …./2016 και ειδ. αριθμ. κατ. …./2016, έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 3443/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία των άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα καί εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ.,652 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και, επιπλέον, δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι, για το παραδεκτό αυτής, καταβλήθηκε και το παράβολο που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το δε εδαφ. β` αυτής προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ 1 του ν. 4139/2013.
Με την από 26-7-2013 ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ανακόπτων ζητούσε για τους αναφερόμενους σ’αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η υπ’αριθμ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η από 18-7-2013 επιταγή προς πληρωμή επί του ακριβούς αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλει στην καθ’ης το ποσό των 40.125,77 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας, προερχόμενη από την υπ’αριθμ……/2008 σύμβαση πίστωσης.
Επί της ανακοπής αυτής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία την απέρριψε, ως προς αμφότερα τα δύο σωρευόμενα και στηριζόμενα, αντίστοιχα, στη διάταξη του άρθρου 632 παρ.1 και 933παρ.1 ΚΠολΔ, αιτήματα.
Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων άσκησε την ένδικη έφεσή του, με την οποία, για τους λόγους που επικαλείται και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να ακυρωθεί η ανακοπή.
Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1 Ν. 128/1975, η οποία ορίζει ότι «επιβάλλεται εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού … », δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού κανόνα δικαίου. Με την παραπάνω διατύπωση ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς του Ν.128/1975, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, µέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Συμπερασματικά, από τα παραπάνω προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται µε το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται µε τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι, την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται µε βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (άρθρο 361ΑΚ – βλ ΑΠ 430/2005, ΕφΠατρ 195/2007 δηµ/νες στη «ΝΟΜΟΣ»), πρέπει όμως να ερμηνεύεται ως απόκλιση από τη ρητά και πάγια εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη να επιβάλλει την εισφορά αυτή σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, οπότε πρέπει να αναπτύσσεται εντός καθορισμένων ορίων που τίθενται τόσο από τις γενικές και ειδικές διατάξεις του νόμου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Σύμφωνα µε την αρχή της διαφάνειας και προσήκουσας ενημέρωσης του δανειολήπτη, πρέπει να παρουσιάζονται στη σύμβαση τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 1495/2006 ΔΕΕ 2006.1307, ΑΠ43012005, ΕφΑθ 1485/2008αδηµ, ΕφΑθ 1558/200, ΕφΛαρ 114/2006, ΕφΠατρ 195/2007, ΕφΑθ 776/2006, δηµ/νες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση έμμεσης κεκαλυμμένης μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στο δανειολήπτη αποτελεί και ο συνυπολογισμός του ποσοστού της στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρεται, αντί να γίνεται μνεία για την επιβάρυνση του δανειολήπτη µε την εισφορά του Ν.128/1975 στη δανειακή σύμβαση (βλ. και παρατηρήσεις Δ. Χατζημιχαήλ κάτω από το κείμενο της 124/2007 απόφασης Εφετείου Λαμίας σε Αρµ. 2009 Β σελ1194, 1196). Στα ίδια πλαίσια κινείται η ΠΔΙΤΕ 1969/1991, όπως και η ΠΔ/ΔΤ 250112002 (Α 277), στην οποία προβλέπεται, ως προς τις χορηγήσεις, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν, µε ιδιαίτερη αναφορά, τους δανειολήπτες για την επιβολή ειδικών εισφορών, φόρων και τελών κατά είδος και ποσό ή ποσοστό (βλ άρθρο 2α περ.ι’), στις οποίες ειδικές εισφορές συγκαταλέγεται και αυτή του Ν. 128/1975. Δεν είναι όμως νόμιμος ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς αυτής κατά τις περιόδους και τη συχνότητα, που ανατοκίζονται τα τραπεζικά δάνεια και τούτο γιατί ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (άρθρα 12 του Ν. 2601/1998, 30 του Ν. 2783/2000, 47 του Ν. 2783/2000, 42 του Ν. 2912/2001 και 39 του Ν. 3259/2004), επομένως κάθε αντίθετη πρόβλεψη στη σύμβαση είναι αντίθετη µε τις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 174, 178 και 179 του Α.Κ. (ΑΠ 21/2011. 801, ΑΠ 1782/2002 ΕλΔ/νη 2002. 1430, Αρµ.2009. 1190).
Από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα µε επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και δη από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, ουδενός των οποίων παραλείφθηκε η συνεκτίμηση (οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες στο ακροατήριο), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κρίσιμα για την υπόθεση, πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία επέδωσε στον ανακόπτοντα αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της µε αριθμ……./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, µε την οποία τον επιτάσσει να της καταβάλει το ποσό των 39.182,77 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε µε βάση την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έντοκης πίστωσης για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, μέχρι του πιστωτικού ορίου των 40.000 ευρώ. Σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω σύμβασης, η χρήση του ποσού της πίστωσης ορίστηκε ότι θα πραγματοποιείται είτε με αναλήψεις μετρητών από τον για την εξυπηρέτηση της σύμβασης τηρούμενο δανειακό λογαριασμό, στα ταμεία ή στις Αυτόματες Ταμειολογιστικές Μηχανές (ΑΤΜ’s) της καθ’ης και ήδη εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, είτε με εντολές μεταφοράς κεφαλαίου σε τρίτους. Ο ανακόπτων και ήδη, εκκαλών εδικαιούτο να χρησιμοποιήσει την πίστωση κατ’επανάληψη, με μερικές ή ολικές αναλήψεις, μέχρι του ως άνω πιστωτικού ορίου. Η πίστωση ορίστηκε έντοκη με κυμαινόμενο επιτόκιο, το ύψος του οποίου διαφοροποιείτο ανάλογα με το ποσό που κάθε φορά αντλείτο. Τα συμβατικά επιτόκια και τα ποσά στα οποία αυτά αντιστοιχούσαν, αναγράφονταν στην Πρόσθετη Πράξη της ανωτέρω σύμβασης. Στα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια συμφωνήθηκε ότι θα προστίθετο η εκάστοτε ισχύουσα εισφορά του Ν.128/75.Κάθε ποσό που θα αντλείτο από την πίστωση θα εκτοκιζόταν από την ημερομηνία αναλήψεώς του, με το αντίστοιχο, κατά τα ως άνω, επιτόκιο και οι τόκοι που θα παράγονταν θα χρεώνονταν στο λογαριασμό της πίστωσης, την ημερομηνία έκδοσης των λογαριασμών του όρου 6 της σύμβασης. Οι τόκοι συμφωνήθηκε ότι θα υπολογίζονται τιμαριθμικά επί του κεφαλαίου της πίστωσης, που θα χρησιμοποιείτο κάθε φορά από τον οφειλέτη, βάση, δε, για τον υπολογισμό των τόκων συμφωνήθηκε ότι θα λαμβάνεται έτος 365 ημερών. Εάν οποιοδήποτε ποσό, που θα οφειλόταν με βάση την εν λόγω σύμβαση δεν καταβαλόταν εμπρόθεσμα από τον ανακόπτοντα, συμφωνήθηκε ότι θα βαρύνεται αυτοδίκαια και χωρίς καμμία όχληση με τόκο υπερημερίας, που θα υπολογιζόταν από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης. Οι τόκοι υπερημερίας συμφωνήθηκε ότι θα υπολογίζονται με το ανώτατο επιτρεπόμενο εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας, το ύψος του οποίου αναφερόταν στην πρόσθετη πράξη. Συμφωνήθηκε, ακόμη, ότι σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οφειλόμενων τόκων, αυτοί θα εκτοκίζονταν με επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης και θα κεφαλαιοποιούνταν (ανατοκίζονταν) ανά εξάμηνο. Λόγω υπερημερίας του ανακόπτοντος και ήδη, εκκαλούντος, ως προς τις συμφωνημένες καταβολές έναντι της συνολικής οφειλής του, η καθ’ ης προέβη στην νομίμως επιδοθείσα σ’αυτόν, από 29-11-2012 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση, δυνάμει της οποίας κατήγγειλε τη σύμβαση και τον κάλεσε να της καταβάλει εντός πέντε ημερών από την επίδοση της εξώδικης, το επικαλούμενο σύνολο της οφειλής του, ύψους 38.182,77 ευρώ, που αναλυόταν σε κεφάλαιο ύψους 37.258,28 ευρώ, δεδουλευμένους τόκους, συμβατικούς και υπερημερίας, μέχρι τότε 1.924,3 ευρώ, πλέον των νομίμων εξόδων και δαπανών για την αποστολή της εξωδίκου και η οποία θα εκτοκιζόταν και μέχρι την εξόφλησή της με το, εκάστοτε σε ισχύ, ανώτατο κατά τη σύμβαση επιτόκιο υπερημερίας.
Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι µε βάση τους ως άνω όρους, οι οποίοι αποτελούν Γενικούς Όρους Συναλλαγών (δηλαδή όρους που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, σύμφωνα µε το άρθρο 2 παρ.δ του Ν. 2251/1994), καθόσον από την προσκομιζόμενη από τους διαδίκους σύμβαση χορήγησης δανείου προκύπτει ότι ήταν προδιατυπωμένοι, στο ανωτέρω ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής των 39.182,77 ευρώ, έχουν ενσωματωθεί (καθώς έχουν κεφαλαιοποιηθεί) ποσά µε παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, µε αποτέλεσμα η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας, να είναι ανεκκαθάριστη κατά το χρόνο κατάθεσης της, από 30-04-2013 αίτησης της καθ’ ης, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, κατά παράβαση της παρ.1 του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ., που τάσσει ως προϋπόθεση για την έκδοσή της να είναι ορισμένο το οφειλόμενο χρηματικό ποσό, δεδομένου μάλιστα ότι, από τα έγγραφα, ήτοι, από την σειρά των μηνιαίων αντιγράφων λογαριασμών, που τηρήθηκαν σε εξυπηρέτηση της ανωτέρω σύμβασης δανείου, τα οποία προσκόμισε αυτή για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ήταν αδύνατο να προσδιοριστούν από τον ανακόπτοντα τα αντίστοιχα επιμέρους ποσά, που προέκυψαν από τους παράνομους ανατοκισμούς της εν λόγω εισφοράς και να υπολογιστεί επακριβώς το ύψος τους, εξαιτίας της πολυπλοκότητάς τους και λόγω του είδους της εγγραφής. Επομένως, ο σχετικός, πρώτος λόγος της ανακοπής τυγχάνει ορισμένος, απορριπτόμενου στο σημείο αυτό του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης που διατείνεται ότι ο λόγος αυτός πάσχει αοριστίας, επειδή δεν αναφέρεται σε αυτόν το ακριβές ποσό των τόκων και ανατοκισμών που συνιστούν την παράνομη χρέωση, διότι στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα της ανακόπτουσας να ζητήσει την ακύρωση της διαταγής πληρωμής στηρίζεται µόνο στην έλλειψη των διαδικαστικών προϋποθέσεων, στην τυπική δηλαδή ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, µε την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται σύμφωνα µε το άρθρο 623 επ. του Κ. Πολ.Δ για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, οπότε το αντικείμενο της δίκης εξαντλείται στο ζήτημα αυτό και µόνο, και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης µε άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.ΑΠ1011997, ΑΠ 124/2005 ΕλΔ/νη 46.1668), επομένως χωρίς την αναγκαιότητα αμφισβήτησης και προσδιορισμού από τον οφειλέτη συγκεκριμένου επιμέρους ποσού της επιδικασθείσας απαίτησης, που παράνομα συμπεριλήφθηκε στη διαταγή πληρωμής, διότι η ενσωμάτωση τέτοιου ποσού στη συνολική απαίτηση που επιδικάσθηκε, καθιστά την απαίτηση αυτή εσφαλμένη και ανεκκαθάριστη ως αβέβαιη και µη ορθά ορισμένη, σε αντίθεση µε τις επιταγές των άρθρων 626 αρ.2,3 και 916 Κ.Πολ.Δ και σύμφωνα µε τα αναλυτικά αναφερόμενα σχετικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επειδή λοιπόν οι τόκοι υπολογίστηκαν καταχρηστικά µε ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975 και γι’ αυτά τα ποσά η απαίτηση της καθ’ ης δεν γεννήθηκε, η σχετική πλημμέλεια της εν λόγω τραπεζικής εταιρείας καθιστά ανεκκαθάριστη τη συνολική απαίτησή της των 39.182,77ευρώ και όχι μέρος αυτής, διότι όλα τα ποσά των χρηματικών καταβολών της πιστούχου έχουν υπολογιστεί επί εσφαλμένης εκάστοτε οφειλής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσίαν βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός της ανακόπτουσας, απορριπτόμενων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η καθ’ ης, ο δε συγκεκριμένος λόγος ανακοπής οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής για να γίνει ο εκ νέου υπολογισμός της απαίτησης της καθ’ ης χωρίς τον ανατοκισμό και την κεφαλαιοποίηση των ποσών που αντιστοιχούν στην εισφορά του ν. 128/1975, οδηγεί δε περαιτέρω και στην ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται µε την από 18-7-2013 επιταγή προς πληρωμή που έχει γραφτεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής, αφού πλέον αυτή εδράζεται σε τίτλο που ακυρώνεται. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της επιταγή προς πληρωμή. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως αόριστο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και πρέπει, αφού γίνει δεκτός ως κατ’ουσίαν βάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης και η έφεση στο σύνολό της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και δικαστεί κατ’ουσίαν η με αριθμ…./2013 ανακοπή, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η υπ’αριθμ…../2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς επίσης και η συνανακοπτόμενη παρά πόδας ακριβούς αντιγράφου από το πρώτο(Α) εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, από 18-7-2013 επιταγή προς πληρωμή και η με αυτή αρξάμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος. Πρέπει, τέλος, να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο των διακοσίων(200,00) ευρώ στον καταθέσαντα εκκαλούντα και να ενόψει του ότι η έφεση έγινε ως κατ’ουσίαν δεκτή, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εφεσίβλητης, μειωμένα, όμως, λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς στην ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου(άρθρ.178 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση κατά της υπ’αριθμ.3443/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο των διακοσίων(200,00) ευρώ στον καταθέσαντα εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από 26-7-2013 και με αριθμ.κατ…./2013 ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ…../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 18-7-2013 επιταγής προς εκτέλεση, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την ως άνω διαταγή πληρωμής και την παρά πόδας ακριβούς αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, από 18-7-2013 επιταγής προς εκτέλεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει μειωμένα, στο ποσό ων χιλίων ευρώ (1000€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτής λόγω
κωλύματος της, ο
Πρόεδρος του Τριμελούς
Συμβουλίου Δ/νσεως του
Εφετείου Πειραιώς,
Αντώνιος Πλακίδας,
Πρόεδρος Εφετών