Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 563/2019

Αριθμός 563/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Οι από 04.06.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./04.06.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./04.06.2018) και 05.06.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …/05.06.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …/05.06.2018) εφέσεις των εναγούσης και ήδη εκκαλούσης και εφεσιβλήτου ως και της εναγομένης και ήδη εφεσιβλήτου και εκκαλούσης κατ΄ αλλήλων και της υπ΄ αριθμ. 1291/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, με την οποία κρίθηκε κατά την τακτική διαδικασία και έγινε εν μέρει δεκτή η από 25.01.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …/26.01.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../26.01.2017) αγωγή, ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε στις 07.05.2018 και τα πρωτότυπα των ανωτέρω εφέσεων κατατέθηκαν στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου στις 04.06.2018 και στις 05.06.2018 αντιστοίχως. Ασκήθηκαν, επομένως, συμφώνως με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Ομοίως, νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκήθηκαν οι από 05.10.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../10.10.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../10.10.2018) πρόσθετοι λόγοι της δεύτερης των ανωτέρω εφέσεων, οι οποίοι, όπως κατωτέρω θα σημειωθεί, αφορούν λόγους συνεχομένους με εκκληθέντα από την αντίστοιχη έφεση κεφάλαια. Ασκήθηκαν, δηλαδή, συμφώνως με την πρόβλεψη του άρθρου 520§2 Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, οι εφέσεις, όπως η δεύτερη τούτων διευρύνθηκε με τους προσθέτους αυτής λόγους, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και, αφού ενωθούν και συνεκδικασθούν, εφόσον αφορούν τους αυτούς διαδίκους, υπάγονται στην αυτή τακτική διαδικασία και με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται αυτονοήτως μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.), να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Η ενάγουσα εταιρεία («………….») στην από 25.01.2017 αγωγή της ισχυρίσθηκε ότι έχει εγκαταστήσει στην νησίδα Άγιος Γεώργιος του Δήμου Λαυρεωτικής δύο αιολικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, συνολικής ισχύος 69 MW, για την διασύνδεση των οποίων με το Λαύριο και το δίκτυο της Χώρας κατασκευάστηκε από ειδικευμένες εταιρείες υποβρύχιο καλωδιακό σύστημα, μήκους 36 χλμ, αποτελούμενο από ένα καλώδιο εναλλασσομένης τάσεως 150 KV με ενσωματωμένα δύο καλώδια οπτικών ινών, που λειτούργησε από τις 29.07.2016 και εντεύθεν, παρέχοντας έκτοτε στον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Α.Δ.Μ.Η.Ε.) το παραγόμενο στους ως άνω αιολικούς σταθμούς ηλεκτρικό ρεύμα. Ότι, συγκεκριμένα, το υποθαλάσσιο τμήμα του υποβρυχίου καλωδίου, που σχεδιάσθηκε και κατασκευάσθηκε με διπλό οπλισμό, «ενταφιάσθηκε» εντός τάφρου, στις μεν θαλάσσιες περιοχές με βάθος 20 μ. σε βάθος ενός μέτρου κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, στις δε θαλάσσιες περιοχές με μεγαλύτερο βάθος «ενταφιάσθηκε» σε βάθος 0,60μ. . Ότι, στις 31.08.2016 και περί ώρα 12:15, το αγκυροβολημένο στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Λαυρίου και Μακρονήσου, σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων νοτιανατολικά του λιμένα του Λαυρίου και πλησίον του υποβρυχίου καλωδίου, το Φ/Γ πλοίο, με το όνομα «CR», πλοιοκτησίας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας («……..»),με ευθύνη του πλοιάρχου του, που βρισκόταν στην γέφυρα του πλοίου, ξεκίνησε την διαδικασία απάρσεως της άγκυρας αυτού, κατά την εκτέλεση της οποίας προκάλεσε εκτεταμένες βλάβες στο ανωτέρω υποβρύχιο καλώδιο αυτής. Ότι, ειδικότερα, η άγκυρα ενεπλάκη στο υποβρύχιο καλώδιο, το οποίο, στο σημείο εκείνο, ήταν «ενταφιασμένο» σε βάθος 0,60 μ. κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, εντός ειδικά κατασκευασμένου τάφρου, μετατοπίζοντας, κατά την άπαρσή της, τμήμα αυτού, μήκους 300 μ. κατά 6 μ. παράλληλα προς την αρχική του θέση, με συνέπεια την καταστροφή του σε πέντε σημεία – ΧΘ, όπως αυτές συγκεκριμενοποιούνται στην αγωγή, και, τελικά, περί ώρα 13:03, προκλήθηκε η διακοπή τροφοδοσίας του συστήματος με την παραγομένη από το αιολικό πάρκο ενέργεια. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλουμένη αποκλειστική υπαιτιότητα του κατονομαζομένου στην αγωγή πλοιάρχου του ενδίκου πλοίου, προστηθέντος στην διεύθυνση του πλοίου από την εναγομένη πλοιοκτήτριά του, συνισταμένη (η υπαιτιότητα) προεχόντως στην αγκυροβολία του πλοίου σε ανεπίτρεπτο σημείο, χωρίς προηγουμένη μελέτη των χαρτών της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, στους οποίους αποτυπωνόταν η ύπαρξη του ανωτέρω καλωδίου, και των εγχειριδίων αυτού (Γ.Ε.Ν.), αν και γνώριζε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η αγκυροβολία πλοίων σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από κάθε υποβρύχια κατασκευή ή καλώδιο, η ενάγουσα ζήτησε, μετά παραδεκτά γενόμενο περιορισμό του αρχικώς καταψηφιστικού ποσού σε αναγνωριστικό τέτοιο, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σ΄ αυτή το συνολικό ποσό των 18.514.123,46€ και αναλυτικά ποσό 14.034.510,96€ ως θετική ζημία, ήτοι το ποσό αμοιβής που κατέβαλε στην εργολάβο εταιρεία για την αποκατάσταση της βλάβης και ποσό 4.479.612,50€ ως αποθετική ζημία, ήτοι το τίμημα που θα εισέπραττε από την διάθεση της παραγομένης και μεταφερομένης με το βλαβέν καλώδιο ηλεκτρικής ενεργείας.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 1291/2018) έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, τοπική, υλική και λειτουργική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ως άνω έχουσας αγωγής ακολούθως δε έκρινε αυτή (αγωγή) παραδεκτή, εν μέρει νόμιμη και εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμη δεχόμενο ένσταση από το άρθρο 300 Α.Κ. που υπέβαλε η εναγομένη εταιρεία. Μετά ταύτα δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικά ποσό 12.034.185,77€ (9.122.432,12€ για θετική ζημία + 2.911.753,65€ για διαφυγόν κέρδος) νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής επέβαλε δε στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα, ποσού 72.500,00€.
  4. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που έκρινε όπως προηγουμένως αναφέρεται παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις ένδικες από 04.06.2018 και 05.06.2018 εφέσεις τους. Ειδικότερα, η ενάγουσα με την έφεσή της που διαρθρώνεται σε τέσσερις λόγους αφορώντες ωστόσο την παραδοχή πρωτοδίκως της ενστάσεως από το άρθρο 300 Α.Κ. παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όπως και για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού εκ μέρους αυτού. Ζητεί δε να γίνει τυπικά δεκτή η έφεσή της, να διαταχθεί και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την αποδιδομένη σ΄ αυτή πλημμέλεια σχετικά με την τοποθέτηση του υποβρυχίου καλωδίου, να γίνει δεκτή κατ΄ ουσίαν η έφεσή της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικασθεί η αγωγή, να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της. Περαιτέρω, η εναγομένη με την από 05.06.2018 έφεσή της που διαρθρώνεται σε δεκατέσσερις λόγους (συμπεριλαμβανομένων και των προσθέτων λόγων) και καθ΄ ομάδας αφορούν, την ευθύνη για την πρόκληση της ζημίας, την έκταση της ζημίας, την έκταση της ευθύνης αυτής (εναγομένης) και το ύψος της επιβληθείσης δικαστικής δαπάνης παραπονείται τόσο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού εκ μέρους αυτού. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψή της ή, τουλάχιστον, την παραδοχή της για ελάχιστο μέρος της, και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της.
  5. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535§1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: Πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσης εφέσεως (άρθρο 532§1 Κ.Πολ.Δ.), έπειτα το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και, ακολούθως, η ουσιαστική βασιμότητα αυτών (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ΄ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529§§1, 2 Κ.Πολ.Δ. . Το εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ., μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη και β) να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως, όταν κατά την μελέτη και διάσκεψη της υποθέσεως παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ.), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττομένη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ΄ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγουμένη διάγνωση από το εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά από αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 535§1 Κ.Πολ.Δ., αλλά τουναντίον από την διάταξη του άρθρου 254§1 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524§1 του ιδίου Κώδικα, και στην έκκλητη δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και από την έχουσα, επίσης, εφαρμογή στην δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524§1 Κ.Πολ.Δ.) διάταξη του άρθρου 245§1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στην διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι΄ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση (Α.Π. 1844/2011 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγομένου μέτρου για την διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς(Ε.Α. 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453 = ΕφΑΔ 2012.881 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχομένη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές», αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δηλαδή γνώσεις ιδιαίτερες, με μοναδικά χαρακτηριστικά ή, τουλάχιστον, μοναδικά χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως (Α.Π. 498/2018 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος).
  6. Στην κρινομένη υπόθεση, όπως ήδη σημειώθηκε, η ενάγουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη ζητεί την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ισχυριζομένη ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι την βαρύνει συντρέχουσα υπαιτιότητα τόσο ως προς την πρόκληση της βλάβης όσο και ως προς την έκταση της ζημίας καθώς και ότι τα εριστά ζητήματα απαιτούν για την διαλεύκανσή τους ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης. Ενόψει της υποβολής του ανωτέρω αιτήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι πράγματι για την διατύπωση κρίσεως επί των προαναφερομένων ζητημάτων και άλλων συναφών απαιτείται η κατοχή ιδιαζουσών, κατά την ανωτέρω έννοια, γνώσεων. Συνεπώς, το παραδεκτώς και νομίμως (άρθρο 386 Κ.Πολ.Δ.) υποβληθέν αίτημα της εναγούσης – εκκαλούσης – εφεσιβλήτου πρέπει να γίνει δεκτό και να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 254§1 εδάφ. α΄, 524§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.), αφού προηγηθεί η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.
  7. Διάταξη για τον προσδιορισμό και την επιβολή δικαστικών εξόδων δεν περιέχεται στην απόφαση αυτή, λόγω του μη οριστικού της χαρακτήρα ως προς το κύριο αντικείμενό της (άρθρο 191§1 Κ.Πολ.Δ.).

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις από 04.06.2018 και 05.06.2018 εφέσεις ως και τους από 05.10.2018 προσθέτους λόγους της δευτέρας εξ αυτών.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τους προσθέτους λόγους της δευτέρας εξ αυτών.

Αναβάλλει να αποφανθεί επί της ουσίας αυτών.

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της ένδικης υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου προς τον σκοπό διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης διεξακτέας, κατά τα κατωτέρω, από τους …….., ηλεκτρολόγο μηχανικό, πτυχιούχο Τ.Ε.Ι. Ηλεκτρολογίας, πτυχιούχο Ε.Μ.Π./Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, κάτοικο … Αττικής (………), τηλ. σταθ. …., τηλ. κιν. ….. και …….., Ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό Ε.Μ.Π., κάτοικο Πειραιώς Αττικής (……….), τηλ. σταθ. …, …, , οι οποίοι, αφού δώσουν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τον ορισμένο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, από την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της αποφάσεως αυτής, πρέπει, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ορκωμοσίας τους, με ειδικά εμπεριστατωμένη και λεπτομερή έκθεσή τους (κοινή ή όχι) συνοδευομένη από σχέδια και άλλες απεικονίσεις (εφόσον απαιτούνται), αφού μελετήσουν όλα τα κρίσιμα της δικογραφίας έγγραφα και προβούν σε αυτοψία του χώρου, όπου αυτή είναι αναγκαία και δυνατή, να παράσχουν την επιστημονική τους άποψη στο Δικαστήριο αναφορικά με τα εξής εριστά θέματα: Εάν η εγκατάσταση του καλωδίου, για το οποίο γίνεται λόγος ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε συμφώνως με τους ισχύοντες κανόνες και τις συμβατικές δεσμεύσεις της εναγούσης εταιρείας, εάν ο χώρος στον οποίο έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός ήταν απαγορευμένος κατά νόμο για την διέλευση τέτοιου καλωδίου, ποια εκδοχή υιοθετούν ως πιθανότερη για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος, ποια είναι η εκτίμησή τους για το κόστος αποκαταστάσεως της ζημίας και, τέλος, εάν η διαδικασία μετακινήσεως του πλοίου της εναγομένης εταιρείας ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης,  δηλαδή εάν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες για την μετακίνηση όπως μελέτη χαρτών, κανονισμού λιμένα κτλ (το ερώτημα αφορά μόνο τον δεύτερο πραγματογνώμονα). Την έκθεση που θα συντάξουν οι ανωτέρω οφείλουν να καταθέσουν εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την λήξη του εξαμήνου στο αρμόδιο τμήμα του Δικαστηρίου τούτου και για το γεγονός της καταθέσεως να συνταχθεί σχετική έκθεση.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  3 Ιουνίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   18 Σεπτεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ