Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 564/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   564/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ.  3754/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 30-9-2016 (αρ. κατάθ……………/2016) αγωγής των εδώ εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ), καθόσον το δικόγραφο της κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20-11-2017, ενώ δεν είχε παρέλθει η προθεσμία των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 19-10-2017 (βλ. σημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου της έφεσης, του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, …………..), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

               Η διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ ορίζει  ότι, «Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της». Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του εδαφίου α’ του άρθρου 686 ΑΚ, για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες. Επίσης, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από τον νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010 ΝΟΜΟΣ). Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 686 εδ. α’, 387 § 2, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή, που πηγάζουν από τη σύμβαση, και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές, που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 997/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του ληφθέντος αντικειμένου ο οφειλέτης αποδίδει το γι’ αυτό ληφθέν αντάλλαγμα. Επί παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του έργου, που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ΑΠ 77/2011 ΝΟΜΟΣ). Η δήλωση του εργοδότη ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση είναι απρόθεσμη και δεν υπόκειται σε παραγραφή, για την εγκυρότητα δε αυτής είναι αδιάφορο αν κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος του ανατεθέντος έργου. Εξάλλου, ο εργοδότης έχει κατά τη διακριτική του ευχέρεια το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από το τμήμα του έργου, που δεν έχει εκτελεσθεί κατά τον χρόνο της υπαναχώρησης (μερική υπαναχώρηση), οπότε ο εργοδότης οφείλει στον εργολάβο μόνο την αντίστοιχη αμοιβή για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο με βάση τη σύμβαση και να μην υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση (ΑΠ 1207/2018, ΑΠ 1551/2009, ΕΛαμ 179.2011 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 8098/2006 ΕλΔνη 2008.293, ΕΑ 149/2004 ΕλΔνη 2004.902). Το παρεχόμενο με το άρθρο 686 εδ. α’ ΑΚ δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά τον συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν πληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι από το άρθρο 686 εδ. α’ ΑΚ υποχρεώσεις του εργολάβου για την έγκαιρη έναρξη και για τη μη επιβράδυνση των εργασιών εκτέλεσης του έργου κατά τρόπο, που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ’ εξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη ολοκλήρωση και παράδοση του έργου (ΑΠ 652/2008 ΕλΔνη 2010.776). Για τη θεμελίωση του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α’ του ΑΚ δικαιώματος υπαναχώρησης του εργοδότη από την εργολαβική σύμβαση, απαιτείται α) αντισυμβατική καθυστέρηση έναρξης της εκτέλεσης του έργου ή αντισυμβατική επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη και β) αδυναμία έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξαιτίας της καθυστέρησης έναρξης ή της επιβράδυνσης της εκτέλεσης. Από το τελευταίο συνάγεται ότι πρέπει να προσδιορίζεται ο χρόνος περάτωσης του έργου κατά τη σύμβαση και, σε περίπτωση κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν ορίσει το χρόνο περάτωσης του έργου, καθώς και τον χρόνο παράδοσης του, ο χρόνος αυτός προσδιορίζεται από το δικαστήριο, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 323 ΑΚ (ΑΠ 1393/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1772/2007 ΧρΙΔ 2008.510). Περαιτέρω, στη περίπτωση που η μη έγκαιρη έναρξη του έργου ή η επιβράδυνση των εργασιών οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε τα δικαιώματα του εργοδότη από την υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια, σύμφωνα με το εδάφιο β’ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 686 ΑΚ και κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β’, 343 § 2, 383, 385, 389 § 2 και 390 ΑΚ, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 1378/2010 ΝΟΜΟΣ) και μάλιστα χωρίς να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο εύλογη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του τελευταίου προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο εργοδότης δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Η σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπαναχώρηση εκ μέρους του δικαιούχου συνιστά μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, η δε δήλωση αυτής, ρητή ή και σιωπηρά, δεν υπόκειται σε τύπο, είναι απρόθεσμη και μπορεί να γίνει και με την άσκηση αγωγής (ΑΠ 1207/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1759/2009 ΕλΔνη 2010.776). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 688-690 ΑΚ, που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με την φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο, που εκτελέσθηκε από αυτόν, προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων είτε τη διόρθωση αυτών είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων είτε τη διόρθωση είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής είτε, αντί αυτών, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται είτε σε ουσιώδη είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί υπαναχώρησης ή μειώσεως της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο, που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Διαγράφεται, δηλαδή, από τα άρθρα αυτά διαζευκτικά συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έχει έτσι το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παραπάνω παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, όταν δε κάνει την επιλογή του ασκώντας ένα από αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό και να ασκήσει το άλλο. Έτσι, ο εργοδότης, που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 ΑΚ, οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει: α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκριση τους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις, και δ) τη ζημία, που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, η ενάσκηση της εκ του άρθρου 690 ΑΚ αξίωσης προϋποθέτει, κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικού (ΑΠ 1281/2018, ΑΠ 985/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1578/2013 ΧρΙΔ 2014.504, ΑΠ 1409/2010, ΑΠ 852/2003 ΝΟΜΟΣ). Ως παράδοση νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρεώσεως του εργολάβου με προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή με την περιέλευσή του στη σφαίρα εξουσίας του τελευταίου, το οποίο, όμως, πρέπει να είναι το προσήκον, δηλαδή να μην είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε, γιατί αλλιώς δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος εκπλήρωσε πρώτος τη βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση (ΑΠ 1336/2008, ΕΛαμ 179/2011 ΝΟΜΟΣ). Η αποζημίωση, κατ’ άρθρο 690 ΑΚ, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία (ΑΠ 1654/2005, ΑΠ 156/2001 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται ακόμη, για την ευθύνη του εργολάβου προς αποζημίωση, και υπαιτιότητά του, την οποία όμως δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εργοδότης, αλλά ο εργολάβος επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητας του ιδίου ή των προσώπων, που χρησιμοποίησε για να εκτελέσει το έργο (ΑΠ 156/2001 ΝΟΜΟΣ). Αν δε, πριν την αποπεράτωση του έργου ο εργοδότης διαπιστώσει ότι το έργο που μέχρι τότε έχει εκτελεσθεί έχει ελλείψεις και ελαττώματα, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε ο εργοδότης δικαιούται να επικαλεστεί μόνο τα δικαιώματα, που παρέχει σ’ αυτόν η ως άνω διάταξη του άρθρου 687 ΑΚ, ήτοι να τάξει, με δήλωση του προς τον εργολάβο, εύλογη προθεσμία για τη διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων, στην οποία δήλωση πρέπει να περιέχεται η αξίωση για διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων και, αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να κάνει τίποτε ο εργολάβος, να εκτελέσει ο ίδιος τις διορθώσεις με δαπάνες του εργολάβου, ενώ αν θέλει ν’ ασκήσει κάποιο από τα άλλα δικαιώματα, τα προβλεπόμενα εκ των άρθρων 688-690 ΑΚ, οφείλει να περιμένει την ολοκλήρωση του έργου, ακόμα και όταν η ύπαρξη ελαττωμάτων είναι βεβαία εκ των προτέρων (ΑΠ 1281/2018, ΑΠ 985/2015, ΑΠ 852/2003, ΕΛαμ 116/2010 ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή -όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε-, που άσκησαν οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι, δυνάμει προφορικής σύμβασης, που κατήρτισαν με τους εναγόμενους, ήδη εκκαλούντες, τον Οκτώβριο του 2009, οι τελευταίοι ανέλαβαν το έργο της ανέγερσης (ήτοι εκπόνηση μελέτης, έκδοση οικοδομικής άδειας, κατασκευή οικοδομής, διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου και επίβλεψη οικοδομικών εργασιών) διόροφης οικοδομής με υπόγειο σε ακίνητο της συνιδιοκτησίας τους (των εναγόντων), εμβαδού 425 τμ., που βρίσκεται  στον οικισμό ……….. του δήμου …… Κορινθίας, αντί συμφωνημένης αμοιβής 180.000 ευρώ, και το οποίο ήταν παραδοτέο εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έναρξης των εργασιών. Ότι με βάση τη μελέτη, που συνέταξε ο δεύτερος των εναγομένων, εκδόθηκε η με αρ. 36/2010 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ξυλοκάστρου, δυνάμει της οποίας στις 8-4-2010 ξεκίνησε η ανέγερση της οικοδομής.   Ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών  της κατασκευής του φέροντος οργανισμού της οικοδομής διαπιστώθηκε πως η τελευταία παρουσίαζε τα ελαττώματα, που περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και τα οποία οφείλονται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, καθόσον κατά τη μελέτη και τη σύνταξη του τοπογραφικού διαγράμματος για την έκδοση της οικοδομικής άδειας από τον δεύτερο εναγόμενο δεν έγινε σωστά η υψομετρική αποτύπωση και δεν μετρήθηκαν οι έντονες υψομετρικές διαφορές του οικοπέδου σε σχέση με το δρόμο, ενώ στη συνέχεια, λόγω της πλημμελούς επίβλεψης εκ μέρους αμφοτέρων των εναγομένων, δεν διορθώθηκαν πριν την έναρξη των οικοδομικών εργασιών. Ότι οι ενάγοντες επισήμαναν αρκετές φορές τα ελαττώματα και ζήτησαν τη διόρθωση τους από τους εναγομένους, πλην όμως οι τελευταίοι ουδέν έπραξαν. Ότι στις 17-3-2011, αντιλαμβανόμενοι ότι οι εναγόμενοι δεν προτίθεντο να συνεχίσουν το έργο καθώς και ότι υπερέβαιναν τον χρόνο παράδοσης, ζήτησαν τη λήξη της συνεργασίας τους καταβάλλοντας σε αυτούς  το οφειλόμενο ποσό για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο. Ότι στη συνέχεια ανέλαβαν με άλλον μηχανικό και συνεργεία της δικής τους επιλογής την αποπεράτωση της οικοδομής, από το στάδιο της τοιχοποιίας  που την παρέλαβαν, η οποία έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2011. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι, προς διόρθωση των ελαττωμάτων της οικοδομής κατέβαλαν το συνολικό ποσό των 22.005,11 ευρώ, όπως αναλυτικά τα επιμέρους κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή. Ότι, πέρα από την ενδοσυμβατική ευθύνη, η ανωτέρω συμπεριφορά των εναγομένων και δη η μη ολοκλήρωση του έργου που ανέλαβαν, η παράδοση  του μέρους αυτού με πραγματικά ελαττώματα, η παράνομη και δόλια εκτέλεση των καθηκόντων τους, συνιστά και αδικοπραξία σε βάρος τους, με συνέπεια να έχουν υποστεί ηθική βλάβη. Ζητούσαν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλλουν έκαστος εις ολόκληρο το συνολικό ποσό των 112.005,11 ευρώ, ήτοι α) 22.005,11 ευρώ ως αποζημίωση τους για τις δαπάνες αποκατάστασης των ελαττωμάτων, β)το ποσό των 40.000 ευρώ ως εύλογη αποζημίωση για τη μη εκτέλεση του έργου και την αποκατάσταση της ζημίας τους και γ)το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη τους, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοι στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε το κονδύλιο για αποζημίωση  ποσού 40.000 ευρώ ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας και το κονδύλιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ως παραγεγραμμένο, στη συνέχεια δέχτηκε την αγωγή εν μέρει ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους, εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλλουν στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 17.355,11 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, επιβάλλοντας τους και μέρος της δικαστικής δαπάνης εκ ποσού 700 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης, και μόνο κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή, παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με  τους λόγους της ένδικης έφεσής τους, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αναφορικά με το νόμω βάσιμο της ένδικης αγωγής (κατά το μη απορριφθέν πρωτοδίκως κεφάλαιο- της αποζημίωσης για αποκατάσταση των ελαττωμάτων), που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες, από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου της αγωγής τους, είναι φανερό, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό των αναγραφόμενων στην αγωγή τους νομικών χαρακτηρισμών των ασκηθέντων δικαιωμάτων τους, οι οποίοι (χαρακτηρισμοί) δεν είναι δεσμευτικοί για το δικαστήριο (ΑΠ 652/2008 ΕλΔνη 2010.776), ότι, ενόψει και της μη αποπεράτωσης του συμφωνηθέντος έργου (της μη ολοκλήρωσης δηλαδή της διόροφης οικοδομής), κατ’ αρχήν, στις 17-3-2011 αυτοί άσκησαν το δικαίωμα της μερικής υπαναχώρησης από την επίδικη σύμβαση έργου, μόνο δηλαδή για το τμήμα της οικοδομής τους, που δεν εκτελέστηκε και παραδόθηκε, ενώ για το μερικότερο τμήμα του έργου, που τους παραδόθηκε και παρέλαβαν, δηλαδή την οικοδομή μέχρι το στάδιο της τοιχοποιίας, άσκησαν το δικαίωμα τους για αποζημίωση (άρθρο 690 ΑΚ) λόγω των πραγματικών ελαττωμάτων, που περιγράφουν, και όχι το δικαίωμα τους κατ’ άρθρο 687 ΑΚ, που απαιτεί ο εργοδότης να τάξει προθεσμία στον εργολάβο για τη διόρθωση των ελαττωμάτων, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα από τους ίδιους πραγματικά περιστατικά, δεν έταξαν, με σχετική δήλωσή τους, συγκεκριμένη (εύλογη) προθεσμία στους εναγόμενους προς διόρθωση τους.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, και συμπληρωματικά ακόμη και των μη πληρούντων τους όρους του νόμου (άρθρο 524 § 1 σε συνδ. με  270 § 2 ΚΠολΔ), ήτοι από τη με αρ. …../12-1-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν προηγούμενης νομότυπης  κλήτευσης των εναγόντων (βλ. με αρ. …. και …../9-1-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Πειραιώς, ……………), από όλα ανεξαιρέτως  τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων οι προσκομισθείσες φωτογραφίες της επίδικης οικοδομής, που η γνησιότητα τους δεν αμφισβητήθηκε, για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται κατά τα κρίση του Δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει  του με αρ. ……/12-10-2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι ενάγοντες αγόρασαν κατά πλήρη κυριότητα και σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας μία κάθετη ιδιοκτησία ευρισκόμενη στον οικισμό ………… Κορινθίας, επιφάνειας 425 τμ. Ο πρώτος εναγόμενος,  αρχιτέκτονας μηχανικός, διατηρεί από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο, υιό του, πολιτικό μηχανικό, τεχνικό γραφείο στο ……., επί της οδού ………., με αντικείμενο την εκπόνηση μελετών, την έκδοση οικοδομικών αδειών, την επίβλεψη οικοδομικών έργων και γενικά την ανέγερση οικοδομών. Αμέσως μετά την αγορά του ανωτέρω οικοπέδου οι ενάγοντες, έχοντας πρόθεση να ανεγείρουν οικοδομή στο ανωτέρω οικόπεδο τους, επισκέφτηκαν το τεχνικό γραφείο των εναγομένων, με τον πρώτο εκ των οποίων είχαν συνεργασία και κατά το παρελθόν (είχαν αγοράσει διαμέρισμα σε οικοδομή, που ανήγειρε με το σύστημα αντιπαροχής  η κοινοπραξία «…………», της οποίας μέλος ήταν και ο πρώτος εναγόμενος). Περί τα μέσα Οκτωβρίου 2009 οι ενάγοντες συνήψαν προφορική σύμβαση έργου με τους εναγόμενους, δυνάμει της οποίας οι τελευταίοι ανέλαβαν να εκδώσουν την οικοδομική άδεια και να κατασκευάσουν, σύμφωνα με αυτήν, στο προαναφερόμενο οικόπεδο, εντός 12 μηνών από την έναρξη των εργασιών, μία διόροφη οικοδομή (μονοκατοικία) ισογείου και πρώτου ορόφου, συνολικής επιφάνειας 125 τμ., μαζί με υπόγειο επιφάνειας 77,62 τμ., αντί συνολικού τιμήματος 180.000 ευρώ. Το κόστος ανέγερσης της οικοδομής οι ενάγοντες θα κάλυπταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από τραπεζική χρηματοδότηση, την οποία και έλαβαν, ενώ οι πληρωμές προς τους εναγόμενους θα γίνονταν τμηματικά με την πρόοδο των εργασιών.  Για την εκπόνηση της μελέτης προς έκδοση  της οικοδομικής άδειας  οι ενάγοντες στις 17-10-2009  κατέβαλαν στον πρώτο από τους εναγόμενους το ποσό των 12.000 ευρώ και στις 19-7-2010 το ποσό των 40.000 ευρώ. Έτσι στις 19-2-2010, κατόπιν της με αρ. πρωτ. …./12-1-2010 αίτησης των εναγόντων, η οποία κατατέθηκε μαζί με την σχετική μελέτη, που είχε εκπονήσει ο δεύτερος εναγόμενος,  εκδόθηκε η με αρ. …../2010 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακού Γραφείου …. Κορινθίας για ανέγερση οικοδομής δύο ορόφων συνολικής επιφάνειας 124,70 τμ., με υπόγειο εμβαδού 77,62 τμ. και συνολικό ύψος 8,20 μ.. Σύμφωνα με τους όρους δόμησης της περιοχής, η μέγιστη επιτρεπόμενη δόμηση κτιρίου ήταν 0,40, η κάλυψη 70%, οι επιτρεπόμενοι όροφοι  2, το μέγιστο ύψος της οικοδομής 7,50 μ. πλέον 2 μ. για τη στέγη και το ποσοστό δόμησης, που αντιστοιχούσε στη συγκεκριμένη ιδιοκτησία, ανερχόταν σε 200 τμ. Στις 3-4-2010 οι ενάγοντες μαζί με  τους εναγόμενους και τον εργατοτεχνίτη ………….., μετέβησαν στο ανωτέρω οικόπεδο και προέβησαν σε οριοθέτηση του οικοπέδου, ενώ στις 8-4-2010  έγινε η χάραξη της οικοδομής επί του εδάφους και ξεκίνησαν οι εργασίες ανέγερσης, που έφθασαν μέχρι τέλη Ιουνίου 2010, οπότε ολοκληρώθηκε η κατασκευή του φέροντος οργανισμού από μπετόν. Καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών  αυτών ο πρώτος εναγόμενος  εξοφλούσε όλες τις γενόμενες εργασίες και αγορές υλικών υπογράφοντας τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής και ενίοτε εκδίδοντας και επιταγές στο όνομα του (βλ. ενδεικτικά  άνευ ημερομηνία απόδειξη πληρωμής 1.500 € προς ……….., από 23-4-2010, 3-6-2010  και 26-6-2010 αποδείξεις πληρωμής ποσών 800 €, 550 € και 850 € αντίστοιχα προς ………….., από 30-4-2010, 5-6-2010, 20-6-2010 και 3-7-2010 αποδείξεις πληρωμής ποσών 1.500 €, 4.500 €, 2.000 € και 1.500 € αντίστοιχα προς τον ……….., καθώς και με αρ. 47761757-3 υπό χρονολογία 30-3-2011 επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας ποσού 1.600 € και με αρ. ………. υπό χρονολογία 30-3-2011 επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας ποσού 1.600 € εκδόσεως, αμφότερες, ………., πρώτου εναγομένου, εις διαταγήν …………). Είναι προφανές, λοιπόν,  ότι οι ενάγοντες συνήψαν προφορική σύμβαση έργου και με τον πρώτο εναγόμενο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον τελευταίο, και ότι δεν επρόκειτο για μια εξυπηρέτηση προς τους ενάγοντες δίχως οικονομικό αντάλλαγμα προκειμένου να επιτύχουν διαμέσου αυτού και των γνωριμιών του καλύτερες τιμές, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο πρώτος εναγόμενος, και ήδη πρώτος εκκαλών, με τον πρώτο λόγο έφεσής του, καθόσον η εξόφληση των εργασιών και των υλικών θα μπορούσε να γίνεται και απευθείας από τους ενάγοντες, και αν όχι από τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν ναυτικός και έλειπε για μεγάλα διαστήματα, από την δεύτερη ενάγουσα, η οποία είχε συχνές επαφές με τους εναγόμενους και έκανε τακτικές επισκέψεις στην ανεγειρόμενη οικοδομή. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των διαδίκων, ώστε ο πρώτος εναγόμενος να επιφυλάξει προς τους ενάγοντες μια τόσο διακριτική μεταχείριση, ήτοι όχι μόνο για όλες τις εργασίες της οικοδομής να προβαίνει σε επικερδείς συμφωνίες γι’ αυτούς, αλλά ενίοτε να καταβάλλει το τίμημα εξ ιδίων χρημάτων, χωρίς κανένα αντάλλαγμα γι’ αυτό. Μάλιστα, επειδή οι ενάγοντες για την ανέγερση του επίδικου ακινήτου χρηματοδοτήθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς, ο πρώτος εναγόμενος υπέγραψε και έθεσε την επαγγελματική σφραγίδα του επί του πίνακα προϋπολογισμού-προόδου προβλεπομένων εργασιών του έργου. Αν δεν υπήρχε  συμβατική σχέση ανάμεσα στους ενάγοντες και τον πρώτο εναγόμενο, ο τελευταίος δεν θα συνέτασσε ως μηχανικός του έργου τον ανωτέρω προϋπολογισμό, αλλά ο υιός του, δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος είχε αναλάβει και την εκπόνηση της μελέτης. Εξάλλου, ήταν ο ίδιος (ο πρώτος εναγόμενος), ο οποίος εισέπραξε από την δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 40.000 ευρώ στις 19-7-2010 προκειμένου να προβαίνει στις πληρωμές για τις εκτελεσθείσες εργασίες στην οικοδομή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης και των συνοδευόντων αυτή διαγραμμάτων για την έκδοση της οικοδομικής άδειας από τον δεύτερο εναγόμενο δεν έγινε σωστά η υψομετρική αποτύπωση του οικοπέδου και δεν μετρήθηκαν οι έντονες υψομετρικές διαφορές  αυτού σε  σχέση με τον δρόμο. Ειδικότερα δε, μεταξύ της βορειοδυτικής και της βορειοανατολικής κορυφής του βορείου ορίου του οικοπέδου η υψομετρική διαφορά του φυσικού εδάφους είναι -6,26 μ. Ωστόσο, ο δεύτερος εναγόμενος δεν επισκέφτηκε το οικόπεδο πριν την εκπόνηση της μελέτης, θεώρησε ότι το έδαφος είναι επίπεδο και οριζόντιο, πρόσθεσε όλως αυθαίρετα υψόμετρο +-0.00 σε κάθε κορυφή του οικοπέδου και εκπόνησε την υπόλοιπη μελέτη επί ανύπαρκτου ανάγλυφου εδάφους. Στη συνέχεια, στις 3-4-2010, όταν οι εναγόμενοι επισκέφτηκαν το ακίνητο μαζί με τους ενάγοντες για την οριοθέτησή του, αν και αντιλήφθηκαν  το λανθασμένο του ανάγλυφου του εδάφους, όπως είχε αποτυπωθεί στη μελέτη του δεύτερου εναγομένου, και την  αδυναμία εφαρμογής της με αρ. ……/2010 οικοδομικής άδειας, δεν ενημέρωσαν τους ενάγοντες για τις συνέπειες, που θα είχε η ανοικοδόμηση με βάση  την εκδοθείσα άδεια, δηλαδή την υπέρβαση του επιτρεπόμενου ύψους της οικοδομής,  ενεργώντας παράλληλα προς άμεση αναθεώρηση αυτής, αλλά στις 8-4-2010 προχώρησαν σε χάραξη της οικοδομής επί του εδάφους και έδωσαν εντολή να ξεκινήσουν οι εκσκαφές. Ακολούθως, οι εργασίες θεμελίωσης της οικοδομής συνεχίστηκαν, αν και οι εναγόμενοι αντιλαμβάνονταν ότι η συνέχιση των εργασιών θα οδηγούσε σε υπέρβαση του ύψους και του αριθμού των ορόφων, μέχρι και την αποπεράτωση του σκελετού της,  στα τέλη Ιουνίου του 2010. Έτσι, μετά την ολοκλήρωση του σκελετού της οικοδομής το τμήμα του κτιρίου, που με βάση την ανωτέρω άδεια και το συνημμένο σ’ αυτή τοπογραφικό διάγραμμα, μελετήθηκε ως υπόγειο, αποτελούσε πλέον όροφο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η στέγη, όλος ο πρώτος όροφος και οι ανατολικοί εξώστες βρέθηκαν άνω του επιτρεπομένου ύψους και ταυτόχρονα οι μπαλκονόπορτες του ισογείου στην ανατολική πλευρά, οι οποίες πλέον δεν βρίσκονταν στο ύψος του εδάφους, στερούνταν βεραντών και δεν ήταν δυνατή από το ισόγειο η πρόσβαση στην αυλή. Επιπλέον, κατασκευάστηκαν περιμετρικά τοιχία για εγκιβωτισμό των επιχώσεων διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου ύψους κατά πολύ υπέρ του 1,50 μ., κατά παράβαση του άρθρου 17 § 1 του ΓΟΚ. Συγκεκριμένα δε, το ύψος του τοιχίου στη βορειοανατολική κορυφή του οικοπέδου ήταν 2,90 μ.  Τον Μάιο του 2010, που κατασκευαζόταν η πλάκα του υπογείου, όταν οι ενάγοντες διαπίστωσαν ότι το υπόγειο θα μετατρεπόταν σε ισόγειο και οι μπαλκονόπορτες του ισογείου δεν θα είχαν πρόσβαση στην αυλή, ζήτησαν από τους εναγόμενους να διορθώσουν το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, λαμβάνοντας από τους τελευταίους την υπόσχεση ότι θα το πράξουν με αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας. Περί τα τέλη Ιουνίου 2010 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες κατασκευής του σκελετού της οικοδομής και έκτοτε σταμάτησαν. Ξεκίνησαν πάλι στα μέσα Νοεμβρίου 2010 μέχρι αρχές Δεκεμβρίου 2010, με την ολοκλήρωση της τοιχοποιίας, όπως συνομολογείται από αμφότερες τις διάδικες πλευρές, οπότε διακόπηκαν εκ νέου. Στις 9 και 17 Μαρτίου 2011 οι ενάγοντες, ενόψει της επιβράδυνσης στην εκτέλεση του έργου από υπαιτιότητα των εναγομένων (με βάση τη συμφωνία τους η οικοδομή ήταν παραδοτέα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τον Απρίλιο του 2011), αφού αυτοί δεν προέβαιναν στη διόρθωση της ελαττωματικής κατάστασης, που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει με τις παραπάνω περιγραφόμενες ενέργειες και παραλείψεις τους, και παράλληλα υπήρχε  κίνδυνος να χάσουν τη χρηματοδότηση από την τράπεζα -δεδομένου ότι μέχρι τότε είχε εκτελεστεί μόνο το 25% του έργου-, επισκέφτηκαν τους εναγόμενους στο γραφείο τους και τους δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν να συνεχίσουν τη συνεργασία μαζί τους για την ολοκλήρωση της οικοδομής τους. Στις 17-3-2011, μάλιστα, κατέβαλαν στον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 3.800 ευρώ σε μετρητά προς εξόφληση του και στις 28-3-2011 κατέβαλαν σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου και το ποσό των 3.200 ευρώ προς εξόφληση δύο επιταγών, που είχε αυτός εκδώσει για την αγορά οικοδομικών υλικών. Η ως άνω δήλωση των εναγόντων, ερμηνευόμενη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, περιέχει δήλωση υπαναχώρησης κατά το άρθρο 686 εδ. α’ ΑΚ  και μάλιστα μερικής υπαναχώρησης για το τμήμα του έργου που δεν είχε ακόμη εκτελεσθεί κατά τον χρόνο της υπαναχώρησης, δεδομένου ότι οι τελευταίοι εξόφλησαν την μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο οφειλή τους προς τους εναγόμενους, ενώ παράλληλα παρέλαβαν  το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο στη δική τους σφαίρα εξουσίας. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες επιθυμούσαν εξ αρχής τη μετατροπή του υπογείου σε χώρο κύριας χρήσης κατά παράβαση της οικοδομικής άδειας, ώστε να αποκτήσουν τριόροφη οικοδομή και απαιτώντας από τους εναγόμενους την εκτέλεση αυθαίρετων εργασιών, όπως οι τελευταίοι αβάσιμα ισχυρίζονται αρνούμενοι τη δική τους υπαιτιότητα, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού τους αυτού. Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η κατασκευή της οικοδομής στηριζόταν σε λανθασμένη μελέτη από την αρχή, η υλοποίηση της οποίας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία οικοδομής καθ’ υπέρβαση του επιτρεπόμενου ύψους και την δημιουργία του υπογείου ως ισόγειο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο διάγραμμα εκσκαφών, που εκπόνησε ο δεύτερος εναγόμενος και κατατέθηκε στην πολεοδομία ….. προς έκδοση της με αρ. …./2010 οικοδομικής άδειας, οι εκσκαφές καθ’ όλη την επιφάνεια του ακινήτου καθορίζονται σε βάθος 3 μέτρων από τη στάθμη του εδάφους, όταν, όπως προαναφέρθηκε, η απόκλιση της βορειοδυτικής και της βορειοανατολικής κορυφής του βορείου ορίου του οικοπέδου είναι -6,26 μ. και άρα οι εκσκαφές τέτοιου βάθους σε όλο το οικόπεδο θα οδηγούσαν εκ των πραγμάτων,  ώστε το υπόγειο της οικοδομής να διαμορφώνεται σε ισόγειο. Οι εναγόμενοι αναφέρουν ότι, μόλις τον Νοέμβριο του 2010 η δεύτερη ενάγουσα ζήτησε το υπόγειο να  μετατραπεί σε ισόγειο διαμέρισμα και  προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού προσκομίζουν την ένορκη βεβαίωση της συνεργάτιδος τους ……………, η οποία επιβεβαιώνει τα όσα αυτοί αναφέρουν, εντούτοις κατά τον χρόνο εκείνον είχε ήδη ολοκληρωθεί ο σκελετός της οικοδομής με υπέρβαση του  επιτρεπόμενου ύψους, χωρίς αυτοί σε οποιοδήποτε, μέχρι εκείνο το στάδιο, χρονικό σημείο να διακόψουν τις γενόμενες εργασίες. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων ότι επρόκειτο να γίνουν στη συνέχεια επιχώσεις, ώστε να καλυφθεί πλήρως το κτίσμα του υπογείου και να μην αποτελεί ισόγειο όροφο, κρίνεται αβάσιμος, καθόσον  τούτο θα απαιτούσε τοιχία μεγάλου ύψους για εγκιβωτισμό των επιχώσεων, των οποίων η μελέτη δεν εμπεριείχετο στα τεύχη της εκδοθείσας με αρ. ……/2010  άδειας. Μετά, λοιπόν, τη λήξη της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, οι ενάγοντες απευθύνθηκαν στον πολιτικό μηχανικό …… για την ολοκλήρωση των τοιχίων του περιβάλλοντος χώρου και να διορθώσουν  τα ελαττώματα της οικοδομής. Ακολούθως,  κατόπιν της  από 11-7-2011 αίτησης με τις συνημμένες σε αυτή εκπονηθείσες από τον ίδιο (τον ………..) μελέτες, εκδόθηκε στις 16-9-2011 από το πολεοδομικό γραφείο ….. η με αρ. …../2011 άδεια οικοδομής για προσθήκη υπογείου χώρου στάθμευσης εμβαδού 28,07 τμ.. Το τοπογραφικό διάγραμμα, που συνόδευε την ανωτέρω αίτηση ήταν το ίδιο με εκείνο, που είχε χρησιμοποιήσει ο δεύτερος εναγόμενος για την έκδοση της με αρ. …../2010 άδειας, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχαν ορθά αποτυπωμένα τα υψομετρικά στοιχεία του εδάφους. Τούτο, ωστόσο, δεν καθιστά το εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα ορθό, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο έφεσής τους, διότι η χρησιμοποίηση του ίδιου τοπογραφικού από τον ……….. ήταν αναγκαία εκ των πραγμάτων, αφού η νέα άδεια, που ζητείτο να εκδοθεί, αφορούσε προσθήκη στην ήδη ανεγερθείσα βάσει της με αρ. …./2010 άδειας οικοδομή και δεν θα ήταν λογικό να εμφανίζονται στην νέα άδεια για προσθήκη υπογείου διαφορετικά τα στοιχεία του οικοπέδου. Εντούτοις, κατόπιν καταγγελίας του δεύτερου εναγομένου, το πολεοδομικό γραφείο …. με την υπ’ αρ. πρωτ. …../22-3-2012  απόφασή του ανακάλεσε την με αρ. …./2011 άδεια, για το λόγο ότι για την ίδια ιδιοκτησία είχε εκδοθεί ήδη η με αρ. …../2010 άδεια, που βρισκόταν ακόμη σε ισχύ και δεν επιτρεπόταν η έκδοση και νέας άδειας. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, ισχύος μίας οικοδομικής άδειας  και για το υπόλοιπο το χρόνου ισχύος της, το μόνο που επιτρεπόταν να γίνει, εφόσον υπήρχαν τροποποιήσεις στις μελέτες ή άλλες αλλαγές (πχ του επιβλέποντα μηχανικού), ήταν η αναθεώρηση της και όχι έκδοση νέας άδειας για το ίδιο ακίνητο. Μάλιστα, για την ανωτέρω –μεταξύ άλλων- παράτυπη ενέργεια του πολιτικού μηχανικού ………  (να προχωρήσει σε έκδοση νέας άδειας ενώ βρισκόταν σε ισχύ η αρχική) το πειθαρχικό συμβούλιο του ΤΕΕ/Περιφερειακό Τμήμα Πελοποννήσου έκρινε ότι αυτός υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα και  του επέβαλε την ποινή της επίπληξης. Καθ’ όλο, όμως, το διάστημα μέχρι την έκδοση της με αρ. …../2011 οικοδομικής άδειας οι εργασίες στην οικοδομή των εναγόντων συνεχίστηκαν με συνεργεία της επιλογής τους και ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2011. Ωστόσο, συνεπεία της ελαττωματικής μελέτης του δεύτερου εναγομένου και της πλημμελούς επίβλεψης και κατασκευής της οικοδομής από αμφότερους τους εναγόμενους υπήρχαν κατασκευές στο έργο καθ’ υπέρβαση της με αρ. ……/2010 οικοδομικής άδειας και συγκεκριμένα, α) το υπόγειο εμβαδού 77,62 τμ., λόγω της μη εφικτής ολοκλήρωσης της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου, όπως προβλεπόταν στην άδεια, έμεινε ξεμπαζωμένο στις τρεις πλευρές με αποτέλεσμα να μην πληρεί τις προϋποθέσεις υπογείου, να θεωρείται ισόγειο, υπολογιζόμενο στη δόμηση, με αποτέλεσμα η οικοδομή να παρουσιάζει υπέρβαση ύψους, β) εξαιτίας της υπερύψωσης της οικοδομής από διόροφη με υπόγειο σε τριόροφη είχε μεταβληθεί το ύψος των εξωτερικών κλιμακοστασίων, γιατί κατασκευάστηκαν περισσότερες βαθμίδες, γ) κατά την κατασκευή της περιτοίχισης δεν είχε εφαρμοστεί το τοπογραφικό στη δυτική του πλευρά (πρόσοψη) σωστά, με αποτέλεσμα  να προκύπτει αλλαγή στη θέση της περιτοίχισης και δ) κατασκευάστηκαν μπαλκόνια με κολώνες στήριξης στα δύο ανοίγματα της ανατολικής πρόσοψης της οικοδομής. Για τις ανωτέρω  υπό στοιχ. α-γ αυθαίρετες κατασκευές συντάχθηκε από την Υπηρεσία Δόμησης Δήμου …-…. η με αρ. πρωτ. ………./12 από 12-12-2012 έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής και υπολογισμού προστίμων. Το γεγονός ότι η έκθεση αυτοψίας δεν κάνει κανένα λόγο για λανθασμένη υψομετρική αποτύπωση του τοπογραφικού διαγράμματος δεν άγει στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν και ορθό, καθόσον η εν λόγω έκθεση αποτυπώνει μόνο τις αυθαίρετες παραβάσεις και όχι την αιτία αυτών, απορριπτομένων όσων αβάσιμα, ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο έφεσής τους. Επίσης, να σημειωθεί ότι η αυθαίρετη κατασκευή των βεραντών μπορεί να μην μνημονεύεται στην παραπάνω έκθεση αυτοψίας, ωστόσο, περιλαμβάνεται στις αυθαίρετες κατασκευές, που βεβαιώθηκαν για την υπαγωγή της οικοδομής των εναγόντων στη διαδικασία  του Ν. 4178/2013 (βλ. από 6-11-2013 βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής στον Ν. 4178/2013, όπου στην συνημμένη τεχνική έκθεση αναφέρεται ως στοιχείο (4) αυθαίρετη κατασκευή  η «κατασκευή εξωστών»). Κατόπιν σχετικής ένστασης κατά της ανωτέρω έκθεσης από πλευράς εναγόντων και αφού υπήχθησαν στη διαδικασία του Ν. 4178/2013 περί νομιμοποίησης των αυθαίρετων κατασκευών, εκδόθηκε η με αρ. 8/2014 απόφαση του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Π.Ε. Κορινθίας, με την οποία αυτή έγινε δεκτή. Στη νομιμοποίηση των αυθαίρετων κατασκευών οι ενάγοντες αναγκάστηκαν να προχωρήσουν, διότι  η με αρ. ……/2010 οικοδομική άδεια, ενόψει του ότι η στέγη και ο πρώτος όροφος βρίσκονταν άνω του επιτρεπόμενου ύψους, δεν μπορούσε, κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο, να αναθεωρηθεί, παρά μόνον εάν πρώτα γινόταν κατεδάφιση των τμημάτων, που βρίσκονταν εκτός του ανωτάτου επιτρεπόμενου ύψους (δηλαδή της στέγης, του πρώτου ορόφου και των εξωστών της ανατολικής όψης του πρώτου ορόφου), η οποία κατεδάφιση θα συμπαρέσυρε και τμήματα εντός γραμμής ανωτάτου ύψους κτιρίου προκειμένου το εναπομείναν τμήμα να είναι λειτουργικό, και εφόσον οι ενάγοντες αρκούνταν σε κτίριο μειωμένων χαρακτηριστικών σε σχέση με το αρχικά εκπονηθέν, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να γίνει ολική κατεδάφιση (βλ. με ημερομηνία Μάρτιος 2016 τεχνική έκθεση του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού …………). Το κόστος δε που θα επιβαρύνονταν οι ενάγοντες για την μερική καθαίρεση της οικοδομής και τις αναγκαίες διαμορφώσεις για να καταστεί το κτίριο λειτουργικό θα ανερχόταν σε περίπου 110.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων της οικοδομής τους οι ενάγοντες δαπάνησαν τα κάτωθι ποσά, τα οποία δεν αμφισβητούνται ειδικότερα από τους εναγόμενους : 1)Για την κατασκευή των ανατολικών βεραντών του ισογείου (ήδη Α΄ ορόφου)  οι ενάγοντες δαπάνησαν α)για  αγορά οπλισμένου σκυροδέματος τα ποσά των 629,99 €, 2.519,73 € και 1368,92 €, ήτοι συνολικά 4.518,64 ευρώ (βλ. με αρ. …./………αποδείξεις λιανικής πώλησης –παροχής υπηρεσιών της ………), β) για αγορά πλαστ. μερ/κτη, πλαστ. φαλτσογωνίας, πλέγματος υποστ. 8D Β500C, σωλήνα με φτερά Φ12, σιδήρου μπετόν SD B500C, σύρματος μαύρου Νο 7, καρφοβελονών, ατσαλ.ριγοτ. Νο3.5/50 και αποστάτη σιδηροπλισμού το συνολικό ποσό των 3.236,52 ευρώ, πλην όμως επιδικαστέο δύναται να είναι, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ, μόνο το αιτούμενο ποσό των 2.236,52 ευρώ (βλ. με αρ. ……….. δελτία αποστολής-αποδείξεις λιανικής πώλησης της …………),  γ)για αμοιβή του τεχνίτη ……….  τα ποσά των 2.020 € και των 400 €, δηλαδή συνολικά 2.420 ευρώ (βλ. με αρ. ………..αποδείξεις είσπραξης της ….) και ε)για τις ασφαλιστικές εισφορές του άνω τεχνίτη στο ΙΚΑ το ποσό των 510,37 ευρώ (βλ. με ημερομηνία 23-12-2011 εντολή πληρωμής εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ). 2)Για την πολεοδομική τακτοποίηση δια της υπαγωγής των ενδίκων ελαττωμάτων της οικοδομής στις διατάξεις του νόμου 4178/2013 οι ενάγοντες κατέβαλαν α) τα ποσά των 500 €, 1.180,73 €, 25 €, 1.793,02 € και 310,73 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.809,48 ευρώ και β) για αμοιβή του μηχανικού για την τακτοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ (το περαιτέρω αιτηθέν ποσό απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Έτσι, από υπαιτιότητα των εναγομένων οι ενάγοντες ζημιώθηκαν συνολικά κατά το ποσό των 14.495,01 ΕΥΡΩ. Αναφορικά, όμως, με το αιτούμενο κονδύλιο ύψους 2.860,10 ευρώ, που αξιώνουν οι ενάγοντες για   αμοιβή του μηχανικού . …. για εκπόνηση μελέτης, επίβλεψη και έκδοση οικοδομικής άδειας προσθήκης υπογείου θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, διότι η δαπάνη αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αποκατάσταση των προπεριγραφόμενων ελαττωμάτων της οικοδομής, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η έκδοση οικοδομικής άδειας προσθήκης υπογείου, ήτοι της με αρ. …../2011 άδειας, δεν ήταν νόμιμη και ανακλήθηκε. Η έκδοση της συγκεκριμένης άδειας, δηλαδή, δεν ήταν ενδεδειγμένος τρόπος για την αποκατάσταση της ελαττωματικότητας, που προκλήθηκε από τις ενέργειες και παραλείψεις των εναγομένων. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες με τον έβδομο λόγο έφεσης επαναφέρουν την παραδεκτώς προταθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος,  επικαλούμενοι ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής υπερβαίνει τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος, διότι οι ενάγοντες μέχρι την αποπεράτωση του σταδίου της τοιχοποιίας, επί πέντε έτη και επτά μήνες, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν για κακοτεχνίες στο έργο και η άσκηση της έγινε για αντιπερισπασμό στην αξίωση του δεύτερου εξ αυτών για αμοιβή επίβλεψης, για την οποία άσκησε αγωγή εναντίον τους. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει, προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 16/2017 ΝΟΜΟΣ). Με το ανωτέρω περιεχόμενο, εντούτοις, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού οι εναγόμενοι δεν περιγράφουν συγκεκριμένα περιστατικά αναγόμενα στη συμπεριφορά των εναγόντων, τα οποία συνδυαζόμενα με τη δική τους συμπεριφορά να διαμόρφωσαν τέτοια κατάσταση, που να τους δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν πρόκειται ν’ ασκήσουν το δικαίωμά τους και να καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του από αυτούς, αλλά ούτε και προσδιορίζουν τις επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες από την άσκησή του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την παραπάνω ένσταση για τον ίδιο λόγο ορθώς έκρινε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του έβδομου λόγου έφεσης.

Με βάση όλα τα ανωτέρω, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 17.355,11 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσία βάσιμη κατά παραδοχή του  αντίστοιχου (5ου) λόγου έφεσης (απορριπτομένων των λοιπών λόγων έφεσης) και  να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το εκκληθέν μέρος της. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο, πρέπει αυτό να δικάσει την ένδικη αγωγή (κατά το μέρος που άγεται προς κρίση στο παρόν δικαστήριο), να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στους ενάγοντες, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 14.495,01 ΕΥΡΩ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες εκκαλούντες (άρθρο 495 § 3 Β εδ. προτελ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 17-11-2017 (αρ. κατάθ. ………./2017) έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αρ. 3754/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά το εκκληθέν μέρος της).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-9-2016 (αρ. κατάθ. …………/2016) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλλει στους ενάγοντες  δεκατέσσερις χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα πέντε   ΕΥΡΩ  και   ένα ΛΕΠΤΟ  (14.495,01),   εντόκως  από  την επίδοση της

αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγομένων, τα οποία καθορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου έφεσης στους καταθέσαντες εκκαλούντες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18-9-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ