Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 565/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    565 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αρ.   5501/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών επί της από 10-9-2009 (αρ. κατάθ. …../2009) αγωγής των ήδη εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 8-1-2010, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 14-12-2010 (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ……, επί του προσκομιζόμενου επίσημου αντιγράφου αυτής), και εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 23-11-2009, (άρθρα 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 ΚΠολΔ). Αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποπ. με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται παράβολο, αφού, κατά τον χρόνο κατάθεσης της,  δεν ίσχυε τέτοια υποχρέωση, η οποία θεσμοθετήθηκε με το άρθρο  12 § 2 του Ν. 4055/2012 και τέθηκε σε εφαρμογή (άρθρο 113 Ν. 4055/2012) από 2-4-2012. Η εκκαλούσα με τις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι  απαραδέκτως οι εφεσίβλητοι επισπεύδουν την συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως, αφού δεν νομιμοποιούνται προς τούτο, διότι  εκχώρησαν την ένδικη απαίτησή τους στην Γ’ ΔΟΥ Πειραιά, η οποία έχει εκδώσει ήδη σχετική ταμειακή βεβαίωση σε βάρος της, ενώ δεν  προσεπικάλεσαν το Ελληνικό Δημόσιο για να παρέμβει στην παρούσα δίκη, με συνέπεια να υποχρεώνεται  να καταβάλλει το ίδιο ποσό δύο φορές. Από τις διατάξεις του άρθρου 225 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων, εωσότου, νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος, που μεταβίβασε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, αλλά έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ν’ ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 404/2018, ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1073/2015 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν εκείνος που έγινε ειδικός διάδοχος του διαδίκου δεν άσκησε παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να επισπεύσει με κλήση τη συζήτηση της έφεσης, η οποία έχει ασκηθεί από κάποιο διάδικο, αφού όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 498 § 1 ΚΠολΔ, δικαιούνται να επισπεύσουν τη συζήτηση της έφεσης μόνον οι διάδικοι. Η δε κλήση προς συζήτηση της έφεσης, που γίνεται εκ μέρους του ειδικού διαδόχου διαδίκου, ο οποίος δεν άσκησε παρέμβαση, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και συναφώς κηρύσσεται απαράδεκτη και η συζήτηση της έφεσης εφόσον η υπόθεση φέρεται να συζητηθεί με την κλήση αυτή (πρβλ. ΑΠ 1136/2013 ΝΟΜΟΣ). Η απόφαση, εξάλλου, που θα δεχθεί την αγωγή, εάν ο ειδικός διάδοχος δεν έχει ασκήσει παρέμβαση θα εκδοθεί στο όνομα του μεταβιβάσαντος, επειδή όμως δεν είναι πλέον αυτός δικαιούχος του ποσού που επιδικάστηκε, αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδει μόνον ο ειδικός διάδοχος (ΕΑ 4733/1997 ΝοΒ 1998.963, Βαθρακοκοίλης Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, υπό άρθρο 225, αρ.19 και 21). Συνακόλουθα, σε περίπτωση εκχώρησης της επίδικης απαίτησης, αυτή δεν επιφέρει μεταβολή αναγκαίως κατά νόμο στο πρόσωπο του αρχικού διαδίκου με υποκατάσταση του εκδοχέα στη θέση αυτού, γιατί το δικαστικό συνάλλαγμα, που καταρτίστηκε με την έναρξη της δίκης για να συνεχιστεί με τους ίδιους διαδίκους έως την αποπεράτωσή της, εμποδίζει αυτή την υποκατάσταση. Ο εκδοχέας της απαίτησης καθίσταται μεν αυτοδικαίως, μετά την αναγγελία, υποκείμενο της επίδικης απαίτησης, υποκαθίσταται στη θέση του εκχωρητή και καθίσταται υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, εφόσον το αποτέλεσμα της είναι δεσμευτικό γι’ αυτόν, πλην όμως, για να καταστεί υποκείμενο της διαδικασίας, θα πρέπει να ασκήσει παρέμβαση, η οποία εναπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια. Αν δεν ασκήσει παρέμβαση δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, υπό άρθρο 225, αρ. 6). Στην προκειμένη περίπτωση από τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα έγγραφα προκύπτει ότι, οι εφεσίβλητοι- ενάγοντες με τις υπ’ αρ. …. και …../30-12-2010 έγγραφες δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων, κατ’ άρθρο 4 § 7 Ν. 2238/1994,  μετά την άσκηση  της ένδικης αγωγής στις 16-9-2009 (βλ. σχετική σημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου  της αγωγής, του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών . ….), ήτοι μετά την εκκρεμοδικία, προέβησαν σε εκχώρηση προς το ελληνικό δημόσιο και συγκεκριμένα τη Γ’ ΔΟΥ Πειραιώς της αξιούμενης με την άνω αγωγή απαίτησής τους έναντι της εναγομένης –εκκαλούσας. Επομένως, οι εκκαλούντες εξακολουθούν να νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι, έτσι ώστε δεν μπορεί να προταθεί ενα­ντίον τους έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση της ένδικης έφεσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, ενώ δεν ήταν και υποχρεωμένοι να προσεπικαλέσουν το ελληνικό δημόσιο στην παρούσα δίκη, το οποίο δεν άσκησε παρέμβαση. Συνεπώς, παραδεκτώς επισπεύδεται από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, η οποία κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή, που άσκησαν  οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ιστορούσαν ότι τυγχάνουν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του περιγραφόμενου σε αυτήν ισογείου καταστήματος, που βρίσκεται στον Πειραιά, εμβαδού 48 τμ., το οποίο είχαν συνκεμισθώσει στην εναγομένη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, έναντι τελευταίου μηνιαίου μισθώματος 11.411,51 ευρώ. Ότι  η άνω μίσθωση λύθηκε κατόπιν καταγγελίας, στην οποία προέβησαν στις 5-11-2007 λόγω μη καταβολής μισθωμάτων και παρέλευσης άπρακτης προθεσμίας ενός μήνα από την καταγγελία. Ότι αν και έληξε η μίσθωση η εναγομένη συνέχισε να παρακρατεί παράνομα το μίσθιο για το χρονικό διάστημα από  Ιανουάριο 2009 μέχρι και Σεπτέμβριο 2009. Με βάση αυτά ζητούσαν να υποχρεωθεί η  εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τους καταβάλλει το συνολικό ποσό των 102.703,59 ευρώ, νομιμοτόκως από της παρελεύσεως της δήλης μέρας καταβολής εκάστου μισθώματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση χρήσης για το προαναφερόμενο διάστημα και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, πλην του αιτήματος για καταβολή τόκων από την δήλη ημέρα, την δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στους ενάγοντες το αιτούμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, κήρυξε την σχετική διάταξη του προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων εκ ποσού 3.200 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με τους λόγους της κρινόμενης έφεσής της, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι, ανάγονται σε  εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν  είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με το από 23-5-1977 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, η πρώτη των εναγόντων, ….., και ο σύζυγός της, …………, εκμίσθωσαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας στην ετερρόρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», στα μισθωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 4 του ως άνω συμφωνητικού, υποκαταστάθηκε ως διάδοχος η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, για χρονικό διάστημα 6 ετών, δηλαδή από 30-5-1977 έως 30-5-1983, ένα ισόγειο κατάστημα, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού . .. αρ. …., επιφάνειας 48 τμ., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πώλησης γυναικείων ενδυμάτων. Δυνάμει των από 24-5-1983, 9-8-1985, 8-6-1994, 31-5-2000 και 14-2-2007 ιδιωτικών συμφωνητικών η διάρκεια της επίδικης μίσθωσης παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι και 31-5-2013, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού συνεκμισθωτή, ………., υπεισήλθε ο δεύτερος ενάγων, υιός του, …………, δυνάμει του υπ’ αρ. …./1986 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ήδη με το τελευταίο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης το ύψος του καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος καθορίστηκε σε 11.411,51 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-2-2007 έως 31-1-2008 αναπροσαρμοζόμενου έκτοτε κατά ποσοστό 6% ετησίως. Η εναγομένη μολονότι χρησιμοποιούσε ανενόχλητα το μίσθιο  καθυστερούσε να πληρώσει στους ενάγοντες τα μισθώματα. Για το λόγο αυτό οι τελευταίοι με την  από 29-10-2007 (αρ. κατάθ. …../2007) αγωγή τους, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5-11-2007, κατήγγειλαν τη μίσθωση, τα αποτελέσματα της οποίας (καταγγελίας) επήλθαν στις 6-12-2007, αφού η εναγομένη δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα μισθώματα, τόκους και έξοδα καταγγελίας μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός από αυτήν και συνεπώς η επίδικη μίσθωση λύθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 ΑΚ. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η με αρ. 967/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο, αφού συνεκδίκασε την αγωγή αυτή μαζί με άλλες συναφείς, διέταξε, μεταξύ άλλων, την απόδοση του μισθίου καταστήματος, την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων (μέχρι και τον Νοέμβριο 2007, συνολικού ύψους 57.0577,55 ευρώ) και αποζημίωσης χρήσης μέχρι και τον Ιούνιο του 2008 (συνολικού ύψους 79.880,57 ευρώ). Το μίσθιο, δηλαδή, έπρεπε να αποδοθεί στις 6-12-2007, πλην όμως η εναγομένη εξακολούθησε να παραμένει στη χρήση του μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2009 και έτσι οφείλει στους ενάγοντες αποζημίωση χρήσης   για το επίδικο διάστημα, ήτοι για τους μήνες από Ιανουάριο 2009 μέχρι και Σεπτέμβριο 2009 (σημειώνεται ότι για την αποζημίωση χρήσης του διαστήματος από Ιούλιο 2008 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2008 έχει ασκηθεί από τους ενάγοντες η από 27-8-2009 και αρ. κατάθ. …./2009 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 5500/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η οποία ισούται με το συμφωνημένο και καταβαλλόμενο κατά τη λήξη της σύμβασης μίσθωμα, ανερχόμενο μηνιαίως στο ποσό των 11.411,51 ευρώ, και συνολικά για το ανωτέρω διάστημα, που η εναγομένη παρακράτησε το μίσθιο, στο ποσό των (11.411,51 € Χ 9 μήνες=) 102.703,59 ευρώ, καταβλητέο νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.  Η εναγομένη αρνείται ότι οφείλει στους ενάγοντες αποζημίωσης χρήσης για το επίδικο διάστημα, επικαλούμενη προφορική συμφωνία, στην οποία κατέληξαν περί τα τέλη Απριλίου 2009 με τους ενάγοντες, με βάση την οποία  αφενός μεν επρόκειτο να συναφθεί μεταξύ τους νέα μίσθωση διάρκειας 4 ετών, από 1-5-2009 μέχρι 30-4-2013 έναντι μηνιαίου μισθώματος 8.000 ευρώ,  και με αναδρομική ισχύ αυτού (του μισθώματος) από Ιούλιο 2008, αφετέρου θα κατέβαλε έναντι των οφειλόμενων μισθωμάτων ποσό 60.000-70.000 ευρώ και το υπόλοιπο θα εξοφλείτο σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 5.000 ευρώ.  Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό, από τα ίδια προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την κοινοποίηση στις 12-3-2009 ακριβούς αντιγράφου εξ απογράφου αυτής με επιταγή για εκτέλεση (βλ. με αρ. ………../12-3-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ………..), αφού η εναγομένη κατέβαλε μέρος των αναφερόμενων σε αυτήν μισθωμάτων, μετά από πρότασή της, οι διάδικοι, συζήτησαν, πράγματι, το ενδεχόμενο σύναψης νέας μίσθωσης αρχομένης από 1-5-2009 με μηνιαίο μίσθωμα 8.000 ευρώ, πλην όμως οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ τους, κυρίως λόγω διαφωνίας από την πλευρά της πρώτης ενάγουσας για μείωση του μισθώματος, πόσο μάλλον δε για αναδρομική μείωση του μισθώματος από τον Ιούλιο 2008. Για την μη επίτευξη της συμφωνίας η μάρτυρας απόδειξης, … …. (νύφη της πρώτης ενάγουσας) καταθέτει, «προτάθηκε στην πεθερά μου να μειώσει το ενοίκιο για να μείνουν… Η πεθερά μου δεν δέχτηκε να γίνει το μίσθωμα 8.000 ευρώ από 11.500 ευρώ που ήταν», ενώ και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ………. (υιός του ενός από τους διευθύνοντες συμβούλους της εναγομένης) βεβαιώνει ότι  είχαν κάνει προφορικά συζήτηση, και μόνο με τον δεύτερο ενάγοντα, για μείωση του μισθώματος (βλ. σχετική κατάθεσή του στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης : «Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους αλλά μας έκλειναν το τηλέφωνο. Με τον γιο της ενάγουσας είχαμε συμφωνήσει το μίσθωμα να είναι 8.000 ευρώ από τον Ιούλιο του 2008…»). Άλλωστε, ενόψει της αντιδικίας των διαδίκων αλλά και του μεγάλου ύψους των οφειλόμενων μισθωμάτων και της αποζημίωσης χρήσης,  σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση (όφειλαν να καταβάλλουν στους ενάγοντες διαιρετώς το συνολικό ποσό των 171.154,65 ευρώ), σε συνδυασμό με τη διαρκή τήρηση εγγράφων συμφωνιών αναφορικά με την ένδικη μίσθωση, κατά τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι τέτοιου είδους προφορική συμφωνία σε βάρος των συμφερόντων των εναγόντων δεν έλαβε χώρα. Τούτο, επίσης, συνάγεται και από το γεγονός ότι ήδη τον Ιούνιο του 2009, και συγκεκριμένα στις 29-6-2009 οι ενάγοντες επέδωσαν στην εναγομένη την από 26-6-2009 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία τους –στην οποία δεν θα προέβαιναν, εάν είχαν καταλήξει σε συμφωνία- με την οποία την καλούσαν να τους αποδώσει ελεύθερη τη χρήση του μισθίου, επαναφέροντας αυτό στην αρχική του κατάσταση,  και να τους καταβάλλει τα οφειλόμενα ποσά, δηλώνοντας της,  επιπλέον, ότι, μετά την παρέλευση 10 ημερών από την επίδοση αυτής, θα προχωρήσουν οι ίδιοι στην έξωσή της και στην ανακατασκευή του επίδικου μισθίου με στόχο την ανεξαρτητοποίηση του από το κατάστημα της εναγομένης. Συνεπώς, ο παραπάνω ισχυρισμός της εναγομένης είναι ουσία αβάσιμος και άρα, ορθά κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο  τον απέρριψε, δεχόμενο ως ουσία βάσιμη την αγωγική αξίωση. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, η  εναγομένη με τον δεύτερο λόγο έφεσής της επαναφέρει τον παραδεκτώς προταθέντα (άρθρο 591 § 1γ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4335/2015) στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά, ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, παραπονούμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα τον απέρριψε. Ειδικότερα, η εναγομένη με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τις οποίες ανέπτυσσε την προφορικά προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το καταγόμενο στη δίκη αυτή δικαίωμά τους για αποζημίωση χρήσης, διότι, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 967/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέτασσε την αποβολή της, και την κοινοποίηση στις 12-3-2009 και 3-4-2009 απογράφου αυτής με επιταγή προς εκτέλεση, κατέληξαν σε προφορική συμφωνία για σύναψη νέας μίσθωσης μέχρι το 2013 έναντι μηνιαίου μισθώματος 8.000 ευρώ, με αναδρομική ισχύ του μισθώματος αυτού από τον Ιούλιο του 2008 και σε τμηματική καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, και έτσι της δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι θα υπογραφεί η νέα σύμβαση και οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματα τους για αποζημίωση χρήσης. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι ενόψει της εκβιαστικής συμπεριφοράς των εναγόντων, οι οποίοι ζητούσαν την άμεση εξόφληση των οφειλομένων, άσκησαν αγωγή για καταδίκη τους σε δήλωση βουλήσεως, ενώ οι ενάγοντες, μετά την επίδοση της αγωγής αυτής, της κοινοποίησαν  εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση, με την οποία της δήλωναν ότι θα προβούν σε έξωση της, αναγκάζοντας την στη συνέχεια να ζητήσει την αναστολή της σε βάρος της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ένσταση αυτή, όμως, κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ουδεμία συμφωνία επιτεύχθηκε μεταξύ των διαδίκων περί σύναψης νέας μίσθωσης, με νέους όρους περί μειωμένου μισθώματος και αναδρομικής  ισχύος του από τον Ιούλιο του 2008, ούτε αποδείχθηκε οποιαδήποτε εκβιαστική συμπεριφορά των εναγόντων  απέναντι στην εναγομένη, όπως αυτή αβάσιμα ισχυρίζεται. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, μετά που οι συζητήσεις περί σύναψης νέας μίσθωσης απέβησαν άκαρπες, στις 29-6-2009, επέδωσαν (βλ. με αρ. …../29-6-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ……….), στην εναγομένη την από 26-6-2009 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία τους, με την οποία την καλούσαν να τους αποδώσει ελεύθερη τη χρήση του μισθίου, πράγμα που αυτή δεν έπραξε, γι’ αυτό το λόγο άσκησαν στη συνέχεια και την ένδικη από 10-9-2009 αγωγή, ενώ μέχρι και το χρονικό εκείνο σημείο η εναγομένη εξακολουθούσε να κάνει ανενόχλητη χρήση του μισθίου, όπως τούτο συνάγεται και από την μεταγενέστερη από 15-10-2009 εξώδικη διαμαρτυρία των εναγόντων, που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη στις 20-10-2009 (βλ. με αρ. …/20-10-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ………….), και με την οποία ζητούσαν πάλι την απόδοση του επίδικου μισθίου. Με βάση αυτά δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε στην εναγομένη η εύλογη πεποίθηση ότι  οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματα τους, ώστε η άσκηση και της υπό κρίση αγωγής να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, δεν έσφαλε και ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Σημειώνεται ότι τα νέα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται η εκκαλούσα με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να θεμελιώσει  ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και δη  ότι οι ενάγοντες, καίτοι η απόφαση έξωσης είχε εκδοθεί από τον Φεβρουάριο του 2009, την εκτέλεσαν τον Ιούνιο του 2010, διότι δεν μπορούσαν να εξεύρουν τα όρια του καταστήματος τους,  και ενώ η ίδια είχε αποχωρήσει ουσιαστικά από το μίσθιο αρχές του 2010, απαραδέκτως προτείνονται για πρώτη φορά στο εφετείο με τις προτάσεις, ενώ η εκκαλούσα δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει, τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 269 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2003, παράγ. 702 και 710).

Με τον τρίτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ανέβαλε την κρίση του, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της με ημερομηνία 8-10-2009 και αρ. κατάθ. ……/2009 αγωγής, που άσκησε (η ίδια) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για καταδίκη των εναγόντων σε δήλωση βουλήσεως. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ), «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη…». Από τη διάταξη αυτή  προκύπτει ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης, που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία, γι’ αυτό η κρίση του περί της αναβολής ή μη της εκδίκασης αυτής δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 194/2017, ΕΑ 100/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν κυρίως σφάλματα του δικαστηρίου, πάνω στα οποία θεμελιώνεται το διατακτικό της απόφασης, του οποίου η εξαφάνιση διώκεται με την έφεση, ή νέα πραγματικά περιστατικά ή νέα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποκαλύπτονται μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης ή τέλος σφάλματα του ίδιου του διαδίκου, τα οποία, αν και μπορούσαν να διορθωθούν, από παράλειψη υποχρέωσης που επιβαλλόταν από τον νόμο, δεν διορθώθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 940/1981 ΕΕΝ 49.594). Έτσι, δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης μόνο η απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αιτήματος του διαδίκου, που ενδιαφέρεται για αναβολή της συζήτησης μέχρις ότου περατωθεί αμετάκλητα (ή τελεσίδικα) άλλη δίκη, που εκκρεμεί σε άλλο πολιτικό ή ποινικό δικαστήριο και από την οποία εξαρτάται η διάγνωση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γιατί δεν αποτελεί σφάλμα του δικαστηρίου, το οποίο, έχοντας την παραπάνω διακριτική ευχέρεια, να δεχθεί ή ν’ απορρίψει το αίτημα αυτό, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης ν’ αποφανθεί, ούτε σφάλμα του διαδίκου, που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ περισσότερο, αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕΔωδ 204/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 7228/2004 ΕλΔνη 2005.543). Άρα ο πιο πάνω λόγος της ένδικης έφεσης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Αναφορικά δε με το  (νέο) αίτημα αναβολής της συζήτησης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, που υποβάλλει η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα και με τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και αναφέρονται παραπάνω, δεν συντρέχει  τέτοιος λόγος αναβολής. Σημειωτέον ότι, όπως προκύπτει από τα με αρ. 197/2011 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εκκαλούσα παραιτήθηκε, ήδη, από το δικόγραφο της ασκηθείσας με αρ. κατάθ. ……./2009 από 8-10-2009 αγωγής της για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 601 ΑΚ, ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει το δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη  περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, μετά την κατά οποιονδήποτε τρόπο λήξη της μίσθωσης, εάν ο μισθωτής δεν αποδίδει το μίσθιο, αλλά εξακολουθεί να το παρακρατεί, δεν οφείλει μίσθωμα, αλλά αποζημίωση χρήσης, η οποία ορίζεται από τη διάταξη αυτή ίση με το μέχρι τη λήξη της μίσθωσης μίσθωμα, χωρίς να αποκλείεται και η απαίτηση αυξημένου ποσού, εάν ο εκμισθωτής αποδεικνύει περαιτέρω ζημία. Η θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ αξίωση του εκμισθωτή προς αποζημίωση, η οποία γεννάται από την επομένη ημέρα της λήξης της μίσθωσης και διαρκεί μέχρι την ημέρα απόδοσης της κατοχής του μισθίου, αποτελεί μετενέργεια της σύμβασης μίσθωσης (ΑΠ 229/2012 ΧρΙΔ 2013.422). Επομένως, δεν φέρει τον χαρακτήρα μισθώματος, το οποίο υπόκειται σε αναπροσαρμογή, αλλά γνήσιας αποζημίωσης, η οποία δεν επιδέχεται τέτοια αναπροσαρμογή. Συνεπώς, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ως συμφωνημένο μίσθωμα για τον υπολογισμό της αποζημίωσης νοείται εκείνο που οφειλόταν κατά τον χρόνο γέννησης της αξίωσης, δηλαδή της λήξης της μίσθωσης, και όχι εκείνο που κατά τη διάρκεια της παρακράτησης του μισθίου θα προέκυπτε από τη συμφωνημένη αναπροσαρμογή (ΑΠ1653/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1346/2017 ΕλΔνη 2017.865, ΕΠειρ 561/2015 ΝΟΜΟΣ). Η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο έφεσής της επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί καθορισμού, κατ’ άρθρα 288 και 388 ΑΚ, της αποζημίωσης χρήσεως στο ποσό των 8.000 ευρώ μηνιαίως από τον Ιούλιο του 2008 και μετέπειτα, όπως είχαν ρητά συμφωνήσει με τους ενάγοντες. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, δεδομένου ότι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε προταθεί προφορικά με σχετική καταχώρηση αυτού στα πρακτικά (άρθρο 591  1 εδ. γ’ ΚΠολΔ), θεωρείται ότι προτείνεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται επίκληση από την εκκαλούσα των προϋποθέσεων συνδρομής του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Πέραν τούτου, όμως, είναι απορριπτέος και ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, η οφειλόμενη, μετά τη λήξη της μίσθωσης, αποζημίωση λόγω παράνομης παρακράτησης του μισθίου, που αντιστοιχεί στο μέχρι την ως άνω λήξη μίσθωμα, φέρει τον χαρακτήρα γνήσιας αποζημίωσης και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναπροσαρμογή, πόσο μάλλον, που, σύμφωνα με τα όσα πραγματικά περιστατικά περιγράφηκαν πιο πάνω, ουδέποτε υπήρξε συμφωνία για μίσθωμα ύψους 8.000 ευρώ από τον Ιούλιο του 2008 και έκτοτε. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω και σιγή απέρριψε το σχετικό αίτημα, δεν έσφαλε και πρέπει ο τέταρτος και τελευταίος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με βάση όλα τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχτηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και άρα, αφού ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, πρέπει και η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας  της, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 8-1-2010 (αρ. κατάθ. …../2010) έφεση κατά της υπ’ αρ. 5501/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε τέσσερις χιλιάδες εκατόν είκοσι (4.120) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις   18-9-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ