Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 317/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    317/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 11.1.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../11.1.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../11.1.2016 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 3505/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 10.12.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./15.12.2014 αγωγή του εφεσιβλήτου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 16.9.2015, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί και ότι, αν και η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι με ισάριθμες συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν και λύθηκαν στον Πειραιά ναυτολογήθηκε διαδοχικά οκτώ (8) φορές με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου τις πρώτες επτά (7) και του υπάρχου την τελευταία στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο «Δ», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 9.834, της πλοιοκτησίας της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας και απασχολήθηκε σ’ αυτό, αντί του προβλεπόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε καθημερινώς τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή επιδοτούμενα δρομολόγια άγονης γραμμής αλλά και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος μέχρι και τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου στις 30.10.2014 επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, χωρίς όμως να λάβει α] το σύνολο των αποδοχών που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή των λοιπών δεδουλευμένων αποδοχών του (αναλογία επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2013 και 2014), καθώς και β] πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές και για τους πλόες άγονης γραμμής. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος προσθέτως ότι δεν του καταβλήθηκε ούτε η αποζημίωση που αντιστοιχούσε στις άδειες διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου, που δεν του χορηγήθηκαν, ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτώς περιόρισε το αρχικώς εξολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό, Α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των τριάντα μιας χιλιάδων εκατόν σαράντα τριών ευρώ και έξι λεπτών (31.143,06 €) για διαφορές των αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και για διαφορά επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2013, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας απολύσεώς του (30.10.2014) άλλως από την επίδοση της αγωγής του και Β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι δύο χιλιάδων επτακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (22.729,39 €) για διαφορές των αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, των λοιπών επιδομάτων των ως άνω δώρων εορτών, του ειδικού επιδόματος δρομολογίων δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής) και για αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας διανυκτέρευσης, νομιμοτόκως από τα ίδια ως άνω χρονικά σημεία. Με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανήλθε σε δώδεκα (12) ώρες, έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και του επιδικάστηκαν αφενός μεν με καταψηφιστική διάταξη τριάντα μία χιλιάδες εκατόν τριάντα τέσσερα ευρώ και έξι λεπτά (31.134,06 €), για μέρος των οποίων, ανερχόμενο σε οκτώ χιλιάδες ευρώ (8.000 €) η εκκαλουμένη κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή και αφετέρου με αναγνωριστική διάταξη δύο χιλιάδες τριακόσια πενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτά (2.358,20 €), δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (33.492,26 €), που αντιστοιχούσε στις διαφορές πρόσθετης αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, στις διαφορές των επιδομάτων, αφενός, εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2013 και 2014 και, αφετέρου, άγονης γραμμής και, επιπλέον, στις διαφορές της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο ως προς μεν τις διαφορές της αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης από την επομένη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στις 30.10.2014, ως προς δε τα λοιπά επιδικασθέντα κονδύλια από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την έφεσή της η εκκαλούσα – εναγόμενη και, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή, όχι βέβαια στο σύνολό της, όπως το αίτημα αυτής διατυπώνεται στο εφετήριο αλλά, όπως εκτιμάται, μόνον κατά τα αιτήματά της που αντιστοιχούν σε κεφάλαια της εκκαλουμένης τα οποία είτε δεν αποδικάστηκαν, όπως συμβαίνει με τις αξιώσεις του ενάγοντος τις σχετικές με την αποζημίωση της μη χορηγηθείσας άδειας διανυκτέρευσης είτε επιδικάστηκαν μεν αλλά δεν πλήττονται με λόγο έφεσης, όπως συμβαίνει με τις αξιώσεις του ενάγοντος – εφεσιβλήτου τις σχετικές με το ειδικό επίδομα δρομολογίων δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής). Επιπλέον, ζητεί η εκκαλούσα την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, λόγω καταβολής εκ μέρους της του προσωρινώς με την εκκαλουμένη επιδικασθέντος χρηματικού ποσού.

ΙΙΙ. Μαζί με την έφεση και προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων αλλά και εξαιτίας της νομικής της φύσεως ως ιδιόμορφου ενδίκου μέσου, παρεπομένου της εφέσεως, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής της προς συζήτηση (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, όπου και άλλες παραπομπές), πρέπει να συνεκδικαστεί και η από 18.4.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../24.4.2017 αντέφεση του αντεκκαλούντος – εφεσιβλήτου, που ασκήθηκε νομοτύπως, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 523 § 2 και 591 § 1 περ. ζ ΚΠολΔ, όπως η δεύτερη από αυτές ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο  § 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από την 1η.1.2016 ένδικα μέσα (ΜονΕφΘεσ. 2165/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές), δηλαδή με ιδιαίτερο δικόγραφο που κοινοποιήθηκε στην αντεφεσίβλητη τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν τη συζήτησή της στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο (βλ. τη με αριθμό …………./25.4.2017 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………) και με την οποία πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα κεφάλαιά της, με τα οποία αφενός επιδικάστηκαν στον ενάγοντα διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατώτερες καθ’ ύψος εκείνων που με την αγωγή του διεκδικούσε και αφετέρου αποδικάστηκαν οι αξιώσεις του για αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας διανυκτέρευσης. Όμως, η ένδικη αντέφεση κρίνεται παραδεκτή μόνον κατά το πρώτο σκέλος της, το οποίο αφορά σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης εκκληθέν με την έφεση της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης. Αντιθέτως, ως προς το δεύτερο σκέλος της η αντέφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (άρθρα 522, 523 § 1 και 532 ΚΠολΔ), καθόσον δεν αφορά σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης που εθίγη με την ως άνω έφεση ούτε συνέχεται αναγκαία με άλλο προσβληθέν, με αποτέλεσμα, κατά το σκέλος της αυτό η ένδικη αντέφεση να κείται εκτός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος που καθορίστηκαν με την έφεση της αντεφεσίβλητης, αφού με αυτήν δεν μεταβιβάστηκε στο σύνολό της η υπόθεση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεσή της όρια (ΑΠ 1019/1989, ΔΕΝ 1990/1015, ΜονΕφΘεσ. 1759/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 143/2012, ΕφΑΔ 2012/622, ΤριμΕφΛαρ. 318/2011, Δικογραφία 2011/515). Ως «κεφάλαιο» κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την έννοια του άρθρου 520 § 2 του ιδίου Κώδικα σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, που είναι ταυτόσημες, δεδομένου ότι εισήχθησαν στον ΚΠολΔ με το ίδιο άρθρο 40 (§§ 3 και 5) του ΝΔ 958/1971 και αποσκοπούν στην περιστολή της ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αντικειμένου της έκκλητης δίκης (ΑΠ 1061/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στην αποτροπή του αιφνιδιασμού του αντιδίκου είτε εκ μέρους του εκκαλούντος με την άσκηση προσθέτων λόγων έφεσης είτε εκ μέρους του εφεσιβλήτου με την άσκηση αντέφεσης, νοείται η οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό (ή) και την βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος προς παροχή έννομης προστασίας, που εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1061/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2004, NoB 2004/1547, ΜονΕφΑθ. 1322/2016, ΕφΑΔ 2017/461), διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε προς την ιστορική του βάση είτε ως προς αμφοτέρους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 505/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343, Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 42 επομ.). Εν προκειμένω, το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, κατά το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή του αντεφεσιβλήτου δεν εθίγη με την έφεση της στερούμενης άλλωστε εννόμου προς τούτο συμφέροντος αντεφεσίβλητης και, συνεπώς, δεν μεταβιβάστηκε στο εφετείο. Η ίδια αντέφεση, όμως, κατά το αυτό (απαράδεκτο) σκέλος της, θα εκτιμηθεί ως αυτοτελής έφεση, σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 εδαφ. α του άρθρου 523 ΚΠολΔ, καθόσον ασκήθηκε παραδεκτώς κατά τα ανωτέρω αλλά και εμπροθέσμως, εντός της νόμιμης διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της, παραμείνασας ανεπίδοτης, εκκαλουμένης (Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 523, αρ. 4, σελ. 200). Συνεπώς, η αντέφεση, εκτιμώμενη εν μέρει ως αυτοτελής έφεση, θα εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια, όπως και η έφεση, διαδικασία.

  1. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005, Δνη 2006/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 2007/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 2000/343). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.). Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού τα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας ορίζονται από το νόμο ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΜονΕφΠειρ. 176/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΜονΕφΠειρ. 168/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 892/2002, ΠειρΝομ. 2002/479 = ΕΝαυτΔ 2002/437) ούτε και των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ. 1312/1997, ΕΝαυτΔ 1998/11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 17/2013, ΠειρΝομ. 2013/167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝομ. 2003/70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561).

Επομένως, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως υποπλοίαρχος αρχικά και ως ύπαρχος στη συνέχεια, αντί των καθοριζομένων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ όρων και αποδοχών, ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικώς δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος στην εργασία εκάστης ειδικότητάς του στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων, διότι δεν αναφέρονται στην αγωγή επακριβώς οι συνθήκες εργασίας και οι ανάγκες του πλοίου ανά χρονική περίοδο απασχόλησης, οι ειδικότερες εργασίες που εκτελούσε και η κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο, ο χρόνος παροχής εκάστης ειδικότερης εργασίας και αν αυτή εκτελούταν όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο ή όταν ταξίδευε, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη επαναφέρει τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό της είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. V. Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, από τις με αριθμούς ………/27.5.2015 και ……../26.5.2015 ένορκες ενώπιον των Συμβολαιογράφων Καλύμνου Δωδεκανήσων και Πειραιώς ……… και ……….. αντίστοιχα βεβαιώσεις τρίτων, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και της εναγομένης αντίστοιχα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 671 § 1 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατ’ αυτές (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………./26.5.2015 και 7.519Γ/25.5.2015 αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών ………. στο Πρωτοδικείο Πειραιώς η πρώτη και ………. στο Πρωτοδικείο Αθηνών η δεύτερη, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι), το περιεχόμενο των οποίων σταθμίζεται ανάλογα με το βαθμό της γνώσεως και το μέτρο της αξιοπιστίας εκάστου βεβαιούντος, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα αποδεικτέα θέματα που ειδικώς πιο κάτω επισημαίνονται και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν ορισμένες μεν ατύπως και οι λοιπές εγγράφως όλες όμως στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος …………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …….. ναυτικού φυλλαδίου και της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Δ.» με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, κ.ο.χ. 9.834, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….., ο απασχολούμενος σ’ αυτό ήδη από το έτος 2009 ενάγων, ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα, δηλαδή του υποπλοιάρχου. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 6.12.2012 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 24η.1.2013, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια. Στη συνέχεια, στις 31.1.2013 ο ενάγων ναυτολογήθηκε ξανά στο ίδιο πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε έως την 14η.2.2013, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της ναυτολογήσεώς του για τον ίδιο λόγο. Ακολούθησαν πέντε (5) ακόμη ναυτολογήσεις του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα στις 19.3.2013, στις 29.6.2013, στις 27.8.2013, την 1η.3.2014 και στις 6.6.2014, που διήρκεσαν αντιστοίχως έως τις 19.6.2013, 23.7.2013, 23.1.2014, 23.5.2014 και 27.9.2014, οπότε ο ενάγων απολύθηκε για τον ίδιο ως άνω λόγο τις πρώτες τέσσερις (4) φορές και λόγω προαγωγής του την τελευταία. Τέλος, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο στις 27.9.2014 και απασχολήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του υπάρχου μέχρι την 30η.10.2014, οπότε και απολύθηκε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντιστοίχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος. Σε όλες τις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου [συνομολογείται ότι] συμφωνήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίο μισθό. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 1η.1.2013 έως και την 30η.10.2014, δεδομένου ότι με την αγωγή του δεν εγείρει αξιώσεις γεννηθείσες κατά το έτος 2012, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζαν διαδοχικά, για μεν το χρονικό διάστημα από 1ης.1.2013 έως 31.12.2013 η από 6.6.2013 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2013, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικώς υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.1.5/01/31.7.2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013) και για το επόμενο επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.2014 – 30.10.2014) η από 8.4.2014 όμοια ΣΣΝΕ για το έτος 2014, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/13.6.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 αυτών των ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορά ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 εκάστης των εν λόγω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Σύμφωνα με τις ίδιες ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 §§ 2 περ. γ, 5 περ. γ, 13, 10 § 4 και 15 § 2), ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του υποπλοιάρχου ορίστηκε σε χίλια εξακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (1.689,41 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε τριακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (371,67 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα ή πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €), το ειδικό επίδομα σε τριάντα πέντε ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (35,19 €), το αντίστοιχο στην ειδικότητα του υποπλοιάρχου και καταβαλλόμενο στους αξιωματικούς καταστρώματος επίδομα για την παραλαβή, τον έλεγχο της στοιβασίας και την επίβλεψη της φορτοεκφορτώσεως οχημάτων σε διακόσια ένα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (201,77 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτά [(1.689,41 € + 371,67 €: 22 =) 93,68 € + 19,21 € Χ 5 ημέρες = 564,48 €], το δε ωρομίσθιο του υποπλοιάρχου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των εννέα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (9,77 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε δώδεκα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (12,21 €) και δεκατέσσερα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (14,65 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, νόμιμες αποδοχές του υποπλοιάρχου ανά μήνα του επιδίκου χρονικού διαστήματος ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και τέσσερα λεπτά (3.474,04 €). Αντιστοίχως, με βάση τις διατάξεις της δεύτερης των ως άνω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του υπάρχου περιελάμβαναν το μισθό ενέργειας, που ανερχόταν σε χίλια οκτακόσια δέκα ευρώ και δέκα λεπτά (1.810,10 €), το επίδομα Κυριακών, ύψους τριακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (398,22 €), το ειδικό επίδομα του άρθρου 8 § 2 περ. β εκ σαράντα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (40,28 €), το ως άνω επίδομα των αξιωματικών καταστρώματος από διακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (288,28 €) και τις αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, που ανέρχονταν σε πεντακόσια ενενήντα επτά ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά [(1.810,10 € + 308,22 €: 22 =) 100,37 € + 19,21 € Χ 5 ημέρες = 597,94 €], πλέον των ως άνω μηνιαίου αντιτίμου τροφής και επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και ανέρχονταν συνολικά σε τρεις χιλιάδες επτακόσια σαράντα έξι ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (3.746,34 €), το δε ωρομίσθιό του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των δέκα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (10,46 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε δεκατρία ευρώ και οκτώ λεπτά (13,08 €) και δεκαπέντε ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (15,68 €) αντίστοιχα. Εξάλλου, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο πλοίο «Δ» απασχολούνταν τρεις [3] αξιωματικοί καταστρώματος και, συγκεκριμένα, ο ύπαρχος, ο υποπλοίαρχος και ο ανθυποπλοίαρχος, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου εναλλάσσονταν ανά βάρδιες (φυλακές) στη γέφυρα του πλοίου, κατά τρόπον ώστε καθένας τους εκτελούσε δύο [2] τετράωρες φυλακές, μεταξύ των οποίων μεσολαβούσε οκτάωρο χρονικό διάστημα. Οι βάρδιες των αξιωματικών καταστρώματος είχαν κατανεμηθεί εντός του εικοσιτετραώρου ως εξής: α] από 08:00 έως 12:00 και από 20:00 έως 24:00, β] από 12:00 έως 16:00 και από 00:00 έως 04:00 και γ] από 16:00 έως 20:00 και από 04:00 έως 08:00. Τα ειδικότερα καθήκοντα των αξιωματικών καταστρώματος στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10/1960). Συγκεκριμένα, στα άρθρα 26 έως 39 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο ύπαρχος είναι ο άμεσος συνεργάτης του πλοιάρχου σε ό,τι αφορά το πλοίο, τους επιβάτες και το φορτίο και ο νόμιμος αναπληρωτής του, τελώντας υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχό του, ότι είναι υπεύθυνος για την καλή συντήρηση, την ασφάλεια και την ευπρέπεια του σκάφους και του εν γένει εξαρτισμού του, κυρίως δε των σωστικών του μέσων, επικουρούμενος από τον ανθυποπλοίαρχο και το ναύκληρο, ότι κατανέμει το πλήρωμα του καταστρώματος στις διάφορες εργασίες και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεσή τους, καθώς και για την τήρηση των όρων υγιεινής και καθαριότητας του πλοίου, ασκώντας ταυτόχρονα αστυνομικά καθήκοντα προς διατήρηση της τάξεως, καθώς και ότι ενεργεί αυτοπροσώπως και καθ’ εκάστη επιθεώρηση τόσον του σκάφους εσωτερικώς και εξωτερικώς όσον και του πληρώματος, προκειμένου να αναφέρει σχετικά στον πλοίαρχο. Επιπλέον, στον ύπαρχο ανατίθεται η γενική επιμέλεια των φορτοεκφορτώσεων και η μέριμνα ώστε με το πέρας της αγκυροβολίας να ολοκληρωθεί η εκφόρτωση, να καθαριστούν τα κύτη του πλοίου, να παραληφθεί το φορτίο και να στοιβαχθεί κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο, όντας υπόλογος για την σε καλή κατάσταση παραλαβή, διατήρηση εν πλω και εν όρμω και παράδοσή του. Αντίστοιχα, ο υποπλοίαρχος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 – 47 του ιδίου ΒΔ, είναι ο άμεσος βοηθός του υπάρχου και «…επιμελείται α) της τάξεως και καθαριότητος εν τω οιακιστηρίω, χαρτοθαλάμω και εν τη γεφύρα εν γένει, β) είναι υπεύθυνος διά την καλήν κατάστασιν, συντήρησιν, ρύθμισιν, προετοιμασίαν και πληρότητα όλων των ναυτιλιακών οργάνων του πλοίου, των μέσων εσωτερικής συνεννοήσεως, των μέσων οπτικής συνεννοήσεως, των σημάτων κινδύνου τα οποία προβλέπονται υπό της Διεθνούς συμβάσεως “περί ασφαλείας της ανθρωπίνης ζωής εν θαλάσση” και των συναφών κανονισμών, της συσκευής πηδαλιουχήσεως, κυρίας, βοηθητικής και εφεδρικής και όλων των συναφών εξαρτημάτων μηχανισμών και συσκευών, γ) είναι υπεύθυνος διά την λειτουργίαν, συντήρησιν και ετοιμότητα των ηλεκτρονικών ναυτικών οργάνων του πλοίου ήτοι: της γυροσκοπικής πυξίδος, του ραντάρ, ραδιογωνιομέτρου, ηχοβολιστικών μηχανημάτων κλπ, δ) της τάξεως ευπρεπείας και φυλάξεως των Σημαιών και σημάτων, ε) της τηρήσεως και ενημερώσεως των πινάκων παρεκτροπών πυξίδος, της απολύτου καταστάσεως και ημερησίας πορείας του χρονομέτρου, του βιβλίου απογραφής και του ευρετηρίου ναυτικών χαρτών, ναυτικών βιβλίων και ναυτιλιακών οδηγιών» (άρθρο 41), «… επιμελείται της καλής καταστάσεως και συντηρήσεως των πλοϊκών και αγκυροβολίας φανών, των φανών κλιμάκων και κυτών, των κοινών και μηχανικών (μετ` αυταναφλέκτου φωτισμού ή αυτομάτου συρίκτας) σωσιβίων, των σκυταλίδων και βεγγαλικών πυροτεχνημάτων εν γένει και των αμοιβών αυτών, ιδία δε των αμοιβών πλοϊκών φανών, οίτινες δέον να ώσιν ανά πάσαν στιγμήν έτοιμοι προς άμεσον χρησιμοποίησιν» (άρθρο 42), «… επιμελείται της καλής καταστάσεως και πληρότητος των πλοϊκών και αγκυροβολίας φανών, των φανών κλιμάκων και όλων των φανών σχημάτων και λοιπών μέσων τα οποία είναι αναγκαία και προβλέπονται υπό των διατάξεων του Διεθνούς Κανονισμού προς αποφυγήν συγκρούσεων» (άρθρο 43), «… έχει υπό την αποκλειστικήν του επιμέλεια και έλεγχον τας αγκύρας, τα βαρούλκα αυτών και τα πρωραία εν γένει άρμενα και σύσκευα, κατά δε την άπαρσιν και αγκυροβολίαν παρίσταται και διευθύνει την εργασίαν πρώραθεν, τελών εν συνεχεί επαφή μετά της γεφύρας και έτοιμος να παράσχη εις τον Πλοίαρχον πάσαν πληροφορίαν και να εκτελέση τας διαταγάς του. Κατά τας φορτοεκφορτώσεις είναι υπεύθυνος διά τα πρωραία κύτη» (άρθρο 44), «… μεριμνά διά την έγκαιρον έπαρσιν και υποστολήν της Εθνικής Σημαίας, των σημάτων απόπλου, υδρεύσεως, αιτήσεως πλοηγού και παντός εν γένει σήματος ή σημαιοστολισμού ούτινος ήθελε διαταχθή η έπαρσις ή η υποστολή, τηρών και τας διαταγάς των οικείων κανονισμών» (άρθρο 45), «… μεριμνά υπό τας οδηγίας του Υπάρχου και του προϊσταμένου της Υγειονομικής Υπηρεσίας διά την έγκαιρον προετοιμασίαν του πλοίου προς εκτέλεσιν της μυοκτονίας. Λαμβάνει προς τούτο άπαντα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς προστασίαν των επιβατών και των υποκειμένων εις αλλοίωσιν τροφών και λοιπών ειδών εν τω πλοίω» (άρθρο 46) και «… βοηθεί τον Πλοίαρχον εις την κατά Νόμον συγκρότησιν και μεταβολάς του πληρώματος, την θεώρησιν και παραλαβήν των ναυτιλιακών εγγράφων και εν γένει εις όλας τας υποχρεώσεις του έναντι των αρμοδίων Αρχών του Κράτους» (άρθρο 47). Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο «Δ» διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε ως αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη Νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσοτέρων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ίδιων λιμένων, στον Πειραιά. Τα ίδια αυτά δρομολόγια εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας, που είχε ανατεθεί στην εναγόμενη, γεγονός που επειδή δεν αμφισβητείται θεωρείται αποδεδειγμένο, μολονότι δεν προσκομίζονται οι σχετικές συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2013 έως 24.1.2013, από 31.1.2013 έως 14.2.2013, από 19.3.2013 έως 19.6.2013, από 29.6.2013 έως 6.7.2013 και από 9.9.2013 έως 23.1.2014, δηλαδή συνολικώς επί διακόσιες εξήντα επτά [267] ημέρες, δεδομένου ότι την 1η.1.2013, στις 4 και 5.5.2013, από 15 έως και 19.6.2013, στις 25.12.2013 και την 1η.1.2014 δεν εκτελέστηκαν πλόες, το πλοίο πραγματοποιούσε τρία και μισό [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα από Πειραιά προς Ρόδο και, ειδικότερα, αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από τον λιμένα της Ρόδου στις 07:00 με κατεύθυνση τον Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Τρίτη στις 10:20, δηλαδή μετά από υπερεικοσιτετράωρο ταξίδι, έχοντας πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών και στους ενδιάμεσους λιμένες του Καστελόριζου στις 10:40, της Ρόδου στις 14:40, στην οποία κατέπλεε και πάλι μετά την αναχώρησή του για να αποπλεύσει από εκεί εκ νέου στις 16:00, της Τήλου, της Νισύρου, της Κω, της Καλύμνου και της Αστυπάλαιας, όπου κατέπλεε αντιστοίχως στις 18:10, στις 19:40, στις 21:20, στις 22:50 και στις 01:30 και από όπου αναχωρούσε μετά από εικοσάλεπτη παραμονή σε καθένα, πλην εκείνου της Κω όπου η παραμονή του διαρκούσε επί ημίωρο. Από τον Πειραιά αναχωρούσε αυθημερόν στις 15:00 και επέστρεφε στη Ρόδο, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Τετάρτη στις 09:40, μετά από σχεδόν δεκαοκτώ [18] ώρες ταξίδι, με στάσεις στους ενδιάμεσους λιμένες της Πάτμου στις 23:40, των Λειψών στις 00:45, της Λέρου στις 01:50, της Καλύμνου στις 03:50, της Κω στις 05:10 και της Σύμης στις 08:00. Στους λιμένες αυτούς παρέμενε επί εικοσάλεπτο, πλην της Κω και της Σύμης όπου παρέμενε επί τριάντα [30] και δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας αντίστοιχα. Στη συνέχεια, απέπλεε από τη Ρόδο στις 15:00 της ιδίας ημέρας (Τετάρτης) και, έχοντας ελλιμενιστεί ενδιαμέσως στη Σύμη, αφιχθέν στις 16:25 επί δεκαπέντε [15] λεπτά, στην Κω επί τριάντα [30] λεπτά μετά την άφιξή του στις 18:55, στην Κάλυμνο επί είκοσι [20] λεπτά μετά την άφιξή του στις 20:25, και στους λιμένες της Λέρου, των Λειψών και της Πάτμου, όπου κατέπλεε στις 22:30, στις 23:40 και στις 00:45 αντιστοίχως, επί δεκαπέντε [15] λεπτά σε καθέναν, κατέπλεε στον Πειραιά στις 09:40 της επόμενης ημέρας Πέμπτης, μετά από περίπου δεκαοκτάωρο πλου, για να αναχωρήσει πάλι αυθημερόν στις 15:00 με κατεύθυνση τον λιμένα της Ρόδου, όπου κατέπλεε την Παρασκευή στις 09:10, έχοντας προσεγγίσει στους ενδιάμεσους λιμένες της Καλύμνου στις 01:00, της Κω στις 02:20, της Νισύρου στις 04:10, της Τήλου στις 05:40 και της Σύμης στις 07:30, στους οποίους παρέμενε επί εικοσάλεπτο σε καθέναν, πλην της Κω, όπου παρέμενε επί ημίωρο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:00 με προορισμό το Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 13:40 και μετά από εικοσάλεπτη παραμονή απέπλεε για τη Ρόδο, όπου κατέφθανε στις 17:40 για να αναχωρήσει εκ νέου στις 19:00 με προορισμό τον Πειραιά, στο λιμένα του οποίου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Σάββατο, στις 13:10, έχοντας ενδιαμέσως αποεπιβιβάσει επιβάτες στους λιμένες της Σύμης, της Τήλου, της Νισύρου, της Κω και της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 20:25, στις 22:10, στις 23:40, στις 01:20 και στις 02:50 αντιστοίχως και όπου παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο στους πρώτο και τρίτο, επί εικοσάλεπτο της ώρας στους δεύτερο και πέμπτο και επί ημίωρο στον τέταρτο. Από τον Πειραιά αναχωρούσε εκ νέου στις 19:00 του Σαββάτου και, αφού ενδιαμέσως ελλιμενιζόταν προς αποεπιβίβαση επιβατών στην Αστυπάλαια στις 03:30, στην Κάλυμνο στις 06:10, στην Κω στις 07:40, στη Νίσυρο στις 09:20 και στην Τήλο στις 10:50, έχοντας παραμείνει σε καθένα λιμένα επί εικοσάλεπτο της ώρας, πλην εκείνον της Καλύμνου, όπου παρέμενε επί ημίωρο, κατέπλεε στη Ρόδο στις 13:15 της Κυριακής, όπου και παρέμενε έως τις 07:00 της επομένης ημέρας Δευτέρας. Να σημειωθεί ότι στις 10.10.2013 το πλοίο μετά την αναχώρησή του από τον Πειραιά προσέγγισε και το λιμένα της Πάρου στις 20:15, στον οποίον παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, την επομένη 11.10.2013, ημέρα Παρασκευή, αναχώρησε από το Καστελόριζο με δίωρη καθυστέρηση και κατέπλευσε στον Πειραιά στις 15:10 της επομένης, στις 14.10.2013 το πλοίο κατά την επιστροφή του από τη Ρόδο στον Πειραιά προσέγγισε και το λιμένα της Πάρου στις 06:50, στον οποίον παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 16.10.2013, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο κατά την επιστροφή του από τη Ρόδο στον Πειραιά προσέγγισε και πάλι τον ίδιο λιμένα (της Πάρου) στις 05:20, όπου παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας, στις 19.10.2013, ημέρα Σάββατο το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά και στην πορεία του προς τη Ρόδο προσέγγισε και το λιμένα της Νάξου στις 00:40, όπου παρέμεινε επί δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας, την 1η.11.2013, ημέρα Παρασκευή, δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο από Ρόδο προς Καστελόριζο με επιστροφή, στις 9.11.2013, ημέρα Σάββατο, το πλοίο πριν αφιχθεί στη Ρόδο προσέγγισε και το λιμένα της Σύμης στις 12:40, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 27.11.2013, ημέρα Τετάρτη, αναχώρησε από τη Ρόδο στις 20:00, με πεντάωρη καθυστέρηση και κατέπλευσε στον Πειραιά στις 14:40 της επομένης ημέρας, για να αναχωρήσει και πάλι αυθημερόν στις 17:00 και να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 11:10 της επομένης ημέρας (Παρασκευή. 29.11.2013), από όπου αναχώρησε με δίωρη καθυστέρηση στις 21:00, χωρίς ενδιαμέσως να πραγματοποιήσει πλου προς το Καστελόριζο. Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 7.7.2013 έως 23.7.2013 και από 27.8.2013 έως 8.9.2013, δηλαδή επί τριάντα τρεις [33] ημέρες, το ίδιο πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμα [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, ακολουθούσε το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Α χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις, πλην εκείνης κάθε Τετάρτης, οπότε απέπλεε από τη Ρόδο στις 15.15 αντί στις 15:00, προσεγγίζοντας τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες, στους οποίους παρέμενε επί χρονικό διάστημα κυμαινόμενο από δεκαπέντε [15] έως τριάντα [30] λεπτά της ώρας, κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν. Η μόνη διαφορά συνίστατο στο ότι η απογευματινή αναχώρησή του κάθε Σάββατο από τον Πειραιά είχε μετατεθεί για το πρωινό της επαύριον (Κυριακής) στις 08:00, οπότε απέπλεε με προορισμό τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 02:10 της επομένης ημέρας Δευτέρας, μετά από πλου διάρκειας δεκαοκτώ [18] περίπου ωρών. Τούτο σημαίνει ότι εντός των συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων το πλοίο διανυκτέρευε στον Πειραιά κάθε Σάββατο, αντί της Ρόδου, όπου διανυκτέρευε ελλιμενισμένο κάθε Κυριακή των υπό στοιχ. Α ανωτέρω χρονικών διαστημάτων. Γ] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.3.2014 έως 23.5.2014, από 6.6.2014 έως 5.7.2014 και από 8.9.2014 έως 30.10.2014, δηλαδή συνολικώς επί εκατόν εξήντα πέντε [165] ημέρες, δεδομένου ότι στις 19 και 20.4.2014 δεν εκτελέστηκαν πλόες, το πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμα [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα από Πειραιά προς Ρόδο, ακολουθώντας το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Α χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις, πλην εκείνης κάθε Δευτέρας, οπότε δεν πραγματοποιούσε το δρομολόγιο από τη Ρόδο προς το Καστελόριζο με επιστροφή και για το λόγο αυτό απέπλεε από τη Ρόδο στις 16:00, για να προσεγγίσει στη συνέχεια τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες, στους οποίους παρέμενε επί χρονικό διάστημα κυμαινόμενο από δεκαπέντε [15] έως τριάντα [30] λεπτά της ώρας, κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν. Κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα το πλοίο διανυκτέρευε την Κυριακή κάθε εβδομάδας ελλιμενισμένο στη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 13:15 το μεσημέρι της ημέρας εκείνης, για να αποπλεύσει στις 16:00 της Δευτέρας, όπως προαναφέρθηκε. Να σημειωθεί ότι στις 21.4.2014, ημέρα Δευτέρα του Πάσχα, το πλοίο κατά το δρομολόγιό του από Ρόδο προς Πειραιά προσέγγισε και το λιμένα της Πάρου στις 07:20, στον οποίον παρέμεινε επί εικοσιπέντε [25] λεπτά της ώρας, στις 23.4.2014, ημέρα Τετάρτη, κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά προσέγγισε και το λιμένα της Νισύρου στις 18:35, όπου παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο και στις 29.4.2014, ημέρα Τρίτη, αναχώρησε από τον Πειραιά με δίωρη καθυστέρηση στις 17:00. Τέλος, Δ] κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.2014 έως 7.9.2014, δηλαδή επί συνολικώς εξήντα μία [61] ημέρες, το πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμα [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα από Πειραιά προς Ρόδο, ακολουθώντας το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Δ χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις, τις ίδιες προσεγγίσεις στους αυτούς ενδιάμεσους λιμένες και ισόχρονη παραμονή σε καθέναν. Όμως, δεν πραγματοποιούσε το απογευματινό δρομολόγιο του Σαββάτου, καθόσον διανυκτέρευε στον Πειραιά και αναχωρούσε από εκεί στις 08:00 της Κυριακής για τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 02:10 της επομένης. Να σημειωθεί ότι την Πέμπτη 24.7.2014, 31.7.2014, 7.8.2014 και 14.8.2014 το πλοίο κατά τα δρομολόγιά του από Πειραιά προς Ρόδο προσέγγισε και τους λιμένες της Πάτμου στις 23:40 και της Λέρου στις 01:00, σε καθέναν των οποίων παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας, την Παρασκευή 25.7.2014, 1.8.2014 και 8.8.2014 το δρομολόγιο με αφετηρία τη Ρόδο εκτελέστηκε με δίωρη καθυστέρηση και στις 22.8.2014, ημέρα Παρασκευή το πλοίο κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά προσέγγισε και τους ενδιάμεσους λιμένες της Νάξου στις 08:20 και της Πάρου στις 09:45, σε καθέναν των οποίων παρέμεινε επί ημίωρο. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα εργαζόταν επί δεκαπέντε [15] ώρες ημερησίως απασχολούμενος, πλέον των δύο [2] τετράωρων φυλακών που προαναφέρθηκαν, επί επτά [7] ακόμα ώρες υπερωριακώς εκτελώντας καθήκοντα σχετικά τον ασφαλή κατάπλου και απόπλου του πλοίου, με την φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων σε κάθε λιμένα προσεγγίσεώς του, με την επίβλεψη των εργασιών συντηρήσεώς του και με την κατανομή και τον έλεγχο των εργασιών των μελών του πληρώματος. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις εννέα [9] ή δέκα [10] ώρες, αφού εκτός της οκτάωρης υπηρεσίας του στη γέφυρα του πλοίου το ωράριό του παρατεινόταν μόνον όταν κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του το πλοίο προσέγγιζε λιμένα, οπότε συνέδραμε στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφορτώσεως οχημάτων και απόπλου. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανά λιμένα προσεγγίσεως. Αποδεικνύεται, όμως, περαιτέρω ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του ο ενάγων εργαζόταν, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ότι του κατέβαλε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας του τριάντα τριών (33) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Τις αποδοχές αυτές, που αντιστοιχούν σε υπερωριακή απασχόληση μιας ώρα και έξι πρώτων λεπτών (66 λεπτών της ώρας) ημερησίως, η εναγομένη υπολόγιζε με βάση το ωρομίσθιο του ενάγοντος προσαυξημένο κατά ποσοστό 25%. Την αμοιβή αυτή μάλιστα η εναγόμενη του κατέβαλε ακόμη και τους μήνες που ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά ή τους μήνες κατά τους οποίους πραγματοποίησε λιγότερες ώρες υπερωριών. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης από την αιτία αυτή απαίτησής του εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης, η οποία με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς της υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής απασχόλησής του ήσαν λιγότερες και από τις επικαλούμενες αλλά και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη, έχουν δε εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε για την αιτία αυτή ο ενάγων. Ως προς το ζήτημα αυτό από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του στο πλοίο «Δ» εκτελούσε δύο [2] τετράωρες φυλακές από 04:00 έως 08:00 η πρώτη και από 16:00 έως 20:00 η δεύτερη και κατά τη διάρκειά τους βρισκόταν συνεχώς στη γέφυρα, εκτός αν εντός του τετραώρου το πλοίο προσέγγιζε σε λιμένα ή αναχωρούσε από αυτόν, διότι τότε στη γέφυρα αναλάμβανε καθήκοντα ο πλοίαρχος και κατά μεν την ναυτολόγησή του με την ειδικότητα του υπάρχου ο ενάγων εκτελούσε υπηρεσία σε όποιο σημείο του πλοίου ο πλοίαρχος θεωρούσε αναγκαίο να βρίσκεται, κατά δε την υπηρεσία του με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου βρισκόταν μαζί με τον υποναύκληρο όχι στο πρόστεγο του πλοίου (δηλαδή στην υπερκατασκευή του κατατρώματος στην πλώρη), όπως ορίζει ο Κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας στα επιβατηγά πλοία της κατηγορίας του συγκεκριμένου στα άρθρα 44 και 137 § 1 αλλά στο επίστεγο (δηλαδή στην πρύμνη), όπως βεβαιώνει ενόρκως ο μάρτυρας αποδείξεως ……….., που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα αλλά και όπως είναι εύλογο, δεδομένου ότι το πλοίο αυτό εκ κατασκευής ελλιμενιζόταν και αποεπιβίβαζε επιβάτες πρυμνοδετημένο. Κατά την παραμονή του εκεί επέβλεπε τις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου, καθώς και φορτοεκφορτώσεως των οχημάτων, για τις τελευταίες από τις οποίες άλλωστε λάμβανε και ειδικό πάγιο μηνιαίο επίδομα κατά το άρθρο 8 § 5 εκάστης των ΣΣΝΕ που προαναφέρθηκαν, ως αμοιβή του για το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι για την παροχή της εντός ή εκτός του οκταώρου ημερήσιας απασχόλησής του. Τούτο συνέβαινε σε όλους τους λιμένες προορισμού του πλοίου και όχι μόνο σ’ εκείνους στους οποίους συνέπιπτε το πλοίο να προσεγγίζει κατά τη διάρκεια κάποιας από τις φυλακές του ενάγοντος, όπως αναφέρει ο υπέρ της εναγομένης ενόρκως βεβαιών ….…, πλοίαρχος του Ε/Γ – Ο/Γ «Δ» από το μήνα Μάρτιο του έτους 2014, του οποίου η κατάθεση, εκτός του ότι αντικρούεται από την ένορκη βεβαίωση του ανωτέρω ναύτη, αντιτίθεται προς τα καθήκοντα του υποπλοιάρχου και του υπάρχου, όπως αυτά περιγράφονται στο ΒΔ 683/1960, προς τα οποία δεν υπάρχει ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν ανταποκρινόταν πλήρως κατά τη διάρκεια της εργασιακής του απασχόλησης στο πλοίο της. Ειδικότερα, από το άρθρο 137 § 2 του εν λόγω Κανονισμού σαφώς συνάγεται ότι για την ασφάλεια κάθε αγκυροβολίας, ορμίσεως και απάρσεως του πλοίου είναι αναγκαία η παρουσία και η συμμετοχή στις εργασίες κατάπλου και απόπλου όλων των μελών του προσωπικού καταστρώματος ακόμα και πέραν των ωρών εργασίας τους. Βέβαια, κατά την ίδια διάταξη τούτο δεν θεωρείται υπερωρία, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 13 § 1 εκάστης των ανωτέρω ΣΣΝΕ, που ως ειδικότερη ρύθμιση κατισχύει της προαναφερθείσας διατάξεως, προβλέπεται δικαίωμα υπερωριακής αμοιβής για την εκτέλεση των εργασιών κατάπλου και απόπλου (ΜονΕφΠειρ. 539/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνυπολογισμό ανά δρομολόγιο του πλοίου 1]της διάρκειας των οκτάωρων φυλακών του ενάγοντος, 2]της παραμονής του στον εντός του πλοίου χώρο στάθμευσης των μεταφερομένων οχημάτων επί ημίωρο πριν τον κατάπλου σε κάθε λιμένα, προκειμένου να επιμεληθεί της προετοιμασίας της ασφαλούς εκφορτώσεώς τους, όπως βεβαιώνει ο …………. και 3]της παρουσίας του στην πρύμνη καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου σε κάθε λιμένα, που κυμαινόταν ανάλογα με την επιβατική κίνηση σε καθένα από δεκαπέντε [15] έως τριάντα [30] λεπτά της ώρας κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η απασχόλησή του κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας προς Τρίτη, από Ρόδο προς Πειραιά, κατά τα χρονικά διαστήματα που ανωτέρω υπό στοιχ. Α αναφέρθηκαν, ανερχόταν σε δεκατέσσερις [14] ώρες (κατά το δρομολόγιο αυτό το πλοίο προσέγγιζε και το λιμένα του Καστελόριζου), κατά καθένα από τα επόμενα τρία [3] δρομολόγια (Τρίτης προς Τετάρτη, από Πειραιά προς Ρόδο κ.ο.κ) ανερχόταν σε δώδεκα [12] ώρες, κατά το δρομολόγιο της Παρασκευής προς Σάββατο, από Ρόδο προς Πειραιά, ανερχόταν σε δεκατρείς [13] ώρες και κατά το επόμενο και τελευταίο δρομολόγιο της εβδομάδας, του Σαββάτου προς Κυριακή, από Πειραιά προς Ρόδο, ανερχόταν σε οκτώ [8] ώρες. Συνολικώς, επομένως, οι ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντος για την εκτέλεση των φυλακών του και των ως άνω εργασιών ανέρχονταν σε εβδομήντα μία [71] και αναγόμενες σε ημερήσια βάση υπερέβαιναν κατά τι τις δέκα [71/7]. Σημειώνεται ότι οι διαφοροποιήσεις στο ωράριο της απασχόλησης του ενάγοντος οφείλονται στον αριθμό των λιμένων που το πλοίο προσέγγιζε κατά τη διάρκεια καθεμίας τετράωρης βάρδιάς του και εκτός αυτής, υπό την έννοια ότι οι προσεγγίσεις που πραγματοποιούνταν σε χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγων δεν είχε βάρδια αύξαναν το συνολικό χρόνο της απασχόλησής του κάθε ημέρα. Για την ταυτότητα του πραγματικού λόγου οι ώρες απασχόλησής του ανά δρομολόγιο των ανωτέρω υπό στοιχ. Β χρονικών διαστημάτων δεν διαφέρουν ουσιωδώς, παρά μόνο στο δρομολόγιο της Πέμπτης προς Παρασκευή, από Πειραιά προς Ρόδο, κατά το οποίο ανέρχονταν σε ένδεκα [11] και της Παρασκευής προς Σάββατο, της αντίστροφης διαδρομής, που αυξάνονταν σε δεκατέσσερις [14], γεγονός, πάντως, που δεν διαφοροποιεί το συνολικό αριθμό των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντος ούτε το μέσο όρο της ημερήσιας εργασίας του, που παραμένει στις δέκα [10] ώρες. Με συνυπολογισμό των ιδίων ως άνω παραγόντων προκύπτει ότι οι ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα υπό στοιχ. Γ ανωτέρω χρονικά διαστήματα ανέρχονταν σε εξήντα εννέα [69] και κατά τα υπό στοιχ. Δ ανωτέρω όμοια σε εξήντα οκτώ [68], ο δε μέσος όρος της ημερήσιας χρονικής διάρκειας της εργασίας του προσέγγιζε και πάλι τις δέκα [10] ώρες. Σ’ αυτές πρέπει, βέβαια, να προστεθούν άλλα εξήντα [60] λεπτά της ώρας, κατά τα οποία ήταν αναγκαία η παροχή της εργασίας του ενάγοντος για την εκτέλεση των πρόσθετων ειδικών καθηκόντων του υποπλοιάρχου που προβλέπονται από τον ως άνω Κανονισμό και τα οποία ο ενάγων εκπλήρωνε προσηκόντως (επιμέλεια, μεταξύ άλλων, της τάξεως και της καθαριότητος στο πλοίο, της συντήρησης όλων των ναυτιλιακών οργάνων του πλοίου και κατανομή των εργασιών στα μέλη του πληρώματος) κατά τις ναυτολογήσεις του με αυτήν την ειδικότητα. Επομένως, ο μέσος όρος της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος ως υποπλοιάρχου ανήλθε στις ένδεκα [11] ώρες. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για το χρονικό διάστημα από 27.9.2014 έως 30.10.2014, δηλαδή εκείνο της τελευταίας ναυτολόγησής του με την ειδικότητα του υπάρχου, παρόλο που τα πρόσθετα ειδικά καθήκοντα της ειδικότητας αυτής, που όπως περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 29 – 36 του ΒΔ 683/1960 είναι αυξημένα σε σχέση προς εκείνα του υποπλοιάρχου, θα δικαιολογούσαν μακρότερης διάρκειας ημερήσια απασχόλησή του. Όμως, εκτός του ότι ούτε ο ενάγων προβαίνει στην αγωγή του σε σχετική διάκριση, από την ένορκη βεβαίωση του προαναφερθέντος ………… προκύπτει ότι και ως ύπαρχος ο ενάγων εκτελούσε ουσιαστικά καθήκοντα υποπλοιάρχου, επειδή καθήκοντα υπάρχου εκτελούσε ο δεύτερος πλοίαρχος που ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο. Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακώς κατά μέσον όρο κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις του ως υποπλοίαρχος επί τρεις [3] ώρες ημερησίως τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί ένδεκα [11] ώρες την ημέρα τις αργίες και τα Σάββατα, χωρίς μάλιστα η διάρκεια του ωραρίου του να αυξομειώνεται ανάλογα με την θερινή ή χειμερινή περίοδο των δρομολογίων του πλοίου, ενόψει της ισόχρονης παραμονής του σε καθένα λιμένα προσεγγίσεως ανεξαρτήτως εποχής του χρόνου. Από το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ότι, ασχέτως της αυξημένης βαρύτητας της παρεχομένης εργασίας κατά τις θερινές περιόδους, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης από και προς τις συγκεκριμένες νήσους του Αιγαίου Πελάγους, που είναι σύμφωνη προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και για την ανταμοιβή της οποίας προβλέπεται το ειδικό επίδομα περί του οποίου έγινε λόγος ανωτέρω, ο χρόνος της παροχής της, που αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα για τον καθορισμό της χρονικής διάρκειας της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, δεν διαφοροποιήθηκε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Για τον καθορισμό αυτής, αντιθέτως, λήφθηκαν υπόψη α) οι συχνές αφιξοαναχωρήσεις του πλοίου από τους προαναφερθέντες λιμένες, β) η μεταφορική ικανότητά του σε επιβάτες και οχήματα, που προκύπτει από τους κόρους της ολικής του χωρητικότητας, γ) η διάρκεια των ως άνω λεπτομερώς αναφερθέντων δρομολογίων και οι καθυστερήσεις που ενίοτε παρατηρούνταν κατά την εκτέλεσή τους, δ) το χρηματικό ποσό που κατέβαλε η εναγόμενη στον ενάγοντα σε μηνιαία βάση για υπερωρίες και ε) το γεγονός ότι η εκπλήρωση του συνόλου των νομίμων καθηκόντων του ενάγοντος, που απαιτούσε την παρουσία του σε διάφορα σημεία του πλοίου πλην της γέφυρας, του χώρου στάθμευσης των οχημάτων και του πρυμναίου καταπέλτη του, δεν ήταν αντικειμενικώς δυνατή εντός του οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του κατά το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται είτε στη γέφυρα είτε στην πρύμνη. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση προσωπικού καταστρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Το γεγονός, εξάλλου, ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του ως άνω Κανονισμού και 19 των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών του (ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 716/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω εγγράφων ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) παραμένει άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί των αντιθέτων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Ομοίως απορριπτέος είναι και ο επαναφερόμενος με τον πρώτο λόγο της ένδικης αντέφεσης αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του ενάγοντος επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινώς καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του απασχόλησης στο πλοίο της εναγομένης, ο οποίος δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών ημερήσιας απασχόλησης σκέλος του. Αντιθέτως, η εκκαλουμένη, δεχθείσα ότι ο ενάγων κατά τις επίμαχες ναυτολογήσεις του με τις ειδικότητες τόσον του υποπλοιάρχου όσον και του υπάρχου εργαζόταν καθημερινώς επί δώδεκα [12] συνολικά ώρες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της εφέσεως.
  2. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτές διέπουν, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα καταρχήν δεν είναι η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται τακτικά και αδειαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που δικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία βάση καταβαλλόμενων αποδοχών του άθροισε μαζί με τα άλλα που προαναφέρθηκαν, πλην της πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές, για το συνυπολογισμό της οποίας ο ενάγων δεν υπέβαλε αίτημα, και το επίδομα αδείας, με την ρητή παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το τρίτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Αντιθέτως, η εκκαλουμένη κατά τον υπολογισμό της αναλογίας των αυτών επιδομάτων, που δεν είχαν καταβληθεί στον ενάγοντα, πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού καθισταμένου του ιδίου λόγου της έφεσης κατά τα συναφή δύο πρώτα σκέλη του, δεδομένου ότι, παρά την (εσφαλμένη κατά τα ανωτέρω) παραδοχή της περί δωδεκάωρης ημερησίας απασχόλησης του ενάγοντος εντούτοις αντιφατικώς συνυπολόγισε το μέσο όρο της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (3.229,67 €), που αντιστοιχούσε στο αγωγικώς αναφερόμενο ισάξιο της αμοιβής που δικαιούτο ο ενάγων για απασχόληση δεκαπέντε [15] ωρών ημερησίως.

VII. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 εκάστης των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στον λιμένα είτε αφετηρίας είτε προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο παρέμενε κατά τη διάρκεια της νύκτας ελλιμενισμένο στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού του (Πειραιά ή Ρόδο) μία [1] φορά κάθε εβδομάδα. Υπήρχε, επομένως, ευχέρεια χορηγήσεως στον ενάγοντα διανυκτερεύσεων μηνιαίως, αφού κατά την παραμονή του στους λιμένες αυτούς μπορούσε να ρυθμιστεί η υπηρεσία των μελών του προσωπικού καταστρώματος με τέτοιον τρόπο, ώστε να επαρκεί τόσο για τις απαραίτητες πρωινές εργασίες όσο και για τις νυκτερινές υπηρεσίες φυλακής, προκειμένου να χορηγείται εκ περιτροπής άδεια διανυκτερεύσεως στο μη αναγκαίο κάθε φορά προσωπικό, μεταξύ των οποίων και στον ενάγοντα, ανεξαρτήτως αν αυτός, του οποίου η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στη Χίο, είχε τη δυνατότητα ή τη βούληση να κάνει πάντοτε χρήση της άδειας αυτής, γεγονός νομικά αδιάφορο, αφού σε κάθε περίπτωση δεν στερήθηκε τη σχετική ευχέρεια (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 192/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), της οποίας μάλιστα επωφελήθηκε τουλάχιστον μία [1] φορά και, συγκεκριμένα, στις 15.12.2013, όταν κατόπιν αιτήσεώς του αποδεικνύεται ότι του χορηγήθηκε άδεια να διανυκτερεύσει εκτός του πλοίου, που βρισκόταν τότε στη Ρόδο. Έτσι, η αγωγή όσον αφορά το συναφές κονδύλιό της ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ο αντίθετος ισχυρισμός του ενάγοντος, που επαναφέρεται με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της, ως προς αυτόν ως αυτοτελούς εφέσεως εκτιμωμένης, αντεφέσεώς του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VIII. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 364/2012 αδημ., ΤριμΕφΠειρ. 716/2011, ΕΝαυτΔ 2012/107, ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Επομένως, συμπεριλαμβάνεται και το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ ακολουθίαν, ο πέμπτος λόγος της ένδικης εφέσεως κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, που ήταν αναγκαίος για τον καθορισμό της αξιούμενης από τον ενάγοντα αμοιβής για τη συμμετοχή του σε δρομολόγια εξπρές του εν λόγω πλοίου, συνυπολόγισε και το επίδομα αδείας του, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίνεται ο ίδιος λόγος και κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως υποβληθέντα και σιγή απορριφθέντα ισχυρισμό της, κατά τον οποίο ο αγωγικός τρόπος υπολογισμού των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από τον αφετήριο λιμένα δια της αθροίσεώς τους συνολικά για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα και όχι σε εβδομαδιαία βάση δεν υπήρξε σύννομος, επειδή προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται ότι ο κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογισμός θα οδηγήσει σε ευμενέστερο για τα συμφέροντά της αποτέλεσμα.

Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από τον λιμένα του Πειραιώς καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα συνυπολόγισε, μεταξύ άλλων, 1,33 ώρες πρόωρης αναχώρησής του δεχόμενο ότι στις 29.4.2014 αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15:00, έχοντας καταπλεύσει εκεί στις 10:20, πριν δηλαδή τη συμπλήρωση έξι [6] ωρών. Η παραδοχή του αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας αναφέρθηκε, την ημέρα εκείνη (Τρίτη, 29.4.2014) το πλοίο έχοντας καταπλεύσει στον Πειραιά στις 10:20 αναχώρησε με δίωρη καθυστέρηση στις 17:00, μετά δηλαδή τη συμπλήρωση έξι [6] ωρών παραμονής του εκεί. Πέραν τούτου, παρά την (εσφαλμένη κατά τα ανωτέρω) παραδοχή του περί δωδεκάωρης ημερησίας απασχόλησης του ενάγοντος εντούτοις αντιφατικώς συνυπολόγισε το μέσο όρο της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (3.229,67 €), που αντιστοιχούσε στο αγωγικώς αναφερόμενο ισάξιο της αμοιβής που δικαιούτο ο ενάγων για απασχόληση δεκαπέντε [15] ωρών ημερησίως.

ΙΧ. Με βάση όλα προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της ένδικης εφέσεως. Επομένως, πρέπει, αφού απορριφθεί η ένδικη αντέφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνει δεκτή η έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΘεσ. 1221/2017, ΜονΕφΠειρ. 21/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) και, ακολούθως, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση αυτής αλλά και των ενστάσεων της εναγομένης περί συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που βάλλουν εναντίον της και, επειδή πρωτοδίκως απερρίφθησαν ως αόριστη η πρώτη και ως αβάσιμη η δεύτερη, έχουν μεταβιβαστεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με λόγους εφέσεως (τους τρίτο και έκτο) που έπληξαν εκάστη απορριπτική πρωτοβάθμια κρίση.

Χ. Με βάση το χρόνο εργασίας του στο πιο πάνω πλοίο και τις ρυθμίσεις εκάστης εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας α) για την απασχόλησή του με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου επί τετρακόσιες έξι (406) συνολικά ημέρες τις καθημερινές (340 ημέρες) και τις Κυριακές (66) κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών [406 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 12,21 € το ωρομίσθιο υπερωριακής αμοιβής (προσαυξημένο κατά 25%) = 14.871,78 €], έναντι του οποίου του καταβλήθηκαν, όπως ο ίδιος συνομολογεί, έξι χιλιάδες εξακόσια σαράντα έξι ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (6.646,56 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται οκτώ χιλιάδες διακόσια είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (14.871,78 € – 6.646,56 € = 8.225,22 €), β) για την απασχόλησή του με την ίδια ειδικότητα επί ένδεκα [11] ώρες υπερωριακώς τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων ως άνω χρονικών διαστημάτων, συνολικώς δε επί ογδόντα εννέα (89) ημέρες [εβδομήντα (70) Σάββατα + δεκαεννέα (19) αργίες και συγκεκριμένα 6.1.2013, 25.3.2013, 1.5.2013, 3.5.2013 (Μεγάλη Παρασκευή), 6.5.2013 (Δευτέρα του Πάσχα), 13.6.2013 (εορτή της Αναλήψεως), 14.9.2013, 28.10.2013, 6.12.2013 (εορτή Αγίου Νικολάου), 26.12.2014, 6.1.2014, 3.3.2014 (Καθαρή Δευτέρα), 25.3.2014, 18.4.2014 (Μεγάλη Παρασκευή), 21.4.2014 (Δευτέρα του Πάσχα), 23.4.2014 (εορτή Αγίου Γεωργίου), 1.5.2014, 15.8.2014 και 14.9.2014] το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων σαράντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών [89 ημέρες Χ 11 ώρες ημερησίως Χ 14,65 € το ωρομίσθιο υπερωριακής αμοιβής (προσαυξημένο κατά 50%) = 14.342,35 €], έναντι του οποίου του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, ένδεκα χιλιάδες τριάντα πέντε ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (11.035,71 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται τρεις χιλιάδες τριακόσια έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (14.342,35 € – 11.035,71 € = 3.306,64 €), γ) για την απασχόλησή του με την ειδικότητα του υπάρχου επί είκοσι οκτώ 23 καθημερινές και 5 Κυριακές) ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 27.9.2014 έως 30.10.2014 το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων ενενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών [28 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 13,08 € το ωρομίσθιο υπερωριακής αμοιβής (προσαυξημένο κατά 25%) = 1.098,72 €], έναντι του οποίου του καταβλήθηκαν, όπως ο ίδιος συνομολογεί, τετρακόσια πενήντα έξι ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (456,53 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται εξακόσια σαράντα δύο ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (1.098,72 € – 456,53 € = 642,19 €) και δ) για την απασχόλησή του με την ίδια ειδικότητα επί ένδεκα [11] ώρες υπερωριακώς τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου ως άνω χρονικού διαστήματος, συνολικώς δε επί έξι (6) ημέρες [πέντε (5) Σάββατα + μία (1) αργία και συγκεκριμένα της 28ης.10.2014] το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών [6 ημέρες Χ 11 ώρες ημερησίως Χ 15,68 € το ωρομίσθιο υπερωριακής αμοιβής (προσαυξημένο κατά 50%) = 1.034,88 €], έναντι του οποίου του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, επτακόσια πενήντα οκτώ ευρώ και ένα λεπτό (758,01 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται διακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (1.034,88 € – 758,01 € = 276,87 €) και συνολικώς για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης δώδεκα χιλιάδες τετρακόσια πενήντα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (8.225,22 € + 3.306,64 € + 642,19 € + 276,87 € = 12.450,92 €). Στο ποσό αυτό θα προστεθούν και δύο χιλιάδες εξακόσια εξήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά συνολικώς (2.581,76 € για τα διαστήματα των ναυτολογήσεών του ως υποπλοιάρχου + 87,98 € για το τελευταίο διάστημα της υπηρεσίας του ως υπάρχου = 2.669,74 €), που επιδικάστηκαν στον ενάγοντα πρωτοδίκως ως διαφορά επιδόματος γραμμής δημόσιας υπηρεσίας (άγονης) κατ’ άρθρο 7 εκάστης των ανωτέρω ΣΣΝΕ, χωρίς το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης να πληγεί με λόγο έφεσης. Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα της απασχολήσεως του ενάγοντος με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, για τα οποία υποβάλλεται αίτημα, το πλοίο «Δ» εκτελούσε λιγότερα από πέντε [5] τακτικά κυκλικά δρομολόγια κάθε εβδομάδα, η διάρκεια των οποίων υπερέβαινε τις δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, επεκτείνονταν δε και κατά τις νυκτερινές ώρες, όπως προαναφέρθηκε. Μετ’ αφαίρεση των 1,33 ωρών του δρομολογίου της 29ης.4.2014, περί του οποίου έγινε λόγος υπό στοιχ. VIII ανωτέρω, οι ώρες των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου καθ’ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα (3.1.2013 έως 25.9.2014) ανέρχονται σε 171,77 συνολικά και διαιρούμενες με το νόμιμο συντελεστή [8] αποδίδουν πηλίκο 21,47, το οποίο παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές που εκτελέστηκαν κατ’ αυτό. Για κάθε τέτοιο δρομολόγιο ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή κατ’ άρθρο 33 εκάστης των ανωτέρω ΣΣΝΕ, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, που για το ίδιο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε πέντε χιλιάδες τριακόσια εξήντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά [3.474,04 € ο μισθός ενέργειας και τα επιδόματα της ΣΣΝΕ, όπως προαναφέρθηκε + 1.738,93 € ο μέσος όρος αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος σε μηνιαία βάση {(14.871,78 € + 14.342,35 € =) 29.214,13 € /504 ημέρες Χ 30 ημέρες = 1.738,93 €} + 153,67 € ο μέσος όρος του επιδόματος άγονης γραμμής σε μηνιαία βάση {2.581,76 € οι συνολικές για την αιτία αυτή αποδοχές του ενάγοντος για το επίμαχο χρονικό διάστημα /504 ημέρες Χ 30 ημέρες} = 5.366,64 €] και συνολικά δικαιούται τρεις χιλιάδες οκτακόσια σαράντα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτά [(5.366,64 €/30 =) 178,88 € Χ 21,47 δρομολόγια εξπρές = 3.840,72 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, δύο χιλιάδες εξακόσια δώδεκα ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (2.612,51 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται χίλια διακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (3.840,72 € – 2.612,51 € = 1.228,21 €). Τέλος, ενόψει του ότι από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε εργασία του ενάγοντος επί ογδόντα δύο [82] ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 30.4.2013, διακοσίων δύο [202] ημερών κατά το χρονικό διάστημα από 1.5 έως 31.12.2013, ογδόντα τεσσάρων [84] ημερών κατά το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 30.4.2014, εκατόν τριάντα έξι [136] ημερών κατά το χρονικό διάστημα από 1.5 έως 27.9.2014 και τριάντα τεσσάρων [34] ημερών κατά το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι την αποναυτολόγησή του στις 30.10.2014, δικαιούται αυτός α) για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2013 το ποσόν των χιλίων οκτακοσίων τριάντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών [5.366,64 € οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω Χ ½ Χ 1/15 = 178,88 € Χ 10,25 οκταήμερα εργασίας του διαστήματος από 1.1 έως 30.4.2013 {82 ημέρες /8 = 10,25} = 1.832,52 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, χίλια εκατόν σαράντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτά (1.142,90 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται εξακόσια ενενήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (1.832,52 € – 1.142,90 € = 690,62 €), β) για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2013 το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι λεπτών [5.366,64 € οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω Χ 2/25 Χ 10,631 δεκαεννεαήμερα εργασίας του χρονικού διαστήματος από 1.5. έως 31.12.2013 {202 ημέρες /19 = 10,631} = 4.564,20 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, δύο χιλιάδες οκτακόσια είκοσι τέσσερα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (2.824,98 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθούν οφειλόμενα χίλια επτακόσια τριάντα εννέα ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (4.564,20 € – 2.824,98 € = 1.739,22 €), γ) για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2014 το ποσόν των χιλίων οκτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών [5.366,64 € οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω Χ ½ Χ 1/15 = 178,88 € Χ 10,50 οκταήμερα εργασίας του διαστήματος από 1.1 έως 30.4.2014 {84 ημέρες /8 = 10,50} = 1.878,24 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, χίλια εκατόν εξήντα τέσσερα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (1.164,67 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται επτακόσια δεκατρία ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (1.878,24 € – 1.164,67 € = 713,57 €) και δ) για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2014 i) για το χρονικό διάστημα από 1.5 έως 27.9.2014 το ποσόν των τριών χιλιάδων εβδομήντα δύο ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών [5.366,64 € οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω Χ 2/25 Χ 7,157 δεκαεννεαήμερα εργασίας του εν λόγω χρονικού διαστήματος {136 ημέρες /19 = 7,157} = 3.072,71 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, χίλια εννιακόσια δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (1.902,22 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται χίλια εκατόν εβδομήντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (3.072,71 € – 1.902,22 € = 1.170,49 €) και ii) για το χρονικό διάστημα από 27.9.2014 έως την αποναυτολόγησή του το ποσόν των οκτακοσίων δεκαέξι ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών [5.706,54 € οι τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ 1,789 δεκαεννεαήμερα εργασίας του εν λόγω χρονικού διαστήματος = 816,72 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογεί, πεντακόσια δεκαέξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (516,37 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται τριακόσια ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (816,72 € – 516,37 € = 300,35 €). Συνολικώς, επομένως, έναντι των επιδομάτων δώρων εορτών ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (690,62 € + 1.739,22 € + 713,57 € + 1.170,49 € + 300,35 € = 4.614,25 €).

ΧΙ. Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ο.π., ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 500/2011, αδημ., ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987, ΕΝαυτΔ 1988/114, ΕφΠειρ. 640/2009, ΕΝαυτΔ 2010/39, ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205).

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει σχετικά ότι από τις προαναφερθείσες επίδικες οκτώ (8) διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος η δεύτερη, η τέταρτη, η πέμπτη και η έβδομη (της 31ης.1.2013, της 29ης.6.2013, της 27ης.8.2013 και της 6ης.6.2014) καταρτίστηκαν εγγράφως και, όπως από τον με αριθμό 2 όρο εκάστης των δύο πρώτων από αυτές και τον οικείο όρο των λοιπών προκύπτει, ο μικτός μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε «κλειστός» και καθορίστηκε σε τέσσερις χιλιάδες τριακόσια ενενήντα πέντε ευρώ και ένα λεπτό (4.395,01 €), στον οποίο περιλαμβάνονταν «βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την ισχύουσα  συλλογική  σύμβαση εργασίας». Ως εκ τούτου ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος, που καθορίστηκε με τις εν λόγω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ήταν κατώτερος του νομίμου, που όπως προαναφέρθηκε ανερχόταν κατά τα χρονικά διαστήματα ισχύος εκάστης των συμβάσεων αυτών σε πέντε χιλιάδες τριακόσια εξήντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (5.366,64 €), συμπεριλαμβανομένων της αμοιβής για την υπερωριακή απασχόλησή του και του επιδόματος άγονης γραμμής. Ρητά δε συμφωνήθηκε, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 4 όρο εκάστης των δύο [2] πρώτων από τις πιο πάνω συμβάσεις και τους με αριθμούς 2 και 4 συμπληρωματικούς όρους των λοιπών, ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Τυχόν επιδόματα της Εταιρίας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν». Η αποδιδόμενη με το συγκεκριμένο όρο συμφωνία των μερών δεν ήταν, όμως, έγκυρη, αφού ο συμβατικός μισθός δεν κάλυπτε το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγόμενη κατέβαλε εντός του έτους 2013 και μέχρι τη λύση της από 6.6.2014 συμβάσεως στον ενάγοντα ως «έκτακτες αμοιβές» του ή «επίδομα εταιρίας» πέραν των νομίμων αποδοχών του, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση, δεδομένου ότι δεν είχε συμφωνήσει με τον ενάγοντα «κλειστό μισθό». Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ότι πρέπει στο ποσό των συνολικώς από τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος οφειλομένων πρέπει να συμψηφιστούν χρηματικά ποσά οκτακοσίων πενήντα ευρώ (850 €), τριακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ (338 €), τριάντα δύο ευρώ (32 €) και διακοσίων σαράντα ευρώ (240 €), που του κατέβαλε με τη μισθοδοσία της περιόδου των μηνών Αυγούστου του έτους 2013 και Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2014 αντίστοιχα ως «έκτακτες αμοιβές» τις δύο [2] πρώτες φορές και ως «επίδομα εταιρίας» τις λοιπές, δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί.

XΙΙ. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει ευλόγως δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕΑ 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 871/2002, ΠειρΝομ 2002/472, ΕφΠειρ 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕΑ 966/2010, Δνη 2012/188).

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο αντίδικός της ήγειρε την ένδικη αγωγή, μολονότι γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του και υποστηρίζει ότι με την περιγραφόμενη  συμπεριφορά του της δημιούργησε εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα ασκήσει αξιώσεις όπως οι επίδικες. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος και δε συνιστά την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση αλλά αποτελεί (αιτιολογημένη) άρνηση της αγωγής, αφού η εκ μέρους του αρνούμενου το καταγόμενο σε δίκη δικαίωμα εναγομένου προβολή καταχρηστικότητας δεν είναι κατά τα προεκτεθέντα δυνατή.

XΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξι ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (10.356,49 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, επιδομάτων δώρων εορτών Πάσχα ετών 2013 και 2014 και Χριστουγέννων 2014, για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και για διαφορές επιδόματος άγονης γραμμής και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην καταβολή προς αυτόν δέκα χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (10.606,63 €) για διαφορές υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές ημέρες και για διαφορές επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων έτους 2013 με το νόμιμο τόκο ως προς μεν τις διαφορές υπερωριακών αποδοχών από την επομένη της αποναυτολόγησης του ενάγοντος και ως προς τα λοιπά κονδύλια από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΧΙV. Κατόπιν της επιδικάσεως καταψηφιστικώς στον ενάγοντα – εφεσίβλητο του πιο πάνω χρηματικού ποσού, παρίσταται αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος στο Δικαστήριο αυτό με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την αποδεικνυόμενη καταβολή εκ μέρους της στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €), σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της εκκαλουμένης η οποία ως προς το ποσό αυτό κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το επιδικασθέν στον τελευταίο χρηματικό ποσό υπερβαίνει το προς αυτόν καταβληθέν.

ΧV. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ δεν θα επιβληθεί ξεχωριστή δικαστική δαπάνη για την αντέφεση που ασκήθηκε με χωριστό δικόγραφο και απορρίφθηκε, διότι οι διάδικοι δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση

Δέχεται αυτές τυπικώς

Απορρίπτει την αντέφεση κατ’ ουσίαν

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξι ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (10.356,49 €) με το νόμιμο τόκο ως προς μεν ποσό τριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και πενηντα ενός λεπτού (3.583,51 €) από 31.10.2014 και ως προς το υπόλοιπο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (10.606,63 €) με το νόμιμο τόκο ως προς μεν ποσό οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (8.867,41 €) από 31.10.2014 και ως προς το υπόλοιπο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας μέρος της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου – ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια ευρώ (1.300 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ