Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 300/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 300  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της ανακόπτουσας – ανώνυμης εταιρίας, που ηττήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 281/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 28.11.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/28.11.2011) ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και της επίσης σωρευομένης στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής του άρθρου 933 του ιδίου Κώδικα, διώκουσας την ακύρωση, τόσο της εκδοθείσας σε βάρος της ανακόπτουσας, επί αίτησης της καθ’ης η ανακοπή  – εφεσίβλητης, ήδη λυθείσης και υπό εκκαθάριση τελούσας ομόρρυθμης εταιρίας, υπ’αριθμ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει των σ’αυτήν ειδικότερα αναφερομένων τιμολογίων πώλησης επί πιστώσει – δελτίων αποστολής εμπορευμάτων, έκδοσης της καθ’ης η ανακοπή, όσο και της από 24.11.2011 επιταγής προς εκτέλεση, που έχει γραφεί κάτω από αντίγραφο του απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής και επιδόθηκε στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα, ως πρώτη πράξη της επισπευδομένης σε βάρος της από την αντίδικό της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγιναν αμφότερες οι ανακοπές αυτές τυπικά δεκτές, και ακολούθως, αφενός μεν απορρίφθηκε στο σύνολό της, ήτοι ως προς όλους τους λόγους της, η ανακοπή κατά της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής, η οποία και επικυρώθηκε, αφετέρου δε έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση, η οποία και ακυρώθηκε μόνον κατά το μερικότερο κονδύλιο των τριακοσίων ογδόντα ευρώ (380), που αφορά σε έξοδα έκδοσης απογράφου του εκτελεστού τίτλου, αντιγράφου του απογράφου και σύνταξης της επιταγής αυτής, καθώς και στο τέλος απογράφου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 7.10.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/7.10.2015), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης) προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 28.1.2015, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (την τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία – ιδιωτική κλινική ζήτησε με την από 25.11.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./28.11.2011) ανακοπή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να ακυρωθούν, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφό της λόγους, αφενός μεν η υπ’αριθμ……./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε σε βάρος της, επί αίτησης της καθ’ης η ανακοπή, ήδη λυθείσης και τελούσας υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρίας, δυνάμει των διαλαμβανομένων σ’αυτήν (διαταγή πληρωμής) εκατόν έξι (106) τιμολογίων πώλησης επί πιστώσει – δελτίων αποστολής, έκδοσης της προαναφερθείσας ομόρρυθμης εταιρίας, και με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ης η ανακοπή, κατά κεφάλαιο, το συνολικό ποσό των 108.541,44 ευρώ, ως το άθροισμα του τιμήματος εκάστης των πλειόνων συμβάσεων πώλησης παραδοθέντων και παραληφθέντων εμπορευμάτων (ιατρικών υλικών και αναλωσίμων), οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ τους διαδοχικά κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2009 έως 24.2.2010, και για τις οποίες εκδόθηκαν τα εν λόγω παραστατικά, συνολικής αξίας 110.435,14 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης από την αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής του ήδη τμηματικά καταβληθέντος σ’αυτήν συνολικού ποσού των 1.893,70 ευρώ, ως προς το οποίο και μόνον η απαίτησή της φέρεται εξοφληθείσα, πλέον τόκων κατά τις επίσης αναφερόμενες στη διαταγή πληρωμής διακρίσεις, αφετέρου δε η από 24.11.2011 επιταγή προς εκτέλεση, συνταχθείσα κάτωθι αντιγράφου του απογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ως πρώτη πράξη της επισπευδομένης σε βάρος της από την αντίδικό της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο τη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής, και με την οποία (επιταγή) επιτάχθηκε να καταβάλει στην ανωτέρω επισπεύδουσα την εκτέλεση – δανείστρια το συνολικό ποσό των 120.180,82 ευρώ, ως κεφάλαιο, τόκους, δικαστική δαπάνη και εξόδα εκτέλεσης της απαίτησής της, πλέον τόκων των επιμέρους κονδυλίων της επιταγής, πλην αυτού των τόκων, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ης η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη. Επί της εν λόγω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.281/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκαν οι  – παραδεκτά κατ’άρθρο 218 του ΚΠολΔ σωρευόμενες στο δικόγραφο αυτής – ανακοπές του άρθρου 632  και 933 του ΚΠολΔ ως τυπικά δεκτές, στη συνέχεια απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, που επικυρώθηκε στο σύνολό της, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή κατά της συμπροσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση, που ακυρώθηκε μόνον κατά το μερικότερο κονδύλιο των τριακοσίων ογδόντα ευρώ (380), το οποίο αφορούσε συνολικά σε έξοδα έκδοσης απογράφου του εκτελεστού τίτλου, αντιγράφου του απογράφου και σύνταξης της επιταγής αυτής, καθώς και στο τέλος απογράφου, και το οποίο κρίθηκε ως αόριστο, διότι δεν προσδιοριζόταν ειδικότερα στην επιταγή το οφειλόμενο από την ανακόπτουσα για εκάστη των ανωτέρω δαπανών ποσό. Κατά της εν λόγω απόφασης, και δη κατά του μέρους αυτής, το οποίο την βλάπτει, παραπονείται η ανακόπτουσα, έχουσα προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την ένδικη έφεσή της, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ανωτέρω ενδίκου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς την κρίση του περί απόρριψης όλων των λόγων της ανακοπής της, πλην αυτού, που αφορά στο μερικότερο κονδύλιο της επιταγής προς εκτέλεση των τριακοσίων ογδόντα ευρώ (380), ως προς το οποίο και μόνον η ανακοπή της έγινε δεκτή και η προσβαλλόμενη επιταγή ακυρώθηκε κατά τα προεκτεθέντα, αλλά και του επίσης απορριφθέντος λόγου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ’ης να ζητήσει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς και του λόγου, ο οποίος αφορά στο επιμέρους κονδύλιο της επιταγής προς εκτέλεση της δαπάνης προς επίδοση αυτής, καθώς και της διαταγής πληρωμής, ποσού 95 ευρώ, ως προς τον οποίο η απορριπτική κρίση  του Δικαστηρίου του πρώτου βαθμού επίσης δεν εφεσιβάλλεται,   διώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η ανακοπή της, και να ακυρωθούν στο σύνολό τους οι προσβαλλόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς εκτέλεση.

Από τις διατάξεις των άρθρων 623, 626 παρ. 1, 2, 628 παρ. 1, 629, 632 παρ.1, 633  του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το αντικείμενο της δίκης, που ιδρύεται με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας του εκτελεστού τίτλου, του εγκύρου ή μη δηλαδή της έκδοσης της διαταγής, και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης, την οποία η διαταγή πληρωμής ενσωματώνει (ΑΠ 2209/2007  ΕλλΔνη 50.1682, ΑΠ 901/2006 ΕλλΔνη 50.124). Ωστόσο, οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής δύνανται να αναφέρονται, όχι μόνο στο κύρος και στις τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής της, αλλά και στην αμφισβήτηση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε, και, επομένως, στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατόν να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής ενστάσεις, είτε διακωλυτικές της γέννησης ή της άσκησής της, είτε και καταλυτικές. Ενστάσεις δε αποσβεστικές της απαίτησης είναι και οι της εξόφλησης και του συμψηφισμού, οι οποίες προτείνονται υπό την προϋπόθεση ότι αυτές υπήρχαν πριν από την έκδοση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 259/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 536/1994 ΕλλΔνη 1997.1076, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008.1099). Όταν λόγοι ανακοπής είναι διακωλυτικές ή αποσβεστικές της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ενστάσεις του ανακόπτοντα, η άμυνα του δανειστή, κατά του οποίου η ανακοπή, περιορίζεται στην άρνηση των ισχυρισμών τούτων του ανακόπτοντος και στην προβολή αντενστάσεων, που τυχόν υπάρχουν (ΑΠ 433/2000 ΕλλΔνη 41.1596, ΑΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29.281). Σε περίπτωση προβολής ως λόγου ανακοπής του ισχυρισμού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης της απαίτησης, στην οποία αναφέρεται η διαταγή πληρωμής, ο ισχυρισμός του καθ’ου η ανακοπή, κατά τον οποίο εισπράχθηκαν μεν τα ποσά, που αναφέρονται στην ανακοπή, πλην, όμως αυτά καταλογίσθηκαν σε άλλα χρέη του ανακόπτοντος και δεν απόσβεσαν το χρέος από τη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής, αποτελεί αντένσταση κατά της ένστασης εξόφλησης, ερειδόμενη στο άρθρο 422 του ΑΚ. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή δεν απαιτείται η έρευνα της βασικής σχέσης από την οποία προέκυψε το χρέος για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (ΑΠ 433/2000 ό.π.). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στην ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ιδίου Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 118 έως 120 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 44.1297, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 39.103). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτα, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που παρέχει μικρότερη ασφάλεια στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη, αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή στο αρχαιότερο, αν δε όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα. Η τελευταία ως άνω διάταξη (422 του ΑΚ) είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς χωρεί με συμφωνία των μερών διαφορετική ρύθμιση του καταλογισμού (βλ. ΑΠ 370/2001 ΝοΒ 50.346, ΑΠ 543/1996 ΕλλΔνη 39.1326). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 416 του ΑΚ με εκείνη του άρθρου 422 του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο οφειλέτης, για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν’ αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, οπότε στον οφειλέτη απόκειται περαιτέρω με επαντένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ. Ενόψει όμως του ότι η διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή κατ’ άρθρο 361 του ΚΠολΔ, αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτήν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία, ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδαφίου β΄του άρθρου 422 του ΑΚ (ΑΠ 315/2017, ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1653/2011 άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα ο μεν εναγόμενος (οφειλέτης), προτείνων την ένσταση της εξόφλησης του επίδικου χρέους με καταβολή, πρέπει (και αρκεί), για την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασής του, να αποδείξει μόνο την καταβολή, ο δε ενάγων (δανειστής), ισχυριζόμενος ότι υπάρχουν και άλλα χρέη και ότι η καταβληθείσα παροχή δεν καταλογίσθηκε στο επίδικο αλλά σε άλλο χρέος, φέρει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης πλειόνων χρεών. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων χρεών, τότε ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει ότι ο καταλογισμός της παροχής στο επίδικο χρέος έγινε, είτε βάσει συμφωνίας των μερών, είτε κατόπιν άσκησης από αυτόν του σχετικού δικαιώματος επιλογής, είτε συμφώνως με τη προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδαφ.β΄του ΑΚ σειρά καταλογισμού (ΑΠ 1562/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Όπως, όμως, σε κάθε ένσταση, πρέπει ν’αναφέρονται απ’αυτόν που προβάλλει την ανωτέρω αντένσταση για ύπαρξη άλλου χρέους τα γεγονότα που, κατά νόμο, την θεμελιώνουν και μάλιστα, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από τo δικαστήριο και να έχει ο οφειλέτης τη δυνατότητα ν’ αμυνθεί, δηλαδή πλήρη τα παραγωγικά γεγονότα του άλλου χρέους, ή των τυχόν επικαλουμένων περισσοτέρων χρεών και το ύψος αυτών, γιατί αλλιώς η αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα (ΑΠ). Έτσι, αν τελικά ο δανειστής δεν μπορέσει ν’ αποδείξει ότι η καταβολή του οφειλέτη αφορά άλλο χρέος του προς αυτόν, τότε το καταβληθέν ποσό καταλογίζεται στο μοναδικό πλέον χρέος που οφείλει ο τελευταίος (ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 1965/2014, 1947/2014, ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 892/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Δηλαδή, αν ο δανειστής δεν επικαλεστεί κατά τρόπο παραδεκτό ή δεν αποδείξει την ύπαρξη των περισσοτέρων χρεών, η γενόμενη καταβολή καταλογίζεται στο επίδικο χρέος (ΑΠ 234/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ “ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, ενώ κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 441 του ίδιου Κώδικα “ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν”. Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες περιέχονται στο περί απόσβεσης των ενοχών ένατο κεφάλαιο του ΑΚ και με τις οποίες και τις λοιπές εξ αυτών – μέχρι και εκείνη του άρθρου 452 – ρυθμίζεται ο μονομερής ή αναγκαστικός συμψηφισμός (ο εκούσιος ή συμβατικός είναι αναμφίβολος, ενόψει και της ΑΚ 361), η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε καθένα δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να δηλώσει συμψηφισμό. Μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν την νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς σε κάθε αλλοίωση, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κλπ. Όταν, όμως, προταθεί ο συμψηφισμός, που είναι αδιάφορο πότε θα προταθεί, οι απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται αναδρομικώς από το χρόνο που συνυπήρξαν, ως τοιούτου, ήτοι ως χρόνου που συνυπήρξαν, νοουμένου του χρόνου κατά τον οποίο συνέτρεξαν και για τις δύο απαιτήσεις οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού. Έτσι, η ανταπαίτηση του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ου η ανακοπή, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις συμψηφισμού αυτής, μπορεί να προταθεί και με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία έχει ως αντικείμενο την ακύρωση αυτής ως εκτελεστού τίτλου, καθόσον συνιστά ένσταση που αναφέρεται στην αμφισβήτηση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε αυτή, δηλαδή αποσβεστική ένσταση, εξαιτίας της οποίας δεν ίσχυσε η οφειλή κατά το χρόνο που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής  (ΑΠ 294/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, ένσταση αποσβεστική της απαίτησης, που μπορεί να προβάλει ο ανακόπτων κατά της διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του, είναι και ο ισχυρισμός για συμψηφισμό (ΑΠ 338/2001 ΕλλΔνη 42.1329, ΑΠ 337/2001 ΕλλΔνη 42.1328 και ΧρΙΔ 1.420, ΕφΑθ 7085/2004 ΕλλΔνη 46.925), είτε για μονομερή ή ακούσιο είτε για συμβατικό ή εκούσιο (ΑΠ 338/2001, ΑΠ 337/2001 ό. π.). Eιδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 του ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά το χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε. Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ένστασης, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο του 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση “εξόφλησης” διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 132/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης. Πρόταση συμψηφισμού που γίνεται πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της με εξώδικη δήλωση προς τον αντίδικο του συμψηφίζοντος επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν (ΑΠ 486/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 222 § 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού, πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο, των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ακο­λουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα πε­ριστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (βλ. ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24.537, ΕφΘεσ 3396/1987 Αρμ 43.36). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) Περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49.205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27.174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996. 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώ­γιμες (Κατράς, Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ, εκδ.2008, § 159,σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφό­σον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαίτησης πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντή­σει σ’ αυτή, στο δε δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24.537, ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24. 755, ΕφΛαρ 391/2014 Δικογραφία 2016.629). Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ανακόπτουσας ………., και της καθ’ης η ανακοπή …………, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και  γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ανακόπτουσα – ανώνυμη εταιρία, εδρεύουσα στον Πειραιά (οδός …αριθμ…..) λειτουργεί και εκμεταλλεύεται ιδιωτική κλινική, παρέχοντας ιατρικές υπηρεσίες σε φυσικά πρόσωπα. Η καθ’ης η ανακοπή, ήδη λυθείσα και τελούσα υπό εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρία, δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ιατρικών υλικών και αναλωσίμων, τα οποία, επί σειρά ετών,  από το έτος 2006, πωλούσε στην ανακόπτουσα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της σε τέτοια είδη, και δη την προμήθευε, κατόπιν παραγγελιών της, με αυτά, που κάθε φορά κρίνονταν από τους ιατρούς της ως απαραίτητα για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σε συγκεκριμένους ασθενείς τους. Ειδικότερα η ανακόπτουσα ήταν αυτή, που επακριβώς προσδιόριζε το είδος και την ποσότητα των υλικών, τα οποία επιθυμούσε να αγοράσει κάθε φορά, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στις ιατρικές πράξεις, στις οποίες επρόκειτο να υποβληθούν οι ασθενείς της – ασφαλισμένοι στα συμβεβλημένα με αυτήν ασφαλιστικά ταμεία, προηγηθεισών πάντοτε της εκάστοτε παραγγελίας σχετικών υποδείξεων του θεράποντος ιατρού του ασθενούς περί του υλικού, που θα απαιτείτο για τη συγκεκριμένη ιατρική πράξη, η οποία είχε προγραμματισθεί να διενεργηθεί στις εγκαταστάσεις της, ενώ το όνομα του ασθενούς, στον οποίο αφορούσαν τα υλικά εκάστης συναλλαγής, αναγραφόταν  πάντοτε επί του σχετικού τιμολογίου πώλησης, το οποίο εξέδιδε η καθ’ης. Η εν λόγω αναγραφή από την πωλήτρια ελάμβανε χώρα αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση και διευκόλυνση της ανακόπτουσας, και κατόπιν δικού της αιτήματος, διότι το τίμημα για την αγορά των ειδών αυτών συνυπολογιζόταν από την τελευταία στο συνολικό ποσό των δαπανών νοσηλείας του κάθε ασθενή, το οποίο διεκδικούσε και εισέπραττε στη συνέχεια από τον οικείο ασφαλιστικό του φορέα, κατόπιν εκκαθάρισης από τα αρμόδια όργανά του, ως αμοιβή της για τις παρασχεθείσες προς αυτόν ιατρικές υπηρεσίες, υποβάλλοντας προς τούτο σε κάθε ταμείο ανά μήνα συγκεντρωτικές καταστάσεις των ασφαλισμένων του μετά των απαραίτητων δικαιολογητικών, στα οποία κατά περίπτωση περιλαμβάνονταν και τα συγκεκριμένα παραστατικά, εφόσον για την ιατρική πράξη, στην οποία ο ασθενής είχε υποβληθεί, είχε προηγηθεί αγορά από την ίδια τέτοιων υλικών. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας η καθ’ης πώλησε και παρέδωσε στην ανακόπτουσα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν προφορικά μεταξύ τους, κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2009 έως 24.2.2010, αντί συμφωνηθέντος κάθε φορά τιμήματος, διάφορα ιατρικά υλικά και αναλώσιμα, εκδοθέντων δι’εκάστη συναλλαγή των αντίστοιχων επί πιστώσει τιμολογίων πώλησης – δελτίων αποστολής. Αποδείχθηκε επίσης ότι επί της από 17.11.2011 αίτησης της καθ’ης εκδόθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η προσβαλλόμενη υπ’αριθμ……./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει των σ’αυτήν ειδικότερα αναφερομένων εκατόν έξι (106) τιμολογίων πώλησης επί πιστώσει – δελτίων αποστολής εμπορευμάτων, έκδοσης της καθ’ης (του υπ’αρθμ. 84 εξ αυτών έχοντας εκδοθεί ως τιμολόγιο πίστωσης – επιστροφής), που ανάγονται στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, συνολικής αξίας 110.435,14 ευρώ, του Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, εκ του οποίου η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 108.541,44 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 1.893,70  ευρώ, το οποίο η καθ’ης δε διεκδίκησε ως ήδη εξοφληθέν, με το νόμιμο τόκο ως εξής: Όσον αφορά στο υπ’αριθμ. 1 τιμολόγιο μετά την παρέλευση της 120ης ημέρας από την έκδοσή του, στα υπ’αριθμ. 2,3,4,5 και 6 τιμολόγια μετά την παρέλευση της 90ης ημέρας από την έκδοσή τους, στα υπ’αριθμ. 7 και 8 τιμολόγια μετά την παρέλευση της 60ης ημέρας από την έκδοση εκάστου, ήτοι  μετά την πάροδο της συνομολογηθείσας μεταξύ των διαδίκων και αναγραφείσας επί των συγκεκριμένων τιμολογίων προθεσμίας για την αποπληρωμή του τιμήματος της αντίστοιχης πώλησης, ενώ όσον αφορά στα υπόλοιπα τιμολόγια υπ’αριθμ.9 μέχρι και 106 (πλην του υπ’αριθμ.85,για το οποίο ζητήθηκε ως τοκοφόρο μόνον το ποσό των 3.332 ευρώ λόγω της έκδοσης του υπ’αριθμ. 84 πιστωτικού υπέρ της ανακόπτουσας τιμολογίου) από τις 28.11.2011, μετά την παρέλευση της τριήμερης προθεσμίας εξόφλησης από την επίδοση προς την ανακόπτουσα της από 18.1.2011 εξώδικης δήλωσης της καθ’ης, με την οποία η τελευταία κάλεσε την ανωτέρω οφειλέτριά της εντός της προθεσμίας αυτής  να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 141.787,14 ευρώ, στο οποίο, κατά τα διαλαμβανόμενα στη διαταγή πληρωμής, περιλαμβάνεται και το ποσό των εν λόγω τιμολογίων, και η οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα στις 24.1.2011, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…….΄/24.1.2011 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………….. Ακολούθως, με βάση την ανωτέρω διαταγή πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο η καθ’ης επέσπευσε σε βάρος της ανακόπτουσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο της οποίας επιδόθηκε στην τελευταία στις 23.11.2011 αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής μετά της συνταχθείσας κάτω απ’αυτό επιταγής προς εκτέλεση, με την οποία η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει στην επισπεύδουσα την εκτέλεση δανείστρια το συνολικό ποσό των 120.180,82 ευρώ, κατά κεφάλαιο, τόκους, δικαστική δαπάνη και έξοδα της εκτελεστικής διαδικασίας, πλέον τόκων επί των μερικοτέρων κονδυλίων της επιταγής μέχρι την εξόφληση, πλην αυτού των τόκων. Την ακύρωση των ανωτέρω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση αιτήθηκε η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανακόπτουσα έχει ήδη καταβάλει προς την καθ’ης, σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, τα κάτωθι αναφερόμενα χρηματικά ποσά: 1) Στις 29.6.2011 το ποσό των 1.124,55 ευρώ, με κατάθεση στον τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ανωτέρω τράπεζας, και συνομολογείται από την καθ’ης, η οποία επίσης προσκομίζει αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού της στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, όπου εμφαίνεται η προαναφερθείσα κατάθεση μετρητών χρημάτων από την ανακόπτουσα κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος των πωλήσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπό στοιχεία 3,4,5 και 8 τιμολόγια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (υπ’αριθμ…………..),  αξίας  εκάστου των τριών πρώτων 303,45 ευρώ και του τετάρτου κατά σειράν 214,20 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 1.124,55 ευρώ. 2) Στις 14.7.2010 το ποσό των 9.133 ευρώ και στις 14.12.2010 το ποσό των 3.032,47 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 12.165,47 ευρώ, με κατάθεση στον τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ανωτέρω τράπεζας για την κατάθεση της 14ης.12.2010, και επίσης συνομολογείται από την καθ’ης, καθώς στο προσκομιζόμενο από την τελευταία αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού της στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εμφαίνονται οι προεκτεθείσες καταθέσεις των χρηματικών αυτών ποσών από την ανακόπτουσα κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες  (εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής ως ημερομηνία της κατάθεσης του χρηματικού ποσού των 9.133 ευρώ η 14η.7.2011), σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος των πωλήσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπό στοιχεία 6, 10 και 9 τιμολόγια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (υπ’αριθμ. ……………), ποσού 2.899 ευρώ, 4.165 ευρώ και 3.094 ευρώ αντίστοιχα, συνολικής αξίας 10.148 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό καταβλήθηκε προς εξόφληση της αξίας άλλων μη επιδίκων τιμολογίων. 3) Στις 14.4.2010 το ποσό των 23.500,19 ευρώ, με κατάθεση στον τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ανωτέρω τράπεζας, και συνομολογείται από την καθ’ης, η οποία επίσης προσκομίζει αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού της στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, όπου εμφαίνεται η προαναφερθείσα κατάθεση μετρητών χρημάτων από την ανακόπτουσα κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος των πωλήσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπό στοιχεία ………..  τιμολόγια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (υπ’αριθμ. ……….. αντίστοιχα), αξίας εκάστου 476 ευρώ, 107,10 ευρώ, 107,10 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 1.309 ευρώ, 303,45 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 2.737 ευρώ, 1.309 ευρώ, 833 ευρώ, 1.309 ευρώ, 1.309 ευρώ και 2.134,55 ευρώ, συνολικής αξίας 15.858,20 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό καταβλήθηκε προς εξόφληση της αξίας άλλων μη επιδίκων τιμολογίων. 4) Στις 8.3.2010 το ποσό των 44.327,86 ευρώ με κατάθεση στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό της καθ’ης διά του προσκομιζομένου από 5.3.2010 εμβάσματος της Τράπεζας Eurobank Ergasias Α.Ε., κατάθεση, η οποία επίσης εμφαίνεται και στο προσκομιζόμενο από την καθ’ης αντίγραφο της κίνησης του ανωτέρω λογαριασμού της, σε μερική εξόφληση κατά το 90%, ήτοι κατά το ποσό των 31.924,82 ευρώ, του τιμήματος των μεταξύ τους καταρτισθεισών  πωλήσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπό στοιχεία ……… τιμολόγια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (υπ’αριθμ. ………….), αξίας εκάστου εξ αυτών 3.271 ευρώ, 3.379 ευρώ, 1.962 ευρώ, 833 ευρώ, 303,45 ευρώ, 1.309 ευρώ, 303,45 ευρώ, 2.265,45 ευρώ, 1.417 ευρώ, 2.499 ευρώ, 805,31 ευρώ, 107,01 ευρώ, 981 ευρώ, 303,45 ευρώ, 490,50 ευρώ, 490,50 ευρώ, 107,10 ευρώ, 490,50 ευρώ, 4.284 ευρώ, 490,50 ευρώ, 107,10 ευρώ, 490,50 ευρώ, 2.737 ευρώ, 107,10 ευρώ, 1.190 ευρώ, 490,50 ευρώ, 3.808 ευρώ, 833 ευρώ και 107,10 ευρώ, και συνολικής αξίας 35.472,02 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό καταβλήθηκε προς εξόφληση της αξίας άλλων μη επιδίκων τιμολογίων. 5) Στις 14.5.2010 το ποσό των 26.931,94 ευρώ, με κατάθεση στον τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της καθ’ης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ανωτέρω τράπεζας, και συνομολογείται από την καθ’ης, η οποία επίσης προσκομίζει αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού της στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, όπου εμφαίνεται η προαναφερθείσα κατάθεση μετρητών χρημάτων από την ανακόπτουσα κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, σε μερική εξόφληση κατά το 90%, ήτοι κατά το ποσό των 2.957,85 ευρώ, του τιμήματος των μεταξύ τους καταρτισθεισών  πωλήσεων ιατρικών ειδών, για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπό στοιχεία ………. τιμολόγια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (υπ’αριθμ……………αντίστοιχα), αξίας εκάστου εξ αυτών 654 ευρώ, 490,50 ευρώ, 833 ευρώ και 1.309 ευρώ, και συνολικής αξίας 3.286,50 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό καταβλήθηκε προς εξόφληση της αξίας άλλων μη επιδίκων εν προκειμένω τιμολογίων. Η καθ’ης συνομολογεί ουσιαστικά τις ανωτέρω καταβολές, προσκομίζοντας, μάλιστα, αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού της στην Τράπεζα Πειραιώς, στο οποίο εμφαίνονται άπασες, πλην όμως, αντιλέγοντας στον, αποτελούντα ένσταση, με το περιεχόμενο αυτό, λόγο της ένδικης ανακοπής περί ολικής, αλλά και μερικής (κατά το 90%) εξόφλησης της αξίας των προαναφερθέντων τιμολογίων, ισχυρίζεται, κατ’αντένσταση, ότι η απαίτησή της από τα εν λόγω τιμολόγια δεν έχει αποσβεσθεί, πλήρως ή εν μέρει, διότι οι καταβολές αυτές καταλογίσθηκαν από την ίδια σε άλλα, αρχαιότερα, και επίσης ληξιπρόθεσμα, χρέη της ανακόπτουσας, που προέρχονται ομοίως από πωλήσεις στο παρελθόν ιατρικών ειδών, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 422 του ΑΚ, επισημαίνοντας ειδικότερα ότι η ανακόπτουσα κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους ανέκαθεν κατέβαλε διάφορα ποσά, όχι, όμως, σε πλήρη ή μερική εξόφληση οφειλών της από συγκεκριμένα τιμολόγια, αλλά πάντοτε έναντι του εκάστοτε διαμορφωθέντος χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των μεταξύ τους συναλλαγών, και, επιπροσθέτως, ότι κατά την καταβολή των διαλαμβανομένων στην ανακοπή χρηματικών ποσών με την κατάθεσή τους στον τραπεζικό της λογαριασμό δεν όρισε, όπως είχε το δικαίωμα, με βάση την ανωτέρω διάταξη, ότι επιθυμεί να καταλογισθούν στο χρέος της από τα συγκεκριμένα και επίδικα τιμολόγια, ούτε όμως προηγήθηκε συμφωνία μεταξύ τους περί καταλογισμού των καταβληθέντων ποσών στην οφειλή της αυτή. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της καθ’ης απορριπτέος τυγχάνει προεχόντως ως αόριστος, καθώς η ανωτέρω δεν επικαλέσθηκε (ούτε όμως σε κάθε περίπτωση απέδειξε) τα γεγονότα που, κατά νόμο, τον θεμελιώνουν, και μάλιστα, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, όπως υποχρεούτο, ως αντενιστάμενη, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, δηλαδή τα παραγωγικά γεγονότα των επικαλουμένων, κατά τρόπο όλως γενικόλογο, παλαιοτέρων χρεών της ανακόπτουσας προς αυτήν από προγενέστερες πωλήσεις ιατρικού υλικού, αλλά και το ακριβές ύψος τους, στα οποία καταλογίσθηκαν από την ίδια, ως αρχαιότερα, οι αναφερόμενες στην ανακοπή καταβολές, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 422 του ΑΚ, αφού δεν ορίσθηκε από την ανακόπτουσα διαφορετικά, ούτε συμφωνήθηκε μεταξύ τους άλλος τρόπος καταλογισμού των καταβολών, προσδιορίζοντας ειδικότερα το χρονικό διάστημα, που δημιουργήθηκαν οι αντίστοιχες οφειλές, τις πωλήσεις, στις οποίες αφορούσαν, και τα τιμολόγια, που εκδόθηκαν σχετικά, αλλά και τα οφειλόμενα ποσά αυτών των πωλήσεων, και παραθέτοντας, επιπροσθέτως, τα συγκεκριμένα τιμολόγια, που, κατ’αυτήν, εξοφλήθηκαν εν όλω ή εν μέρει με τα καταβληθέντα χρηματικά ποσά, ώστε να μπορεί ο εν λόγω ισχυρισμός, που συνιστά αντένσταση, η οποία προτάθηκε σε απάντηση του λόγου της ένδικης ανακοπής περί ολικής και μερικής εξόφλησης της αξίας συγκεκριμένων εκ των επιδίκων τιμολογίων, που αποτελεί ένσταση, να εκτιμηθεί από τo δικαστήριο και να έχει η ανακόπτουσα τη δυνατότητα ν’ αμυνθεί σ’αυτόν. Ούτε όμως, ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων περί της αοριστίας στην προβολή του ισχυρισμού αυτού, προέκυψαν με σαφήνεια από το σύνολο των προσκομισθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι επικαλούμενες από την καθ’ης παλαιότερες οφειλές της ανακόπτουσας από πωλήσεις του παρελθόντος, στο προκύψαν συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο εκ των οποίων καταλογίσθηκαν από τη δανείστρια – καθ’ης οι αναφερόμενες στην ανακοπή καταβολές χρηματικών ποσών, ελλείψει επιλογής του με αυτές κάθε φορά εξοφλητέου χρέους από την ανακόπτουσα, ή συμφωνίας τους για άλλον τρόπο καταλογισμού, με αποτέλεσμα η απαίτηση από τα επίδικα τιμολόγια πώλησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και επισπεύδεται σε βάρος της ανακόπτουσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης διά της επίδοσης προς αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, να μην έχει αποσβεσθεί κατά το ισόποσο, όπως διατείνεται η καθ’ης, ενόψει του ότι η τελευταία (και όχι η ανακόπτουσα) φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού της, ενώ η ανακόπτουσα υποχρεούται να αποδείξει μόνον τις καταβολές, που εν προκειμένω ουσιαστικά συνομολογούνται, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι οι καταβολές αυτές αφορούν το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Μάλιστα μόνον στην περίπτωση που προβαλλόταν από την καθ’ης με ορισμένο τρόπο, και βέβαια αποδεικνυόταν και ως ουσιαστικά βάσιμη, η ύπαρξη παλαιοτέρων οφειλών της ανακόπτουσας, όπερ δεν εγένετο εν προκειμένω, θα όφειλε η τελευταία να αποδείξει ότι ο καταλογισμός των αναφερομένων στην ανακοπή καταβολών στο επίδικο χρέος έλαβε χώρα, είτε βάσει συμφωνίας της με την καθ’ης, είτε κατόπιν άσκησης από την ίδια (την ανακόπτουσα) του σχετικού δικαιώματος επιλογής, είτε σύμφωνα με τη προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδαφ.β΄του ΑΚ σειρά καταλογισμού, όπως επίσης επισημάνθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Εφόσον όμως, ο ισχυρισμός αυτός της καθ’ης περί καταλογισμού των αναφερομένων στο δικόγραφο δεν προβλήθηκε προσηκόντως, και σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος, οι γενόμενες καταβολές καταλογίζονται στο επίδικο χρέος. Σημειωτέον ότι στην υπό κρίση περίπτωση αποδείχθηκε ότι οι οφειλές της ανακόπτουσας από την αγορά ιατρικών υλικών, για τις οποίες εκδίδοντο κάθε φορά από την πωλήτρια – καθ’ης τα αντίστοιχα τιμολόγια – δελτία αποστολής, δεν εξοφλούντο ως επί το πλείστον, κατά τα ειωθότα στις μεταξύ τους συναλλαγές και την καθιερωμένη στις σχέσεις τους πρακτική, εντός του χρονικού διαστήματος της πίστωσης, που αναγραφόταν σε κάθε τιμολόγιο, αλλά στην πραγματικότητα, κατ’ανοχήν της καθ’ης, μετά την απόδοση στην ανακόπτουσα από το ασφαλιστικό ταμείο του κάθε ασθενούς της αμοιβής της για την παροχή προς αυτόν ιατρικών υπηρεσιών, στην οποία – μεταξύ άλλων – περιλαμβανόταν και η τυχόν δαπάνη για την αγορά από την καθ’ης ιατρικού υλικού, εφόσον περιλαμβανόταν στη συνολική δαπάνη της νοσηλείας του, με αποτέλεσμα διά των καταβολών της ανακόπτουσας να εξοφλούνται κάθε φορά διά καταθέσεων μετρητών χρημάτων στο λογαρισμό της καθ’ης στην Τράπεζα Πειραιώς συγκεκριμένα πάντοτε τιμολόγια της τελευταίας, που αφορούσαν σε συγκεκριμένους ασθενείς, τα ονόματα  των οποίων και αναγράφονταν επί των τιμολογίων, και των οποίων τα ασφαλιστικά ταμεία είχαν προηγουμένως καταβάλει στην ανακόπτουσα την αμοιβή της για τις παρασχεθείσες στον ασφαλισμένο τους ιατρικές υπηρεσίες με βάση τις αποσταλείσες προς αυτά μηνιαίες συγκεντρωτικές καταστάσεις της (μάλιστα το Ι.Κ.Α. προκατέβαλε άμεσα ποσοστό 90% της αμοιβής της, και κατ’επέκταση, της αξίας του αντίστοιχου τιμολογίου αγοράς απ’αυτήν του τυχόν απαιτούμενου ιατρικού υλικού, και στη συνέχεια, κατόπιν εκκαθάρισης, το υπόλοιπο 10%). Και ναι μεν δεν προσδιορίζονταν από την ανακόπτουσα, κατά τη στιγμή της κατάθεσης των χρημάτων, διά της αναγραφής στο σχετικό γραμμάτιο είσπραξης, που εξέδιδε το ανωτέρω πιστωτικό ίδρυμα, τα συγκεκριμένα τιμολόγια, η αξία των οποίων εξοφλείτο κάθε φορά, καθώς τούτο δεν ήταν δυνατό λόγω του συνήθως μεγάλου αριθμού των τιμολογίων, και των περιορισμένων δυνατοτήτων μίας διατραπεζικής συναλλαγής στο ταμείο, που πρέπει να διεκπεραιώνεται στον κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο, ώστε να εξυπηρετούνται γρήγορα οι συναλλασσόμενοι με την τράπεζα, πλην όμως ενημερωνόταν πάντοτε – πριν από την κατάθεση ή αμέσως μετά απ’αυτήν – σχετικά η καθ’ης, και ειδικότερα οι αρμόδιοι υπάλληλοι του λογιστηρίου της από τους υπαλλήλους του λογιστηρίου της ανακόπτουσας, περί των τιμολογίων, στα οποία αφορούσαν οι εκάστοτε καταβολές, όπως κατατέθηκε από τη μάρτυρα της ανακόπτουσας …………, Διοικητική Διευθύντρια αυτής, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διά της αποστολής σχετικής συγκεντρωτικής κατάστασης ή και αντιγράφων των ιδίων των τιμολογίων, και, επομένως, προσηκόντως οριζόταν κάθε φορά από την ανακόπτουσα – οφειλέτρια το χρέος, που επιθυμούσε να αποσβέσει δι’εκάστης καταβολής, όπως εδικαιούτο να πράξει κατά τη διάταξη του άρθρου 422 εδαφ.α΄του ΑΚ, και έλαβε χώρα και στην κρινόμενη περίπτωση ως προς τις καταβολές, που προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι κάθε φορά εξοφλείτο από την ανακόπτουσα η αξία ρητά καθοριζομένων από την τελευταία τιμολογίων πώλησης επιρρωνύεται και από τα ποσά των καταβολών αυτών προς την καθ’ης, που σχεδόν πάντοτε είναι τόσο ακριβή και συγκεκριμένα, μέχρι δεκαδικού ψηφίου, όπερ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δε συνηθίζεται στις συναλλαγές όταν γίνονται καταβολές χρηματικών ποσών έναντι κάποιου χρεωστικού υπολοίπου ενός λογαριασμού μεταξύ συναλλασσομένων,  διότι στην περίπτωση αυτή είθισται να καταβάλλονται ακέραια χρηματικά ποσά, αλλά παραπέμπει στην εξόφληση συγκεκριμένου χρέους. Επομένως, ενόψει τούτων, η απαίτηση της καθ’ης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, και επισπεύδεται σε βάρος της ανακόπτουσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίσης προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, έχει αποσβεσθεί κατά το συνολικό ποσό των  62.013,42 ευρώ   (1.124,55 ευρώ + 10.148 ευρώ + 15.858,20 ευρώ + 31.924,82 + 2.957,85 ευρώ)  διά των προαναφερθεισών τμηματικών καταβολών της οφειλέτριας – ανακόπτουσας, με τις οποίες εξοφλήθηκε εν όλω ή εν μέρει η αξία των συγκεκριμένων τιμολογίων πώλησης της καθ’ης, που επίσης προεκτέθηκαν, και οι οποίες έλαβαν χώρα σε προγενέστερο της διαταγής πληρωμής χρόνο, όπως βασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με τον υποστηρίζοντα τα ανωτέρω λόγο της κρινόμενης ανακοπής της, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ουσίαν βάσιμος και να ακυρωθούν κατά το ποσό αυτό οι ανακοπτόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς εκτέλεση. Κατ’ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού δέχθηκε ότι οι εν λόγω καταβολές της ανακόπτουσας καταλογίσθηκαν σε παλαιότερες οφειλές της προς την καθ’ης από μεταξύ τους πωλήσεις ιατρικού υλικού (τις οποίες σημειωτέον ούτε η ίδια η καθ’ης προσδιόρισε συγκεκριμένα, αρκεσθείσα σε γενικόλογη αναφορά, ενώ όφειλε να προβάλει τον ισχυρισμό της αυτό κατά τρόπο πλήρη, σαφή και ορισμένο, και βέβαια να τον αποδείξει, φέρουσα το σχετικό βάρος),και δεν αφορούν στο επίδικο χρέος, το οποίο δεν έχει κατά το ισόποσο εξοφληθεί, απέρριψε στη συνέχεια το σχετικό λόγο της ένδικης ανακοπής ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός και κατ’ουσίαν, και να εξαφανισθεί κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση, και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, (πρέπει) να γίνει δεκτός και ως κατ’ουσίαν βάσιμος ο υποστηρίζων τούτα λόγος (υπ’αριθμ. 1 κατά τα στοχεία α και β) της ανακοπής και να ακυρωθούν κατά το ποσό αυτό οι ανακοπτόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς εκτέλεση. Περαιτέρω, η ανακόπτουσα προτείνει σε συμψηφισμό με την επίδικη απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ανταπαίτησή της σε βάρος της καθ’ης, συνολικού ποσού 42.456,72 ευρώ, το οποίο, όπως ισχυρίζεται, έχει ήδη καταβάλει στην ανωτέρω για πωληθέν απ’αυτήν ιατρικό υλικό, πλην όμως ουδέποτε εισέπραξε από τα ασφαλιστικά ταμεία των ασθενών της, από τα οποία το διεκδίκησε στη συνέχεια, λόγω περικοπών, που αυτά διενήργησαν, κατόπιν ελέγχων, σε μέρος της αξίας των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο της ανακοπής εκατόν ενενήντα ένα (191) τιμολογίων πώλησης της αντιδίκου της, εκδοθέντων κατά το χρονικό διάστημα από 7.5.2007 έως 30.4.2010, ανερχομένων (των περικοπών) συνολικά στο ανωτέρω ποσό, διότι δεν αποδέχθηκαν την εκ μέρους της καθ’ης τιμολόγηση των πωληθέντων υλικών, και το οποίο δικαιούται να αξιώσει να της επιστραφεί διά της έκδοσης από την καθ’ης ισόποσου πιστωτικού τιμολογίου, καθώς η ίδια στην πραγματικότητα απλώς μεσολαβούσε μεταξύ της καθ’ης και των ασφαλιστικών ταμείων, διαβιβάζοντας σ’αυτά τα τιμολόγια, που εκδίδοντο τυπικά, όπως  έπρεπε κατά το νόμο, στο όνομά της, για τις πωλήσεις του ιατρικού υλικού, το οποίο χρησιμοποιείτο σε ιατρικές πράξεις, που διενεργούντο στους ασφαλισμένους τους, και εισπράττοντας στη συνέχεια απ’αυτά για λογαριασμό της το τίμημα των εν λόγω πωλήσεων, στις οποίες εφέρετο ως αγοράστρια, προκειμένου όμως να της το αποδώσει στη συνέχεια, με αποτέλεσμα η καθ’ης –  και όχι η ίδια –  να επιβαρύνεται με τα ποσά των επικαλούμενων περικοπών επί της αξίας των συγκεκριμένων τιμολογίων, ως ουσιαστικά αντισυμβαλλόμενη των ταμείων, και να υποχρεούται να της τα αποδώσει, καθώς τα έχει ήδη εισπράξει από την ίδια. Ισχυρίζεται, επομένως, ότι κατά το ανωτέρω ποσό η σε βάρος της απαίτηση της καθ’ης έχει αποσβεσθεί λόγω του συμψηφισμού της με ισόποση ανταπαίτηση της ιδίας σε βάρος της αντιδίκου της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία για την πληρότητα και το ορισμένο του στοιχεία, όπως αυτά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και συγκεκριμένα δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής ότι πρόκειται περί ληξιπρόθεσμης απαίτησης της ανακόπτουσας σε βάρος της καθ’ης, και, επιπροσθέτως, δεν αναφέρεται ο χρόνος γέννησης της απαίτησης αυτής, ήτοι πότε ακριβώς διενεργήθηκαν από τα ασφαλιστικά ταμεία οι επικαλούμενες περικοπές στα συγκεκριμένα τιμολόγια πώλησης της καθ’ης, και πότε με βάση τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία τα ποσά των περικοπών αυτών έπρεπε να επιστραφούν στην ανακόπτουσα, καθώς τα είχε ήδη προκαταβάλει στην καθ’ης. Ανεξαρτήτως όμως της αοριστίας του ο λόγος αυτός πρέπει ν’απορριφθεί σε κάθε περίπτωση και ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι ουδόλως αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική του βάση. Επ’αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: H ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι τα τιμολόγια της καθ’ης εκδίδοντο υποχρεωτικά στο όνομά της ως αγοράστριας του ιατρικού υλικού, ως έδει “δυνάμει νόμων και υπουργικών αποφάσεων”, πλην όμως ότι στην πραγματικότητα απλώς διαβίβαζε τα εν λόγω τιμολόγια για να ελεγχθούν από τα αρμόδια όργανα των ταμείων, και απέδιδε στη συνέχεια, μετά την εκκαθάριση, τα χρήματα, που εισέπραττε για την αιτία αυτή από τα ταμεία, στην καθ’ης, διά της κατάθεσή τους στον τραπεζικό της λογαριασμό, επιτελώντας ουσιαστικά, χωρίς κανένα κέρδος, διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της ανωτέρω και των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία ήταν και στην πραγματικότητα οι οφειλέτες της για την καταβολή του τιμήματος της πώλησης του ιατρικού υλικού, που χρησιμοποιούσαν οι ασφαλισμένοι τους σε ιατρικές πράξεις, οι οποίες διενεργούντο από τους ιατρούς της ιδίας (της ανακόπτουσας) στις εγκαταστάσεις της. Ότι, επομένως, τα ποσά, κατά τα οποία περικόπηκε από τα ασφαλιστικά ταμεία η αξία των αναφερομένων στο δικόγραφο της ανακοπής τιμολογίων, τα οποία έχει προκαταβάλει στην καθ’ης, υποχρεούται η τελευταία να της τα αποδώσει, αφού στην πραγματικότητα ήταν αυτή, που συναλλασσόταν με τα ασφαλιστικά ταμεία με τη δική της διαμεσολάβηση, και, συνεπώς, πρέπει αυτή και να επιβαρυνθεί με τις διενεργηθείσες περικοπές, προτείνοντας σε συμψηφισμό την εν λόγω ανταπαίτησή της σε βάρος της αντιδίκου της κατά το ισόποσο με την απαίτηση της ανωτέρω σε βάρος της, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, και επισπεύδεται διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση της επίσης προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση. Εν προκειμένω όμως αποδείχθηκε ότι μεταξύ της ανακόπτουσας, ιδιωτικής κλινικής, και της καθ’ης συνήφθηκαν διαδοχικά πλείονες συμβάσεις πώλησης, με πίστωση του συμφωνηθέντος τιμήματος εκάστης, εκδοθέντων για κάθε συναλλαγή των σχετικών παραστατικών της πωλήτριας, δυνάμει των οποίων (πωλήσεων) η ανακόπουσα προμηθευόταν κάθε φορά το ιατρικό υλικό, που απαιτείτο για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων στους ασθενείς της, ασφαλισμένους των συμβεβλημένων με αυτήν ασφαλιστικών ταμείων, εκ των οποίων διεκδικούσε στη συνέχεια την αμοιβή της για τις παρασχεθείσες προς τους ασφαλισμένους της ιατρικές υπηρεσίες, συνυπολογίζοντας στις δαπάνες νοσηλείας του κάθε ασθενούς και το κόστος της αγοράς ιατρικού υλικού, εφόσον είχε προηγηθεί από πλευράς της τέτοια αγορά, κατόπιν υπόδειξης του θεράποντος ιατρού του ασθενούς και δικής της παραγγελίας, στην οποία προσδιοριζόταν επακριβώς το είδος και η ποσότητα των υλικών, που θα απαιτούντο, υποβάλλοντας ανά μήνα σε κάθε ταμείο συγκεντρωτικές καταστάσεις νοσηλείας των ασθενών του για την καταβολή της αμοιβής της, η οποία αφορούσε στο σύνολο των παρασχεθεισών προς τους ασφαλισμένους του ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών και περιελάμβανε κατά περίπτωση, όχι μόνο το τίμημα της αγοράς απ’αυτήν ειδικού ιατρικού υλικού, αλλά και αμοιβές ιατρών, νοσήλεια, κόστος φαρμάκων και παρακλινικών εξετάσεων, έξοδα χειρουργείου κλπ., μετά των συνυποβληθέντων απαιτουμένων δικαιολογητικών, μεταξύ δε αυτών και των τιμολογίων πώλησης της καθ’ης, εάν είχαν εκδοθεί τέτοια, στα οποία και για το λόγο αυτό  ζητούσε να αναγραφεί το ονοματεπώνυμο του κάθε ασθενούς, για τον οποίο προοριζόταν το αγορασθέν υλικό. Εκ των προεκτεθέντων σαφώς συνάγεται ότι η ανακόπτουσα ήταν η αντισυμβαλλόμενη της καθ’ης, τυπικά και κατ’ουσίαν, στις εν λόγω συμβάσεις πώλησης, και δε διαμεσολαβούσε απλώς μεταξύ της ανωτέρω και των ασφαλιστικών ταμείων, για την προμήθεια των ειδικών υλικών, που απαιτούντο, για τις ιατρικές πράξεις, οι οποίες διενεργούντο στους ασφαλισμένους τους. Προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, δυνάμει της οποίας στην καθ’ης θα αποδίδετο από την ανακόπτουσα ως τίμημα των μεταξύ τους πωλήσεων ιατρικού υλικού μόνον το ποσό, που τελικά θα καταβαλλόταν στην ανακόπτουσα από το ασφαλιστικό ταμείο του κάθε ασθενούς για την αξία του πωληθέντος υλικού, κατόπιν εκκαθάρισης της σχετικής δαπάνης, με αποτέλεσμα σε περίπτωση διενέργειας από το ταμείο περικοπών επί της αξίας τιμολογίων της καθ’ης, η τελευταία να βαρύνεται με τις περικοπές αυτές, και εφόσον έχει ήδη εισπράξει από την ανακόπτουσα το αντίστοιχο ποσό, να υποχρεούται να της το επιστρέψει, διά της έκδοσης σχετικού πιστωτικού τιμολογίου, ουδέποτε έλαβε χώρα. Ούτε αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα των μεταξύ τους συναλλαγών εκδόθηκε από την καθ’ης, σε εκτέλεση συμφωνίας τους, για την αιτία αυτή τέτοιο πιστωτικό τιμολόγιο και επιστράφηκε στην ανακόπτουσα χρηματικό ποσό, ισόποσο περικοπής, που έλαβε χώρα από κάποιο ασφαλιστικό ταμείο επί της αξίας τιμολογίου πώλησης της καθ’ης, η οποία να το είχε προηγουμένως εισπράξει από την ανακόπτουσα. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η συνεργασία των διαδίκων τερματίσθηκε οριστικά περί τις αρχές του έτους 2010, όταν και η καθ’ης αρνήθηκε να συνάψει έγγραφη σύμβαση με την ανακόπτουσα, που να περιλαμβάνει αυτόν τον όρο, ότι δηλαδή εάν, κατά την εκκαθάριση τιμολογίου της (της καθ’ης) από το ασφαλιστικό ταμείο κάποιου ασθενούς, προκύψει τυχόν περικοπή ποσού, το οποίο όμως έχει η ίδια ήδη εισπράξει από την ανακόπτουσα, θα υποχρεούται να της το επιστρέψει, εκδίδοντας σχετικό πιστωτικό τιμολόγιο, κρίνοντας προφανώς μία τέτοια συμφωνία επιχειρηματικά ασύμφορη, ενώ άλλοι προμηθευτές της ανακόπτουσας, κατόπιν προφανώς διαφορετικής στάθμισης των νέων δεδομένων, αποδέχθηκαν την πρότασή της, ήρθαν σε συμφωνία μαζί της και συνέχισαν τη συνεργασία τους, επιβαρυνόμενοι οι ίδιοι στο εξής με το κόστος τέτοιων περικοπών. Εξάλλου, και σύμφωνα με την εξετασθείσα μάρτυρα της ανακόπτουσας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής, τέτοιες περικοπές (οι οποίες εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε ότι αφορούσαν μόνον στην αξία των τιμολογίων πώλησης ιατρικού υλικού των προμηθευτών της ανακόπτουσας, και όχι το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας του κάθε ασθενούς, που υποβαλλόταν από την ανωτέρω προς εκκαθάριση στα ταμεία, προκειμένου να εισπράξει απ’αυτά την αμοιβή της για παρασχεθείσες στους ασφαλισμένους τους ιατρικές υπηρεσίες, και περιελάμβανε πλείονα κονδύλια, όπως προκύπτει από τις αποσταλλείσες προς τα ταμεία συγκεντρωτικές, μηνιαίες, καταστάσεις νοσηλείας των ασθενών της κατά τα προεκτεθέντα, εφόσον σχετικά έγγραφα των ταμείων περί των διενεργηθεισών περικοπών στα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής τιμολόγια της καθ’ης και του  ύψους των περικοπών αυτών δεν προσκομίσθηκαν), έλαβαν χώρα το πρώτον από τους ασφαλιστικούς φορείς περί τα τέλη του έτους 2009, οπότε και ανέκυψε  η ανάγκη η ανακόπτουσα, προς δική της εξασφάλιση και κατοχύρωση, να επιδιώξει να συνάψει έγγραφες συμβάσεις με τους προμηθευτές της, προκειμένου οι τελευταίοι και όχι η ίδια να αναλαμβάνουν στο εξής το κόστος των περικοπών αυτών, και όχι προγενέστερα, όπερ εξηγεί και το γεγονός ότι δεν προσκομίσθηκαν τέτοια πιστωτικά τιμολόγια, εκδοθέντα από της καθ’ης. Πράγματι η ανακόπτουσα, εντός του έτους 2010 και του έτους 2011, και αφού είχαν προηγηθεί από τα ασφαλιστικά ταμεία περικοπές επί των δαπανών νοσηλείας των ασθενών της, που διεκδικούσε ως αμοιβή της, συνήψε εγγράφως συμβάσεις με πολλούς προμηθευτές της, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, στις οποίες, αφενός μεν ρητά αναφέρεται ότι η τιμολόγηση των αγορασθέντων υλικών θα γίνεται προς αυτήν, ότι σε κάθε τιμολόγιο πώλησης θα αναγράφεται το όνομα του ασθενούς, για τον οποίο προορίζονται, ότι η καταβολή του τιμήματος προς τον προμηθευτή θα γίνεται μετά την εκκαθάρισή του από το ασφαλιστικό ταμείο του ασθενούς και την είσπραξή του από την ανακόπτουσα, ότι η τελευταία απλώς διαμεσολαβεί μεταξύ των ταμείων και των προμηθευτών για την είσπραξη και την καταβολή ακολούθως σ’αυτούς του ποσού κάθε τιμολογίου, ενίοτε και αντί αμοιβής, συνήθως καθοριζόμενης σε ποσοστό επί της αξίας των υλικών, για την οποία ο προμηθευτής θα εκδίδει ετησίως πιστωτικό τιμολόγιο, αφετέρου δε ότι σε περίπτωση περικοπής κατά την εκκαθάριση κάποιου τιμολογίου από τα ασφαλιστικά ταμεία ο προμηθευτής θα υποχρεούται να εκδώσει ισόποσο πιστωτικό τιμολόγιο προς την ανακόπτουσα. Σημειωτέον ότι η ανακόπτουσα το πρώτον κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους συνεργασίας έθεσε θέμα ανταπαίτησής της σε βάρος της καθ’ης από περικοπές, που διενεργήθηκαν από τα ασφαλιστικά ταμεία σε τιμολόγια της τελευταίας, το πρώτον κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011, στην από 10.2.2011 εξώδικη απάντησή της (εκ παραδρομής αναφέρεται σ’αυτήν το έτος 2010) στην κοινοποιηθείσα σ’αυτήν στις 24.1.2011 από 18.1.2011 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση της καθ’ης για την καταβολή της αξίας ανεξόφλητων τιμολογίων, συνολικού ποσού 141.787.14 ευρώ, στην οποία (απάντηση) ζητά την έκδοση πιστωτικού τιμολογίου εκ της ανωτέρω αιτίας, ποσού 48.458,50 ευρώ. Επομένως, ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε το λόγο της ανακοπής (υπ’αριθμ. 1 στοιχ.γ΄ του δικογράφου) περί  απόσβεσης μέρους της επίδικης απαίτησης της καθ’ης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω συμψηφισμού της με ισόποση ανταπαίτηση της ανακόπτουσας, απορρέουσα εκ των διενεργηθεισών από τα ασφαλιστικά ταμεία περικοπών επί των τιμολογίων της καθ’ης, που ανήλθαν συνολικά στο προταθέν προς συμψηφισμό χρηματικό ποσό, ως αόριστο και κατ’επάλληλη αιτιολογία ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Κατά το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα αυτού, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει κατά το άρθρο 624 § 1 του ίδιου Κώδικα να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, κατά δε το άρθρο 626§§2, 3 του ίδιου επίσης Κώδικα, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό χρημάτων η χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, να επισυνάπτονται δε σ’ αυτή και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου κατά το άρθρο 443 του ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά δε το άρθρο 447 του ιδίου Κώδικα, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 του ΚΠολΔ. Έτσι είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων, μόνο αν τα έγγραφα αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων – δελτίων αποστολής), κάτω από την δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου αγοραστή, πρέπει για την έκδοση διαταγής πληρωμής να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο και η προς τον τρίτο σχετική εντολή ή πληρεξουσιότητα. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος οφειλέτης δεσμεύεται υπέρμετρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησής του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 872/2017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1608/2014, ΑΠ 1349/2013, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 του ΑΚ, προκύπτει ότι δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται είτε η δήλωση βούλησης γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεσαι λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση είτε με διάταξη νόμου Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικά πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης δεν το δεσμεύει (ΑΠ 1342/017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων 118, 216 παρ. 1 α, 224 εδαφ. β΄ , 623, 626 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής κατά νομικού προσώπου βάσει εγγράφου, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αίτησης και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπευσαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρέωσης από το εν λόγω έγγραφο ή ότι αυτά ενήργησαν, εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του εγγράφου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ’ αυτού δεν το δεσμεύει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο καθ’ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι το φυσικό πρόσωπο το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του εγγράφου νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε, κατά νόμιμο τρόπο, τη σχετική βούλησή του (βλ. σχετ. ΑΠ 1342/2017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 908/2005, ΑΠ 1433/2002, ΑΠ 112/2002, ΑΠ  1215/2000, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα στον υπό στοιχεία II λόγο της κρινόμενης ανακοπής της αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα: “Επιπλέον, το εκδόσαν την επίδικη διαταγή πληρωμής Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, ως είχε προς τούτο νόμιμη υποχρέωση, το εάν και εφόσον τα τιμολόγια, τα οποία προσκόμισε η καθ’ης φέρουν σφραγίδα και υπογραφή του εντεταλμένου προς αυτό νομίμου εκπροσώπου μας. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι η αίτηση της καθ’ης αποδεικνύεται τάχα: “…από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια – δελτία αποστολής, τα οποία άπαντα σφραγίσθηκαν με τη σφραγίδα της καθ’ης (εννοεί εμάς) και υπογράφτηκαν δεόντως στο σώμα αυτών…”. Ακολούθως στο πλαίσιο του ίδιου λόγου ανακοπής παρατίθεται μείζονα σκέψη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων, μόνο αν τα έγγραφα αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του, αλλά στην περίπτωση κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων-δελτίων αποστολής), κάτω από την δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου αγοραστή, πρέπει για την έκδοση διαταγής πληρωμής να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο και η προς τον τρίτο σχετική εντολή ή πληρεξουσιότητα. Και καταλήγει η ανακόπτουσα στο λόγο αυτό της ανακοπής της αναφέροντας τα κάτωθι: “Με τον τρόπο όμως κατά τον οποίο είναι διατυπωμένη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του κ. Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η φράση ότι τα τιμολόγια της καθ’ης έχουν “δεόντως υπογραφεί” δεν μας δίδει τη δυνατότητα να ελέγξουμε την αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου, που ανέλαβε σε κάθε ένα από τα 106 ένδικα τιμολόγια, που εκδόθηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες, για λογαριασμό μας υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή επί καθενός επ’αυτά δεν προκύπτει ότι μας δεσμεύει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό μας…”. Με τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, ούτως διατυπωθέντα, δεν προβάλλεται από την ανακόπτουσα, κατά τρόπο ρητό, σαφή και ορισμένο, αμφισβήτηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του φυσικού προσώπου, που έχει υπογράψει τα εν λόγω τιμολόγια πώλησης, δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, να την δεσμεύει διά της υπογραφής του επ’αυτών, αναλαμβάνοντας για λογαριασμό της υποχρεώσεις ως αγοράστριας των αναγραφομένων επί των τιμολογίων ειδών, οπότε και μόνο θα υποχρεούτο η καθ’ης να αποδείξει εγγράφως ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο νομίμως εκπροσώπησε την ανακόπτουσα στην περίπτωση αυτή, υπογράφοντας τα τιμολόγια, είτε δυνάμει του καταστατικού της, είτε δυνάμει άλλου εγγράφου, και μάλιστα διά της προσκόμισης των εγγράφων αυτών, διότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει η προς τον τρίτο σχετική εντολή ή πληρεξουσιότητα εκπροσώπησης νομικού προσώπου να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, άλλως ελλείπει διαδικαστική προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, και δη αυτή της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Εξάλλου, και ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, δεν απαιτείται σε κάθε περίπτωση για το ορισμένο της αίτησης της καθ’ης προς έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ή της ίδιας της διαταγής πληρωμής, στην οποία εκτίθεται ότι τα επίμαχα τιμολόγια έχουν “δεόντως υπογραφεί”, να αναφέρονται τα στοιχεία του φυσικού  προσώπου, που εκπροσώπησε εν προκειμένω την ανακόπτουσα κατά την υπογραφή των τιμολογίων αυτών, ή ότι το ανωτέρω πρόσωπο ενήργησε εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής του εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό της ανακόπτουσας, ούτως ώστε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία να “προκύπτει” (εννοώντας προφανώς από το περιεχόμενο της ίδιας της διαταγής πληρωμής), ότι το πρόσωπο αυτό τη δεσμεύει, με αποτέλεσμα, ελλείψει της αναφοράς των στοιχείων αυτών, να στερείται της δυνατότητας να ελέγξει την αντιπροσωπευτική εξουσία του, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω τα εν λόγω τιμολόγια βρίσκονται στην κατοχή της (της ανακόπτουσας)  και ευχερώς μπορούσε αυτή να διαπιστώσει, αφενός μεν την ταυτότητα του φυσικού προσώπου, που υπέγραψε για λογαριασμό της επί των εν λόγω τιμολογίων, αφετέρου δε την ύπαρξη ή όχι εντολής και πληρεξουσιότητάς της προς αυτόν να την εκπροσωπεί κατά την υπογραφή τους. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, έστω και με εν μέρει διαφορετική και συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επιταγή προς εκτέλεση, η οποία αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη την απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Για την πληρότητα της επιταγής δεν χρειάζεται να αναφέρεται ειδικότερα το ποσοστό του τόκου, αφού αυτό ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και το ποσό του τόκου που θα καταβληθεί, εφόσον τούτο μπορεί να εξευρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού του τόκου και του χρονικού διαστήματος, που θα παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής (ΑΠ 1773/2001 ΕλλΔνη 43.1385, ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41.81, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.102). Η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο με την προϋπόθεση ότι η αοριστία επιφέρει στον καθ’ου η εκτέλεση δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί άλλως, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. σχετ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41.80, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101, ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 1995.101, ΕφΑθ 2838/2002 ΕλλΔνη 43. 1460, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλλΔνη 42. 1372, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384). Η δε ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολό της αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος. Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον υπ’αριθμ.2 λόγο της ένδικης ανακοπής της ισχυρίσθηκε ότι η επίσης προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, που γράφτηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, ως πρώτη πράξη της επισπευδομένης σε βάρος της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει ν’ακυρωθεί αναφορικά με το επιμέρους κονδύλιο των τόκων υπερημερίας, συνολικού ποσού 8.364,38 ευρώ, που επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ης, αφενός μεν ως αόριστη, καθόσον δεν προσδιορίζεται ειδικότερα σ’αυτήν ο τρόπος υπολογισμού του εν λόγω κονδυλίου, ενόψει και του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας των ποσών των διαλαμβανομένων στη διαταγή πληρωμής τιμολογίων, που διαφοροποιείται ανά κατηγορίες τιμολογίων, αφετέρου δε καθόσον ο υπολογισμός των τόκων ως προς τα υπ’αριθμ.9-106 τιμολόγια είναι εσφαλμένος, διότι η τοκοφορία του ποσού των τιμολογίων αυτών φέρεται να άρχεται από τις 28.1.2011, ήτοι από την επίδοση προς την ίδια της από 18.1.2011 εξώδικης δήλωσης της καθ’ης, με την οποία η τελευταία ζήτησε να της καταβληθεί το συνολικό ποσό των 141.787,14 ευρώ, ως οφειλόμενο τίμημα πώλησης ιατρικών υλικών, πλην όμως η δήλωση αυτή δεν υπέχει θέση όχλησής της για την έναρξη της τοκοφορίας του ποσού των ανωτέρω τιμολογίων, καθώς δεν προκύπτει συγκεκριμένα από το περιεχόμενό της κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ότι το ποσό αυτό πράγματι περιλαμβάνεται στο συνολικά αιτούμενο με το προοαναφερθέν έγγραφο (μεγαλύτερο) ποσό των 141.787,14 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος της ανακοπής πρέπει ν’απορριφθεί, κατά μεν το πρώτο σκέλος αυτού ως μη νόμιμος, διότι για το έγκυρο της επιταγής προς εκτέλεση αρκεί ο διαχωρισμός της απαίτησης κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω στην προσβαλλόμενη επιταγή, ενώ ο ακριβής τρόπος υπολογισμού του ποσού των οφειλομένων τόκων δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του περιεχομένου της, αφού το ποσό αυτό μπορεί ευχερώς να εξευρεθεί με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς από τα γνωστά δεδομένα, και δη βάσει του  κεφαλαίου της απαίτησης, του είδους των τόκων, που οφείλονται, του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο, του χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας και του χρονικού διαστήματος μέχρι την εξόφληση της επιταγής, στο οποίο αφορούν οι τόκοι, και, επομένως, ο καθ’ου η εκτέλεση – οφειλέτης, στην περίπτωση που γίνεται ο διαχωρισμός αυτός, είναι απολύτως σε θέση να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί τα περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή του, και, κατ’επέκταση, να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του επ’αυτών, αμφισβητώντας το ύψος των κονδυλίων, που επιτάσσεται να καταβάλει, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, κατά δε το δεύτερο σκέλος ως αόριστος, διότι η ανακόπτουσα, βάλλοντας με το λόγο αυτό κατά της επιταγής προς εκτέλεση, και όχι της διαταγής πληρωμής, αναφορικά με τη διάταξη αυτής, που αφορά στην τοκοφορία του ποσού των υπ’αριθμ.9-106 τιμολογίων, επικαλείται μεν εσφαλμένο τρόπο υπολογισμού των τόκων στην επιταγή αυτή, ελλείψει συγκεκριμένης όχλησής της από την καθ’ης για την έναρξη της τοκοφορίας του ποσού των ανωτέρω τιμολογίων, πλην όμως δεν προσδιορίζει το πώς συγκεκριμένα επιδρά το επικαλούμενο σφάλμα στο χρόνο υπολογισμού των τόκων της απαίτησης της αντιδίκου της από τα ανωτέρω τιμολόγια στο εν λόγω κονδύλιο της επιταγής, καθορίζοντας παράλληλα το ποσό των τόκων, στο οποίο πράγματι, κατά τους δικούς της υπολογισμούς, ανέρχεται η οφειλή της, καθώς ο καθ’ου η εκτέλεση – οφειλέτης είναι αυτός, ο οποίος δικαιούται να αμφισβητήσει – κατά τρόπο πάντως σαφή και ορισμένο – την ακρίβεια και τον τρόπο υπολογισμού από τον επισπεύδοντα δανειστή των επιμέρους κονδυλίων της επιταγής, όπως αυτά παρατίθενται στην επιταγή, οπότε στην περίπτωση αυτή και υποχρεούται να αποδείξει τη βασιμότητα των ισχυρισμών του, σε συνδυασμό με το ότι η ακυρότητα της επιταγής επέρχεται, όχι στο σύνολό της, αλλά μόνον κατά το ελαττωματικό μέρος, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, και εν προκειμένω  θα επερχόταν μόνον για το ποσό των τόκων του κεφαλαίου της απαίτησης της καθ’ης από τα συγκεκριμένα τιμολόγια, που υπερβαίνει το πράγματι οφειλόμενο από την ανακόπτουσα για την αιτία αυτή ποσό, το οποίο, επομένως, και θα έπρεπε να προσδιορίζεται επακριβώς με την ανακοπή της. Κατ’ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τις αυτές παραδοχές επίσης απέρριψε τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα με τον σχετικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Ενόψει των ανωτέρω, θα πρέπει, κατόπιν παραδοχής της κρινόμενης έφεσης, και εξαφάνισης της εκκαλουμένης, κατά τα προεκτεθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά κεφάλαιο κατά το ποσό των 62.013,42 ευρώ, το οποίο αποτελεί το σύνολο των καταβληθέντων έναντι της οφειλής της ανακόπτουσας χρηματικών ποσών, και με το οποίο εξοφλήθηκαν εν όλω ή εν μέρει συγκεκριμένα τιμολόγια, που επίσης αναφέρθηκαν, να επικυρωθεί δε αυτή κατά τα λοιπά (ήτοι κατά το ποσό, που αφορά στην αξία των λοιπών τιμολογίων, που δεν έχουν εξοφληθεί, αλλά και κατά το μη εξοφληθέν μέρος των εν μέρει εξοφληθέντων τιμολογίων), και, συνακόλουθα, κατά το ποσό αυτό και η επίσης προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση (σημειωτέον η κρίση της πρωτόδικης απόφασης περί ακύρωσης της εν λόγω επιταγής κατά το μερικότερο κονδύλιο των 380 ευρώ, κατά το οποίο η επιταγή αυτή ακυρώθηκε, δεν προσβλήθηκε με την κρινόμενη έφεση από τη νικήσασα ανακόπτουσα και, συνεπώς, αποτελεί κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που δεν μεταφέρθηκε ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου). Λόγω της εν μέρει παραδοχής της έφεσης της ανακόπτουσας θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ. ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, η καθ’ης η ανακοπή, που νικήθηκε μερικώς, πρέπει να καταδικασθεί στην κατ’αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, η οποία νίκησε μερικώς. Θα είναι όμως ανάλογη προς την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων επί της από 7.10.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…../7.10.2015 και ../…./7.10.2015)  έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 281/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό επί της από 28.11.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./28.11.2011) ανακοπής κατά υπ’αριθμ…../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της από 24.11.2011 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου του απογράφου  της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τις προσβαλλόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς εκτέλεση κατά κεφάλαιο κατά το ποσό των εξήντα δύο χιλιάδων δεκατριών ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (62.013,42).

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ης η ανακοπή μέρος της δικαστικής δαπάνη της ανακόπτουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 15-5-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ