Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 270/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   270/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 7.4.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./18.4.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../18.4.2017 έφεση, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.137/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 16.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../16.12.2015 αγωγή του εφεσιβλήτου, σε βάρος της  εναγομένης, ήδη εκκαλούσας ναυτιλιακής εταιρείας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 591 του ΚΠολΔ, όπως τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4334/2015 : 1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά:..ζ΄« Ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω νόμου:  «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 [που αντικατέστησαν το Βιβλίο Τέταρτο (άρθρα 591 έως 681 Δ) του ΚΠολΔ] εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές». Ενόψει τούτων, ο πρόσθετος λόγος έφεσης, που διαλαμβάνεται στο από 4.10.2017 ιδιαίτερο δικόγραφο της εκκαλούσας κατά του εφεσιβλήτου, το οποίο κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης ………../5.10.2017 και επιδόθηκε στον αντίδικο οκτώ μέρες πριν από την προσδιορισθείσα με την κύρια υπόθεση συζήτηση, όπως προκύπτει από την μετ’επικλήσεως προσκομιζομένη υπ’ αριθμ……/6.10.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………, συνέχεται δε αναγκαστικά με τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτός και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτού (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστεί δε με την έφεση προς την οποία τελεί σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής του προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού του χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση του (ΕφΠειρ 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 16.12.2015 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 13.11.2013 μέχρι τις 28.4.2015, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «BS2», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, το οποίο διενεργούσε τις αναφερόμενες πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες κατά μέσο όρο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα των ετών 2014 και 2015 και Χριστουγέννων του έτους 2014, μήτε του χορηγήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων τριακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (20.314,18 €) για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει συνολικά στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (9.718,17 €) για διαφορές υπερωριακής αμοιβής, αμοιβής δρομολογίων εξπρές και επιδομάτων εορτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της και τον πρόσθετο αυτής λόγο η εναγομένη, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της και του προσθέτου αυτής λόγου, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της, καθώς επίσης την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 3.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως ναύτης, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 14 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία έξι ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατεσσάρων ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της υπ’ αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2079/26-8-2013) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2013» και της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ε, προκειμένου για ναύτη ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,38 € (με προσαύξηση 25%) και 10,05 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%  (ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351).

  1. V. Από την υπ’αριθμ.571/23.9.2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., που συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, με την επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας (υπ’αριθ……΄/19.9.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..) και την υπ’αριθμ……/7.3.2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ……΄/2.3.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «BS2», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 16172 και του ενάγοντος, ………., απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 13-11-2013 έως 14-2-2014, οπότε και απολύθηκε λόγω αδείας, από 14-3-2014 έως 15-12-2014, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, από 19-1-2015 έως 24-2-2015, που απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης και από 26-3-2015 έως 28-4-2015, οπότε απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση των συμβληθέντων. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 3.117,21 ευρώ συμπεριλαμβανομένων του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε αρχικά η από 6-6-2013 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2079/26-8-2013) και από 24-6-2014 μέχρι την απόλυση του εκείνη του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), σύμφωνα με την οποία παρέμειναν ως είχαν κυρωθεί με την προηγούμενη Σ.Σ.Ε., εξακολούθησαν δε να ισχύουν μέχρι την οριστική απόλυση του, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους  κατά τα συνομολογηθέντα ρητά στις οικείες εργασιακές του συμβάσεις, γεγονός που δεν αρνήθηκε η εναγομένη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι στην Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2014 αναγράφεται ότι αυτή έχει αναδρομική ισχύ από την 1-1-2014, όμως, ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη της, αυτή δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε,  ήτοι από 24-6-2014, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).

Εντούτοις, η εναγομένη-εκκαλούσα για πρώτη φορά με τον πρόσθετο λόγο της έφεσης της, ισχυρίζεται ότι δεν εφαρμόζεται η ανωτέρω Σ.Σ.Ε. του έτους 2014 για τις αγώγιμες αξιώσεις του ενάγοντος από την απασχόληση του κατά το έτος 2015, εφόσον κατά την κατάρτιση των από 19-1-2015 και 26-3-2015 συμβάσεων εργασίας του, δεν υφίστατο σε ισχύ, ούτε οι όροι της είχαν καταστεί τμήμα των ατομικών αυτών συμβάσεων εργασίας.

  1. VI. Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 752/2011). Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. Με την προσθήκη των προτάσεων προβάλλονται παραδεκτά νέοι ισχυρισμοί (αντενστάσεις) μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών (ενστάσεων) που έχουν ήδη προβληθεί με τις προτάσεις (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 999/2010, ΑΠ 1253/2004). Από τον κανόνα του “άνευ επικουρίας δικάζεσθαι” εξαιρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί), η δε σχετική εξαίρεση ισχύει για τη δίκη στα Δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού, αλλά όχι στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρα 527 και 573 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το Δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αίτιας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής. (ΑΠ 1087/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο προβαλλόμενος το πρώτον με τον πρόσθετο λόγο της έφεσης ισχυρισμός της εκκαλούσας-εναγομένης, ότι οι ρυθμίσεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τις αποδοχές των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2014, δεν αποτέλεσαν εργασιακούς όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν το έτος 2015, με συνέπεια να μην δύναται να θεμελιωθούν οι επίδικες εργατικές απαιτήσεις του, κατά το εν λόγω έτος, με βάση τις υπέρτερες των συμφωνηθέντων και καταβληθέντων σ’αυτόν  αποδοχών, που προβλέπονταν από την εν λόγω ΣΣΕ και, ως εκ τούτου, καθίστανται αβάσιμες οι σχετικές αξιώσεις του, αποτελεί νέο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, που τείνει στην παρακώλυση των ουσιαστικών δικαιωμάτων του ενάγοντος για την καταβολή των αποδοχών του έτους 2015, εφόσον στηρίζεται σε νέα ουσιώδη αυτοτελή γεγονότα, που αναιρούν την θεμελίωση των συναφών αγωγικών αιτημάτων, η δε προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αυτού του ουσιώδους ισχυρισμού, που δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως, για πρώτη φορά με τον πρόσθετο λόγο της έφεσης, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα επειδή η ιστορική βάση του και τα θεμελιωτικά του στοιχεία δεν προέκυψαν μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του. Ενόψει τούτων, ο  πρόσθετος λόγος της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

VII. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά)  δρομολόγια από τον Πειραιά προς το λιμάνι της Ρόδου, με ενδιάμεσες καταπλεύσεις στους λιμένες της Σύρου, Πάτμου, Λέρου και Κω. Ειδικότερα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το πλοίο αυτό εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, όπως αυτά εκτίθενται στους αντίστοιχους πίνακες, ως προς έκαστο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, την κάθε ημέρα της εβδομάδας, το εκάστοτε λιμάνι προσέγγισης και τον χρόνο άφιξης και αναχώρησης και συγκεκριμένα:

 

                                                1. Από 1.1.2014 έως 14.2.2014, 14.3.2014 έως 31.3.2014, 

                                                    1.11.2014 έως 15.12.2014 και 19.1.2015 έως 24.2.2015

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Πειραι-άς 06.10 19.00 Πάτμος 03.15 03.35
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Σύρος 22.50 23.10 Λέρος 04.35 04.55
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Κως 06.35 07.05
 Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 10.10 17.00
Κως 20.05 20.35  

 

Κως 20.05 20.35
 

 

Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος

 

23.35 23.55
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πειραιάς 08.05 19.00 Πάτμος 03.15 03.35 Ρόδος 17.00
Σύρος 22.50 23.10 Λέρος 04.35 04.55 Κως  20.05 20.35
 Κως 06.35 07.05  Λέρος 22.15 22.35
Ρόδος   10.10  Πάτμος 23.35 23.55

 

 

 

                                                2. Από 1.4.2014 έως 30.6.2014 και 8.9.2014 έως 31.10.2014
 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Σύρος 02.05 02.20 Πάτμος 03.15 03.35
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Πειραι-άς 06.10 19.00 Λέρος 04.35 04.55
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05
 Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 10.10 17.00
Κως 20.05 20.35  

 

Κως 20.05 20.35
 

 

Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος

 

23.35 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Ρόδος 17.00
 Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Κως  20.05 20.35
  Σύρος   22.50    23.10  Κως 06.35 07.05  Λέρος 22.15 22.35
Ρόδος   10.10  Πάτμος 23.35 23.55

 

                                                3. Από 1.7.2014 έως 7.9.2014

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Σύρος 02.05 02.20 Πάτμος 03.15 03.35
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Πειραι-άς 06.10 19.00 Λέρος 04.35 04.55
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05
 Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 10.10 17.00
Κως 20.05 20.35  

 

Κως 20.05 20.35
 

 

Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος

 

23.35 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Σύρος 04.00 04.20   Κως 04.40 05.10 Κατάπολα  05.05 05.25
 Πειραιάς 08.05 19.00   Ρόδος 08.10 09.30 Πάτμος  07.25 07.45
  Σύρος    22.50   23.10  Κως 12.05 12.30  Λέρος 08.35 08.55
 Κατάπολα   15.35 15.55  Κως 10.20 10.50
 Πειραιάς 21.10 23.55   Ρόδος 13.25   17.00
  Κως 20.05   20.35
  Λέρος 22.15    22.35
  Πάτμος 23.35    23.55

 

 

                                                           4. Από 26.3.2015 έως 28.4.2015

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 01.10 01.25 Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 01.10 01.25
Κως 05.45 06.15 Πειραιάς 07.45 18.00 Κως 05.45 06.15 Πειραιάς 07.45 18.00
Ρόδος 09.00 16.00 Ρόδος 09.00 16.00
Κως 19.15 19.45 Κως 19.15 19.45
 

 

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Θήρα 00.35 00.50  Θήρα 01.10 01.25 Πειραιάς 18.00
  Κως 05.45 06.15   Πειραιάς 07.45
  Ρόδος   09.00   16.00
  Κως   19.15   19.45

 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, απασχολούνταν σε καθήκοντα σχετικά με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), είτε σε δύο εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες ανά 24ωρο, είτε ως ημερεργάτης (dayman/ντεϊμάνης), απασχολούμενος ακόμα και ως ναύτης βάρδιας, εκτός από τις φυλακές γέφυρας και καταπέλτη και τις περιπολίες στο πλοίο, ακόμα και πριν την έναρξη της βάρδιας του και μετά τη λήξη της, με τις εργασίες που αφορούν την ως άνω ειδικότητα του, ήτοι την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, καθώς και με εργασίες καθαριότητας του χώρου τούτου, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των εξωτερικών μερών του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά και της Ρόδου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, καθώς επίσης ασχολούνταν με εργασίες συντήρησης και το βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας καταστρώματος, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), ένας ναύκληρος, δυο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και ένας ναυτόπαις αντί δύο. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.  Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσε ενόρκως τόσο ο μάρτυρας του, ………….., ενώπιον του  Ειρηνοδίκη, συντασσομένης της υπ’αριθμ……./23.9.2016 ένορκης βεβαίωσης, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ως ναύτης, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του, όσο και ο μάρτυρας της εναγομένης, …………., συντασσομένης της υπ’αριθμ…../7.3.2016 ένορκης βεβαίωσης, ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο, που εξακολουθεί να απασχολείται σ’αυτό, διαφοροποιούνται όμως ως προς την χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας, κυρίως με το επιχείρημα εκ μέρους του δεύτερου της πληρότητας του πληρώματος και της μείωσης της τουριστικής κίνησης, που όμως δεν αποτελούν αποκλειστικά και ασφαλή κριτήρια για την μη ύπαρξη ανάγκης υπερωριακής εργασίας, ενόψει των εκτιθέμενων περιστάσεων, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος βρίσκεται σε αντιδικία με την πρώτη εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων,  δεν τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει  άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη.  Αμφότερες οι μαρτυρίες αυτές  λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής.

Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικείες Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, για πενήντα εννέα (59) ώρες ενδεχόμενης υπερωριακής εργασίας καθ’ όλες τις ημέρες, καθημερινές και εργάσιμες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, παρεκτός τις αφαιρούμενες μέρες, που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα (12) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγόμενης, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των ως άνω εφαρμοζομένων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,38 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,05 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του εξαιρουμένων των  κατωτέρω ημερών, που το πλοίο δεν εκτέλεσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, λόγω καιρού ή απεργίας της Π.Ν.Ο., οπότε είτε δεν εργάστηκε καθόλου, περιλαμβανομένων των κάτωθι αργιών, είτε δεν εκτέλεσε υπερωρίες και συγκεκριμένα την αργία της 1ης-1-2014, στις 2-1-2014 (Πέμπτη), 31-3-2014 (Δευτέρα) έως 2-4-2014 (Τετάρτη), 20-4-2014 (Κυριακή Πάσχα), 8-6-2014 (Κυριακή), 30-1-2015 (Παρασκευή), 1-2-2015 (Κυριακή), 9-2-2015 (Δευτέρα), 10-2-2015 (Τρίτη), 22-2-2015 (Κυριακή), 26-3-2015 (Πέμπτη), 27-3-2015 (Παρασκευή), 9-4-2015 (Πέμπτη) και στις 10-4-2015 (Μ.Παρασκευή), δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 310 καθημερινών και Κυριακών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.240 ώρες Χ 8,38 ευρώ το ωρομίσθιο = 10.391,20 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 54 Σαββάτων και 14 αργιών και συνολικά 68 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 816 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 8.200,80 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 18.592 ευρώ, απορριπτομένων των αιτιάσεων της εκκαλούσας-εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης της, περί εσφαλμένου αριθμού των Κυριακών και αργιών, που λήφθηκαν ως βάση υπολογισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον ερείδονται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης συνυπολογισμού δύο επιπλέον Κυριακών, που δεν εργάστηκε και μιας επιπλέον αργίας, ενώ πρόκειται για ορθό υπολογισμό από την εκκαλουμένη του αριθμού των Κυριακών και της αργίας της 23ης-2-2015 (Καθαρά Δευτέρα), που απασχολήθηκε υπερωριακά. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 12.282,01 ευρώ (10.028,70 για το έτος 2014 + 2.253,31 ευρώ για το έτος 2015) όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας, μη συμπεριλαμβανομένων των καταβληθέντων ποσών για το επίδομα Κυριακών, που δεν αποτελεί αμοιβή υπερωριακής εργασίας, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 6.309,99 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, δεχόμενο εν μέρει την συναφή ένσταση εξόφλησης του κονδυλίου των υπερωριών, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VIII. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του ναύτη, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθη μεταξύ των συμπληρωματικών όρων, συμφωνία με το εξής περιεχόμενο: ««Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, από τον Ιανουάριο 2014 μέχρι τον Δεκέμβριο 2014, διάφορα χρηματικά ποσά, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 670,87 ευρώ και κατά τους μήνες απασχόλησης του εντός του έτους 2015 με την ίδια αιτιολογία το συνολικό ποσό των 96,86 ευρώ, όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας και συνολικά, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα κατέβαλε στον ενάγοντα, ως επιμίσθιο, το ποσό των 767,73 ευρώ. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, ενόψει του ότι η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι οι χρηματικές αυτές παροχές αφορούσαν αμοιβές για εργασίες, που εκτέλεσε στο πλοίο ο ενάγων, τις οποίες μάλιστα ουδόλως προσδιορίζει και για τις οποίες προβλεπόταν έκτακτη αμοιβή, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται.  Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα ανωτέρω  ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος  από υπερωρίες και συνεπώς, πρέπει να καταλογιστούν στην οφειλόμενη σ’αυτόν πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της εν λόγω οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη, καθόσον αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 767,73 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 5.542,26 ευρώ (6.309,99  – 767,73), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού των ανωτέρω καταβαλλομένων επιμίσθιων ποσών με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία και ακολούθως δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του έκτου λόγου της κρινόμενης έφεσης περί σιωπηρής απόρριψης της εν λόγω ένστασης, καθώς και περί συμψηφισμού εν γένει και των λοιπών καταβληθεισών αμοιβών για επίδομα Κυριακών, Σάββατα και αργίες, υπερωρίες, δρομολόγια εξπρές και δώρα εορτών, με οποιαδήποτε αγωγική  αιτία, ως αβασίμου, καθόσον οι καταβαλλόμενες αποδοχές για τις εν λόγω αιτίες δεν ήταν υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε., ούτως ώστε να μην υπερκαλύπτουν τις νόμιμες αποδοχές και να μην δύναται να συμψηφιστούν με οποιαδήποτε άλλη παροχή.

  1. IX. Εξάλλου στις τακτικές αποδοχές του ναυτικού, βάσει των οποίων υπολογίζονται, η πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, καθώς και για το χτύπημα των ρολογιών, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την εύρεση της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και των επιδομάτων εορτών υπολόγισε τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος στο ποσό των 4.627,20 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22€ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 417,10 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,21 € Χ 5 ημέρες = 321,05 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 Χ 5 = 96,05 €) + 1.475,40 € μέσος όρος υπερωριών (18.592 € σύνολο αμοιβής υπερωριών : 378 ημέρες) + 578,40 € μέσος όρος επιδόματος έχμασης + 123 € μέσος όρος επιδόματος ρολογιών] περιλαμβάνοντας όλες τις ανωτέρω παροχές και επομένως, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εκκαλούσας – εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον τέταρτο λόγο της έφεσης της περί εσφαλμένου συνυπολογισμού προς εύρεση των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, καθώς επίσης της αμοιβής για τα ρολόγια κατά μέσο όρο και της αναλογίας υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχεί στην υπερωριακή του απασχόληση τέσσερις ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αποδείχθηκε, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

  1. X. Περαιτέρω, μετά την, κατά τα άνω, διαπίστωση της ουσιαστικής αβασιμότητας του ανωτέρω τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσης της εκκαλούσας, παρέπεται η ουσιαστική αβασιμότητα του πέμπτου λόγου της έφεσης της, με τον οποίο παραπονείται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με συνυπολογισμό των ανωτέρω παροχών, που καταβάλλονταν τακτικά και παγίως σ’αυτόν και εντεύθεν την μερική παραδοχή με την εκκαλουμένη των αγωγικών αξιώσεων για τις διαφορές, αφενός της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές και αφετέρου των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων του έτους 2014 και Πάσχα των ετών 2014 και 2015, κατά μερική παραδοχή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της ένστασης της εναγομένης περί ολοσχερούς εξόφλησης των απαιτήσεων αυτών, αντί ολικής, όπως υποστηρίζει με τον κρινόμενο λόγο επί τη βάσει εσφαλμένου υπολογισμού των αποδοχών του ενάγοντος, που, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
  2. XI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, μήτε πρόσθετος, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση και ο πρόσθετος λόγος έφεσης να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν και συνακόλουθα το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της προσωρινής εκτέλεσης κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου-προσθέτως εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), στην εναγομένη – εκκαλούσα – προσθέτως εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (176παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση και τον πρόσθετο αυτής λόγο κατά της υπ’αριθμ.137/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τον πρόσθετο λόγο έφεσης.

Απορρίπτει το αίτημα επαναφοράς στην προτέρα της προσωρινής εκτέλεσης της εκκαλουμένης κατάσταση.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εκκαλούσα – προσθέτως εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσιβλήτου –προσθέτως εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 30 Απριλίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ