Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 252/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    252/ 2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3278/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης. Έχουν κατατεθεί δε από την εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 22α, 22β του Ν.2190/1920 ‘’περί ανωνύμων εταιριών’’, 68, 714, 297, 298, 299 ΑΚ, προκύπτει ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ευθύνονται έναντι του νομικού προσώπου της εταιρίας για ζημία, που, από πταίσμα τους, προξενήθηκε στην εταιρία, η ευθύνη δε αυτή υπάρχει (κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ) και όταν η ζημιογόνος-πράξη ή παράλειψή τους αποτελεί αδικοπραξία, με την έννοια των άρθρων αυτών, δηλαδή αν είναι παράνομη, υπαίτια και ζημιογόνος για τα συμφέροντα της εταιρίας (ΑΠ 1483/2010, ΑΠ 1298/2000, Eφ.Αθ. 5102/2012, Εφ.Θεσ.1801/2008, Εφ.Αθ. 252/2007, Εφ.Αθ. 4101/2005, Εφ.Αθ. 7310/1996,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 3469/1991 ΕλλΔ 1993, 617). Οι σύμβουλοι, σύμφωνα με το άνω άρθρο 22α του Ν. 2190/1920, ευθύνονται για κάθε πταίσμα κατά τη διαχείριση, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, επομένως -κατά μείζονα λόγο- για βαρεία αμέλεια ή δόλο. Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι, ως διαχειριστές ξένης περιουσίας, οφείλουν να διαφυλάττουν και να προάγουν τα συμφέροντα της εταιρίας και των μετόχων και να μη χρησιμοποιούν τις εξουσίες τους κατά τρόπο που να βλάπτει τα συμφέροντα αυτά. Η υποχρέωση αυτή στηρίζεται στις γενικές διατάξεις των άρθρων 66 και 69 ΑΚ, αλλά και ευρύτερα στις διατάξεις των άρθρων 22 και 22α του Ν. 2190/1920, καθόσον το γεγονός ότι η εταιρία χρησιμοποιεί τρίτους στη διοίκησή της δεν επιτρέπεται να αποβαίνει σε βάρος της.΄Ετσι, και οι διευθυντές της εταιρίας, υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με τα άλλα μέλη του ΔΣ, η δε ευθύνη τους υφίσταται ανεξάρτητα από τη νομιμότητα της εκλογής του Διοικητή της εταιρίας (βλ. Κ. Καραβά, Εγχειρίδιον θεωρητικόν και πρακτικόν περί ανωνύμων εταιριών, Αθήνα 1930-1938, 449, Πασσιά, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, Αθήνα 1969, 645-647, Κ. Παμπούκη, Ζητήματα από την ευθύνη για τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας, ΕΕμπΔ 1985, 374-376, Μ. Μηνούδη, Ευθύνη μελών διοίκησης ανώνυμης εταιρίας, Αρμ 1989, 299, Κ. Μάρκου, Σκέψεις πάνω στα αρ. 35 και 22α του ν. 2190/1920, ΕΕμπΔ 1990, 584 επ.). Εξάλλου, ‘’πταίσμα’’, κατά την διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων, διαπράττουν, κατά την έννοια του ως άνω αρ. 22α Ν. 2190/1920, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, όταν δεν τηρούν κατά την άσκηση του οργανικού τους λειτουργήματος τους κανόνες επιμέλειας, τους οποίους μπορεί και οφείλει με βάση την καλή πίστη να τηρεί ένας μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας (αμέλεια ως μορφή παράνομης συμπεριφοράς – βλ. αρ. 330 εδ. α` ΑΚ, Δεληγιάννη- Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δικ. III, 1992, σελ. 192 επ., Εφ.Θεσ. 1801/2008, ο.π). Σ` αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει μόνο το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο και νομιμοποιείται αποκλειστικά να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της Διοικήσεως (ΑΠ 1483/2010, ΑΠ 1298/2000,ό.π., Εφ.Αθ. 252/2007, ο.π , Ρόκα, Εμπορ. Εταιρίες σελ. 143 και 198 όπως και Γνμδ. Κ. Παμπούκη στην ΕΕμπΔ 1985, 372 επ.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22β του Ν. 2190/1920, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 10 παρ. 5 του Ν. 2339/1995, για την έγερση αγωγής κατά μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από την εταιρία, απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, η οποία πρέπει να ληφθεί με απόλυτη πλειοψηφία ή να ζητήσουν αυτό από το ΔΣ μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου. Ο νόμος, δηλαδή, ορίζει ειδικώς ότι οι αξιώσεις της εταιρίας κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τη διοίκηση ή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων ασκούνται υποχρεωτικώς αν ζητήσει αυτό η Γενική Συνέλευση ή ορισμένη μειοψηφία των μετόχων. Ο νόμος προβλέπει απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που λαμβάνεται κατ` απόλυτη πλειοψηφία, και πρέπει να εκδηλώνεται σαφώς στην ημερήσια διάταξη της συνέλευσης ότι πρόκειται αυτή να αποφασίσει περί κίνησης της αγωγής κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου και να καθορίζεται επακριβώς η αξίωση, για την οποία ζητείται η έγερση της αγωγής (ΑΠ 725/2004 ΕλλΔ 45, 1519, ΑΠ 1405/1998 ΔΕΕ 1998, 972, ΑΠ 1074/1995, ΕλλΔ 36, 1642, ΑΠ 885/1994 ΕλλΔ 47, 607, Εφ.Αθ. 4101/2005, Εφ.Θεσ. 1801/2008, ό.π.). Οι ως άνω προϋποθέσεις δεν απαιτούνται στην περίπτωση που η ζημία οφείλεται σε δόλο των μελών του διοικητικού συμβουλίου (αρ. 22β περ. 1 εδ. τελευταίο του ν. 2190/1920). Επίσης, τα μέλη του Δ.Σ υπέχουν απέναντι στην εταιρία υποχρέωση πίστης (Εφ.Θεσ. 1048/2003 ΕΕμπΔ 2003, 1148). Η υποχρέωση αυτή, η οποία είναι απόρροια του χαρακτήρα της σχέσης, που συνδέει το μέλος του ΔΣ με την εταιρία, ως σχέση εμπιστοσύνης, ξεπερνά τα όρια της γενικής αρχής της καλής πίστης (αρ. 288, 281 ΑΚ) καθώς παρουσιάζει άλλη ποιοτική διάσταση και ένταση. Το θετικό περιεχόμενο της υποχρέωσης πίστης επιβάλλει στα μέλη του ΔΣ να αφιερώνουν όλες τις δυνάμεις τους για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού (βλ. Ν. Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες, σελ. 209), ακόμη και αν η απαιτούμενη συμπεριφορά ξεπερνά τις υποχρεώσεις, που θα απέρρεαν από μία σύμβαση εργασίας, ενώ, κατά το αρνητικό περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής, απαγορεύεται στα μέλη του ΔΣ, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, να δίνουν το προβάδισμα στην εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων ή συμφερόντων τρίτων εις βάρος του εταιρικού συμφέροντος. Εξειδίκευση του περιεχομένου αυτού της υποχρέωσης πίστης των μελών του Δ.Σ αποτελούν τα άρθρα 22α παρ. 4, 23α Ν. 2190/1920 (βλ. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, τ. II, σελ. 634 επ.). Σε περίπτωση παράβασης των καθηκόντων τους, τα μέλη του Δ.Σ ευθύνονται απέναντι στο νομικό πρόσωπο της εταιρίας, για κάθε πταίσμα (αρ. 22α παρ. Ι ν. 2190/1920). Το άρθρο αυτό δημιουργεί εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι περιορίζεται στη ρύθμιση του ζητήματος της υπαιτιότητας. Εντούτοις το περιεχόμενο του δεν εξαντλείται εδώ. Η διάταξη έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πέρα από τη ρύθμιση της υπαιτιότητας, θεμελιώνει αντικειμενικούς κανόνες συμπεριφοράς για τα μέλη του ΔΣ, τα οποία οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους με την απαιτούμενη επιμέλεια. Η παράβαση των κανόνων αυτών, δημιουργεί το παράνομο, το οποίο είναι προϋπόθεση της ευθύνης. Επομένως, στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 22α Ν. 2190/ 1920, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου, που κάνει λόγο για την επιμέλεια συνετού οικογενειάρχη, προϋπόθεση που δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για το διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας, ο οποίος ευθύνεται για πάσα επιμέλεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ρυθμίζεται αυτοτελώς το ζήτημα της ευθύνης των μελών της διοίκησης της εταιρίας. Η νομική φύση της ευθύνης θα κριθεί με βάση το είδος της έννομης σχέσης, που συνδέει τα μέλη του Δ.Σ με την εταιρία. Ως νομική βάση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας έναντι αυτής, πρέπει να θεωρηθεί η παράβαση των υποχρεώσεών τους, που τους επιβάλλει η μετ` αυτού υπάρχουσα σύμβαση εντολής ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, κατά περίπτωση, όσο και η νομοθεσία περί εταιρίας (ΑΠ 769/1995, ΔΣΑ Ε/ΕΠΕ 1998, 163) και επομένως η ευθύνη αυτή είναι ευθύνη τόσο ενδοσυμβατική ως εκ της συμβάσεως απορρέουσα, όσο και ευθύνη εκ του νόμου (αδικοπρακτική) (ΑΠ 1285/1980 ΕΕΝ 1981, 298, Eφ.Αθ. 5102/2012, ο.π ,Εφ.θεσ.2500/1994, Αρμ 1995, 1424), ήτοι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συρροής αξιώσεων (ή νομίμων βάσεων αξιώσεως), εφόσον βεβαίως η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψή τους αποτελεί ταυτόχρονα και αδικοπραξία. Η ευθύνη των διοικητών της εταιρίας υφίσταται για τη ζημία, που προκάλεσαν σ` αυτή από κάθε πταίσμα τους με τις διακρίσεις του άρθρου 22α Ν. 2190/ 1920, η διατύπωση των διατάξεων του οποίου (εδ. 1 και 2), όμως, είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, το άρθρο 22α (1) ορίζει ότι οι σύμβουλοι ευθύνονται έναντι της εταιρίας, κατά τη διοίκηση των υποθέσεών της, για κάθε πταίσμα. Στη συνέχεια το αρ. 22α (2), αντιστρέφοντας το βάρος της απόδειξης, ορίζει ότι η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, εάν ο σύμβουλος αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του σωστού οικογενειάρχη. Η ίδια, όμως, διάταξη προβλέπει ότι αυτό δεν ισχύει για το διευθύνοντα σύμβουλο, ο οποίος είναι υπόχρεος για κάθε επιμέλεια (βλ. Σ. Μούζουλας, Το δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, τομ. 3ος, σελ. 142). Τέλος, για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση και την ΑΚ 914, πρέπει να υπάρχει: α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην συμπεριφορά και τη ζημία. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, που αποτελεί βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία, όμως, για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημιώσεως, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή το γενικό πνεύμα δικαίου (ΑΠ 821/2004 ΕλλΔ 45, 1600, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔ 45, 83, ΑΠ 906/2001 ΕλλΔ 44, 122, Εφ.Αθ.5102/2012,ο.π, Εφ.Αθ. 4101/2005,ο.π).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό μ’ αυτές των 57, 59, 61 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρίας δικαιούται να ζητήσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά άλλου, προσβλητική της προσωπικότητάς του στην έκφανση της πίστης της υπόληψης της φήμης του επαγγελματικού μέλλοντος και των λοιπών άυλων αγαθών, που αναγνωρίζονται σ’ αυτό, το ύψος της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από την ελεύθερη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του δικαστηρίου, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής κλπ (ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 46,394, Εφ.Αθ. 5749/2009 ΕλλΔνη 2010,260, Εφ.Αθ. 249/2007 ΕλλΔνη 2008,927, Εφ.Αθ. 302/2006 ΔΕΕ 2006,513). Τα νομικό πρόσωπο, προσβαλλόμενο κατά τα παραπάνω, δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον πρόκειται περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του προσβάλλοντος, από την οποία πλήττεται η πίστη, η φήμη, το επάγγελμα και το μέλλον του (ΟλΑΠ 1/1994 Ποιν.Χρον ΜΔ 208,211, Εφ.Θεσ. 77/2007 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2007,504). Για την αποκατάσταση δε αυτής της ηθικής βλάβης τα προσβαλλόμενα νομικά πpόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτής γεγονότα, ώστε να είναι ορισμένη η αγωγή, και ειδικότερο ότι με την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας ή με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις αλλά με συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 382/2011, Εφ.Θεσ.626/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη – Σταθάπουλου ΕρμΑΚ, άρθρο 932, αρ. 13).

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1599/1986, γεγονότα ή στοιχεία, που δεν αποδεικνύονται με τα αναφερόμενα στο νόμο αυτό έγγραφα, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με το σκοπό του τίτλου της, συνάγεται ότι αυτή δεν έχει εφαρμογή κατά την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων, επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι ειδικές περί απόδειξης διατάξεις του ΚΠολΔ και συνεπώς, η κατά τη διάταξη αυτή υπεύθυνη δήλωση δεν αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, αναμφισβήτητα αν προέρχεται από μη διάδικο και μόνο ως μαρτυρία τρίτου δύναται να χρησιμεύσει, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δεν έγινε με το σκοπό να χρησιμοποιηθεί και στη δίκη, κατά την οποία κρίνεται η συγκεκριμένη διαφορά (Ολ.ΑΠ.8/1987, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 743/2011, ΑΠ 635/2008, ΑΠ 1025/2007, ΑΠ 370/2004, Εφ.Δυτ.Στ.Ελλ.19/2017, Εφ.Θεσ. 517/2015, Εφ. Πειρ.23/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, η οποία βρίσκεται υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από το μέτoχό της ………….., που διορίστηκε ως ειδικός εκπρόσωπός της µε την υπ’ αρ. 726/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, εξέθετε στην από 23-2-2012 και με αριθμ. κατάθεσης …../2012 αγωγή της, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ. …./11-6-1992 συµβολαίου της συµβολαιογράφου Αθηνών, ………, αυτή συστήθηκε από τον ως άνω …….. και τον …….. –πρώτο εναγόμενο (αδέρφια), με ποσοστό συμμετοχής στο µετοχικό της κεφάλαιο κάθε ένα εξ αυτών, 50%. Ότι ως έδρα της ορίστηκε η Νίκαια Αττικής, ως πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλός της ο πρώτος εναγόµενος και ως σκοπός της η ίδρυση και εκµετάλλευση τοπικού ραδιοφωνικού σταθµού, για την επίτευξη του οποίου κατέστη φορέας ο ραδιοφωνικός σταθµός µε το διακριτικό τίτλο ‘………. ‘’, που προϋπήρχε και του οποίου οι εγκαταστάσεις ήταν αρχικά στο όρος … και µετά τη σύστασή της στο όρος ….. Ότι ο παραπάνω ραδιοφωνικός σταθμός, έλαβε άδεια, με την υπ΄αριθμ…./21-7-1994 απόφαση Χορήγησης Προσωρινής Άδειας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, για την πραγματοποίηση δοκιμαστικών εκπομπών καθώς και την υπ΄αριθμ. …/29-7-1994 Εγκριση Εγκατάστασης Κεραίας από τη Δ/νση  Δασών Ανατολικής Αττικής σε δημόσια δασική έκταση στον …. 20 τ.μ., ενώ, τον Ιανουάριο του έτους 1997, συµµετείχε στη διαγωνιστική διαδικασία του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (Ε.Ρ.Σ), υποβάλλοντας τη µε αριθμ. πρωτ. …./15-1-1997 αίτηση για χορήγηση άδειας του ανωτέρω ραδιοφωνικού σταθµού, όπως και τον ταυτάριθµο φάκελο αυτής µε τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας παράνομα, υπαίτια και με τρόπο αντίθετο με τα συμφέροντα της ενάγουσας εταιρίας, σε συνεργασία με τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων (συζύγους), όπως πληροφορήθηκε, στις 7-11-2000, ο έτερος µέτοχός της, …….., συμφώνησαν τη μεταβίβαση χωρίς αντάλλαγμα των περιουσιακών στοιχείων της ενάγουσας εταιρίας (εγκαταστάσεων, δικαιωμάτων κ.λπ) καθώς και του ως άνω φακέλου στο εικονικό σωματείο ‘……, (που είχε ιδρυθεί στις 28-7-1998 με πρωτοβουλία των τριών πρώτων των εναγομένων, του οποίου αυτοί αποτέλεσαν ιδρυτικά μέλη, με φερόμενη ως εκπρόσωπό του την τρίτη εναγοµένη) και ακολούθως την περαιτέρω πώληση αυτών στην εταιρία µε την επωνυµία «. ………», αντί τιµήµατος 180.000.000 δραχµών, από το οποίο η τελευταία εταιρία είχε προκαταβάλει ως αρραβώνα το ποσό των 10.000.000 δραχµών, συντάσσοντας και τα σχετικά ιδιωτικά συμφωνητικά, που αναφέρονται στην αγωγή, με βάση ψευδή και πλαστά πρακτικά της Γ.Σ και του Δ.Σ της ενάγουσας που επίσης, αναφέρονται στην αγωγή, εν αγνοία του έτερου μετόχου της εταιρίας (………), με απώτερο σκοπό, η εταιρία και ο τελευταίος αυτός μέτοχος να στερηθούν κάθε περιουσιακό στοιχείο και δικαίωμα, ενώ οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι θα ελάμβαναν το τίμημα για την πώλησή της στο εικονικό σωματείο ‘….., το οποίο αυτοί είχαν συστήσει. Ότι, η εν λόγω μεταβίβαση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, όμως, στα πλαίσια του σχεδίου τους αυτού, στις 26-11-1998, ο πρώτος εναγόμενος, είχε ζητήσει την προσωρινή διακοπή της ρευματοδότησης των εγκαταστάσεων του ως άνω ραδιοφωνικού σταθμού της επιχείρησης της ενάγουσας και εν συνεχεία, στις 22-10-1999, υπογράφηκε από το σωματείο ‘’……..’’, νέο συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, με βάση το προσκομισθέν στη ΔΕΗ ως άνω συμφωνικό μεταβίβασης, σύμφωνα με το οποίο, το ανωτέρω σωματείο έκανε χρήση της ίδιας παροχής, την οποία χρησιμοποιούσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της (ενάγουσας) μέχρι το χρόνο διακοπής της ρευματοδότησής του. Μετά, δε, την υπογραφή του ανωτέρω συμβολαίου και συγκεκριμένα από τις 22-10-1999, χρήση των εγκαταστάσεων του ραδιοφωνικού της σταθμού έκανε ο ραδιοφωνικός σταθμός ‘………..’’, ιδιοκτησίας του σωματείου ‘’…….’’. Ότι, στις 18-03-2001, η τρίτη εναγομένη, ως εκπρόσωπος του ανωτέρω σωματείου, αλλά στην πραγματικότητα ενεργώντας τόσο ατομικά, όσο και προς όφελος των δύο πρώτων εναγομένων, έδωσε εντολή και πληρεξουσιότητα στον ηλεκτρολόγο ………. να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την αλλαγή επωνυμίας της ανωτέρω παροχής στην επωνυμία της τέταρτης εναγομένης εταιρίας, η οποία (αλλαγή), πραγματοποιήθηκε τελικά στις 20-3-2001 και ότι έκτοτε χρήση των εγκαταστάσεων του σταθμού της έκανε ο τηλεοπτικός σταθμός «……..», ιδιοκτησίας της τελευταίας, που, προφανώς, διά του νομίμου εκπροσώπου της είχε ελέγξει και γνώριζε την ανυπαρξία νόμιμου δικαιώματος του ως άνω σωματείου και την παρανομία του όλου εγχειρήματος. Ότι  οι προαναφερθείσες πράξεις των εναγομένων είχαν ως συνέπεια να επέλθει ο κλονισμός των σχέσεων του πρώτου εναγομένου με τον έτερο μέτοχό της ενάγουσας, ………, καθώς επίσης να μην καταστεί δυνατό (η ενάγουσα εταιρία), να πωλήσει τον προαναφερόμενο ραδιοφωνικό σταθμό και όλα τα απορρέοντα απ’ αυτόν δικαιώματα (άδεια, φάκελο) στον επιχειρηματία, …….., ο οποίος είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον να τον αγοράσει τον Οκτώβριο του έτους 2000, έναντι του ποσού των 300.000.000 δραχμών (880.410,86 ευρώ). Ότι, επιπλέον, η ενάγουσα από τις ανωτέρω ενέργειες των εναγοµένων, απώλεσε το ποσό των 1.188.000 ευρώ, το οποίο θα αποκόµιζε, µετά βεβαιότητας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, είτε από τη χρήση από την ίδια των εγκαταστάσεων του ανωτέρω ραδιοφωνικού της σταθµού, είτε από την παραχώρηση της χρήσης του σε τρίτους, έναντι µηνιαίου µισθώµατος, ύψους τουλάχιστον 9.000 ευρώ, το οποίο θα εισέπραττε για το χρονικό διάστηµα από 20-3-2001 µέχρι 20-3-2012, καθώς, αν οι εναγόµενοι δεν προέβαιναν στις ως άνω ενέργειες, θα ήταν βέβαιο ότι η διάρκεια της εταιρίας, η οποία είχε οριστεί αρχικά µέχρι τις 30-6-2002, θα είχε παραταθεί έως τις 20-3-2012. Ότι, περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος παρέλειπε υπαίτια να διαχειρίζεται με επιμέλεια τις υποθέσεις της εταιρίας και να δημοσιεύει τους ισολογισμούς της, με συνέπεια να ανακληθεί η άδεια σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της με την υπ’ αριθμ. 2361/2002 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και ακολούθως αυτή να λυθεί και να τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης. Ότι, τέλος, από τις ανωτέρω ενέργειες των εναγοµένων υπέστη και ηθική βλάβη καθώς επλήγη η φήµη και η αξιοπιστία της στις εµπορικές της συναλλαγές, αφού αυτή εµφανιζόταν ως αφερέγγυα και «ουσιαστικά νεκρή» εταιρία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να της καταβάλουν, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, τα παρακάτω ποσά: 1) για την αποθετική ζηµία, την οποία υπέστη: α) οι τρεις πρώτοι απ’ αυτούς και σε ολόκληρο ο καθένας τους, το ποσό των 880.410,86 ευρώ, το οποίο παραδεκτά περιόρισε με δήλωσή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά αυτού, αλλά και µε τις πρωτόδικες προτάσεις της (άρθρο 223 εδ. β. του ΚΠολΔ) στο ποσό των 250.000 ευρώ, β) όλοι οι εναγόµενοι και σε ολόκληρο ο καθένας τους, το ποσό των 1.188.000 ευρώ, το οποίο περιόρισε κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, στο ποσό των 350.000 ευρώ (= 2.651,51 ευρώ µηνιαίως χ 12 µήνες Χ 11 χρόνια) και 2) ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης : α) ο πρώτος εναγόµενος, το ποσό των 200.000 ευρώ, το οποίο, παραδεκτά ως ανωτέρω, περιόρισε στο ποσό των 100.000 ευρώ, β) καθένας από τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των εναγοµένων, το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο παραδεκτά επίσης περιόρισε στο ποσό των 10.000 ευρώ. Τέλος, η ενάγουσα ζητούσε να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος καθένα εκ των τριών πρώτων εναγοµένων, διάρκειας δώδεκα µηνών, ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόµενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3278/2014) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο, σχετικά με τη στηριζόμενη στην ενδοσυμβατική του ευθύνη  βάση της, την απέρριψε, ως προς αυτόν, ως αόριστη, όσον αφορά στη συρρέουσα, εξ αδικοπρακτικής ευθύνης, βάση της, καθώς και όσον αφορά στο αίτημά της περί καταβολής στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ακόμη, απέρριψε την αγωγή, σχετικά με τους λοιπούς εναγόμενους, ως προς τους οποίους αυτή επιχειρείται να στηριχθεί στις  περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως μη νόμιμη, διότι έκρινε ότι δεν προκύπτει, από τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά, αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς τους και της αποθετικής ζημίας, την οποία υπέστη η ενάγουσα.  Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή και ως προς τον πρώτο εναγόμενο, κατά το μέρος που αυτή είχε κριθεί ορισμένη και νόμιμη, ως ουσιαστικά  αβάσιμη.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, όμως, η αγωγή είναι καταρχήν απορριπτέα ως αόριστη, ως προς την τέταρτη εναγομένη εταιρία, διότι, μόνο η αναφορά ότι  ‘’(…) στις 19-3-2001 η τελευταία μέσω του εκπροσώπου της ……., ο οποίος ασφαλώς είχε ελέγξει και γνώριζε την ανυπαρξία νόμιμου δικαιώματος του σωματείου ‘’……….’’ και την παρανομία του όλου εγχειρήματος, εξουσιοδότησε τον ίδιο ηλεκτρολόγο να προβεί και εκ μέρους της στις ενέργειες αυτές (…)‘’, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε περιστατικά ή άλλα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η γνώση της αυτή, (ότι δηλαδή, όταν έγινε η αλλαγή της παροχής ρευματοδότησης στο όνομά της, ήξερε ότι το σωματείο ‘’………’’, ενεργούσε παράνομα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα), δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει την αδικοπρακτική συμπεριφορά της. Επίσης, ως αόριστο,  πρέπει να απορριφθεί το αγωγικό κονδύλιο περί απώλειας εισοδημάτων της ενάγουσας εταιρίας ποσού 350.000 ευρώ, μετά τον περιορισμό του κατά τα προεκτεθέντα, (2.651,51 ευρώ χ 11 έτη χ12 μήνες), το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν χρησιμοποιούσε η ίδια τις εγκαταστάσεις της ή παραχωρούσε σε τρίτους, έναντι ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτών, καθώς δεν γίνεται μνεία ειδικότερα των εσόδων, που η ίδια θα αποκόμιζε από τη λειτουργία του ραδιοσταθμού (π.χ από διαφημίσεις κλπ), ούτε (μνεία) συγκεκριμένων προσφορών από τρίτους για τα επίδικα χρονικά διαστήματα ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση των εγκαταστάσεών του, ή τυχόν αντίστοιχα ανταλλάγματα ή μισθώματα, που ελάμβαναν άλλοι ραδιοσταθμοί. Μετά δε την απόρριψη του εν λόγω κονδυλίου, καθίσταται άνευ αντικειμένου ο έβδομος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του κονδυλίου αυτού κατ΄ουσία, από την εκκαλουμένη, διότι δεν επιτρέπονταν η παραχώρηση ή εκμίσθωση σε τρίτους του σταθμού, λόγω της προσωρινότητας της αδείας του, πράγμα το οποίο, σε κάθε περίπτωση, ισχύει, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω, ανεξάρτητα, βέβαια, του ότι θα μπορούσε η ίδια (ενάγουσα) να κάνει χρήση αυτού με αντίστοιχα οφέλη, τα οποία, όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν προσδιορίζει.

Ως προς τους λοιπούς εναγόμενους και τα λοιπά κονδύλια, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, τόσο ως προς την, εκ της συμβατικής ευθύνης, βάση της, που αφορά στον πρώτο εναγόμενο, όσο και ως προς την, εξ αδικοπρακτικής ευθύνης, βάση της, που αφορά σε όλους τους εναγόμενους, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, που αναφέρονται στην εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και των άρθρων 914 επ., 932 ΑΚ και όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη, κακώς απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο, που αφορά στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως αόριστο, κατά το βάσιμο παράπονο της ενάγουσας-εκκαλούσας, που προβάλλει με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, διότι, αντίθετα με όσα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε παραπάνω, συγκεκριμένα περιστατικά (σύγκρουση και ασυνεννοησία μεταξύ των μετόχων, αδυναμία χρησιμοποίησης και γενικά αξιοποίησης των εγκαταστάσεών της και των περιουσιακών της στοιχείων κ.α), που, εξαιτίας των αναφερομένων παράνομων πράξεων του πρώτου των εναγομένων, αλλά και των δεύτερου και τρίτης εξ αυτών, διατάραξαν τη λειτουργία της και τη δραστηριότητά της, προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη, το εμπορικό της μέλλον και η φήμη της, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Ακόμη, εσφαλμένα απέρριψε η εκκαλουμένη τη σωρευόμενη περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, καθώς, αντίθετα με τα όσα αιτιολογούνται σε αυτήν, προσδιορίζεται επαρκώς στην αγωγή σε τι συνίσταται η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά αυτού, από την οποία ζημιώθηκε η ενάγουσα (όπως σύνταξη ψευδών πρακτικών, συγκεκριμένη μεθόδευση μαζί με τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, ώστε να καρπωθεί το σύνολο της αξίας του εν λόγω ραδιοφωνικού σταθμού κ.α), γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού τρίτου λόγου της έφεσης. Περαιτέρω, κακώς απέρριψε η εκκαλουμένη ως μη νόμιμη την αγωγή, ως προς τη μοναδική αδικοπρακτική βάση της, ως προς τους δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, καθώς από τα αναφερόμενα σε αυτήν ως άνω περιστατικά, ανεξάρτητα της περαιτέρω απόδειξης της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών, προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, όπως επίσης βάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα –εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της.

Πέραν δε των ως άνω, ήδη εξετασθέντων, λόγων, η ενάγουσα-εκκαλούσα προσβάλλει, με την κρινόμενη έφεσή της, την εκκαλουμένη απόφαση και για τους λοιπούς λόγους που εκθέτει  σ΄αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος των αντιδίκων της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης  …………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητά των οποίων δεν αμφισβητείται, καθώς επίσης και της υπ΄αριθμ…../18-5-2017 ένορκης βεβαίωσης του ……….., που προσκομίζει η ενάγουσα, παραδεκτά, για πρώτη φορά, στην κατ΄ έφεση δίκη (άρθρο 529 ΚΠολΔ), και λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας ………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ……../15-5-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά …………., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

(Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι δεν λαμβάνονται υπόψη: α) οι από 12-12-2001, 16-12-2001, 16-12-2001, 24-12-2001, 16-12-2001, 20-7-2001, 8-2-2002, 15-2-2002, 3-2-2002 υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 των ………….  αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει η ενάγουσα και β)  η από 23-02-2005 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 του ……….., την οποία προσκομίζει ο πρώτος εναγόμενος, οι οποίες δεν αποτελούν επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, καθώς αυτές, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν και στην παρούσα δίκη, διότι ναι μεν έλαβαν χώρα πολλά έτη πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, όμως, είχαν ληφθεί στα πλαίσια της ίδιας διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και συναφούς με την παρούσα δίκης, (πέραν της τυχόν ποινικής), ήτοι της υπ’ άριθμ. καταθ. ……/1003, αγωγής με παρόμοιο περιεχόμενο με αυτό της ένδικης, την οποία άσκησε ατομικά ο ………. και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ.4116/2005 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, καθώς ενεργητικά νομιμοποιούμενη κρίθηκε ότι είναι η νυν ενάγουσα εταιρία. Επομένως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται η ενάγουσα –εκκαλούσα ότι οι ως άνω υπό στοιχ. (α) υπεύθυνες δηλώσεις εσφαλμένα δεν ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο).

Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία συστήθηκε δυνάμει του υπ΄αριθμ. …/11-06-1992 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. ενώ η  άδεια σύστασής της ανακλήθηκε µε την υπ’ αριθµ. 2361/2002 απόφαση του Νοµάρχη Πειραιά, που δηµοσιεύθηκε στο µε αριθµ. 3335/10-05-2002 ΦΕΚ (τεύχος Α.Ε και Ε.Π.Ε) και εισήλθε στο στάδιο της εκκαθάρισης, η δε θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ) έληξε στις 30-4-2004, χωρίς μέχρι τότε να συγκληθεί Γενική Συνέλευση (Γ.Σ) από τους δύο μετόχους της (…….. –ήδη ειδικό εκπρόσωπο αυτής και …….. –πρώτο εναγόμενο), ώστε να διορισθούν εκκαθαριστές κατά το καταστατικό της. Ο …….. ατομικά άσκησε την υπ’ αριθμ. καταθ…../2003 αγωγή του, με περιεχόμενο παρόμοιο με αυτό της ένδικης, που απορρίφθηκε με την  υπ΄αριθμ. 4116/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, καθώς ενεργητικά νομιμοποιούμενο θεωρήθηκε το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Εν συνεχεία, με την υπ΄αριθμ. 778/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκουσία δικαιοδοσία) διορίστηκαν, κατόπιν της υπ’αριθμ. καταθ. …./2007 αίτησης του ……., οι εκεί αναφερόμενοι δύο εκκαθαριστές, οι οποίοι παραιτήθηκαν εγγράφως στις 25-9-2008 χωρίς να ασκήσουν καμία πράξη εκκαθάρισης. Τέλος, ο …….., κατόπιν της υπ΄αριθμ. καταθ. …./2010 αίτησής του, η οποία έγινε κατ΄έφεση δεκτή (ενώ είχε απορριφθεί πρωτοδίκως), διορίστηκε με την υπ΄αριθμ. 726/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ως ειδικός εκκαθαριστής της εν λόγω εταιρίας ( ήδη ενάγουσας), ώστε να προβεί για λογαριασμό της στην άσκηση της ένδικης, με αριθμ. καταθ. ……/11-4-2012, αγωγής. Με βάση, όμως, τα παραπάνω, η αγωγική εξ αδικοπραξίας αξίωση, που αφορά στους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, (καθώς και στην τέταρτη  εξ αυτών, αλλά ως προς την τελευταία, είναι απορριπτέα η αγωγή, όπως ήδη αναφέρθηκε, λόγω αοριστίας, η εξέταση της οποίας προηγείται), έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι αυτοί, στην ένσταση, που προέβαλαν τόσο με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, όσο και με δήλωσή τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, αλλά και με τις προτάσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Συγκεκριμένα, οι επικαλούμενες από την ενάγουσα πράξεις των εν λόγω εναγομένων, που στοιχειοθετούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, έλαβαν χώρα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ίδια την αγωγή, από το έτος  1998 έως το έτος 2001 και ο ………. έμαθε για αυτές κατά τα έτη 2000 και 2001, ενώ η ένδικη αγωγή ασκήθηκε το έτος 2012. Δεν είχε χωρήσει, δε, αναστολή παραγραφής, όλο το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα των δέκα και πλέον ετών, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Το γεγονός ότι δεν φρόντισαν οι μέτοχοι της ενάγουσας να διοριστούν εκκαθαριστές, μετά τη λύση της εταιρίας (2002), εφόσον δεν ήταν δυνατόν, λόγω της μεταξύ τους ασυνεννοησίας, να συγκληθεί προς τούτο Γ.Σ, δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας που οδηγεί στην αναστολή της παραγραφής. Ο δε ……….., θα μπορούσε, αντί να ασκήσει την προαναφερθείσα αγωγή του ατομικά το έτος 2003,  να αιτηθεί νωρίτερα το διορισμό εκκαθαριστών της εταιρίας, πράγμα που έπραξε μόλις το έτος 2007 κι ακόμη, εφόσον αυτοί παραιτούνταν, να αιτηθεί έγκαιρα, πριν παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής, το διορισμό του ως ειδικού εκπροσώπου της εταιρίας, για να ασκήσει την ένδικη αγωγή, (ενέργεια στην οποία τελικά προέβη μόλις το έτος 2010). Οι χρονικές αυτές καθυστερήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τα επικαλούμενα από την ενάγουσα περιστατικά, τα οποία δεν συνιστούν, όπως προαναφέρθηκε, γεγονότα ανωτέρας βίας, που αναστέλλουν το χρόνο της παραγραφής, διαρκούντα μάλιστα συνεχώς για διάστημα πλέον της δεκαετίας και τα οποία, εξάλλου, θα έπρεπε να ισχύουν κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, πράγμα που ουδόλως προέκυψε, απορριπτομένης της σχετικής αντένστασης της ενάγουσας ως νομικά αβάσιμης. Επομένως, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω παραγραφής.

Όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος δεν πρόβαλε σχετική ένσταση παραγραφής, προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, τα εξής. Με το με αριθμ. …./11-06-1992 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, συστήθηκε η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», η οποία έλαβε αριθμ. μητρώου ………., ενώ µε την υπ’ αριθµ. ……./92 απόφαση του Νοµάρχη Πειραιά χορηγήθηκε άδεια σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της ενάγουσας εταιρίας. Η εταιρία αυτή είχε ως έδρα της τη  Νίκαια Αττικής επί της οδού ….., αριθμός ….. και ο σκοπός της ήταν η ίδρυση και εκμετάλλευση τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού, με σκοπό την ψυχαγωγία, μόρφωση και ενημέρωση των ακροατών του, την παραγωγή εκπομπών μορφωτικού, ψυχαγωγικού και ενημερωτικού περιεχομένου, για την επίτευξη του οποίου κατέστη φορέας του ραδιοφωνικού σταθμού με το διακριτικό τίτλο «……..», που προϋπήρχε της ίδρυσής της και του οποίου οι εγκαταστάσεις ευρίσκονταν αρχικά στο όρος … και ακολούθως μετά τη σύστασή της μεταφέρθηκαν στο όρος …. Στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας αυτής συµµετείχαν οι …….. (ήδη ειδικός εκπρόσωπος της ενάγουσας) και ο αδελφός του, ………… (πρώτος εναγόµενος), κατά ποσοστά 50% ο καθένας από αυτούς. Μάλιστα το κοντέινερ και τον πυλώνα, που αποτελούσαν τις εγκαταστάσεις, από τις οποίες εξέπεμπε ο σταθμός, τα είχε αγοράσει, δυνάμει των από 9-10-1993 και από 10-10-1994  ιδιωτικών συμφωνητικών πώλησης, ο ……. από το ……… (πωλητή), αντί τιμήματος 1.080.000 δρχ και 700.000 δρχ αντίστοιχα.

Ο παραπάνω ραδιοφωνικός σταθμός, έλαβε άδεια, με την υπ΄αριθμ…../21-7-1994 ‘’Απόφαση Χορήγησης Προσωρινής Άδειας’’ της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, για την πραγματοποίηση δοκιμαστικών εκπομπών, καθώς και την υπ΄αριθμ. …./29-7-1994 ‘’Εγκριση Εγκατάστασης Κεραίας’’ από τη Δ/νση  Δασών Ανατολικής Αττικής σε δημόσια δασική έκταση στον … 20 τ.μ. Ακόμη, η ενάγουσα εταιρία κατέθεσε την υπ΄αριθμ. πρωτ. …./15-1-1997 αίτηση και φάκελο για αδειοδότηση στα πλαίσια της διαγωνιστικής διαδικασίας, που προκηρύχθηκε, σύμφωνα με το Ν. 2328/1995, η οποία (αδειοδότηση) δεν επιτεύχθηκε και τελικά η άδεια σύστασης της ενάγουσας εταιρίας ανακλήθηκε µε την υπ’ αριθµ. 2361/2002 απόφαση του Νοµάρχη Πειραιά, που δηµοσιεύθηκε στο µε αριθµ. 3335/10-05-2002 ΦΕΚ (τεύχος Α.Ε και Ε.Π.Ε) και καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιριών στις 12-04-2002. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας εταιρίας, διετέλεσε ο πρώτος εναγόµενος και διαχειρiσθηκε τις υποθέσεις της. Κατά τη χρόνο, όμως, που η άδεια σύστασης της ενάγουσας εταιρίας ήταν σε ισχύ, κι ενώ εξέπεμπε ο προαναφερθείς ραδιοφωνικός σταθμός από τις ως άνω εγκαταστάσεις, βάσει της, επίσης, προαναφερθείσας προσωρινής άδειας και είχε κατατεθεί ο παραπάνω φάκελος για τη λήψη οριστικής άδειας, ο πρώτος εναγόμενος, με την ως άνω ιδιότητά του, προέβη στις παρακάτω ενέργειες . 1) Δυνάμει της από 28-7-1998 ‘’ Συστατικής πράξης και καταστατικού’’ ιδρύθηκε σωματείο με την επωνυμία ‘’………’’, το οποίο αναγνωρίστηκε με την υπ΄αριθμ. 5840/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), με σκοπό ‘’να υπηρετεί την τέχνη και τον πολιτισμό μέσω ραδιοφώνου και ευρύτερα δια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης καθώς και κάθε άλλου οπτικοακουστικού μέσου’’. Μεταξύ των ιδρυτικών μελών αυτού ήταν ο πρώτος εναγόμενος αλλά και οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων (υπεύθυνος  και εκπρόσωπός, αντίστοιχα), οι οποίοι ήταν σύζυγοι. Πριν δε την ίδρυση του ως άνω σωματείου, είχε προηγηθεί το από 20-5-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, ανάμεσα στον πρώτο εναγόμενο, αφενός, και τους δεύτερο εναγόμενο και το ………., αφετέρου, με το οποίο ο πρώτος εναγόμενος- μέτοχος της ενάγουσας και ως πρόεδρος και δ/νων σύμβουλος αυτής, υποσχέθηκε να μεταβιβάσει συμβολαιογραφικά το 50% των μετοχών της στους ως άνω αντισυμβαλλομένους, χωρίς να προηγηθεί απόφαση του Δ.Σ, πράγμα που τελικά δεν έγινε, καθώς ο ……… ενημέρωσε τον έτερο μέτοχο ………… 2) Στις 26-11-1998 ο πρώτος εναγόμενος ζήτησε από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) Παγκρατίου, την προσωρινή διακοπή της ηλεκτροδότησης της υπ΄αρ. .-… παροχής ηλεκτρικού ρεύματος που ηλεκτροδοτούσε τις εγκαταστάσεις του ως άνω Ρ/Σ ‘…..’’ με το διακριτικό τίτλο ‘………’’, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 27-11-1998, ενώ στις 24-12-1998 προέκυψε πιστωτικός λογαριασμός ποσού 450.621 δρχ, το οποίο επιστράφηκε στις 20-5-1998 στον ……….. Ακολούθως, στις 22-10-1999, υπογράφηκε από τη ΔΕΗ, νέο ‘’Συμβόλαιο Παροχής Ηλεκτρικού Ρεύματος’’ με καταναλωτή το Αστικό μη κερδοσκοπικό Σωματείο ‘’ ………..’’, αφού προσκομίστηκαν στη ΔΕΗ τα απαραίτητα δικαιολογητικά μεταξύ των οποίων και η (από 30-9-1999) ‘’Σύμβαση Μεταβίβασης –Παραχώρησης Αδείας Ραδιοφωνικού Σταθμού και Εγκαταστάσεων’’ (βλ. σχετική απάντηση –έγγραφο της ως άνω ΔΕΗ στην από 29-12-2000 αίτηση του …….. ,μετά από εισαγγελική εντολή). Από τις 22-10-1999 και μετά, χρήση των εγκαταστάσεων του ραδιοφωνικού σταθμού της ενάγουσας, έκανε ο ραδιοφωνικός σταθμός  ‘’…………..’’,  ο οποίος ανήκε στο σωματείο ‘’………’’.  3) Στην αμέσως παραπάνω αναφερθείσα, από 30-9-1999, ‘’Σύμβαση Μεταβίβασης –Παραχώρησης Άδειας Ραδιοφωνικού Σταθμού και Εγκαταστάσεων’’, ο πρώτος εναγόμενος, ως πρόεδρος και δ/νων Σύμβουλος της ενάγουσας, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι δωρίζει, μεταβιβάζει και παραδίνει στο σωματείο ‘’…..’’, εκπροσωπούμενο από την τρίτη εναγόμενη, όλα τα πράγματα μαζί με όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και τυχόν απαιτήσεις (…),που απορρέουν από την παραπάνω άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του εν λόγω ραδιοφωνικού σταθμού, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια, η ενάγουσα εταιρία (κι ο έτερος μέτοχός της ………) να μη λάβουν τίποτα ως αντάλλαγμα. Στη συνέχεια δε το σωματείο ‘’………..’’, μέλος του οποίου ήταν και ο πρώτος εναγόμενος, όπως προαναφέρθηκε, θα πωλούσε περαιτέρω τις εγκαταστάσεις και όλα τα δικαιώματά του στη ‘…. ………..΄΄, αντί τιμήματος, ενώ η ενάγουσα εταιρία, θα είχε απεκδυθεί κάθε περιουσιακού της στοιχείου και δικαιώματος. Αυτό προκύπτει και από την από 15-9-2000 ‘’Σύμβαση Εκχώρησης Συχνότητας Ρ/Σ και Μηχανημάτων’’, με την οποία το ως άνω σωματείο (……….) συμφώνησε με την ως άνω Α.Β.Ε.Ε να της εκχωρήσει τη χρήση της συχνότητας ………. MHZ,  σε συνδυασμό με την επικείμενη εκχώρηση του σταθμού της ενάγουσας, αντί συνολικού τιμήματος 180.000.000 δρχ, έναντι του οποίου καταβλήθηκε αρραβώνας ποσού 10.000.000 δραχμών. Μάλιστα η προαναφερθείσα από 30-9-1999 ‘’Σύμβαση Μεταβίβασης –Παραχώρησης‘’ υποβλήθηκε στις 4-10-1999, δυνάμει της υπ΄αριθμ. ….. αίτησης του εν λόγω σωματείου,κ στη Δ/νη Εποπτείας Μ.Μ.Ε του  Υπουργείου Τύπου, (βλ. σχετικά υπ΄αριθμ. πρωτ. …………/8-11-1999 έγγραφο της Προϊσταμένης της ως άνω Δ/νσης), αλλά δεν ευδοκίμησε, διότι, όπως επίσης αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ.11 και 13 του Ν. 2328/1995, οι προσωρινές άδειες δεν μεταβιβάζονται.

Οι παραπάνω ενέργειες, στις οποίες προέβη ο πρώτος εναγόμενος ως διαχειριστής της ενάγουσας εταιρίας σε συνεργασία με τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, είναι προφανές ότι δεν ήταν προς την κατεύθυνση της επίτευξης του εταιρικού σκοπού, ούτε έδιναν προβάδισμα ή προήγαγαν τα συμφέροντα της εταιρίας, όπως είχε καθήκον ο ανωτέρω να πράττει ως εκ της ως άνω θέσης του σε αυτήν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στη μείζονα σκέψη, αλλά, κατά τα φαινόμενα, αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων ή συμφερόντων τρίτων. Δεν προέκυψε δε, ότι οι ενέργειες αυτές ήταν σε γνώση του ……….., καθώς δεν προσκομίζεται σχετική απόφαση του Δ.Σ, τα δε πρακτικά (από 21-6-1999 της Γ.Σ, όσον αφορά στη μεταβίβαση στο ‘’……….’’ και από 15-9-2000 του Δ.Σ, όσον αφορά στη μεταβίβαση της συχνότητας στη ‘…. …………..’’), δεν φέρουν την υπογραφή του ……….., γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι πλαστά, όπως υποστηρίζεται στην αγωγή, έχει δε για την πράξη αυτή αθωωθεί αμετάκλητα ο πρώτος εναγόμενος. Ανεξάρτητα, όμως, της μη πλαστότητας αυτών, εφόσον είναι ανυπόγραφα από τον έτερο μέτοχο, ο οποίος στο περιεχόμενό τους αναφέρεται ότι παρίσταται, δεν προκύπτει ότι υφίσταται συναίνεσή του και νόμιμη απόφαση των ως άνω οργάνων της ενάγουσας για τη σύναψη των προαναφερθεισών συμβάσεων μεταβίβασης.

Ο πρώτος εναγόμενος υποστηρίζει, πράγμα, άλλωστε, που δεν αρνείται κι η ενάγουσα διά του ειδικού ως άνω εκπροσώπου της, ότι δεν επήλθε καμία μεταβολή στο καθεστώς ιδιοκτησίας της ενάγουσας εταιρίας, όπως διαπίστωσε κατά τον ενδελεχή έλεγχο που διεξήγαγε σε αυτήν, το Σ.Δ.Ο.Ε. και όπως επίσης αναφέρεται στο από 22-6-2012 και με αριθμ. πρωτ. ….  έγγραφο της Νομαρχίας Πειραιώς. Το γεγονός, όμως, ότι, τελικά, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του πρώτου εναγομένου, δεν επήλθε το επιδιωκόμενο με τις προαναφερθείσες πράξεις του αποτέλεσμα, ήτοι δωρεά των περιουσιακών και λοιπών δικαιωμάτων της εταιρίας στο σωματείο ‘’……….’’, στο οποίο κι αυτός ήταν ιδρυτικό μέλος και ακολούθως πώληση από το τελευταίο στην ως άνω εταιρία (……..), κι επομένως, δεν επήλθε, εξ αυτού του λόγου, συντελεσμένη αντίστοιχη (αποθετική) περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα και τον έτερο μέτοχό της (ο οποίος δεν ήταν μέλος του ως άνω σωματείου, οπότε δεν είχε να λαμβάνει κάτι από το τίμημα, αν πραγματοποιείτο η σκοπούμενη μεταβίβαση–πώληση, γεγονός που συνηγορεί περαιτέρω στην έλλειψη γνώσης αυτού, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του πρώτου εναγομένου ότι ήταν σε γνώση του οι ως άνω κινήσεις), δεν σημαίνει ότι οι ενέργειες του πρώτου εναγομένου δεν επέφεραν, σε κάθε περίπτωση ηθική βλάβη σε αυτήν (ενάγουσα εταιρία), αφού η σύγκρουση που προκλήθηκε, εξαιτίας των παραπάνω πράξεών του,  με τον έτερο μέτοχο αυτής –αδερφό του, οδήγησε στην κάμψη αυτής, έπληξε τη φήμη της, αλλά και γενικότερα η έλλειψη συνεννόησης και ουσιαστικού ενδιαφέροντος για τα συμφέροντα της εταιρίας, που οι ως άνω κινήσεις σαφώς δείκνυαν εκ μέρους του πρώτου εναγομένου- διευθύνοντα συμβούλου της ενάγουσας, επέφερε δυσλειτουργία αυτής, απότοκος της οποίας ήταν και να μην επιμεληθούν τα διαχειριστικά της όργανα την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, όπως απαιτείτο από το νόμο (Ν. 2579/1998 και Ν. 2819/2000) και συνακόλουθα να ανακληθεί η άδεια σύστασής της (βλ. σχετικά προαναφερθείσα απόφαση ανάκλησης του Νομάρχη Πειραιώς). Εξάλλου, δεν άλλαξε μεν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ενάγουσας, αλλά είχε διακοπεί η ηλεκτροδότησή της με πρωτοβουλία του πρώτου εναγόμενου, κατά τα προεκτεθέντα και είχε ακολούθως παραχωρηθεί αυτή στο σωματείο ‘’……………….’’, οπότε είχε πάψει να εκπέμπει πλέον από αυτήν τη συχνότητα ο ραδιοφωνικός σταθμός της ενάγουσας, χάνοντας τα οφέλη, που είχε από την εκπομπή (διαφημιστικά κλπ) και μάλιστα σε χρόνο που εκκρεμούσε η εκτίμηση του κατατεθέντος από αυτήν φακέλου για τη χορήγηση της οριστικής αδείας εκπομπής.

Ο δε ισχυρισμός που υιοθέτησε η εκκαλουμένη , ότι με το άρθρο 5 παρ. 5 του Ν.2328/1995 όπου ορίζονταν ότι ‘’η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Ν.2181/1994 (ΦΕΚ 10Α) για τη χορήγηση προσωρινής αδείας για την πραγματοποίηση δοκιμαστικών εκπομπών σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, καταργείται ‘’, ανακλήθηκε αυτομάτως η χορηγηθείσα με την ως άνω υπ΄αριθμ. 15225/21-7-1994 απόφαση του Νομάρχη, προσωρινή άδεια για την πραγματοποίηση εκπομπών στον παραπάνω ραδιοφωνικό σταθμό (…………..), δεν είναι ορθός, διότι η κατάργηση αυτής έχει την έννοια ότι δεν θα χορηγούνται πλέον άλλες προσωρινές άδειες και όχι την άνευ ετέρου ανάκληση των ήδη χορηγηθεισών αδειών με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπως αναφέρει η ενάγουσα στον πέμπτο λόγο της έφεσής της. Κατά το χρόνο, δηλαδή, των ως άνω περιγραφεισών ενεργειών εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, ήταν εν ισχύ η εν λόγω προσωρινή άδεια του σταθμού της ενάγουσας. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι προσωρινές άδειες δεν επιτρέπεται να μεταβιβασθούν, (γι αυτό άλλωστε δεν κατέστη κι εφικτή η επίμαχη συμφωνηθείσα μεταβίβαση) κατά τα προεκτεθέντα, όπως αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο της Δ/νης Εποπτείας Μ.Μ.Ε, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει η ενάγουσα στον ίδιο ως άνω λόγο της έφεσής της αλλά και στον έβδομο λόγο αυτής, για τον οποίο έγινε λόγος και παραπάνω.

Από τα ανωτέρω αναφερθέντα, συνάγεται ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ως διαχειριστή της ενάγουσας εταιρίας, δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και δεν ενήργησε εντός του πλαισίου που όφειλε και μπορούσε, κατά τις περιστάσεις, να ενεργήσει για την προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων της εταιρίας, αντίθετα με τα όσα έκρινε η εκκαλουμένη και γενομένου εν μέρει δεκτού κι ως ουσιαστικά βάσιμου του όγδοου λόγου της ένδικης έφεσης. Τουναντίον, προέβη, εν γνώσει του, σε ενέργειες, οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με τα συμφέροντά της κι έρχονταν σε αντίθεση με την καλή πίστη και το γενικό πνεύμα δικαίου κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και δεν απέφεραν κέρδος σε αυτήν. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το παρόν δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα εταιρία υπέστη ηθική βλάβη από την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια (αδικοπρακτική) συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου ως μέλους του Δ.Σ, προέδρου και δ/ντα συμβούλου αυτής, ο οποίος, όχι μόνο δεν συμπεριφέρθηκε με τρόπο, ώστε να προάγει και να προασπίσει τα συμφέροντα της εταιρίας με την ως άνω ιδιότητά του, ως όφειλε, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα, όπως επίσης αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, αλλά μεθόδευσε ενέργειες με τις οποίες αυτή θα απεμπολούσε τα δικαιώματά της, μειώθηκε η πίστη και η επαγγελματική της φήμη και υπόσταση. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης του (πρώτου εναγομένου), το βαθμό του πταίσματός του, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών και με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίησή της, για την ως άνω αιτία το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, με βάση και το είδος και τη βαρύτητα της βλάβης, που υπέστη  η εμπορική της πίστη και το (εμπορικό) μέλλον της γενικότερα, εκτιμωμένου και του γεγονότος ότι  η χορήγηση στην ενάγουσα εταιρία οριστικής άδειας ήταν, ούτως ή άλλως, αβέβαιη.

Δεν προέκυψε, όμως, ότι η ενάγουσα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά μεγάλη πιθανότητα, αν δεν λάμβαναν χώρα οι ως άνω ενέργειες του πρώτου εναγομένου- ενός από τους δύο μετόχους της, θα πωλούσε τη ραδιοφωνική αυτή επιχείρησή της σε τρίτο, αντί του τιμήματος των 300.000 ευρώ (κι όπως το περιόρισε 250.000 ευρώ), όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, ναι μεν προσκομίζεται από αυτήν, το ‘’Προσύμφωνο για την αγορά ραδιοφωνικού σταθμού’’, που φέρει ημερομηνία 20-10-2000, (λανθασμένα δε, σε αυτό το σημείο, η εκκαλουμένη αναφέρει ότι δεν προσκομίστηκε κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο για τη συμφωνία αυτή, όπως παραπονείται η ενάγουσα με τον έκτο λόγο της έφεσης) και το οποίο φέρεται να έχει συναφθεί, μεταξύ του ……….., ως ενδιαφερόμενου αγοραστή και του …………., αλλά ο τελευταίος, δεν είχε τέτοιο δικαίωμα εκπροσώπησης της εταιρίας, το θέμα δε αυτό δεν τέθηκε ποτέ στο Δ.Σ αυτής. Πέραν δε τούτου και του γεγονότος  ότι το προσύμφωνο αυτό δεν φέρει βεβαία χρονολογία, το ως άνω ποσό κρίνεται υπερβολικό για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της ραδιοφωνικής επιχείρησης της εταιρίας, που αναφέρονται σε αυτό, ήτοι το σύστημα ακτινοβολίας, ο πομπός και μέρος της εγκατάστασης του κέντρου εκπομπής στον ……, καθώς και ο φάκελος που είχε υποβληθεί στο Ε.Σ.Ρ για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του σταθμού (που τελικά δεν χορηγήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα). Σε κάθε δε περίπτωση, η συμφωνία αυτή ήταν σε πρώιμο στάδιο, που ποτέ δεν προχώρησε, ώστε να υπάρχει βάσιμη και σφόδρα πιθανή προσδοκία αποκόμισης του ως άνω οφέλους, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, παραχώρηση των δικαιωμάτων και της (προσωρινής) άδειας του Ρ/Σ δεν ήταν δυνατή, οπότε το σχετικό κονδύλιο της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα με τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, ν’ απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας προς την τέταρτη εναγομένη, ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω παραγραφής ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων και να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο και ειδικότερα ως προς το ως άνω κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ενώ δεν θα απαγγελθεί προσωπική κράτηση εις βάρος του πρώτου εναγομένου ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης, διότι η επιδικασθείσα απαίτηση είναι μικρότερη των 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 παρ.2 ΚΠολΔ). Τα δε δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, καθώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα των κατατεθέντων από αυτήν παραβόλων, (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 3278/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπ’αρ. κατάθεσης ………./2012 αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων.

Απορρίπτει ό,τι άλλο κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή, ως προς πρώτο εναγόμενο.

Υποχρεώνει το πρώτο εναγόμενο, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, συνολικά, μεταξύ όλων των διαδίκων.

 Διατάσσει να αποδοθούν στην εκκαλούσα, τα κατατεθέντα από αυτήν παράβολα. ΤΑΧ.ΔΙΚ με αριθμ. ………../2016, ποσού 60 ευρώ έκαστο, και Δημοσίου με αριθμ. …………/2016, ποσού 50 και 30 ευρώ, έκαστο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  1η  Μαρτίου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις   19 Απριλίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ