Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 232/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    232    /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Οι ένδικες αντίθετες α] από 22.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../23.12.2015 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./23.12.2015 [Α έφεση] και β] από 25.5.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./25.5.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./25.5.2016 [Β έφεση] εφέσεις, με τις οποίες πλήττεται η με αριθμό 4147/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 17.11.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.11.2014 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη ανατρεπτική και καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1 στοιχ. β, εδαφ. α, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Να σημειωθεί και ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής.

ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών ιστορώντας ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, την οποία συνήψε στη Βούλα Αττικής στις 21.7.2014 με τη δεύτερη των εναγομένων εταιρία, εκπροσωπούμενη από τον τρίτο από αυτούς, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία ποντοπόρου φορτηγού πλοίου P, ναυτολογήθηκε ως δεύτερος μηχανικός στο πλοίο αυτό και υπηρέτησε έως την 27η.8.2014, οπότε και αποναυτολογήθηκε στην Κίνα επειδή είχε καταστεί ανίκανος προς παροχή εργασίας συνεπεία ατυχήματος που υπέστη επί του πλοίου, προσκαίρως μεν αλλά ολικώς και επικαλούμενος κυρίως τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ και επικουρικώς την ειδική περί ατυχημάτων εργατική νομοθεσία, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, να του καταβάλουν ενεχόμενες εις ολόκληρον και με το νόμιμο τόκο από την ημέρα του ατυχήματος (7.8.2014) άλλως από της αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής το συνολικό χρηματικό ποσό των πενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (59.747,93 €) κατά την κύρια βάση της αγωγής και το αντίστοιχο των είκοσι οκτώ χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (28.390,69 €) κατά την επικουρική, προς αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (νοσήλια, δαπάνες βελτιωμένης διατροφής και διαφυγόντα εισοδήματα από την εργασία του) και της ηθικής του βλάβης και ως μισθό ασθενείας του. Η εκκαλουμένη απέρριψε ως αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής και δέχθηκε εν μέρει την επικουρική κατ’ ουσίαν, επιδικάζοντας στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (4.700,99 €) ως νοσήλια και αποζημίωση του ΚΝ 551/1915 νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο αυτό και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψή της αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Οι δυσμενείς, πλην συνήθεις και συμφυείς με αυτό, συνθήκες άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος είναι δυνατό να επιφέρουν ανυπαίτια αδυναμία εκπληρώσεως της συμβατικής υποχρέωσης του εργαζομένου προς παροχή της ναυτικής εργασίας, ενδεχόμενο που, αν συντρέξει, έχει ως αναγκαίο αποτέλεσμα την απώλεια του εισοδήματος που θα λάμβανε ο ναυτικός ως αντάλλαγμα αυτής. Οι συνέπειες της εργασιακής αυτής ανικανότητας στο ελληνικό δίκαιο αντιμετωπίζονται από περισσότερες διατάξεις, που καλούνται σε εφαρμογή ανάλογα με την αιτία που την προκάλεσε. Έτσι, αστική ευθύνη προς αποζημίωση της ως άνω περιουσιακής απώλειας αλλά και προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης ανακύπτει μόνον όταν η εργασιακή ανικανότητα του ναυτικού είτε οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη του (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), οπότε εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις (άρθρα 297, 298, 299, 914 και 932 ΑΚ) είτε αποτελεί συνέπεια εργατικού ατυχήματος, οπότε εφαρμόζεται η σχετική ειδική εργατική νομοθεσία, που καθιερώνει ευθύνη αντικειμενική και κατ’ αποκοπή. Αν, αντιθέτως, η ανικανότητα του ναυτικού προς παροχή εργασίας οφείλεται στη φυσιολογική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, που επέρχεται βαθμιαία και προοδευτικά λόγω του είδους και της φύσεως της εργασίας του, πρόκειται περί επαγγελματικής ασθένειας, οι συνέπειες της οποίας αντιμετωπίζονται στα πλαίσια του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, που ρυθμίζει τα δικαιώματα του ναυτικού στη λήψη, διαρκούσης της ανικανότητάς του, παροχών σε είδος και σε χρήμα (Κλ. Ρούσσος, Αστική Ευθύνη εξ Εργατικών Ατυχημάτων, ΧρΙΔ 2005/865 επομ. [874 – 875], Α. Βερνάρδος, Το Δίκαιον της Ναυτικής Εργασίας, 1980, σελ. 44, Π. Αγαλλοπούλου – Ζερβογιάννη/Ε. Μηνούδη/Σούκου, Προστασία του εργαζομένου εις περίπτωσιν ασθενείας και εργατικού ατυχήματος, ΕΔΔ 1979/138 επομ. και 177 επομ., Αγ. Στεργίου, Αναπηρία, 1999, σελ. 14 – 20, βλ. σχετ. και τη νομοθεσία του ΝΑΤ [ΠΔ 913/1978]). Ειδικότερα, η [αντικειμενική] ευθύνη από εργατικό ατύχημα, που είναι διάφορη και δεν ταυτίζεται με την [πταισματική] αδικοπρακτική ευθύνη (ΑΠ 356/2002, ΕΝαυτΔ 2002/97 = ΠειρΝομ 2002/139 = ΕΕΔ 2003/1174), έχει ως προϋπόθεση βίαιο συμβάν που συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία και επιδρά αρνητικά στην εργασιακή ικανότητα του μισθωτού, την οποία αναιρεί ή περιορίζει. Το βίαιο συμβάν αποτελεί μάλιστα τον πυρήνα της έννοιας του εργατικού ατυχήματος (ΑΠ 982/1993, Δνη 1995/164, ΑΠ 1149/1994, Δνη 1996/656 = ΔΕΕ 1995/535 = ΕΕΔ 1995/937, ΜονΕφΠειρ. 229/2016, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 102/2015, Δνη 2015/1726). Κατά δε την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 «Περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ δυνάμει του άρθρου 38 εδαφ. α του Εισαγωγικού του Νόμου, έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΑΠ 154/2006, ΝοΒ 2006/1100 = ΔΕΕ 2007/623, ΤριμΕφΠειρ. 111/2013, ΜονΕφΠειρ. 176/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, ΕΕΔ 2007/449 επομ. [452]) κατά τα άρθρα 2 αυτού και 66 εδαφ. β του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΚΙΝΔ, ΦΕΚ Α 32/28.2.1958), ατύχημα συνιστά κάθε γεγονός που προκαλώντας βλάβη του σώματος ή της υγείας του ναυτικού επιφέρει ανικανότητά του προς εργασία και θεμελιώνει αξίωση αποζημιώσεως. Έτσι, εργατικό ατύχημα από βίαιο συμβάν αποτελεί ο τραυματισμός ή η σωματική βλάβη, που προκάλεσαν ανικανότητά του προς εργασία διαρκούσα πέραν των τεσσάρων [4] ημερών ή και ο θάνατος του ναυτικού (ΑΠ 998/2012, ΔΕΕ 2013/1077, ΤριμΕφΠειρ. 624/2012, ΕΝαυτΔ 2013/28, ΜονΕφΠειρ. 251/2013, ΕΝαυτΔ 2013/300). Ως τέτοιο ατύχημα θεωρείται επίσης και η ασθένεια του εργαζομένου που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής και είχε ως συνέπεια την εργασιακή, ολική ή μερική, διαρκή ή πρόσκαιρη, ανικανότητα του ναυτικού, εφόσον, όμως, υπήρξε απότοκος βιαίου συμβάντος (ΑΠ 1014/2003, ΕΝαυτΔ 2003/351, ΤριμΕφΠειρ. 764/2012, ΕΝαυτΔ 2013/22, ΕφΠειρ. 283/2011, ΕΝαυτΔ 2011/300, ΕφΠατρ. 622/2007, ΑχΝομ 2008/598). Το αίτιο της ανικανότητας πρέπει, σε αντίθεση προς την επαγγελματική ασθένεια, που επενεργεί στον οργανισμό του εργαζομένου βραδέως (Χ. Οικονόμου, Δίκαιον εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων, 1950, σελ. 116), να είναι αιφνίδιο και απρόβλεπτο αλλά και εξωτερικό, άσχετο δηλαδή με την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και να συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής, υπό την έννοια ότι ακριβώς λόγω της εργασίας αυτής δημιουργήθηκαν εκείνες οι ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήσαν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΜονΕφΠειρ. 249/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 75/2003, ΕΝαυτΔ 2003/99, ΕφΠειρ. 1065/2000, ΔΕΕ 2001/634, ΕφΠειρ. 333/1992, ΕΝαυτΔ 1993/58). Το αίτιο, επομένως, της εργασιακής ανικανότητας είναι βιαίως και αιφνιδίως επενεργόν εξωτερικό περιστατικό, μη αναγόμενο αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΝοΒ 1987/1605, ΑΠ 19/2014, ΔΕΕ 2014/855, ΑΠ 139/2014, Ε7/2014/853, ΑΠ 1085/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1616/2003, Δνη 2004/767= ΕΕΔ 2004/623, ΑΠ 1212/1998, Δνη 2000/104 = ΕΝαυτΔ 1999/2, ΤριμΕφΠειρ. 422/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 281/2011, ΕΝαυτΔ 2011/304, ΜονΕφΠειρ. 407/2013, ΕΝαυτΔ 2013/287, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 452). Ως εκ τούτου δεν αποτελεί ατύχημα από βίαιο συμβάν αυτό που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση μεν της εργασίας, αλλά υπό τους συνήθεις και συμφωνημένους όρους παροχής της, χωρίς να μεσολαβήσει έκτακτο και εξωτερικό αίτιο, το οποίο να συνετέλεσε αποφασιστικά σ’ αυτό (ΑΠ 1401/2013, ΔΕΕ 2014/537, ΑΠ 1181/1999, Δνη 2000/735 = ΕΕΔ 2000/926 =  ΕΝαυτΔ 1999/366 = ΕπιθΙΚΑ 2000/749, ΕφΠειρ. 193/2007, ΕΝαυτΔ 2007/89). Ομοίως, δε συνιστά εργατικό ατύχημα η εκδήλωση ή η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής γενικά κατάστασης, όταν αυτή είναι συνέπεια της εργασίας που ο ναυτικός ανέλαβε συμβατικά να εκτελέσει και των σύμφυτων με αυτήν δυσμενών όρων, εφόσον η τελευταία παρέχεται υπό κανονικές και προσιδιάζουσες στη φύση της συνθήκες, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση άλλου έκτακτου και εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (ΑΠ 226/2016, Ε7 2016/1292, ΑΠ 337/2000, ΕΝαυτΔ 2001/103, ΤριμΕφΠειρ. 315/2011, ΠειρΝ 2011/320 = ΕΝαυτΔ 2012/14). Βίαιο συμβάν αποτελεί, αντιθέτως, η πτώση του παθόντος από ύψος (ΑΠ 1102/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 233/1975, ΔΕΝ 1975/800, ΕφΠειρ. 618/2009, ΕΝαυτΔ 2010/54, ΜονΕφΠειρ. 492/2016, ΜονΕφΠειρ. 495/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εφόσον επέφερε εργασιακή ανικανότητα, ανεξαρτήτως μάλιστα αν δεν προκάλεσε σωματική κάκωση ή εμφανή τραυματισμό παρά μόνο σωματικό άλγος, αφού και αυτό συνιστά βλάβη της υγείας του παθόντος, δεδομένου ότι εμποδίζει την αρμονική συλλειτουργία των οργάνων του ανθρώπινου σώματος, την κινητική ευχέρεια του ναυτικού, που αναγκάζεται να τεθεί εκτός υπηρεσίας και τη χρήση των σωματικών του δυνατοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η απλή προδιάθεση του οργανισμού του παθόντος, που προϋποθέτει πάθηση ευρισκόμενη σε λανθάνουσα κατάσταση και επιβαρύνει τις συνέπειες του εργατικού ατυχήματος, δεν αναιρεί την ευθύνη του υποχρέου προς αποζημίωση, εφόσον το ατύχημα δεν θα είχε συμβεί χωρίς την παροχή της εργασίας και ο παθών, έστω ασθενής, θα εξακολουθούσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να εργάζεται μέχρι τη λήξη της διάρκειας της εργασιακής του σύμβασης (ΟλΑΠ 1287/1986, ο.π., ΕφΠειρ. 84/1992, ΠειρΝ 1992/70 = ΕΝαυτΔ 1993/191, πρβλ ΜονΕφΠειρ. 459/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Γ. Μικρούδη, Το Εργατικό Ατύχημα Κατά το Ουσιαστικό και Δικονομικό Δίκαιο, 2012, σελ. 136).

Εν προκειμένω, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των με αριθμούς …../23.1.2015 και …../6.2.2015 ενόρκων βεβαιώσεων των ……. και …….. αντίστοιχα, που δόθηκαν η μεν πρώτη ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και η δεύτερη ενώπιον του εκτελούντος συμβολαιογραφικά καθήκοντα διοικητικού γραμματέα του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Μανίλα των Φιλιππίνων, με πρωτοβουλία των εναγομένων – εφεσιβλήτων – εκκαλούντων μετά από νομότυπη, σύμφωνη προς τους ορισμούς του άρθρου 671 § 1 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ, κλήτευση του αντιδίκου τους (βλ. τη με αριθμό ………./21.1.2015 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 1628/2003, Δνη 2004/723), έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται α] αντίγραφα εγγράφων της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο ατύχημα από το Ανακριτικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, που διενήργησε προκαταρκτική εξέταση, β] φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και γ] η προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 4.5.2015 έγγραφη «ιατρική μελέτη», που συνέταξε η ιατρός ……….., η οποία, ως εξώδικη γνωμοδότηση προσώπου με ειδικές επιστημονικές γνώσεις εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 370 ΚΠολΔ (ΑΠ 1878/2014, ΑΠ 779/2005, ΤριμΕφΠειρ. 23/2016, ΜονΕφ Πειρ. 399/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος ………… τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου. Δυνάμει της από 21.7.2014 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στη Βούλα Αττικής μεταξύ αυτού και της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στη Λιβερία και πραγματικά στον τόπο σύναψης της σύμβασης εταιρίας, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο τρίτος αυτών και η οποία ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και ως διαχειρίστρια του πιο κάτω πλοίου της πλοιοκτησίας της αντιπροσωπευόμενης, που διατηρεί καταστατική έδρα στη Λιβερία και πραγματική στη Βούλα Αττικής, ο ενάγων προσλήφθηκε και την μεθεπόμενη ημέρα ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία ποντοπόρο φορτηγό (Φ/Γ)  πλοίο ξηρού χύδην φορτίου P. με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …. και ΙΜΟ ….., ολικής χωρητικότητας τριάντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι επτά (39.727) κόρων και αδρανούς βάρους (TDW) εβδομήντα έξι χιλιάδων εξακοσίων δύο (76.602) τόνων, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού για χρονικό διάστημα έξι [6] μηνών, αντί συμφωνημένων μικτών μηνιαίων αποδοχών συνολικού ύψους επτά χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτών (7.396,40 €). Ο ενάγων επιβιβάστηκε στο πλοίο στις 23.7.2014 στο Κέιπ Τάουν της Νοτίου Αφρικής, έξω από το λιμένα του οποίου ήταν αγκυροβολημένο και από όπου απέπλευσε με προορισμό σε πρώτη φάση το λιμένα της Σιγκαπούρης και στη συνέχεια το λιμένα Λονγκού της Κίνας. Στις 7.8.2014 το πλοίο έπλεε στον Ινδικό Ωκεανό εν μέσω έντονης θαλασσοταραχής, που επικρατούσε λόγω των θερινών μουσώνων, περιοδικού κλιματολογικού φαινομένου της περιοχής με ετήσια συχνότητα που εκδηλώνεται με έντονα καιρικά φαινόμενα, κυρίως δε καταιγίδες και θυελλώδεις ανέμους. Στις 15:30, τοπική ώρα, της ημέρας εκείνης, ο ενάγων, κατευθυνόμενος στο μηχανοστάσιο του πλοίου, όπου έπρεπε να αναλάβει υπηρεσία, άρχισε την κάθοδό του από την κεντρική μεταλλική κλίμακα που οδηγούσε καθέτως προς αυτό και είχε ύψος περί τα πέντε μέτρα (5 μ.). Η εν λόγω κλίμακα δεν εμφανίζει μεγάλη κλίση ως προς το δάπεδο του μηχανοστασίου (δηλαδή είναι απότομη) και για το λόγο αυτό είναι εφοδιασμένη με χειρολαβές (ρέλια) από τις δύο πλευρές της. Ευρισκόμενος ο ενάγων περίπου στο μέσον της κλίμακας απώλεσε την ισορροπία του λόγω ισχυρού κλυδωνισμού του πλοίου τόσο κατά τον κάθετο όσο και κατά τον οριζόντιο άξονά του, με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο του μηχανοστασίου και να προσκρούσει επ’ αυτού με τους γοφούς του. Αμέσως αισθάνθηκε οξύ πόνο στη μέση του και μεταφέρθηκε από συναδέλφους του, μεταξύ των οποίων και ο αυτόπτης της πτώσεως …………, λιπαντής και μέλος του πληρώματος μηχανής του πλοίου, χωρίς να φέρει εκδορές, αμυχές και χαίνοντα τραύματα ή πληγές και χωρίς να αιμορραγεί, στο ιατρείο του πλοίου, όπου εξετάστηκε από τον προστρέξαντα Πλοίαρχο ………, ο οποίος αφού έλαβε οδηγίες αντιμετώπισης του συμβάντος από κέντρο παροχής ιατρικών συμβουλών μέσω ραδιοτηλεπικοινωνίας (MEDICO), χορήγησε στον παθόντα παυσίπονη ουσία σε δισκία (MESULID) και αναλγητική αλοιφή, τον έθεσε εκτός υπηρεσίας και παρήγγειλε να έχει ιδιαίτερη μέριμνα ως προς τη διατροφή του. Ο παθών δεν (προκύπτει ότι) ανέλαβε εκ νέου υπηρεσία μέχρι τον κατάπλου του πλοίου στον κινεζικό λιμένα Λονγκού στις 27.8.2014, όπου αποναυτολογηθείς αποβιβάστηκε από το πλοίο και ακολούθως επαναπατρίστηκε. Στις 28.8.2014 υποβλήθηκε στον Πειραιά σε ακτινολογικό έλεγχο στις εγκαταστάσεις της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» και κατά την διάγνωση του ακτινολόγου ………. μετά από ακτινογραφία οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης face – profil, βρέθηκε να πάσχει από «Αρχόμενα οστεόφυτα στα χείλη των σπονδυλικών σωμάτων και ελαφρά στένωση του 04 – 05 μεσοσπονδυλίου διαστήματος». Την επόμενη ημέρα (29.8.2014) εξετασθείς από τον ………, ειδικό ιατρό γενικής ιατρικής απασχολούμενο στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..», με την οποία συνεργάζονται οι εναγόμενοι, ευρέθη πάσχων από οσφυαλγία – κοκκοδυνία και χρήζων δεκαήμερης παραμονής κατ’ οίκον και επανεξέτασης μετά τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής που του συνεστήθη. Στις 10.9.2014 ο ενάγων προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου «Μαμάτσειο – Μποδοσάκειο» στην Πτολεμαΐδα, όπου βρίσκεται η κατοικία του και λόγω των αιτιάσεών του περί επίμονης οσφυαλγίας του συνεστήθη έλεγχος με αξονική τομογραφία, η διενέργεια του οποίου κατέδειξε ότι έπασχε από οσφυοϊσχιαλγία και για το λόγο αυτό στις 12.9.2014 εισήχθη προς παρακολούθηση και θεραπεία στο ως άνω νοσηλευτικό ίδρυμα και παρέμεινε νοσηλευόμενος στην Ορθοπεδική Κλινική έως την 15.9.2014, οπότε εξήλθε με διάγνωση «οξεία οσφυαλγία – ισχιαλγία (ΔΕ) ριζιτικά ευρήματα (ΔΕ) κάτω άκρου – ανταλγική σκολίωση» (βλ. την από 15.9.2014 ιατρική γνωμάτευση, που υπογράφει ο Διευθυντής της ως άνω Κλινικής ……….., ορθοπεδικός). Στις 2.10.2014 ο ενάγων εξετάστηκε από τον χειρουργό ορθοπεδικό ……. της «………», ο οποίος διαπίστωσε ότι έπασχε από κάκωση ΟΜΣΣ, οσφυοϊσχιαλγία (ΔΕ), αιμωδίες συνεπεία δισκοπάθειας (04 – 05) μεσοσπονδυλίου δίσκου και, με την σύσταση αποφυγής βαρείας εργασίας επί δεκαπενθήμερο ακόμη, τον έκρινε ικανό προς εργασία από την επομένη (3.10.2014). Τέλος, στις 7.10.2014 ο ενάγων εξετάστηκε από την Ανώτατη του Ναυτικού Υγειονομική Επιτροπή (ΑΝΥΕ), τα μέλη της οποίας διαπίστωσαν «ιστορικό δισκοπάθειας με ριζίτιδα αποκατασταθείσα» και τον έκριναν ικανό προς άσκηση ναυτικής εργασίας. Σχολιάζοντας τα ευρήματα των απεικονιστικών και λοιπών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες ο ενάγων υποβλήθηκε και τις γνωματεύσεις που τις συνόδευσαν, η ως άνω τεχνική σύμβουλος των εναγομένων στην από 4.5.2015 ιατρική της μελέτη αναφέρει ότι ο παθών δεν υπέστη από την πτώση του τραυματισμό, δηλαδή κάταγμα στη σπονδυλική του στήλη ούτε άλλη κάκωση του σώματός του, ότι η δισκοπάθεια από την οποία έπασχε δεν σχετιζόταν με την πτώση του αλλά προϋπήρχε, όπως και τα οστεόφυτα, που δεν υπήρξαν αποτέλεσμα αυτής αλλά πρέπει να εκτιμηθούν ως απότοκα πολυετούς διεργασίας κατά τη φυσιολογική γήρανση του οργανισμού και ότι ο ενδεχόμενος τραυματισμός του ήδη πάσχοντος από δισκοπάθεια, οστεόφυτα και μείωση του μεσοσπονδυλίου διαστήματος αποτελεί παράγοντα απλώς εκλυτικό των συμπτωμάτων της πάθησης αυτής, μεταξύ των οποίων και ο πόνος και με βάση τις διαπιστώσεις αυτές καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άλγος που αισθάνθηκε ο ενάγων μετά την πτώση του δεν αποτελεί πάθηση ούτε βλάβη του σώματος ή της υγείας του. Με την επίκληση δε των ανωτέρω οι εκκαλούντες της Β έφεσης ισχυρίζονται ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνιστούσαν εργατικό ατύχημα υπήρξε αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η εργασιακή ανικανότητα του ενάγοντος υπήρξε εν προκειμένω συνέπεια της πτώσης του από ύψος περίπου τριών μέτρων (3 μ.), που του προκάλεσε άλγος στη μέση και τον εμπόδισε να κινείται με ευχέρεια και να εκτελεί τα συμβατικά του καθήκοντα επί εικοσαήμερο περίπου. Η πτώση αυτή συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΝ 551/1915, αφού αποτελεί αιφνίδιο συμβάν αλλά και εξωτερικό, μη αναγόμενο δηλαδή στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος, συνδεόμενο μάλιστα αιτιωδώς με την εργασία του, αφού επήλθε κατά την εκτέλεση αυτής στο συμφωνημένο τόπο και χρόνο παροχής της και υπό περιστάσεις, υπό τις οποίες ο ενάγων δεν θα τελούσε αν δεν ήταν συμβατικά υποχρεωμένος να βρίσκεται στο σημείο του ατυχήματος. Το γεγονός ότι η επίμαχη πτώση δεν προκάλεσε σωματική κάκωση του παθόντος ή εμφανή τραυματισμό του, παρά μόνο σωματικό άλγος, δεν διαφοροποιεί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το άλγος προκάλεσε την εργασιακή ανικανότητα, η οποία είναι, βέβαια, ενδεχόμενο να επιτάθηκε από την προδιάθεση του οργανισμού του, όμως δεν θα επερχόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η πτώση κατά την εκτέλεση της εργασίας. Συνεπώς, η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι εν προκειμένω στοιχειοθετείται η έννοια του εργατικού ατυχήματος, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ομοίως αβάσιμο και απορριπτέο κρίνεται και το αίτημα των ιδίων εκκαλούντων να διαταχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα ευρήματα των ιατρικών εξετάσεων του παθόντος υπήρξαν ή όχι απότοκα της πτώσης του από την κλίμακα του μηχανοστασίου ή προϋπήρχαν αυτής, καθόσον, αφενός, τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως η υπ’ αριθμ. ……./7.10.2014 γνωμάτευση της ΑΝΥΕ επιτρέπουν, χωρίς ανάγκη συμπληρωματικών αποδείξεων, την εξαγωγή ασφαλούς του συμπεράσματος ότι ο ενάγων έπασχε από δισκοπάθεια ήδη πριν από τη ναυτολόγησή του στο πλοίο P και, αφετέρου, ο αιτιώδης σύνδεσμος που απαιτείται για την κατάφαση εργατικού ατυχήματος αναζητείται πάντοτε μεταξύ βιαίου συμβάντος κατά την εργασία και εργασιακής ανικανότητας και όχι μεταξύ της ανικανότητας και της ενδεχομένως προϋπάρχουσας και σε λανθάνουσα κατάσταση ευρισκόμενης νόσου του παθόντος, η οποία δεν αξιολογείται, εφόσον μεσολάβησε έκτακτο και εξωτερικό αίτιο που συνετέλεσε αποφασιστικά στην πρόκληση της ανικανότητας, όπως εν προκειμένω.

  1. IV. Από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ΚΝ 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνον την αγωγή από τον ΚΝ 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και, ειδικότερα, προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής (ασφάλειας των εργαζομένων). Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑρχΝ 1996/263 = Δνη 1996/38 = ΕΕΔ 1996/459, ΑΠ 11/2012, ΑΠ 1858/2011, ΜονΕφΠειρ. 102/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 274/2000, Δνη 2000/1342, 1371). Σε κάθε όμως περίπτωση, δηλαδή ακόμη και όταν ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την κατ’ αυτού αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή οποιασδήποτε μορφής αμέλεια) του εργοδότη ή των προστηθέντων του, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 299, 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986, ΝοΒ 1987/891, ΑΠ 330/2017, ΑΠ 534/2017, ΑΠ 910/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1438/2002, Δνη 2004/716 = ΝοΒ 2003/1036), αφού η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ΚΝ 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτή απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ ΟλΑΠ 18/2008, ΔΕΝ 2008/1329, ΤριμΕφΠειρ. 422/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 672/2010, ΕΝαυτΔ 2010/410, ΕφΠειρ. 901/2005, ΕΝαυτΔ 2005/265).

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ενάγων εξεταζόμενος ενόρκως στις 2.10.2014 ενώπιον των αρμοδίων για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης οργάνων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς κατέθεσε σχετικά με τις συνθήκες και τα αίτια του ατυχήματος που υπέστη στις 7.8.2014 ότι «…κατεβαίνοντας την κεντρική σκάλα του μηχανοστασίου, όντας μόνος μου στο χώρο, παραπάτησα από άτυχη στιγμή μου και μόνο, έπεσα από το δεύτερο επάνω σκαλί της σκάλας στο κατάστρωμα (πάτωμα) του κατώτερου επιπέδου … Περί την 15.8.2014 φτάνοντας στον λιμένα Σιγκαπούρης ο πλοίαρχος μου ζήτησε να πάω σε τοπικό νοσοκομείο αλλά εγώ αρνήθηκα διότι ο πόνος υποχωρούσε και στο επόμενο λιμάνι Longou – Κίνας ανάλογα με την εξέλιξη της υγείας μου θα πήγαινα ή όχι. Περί την 25.8.2014 φτάνοντας στον λιμένα Longou – Κίνας ο πλοίαρχος είχε μεριμνήσει να πάω σε τοπικό νοσοκομείο. Εγώ ζήτησα να πάω σε Ιατρό στην Ελλάδα κι όχι στην Κίνα … Στην Ελλάδα επισκέφθηκα γιατρό της αρεσκείας μου … Τη στιγμή του τραυματισμού μου δεν έκανα κάποια εργασία απλά κατέβαινα τη σκάλα… Μου είχε δοθεί [ο προβλεπόμενος, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, εξοπλισμός ασφαλείας] και τον φορούσα … από το πλοίο είχανε τηρηθεί όλοι οι κανόνες ασφαλείας, ο τραυματισμός μου οφείλεται σε καθαρά και μόνο δική μου άτυχη στιγμή … μετά τον τραυματισμό μου είχα κάθε δυνατή ανθρώπινη βοήθεια … Η πλοιοκτήτρια εταιρία ανέλαβε όλα τα έξοδα επαναπατρισμού μου καθώς και τα έξοδα της ιατρικής περίθαλψης, φαρμακευτικής αγωγής που έκανα…». Στη συνέχεια και αφού στις ερωτήσεις για το εάν θεωρεί κάποιον υπεύθυνο για τον τραυματισμό του και για το αν σ’ αυτόν συνετέλεσε πράξη ή παράλειψη τρίτου ή μέλους του πληρώματος ή της ναυτιλιακής εταιρίας, απάντησε στερεότυπα ότι ο τραυματισμός του οφείλεται σε δική του «άτυχη στιγμή», δήλωσε ότι δεν έχει κινήσει ακόμη τις διαδικασίες για την αποζημίωσή του και κατέληξε διατυπώνοντας ευχαριστίες προς «τον Πλοίαρχο, το λοιπό πλήρωμα του πλοίου και τη ναυτιλιακή εταιρία για την αμέριστη συμπαράστασή τους στο πρόβλημα της υγείας [τ]ου». Για πρώτη φορά με το δικόγραφο της αγωγής του, που κατατέθηκε στις 18.11.2014, χωρίς μέχρι τότε να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε ενέργειά του σχετική με την εξώδικη επιδίωξη των αγωγικών αξιώσεών του, ο ενάγων υποστήριξε ότι ο τραυματισμός του οφείλεται ως προς την πρόκληση και την έκτασή του σε υπαιτιότητα των εναγομένων, επειδή οι προστηθέντες τους ενεργώντας «από δόλο άλλως από βαριά αμέλεια» παραβίασαν τις ειδικές διατάξεις ασφαλείας, που προνοούν για τη διάθεση στα μέλη του πληρώματος του κατάλληλου ιματισμού ασφαλείας, για την εξασφάλιση ασφαλών συνθηκών εργασίας κατά τον πλου και για την άνευ υπαίτιας καθυστέρησης διακομιδή του υποστάντος εργατικό ατύχημα ναυτικού στο πλησιέστερο διαθέσιμο νοσοκομείο για την παροχή επαγγελματικών ιατρικών υπηρεσιών. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε, πρώτον, ότι το ένδικο ατύχημα προκλήθηκε επειδή, έχοντας ο ίδιος στερηθεί τα ειδικά προστατευτικά υποδήματα ασφαλείας που μετέφερε στην αποσκευή του, την οποία απώλεσε κατά την αεροπορική μετάβασή του από την Αθήνα μέσω Ολλανδίας προς το Κέιπ Τάουν για να ναυτολογηθεί, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει εκείνα που του προμήθευσαν οι υπεύθυνοι του πλοίου, τα οποία όμως όντας κατά δύο [2] μεγέθη μεγαλύτερα από τα δικά του ήταν ακατάλληλα, με αποτέλεσμα να μη διατηρεί την απαιτούμενη ευστάθεια κατά την κάθοδό του στην κλίμακα του μηχανοστασίου και να επέλθει για το λόγο αυτό η πτώση του, δεύτερον, ότι μετά από αυτή ο Πλοίαρχος δε μετέβαλε, ως όφειλε, την πορεία του πλοίου, προκειμένου να καταπλεύσει στον πλησιέστερο λιμένα της Ινδονησίας ή της Σρι Λάνκα, ώστε να του παρασχεθεί αμέσως η αναγκαία ιατρική βοήθεια αλλά συνέχισε κανονικά την προγραμματισμένη πορεία του προς τη Σιγκαπούρη επί οκταήμερο, τρίτον, ότι κατά την άφιξη του εκεί το πλοίο δεν προσέγγισε στο λιμένα αλλά παρέμεινε στη ράδα και ο ενάγων υποχρεώθηκε, παρά τις διαμαρτυρίες του, να παραμείνει στο πλοίο και να μην εξεταστεί από νοσοκομειακό ή άλλον επαγγελματία ιατρό και, τέταρτον, ότι ιατρό δεν επισκέφθηκε ούτε στον κινεζικό λιμένα της αποναυτολογήσεώς του αλλά το πρώτον στην Ελλάδα αμέσως μετά τον επαναπατρισμό του είκοσι δύο [22] ημέρες μετά το ατύχημα. Οι ισχυρισμοί του αυτοί αντιτίθενται ευθέως προς όσα ο ίδιος ενόρκως κατέθεσε εξεταζόμενος κατά τη προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε για την ποινική διερεύνηση του ατυχήματός του και δεν επιβεβαιώνονται από κανένα αποδεικτικό μέσο, αφού ο μάρτυρας αποδείξεως που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μετέφερε απλώς όσα πληροφορήθηκε από τον ενάγοντα χωρίς να έχει ιδία αντίληψη των παρ’ αυτού κατατεθέντων. Το μόνο υποστηρικτικό των ισχυρισμών του αποδεικτικό μέσο είναι το μη αμφισβητούμενης γνησιότητας από 14.8.2014 έγγραφο, που επιγράφεται «αίτηση απολύσεως» και φέρει τις υπογραφές του παθόντος, του Πλοιάρχου και του πρώτου μηχανικού του πλοίου P …………, στο οποίο αναγράφονται ως δήλωση προερχόμενη από τον πρώτο «Παρακαλώ όπως μεριμνήσετε δια την αντικατάστασή μου στον επόμενο λιμένα του πλοίου για λόγους ατυχήματος και αδυναμίας σωματικής για την εκτέλεση των καθηκόντων μου». Επί του εγγράφου αυτού ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του ότι οι συνέπειες του ατυχήματός του επιτάθηκαν, υποστάς λόγω του συνεχούς άλγους που αισθανόταν στη μέση του ανταλγική σκολίωση, ως αντίδραση του μυοσκελετικού του συστήματος στα μόνιμα και επώδυνα ενοχλήματα, επειδή δεν του επιτράπηκε να επισκεφθεί ιατρό στη Σιγκαπούρη, δηλαδή στον, όπως συνομολογείται, εκεί αναφερόμενο «επόμενο λιμένα του πλοίου». Το συμπέρασμα, όμως, που ο ενάγων συνάγει από το περιεχόμενο του ιδίου αυτού εγγράφου αναιρείται από το συνδυασμό α] της αντίστοιχης εγγραφής στο ημερολόγιο του πλοίου, όπου αναγράφεται ότι «ο Β΄ Μηχανικός ………… δεν απεστάλη σε ιατρό λόγω της επικινδυνότητας της αποβίβασης με την ανεμόσκαλα», β] από την ένορκη βεβαίωση του Πλοιάρχου, ο οποίος αναφέρει ότι «Όταν φθάσαμε στη Σιγκαπούρη για ανεφοδιασμό, το πλοίο παρέμεινε αρόδο. Ο μόνος τρόπος να αποβιβαστεί ο ……….. ήταν να κατέβει την ανεμόσκαλα του πλοίου και να επιβιβαστεί σε βάρκα που θα τον έβγαζε στη στεριά … Με βάση την κοινή λογική και την πολύχρονη εμπειρία μου ως Πλοίαρχος … έκρινα ότι ήταν προτιμότερο για τον ίδιο να αποβιβαστεί με ασφάλεια στο επόμενο λιμάνι…» και, κυρίως, γ] από την αντιθέτου περιεχομένου ως άνω ένορκη κατάθεση του ενάγοντος, ο οποίος αναφέρει ότι ο ίδιος αρνήθηκε πρόταση του Πλοιάρχου να μεταβεί σε τοπικό νοσοκομείο, διότι ο πόνος υποχωρούσε και θα αποφάσιζε στον επόμενο λιμένα (στο Longou της Κίνας) αν θα επισκεπτόταν ιατρό ή όχι. Στην ίδια ένορκη κατάθεσή του ο ενάγων εξηγεί ότι η επιλογή της μη μεταβάσεώς του σε νοσοκομείο (ούτε) στον κινεζικό λιμένα, μολονότι ο Πλοίαρχος είχε λάβει σχετική μέριμνα, ήταν δική του, επειδή προτίμησε να αποναυτολογηθεί και να επισκεφθεί ιατρό της αρεσκείας του στην Ελλάδα. Εξάλλου, ως προς την επικαλούμενη παράλειψη του Πλοιάρχου να μεταβάλει την πορεία του πλοίου και να κατευθυνθεί αντί της Σιγκαπούρης σε άλλο πλησιέστερο λιμένα πρέπει να σημειωθεί ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η ανάγκη επείγουσας μεταφοράς του παθόντος σε νοσοκομείο, ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση του πλου. Αντιθέτως, από την ένορκη κατάθεση του ενάγοντος και τις ένορκες βεβαιώσεις που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι το άλγος που ταλαιπωρούσε τον ενάγοντα αντιμετωπίστηκε με ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο (παυσίπονα και αναλγητική αλοιφή – διαφορετική αγωγή άλλωστε ούτε επικαλείται ο ίδιος ούτε αποδεικνύει ότι του χορηγήθηκε μετά την εξέτασή του στην Ελλάδα), ο παθών τέθηκε εκτός υπηρεσίας προς αποφυγή περαιτέρω καταπόνησης του οργανισμού του και ο Πλοίαρχος μερίμνησε για τη βελτίωση της διατροφής του. Άλλωστε, δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι ο παθών ζήτησε μεταβολή της πορείας του πλοίου και ο Πλοίαρχος αρνήθηκε. Τέλος, η αγωγική αιτίαση για χρήση ακατάλληλων υποδημάτων αναιρείται από τον ίδιο τον ενάγοντα που εξεταζόμενος ενόρκως κατά την ποινική προκαταρκτική εξέταση κατηγορηματικά δήλωσε ότι του είχε διατεθεί ο κατάλληλος εξοπλισμός ασφαλείας και τον φορούσε την ώρα της πτώσης του. Την ευθεία αντίθεση των αγωγικών ισχυρισμών του προς το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης κατάθεσής του επιχείρησε και πρωτοδίκως να εξηγήσει ο ενάγων ισχυριζόμενος με την προσθήκη στις προτάσεις του ότι η τελευταία ήταν το αποτέλεσμα προηγούμενης συμφωνίας των διαδίκων περί πλήρους αποζημιώσεως του ενάγοντος και περί αποφυγής της εμπλοκής τους σε ποινική διαδικασία. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευρίσκει έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, αφού προηγούμενες της καταθέσεως αυτής διαπραγματεύσεις των διαδίκων δεν αποδείχθηκαν. Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο ενάγων στις 8.10.2014 έλαβε από την δεύτερη των εναγομένων, διαχειρίστρια του πλοίου P., που ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, πρώτης από αυτές, το χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (1.853,81 €) ως μισθό ασθενείας του, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν διατηρεί πλέον καμία απαίτηση από τις εναγόμενες εταιρίες, καταδεικνύει ότι ούτε συμφωνία πλήρους αποζημιώσεώς του προηγήθηκε ούτε διαφωνία τους ως προς το ύψος των απαιτήσεών του είχε μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο επέλθει. Ούτε, βέβαια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ως άνω ανεπιφύλακτη δήλωση εξοφλήσεως αποτέλεσε προϊόν εξαναγκασμού του ενάγοντος, του οποίου η σύμβαση ναυτικής εργασίας είχε ήδη τότε λυθεί και δε διατηρούσε πλέον εξάρτηση από τον εργοδότη του. Να σημειωθεί εδώ και ότι ο ενάγων στις 8.10.2014 δε διατύπωσε επιφύλαξη ούτε ως προς τα νοσήλια που είχε εξ ιδίων καταβάλει, περί των οποίων θα γίνει λόγος πιο κάτω, τα οποία διεκδίκησε με την αγωγή του που επακολούθησε. Από μόνο του το γεγονός της αναθέσεως της δικαστικής επιδίωξης των απαιτήσεών του στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε κατά τη διάρκεια της αντιδικίας, στις 9.10.2014 [και αν θεωρηθεί βέβαιη η χρονολόγηση του προσκομιζόμενου πληρεξουσιοδοτικού εγγράφου] δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο την προτεραία (8.10.2014) ο ενάγων προέβη σε δήλωση ανεπιφύλακτης εξοφλήσεώς του. Ούτε η επικαλούμενη οικονομική του αδυναμία να ανταπεξέλθει στις δαπάνες του ποινικού δικαστικού αγώνα που θα επακολουθούσε, αν υπέβαλε έγκληση κατά των ήδη εναγομένων, που δεν τον απέτρεψε, όμως, από την έγερση αγωγής προς ικανοποίηση των αστικών αξιώσεών του, μεταβάλει τα πράγματα. Άλλωστε και κατά την επαναφορά του ιδίου ισχυρισμού του στο δεύτερο βαθμό δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στα πλαίσια του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσής του γίνεται αντιφατικώς αναφορά τόσο σε προηγούμενη της καταθέσεώς του συμφωνία περί οικονομικής διευθετήσεως του θέματος της αποζημιώσεως του ενάγοντος κατά τρόπο ευνοϊκό γι’ αυτόν όσον και σε ταυτόχρονη «ενδόμυχη σκέψη» του «το θέμα να μην λάβει [ποινικές] διαστάσεις, ώστε οι αντίδικοι να [τ]ου καταβάλουν εν πάση περιπτώσει το σύνολο των ελάχιστων κατά το νόμο δικαιουμένων». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του ορθώς αξιολογώντας τις αποδείξεις διέγνωσε ότι υπαιτιότητα για την πρόκληση και την έκταση του ενδίκου ατυχήματος δεν βάρυνε τους εναγομένους και κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ακολούθως την κύρια [αδικοπρακτική] βάση της αγωγής και το προϋποθέτον πταίσμα των εναγομένων κονδύλι της ηθικής βλάβης, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων τυγχάνουν αβάσιμα και ως λόγοι έφεσης.

  1. V. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 § 3 εδαφ. α ΚΝ 551/1915 συνάγεται ότι επί πλήρους πρόσκαιρης εργασιακής ανικανότητας συνεπεία εργατικού ατυχήματος διαρκούσης μεν περισσότερο από τέσσερις ημέρες αλλά μη παρατεινομένης πέραν των δύο ετών, ο παθών δικαιούται ημερήσια αποζημίωση ίση προς το ήμισυ του μισθού που λάμβανε κατά την ημέρα του ατυχήματος. Η αξίωσή του έχει αποκαταστατικό χαρακτήρα και, όπως συνάγεται από την αιτία για την οποία ex lege παρέχεται (αδυναμία άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό) αλλά και τη βάση του υπολογισμού της (καταβαλλόμενος μισθός), αποσκοπεί στην ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται, επειδή στερείται τη δυνατότητα να ασκεί όχι μόνον το μέχρι τότε επάγγελμά του αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, συνακόλουθα δε και τα εξ αυτού έσοδα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική και οικονομική του μετάταξη (ΑΠ 131/2007, ΝοΒ 2007/689 = ΔΕΕ 2007/1351 = ΕΕΔ 2009/368 = Δνη 2007/1411, ΑΠ 288/2004, Δνη 2005/785, ΑΠ 1071/1985, ΝοΒ 1986/848, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝ 2009/197). Λόγω της αποκαταστατικής φύσης της αξιώσεως αυτής, που, όπως και κάθε άλλη αποζημιωτική, δεν αποσκοπεί στον πλουτισμό του παθόντος αλλά στην ανόρθωση της ζημίας του με την παροχή οικονομικού αντισταθμίσματος ικανού να τον περιαγάγει από περιουσιακή άποψη στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 10, αρ. 3, σελ. 141, Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2011, § 168, Β, σελ. 308, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 8, αρ. 7, σελ. 411, Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, 1993, § 5, σελ. 118), το κατ’ άρθρο 3 § 3 ΚΝ 551/1915 δικαίωμα του παθόντος δεν γεννάται πριν την εμφάνιση των συνεπειών της εργασιακής του ανικανότητας, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από το ατύχημα και μέχρι την απόλυση του μισθωτού λόγω της ανικανότητάς του αυτής, εφόσον κατά το διάστημα τούτο εξακολουθεί να μισθοδοτείται (ΟλΑΠ 4/2003, ΕΔΚΑ 2003/127 = ΔΕΕ 2003/990 = ΝοΒ 2003/1398 = ΔΕΕ 2004/314 = Δνη 2003/395).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε μεν, ορθώς, ότι η εργασιακή ανικανότητα του παθόντος διήρκεσε από την ημέρα του ατυχήματος (7.8.2014) έως την 3η.10.2014, δηλαδή επί πενήντα εννέα (59) ημέρες, επιδίκασε, όμως, αποζημίωση λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς του αντιστοιχούσας σε τριάντα επτά (37) ημέρες, δηλαδή από την επομένη της λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος (28.8.2014), οπότε έπαυσε αυτός να λαμβάνει μισθό και γεννήθηκε η ζημία του, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και κατ’ ουδέν έσφαλε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών της Α έφεσης με τον δεύτερο λόγο αυτής είναι νομικά αβάσιμα και απορριπτέα. Να σημειωθεί ότι διαφορετικό συμπέρασμα δεν συνάγεται από το γράμμα του εδαφ. β του άρθρου 3 § 3 του ΚΝ 551/1915, που ορίζει ότι «Καταβάλλεται δε (η αποζημίωση) από της πέμπτης μετά το ατύχημα ημέρας ή από της ημέρας του ατυχήματος, προκειμένου περί ανικανότητος διαρκεσάσης πλέον των δέκα ημερών», που έχει την έννοια, αφενός, ότι, αν μετά το βίαιο συμβάν η σύμβαση εργασίας δεν λυθεί και η εξ αυτού εργασιακή ανικανότητα του παθόντος διαρκέσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ημερών, οπότε συγκροτείται κατά το άρθρο 1 του Νόμου αυτού η έννοια του εργατικού ατυχήματος, όχι όμως και πλέον του δεκαημέρου, η καταβλητέα αποζημίωση θα καλύψει τη ζημία του παθόντος για τη στέρηση των εισοδημάτων του μόνο μετά την τέταρτη ημέρα από το ατύχημα και, αφετέρου, ότι η υποχρέωση του εργοδότη προς αποζημίωση για ανικανότητα που παρατείνεται πέραν του δεκαημέρου από του ατυχήματος και έως τη συμπλήρωση διετίας προϋποθέτει απόλυση για το λόγο αυτό του μισθωτού, αφού στην αντίθετη περίπτωση η συντρέχουσα υποχρέωση του εργοδότη προς καταβολή ταυτοχρόνως αποζημιώσεως και μισθού θα συνεπαγόταν πλουτισμό του παθόντος εργαζομένου, ο οποίος χωρίς (ανυπαίτια) παροχή εργασίας θα ελάμβανε αποδοχές αυξημένες έναντι εκείνων που θα αποκόμιζε αν το ατύχημα δεν είχε συμβεί.

VΙ. Όπως και παραπάνω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας αναφέρθηκε η ειδική εργατική νομοθεσία, εκκινώντας από τη δικαιοπολιτική εκτίμηση ότι τον επαγγελματικό κίνδυνο ως παραγωγικό αστικής ευθύνης λόγο πρέπει να επωμίζεται εκείνος που ασκεί επιχείρηση επειδή εξ αυτής προσπορίζεται οικονομικό όφελος (ΑΠ 6/1998, ΕΕΔ 1999/1181 = ΝοΒ 1999/389) και αναγνωρίζοντας στο πεδίο της ναυτικής εργασίας την επικινδυνότητα της δραστηριότητας της οποίας την εκτέλεση συμβατικά αναλαμβάνει ο ναυτικός, καθιερώνει επί εργατικού ατυχήματος αντικειμενική ευθύνη, ανεξάρτητη δηλαδή από οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα του εργοδότη  (ΟλΑΠ 1267/1976, ΕΕΔ 36/198 = ΝοΒ 1977/895, ΑΠ 888/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4957/1998, Δνη 2000/513, ΕφΠειρ. 84/1992, ΕΝαυτΔ 1993/191 = ΠειρΝομ. 1992/70, ΕφΑθ. 11409/1987, Δνη 1989/617, Κλ. Ρούσσος, ο.π., σελ. 865, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 66, αρ. 7.3, σελ. 356, Δ. Παπαδημητρίου, Ευθύνη εκ του εργατικού ατυχήματος, σε Δνη 1978/409 επομ.). Ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται ακόμα και αν το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος και η ευθύνη του αίρεται μόνο στην περίπτωση δόλιας προκλήσεώς του, οπότε διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΤριμΕφΠειρ. 499/2011, ΕΝαυτΔ 2011/393 = Αρμ. 2012/752) και δε συγκροτείται η έννοια του εργατικού ατυχήματος κατ’ άρθρο 1 του ΚΝ. 551/1915 (ΕφΠειρ. 1240/1996, στον Τόμο Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997, σελ. 443). Επομένως, όταν ο εργοδότης ενάγεται προς καταβολή αποζημιώσεως κατά τον ΚΝ 551/1915, δεν μπορεί να αρνηθεί την αγωγή επικαλούμενος αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος ούτε να προτείνει την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου κατά το άρθρο 300 ΑΚ. Αν, όμως, επικαλεστεί και αποδείξει ότι το ατύχημα επήλθε από αμέλεια του ενάγοντος το δικαστήριο έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τη διάταξη της § 4 εδαφ. α του άρθρου 16 του Νόμου αυτού, να επιδικάσει μειωμένη την αποζημίωση κατά ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβεί το ήμισυ αυτής. Το περιεχόμενο της εν λόγω αμέλειας προσδιορίζεται στο εδαφ. β της ιδίας διατάξεως και συνίσταται μόνο σε αδικαιολόγητη παράβαση από τον παθόντα διατάξεων των ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων, που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχειρήσεως και κυρώθηκαν από αυτήν. Άλλη αμέλεια εκτός από την ανωτέρω ειδική δεν λαμβάνεται υπόψη. Το κοινό σφάλμα, που οφείλεται σε απροσεξία, ολιγωρία ή απειρία του εργαζομένου δεν απομειώνει την παρεχόμενη σ’ αυτόν νόμιμη προστασία. Το ίδιο ισχύει και όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε εξ αμελείας παραβίαση από τον παθόντα των όρων ασφαλείας κατά την παροχή της ναυτικής εργασίας των καθιερωμένων από τη ναυτική πρακτική, αφού οι σχετικοί κανόνες δεν έχουν τεθεί ή επικυρωθεί από την αρμόδια αρχή. Λόγω δε της ειδικής αυτής ρυθμίσεως στην αποζημιωτική αξίωση που ερείδεται στον ΚΝ 551/1915 δεν αντιτάσσεται το άρθρο 300 ΑΚ και δεν περιορίζεται η ευθύνη του εργοδότη ούτε για την επέλευση ούτε για την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1687/2000, ΕΕΔ 2002/1307 = Δνη 2001/1315, ΑΠ 185/1998, Δνη 1998/838 =  ΝοΒ 1999/601, ΑΠ 1823/1990, ΕΕΝ 1991/758 = ΕΕΔ 1991/794, ΑΠ 1404/1986, ΔΕΝ 1988/301 = ΕΝαυτΔ 1988/523 =  ΝοΒ 1987/923, ΕφΠειρ. 671/2005, ΕΝαυτΔ 2006/108, ΕφΠειρ. 388/2004, ΕΝαυτΔ 2004/190, ΕφΠειρ. 810/2003, ΔΕΕ 2004/815, ΕφΠειρ. 878/1999, ΔΕΕ 2000/1024, ΕφΑθ. 3553/1994, ΕΕΔ 1996/273 = ΝοΒ 1995/408, ΕφΠειρ. 89/1993, ΕΝαυτΔ 1994/158, ΕφΠειρ. 1112/1992, ΕΕΔ 1993/554 = ΠειρΝ 1992/581, ΜονΕφΠειρ. 363/2015, ΜονΕφΠειρ. 323/2015, ΜονΕφΠειρ. 464/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 811/2013, ΕΝαυτΔ 2014/40, Γ. Μικρούδης, ο.α.α., σελ. 146 επομ., Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Α/Ι, ΙΙ, 1999, § 453, σελ. 683, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 397, σελ. 202).

Ενόψει τούτων, ο δεύτερος λόγος της Β εφέσεως, ο οποίος ερευνάται διότι εκτιμάται ότι υποβλήθηκε επικουρικώς, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της μη ευδοκιμήσεως του προηγουμένου (πρώτου) λόγου της έφεσης αυτής, που ήδη (υπό στοιχ. ΙΙΙ ανωτέρω) απορρίφθηκε, με τον οποίον οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν μείωσε την κατά τον ΚΝ 551/1915 αποζημίωση του ενάγοντος κατά το ήμισυ τουλάχιστον, επειδή αυτός κατέστη συνυπαίτιος της προκλήσεως του ενδίκου ατυχήματος, αφού κατά την κάθοδό του προς το μηχανοστάσιο δεν στηριζόταν με τα χέρια του από τις χειρολαβές της κλίμακας (ρέλια), όπως είχε υποχρέωση από τους επιβαλλόμενους από τη «ναυτική τέχνη» στοιχειώδεις κανόνες για την ασφάλεια των ναυτικών πάνω στο πλοίο, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, αφού τέτοια υποχρέωση (ως αυτονόητη) ουδέποτε επιβλήθηκε από διοικητική αρχή και, αν παραβιασθεί, δεν αναιρεί την (αντικειμενική) ευθύνη του εργοδότη, ο οποίος προς απαλλαγή του πρέπει να επικαλεστεί δόλο του εργαζομένου, όπως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

VII. Εξάλλου, κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών (§ 1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βίαιου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (§ 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν η σύμβαση ναυτικής εργασίας λυθεί λόγω της ασθένειας του ναυτικού, ο παθών δικαιούται νοσηλίων και μισθού. Στην έννοια των νοσηλίων εντάσσεται κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για τη θεραπεία του ναυτικού μέχρι την ανάρρωσή του, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων για τη διενέργεια ακτινολογικών εξετάσεων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος. 2003, § 54, σελ. 251, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 14, IV 1, σελ. 110), ο δε μισθός ασθένειας έχει χαρακτήρα αποδοχών και όχι αποζημιώσεως (ΕφΠειρ. 837/2010, ΕΝαυτΔ 2011/116), παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του ΠΔ 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ A 299/9.10.1981). Η σχετική υποχρέωση του εργοδότη αρχίζει από τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας λόγω της ασθένειας και η έναρξη αυτή κατά το πλείστον συμπίπτει με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στην ξηρά (ΕφΠειρ. 498/2000, ΕΝαυτΔ 2008/281, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθένειας και λοιπών εξ αυτής παροχών είναι το τετράμηνο από της απολύσεως λόγω της ασθένειας (ΜονΕφΠειρ. 951/2013, Δνη 2014/151, ΕφΠειρ. 333/2003, ΕΝαυτΔ 2003/270). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν. Κατά το περιεχόμενό της η παροχή του εργοδότη συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης. Δηλαδή υπολογίζεται με βάση τις αμοιβές που προβλέπονται στην ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), εκτός αν έχει συμφωνηθεί κλειστός μισθός (ΕφΠειρ. 648/2008, ΕΝαυτΔ 36/388, ΕφΠειρ. 984/2001, ΠειρΝ 2002/277, ΜονΕφΠειρ. 330/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 951/2013, Δνη 2014/151). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις,  υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΤριμΕφΠειρ. 640/2009, ΕΝαυτΔ 2010/39, ΕφΠειρ. 180/2008, ο.π., ΕφΠειρ. 333/2003, ΕΝαυτΔ 2003/270, ΕφΠειρ. 511/1996, στον Τόμο Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997, σελ. 49, ΜονΕφΠειρ. 355/2013, ΕΝαυτΔ 2013/296, Γ. Μικρούδης, ο.π., σελ. 142, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 14, σελ. 113 – 114, Α. Κιάντου – Παμπούκη, ο.π., σελ. 207, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 45, σημ. 57, Ι. Κοροτζής, ο.π., άρθρο 66, σελ. 362). Περαιτέρω, ο ειδικός μισθός ασθένειας του ναυτικού δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία μπορεί ειδικότερα να ορίζει ότι βάση υπολογισμού του θα είναι ο ειδικός μισθός ασθένειας της ΣΣΝΕ, καθώς τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως ο μισθός (και αυτός της ασθένειας) με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014,  ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589). Για να καταστεί, όμως, ο περί ειδικού μισθού ασθένειας όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662).

Εν προκειμένω στην από 21.7.2014 σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος περιελήφθη όρος, κατά τον οποίον «Ο ναυτικός που απολύεται λόγω ασθενείας δικαιούται μισθό ασθενείας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη ΣΣΠ [Συλλογική Σύμβαση Ποντοπόρων] και νοσηλεύεται με έξοδα του πλοίου, για διάστημα όχι μεγαλύτερο των τεσσάρων [4] μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και τη ΣΣΠ». Κατ’ εφαρμογή του συμβατικού αυτού όρου, όπως ορθώς και με την εκκαλουμένη κρίθηκε, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν σαράντα ευρώ (140 €), προς αποκατάσταση της δαπάνης στην οποίων εξ ιδίων υποβλήθηκε για τη διενέργεια απεικονιστικής εξέτασης της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής του στήλης στις 28.8.2014 στον Πειραιά (κόστους πενήντα ευρώ [50 €]) και αξονικής τομογραφίας στο ιατρικό διαγνωστικό εργαστήριο «… ……» στις 11.9.2014 στην Πτολεμαΐδα (κόστους ενενήντα ευρώ [90 €]). Περαιτέρω, το ύψος του μισθού ασθένειας που θα δικαιούτο ο ενάγων σε περίπτωση απολύσεώς του λόγω ασθένειας καθορίστηκε συμβατικά με παραπομπή στις σχετικές προβλέψεις της ΣΣΠ. Με ειδικό όρο της επίδικης σύμβασής τους τα μέρη συμφώνησαν ότι αυτή θα διέπεται από «την Ελληνική Συλλογική Σύμβαση Ποντοπόρων για φορτηγά πλοία πάνω από 4.500 dwt όπως ισχύει σήμερα σε συνδυασμό με τον Κανονισμό για την εφαρμογή της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006». Βέβαια, κατά την κατάρτιση της ατομικής συμβάσεως δεν υπήρχε σε ισχύ ελληνική ΣΣΠ, αφού η ισχύς της τελευταίας συναφθείσας για αυτή την κατηγορία πλοίων, δηλαδή της από 8.11.2010 Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4.500  ΤDW και άνω, που είχε κυρωθεί με την με αριθμό 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και δημοσιευθεί νόμιμα στο ΦΕΚ Β 123/9.2.2011, είχε λήξει στις 31.12.2010, σύμφωνα με το άρθρο 21 αυτής (ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ad hoc), χωρίς έκτοτε και μέχρι τις 21.7.2014 να συναφθεί και κυρωθεί νέα. Από το σαφές περιεχόμενο όμως της ατομικής σύμβασης εργασίας δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι τα μέρη παρέπεμψαν σ’ αυτήν ακριβώς τη ΣΣΠ, όπως άλλωστε είχαν κατά τα ανωτέρω δικαίωμα, μολονότι η ισχύς της είχε λήξει και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Το ύψος του μικτού μηνιαίου μισθού του ενάγοντος καθορίστηκε με την ατομική του σύμβαση στο συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτών (7.396,40 €), στο οποίο συμπεριελήφθη «αμοιβή κλειστών ωρών», δηλαδή αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, ύψους τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (4.425 €). Το υπόλοιπο μέρος του μηνιαίου μισθού υπολογίστηκε με αναφορά στο βασικό μισθό, τις παροχές και τα επιδόματα «όπως προβλέπονται από την ισχύουσα … ΣΣΠ, συμπεριλαμβανομένου και επιδόματος Κυριακών, επιδόματος αδείας με τροφοδοσία…» και καθορίστηκε ρητώς σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ογδόντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτά (2.486,40 €). Το ποσόν αυτό συμπίπτει απολύτως με εκείνο που προκύπτει από την άθροιση α] του βασικού μισθού της ειδικότητας του ενάγοντος που προβλέπεται στην εν λόγω ΣΣΠ (1.417,32 €, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής), β] του επιδόματος Κυριακών (311,81 €, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 2), γ] του επιδόματος αδείας με συνυπολογισμό του αντίστοιχου αντιτίμου τροφής (738,29 €, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16) και δ] του διορθωτικού επιδόματος (18,95 €, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1). Επομένως, δια της παραπομπής στην ως άνω ΣΣΠ τα μέρη με την ατομική σύμβαση καθόρισαν και το μισθό ασθενείας του ενάγοντος σύμφωνα με τις προβλέψεις της, δηλαδή κατέστησαν περιεχόμενο της ατομικής τους συμφωνίας τον όρο του άρθρου 16 § 1 εδαφ. α και β αυτής, κατά τον οποίο «Ο μισθός ασθενείας των ναυτικών που ασθενούν και νοσηλεύονται έξω από το πλοίο, σε νοσοκομείο ή εκτός νοσοκομείου, ορίζεται σε ευρώ και είναι ίσος με τον κατά ειδικότητα βασικό μισθό που καθορίζεται στο άρθρο 1. Στον ανωτέρω μισθό ασθενείας περιλαμβάνεται και το αντίτιμο τροφής». Με αυτά τα δεδομένα ο μισθός ασθένειας του ενάγοντος υπολογίζεται επί τη βάσει του βασικού μισθού του πλέον του αντιτίμου τροφής και όχι των υπέρτερων μικτών μηνιαίων αποδοχών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και θεώρησε εξοφλημένη την απαίτηση του ενάγοντος, στον οποίον, όπως προαναφέρθηκε, οι εναγόμενοι είχαν καταβάλει για την αιτία αυτή χίλια οκτακόσια πενήντα τρία ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (1.853,81 €) αντί των κατ’ εφαρμογή της ατομικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας κατά τα ανωτέρω υπολογιζομένων και οφειλομένων χιλίων οκτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.849,93 €), δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο τα αντίθετα υποστηρίζων τρίτος λόγος της Α έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VIII. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει ευλόγως δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕΑ 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 871/2002, ΠειρΝομ 2002/472, ΕφΠειρ 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕΘ 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου  περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕΑ 966/2010, Δνη 2012/188).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες της Β έφεσης με τον τελευταίο [υπ’ αριθμ. 4 στο εφετήριο]  λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου στη λήψη αποζημίωσης για το ατύχημα που υπέστη και επικαλούμενοι και πάλι ότι ο αντίδικός τους ήγειρε την αγωγή, μολονότι γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του, υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την ένστασή τους αυτή, ως νομικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι ο χρόνος που μεσολάβησε από το ατύχημα έως την άσκηση της αγωγής δεν ήταν ικανός για τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης περί μη ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν, ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλούντων δεν είναι νόμιμος και δε συνιστά την από το άρθρο 281 ΑΚ  ένσταση αλλά αποτελεί (αιτιολογημένη) άρνηση της αγωγής, αφού η εκ μέρους του αρνούμενου το καταγόμενο σε δίκη δικαίωμα εναγομένου προβολή καταχρηστικότητας δεν είναι κατά τα προεκτεθέντα δυνατή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς κατ’ αποτέλεσμα απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό των εναγομένων, αν και με διάφορη αιτιολογία, η οποία, πάντως, αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ. Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος της Β έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΧ. Εφόσον δε δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει αμφότερες οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες. Αβάσιμο και για το λόγο αυτό απορριπτέο κρίνεται και το κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ αίτημα των εκκαλούντων της Β έφεσης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η εκκαλουμένη κατά το προσωρινώς εκτελεστό μέρος της, αφού προϋποθέτει οριστική κατ’ ουσία παραδοχή της έφεσης και εν όλω ή εν μέρει, συνεπεία αυτής, απόρριψη της αγωγής κατά το μέρος της που έγινε δεκτή και εκτελέστηκε (ΜονΕφΠειρ 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 541/2007, Δικογραφία 2008/153). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Συνεκδικάζει τις από 22.12.2015 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/23.12.2015) και 25.5.2016 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./25.5.2016) αντίθετες εφέσεις, κατά της με αριθμό 4147/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ’ ουσία, όπως και το αίτημα των εκκαλούντων της από 25.5.2016 έφεσης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ