Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 221/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 221/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 22.7.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22.7.2015) κλήση του …… …… νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) H από 12.5.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../13.5.2013 και …./13.5.2013) έφεση του ανωτέρω και β) η από 13.5.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…./13.5.2013) έφεση των καθ’ων η κλήση …… και …………, ως εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό διαδίκων, αμφότερες κατά της υπ’αριθμ. 1525/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30.12.2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../31.12.2009) αγωγής του καλούντος κατά των καθ’ων η κλήση, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτόν χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του από τη σε βάρος του φερόμενη ως τελεσθείσα από τους εναγομένους αδικοπραξία (συκοφαντική δυσφήμηση), και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, κατόπιν της έκδοσης επί των προαναφερθεισών εφέσεων της υπ’αριθμ. 116/2015 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκαν αμφότερες αυτές τυπικά δεκτές, στη συνέχεια διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσέλθει και να καταθέσει ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο ενόρκως εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας του ενάγοντος …… συμπληρωματικά επί του ειδικότερα αναφερομένου στο σκεπτικό της αποδεικτέου θέματος, όπερ και πράγματι εγένετο κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, κατά την οποία ο συγκεκριμένος μάρτυρας εμφανίσθηκε και εξετάσθηκε ενόρκως από το Δικαστήριο και τα διάδικα μέρη.

Ο ενάγων με την από 30.12.2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/31.12.2009) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι προσβλήθηκε στην προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη από την σε βάρος του παράνομη και υπαίτια (αδικοπρακτική) συμπεριφορά των εναγομένων, εκ των οποίων ο μεν πρώτος, Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου ….., σε εγκλήσεις, που υπέβαλε κατ’αυτού, επιβεβαιώνοντας ενόρκως το περιεχόμενό τους, η δε δεύτερη – σύζυγος του πρώτου, Συμβολαιογράφος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ….., σε ένορκες καταθέσεις της ως μάρτυρας, οι οποίες δόθηκαν προς επίρρωση της βασιμότητας των ανωτέρω εγκλήσεων, με πρόθεση ισχυρίσθηκαν, ενώπιον τρίτων, ψευδή και προσβλητικά της τιμής και της υπόληψής του γεγονότα, εν γνώσει της αναληθείας τους, που ειδικότερα αφορούσαν στη διάπραξη απ’αυτόν των αξιοποίνων πράξεων της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’εξακολούθηση, της κατ’εξακολούθηση παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας, και της παράβασης του νόμου περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για τις οποίες έχει κριθεί αμετάκλητα αθώος, καθώς και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα των κατονομαζομένων στην αγωγή φυσικών προσώπων, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο αυτής εκτιθέμενα, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, το ποσό των 300.000 ευρώ έκαστος, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, να υποχρεωθούν να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητάς του, διά της υποστήριξης ή διάδοσης συκοφαντικών για το πρόσωπό του γεγονότων, όπως είναι τα αναφερόμενα στην αγωγή, ή παρεμφερή αυτών, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, ν’απαγγελθεί σε βάρος τους προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλέσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, λόγω της τελεσθείσας απ’αυτούς αδικοπραξίας (της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης), και να καταδικασθούν στη δικαστική του δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 1525/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε αυτή ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη, πλην του υπό στοιχεία Δ σκέλους της, το οποίο αφορούσε στην προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, προκληθείσα από τη συκοφαντική δυσφήμηση, που τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενοι, με την υποβολή από τον πρώτο της υπ’αριθμ. ………έγκλησης περί της τέλεσης απ’αυτόν (ενάγοντα) της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα των αναφερομένων στο δικόγραφο προσώπων, και τις δοθείσες προς επίρρωση της συγκεκριμένης έγκλησης ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της δεύτερης, και ως προς οποίο (σκέλος) η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, στη συνέχεια έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, αφενός μεν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ έκαστος, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, καθώς, όπως έγινε δεκτό, προσβλήθηκε στην προσωπικότητά του παράνομα και υπαίτια από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους (συκοφαντική δυσφήμηση), αφετέρου δε να παραλείπουν και να μην επαναλαμβάνουν στο μέλλον τους διαλαμβανόμενους στο ιστορικό της – προσβλητικούς της προσωπκότητας του ενάγοντος – συκοφαντικούς ισχυρισμούς, με την απειλή σε βάρους τους χρηματικής ποινής 500 ευρώ και προσωπικής κράτησης, διαρκείας 2 μηνών, για κάθε μελλοντική επανάληψη. Επιπροσθέτως, απορρίφθηκαν τα αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας σε βάρος των εναγομένων προσωπικής κράτησης, αφού το επιδικασθέν στον ενάγοντα ποσό ήταν μικρότερο των 30.000 ευρώ. Τέλος, καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι, λόγω της εν μέρει ήττας τους, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας καθορίσθηκε στο ποσό των 300 ευρώ. Ακολούθως, κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις του ενάγοντος και των εναγομένων αντίστοιχα, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων: 1) Η από 12.5.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./13.5.2013 και …../13.5.2013) έφεση του ενάγοντος, με την οποία ο τελευταίος παραπονείται κατά της ανωτέρω απόφασης, και δη μόνον κατά του μέρους αυτής, με το οποίο βλάπτεται διά της κατ’ουσίαν απόρριψης της αγωγής του, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου, και συνιστούν αιτάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί του ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης, ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι εξαιρετικά χαμηλό, λαμβανομένων υπόψη του είδους και της έκτασης της προσβολής της προσωπικότητάς του από τους εναγομένους, διότι πρόκειται περί πλειόνων προσβολών της, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την πρωτόδικη κρίση αναφορικά με το ποσό της δικαστικής δαπάνης, που υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, και, κατά τους ισχυρισμούς του, υπολείπεται ακόμη και του κατώτατου νόμιμου, καθώς και  με την απόρριψη του αιτήματός του περί κήρυξης της απόφασης αυτής προσωρινά εκτελεστής, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του καθ’ολοκληρίαν, ν’απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, εφόσον επιδικασθεί για την ηθική του βλάβη ποσό μεγαλύτερο των 30.000 ευρώ, και να καταδικασθούν αυτοί στο σύνολο της δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. 2) Η από 13.5.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./13.5.2013) έφεση των εναγομένων, με την οποία οι ανωτέρω επίσης παραπονούνται κατά της πρωτόδικης απόφασης, και συγκεκριμένα κατά του μέρους αυτής, με το οποίο βλάπτονται διά της μερικής παραδοχής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της σε βάρος τους ασκηθείσας αγωγής, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του προαναφερόμενου ενδίκου μέσου,  και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την  κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, καθώς, όπως ισχυρίζονται, τα διαλαμβανόμενα στις εγκλήσεις, που ο πρώτος εξ αυτών υπέβαλε κατά του ενάγοντος και αφορούν σε τελεσθείσες από τον τελευταίο αξιόποινες πράξεις, καθώς και στις δοθείσες ένορκες καταθέσεις αμφοτέρων, ήταν αληθή, και όχι ψευδή, όπως, άλλωστε, έχει γίνει δεκτό με δύναμη δεδικασμένου με τις παρατιθέμενες στο εφετήριο αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, όπερ ουδόλως λήφθηκε υπόψη με την εκκαλουμένη, ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, ν’απορριφθεί στη συνέχεια αυτή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επί των ένδικων εφέσεων εκδόθηκε, όπως προεκτέθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.116/2015 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκαν αμφότερες αυτές τυπικά δεκτές, στη συνέχεια διατάχθηκε κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ούτως ώστε, κατά την επόμενη συζήτηση, που θα οριζόταν με κλήση του επιμελεστέρου των διαδίκων και εντός της προβλεπομένης από την ανωτέρω διάταξη προθεσμίας, να προσέλθει και να καταθέσει ενόρκως συμπληρωματικά ο πρωτοδίκως ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας του ενάγοντος …………. επί του αναφερομένου στο ιστορικό της αποδεικτέου θέματος, που αφορούσε στον ειδικότερο προσδιορισμό της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της προσωπικότητάς του από τους εναγομένους και την αδικοπρακτική συμπεριφορά των τελευταίων σε βάρος του, όπερ απαιτείται προκειμένου να καθορισθεί το ποσό, που δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίησή του. Ακολούθως, με την από 22.7.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../22.7.2015) κλήση του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, στο ακροατήριο του οποίου κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο εμφανίσθηκε και εξετάσθηκε ενόρκως από το Δικαστήριο, καθώς και από αμφότερα τα διάδικα μέρη ο ανωτέρω μάρτυρας. Πρέπει, επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, οι ένδικες εφέσεις, ήδη κριθείσες τυπικά δεκτές, να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Ο  ενάγων με την ένδικη από 12.5.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./13.5.2013 και …../13.5.2013) έφεσή του, και συγκεκριμένα με τα διαλαμβανόμενα σε μέρος του υπό στοιχεία Β λόγου αυτής, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημά του για κήρυξη της απόφασής του προσωρινά εκτελεστής. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει ν’απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθώς ο ανωτέρω εκκαλών, παραπονούμενος κατά της πρωτόδικης απόφασης για τη μη κήρυξη αυτής προσωρινά εκτελεστής, στερείται εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι η απόφαση, που θα εκδοθεί από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είναι τελεσίδικη, και ούτως ή άλλως, εκτελεστή, ενόψει και του ότι, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 913 παρ.1 του ΚΠολΔ, σε κάθε στάση της δίκης, να κηρύξει την πρωτόδικη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ή να αναστείλει την εκτέλεσή της, ή να μεταρρυθμίσει την οικεία διάταξη (ΕφΑθ 551/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4777/2012 ΕΦΑΔ 2013.259, ΕφΑθ 8395/2005 ΕφΑθ 4457/1992 Δ 23.940, ΕφΑθ 4566/1987 Δ 21.455, ΕφΑθ 10015/1979 ΝοΒ 28.823).

Το άρθρο 914 του ΑΚ ορίζει ότι, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά δε το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά τη κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για να παραχθεί αδικοπραξία, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ και υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας: α) Η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παράνομα, συγχρόνως δε και υπαίτια, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 του ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας (βλ. ΑΠ 81/2013, ΑΠ 114/2012, ΑΠ 541/2012, ΑΠ 731/2011, ΑΠ 457/2011, ΑΠ 715/2011, ΑΠ 895/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 462/2011 ΝοΒ 2011.2115, ΑΠ 41/2010 ΕλλΔνη 2011.376). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57), το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις παραπάνω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και η υπόληψη, δηλαδή η κοινωνική αξία κάθε ανθρώπου, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην αντίληψη και την εντύπωση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας κάποιου, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του, δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο δικαίωμα της προσωπικότητας περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής (ΑΠ 632/2015 Α δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι: α) Η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή ή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 § 3 του Συντάγματος και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 2/2008). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 § 2 του ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 362-363 του ΠΚ. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη και ειδικότερα ποικίλης μορφής συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις του ανθρώπου και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια, όπως και οποιαδήποτε εκδηλωτική συμπεριφορά ή σχέση ειδική και εξατομικευομένη, προσαπτόμενη σε ορισμένο πρόσωπο, με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψής του. Αντικείμενο της προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367§1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 του ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (ΠΚ 367 § 1 γ). Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 § 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, ως προς τις δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 § 2, και εν προκειμένω όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 του ΠΚ που προαναφέρθηκαν (ΑΠ  308/2016, 343/2016, 389/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367§1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό (ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 265/2015, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας σε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω εκφάνσεις της, ο προσβληθείς δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ, προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (που υπέστη από την προσβολή), που μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού. Η επιδίκαση της ικανοποίησης αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, προσδιορίζει το ποσό της, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (βλ. ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1231/2014, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1800/2014, ΑΠ 1865/2014, ΑΠ 864/2014, ΑΠ 109/2012, ΑΠ 284/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 271/2012 ΝοΒ 2012.864, ΑΠ 121/2012 ΝοΒ 2012.861, ΑΠ 285/2012, ΑΠ 1382/2012, ΑΠ 753/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 391/2006 ΧΡΙΔ 2006.596). Περαιτέρω, υπό τον ΚΠολΔ, οι (καταδικαστικές ή αθωωτικές) αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη (ΑΠ 780/2014, ΑΠ 580/2001, ΑΠ 431/2000, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τα άρθρα 321,322 και 324 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δεδικασμένο, που παράγεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία ενδέχεται να είναι άδικη ή ακόμα και εσφαλμένη (ΟλΑΠ 1/2005 ΕλλΔνη 46.377, ΑΠ 386/2000 ΕλλΔνη 41.1312), καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το Δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της υπάρξεως ή όχι της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, δεδικασμένο παράγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνον για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης και του νομικού χαρακτηρισμού που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Επεκτείνεται όμως το δεδικασμένο τούτο και σε ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, οπότε καταλαμβάνει και την κρίση που εξέφερε το αρμόδιο δικαστήριο για την έννομη σχέση, εφόσον η κρίση αυτή ήταν αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης. Το δεδικασμένο τούτο επί του παρεμπίπτοντος ζητήματος λειτουργεί και αυτοτελώς σε κάθε νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει το συγκεκριμένο ζήτημα είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό (ΑΠ 649/2005 ΕλλΔνη 47. 1015, ΑΠ 1940/1988 ΝοΒ 37.1039, ΕφΑθ 1179/1996 ΕλλΔνη 38. 912). Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη δικαστική απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει ως αναγκαία όμως προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη (ΟλΑΠ 1/2005 ό.π, ΑΠ 3/2003 ΕΕργΔ 2003.1282, 34/1992, ΑρχΝ ΜΔ.54). Έτσι το δεδικασμένο που παράγεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε σε προγενέστερη δίκη, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει τη συγκεκριμένη έννομη σχέση που κρίθηκε με αυτή, ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεότερη δίκη της ίδιας έννομης σχέσης, που αποτελεί τη βάση μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης και λαμβάνεται υπόψη ως αμάχητη αλήθεια, που δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την εξαφάνιση της απόφασης από την οποία παράγεται, έπειτα από επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων (ΟλΑΠ 1/2005, ό.π.). Τέλος, κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974, “παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως (παρ.1 εδαφ. α΄). Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του” (παρ.2). Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι ” Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος δύο διατάξεις, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 27.9.2007, Σ. κατά Ελλάδος, σκέψη 37, ΕΔΔΑ απόφαση της 11.2.2003. R. και Υ κατά Νορβηγίας, ΑΠ 1398/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος του ενάγοντος …………, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής, αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου, όπως διατάχθηκε με την αρχικά εκδοθείσα επί των ένδικων εφέσεων υπ’αριθμ. 116/2015 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και με την παρούσα απόφαση αντίστοιχα, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις παραδεκτά προσκομιζόμενες, το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, καταθέσεις των, εκτός δίκης, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, εξετασθέντων μαρτύρων ………., ……….., και ………..,  οι οποίες λήφθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, και κατόπιν τήρησης των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, σύμφωνα με τις υπ’αριθμ. …. και …../8.11.2013 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………, περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. ………./19.11.2013 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ, εφόσον, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι δεν προσκομίσθηκαν στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας του ενάγοντος, ή από βαριά αμέλεια αυτού (παρ.2 του ανωτέρω άρθρου), γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου, απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη, να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του  ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Κατά το έτος 1996 ο ενάγων ανέθεσε αρχικά προφορικά στον πρώτο των εναγομένων, Δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου ….., τη διεκπεραίωση διαφόρων εκκρεμών υποθέσεών του, που αφορούσαν στην επιδίωξη της ικανοποίησης, ή της εξασφάλισης, οικονομικών αξιώσεών του, είτε δικαστικά, είτε εξώδικα, διά της επίτευξης συμβιβασμού, και στη συνέχεια του χορήγησε, για την εκτέλεση της δοθείσας προς αυτόν εντολής, το υπ’αριθμ. …/22.7.1999 γενικό πληρεξούσιο της δεύτερης εναγομένης, συζύγου του πρώτου, Συμβολαιογράφου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου …… Μάλιστα με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκε μεταξύ τους, πέραν της επαγγελματικής σχέσης, και στενός φιλικός δεσμός. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά το έτος 2002 διαταράχθηκαν οι μέχρι τότε ομαλές σχέσεις τους λόγω οικονομικών διαφορών, που ανέκυψαν και αφορούσαν, αφενός μεν σε αξιώσεις του πρώτου εναγομένου για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής του, λόγω διεξαγωγής των υποθέσεων του ενάγοντος, αφετέρου δε σε αξίωση του τελευταίου, απορρέουσα από εγγράφως καταρτισθείσα μεταξύ τους στις 7.11.2000 έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου, ποσού 20.000.000 δραχμών (ήδη 58.694,06 ευρώ), ως προς το οποίο ο πρώτος εναγόμενος, αμφισβητώντας το ως εικονικό, ισχυριζόταν ειδικότερα ότι το ανωτέρω ποσό είχε στην πραγματικότητα, και κατά την αληθή τους βούληση, καταβληθεί στον ίδιο ως προκαταβολή αμοιβής του για τις ήδη παρασχεθείσες, αλλά και μέλλουσες να παρασχεθούν, στον ενάγοντα νομικές υπηρεσίες του. Μάλιστα λόγω των έντονων διενέξεων που ανεφύησαν μεταξύ τους ο ενάγων με την υπ’αριθμ………/4.2.2003 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. ανακάλεσε την εντολή και πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγήσει στον πρώτο εναγόμενο με το προαναφερόμενο πληρεξούσιο της δεύτερης εναγομένης, ενώ, επιπροσθέτως, με την από 7.2.2003 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο αυθημερόν, ανακάλεσε και την προφορικώς δοθείσα προς αυτόν πληρεξουσιότητα. Έκτοτε ήρξατο μεταξύ των διαδίκων μερών σφοδρότατη και μακροχρόνια αντιδικία ενώπιον των πολιτικών και των ποινικών δικαστηρίων με την εκατέρωθεν ανταλλαγή αγωγών και εγκλήσεων. Σημειωτέον ότι ο πρώτος εναγόμενος για τις ανωτέρω αξιώσεις του προς καταβολή αμοιβής για παρασχεθείσες προς τον ενάγοντα νομικές υπηρεσίες για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένων υποθέσεών του άσκησε κατά του τελευταίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2003 αγωγή του, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και επιδικάσθηκε σ’αυτόν αμετάκλητα το ειδικότερα διαλαμβανόμενο στην υπ’αριθμ.788/2005 – εκδοθείσα επί της υπόθεσης – απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου χρηματικό ποσό, ενώ και ο ενάγων άσκησε εναντίον του πρώτου εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2008 αγωγή του, με αίτημα να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλει το προαναφερθέν ποσό του δανείου, που, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν αποδοτέο στις 3.12.2002, πλέον τόκων της απαίτησής του, ποσού 2.934,70 ευρώ, περιορίζοντας, όμως, με τις προτάσεις του το αγωγικό αίτημα στο ποσό των τόκων, και δηλώνοντας παράλληλα ότι το κεφάλαιο του δανείου έχει εξοφληθεί, κατόπιν συμφωνίας του με τον αντίδικό του να συμψηφισθεί με ισόποση οφειλή του ιδίου προς αυτόν για δικηγορική αμοιβή του. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2744/2009 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή αμετάκλητα εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά το ποσό των τόκων, στο οποίο περιορίσθηκε το αγωγικό αίτημα, κατά τα προεκτεθέντα, διότι κρίθηκε ότι πράγματι καταρτίθηκε μεταξύ τους σύμβαση δανείου, και όχι κατά το φαινόμενο και μόνο, όπως ισχυρίσθηκε ο πρώτος εναγόμενος, αλλά κατά την αληθή και σοβαρή συναλλακτική βούλησή τους, κατόπιν απόρριψης με την υπ’αριθμ.833/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς των ασκηθεισών εφέσεων αμφοτέρων αυτών κατά της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της ασκηθείσας κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης αίτησης αναίρεσης του πρώτου εναγομένου με την υπ’αριθμ.1869/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου. Αποδείχθηκε επίσης ότι στο πλαίσιο της ανωτέρω αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων έλαβαν χώρα και τα κάτωθι: Ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς εναντίον του ενάγοντος την από 12.10.2004 έγκλησή του (υπό στοιχεία ……..)  στην οποία αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα: «…Προσήλθε (εννοείται ο ενάγων), στις 27 Μαρτίου 2002, στο δικηγορικό γραφείο μου, στην οδό ………. (Β΄ όροφος), και με προμελετημένη – όπως τα γεγονότα απέδειξαν – υβριστική σε βάρος μου συμπεριφορά, αξίωσε να του παραδώσω τους φακέλους των υποθέσεών του, προκειμένου να παραλάβει, από τις περαιωμένες υποθέσεις του, έγγραφα που αυτός έκρινε ότι τάχα δεν μου χρειάζονταν πλέον…πράγματι του παρέδωσα δέκα (10) περίπου ογκώδεις φακέλους δικογραφιών…με την παρατήρησή μου ότι οι περιεχόμενες σ’αυτούς περαιωμένες υποθέσεις του δεν είναι πληρωμένες, και συνεπώς δεν δικαιούταν και για αυτό το λόγο να αναλάβει οποιοδήποτε έγγραφο μέσα από τις δικογραφίες…Ειδικότερα, στις 27.3.2002, καθώς και εντός του πρώτου 10ημέρου του Απριλίου του 2002 που εγώ απουσίαζα, προσήλθε και έλαβε, επιπλέον και άλλα έγγραφα (δικόγραφα, διαδικαστικά, ιδιωτικά, αποδεικτικά, προσωπικές μου σημειώσεις, νομολογία που είχα συγκεντρώσει για τη νομική υποστήριξη των υποθέσεών του κλπ.) …Σκοπός της συμπεριφοράς του αυτής ήταν να μου αποστερήσει κρίσιμα και ουσιώδη έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά, με τα οποία μπορούσα ευχερώς να αποδείξω τόσο την δικηγορική μου ενασχόληση με τις σοβαρές οικονομικές του διαφορές και αξιώσεις που αυτά αφορούσαν, αλλά και τις επί μέρους δικηγορικές υπηρεσίες που του προσέφερα επί επτά (7) χρόνια. Η συμπεριφορά του αυτή, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ήταν σαφώς προμελετημένη, προκειμένου να αρνηθεί, είτε την ύπαρξη των υποθέσεών του με τις οποίες ασχολήθηκα, ως δικηγόρος, επί έτη, με θετική για αυτόν οικονομική έκβαση, είτε ότι δεν είχα καμία ανάμειξη με αυτές που δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι πράγματι υπήρξαν. Δηλαδή με την ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του, σκόπευε να προκαλέσει σε εμένα κατ’αρχήν δικονομική βλάβη δυσχεραίνοντάς με να αποδείξω την δικηγορική μου ενασχόληση με τις παρακάτω συγκεκριμένες υποθέσεις του και συνακόλουθα περιουσιακή ζημία…Τα λίγα δε δημόσια έγγραφα, νομίμως θεωρημένα, που μπορώ να προσδιορίσω από την πληθώρα αυτών (δημοσίων και ιδιωτικών), που σκόπιμα αφαίρεσε ο μηνυόμενος … για να μην μπορώ να αποδείξω τις προσφερθείσες σ’αυτόν νομικές υπηρεσίες μου…Η καταγγελλόμενη άδικη συμπεριφορά του είναι όντως αντίθετη προς τη συναλλακτικά καλή πίστη, την εντιμότητα στις συναλλαγές και ειδικότερα στα χρηστά ήθη, αφού πράγματι ενήργησε δολίως προκειμένου να μου προκαλέσει δικονομική περιουσιακή και ηθική βλάβη… Επειδή είχα και έχω δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου…για την χρήση της αποδεικτικής δύναμης των παραπάνω εγγράφων που υπεξήγαγε, για τους προεκτιθέμενους λόγους και αιτίες ο μηνυόμενος.». Το περιεχόμενο της ανωτέρω έγκλησής του επιβεβαίωσε ο πρώτος εναγόμενος εξετασθείς ενόρκως ως εγκαλών στις 14.10.2004. Περαιτέρω, η δεύτερη εναγόμενη ισχυρίσθηκε για τον ενάγοντα σε ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της τα κάτωθι: 1) Στην από 25.10.2004 ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας, δοθείσα ενώπιον του 2ου Πταισματοδίκη Πειραιώς στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που άρχισε κατόπιν της υποβολής της υπό στοιχεία ………….. έγκλησης του ενάγοντος κατά του πρώτου εναγόμενου για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης τα εξής: «Στις 27.3.2002 και τον Απρίλιο του 2002 προσήλθε ο εγκαλών στα γραφεία μας (σημειωτέον ότι το συμβολαιογραφικό της γραφείο λειτουργούσε στον ίδιο χώρο με το δικηγορικό γραφείο του συζύγου της) απαίτησε με υβριστικό τρόπο να του παραδοθούν όλοι οι φάκελοι των περαιωμένων υποθέσεών του προκειμένου να πάρει όσα και όποια έγγραφα δημόσια και ιδιωτικά έκρινε ο ίδιος σκόπιμο. Αυτό το έκανε χωρίς καν να ενημερώσει το σύζυγό μου για τα έγγραφα που όντως έλαβε, αφού ούτε καληνύχτα δεν μας είπε φεύγοντας πολύ περισσότερο δεν έδωσε φωτοτυπίες όπως ψευδώς ισχυρίζεται. Την πράξη του αυτή την έκανε προκειμένου να δυσχεράνει οικονομικά το σύζυγό μου για την απόδειξη των υποθέσεών του που πραγματικά είχε αναλάβει και διεκπεραιώσει και παράλληλα να του αποστερήσει τη δυνατότητα απόδειξης των αμοιβών που απέρρεαν από τις εν λόγω δικηγορικές του εργασίες…». 2) Στην από 16.11.2004 ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας ενώπιον του 4ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, δοθείσα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την προαναφερθείσα υπό στοιχεία ……… έγκληση του πρώτου εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, τα εξής: «Από τη στιγμή που άρχισαν οι υποθέσεις του να περατώνονται επιτυχώς ο μηνυόμενος για να μην πληρώσει το σύζυγό μου, άρχισε να ζητάει τους φακέλους των υποθέσεών του. Συγκεκριμένα την 27.3.02 του ζήτησε με πολύ πιεστικό τρόπο και αφαίρεσε μέσα από αυτούς κρίσιμα έγγραφα όπως αντίγραφα συμβολαίων από το υποθηκοφυλακείο Κρανιδίου, δικαστικές αποφάσεις από τα Πρωτοδικεία Ναυπλίου και Αθηνών, πολλά ιδιόγραφα σημειώματα και του ιδίου αλλά και του συζύγου μου και άλλα ουσιώδη έγγραφα που αναφέρονται στη μήνυση όπως π.χ. από το «Φάκελο …….», από την υπόθεση των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων της «…. ..», την υπόθεση της Βιομηχανικής παραγωγής από την «……..», την ξενοδοχειακή επιχείρηση «……….». Με τα αντίγραφα των συμβολαίων που είχε παραλάβει ο σύζυγός μου από το υποθ/κείο Κρανιδίου αρχές του 2000, ο μηνυόμενος μου ζητούσε κατά τα έτη 2000-2001 και 2002, να του βγάζω αντικειμενικές αξίες τις οποίες χρειαζόταν για τις δηλώσεις του στην Εφορία καθώς επίσης και τις διεκδικήσεις του από τα περιουσιακά στοιχεία των θείων του. Επίσης αφαίρεσε από τους φακέλους φωτ/φα εγγράφων, που αφορούσαν τη σύσταση και λειτουργία,καθώς και τη μετοχική σχέση του πατέρα του με γαλλική οικοδομική εταιρεία της ζεύξης Ρίου-Αντιρρίου και την κατασκευή αερογέφυρας. Αυτά είναι μερικά από τα έγγραφα που αφαίρεσε χωρίς την έγκριση του συζύγου μου με σκοπό να ισχυριστεί, όπως εκ των υστέρων απεδείχθη, ότι όλες οι προαναφερόμενες υποθέσεις είναι σενάρια και οραματισμοί του μηνυτή και ως εκ τούτου δεν έχει καμία οικονομική υποχρέωση απέναντί του. Τα ανωτέρω γνωρίζω και από προσωπική μου αντίληψη καθόσον η αφαίρεση όλων των εγγράφων έγινε στο δικό μου επαγγελματικό χώρο απ’όπου έφυγε με όλα τα κρίσιμα έγγραφα χωρίς να πει ούτε καληνύχτα». 3) Στην από 23.12.2004 ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας, δοθείσα ενώπιον του 7ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που άρχισε με την υποβολή της υπό στοιχεία …… έγκλησης του ενάγοντος εναντίον του πρώτου εναγομένου για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης, φερόμενες ως τελεσθείσες απ’αυτόν διά των διαλαμβανομένων στην με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγή του, διώκουσα την καταβολή δικηγορικής αμοιβής του για τη παροχή προς τον ενάγοντα των νομικών του υπηρεσιών, τα εξής: «Μπροστά μου στις 27.3.2002 ο εγκαλών αφαίρεσε από τους φακέλους του, που με υβριστικό τρόπο τους ζήτησε από τον σύζυγό μου, πάνω από πενήντα έγγραφα, που απεδείκνυαν διεκπεραιωμένες υποθέσεις του και πολλές νομικές υπηρεσίες που του είχε προσφέρει ο σύζυγος μου ως δικηγόρος, τις οποίες τώρα αρνείται. Όταν μάλιστα πήρε τα έγγραφα εγκατέλειψε τα γραφεία μας χωρίς καν να μας καληνυχτίσει και ψευδώς τώρα ισχυρίζεται ότι τάχα τα έδειξε στο σύζυγο μου. Τα εν λόγω έγγραφα είναι άσχετα με τα έγγραφα που παρέμειναν στα χέρια του συζύγου μου. Μπροστά μου γίνονταν επί χρόνια συζητήσεις για όλες τις υποθέσεις του εγκαλούντος, όπως αναφέρονται στην περί αμοιβών αγωγή του συζύγου μου και στις οποίες συζητήσεις συμμετείχα. Επίσης, με συμβόλαια που είχε ζητήσει ο σύζυγος μου και είχε λάβει με εντολή του εγκαλούντος από το Υποθηκοφυλακείο Κρανιδίου, τα οποία συμβόλαια περιλαμβάνονται στα υπεξαχθέντα έγγραφα από τον εγκαλούντα, μου είχε ζητήσει (ο εγκαλών) και ως συμβολαιογράφος είχα προσδιορίσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων που αναφέρονται στα συμβόλαια αυτά κατά τα έτη 2000, 2001 και 2002..». 4) Στην από 9.3.2005 ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας, δοθείσα ενώπιον του 1ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που άρχισε με την υποβολή της υπό στοιχεία Α-………. έγκλησης του πρώτου εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, τα εξής: «Επίσης ισχυρίζεται ψευδώς (εννοείται ο ενάγων) ότι δέκα χαρτόκουτα με έγγραφα που έφερε στο γραφείο του συζύγου μου δεν του τα προσήγαγε για να τα μελετήσει νομικά αλλά για να τα προστατεύσει από τις βροχές που έπεφταν στο Ρέθυμνο. Υποστηρίζει ψευδώς ότι όσα έγγραφα βρίσκονται στα χέρια του μηνυτή είναι φωτοτυπίες που έβγαλε από μόνος του ο μηνυτής χωρίς έγκρισή του. Σημειώνω ότι μπροστά μου στο χώρο του δικού μου γραφείου περί τα τέλη Μαρτίου του 2002 ο ………. αφαίρεσε τουλάχιστον πενήντα δημόσια έγγραφα και άλλα από φακέλους περαιωμένων υποθέσεών του που χειριζόταν ο σύζυγος μου χωρίς όμως να έχει πληρωθεί για αυτές.». 5) Στην από 7.4.2005  ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας ενώπιον του 2ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, δοθείσα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που άρχισε με την υποβολή της υπό στοιχεία ……..(Εισαγγελίας Πειραιώς) και υπό ……..(Εισαγγελίας Αθηνών)  έγκλησης του πρώτου εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, τα εξής: «Ο μηνυόμενος ……….. εσκεμμένα αφαίρεσε το Μάρτιο και Απρίλιο του 2002 όλα τα έγγραφα (δημόσια και ιδιωτικά) από τα οποία προέκυπτε και τα οποία αποδείκνυαν την ενασχόληση του μηνυτή με τις υποθέσεις του, ισχυρίζεται πλέον και στην έφεσή του ότι τις υποθέσεις, από τις οποίες εξαρτά τις επίδικες αμοιβές του ο μηνυτής, απλώς τις είχε «πληροφορηθεί» από τον …… από σχετικές αναφορές που του είχε κάνει, θεωρώντας τον απλώς «φίλο» και όχι δικηγόρο του. Διατείνεται ψευδώς ότι δέκα χαρτόκουτα με έγγραφα για υποθέσεις του, που είχε φέρει στα γραφεία μας προς μελέτη και νόμιμη υποστήριξη από τον σύζυγό μου, ότι τα έφερε τάχα «για να μη βραχούν στο Ρέθυμνο», τη στιγμή μάλιστα που διέθετε δύο διαμερίσματα στη Βάρκιζα και ένα στην Αθήνα. 6)  Στις 15.2.2006, εξετασθείσα ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας υπό στοιχεία ……… έγκλησης του πρώτου εναγομένου κατά του ενάγοντος, τα εξής: «Ήμουν μπροστά όταν έγιναν οι αφαιρέσεις…Όταν ο κατηγορούμενος μπήκε στο γραφείο ήταν επίμονος και έλεγε ότι θέλει τους φακέλλους (γύρω στους 10) πρέπει να ήταν και άλλοι. Αυτοί ήταν οι περαιωμένες υποθέσεις… Όταν πήρε ο κατηγορούμενος τα έγγραφα μετά δεν μπορούσε ο μάρτυρας (πρώτος εναγόμενος) να αποδείξει ότι είχε κάνει ενέργειες…Δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν όλα τα έγγραφα απ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες». Επομένως, ο πρώτος εναγόμενος με την ανωτέρω υποβληθείσα έγκλησή του, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωσε ενόρκως, καθώς και η δεύτερη εναγόμενη, στις προαναφερθείσες ένορκες καταθέσεις της ως μάρτυρας, ισχυρίσθηκαν ότι ο ενάγων αφαίρεσε από το δικηγορικό γραφείο του πρώτου και από τους φακέλλους των δικογραφιών, που του είχε αναθέσει και χειριζόταν ως δικηγόρος του, κρίσιμα και σημαντικά έγγραφα, με σκοπό να τον βλάψει, και ειδικότερα προκειμένου να καταστεί αδύνατον γι’αυτόν να αποδείξει την ενασχόλησή του με τις συγκεκριμένες υποθέσεις και να διεκδικήσει την οφειλόμενη για την παροχή των νομικών υπηρεσιών του δικηγορική αμοιβή του, ισχυρισμός, που έχει αποδειχθεί αμετάκλητα ψευδής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι κατόπιν της ανωτέρω έγκλησης του πρώτου εναγομένου  ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος για την αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων του άρθρου 222 του ΠΚ, που εφέρετο τελεσθείσα στις 27.3.2002 και κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Απριλίου του ιδίου έτους, και αφορούσε στα έγγραφα,  που αναλυτικά αναφέρονται στην υπ’αριθμ.729/2006 απόφαση του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε αυτός αμετάκλητα αθώος της αποδιδόμενης αξιόποινης πράξης, διότι κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος, και κατά της οποίας δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ.πρωτ……./25.2.2009 πιστοποιητικό του Αρείου Πάγου. Σημειωτέον ότι για τον ίδιο ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου, ότι δηλαδή ο ενάγων αφαίρεσε έγγραφα από το δικηγορικό γραφείο του, υποβλήθηκε έγκληση σε βάρος του από τον ενάγοντα για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία καταδικάσθηκε αυτός σε πρώτο βαθμό σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών με την υπ’αριθμ. 122/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, πλην όμως σε δεύτερο βαθμό το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ…………. απόφασή του δε έκρινε αυτόν αθώο, αλλά έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω ανάκλησης από τον ενάγοντα της υποβληθείσης έγκλησής του και αποδοχής της ανάκλησης από τον τότε κατηγορούμενο – πρώτο εναγόμενο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο πρώτος εναγόμενος στην υπό στοιχεία ……….. έγκληση, που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς σε βάρος του ενάγοντος, ισχυρίσθηκε ότι ο τελευταίος προέβη επανειλημμένως σε παράνομη μαγνητοφώνηση των κατ’ιδίαν προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών τους, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σ’αυτόν της δικηγορικής του αμοιβής, ισχυρισμό, τον οποίο επανέλαβε και στις από 12.10.2004 (………), από 20.7.2004 (………) και από 19.8.2004 (………) εγκλήσεις του, επίσης υποβληθείσες κατά του ενάγοντος, η τελευταία εξ αυτών και κατά των ……………., και ο οποίος, επιπροσθέτως, κατατέθηκε ενόρκως από τη δεύτερη εναγόμενη πλειστάκις, κατά την εξέτασή της ως μάρτυρας. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη: 1) Στην από 13.1.2004 ένορκη κατάθεση, που έδωσε εξετασθείσα ως μάρτυρας ενώπιον του 30ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την υποβολή της υπό στοιχεία ………. έγκλησης του ενάγοντος κατά του πρώτου εναγομένου για συκοφαντική δυσφήμιση – εξύβριση, ανέφερε τα ακόλουθα: «Την 28.12.2002 κι ενώ στις σχέσεις μηνυτή και μηνυόμενου υπήρχε ένταση ο κ. ………. μετά προγραμματισμένο ραντεβού ήρθε στο γραφείο για να συζητήσει με το σύζυγό μου για τις μεταξύ τους εκκρεμότητες. Στο αρχείο των γραφείων μας βρισκόμασταν εγώ και ο δικηγόρος κ. ……, αναζητώντας διάφορα έγγραφα, γεγονός που ο μηνυτής αγνοούσε. Τόσο εγώ όσο και ο κ. …. είδαμε τον κ. …… να ενεργοποιεί μαγνητόφωνο που είχε στην τσέπη του μπουφάν του και το οποίο είδαμε επίσης να τοποθετεί σε χάρτινη σακούλα. Ο μηνυτής στην συνέχεια εισήλθε στο γραφείο του συζύγου μου…Στη συνέχεια κι αφού ο σύζυγός μου βεβαιώθηκε πλέον για το ότι ο μηνυτής τον μαγνητοφωνούσε, τηλεφωνικά του γνώρισε ότι δεν θέλει να έχει άλλη επαγγελματική σχέση μαζί του και ότι πλέον θα μιλά με το δικηγόρο του.».2) Στην από 25.10.2004 ένορκη κατάθεση, που έδωσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του 2ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την υποβολή της υπό στοιχεία ………. έγκλησης του ενάγοντος εναντίον του πρώτου εναγόμενου για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και της εξύβρισης, ανέφερε τα ακόλουθα: «Με τον εγκαλούντα γνωριζόμαστε από το 1996 που πρωτοήρθε στο δικηγορικό γραφείο του συζύγου μου μέχρι και τις 28.12.02 που διακόπηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις επειδή την ημέρα αυτή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια ότι ήταν στο γραφείο του συζύγου μου με μαγνητόφωνο και μαγνητοφωνούσε παράνομα τις επαγγελματικές του συνομιλίες, όπως η ίδια επανειλημμένα αντιλήφθηκα, την ίδια άδικη συμπεριφορά εφάρμοζε και τον τελευταίο καιρό (Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2002) που τηλεφωνούσε από το σπίτι του (………). 3) Στην από 9.3.2005 ένορκη κατάθεση, που έδωσε εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του 1ου Πταισματοδίκη Πειραιώς στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την υποβολή της υπό στοιχεία ………. έγκλησης του πρώτου εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, ανέφερε τα ακόλουθα: «…στις 28.12.2002 βεβαιωθήκαμε εντελώς ότι μαγνητοφωνούσε κρυφά ο κύριος ….. τις επαγγελματικές συνομιλίες που είχε με το δικηγόρο του. Εγώ στις 28.12.2002 μαζί με το δικηγόρο κύριο …….. είδαμε τον κύριο …… να μαγνητοφωνεί το δικηγόρο του και σύζυγό μου.». 4) Στην από 12.4.2005 ένορκη κατάθεση, που έδωσε εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του 2ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την υποβολή της υπό στοιχεία ……… έγκλησης του πρώτου εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, ανέφερε τα ακόλουθα: «Ειδικότερα ο β΄ μηνυόμενος δικηγόρος, αν και γνώριζε καλά την αντικειμενική αλήθεια σχετικά με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις που έκανε ο κ. …….. σε βάρος του μηνυτή χωρίς τη συναίνεση και εν αγνοία του τις προφορικές και τις τηλεφωνικές επαγγελματικές τους συνομιλίες…». Οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί των εναγομένων, που αφορούν στο πρόσωπο του ενάγοντος, είναι ψευδείς. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της αναλήθειας των διαλαμβανομένων στις ανωτέρω εγκλήσεις του πρώτου εναγομένου και στις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της δεύτερης εναγομένης γεγονότων επιρρωνύεται ιδίως από τα κάτωθι: Ο πρώτος εναγόμενος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  κατά του ενάγοντος την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγή του, στην οποία εξέθετε ότι ο ανωτέρω κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος Μαρτίου του 2002 μέχρι και τις 28.12.2002 παραβίασε κατ’εξακολούθηση παράνομα το απόρρρητο των τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων και των προφορικών του συνομιλιών, ηχογραφώντας αυτές κατ’επανάληψη, χωρίς τη συναίνεσή του και εν αγνοία του, καθώς και ότι από την ανωτέρω, με πρόθεση διενεργηθείσα, αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου του, η οποία έγινε αντιληπτή και από τρίτα πρόσωπα, προσβλήθηκε παράνομα στην τιμή και την υπόληψή του και εν γένει στην προσωπικότητά του, ζητώντας την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη. Συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε στην αγωγή του αυτή ότι κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ο ενάγων κατ’επανάληψη ηχογραφούσε, με τη χρήση μαγνητοφώνου, το οποίο συνήθως έφερε εντός σακακιού (μπουφάν) χειμερινού, που φορούσε ακόμη και κατά τη θερινή περίοδο, τις μεταξύ τους συνομιλίες, που διενεργούντο στο δικηγορικό γραφείο του, αλλά και τηλεφωνικώς, κατά τις οποίες αυτός (ενάγων) εκφραζόταν επιτηδευμένα, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει μελλοντικά για να αποκρούσει τις απαιτήσεις του ιδίου (πρώτου εναγομένου) προς καταβολή των αμοιβών του για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες, καθώς και ότι στις 28.12.2002, όταν πραγματοποιήθηκε προγραμματισμένη συνάντησή τους στο δικηγορικό του γραφείο, επιβεβαίωσε την προαναφερθείσα παράνομη πράξη του ενάγοντος, ήτοι την ηχογράφηση των συνομιλιών τους, όπερ επαναλήφθηκε και την ίδια ημέρα, γεγονός, που προκάλεσε την οριστική ρήξη στις σχέσεις τους, αλλά και τη μακροχρόνια αντιδικία μεταξύ τους με σωρεία αστικών και ποινικών δικών, που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση  μέχρι σήμερα από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Αφορούσε, επομένως, η εν λόγω αγωγή στα ίδια πραγματικά περιστατικά, ήτοι στην τέλεση από τον ενάγοντα της ανωτέρω αξιόποινης πράξης (της παράνομης ηχογράφησης τηλεφωνικών και  προφορικών συνομιλιών του με τον πρώτο εναγόμενο), με αυτά, που επίσης διαλαμβάνονται στις προαναφερθείσες εγκλήσεις και ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, και αποτελούν περιεχόμενο και της ένδικης αγωγής για τη θεμελίωση της σε βάρος του ενάγοντος επικαλούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων και της φερομένης ως τελεσθείσας απ’αυτούς αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.5187/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, καθώς κρίθηκε ότι πράγματι έλαβαν χώρα οι επικαλούμενες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου, και υποχρεώθηκε ο τότε εναγόμενος και νυν ενάγων …… ……. να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του το ποσό των 20.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον εναγόμενο στη δίκη αυτή και νυν ενάγοντα …… ……, ως ηττηθέντα διάδικο, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 95/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε την αγωγή. Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος υπέβαλε αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, εκδοθείσας σχετικά της υπ’αριθμ.1484/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε αυτήν στο σύνολό της και παρέπεμψε την υπόθεση προς συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο με την υπ’αριθμ.634/2012 απόφασή του επίσης απέρριψε την αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του τότε εναγομένου και νυν ενάγοντος, και συνακόλουθα ότι δεν υπήρξε προσβολή της προσωπικότητας του αντιδίκου του (τότε ενάγοντος και νυν πρώτου εναγομένου), με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται η αναφερόμενη στην εν λόγω αγωγή αξίωση του τελευταίου. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο εκ των διαδίκων και ενάγων στη δίκη αυτή …… ……. άσκησε και πάλι αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ.897/2014 απόφαση του Αρείο Πάγου, με αποτέλεσμα η υπ’αριθμ.634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς να καταστεί αμετάκλητη. Όσον αφορά δε στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης, ο ενάγων, ενώ πρωτοδίκως κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ’εξακολούθηση (άρθρο 370Α του ΠΚ), ειδικότερα συνισταμένης κατά την αντικειμενική της υπόσταση στα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, δυνάμει της υπ’αριθμ. 2887/2005 απόφασης του Β΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, στο δεύτερο βαθμό κρίθηκε αθώος της πράξης αυτής με την υπ’αριθμ. 103/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ……./18.6.2008 πιστοποιητικό του Αρείου Πάγου. Επιπροσθέτως, οι εναγόμενοι για όσα ανέφεραν ανωμοτί και ενόρκως για τον ενάγοντα στο πλαίσιο της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας, κρίθηκαν αμετάκλητα ένοχοι, ο μεν πρώτος εξ αυτών για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης κατ’εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα – μεταξύ άλλων – και της δεύτερης εναγομένης και η τελευταία για την αξιόποινη  πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’εξακολούθηση και μη (άρθρα 224 παρ.2-1, 225 παρ.1 εδαφ.α΄του ΠΚ) δυνάμει της υπ’αριθμ. 549-549α-549β-549γ-579-579α/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με την υπ’αριθμ.1619/2011 απόφαση του Ζ΄Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Παράλληλα, ο ενάγων υπέβαλε έγκληση κατά του πρώτου εναγομένου για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης αναφορικά με τα ειδικότερα στην ανωτέρω με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγή του διαλαμβανόμενα, η οποία, όπως προεκτέθηκε, απορρίφθηκε αμετάκλητα ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, και ασκήθηκε σε βάρος αυτού ποινική δίωξη για την πράξη αυτή. Επακολούθησε η έκδοση της υπ’αριθμ.1668/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο πρώτος εναγόμενος της ανωτέρω αξιόποινης πράξης και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών, και της υπ’αριθμ. 508α – 513α – β – γ – 528/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, κατόπιν άσκησης έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επίσης κηρύχθηκε ένοχος της πράξης αυτής και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Στη συνέχεια, ο καταδικασθείς πρώτος εναγόμενος άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ.486/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην οποία αναφέρεται ότι από την υπ’αριθμ.103/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος ο ενάγων της αξιόποινης πράξης της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προσωπικής συνομιλίας κατ’εξακολούθηση, παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο για την αναλήθεια των γεγονότων, που αποτελούν το περιεχόμενο της συκοφαντικής δυσφήμησης, και δεν επιτρέπεται η εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών. Σημειωτέον ότι ο …………., ως προς τον οποίο η δεύτερη εναγόμενη στην από 9.3.2005 ένορκη κατάθεση, που έδωσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του 1ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι στις 28.12.2002 τόσο η ίδια, όσο και αυτός, είδαν τον ενάγοντα να μαγνητοφωνεί τις συνομιλίες του με τον πρώτο εναγόμενο, εντός του δικηγορικού γραφείου του τελευταίου, στην απολογία του ως κατηγορούμενος για ψευδορκία μάρτυρα, η οποία περιέχεται στα με αριθμό 549-549α-549β-549γ-579-579α/2010 πρακτικά – απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς δεν επιβεβαίωσε τα προεκτεθέντα, αλλά ανέφερε τα κάτωθι: «Τον είδα (εννοεί τον ενάγοντα) να κρατά μία συσκευή σαν κινητό τηλέφωνο ίσως…Μετά τα όσα μου είπαν (εννοεί τους εναγομένους) υπέθεσα πως ήταν μαγνητόφωνο.», εκ των οποίων σαφώς συνάγεται ότι ο ανωτέρω είχε αμφιβολίες περί της κατοχής και ενεργοποίησης από τον ενάγοντα συσκευής μαγνητοφώνου κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία και δε διεπίστωσε ιδίοις όμμασι το γεγονός. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της αναλήθειας των διαλαμβανομένων στις ανωτέρω έγκληση του πρώτου των εναγομένων και ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της δεύτερης εξ αυτών περί παράνομης μαγνητοφώνησης από τον ενάγοντα των προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών τους ενισχύεται έτι περαιτέρω και από το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν επεδίωξε με οποιονδήποτε τρόπο την παράδοση του επικαλούμενου μαγνητοφώνου και του υλικού, που περιείχετο σ’αυτό (της κασέτας) κατά τη συνάντησή του με τον ενάγοντα στις 28.12.2002, ή σε κάποια άλλη περίπτωση, παρά το ότι, όπως ισχυρίζεται, είχε αντιληφθεί την παρανόμως διενεργηθείσα από τον ενάγοντα ηχογράφηση, ούτε, όμως, ειδοποίησε το οικείο αστυνομικό τμήμα κατά την ανωτέρω ημερομηνία, ούτως ώστε να συλληφθεί «επ’αυτοφώρω» ο ενάγων, από το ότι ουδείς, εκτός από τη δεύτερη εναγόμενη, αναφέρει ότι παρατήρησε μετά βεβαιότητας τον ενάγοντα να φέρει συσκευή μαγνητοφώνου, αλλά μόνο το πιθανολογούν, και μάλιστα κατόπιν όσων έχουν πληροφορηθεί σχετικά από τους εναγομένους, καθώς και από το ότι, αν και ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται πως στις 28.12.2002 βεβαιώθηκε για την τέλεση της εν λόγω παράνομης πράξης και έκτοτε υπήρξε οριστική ρήξη των σχέσεών του με τον ενάγοντα, εντούτοις υπέβαλε τη σχετική έγκλησή του κατ’αυτού στις 26.3.2003, δηλαδή μετά την παρέλευση του σημαντικού χρονικού διαστήματος των 2 μηνών και 28 ημερών, και αφού ο ενάγων, ήδη από τις 4.2.2003, είχε ανακαλέσει τη χορηγηθείσα προς αυτόν ως δικηγόρο του εντολή και πληρεξουσιότητα για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών του, και από τις 7.2.2003 είχε επιδώσει σ’αυτόν την από 7.2.2003 «εξώδικη δήλωση ανάκλησης της πληρεξουσιότητας». Μάλιστα  στις 18.2.2003 ο πρώτος εναγόμενος επέδωσε στον ενάγοντα την από 14.2.2003 εξώδικη απάντησή του, στην οποία μόνο και για πρώτη φορά αναφέρει για πραγματοποιηθείσες από τον ενάγοντα «παράνομες μαγνητοφωνήσεις». Εξάλλου, και σε κάθε περίπτωση, το όφελος, που θα μπορούσε να αποκομίσει ο ενάγων από την επικαλούμενη ηχογράφηση των συνομιλιών του με τον πρώτο εναγόμενο ήταν περιορισμένο, διότι, αφενός μεν για τις εκατέρωθεν αξιώσεις των διαδίκων υφίστατο πληθώρα εγγράφων, που δεν μπορούσαν ευχερώς να αναιρεθούν από το περιεχόμενο των προφορικών συνομιλιών τους, αφετέρου δε ο πρώτος εναγόμενος, ως έμπειρος δικηγόρος, διαθέτει την ικανότητα του λόγου για να χειρισθεί καταλλήλως τους διαλόγους του με τους εντολείς του, ώστε να αποφύγει τη χρήση δυσμενών για τα συμφέροντά του εκφράσεων, ενώ αντίθετα, ο κίνδυνος, που διέτρεχε ο ενάγων, σε περίπτωση που διενεργούσε την εν λόγω ηχογράφηση, να υποστεί δυσμενείς έννομες συνέπειες, ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Λεκτέον, επιπροσθέτως, ότι ο πρωτοδίκως προβληθείς και κατόπιν σιωπηρής απόρριψής του με την εκκαλουμένη απόφαση επαναφερθείς με λόγο έφεσης ισχυρισμός των εναγομένων περί ύπαρξης δεδικασμένου, απορρέοντος από την υπ’αριθμ. 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.880/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου, αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του ενάγοντος λόγω των παράνομων μαγγνητοφωνήσεων των μεταξύ του τελευταίου και του πρώτου εξ αυτών τηλεφωνημάτων και προφορικών συνομιλιών, που δεσμεύει τη δικαστική κρίση επί της ένδικης αγωγής, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας της από 2.6.2003 αγωγής του πρώτου εναγομένου, επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την υπό κρίση αγωγή, καθώς με την πρώτη εζητείτο η επιδίκαση στον πρώτο εναγόμενο της δικηγορικής του αμοιβής για την ανάληψη και διεκπεραίωση συγκεκριμένων υποθέσεων του ενάγοντος, των οποίων η συνεργασία διεκόπη λόγω της παράνομης εκ μέρους του ενάγοντος μαγνητοφώνησης των μεταξύ τους συνομιλιών, ενώ με την κρινόμενη αγωγή ζητείται χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης για την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και την αδικοπραξία, που τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενοι (συκοφαντική δυσφήμηση – μεταξύ άλλων – διά των αναφερομένων στις ανωτέρω έγκληση του πρώτου εξ αυτών και ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της δεύτερης περί παράνομης μαγνητοφώνησης από τον ενάγοντα του μεταξύ αυτού και του πρώτου εναγομένου τηλεφωνημάτων και προφορικών συνομιλιών), και επομένως, το αντικείμενο της προγενέστερης δίκης δεν είναι το ίδιο με το κρινόμενο στην προκείμενη υπόθεση, ούτε αποτελεί προδικαστικό ζήτημα στην ένδικη υπόθεση, υπό την έννοια της αναγκαίας προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της αγωγικής αξίωσης, το δικαιολογημένο ή μη της γενόμενης από τον ενάγοντα ανάκλησης της πληρεξουσιότητας, που είχε χορηγήσει στον πρώτο εναγόμενο, ως δικηγόρο του, το οποίο κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο πρώτος εναγόμενος στην από 20.7.2004 έγκλησή του, που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς (……… της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς και …… της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών) εναντίον του ενάγοντος, ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: «Όπως πιο κάτω αναφέρω, μετά τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις άρχισε τις παράνομες φωτογραφήσεις, παρακολουθήσεις κλπ…παρακολουθούσαν συστηματικά την οικογενειακή μου κατοικία … και δεν αρκούνταν μόνο στην κατά τρόπο προκλητικό και δημοσιοποιούμενο φωτογράφησή της, αλλά με την φωτογραφική μηχανή, φέρουσα τηλεφακό, την οποία χρησιμοποιούσε (εννοεί τον ενάγοντα) φωτογράφιζαν παράνομα, εν αγνοία και χωρίς τη θέλησή μας, τόσο τα πρόσωπά μας όσο και τα οχήματα, με τα οποία εισερχόμαστε και εξερχόμαστε στην προαναφερόμενη κατοικία μας, εγώ και τα λοιπά μέλη της οικογένειάς μου…Την παράνομη αυτή συμπεριφορά τους υλοποιούσαν από κοινού αμφότεροι οι εγκαλούμενοι, και κυρίως ο πρώτος τούτων (εννοεί τον ενάγοντα), ο οποίος χρησιμοποιούσε φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό, καθισμένος και «κρυμμένος» στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο δεύτερος εγκαλούμενος, ο οποίος συχνά ακινητοποιούσε το όχημα που χρησιμοποιούσαν ακόμη και έξω από την είσοδο της οικίας …Μάλιστα η εν λόγω φωτογράφηση γινόταν και από την πίσω πλευρά του περιβόλου της κατοικίας μας (οδός Θεσσαλίας), την οποία προσέγγιζε ο πρώτος εγκαλούμενος και με τηλεφακό φωτογράφιζε και αυτούς ακόμη τους ιδιαίτερους χώρους ενδιαίτησής της…Έτσι, εφαρμόζοντες την παράνομη αυτή συμπεριφορά τους, παρακολουθούσαν λεπτομερώς την εποχούμενη κίνησή μας επί των δημοσίων οδών και λεωφόρων … Είναι σαφές, ότι με την ειδικότερη αυτή άδικη, δυσφημιστική και εξυβριστική, εξακολουθητική συμπεριφορά τους …δεν απέδειξαν μόνο ότι εμφορούνται οι εγκαλούμενοι από αντίστοιχες άδικες και ποινικά κολάσιμες σε βάρος μας εκφρασμένες διαθέσεις, αλλά, συνάμα, μας εξέθεσαν για ένα επί πλέον λόγο στους γείτονες και περιοίκους μας… Τέλος τις πρωινές ώρες της 24ης και 25ης Μαΐου 2004, ο πρώτος των εγκαλουμένων, ανεβαίνοντας από όροφο σε όροφο, επί εγκαταλελειμμένης οικοδομής (στο στάδιο των μπετόν), η οποία βρίσκεται απέναντι ακριβώς από την οικογενειακή μας κατοικία (οδός ………..), κάνοντας για μια ακόμη φορά χρήση φωτογραφικής μηχανής με τηλεφακό, φωτογράφιζε και πάλι παράνομα όχι μόνο πρόσωπα και οχήματα που εισέρχονταν και εξέρχονταν από την οικογενειακή μας κατοικία, αλλά κυρίως και προεχόντως, όλους αδιακρίτως τους χώρους ενδιαίτησής μας στην εν λόγω οικία μας, όπως και τα πρόσωπα που κινούντο μέσα στους χώρους αυτούς υπνοδωμάτια, σαλόνι, τραπεζαρία, κουζίνα κλπ).».  Επιβεβαίωσε μάλιστα ενόρκως στις 20.7.2004 το περιεχόμενο της ανωτέρω έγκλησής του, βάσει της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος και παραπέμφθηκε αυτός για να δικασθεί στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για το αδίκημα της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 4 εδαφ. α΄του Ν. 2472/1997 κατ’εξακολούθηση. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στις 27.10.2008 ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο πρώτος εναγόμενος επανέλαβε, χωρίς να ορκισθεί, ως πολιτικώς ενάγων, τους ανωτέρω ισχυρισμούς του. Αποδείχθηκε επίσης ότι η δεύτερη εναγόμενη στην από 23.12.2004 ένορκη κατάθεση, που έδωσε εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του 7ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την υποβολή της υπό στοιχεία …………. έγκλησης του ενάγοντος εναντίον του πρώτου εναγομένου για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και της εξύβρισης αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στην με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 4694/2003 αγωγή του, ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: «Επίσης την άδικη συμπεριφορά του ο εγκαλών απέναντι στο σύζυγό μου και την οικογένειά μας κατέδειξε και με τις παράνομες φωτογραφήσεις του ακόμα και στους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού μας (…..) με τηλεφακό καθώς και με τις παράνομες παρακολουθήσεις του όταν κινούμαστε από το σπίτι μας προς το γραφείο μας, κλπ. Αυτό το έκανε με τη βοήθεια Τούρκων συνεργατών του.». Επίσης στην από 7.4.2005 ένορκη κατάθεση, που έδωσε η ίδια, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του 2ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που ξεκίνησε με την υπό στοιχεία …….. υποβληθείσα έγκληση του πρώτου εναγομένου εναντίον του ενάγοντος, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Υβριστική και συκοφαντική η συμπεριφορά του από Δεκέμβριο του 2003 μέχρι και τις 26.5.2004 που προέβαινε ο ……. σε φωτογραφήσεις με τηλεφακό των εξωτερικών και εσωτερικών χώρων της οικίας του μηνυτή και σε παρακολουθήσεις του ιδίου και της οικογένειάς του καθώς και των επισκεπτών που έμπαιναν και έβγαιναν στο σπίτι του με σύνεργό του Τούρκο υπήκοο.». Περαιτέρω στην από 27.6.2005 ένορκη κατάθεσή της, που δόθηκε ενώπιον του 30ου Πταισματοδίκη Πειραιώς, κατόπιν της υποβολής της ανωτέρω υπό στοιχεία ………. έγκλησης του πρώτου εναγομένου εναντίον του ενάγοντος, ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: «Αναφορικά με τα καταγγελθέντα αδικήματα, τόσο ο μηνυτής σύζυγός μου, όσο και ενώ προσωπικά, αλλά και τα τέσσερα (4) παιδιά μας, διαπιστώσαμε ότι από το τρίτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 2003 μέχρι και τις 26.5.2004, ο α’ εγκαλούμενος (ενάγων) με την βοήθεια και του β’ αλλοδαπού ατόμου προφανώς Τούρκου αδελφού του, όπως μας είχε αναφέρει στο παρελθόν, παρακολουθούσαν συστηματικά την οικογενειακή μας κατοικία, στην οδό ………..Αττικής, κινούμενοι με ένα αυτοκίνητο ΧΟΝΤΑ τύπου τζιπ χρώματος κυπαρίσσι, με τουρκικές πινακίδες κυκλοφορίας. Μάλιστα δεν αρκούνταν μόνο στην κατά τρόπο προκλητικό φωτογράφιση της κατοικίας μας αλλά με φωτογραφική μηχανή που έφερε τηλεφακό φωτογράφιζε παράνομα εν αγνοία και χωρίς τη θέλησή μας, ο α’εγκαλούμενος, τόσο εμάς όσο και τα οχήματά μας, με τα οποία εισερχόμαστε και εξερχόμαστε από την κατοικία μας, ο μηνυτής εγώ και τα παιδιά μας. Την παράνομη αυτή συμπεριφορά τους πραγματοποιούσαν μαζί και οι δύο εγκαλούμενοι. Ο α΄ εξ’αυτών χρησιμοποιούσε φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό καλυπτόμενος στο πίσω κάθισμα του τζιπ που οδηγούσε ο β’, ο οποίος συχνά ακινητοποιούσε το τζιπ ακόμη και έξω από την είσοδο της οικίας μας, προκειμένου να διευκολυνθεί ο α’ μηνυόμενος στην φωτογράφιση. Επίσης ο τελευταίος ανέβαινε σε ξένη ημιτελή οικοδομή που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μας και φωτογράφιζε με τηλεφακό ακόμα και τους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού μας και τα άτομα που κινούντο μέσα σ’αυτό. Το ίδιο έκανε και από την πίσω πλευρά του σπιτιού μας που βρίσκονται τα υπνοδωμάτια. Η αλήθεια αυτή διαπιστώνεται από τις φωτογραφίες που προσκόμισε ο α’ εγκαλούμενος στην Εισαγγελία Πρωτ. Πειραιά και στο Εφετείο Πειραιά. Όταν περί τα τέλη Μαΐου 2004 αντιλήφθηκε ότι τον είδα από

το σαλόνι του σπιτιού μας να επιχειρεί για πολλοστή φορά να με φωτογραφήσει εγκατέλειψε τρέχοντας την ξένη οικοδομή. Η άδικη και προσβλητική αυτή συμπεριφορά των εγκαλουμένων είχε γίνει αντιληπτή από τους γείτονες και περίοικους, αλλά και τους διερχόμενους από την οδό της οικίας … Τέλος αναφέρω ότι τις παράνομες δημόσιες παρακολουθήσεις διενέργησαν οι μηνυόμενοι κατ’επανάληψη, πρωινές ώρες, που φεύγαμε από το σπίτι μας, τον Ιανουάριο 2004, το δεύτερο δεκαήμερο Φεβρουάριου 2004 καθώς και στις 20, 21 και 22 Απριλίου 2004.». Τέλος, στην από 27.10.2008 ένορκη κατάθεση που έδωσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της σε βάρος του ενάγοντος ανωτέρω κατηγορίας, ανέφερε γι’αυτόν τα ακόλουθα:«Διαπιστώσαμε ότι από τα τέλη Δεκεμβρίου του 2003 μέχρι 26.5.2004 τουλάχιστον φωτογράφιζε το σπίτι. Είχαμε αντιληφθεί κάποιες λάμψεις αλλά στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν ο ήλιος. Μετά καταλάβαμε ότι ήταν φλας. Τον είχαμε δει σε ένα τζιπ με τουρκική πινακίδα στο πίσω κάθισμα. Το Φεβρουάριο του 2004 είχε χιονίσει και είχαμε βγει έξω πεζοί και αυτό το αυτοκίνητο που το είχαμε πρωτοδεί τον Δεκέμβριο του 2003 με τις τουρκικές πινακίδες είδαμε ότι ήταν το ίδιο αυτοκίνητο και φωτογράφιζε το σπίτι και τα άτομα. Σε μια φαίνεται ένα άτομο στην βεράντα. Ήθελε να διαπιστώσει ποια άτομα μπαίνουν και βγαίνουν. Νόμιζε ότι είχαμε γνωριμίες με πρόσωπα που θα μας διευκόλυναν στην μεταξύ μας αντιδικία. Νόμιζε ότι θα μάζευε στοιχεία της προσωπικής μας ζωής που μπορεί να μας έθιγαν, ίσως για να μας εκβιάσει. Ήξερε ότι στο πίσω μέρος είναι υπνοδωμάτια. Είχαμε διαπιστώσει κατά την διαδρομή προς Πειραιά γιατί εκεί είναι το γραφείο μας, βλέπαμε το αυτοκίνητο να μας ακολουθεί. Απευθύνθηκα στο AT Βούλας τηλεφωνικά και είπα το συμβάν και μου είπαν ότι δεν είχαν αυτοκίνητο και αν διαπιστώσω ξανά τέτοια ενέργεια να πάρω το 100 για να στείλουν αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες. Την τελευταία φορά που τον είδα ήμουν μέσα στο σπίτι. Είχε την μηχανή με τηλεφακό και με είδε ότι τον είδα. Αναζητούσε να βρει φωτογραφίες που ίσως να μας έθιγαν αλλά δεν πέτυχε τον σκοπό του… Στην φωτογραφία πρέπει να είναι κάποιο από τα παιδιά μου. Δεν τις έχει προσκομίσει όλες τις φωτογραφίες. Έχει προσκομίσει 10. Επιμένω ότι φωτογράφιζε και πρόσωπα γιατί είχε τηλεφακό. Από την απέναντι οικοδομή ήταν. Τηλεφακός ήταν αλλά δεν ξέρω τι δυνατότητα είχε. Στις 26 Μαΐου που ήμουν μέσα στο σπίτι χωρίς κουρτίνες … Δεν είχε κανένα λόγο να φωτογραφίζει το σπίτι και ειδικά το πίσω μέρος που είναι τα υπνοδωμάτια. Ήταν γύρω στις 10:30. Δεν μπορώ να φαντασθώ γιατί με παρακολουθούσε. Δεν είχε κανένα λόγο σε σχέση με το δάνειο να βγάζει φωτογραφίες. Ήθελε να δημιουργήσει αρχείο από την προσωπική μας ζωή.» Ισχυρίσθηκαν δηλαδή αμφότεροι οι εναγόμενοι ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από τις 20.12.2003 έως τις 26.5.2004 συνέλεξε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και συγκεκριμένα ότι προέβη επανειλημμένα, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και χωρίς τούτο να είναι απολύτως αναγκαίο για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντός του, στη φωτογράφηση της οικογενειακής οικίας τους, των διαφόρων δωματίων αυτής, καθώς και των προσώπων και οχημάτων, που κινούνταν στους χώρους της,  δημιουργώντας έτσι, χωρίς δικαίωμα, αρχείο τέτοιων δεδομένων, πράξη, για την οποία και κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος δυνάμει της υπ’αριθμ. 108.403/27.10.2008 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς κρίθηκε ότι οι απ’αυτόν ληφθείσες φωτογραφίες, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο, και περιλήφθηκαν στα αναγνωστέα έγγραφα, δεν απεικονίζουν τον πρώτο εναγόμενο, και τότε εγκαλούντα, τη σύζυγό του (δεύτερη εναγόμενη), ή άλλα μέλη της οικογένειάς τους, αλλά μόνο τις εξωτερικές όψεις της οικίας τους, και, συνεπώς, δε μπορούν να θεωρηθούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγομένων  αποδείχθηκαν ψευδείς. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της αναληθείας των διαλαμβανομένων στις προαναφερθείσες έγκληση και άνευ όρκου καταθέσεις του πρώτου των εναγομένων και στις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της δεύτερης εξ αυτών αναφορικά με την παράνομη φωτογράφηση της οικίας τους από τον εναγόμενο, ενισχύεται και από τα κάτωθι: O ενάγων προς επίρρωση του ισχυρισμού του περί κατάρτισης στις 7.11.2000 σύμβασης έντοκου δανείου, ποσού 20.000.000 δραχμών, μεταξύ του ιδίου και του πρώτου των εναγομένων, για τις ανάγκες αποπεράτωσης – επέκτασης της οικίας του τελευταίου στο ….. Βούλας, πράγματι φωτογράφησε τις εξωτερικές όψεις και μόνον της ανωτέρω οικίας και στη συνέχεια προσεκόμισε κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2004 τις ληφθείσες φωτογραφίες στη σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική δικογραφία για τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις των τηλφωνημάτων και των προφορικών συνομιλιών του με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος στις 26.5.2004 έλαβε αντίγραφα των συγκεκριμένων φωτογραφιών, και με έρεισμα αυτές η δεύτερη εναγόμενη το πρώτον κατήγγειλε στην αστυνομία στις 29.5.2004  ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2003 έως και το μήνα Μάιο του επόμενου έτους φωτογράφιζε με τηλεφακό τους εσωτερικούς χώρους της οικίας τους, καθώς και τα άτομα, που βρίσκονταν εντός και εκτός αυτής, ισχυρισμό, που αμφότεροι οι εναγόμενοι επανέλαβαν στη συνέχεια πλειστάκις, ο μεν πρώτος στις μεταγενέστερες έγκληση και ανωμοτί καταθέσεις, η δε δεύτερη στις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της, που προαναφέρθηκαν, παρότι ήδη γνώριζαν από προσωπική αντίληψη ότι οι εν λόγω εις χείρας τους πλέον φωτογραφίες, δεν απεικονίζουν εσωτερικούς χώρους της οικίας τους, και δη των διαφόρων δωματίων αυτής, καθώς και των προσώπων και οχημάτων, που κινούνταν στους χώρους της, αλλά μόνον τις εξωτερικές όψεις της, που βρίσκονται σε δημόσια θέα.  Ως ενισχυτικό του ψεύδους των εν λόγω ισχυρισμών των εναγομένων πρέπει να σημειωθεί και το ότι αμφότεροι οι ανωτέρω ανέφεραν την 26η.5.2004 ως την καταληκτική ημερομηνία της φερόμενης ως παράνομης φωτογράφησης της οικίας τους από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, ο μεν πρώτος εναγόμενος, εξετασθείς στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 27ης.10.2008, όταν εκδικάσθηκε η σε βάρος του ενάγοντος κατηγορία για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, ισχυρίσθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη του είπε ότι είδε τον ενάγοντα να φωτογραφίζει την οικία τους περί ώρα 9.30 – 10.00 της ημέρας αυτής, η δε τελευταία ένορκα κατέθεσε ότι τα ανωτέρω συνέβησαν περί ώρα 10.30, πλην, όμως, αναφορικά με τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ο ενάγων έχει αδιάσειστα στοιχεία ότι την ημέρα εκείνη ταξίδευε με ώρα αναχώρησης την 9.30 από το αεροδρόμιο των Σπάτων Ελευθέριος Βενιζέλος με την πτήση των Ολυμπιακών Αερογραμμών με κωδικό ……., θέση στο αεροσκάφος ……., με προορισμό τη Γενεύη της Ελβετίας και πύλη εξόδου … (υπ’αριθμ. ……… αντίγραφο εισιτηρίου επιβάτη και δελτίου αποσκευών για την ως άνω πτήση, αντίγραφο αποκόμματος της από 26.5.2004 κάρτας επιβίβασης και ενοικίασης αυτοκινήτου στη γαλλική πλευρά της Γενεύης στις 12.37 της ίδιας ημέρας, που ο ενάγων συνήψε με την εταιρία …, αντίγραφο της από 29.5.2004 κάρτας επιβίβασης στην πτήση με επιστροφή από Γενεύη – Αθήνα), προς αντίκρουση των οποίων οι εναγόμενοι ουδέν προσεκόμισαν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι τελούσαν σε γνώση της αναληθείας των διαλαμβανομένων στις ανωτέρω εγκλήσεις, ανωμοτί και ένορκες καταθέσεις τους, ισχυρισμών τους, οι οποίοι ειδικότερα αφορούσαν σε υπεξαγωγή από τον ενάγοντα εγγράφων από το δικηγορικό γραφείο του πρώτου εναγομένου, σε παράνομη μαγνητοφώνηση απ’αυτόν των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και των προφορικών συνομιλιών του με τον πρώτο εναγόμενο, εν αγνοία και χωρίς τη θέληση του τελευταίου, καθώς και σε παράνομη φωτογράφηση (από τον ενάγοντα) των διαφόρων δωματίων της οικογενειακής οικίας τους και των προσώπων και οχημάτων, που κινούνταν στους χώρους της, κατά παράβαση του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, διότι αμφότεροι αναφέρονται, ως έχοντες ίδιαν και προσωπική αντίληψη και όχι ως πληροφορηθέντες αυτά από άλλους, σε γεγονότα, τα οποία, όμως, ουδέποτε στην πραγματικότητα συνέβησαν, όπως προεκτέθηκε, συνεπώς, η σχετική γνώση τους είναι, εκ των πραγμάτων, προφανής, αυτονόητη και αυταπόδεικτη. Σημειωτέον ότι από τις αναφερόμενες στις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης προτάσεις των εναγομένων αμετάκλητες – απαλλακτικές γι’αυτούς – ποινικές αποφάσεις, δεν απορρέει δεδικασμένο, που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο στο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί της ουσίας της διαφοράς, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται αυτοί, ενώ, επιπροσθέτως, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Εν προκειμένω, και σε κάθε περίπωση, ακόμη και η μη εναρμόνιση των πραγματικών παραδοχών του παρόντος Δικαστηρίου με εκείνες των ποινικών δικαστηρίων, δεν αποτελεί παραβίαση υπό την ανωτέρω έννοια του τεκμηρίου αθωότητας των εναγομένων, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το Δικαστήριο τούτο, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις εν λόγω αποφάσεις, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία τους ως προς τους λόγους απαλλαγής των εναγομένων και κατηγορουμένων στις ποινικές δίκες, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή τους, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του εξ αυτής παραγομένου και από τις προαναφερθείσες διεθνείς συμβάσεις προστατευομένου τεκμηρίου αθωότητας αυτών για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορήθηκαν και αθωώθηκαν. Επιπροσθέτως, τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα, τα οποία περιλήφθηκαν στις ανωτέρω εγκλήσεις, ανωμοτί και ένορκες καταθέσεις, εν γνώσει των εναγομένων περί της  αναληθείας τους, και περιήλθαν σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων, που ενεπλάκησαν με το χειρισμό των συγκεκριμένων υποθέσεων (εισαγγελέων, δικαστών – πταισματοδικών, δικαστικών υπαλλήλων των υπηρεσιών αυτών), είναι και αντικειμενικά πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αφού εμπεριέχουν αμφισβήτηση της ηθικής υπόστασης του τελευταίου και αφορούν στην ηθική ακεραιότητά του, αντίκεινται δε, κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, στην έννοια της ευπρέπειας και προσδίδουν σ’αυτόν κοινωνική απαξία, δημιουργώντας στους τρίτους για το πρόσωπό του δυσμενείς παραστάσεις και εντυπώσεις. Ειδικότερα διά των ανωτέρω ψευδών ισχυρισμών των εναγομένων εμφανίζεται ο ενάγων ως ένα άτομο ανέντιμο, ανυπόληπτο, και ασυνείδητο, χωρίς ηθικές αναστολές και φραγμούς, που δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του,  μετέρχεται παντός μέσου, ακόμη και παράνομου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, και δε διστάζει προς τούτο να τελέσει ακόμη και αξιόποινες πράξεις. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν τα προαναφερθέντα γνωρίζοντας ότι ήταν κατάλληλα και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, και με πρόθεση να περιέλθουν αυτά σε γνώση τρίτων, εφόσον περιλήφθηκαν σε εγκλήσεις, που ο πρώτος εξ αυτών υπέβαλε και σε καταθέσεις, που αμφότεροι έδωσαν, με όρκο ή χωρίς, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, οι εναγόμενοι προσέβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, του παρανόμου της προσβολής αυτής ειδικότερα συνισταμένου στην τέλεση εκ μέρους τους της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, της οποίας, με βάση όσα προεκτέθηκαν, στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Ενόψει τούτου, η επικουρικά προβληθείσα ένσταση των εναγομένων, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 στοιχ. γ΄, σύμφωνα με την οποία αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεών τους, καθόσον οι περί τον ενάγοντα ισχυρισμοί τους περιλήφθηκαν στις επίδικες εγκλήσεις, καθώς και ανωμοτί και ένορκες καταθέσεις τους, για τη διαφύλαξη (προστασία) των δικαιωμάτων τους, που βάλλονται ανηλεώς από τον ανωτέρω καθ’όλη τη διάρκεια της μεταξύ τους σφοδρότατης και μακροχρόνιας δικαστικής και εξώδικης αντιπαράθεσης, πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι η εν λόγω διάταξη δε τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 α΄του ιδίου Κώδικα, αφού οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις των εναγομένων πληρούν τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως προεκτέθηκε. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του υπέστη ηθική βλάβη (μη περιουσιακή ζημία), καθώς δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια από τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς των εναγομένων, που περιλήφθηκαν στις ανωτέρω εγκλήσεις, και στις ανωμοτί και ένορκες καταθέσεις των εναγομένων, αλλά και υποβλήθηκε σε ταλαιπωρία, ενόψει του ότι με βάση τις ανωτέρω εγκλήσεις του πρώτου των εναγομένων ασκήθηκαν κατ’αυτού ποινικές διώξεις για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις και παραπέμθηκε να δικασθεί γι’αυτές ως κατηγορούμενος στο ακροατήριο ποινικών δικαστηρίων, σε βάρος της ηρεμίας και του χρόνου του, για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, προς ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφισή του, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το ύψος της οποίας, μετά τη στάθμιση του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος της αδικοπραγησάντων – εναγομένων (δόλος), αλλά και της κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (οι εναγόμενοι είναι δικηγόρος και συμβολαιογράφος αντίστοιχα και ο ενάγων δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο χώρο της  μελισσοκομίας και της ελαιοκαλλιέργειας στην Κρήτη), και των εν γένει συνθηκών της περίπτωσης, και ειδικά της σφοδρότατης και μακροχρόνιας δικαστικής αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι σήμερα, συντηρούμενη από αμφότερα τα μέρη με εγκλήσεις και αγωγές εκατέρωθεν, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 5.000 ευρώ για τον κάθε εναγόμενο, το οποίο κρίνεται και από το παρόν Δικαστήριο ως δίκαιο και εύλογο, καθώς και ανταποκρινόμενο στην ένταση και την απαξία της προσβολής. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 5.000 ευρώ έκαστος εξ αυτών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απορριπτομένου του αγωγικού αιτήματος περί απαγγελίας σε βάρος των εναγομένων προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, εφόσον το επιδικασθέν ποσό είναι μικρότερο των 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν να προσβάλουν την προσωπικότητα του ενάγοντος στο μέλλον διά της προβολής των ανωτέρω συκοφαντικών ισχυρισμών τους, απειλουμένων σε βάρος τους χρηματικής ποινής, ποσού 500 ευρώ και προσωπικής κράτησης, διαρκείας 2 μηνών σε κάθε τέτοια περίπτωση. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με εν μέρει διαφορετική, και συνοπτικότερη, αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), έκρινε ότι ο ενάγων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητά του από την αξιόποινη πράξη, που τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενοι (της συκοφαντικής δυσφήμησης), καθώς και ότι εξ αυτού του λόγου υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας προσδιόρισε στο ποσό των 5.000 ευρώ από τον καθένα, και, αφού απέρριψε σιωπηρά την ένσταση των εναγομένων περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 παρ.1 στοιχ.γ΄ του ΠΚ, εν συνεχεία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφενός μεν υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν σ’αυτόν το ανωτέρω ποσό, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αφετέρου δε απαγόρευσε σ’αυτούς να επαναλάβουν στο μέλλον τους ανωτέρω, συκοφαντικούς για το πρόσωπο του ενάγοντος, ισχυρισμούς, απειλουμένων σε βάρος τους χρηματικής ποινής, ποσού 500 ευρώ και προσωπικής κράτησης, διαρκείας 2 μηνών, για κάθε επανάληψη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των διαδίκων, που προβάλλονται με τους σχετικούς λόγους των ένδικων εφέσεών τους απορριπτομένων ως αβασίμων.

Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, καταδίκασε τους εναγομένους στην καταβολή μέρους, σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης, συνολικού ποσού 600.000 ευρώ κατά το αγωγικό αίτημα, της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, προσδιορίζοντας το ύψος αυτής στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, ορθά τις οικείες διατάξεις των άρθρων 100 και 107 του τότε ισχύοντος Κώδικα περί Δικηγόρων  (Ν.Δ. 3026/1954) για τον προσδιορισμό της κατώτατης αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων αυτής κατά τη συζήτησή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με βάση το επιδικασθέν χρηματικό ποσό, που ανήλθε συνολικά σε 10.000 ευρώ (5.000 ευρώ από τον κάθε εναγόμενο) ερμήνευσε και εφήρμοσε, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 178 παρ.1 του ΚΠολΔ, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, κατανέμοντας τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του κάθε διάδικου μέρους, αλλά και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του ενάγοντος, που προβάλλονται με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής του, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Κατ’ακολουθίαν τούτων, πρέπει ν’απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις στο σύνολό τους κατ’ουσίαν και λόγω της ήττας του εκκαλούντος της πρώτης και των εκκαλούντων της δεύτερης εξ αυτών αντίστοιχα, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου εκάστου ενδίκου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδαφ. ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος της πρώτης και των εκκαλούντων της δεύτερης εξ αυτών η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων της πρώτης και του εφεσιβλήτου της δεύτερης  αντίστοιχα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις από 12.5.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../13.5.2013 και …/13.5.2013) έφεση και από 13.5.2013 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…./13.5.2013) εφέσεις κατά της υπ’αριθμ. 1525/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου εκάστης έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της πρώτης των ανωτέρω εφέσεων και των εκκαλούντων της δεύτερης εξ αυτών τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων της πρώτης και του εφεσιβλήτου της δεύτερης έφεσης αντίστοιχα, το ύψος της οποίας ορίζει για το κάθε δικόγραφο στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15 Μαρτίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 29 Μαρτίου 2018, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ