Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 149/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    149/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επί της από 19.7.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../23.7.2013 αγωγής του ενάγοντος ναυτικού, υπηκόου και κατοίκου Φιλιππίνων, απευθυνθείσας κατά των εναγομένων εταιρών με καταστατική έδρα στη Λιβερία και πραγματική στην Ελλάδα, υπό την ιδιότητά τους της μεν πρώτης ως κυρίας του υπό σημαία Λιβερίας φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου PS και της δεύτερης ως εφοπλίστριας άλλως ως πλοιοκτήτριας και εργοδότιδός του αντιστοίχως, που ενήχθησαν ως εις ολόκληρον συνοφειλέτριες για την αποζημίωση θετικής περιουσιακής ζημίας του (απώλεια εισοδημάτων), την καταβολή μισθών ασθενείας και τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων λόγω της πρόσκαιρης ολικής εργασιακής ανικανότητας, στην οποία περιήλθε συνεπεία του εκ του περιγραφόμενου βιαίου συμβάντος επελθόντος τραυματισμού του κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς του επί του ως άνω πλοίου, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί στις 3.1.2012, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ η υπ’ αριθμ. 3634/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, καταφάσκοντας τη διεθνή δικαιοδοσία του, δέχθηκε αυτήν (αγωγή), ως νόμιμη μεν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της ειδικής περί εργατικών ατυχημάτων ελληνικής νομοθεσίας, στις οποίες, όπως και σ’ εκείνες του κοινού ημεδαπού δικαίου, των οποίων, όμως, η επίκληση δεν κρίθηκε νομικά βάσιμη, ο ενάγων είχε στηρίξει τις αξιώσεις του, ακολούθως δε και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά ένα μέρος της και ως προς την πρώτη μόνον από τις εναγόμενες, απορρίπτοντάς την ως προς τη δεύτερη από αυτές, την οποία θεώρησε διαχειρίστρια του παραπάνω πλοίου, για το οποίο έκρινε ότι ανήκε στην πλοιοκτησία της πρώτης εναγομένης, την οποία και υποχρέωσε σε καταβολή αποζημιώσεως κατά το Ν. 551/1915 και μισθών ασθενείας κατά τον ΚΙΝΔ.

ΙΙ. Την οριστική αυτή απόφαση εφεσιβάλλουν με έννομο συμφέρον (άρθρα 68 και 516 ΚΠολΔ), που απορρέει από τη βλάβη εκάστου εκκαλούντος, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 920/2013, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), τόσο ο ενάγων, εκκαλών της από 23.1.2015 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./2.2.2015 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../5.2.2015) έφεσης [Α έφεση], που πρωτοδίκως ηττήθηκε ως προς τις βάσεις και τα αιτήματα (κεφάλαια) της αγωγής του που αποδικάστηκαν, όσο και η, εκ των εναγομένων, πρώτη εκκαλούσα της από 11.3.2015 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./12.3.2015 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./12.3.2015) έφεσης [Β έφεση], ως προς την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή κατ’ ουσίαν. Οι αντίθετες αυτές εφέσεις, που έχουν περαιτέρω ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη να συνοδεύονται από παράβολο του άρθρου 495 § 4 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και είναι εμπρόθεσμες, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε τριετία από την δημοσίευσή της, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 §§ 1, 2 και 19 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και, αφού γίνουν τυπικά δεκτές, πρέπει, επειδή είναι συναφείς, να συνεκδικαστούν, κατ’ άρθρα 31, 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων, και να ερευνηθούν περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

ΙΙI. Αντιθέτως, η δεύτερη εκκαλούσα της Β έφεσης (δεύτερη εναγόμενη), στο πρόσωπο της οποίας δε συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, που συναρτάται άρρηκτα όχι με την ορθότητα ή μη του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά με τα βλαπτικά αποτελέσματα που συνεπάγεται αυτή για το διάδικο που την προσβάλλει, απαραδέκτως πλήττει την εκκαλουμένη, δεδομένου ότι η αγωγή ως προς αυτήν απορρίφθηκε ολοσχερώς ως ουσιαστικά αβάσιμη, με αποτέλεσμα από το διατακτικό της να μην υφίσταται καμία βλάβη. Ισχυρίζεται, βέβαια, η εν λόγω εκκαλούσα στα πλαίσια του τρίτου λόγου του κοινού των εκκαλουσών της Β έφεσης εφετηρίου ότι η αιτιολογία της απόρριψης της αγωγής ως προς αυτήν κατ’ ουσία και όχι ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της, όπως η ίδια πρωτοδίκως είχε αιτηθεί, είναι εσφαλμένη και πρέπει να διορθωθεί, υφίσταται δε έννομο προς τούτο συμφέρον της, διότι «…σε περίπτωση που απόφαση κάνει δεκτή σχετική αιτίασή του [ενν. του αντιδίκου της] είναι δυνατό παρανόμως και εσφαλμένα να μας υποχρεώσει σε καταβολή αποζημιώσεως, κάτι που δεν θα δικαιούται [ο] αντίδικος εάν η αγωγή τ[ου] απορριπτόταν ως αβάσιμη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεώς μας». Επικαλείται δηλαδή τη διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, με την οποία αναγνωρίζεται, κατ’ εξαίρεση, έννομο συμφέρον προς άσκηση εφέσεως και στο διάδικο που νίκησε πρωτοδίκως, αν παρά το νικηφόρο γι’ αυτόν διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης βλάπτεται από τις αιτιολογίες της. Όμως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, επί απορρίψεως της αγωγής κατ’ ουσίαν, τέτοιο έννομο συμφέρον, που να δικαιολογεί την άσκηση εφέσεως, δεν έχει ο εναγόμενος, που πλήττει την εκκαλουμένη με αίτημα όχι την εξαφάνιση αυτής κατά το διατακτικό της, κατά το οποίο πρωτοδίκως νίκησε, αλλά κατά το αιτιολογικό της, επειδή η εναντίον του αγωγή, αντί να απορριφθεί ως απαράδεκτη, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού στη δεύτερη περίπτωση η εμβέλεια του παραγόμενου δεδικασμένου είναι ευρύτερη προς όφελός του, καθόσον η απόρριψη της αγωγής για ουσιαστικό λόγο είναι για τον εναγόμενο επωφελέστερη από την απόρριψή της για τυπικό λόγο (ΤριμΕφΠειρ. 619/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 77/2006, ΠειρΝ 2006/195 = ΔΦορΝ 2007/1611, ΕφΠατρ. 231/2006, ΑχΝομ 2007/289, ΕφΑθ. 3356/2006, Δνη 2007/267, ΕφΘεσ. 3011/1999, ΑρχΝ 2000/287, ΕφΑθ. 647/1994, Δνη 1995/94 = ΝοΒ 1995/395, ΜονΕφΘεσ. 1834/2013, Αρμ. 2017/103, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 109, αρ. 38, σελ. 58, ο ίδιος, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 74, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, σελ. 103 – 104, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 561, αρ. 41, σελ. 93, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 516, αρ. 27, σελ. 914, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2012, άρθρο 516, αρ. 26 – 27, σελ. 884, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 595, σελ. 164, Σ. Σταματόπουλος, Έννομο συμφέρον του νικητή διαδίκου για την άσκηση έφεσης και αντικατάσταση των αιτιολογιών που δεν παράγουν δεδικασμένο, σε ΕΠολΔ 2010/189 επομ., Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2015, σελ. 118 – 127). Άλλωστε, με δεδομένο ότι το ουσιώδες της αποφάσεως δεν είναι οι αιτιολογίες της αλλά οι διατάξεις που περιέχει (ΤριμΕφΠειρ. 703/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος στην περίπτωση αυτή, πρέπει οι προσβαλλόμενες ως εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλουμένης να απολήγουν σε βλάβη του είτε με αντίστοιχη διάταξη στο διατακτικό είτε επειδή περιέχουν προδικαστικές κρίσεις με στοιχεία διατακτικού και, επομένως, με προσόντα δεδικασμένου (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 1174/2009, ΤριμΕφΠειρ. 331/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 39/2011, ΕφΑΔ 2011/969). Εν προκειμένω, όμως, οι οντολογικές παραδοχές της εκκαλουμένης περί της ιδιότητας της συγκεκριμένης εκκαλούσας όχι ως εκμεταλλευόμενης το πλοίο PS στα πλαίσια εφοπλισμού του αλλά ως διαχειρίστριας αυτού, εξαιτίας των οποίων κρίθηκε ότι καμία από τις επίδικες υποχρεώσεις δεν γεννήθηκε στο πρόσωπό της, καμία ουσιαστική ή δικονομική βλάβη δεν της προξενούν, όπως θα συνέβαινε στην αντίστροφη περίπτωση, εάν δηλαδή πρωτοδίκως τα σχετικά με την ιδιότητα αυτήν πραγματικά περιστατικά δεν είχαν ερευνηθεί και οι συναφείς αγωγικοί ισχυρισμοί είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτοι, όπως η εκκαλούσα επιζητούσε (περί του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση εφέσεως του διαδίκου που νίκησε, όταν η κατ’ αυτού αγωγή απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, αντί να απορριφθεί στην ουσία της, βλ. ΑΠ 503/1989, ΕΕΝ 1990/150 = ΝοΒ 1990/812, ΤριμΕφΛαρ. 199/2012, Δικογραφία 2012/556, ΕφΘεσ. 990/2004, Αρμ. 2004/1719, ΜονΕφΠειρ. 435/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 119, σελ. 95). Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας της Β έφεσης δεν αναιρείται ούτε υπό την εκδοχή ότι αυτή προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση για την περίπτωση ευδοκιμήσεως της αντίθετης εφέσεως του ως προς αυτήν πρωτοδίκως ηττηθέντος αντιδίκου της, με την οποία ο τελευταίος επιδιώκει την ανατροπή της πρωτοβάθμιας κρίσης και την μετ’ αναδίκαση της υποθέσεως καταδίκη της εκκαλούσας αυτής (δεύτερης εναγομένης) κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής του (επικουρική έφεση, περί της οποίας βλ. ΑΠ 578/1994, Δνη 1995/834, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, § 36, αρ. 18 – 28, σελ. 900 – 903, Π. Γιαννόπουλο, ο.π., αρ. 40) και τούτο διότι για να μεταβιβαστεί στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και να ξανακριθεί το ζήτημα του παραδεκτού της εναγωγής της, όπως με τον ως άνω λόγο της Β έφεσης επιδιώκεται, δεν απαιτείται δική της ενέργεια, αφού ο αντίδικός της, εκκαλών της Α έφεσης, έχει δι’ αυτής μεταβιβάσει ήδη την εναντίον της δικονομική αξίωσή του στο σύνολό της, με αποτέλεσμα η δεύτερη εναγόμενη, αμυνόμενη κατά της εφέσεώς του, να δύναται, όπως και το πράττει, να προβάλει τους [ίδιους] αρνητικούς της παθητικής νομιμοποιήσεώς της ισχυρισμούς, οι οποίοι, άλλωστε, ως εξηρημένοι της εξουσίας διαθέσεώς της, ερευνώνται πάντοτε από το εφετείο στα πλαίσια του κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος, συνεπεία του οποίου εξετάζεται οίκοθεν το παραδεκτό και η νομική βασιμότητα της αγωγής, που μπορεί να απορριφθεί, αν διαπιστωθεί ότι ελλείπουν τα αναγκαία κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους στοιχεία, ακόμα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΤριμΕφΠειρ. 223/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και άλλες παραπομπές). Επομένως, η Β έφεση κατά το μέρος της που ασκείται από τη δεύτερη εκκαλούσα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Δικαστικά έξοδα, όμως, σε βάρος της δεν θα επιβληθούν με την παρούσα, αφού ο εφεσίβλητος δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερες δαπάνες για την υπεράσπισή του κατά της δεύτερης εκκαλούσας.

  1. IV. Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό δικαστήριο μετά την 1η.3.2002 και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, η διεθνής δικαιοδοσία του forum ρυθμίζεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ονομάζεται και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») επειδή αποτελεί συνέχεια της προϊσχύσασας από 27.9.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988], όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις [που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992] και εξακολουθεί να ισχύει και μετά την αντικατάστασή του από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), το χρονικό πεδίο εφαρμογής του οποίου, κατά το άρθρο 66 § 1 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκούνται κατά και μετά την 10η.1.2015. Ο Κανονισμός 44/2001, ως πράξη του παράγωγου ενωσιακού δικαίου με γενική ισχύ, αναπτύσσει πλήρη δεσμευτικότητα και παράγει άμεσες έννομες συνέπειες στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών, θέτει δε κανόνες, που ο εθνικός δικαστής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον οποίο αποτελεί ημεδαπό και όχι αλλοδαπό δίκαιο, οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως με την έναρξη της δίκης αλλά και σε κάθε στάση της, κατά παραμερισμό των αντίστοιχων εθνικών δικονομικών κανόνων (ΕφΠειρ. 25/2003, ΔΕΕ 2003/634 = ΧρΙΔ 2004/250 = Αρμ. 2003/1153, Β. Κιάντος, Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, 2005, σελ. 1109), ανεξαρτήτως αν η διεθνής δικαιοδοσία του forum αμφισβητείται ή όχι, ακόμα δε και αν, κατά την άσκηση τακτικού ενδίκου μέσου, το εσωτερικό δικονομικό δίκαιο περιορίζει τον έλεγχο μόνο στους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι (άρθρο 25, βλ. και ΔΕΚ 15.11.1983, C – 288/82, Ferdinand M.J..J. Duijnstee κατά Lodewijk Goderbaue, Συλλογή 1983.Ι.3663 [3667]), Ν. Νίκα, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 27, αρ. 6 – 7, σελ. 442). Ειδικότερα, με το άρθρο 2 σημείο 1 του ΚανΒρΙ ως γενική βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας καθιερώνεται η κατοικία του εναγομένου, ανεξαρτήτως αν αυτός ή ο ενάγων έχουν την ιθαγένεια του forum είτε άλλου κράτους μέλους είτε τρίτης χώρας και χωρίς να ασκεί επιρροή η κατοικία του ενάγοντος ή το εφαρμοστέο επί της υποθέσεως ουσιαστικό δίκαιο (ΔΕΚ 13.7.2000, C – 412/98, Group Josi Reinsurance Company SA κατά Universal General Insurance Company (UGIC), curia.europa.eu, σκέψεις 53 – 59, ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο υποκειμενικός αυτός σύνδεσμος, η κατοικία δηλαδή του ενάγοντος, οριοθετεί και το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, ο οποίος δεν ισχύει όταν ο εναγόμενος, έστω και αν έχει την ιθαγένεια της Ένωσης, δεν έχει πάντως κατοικία ή έδρα στο γεωγραφικό της χώρο, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 2, η διεθνής δικαιοδοσία του forum κρίνεται με βάση το αυτόνομο εθνικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Έτσι, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία ή την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους καταρχήν ενάγονται στα δικαστήρια του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του Κανονισμού, που καθιερώνει συντρέχουσες με την κατοικία του εναγομένου ειδικές, αποκλειστικές ή συντρέχουσες, βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρα 5 – 21) αλλά και ανεξάρτητες από την κατοικία του αποκλειστικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 22), ενώ προβλέπει και δυνατότητα παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας αυτής (άρθρα 23 – 24). Ειδικά για τις διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, η διάταξη του άρθρου 19 σημείο 1 του ΚανΒρΙ, ορίζοντας ότι εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του, επιβεβαιώνει τη γενική δικαιοδοτική βάση του άρθρου 2 σημείο 1 (Χ. Ταγαράς, Η αναθεώρηση της Σύμβασης των Βρυξελλών με τον Κανονισμό 44/2001, σε ΝοΒ 2004/1143 επομ. [1150]), μόνον, όμως, όταν στη δικονομική αυτή θέση βρίσκεται ο εργοδότης, δείγμα της πρόθεσης του ενωσιακού νομοθέτη να εξασφαλίσει πληρέστερη προστασία στον εργαζόμενο, θεωρούμενο ως το ασθενέστερο μέρος της εργασιακής σχέσης (σκέψη 13 του προοιμίου του Κανονισμού) δια της παροχής σ’ αυτόν ευνοϊκότερων για τα συμφέροντά του κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 613/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συγκεκριμένη δικαιοδοτική βάση θεσπίζεται ως αποκλειστική, υπό την έννοια ότι, για το πεδίο εφαρμογής της, υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης του Κανονισμού (Λ. Πίψου, Διεθνής δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας κατά τον Κανονισμό [ΕΚ] αριθ. 44/2001 – Βρυξέλλες Ι, σε Αρμ. 2004/481 επομ. [486]), ιδίως δε των συντρεχουσών δικαιοδοτικών βάσεων του άρθρου 5 σημείο 1 (ΔΕΕ 10.9.2015, C – 47/14, Holterman Ferho Exploitatie BV κλπ κατά Friedrich Leopold Freiherr Spies von Büllesheim, curia.europa.eu, σκέψη 49) και της δωσιδικίας της παθητικής ομοδικίας του άρθρου 6 σημείο 1, που δεν εφαρμόζεται στις εργατικές διαφορές με στοιχεία αλλοδαπότητας (ΔΕΚ 22.5.2008, C – 462/06, Glaxosmithkline και Laboratoires Glaxosmithkline κατά Jean-Pierre Rouard, Συλλογή 2008.I.3965, σκέψεις 19, 20, 34 = ΕΠολΔ 2008/595, με παρατ. Π. Αρβανιτάκη = Αρμ. 2008/1615, με παρατ. Α. Άνθιμου), γεγονός που σημαίνει ότι επί αξιώσεων του εργαζομένου κατά πλειόνων εργοδοτών είναι υποχρεωτική η χωριστή εναγωγή καθενός από αυτούς ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο εντοπίζεται η κατοικία ή η έδρα του, ακόμα και αν οι επίδικες υποχρεώσεις είναι κοινές ή απολύτως συναφείς (για την αντίθετη ρύθμιση στο άρθρο 20 σημείο 1 του Κανονισμού 1215/2012 βλ. Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 21, αρ. 34, σελ. 331). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι οι περισσότεροι υπόχρεοι συνενάγονται με την ιδιότητα του εργοδότη (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, § 4, αρ. 15, σελ. 71), αφού στο [αντικειμενικό] πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του 5ου Τμήματος του ΚανΒρΙ (άρθρα 18 – 21) υπάγονται αποκλειστικά διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή από ιδιωτικού δικαίου σχέσεις, στα πλαίσια των οποίων το ένα συμβαλλόμενο μέρος παρέχει για κάποιο χρονικό διάστημα προς το άλλο, υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 20, αρ. 14, σελ. 317, Λ. Πίψου, ο.π., σελ. 485, όπου και παραπομπές στη νμλγ του ΔΕΚ στη σημ. 27). Τέτοιες διαφορές είναι και εκείνες που απορρέουν από εργατικό ατύχημα επισυμβάν στα πλαίσια εκπληρώσεως συμβατικής υποχρέωσης προς παροχή εργασίας είτε χερσαίας είτε ναυτικής, αφού στο σημείο αυτό ο ΚανΒρΙ δεν διακρίνει. Ενόψει δε των ειδικών προστατευτικών για τον εργαζόμενο ρυθμίσεων που ο Κανονισμός κατά τα ανωτέρω εισάγει, αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή οι σχετικές αξιώσεις του υποστάντος εργατικό ατύχημα ναυτικού αντιστοιχούν σε αδικοπρακτική ενοχή του εργοδότη του, κατά την έννοια του άρθρου 5 σημείο 3 του ΚανΒρΙ (περί της οποίας βλ. Ι. Κοροτζή, Διεθνής δικαιοδοσία. Ο Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επίδρασή του στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο, σε ΝαυτΔνη 2005/303 επομ. [307], Κ. Καταβάτη, Διεθνής δικαιοδοσία κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών 1968/1989 και τον Κανονισμό 44/2001 του Συμβουλίου Ε.Ε. και εφαρμοστέο δίκαιο κατά τον ΑΚ και τη Σύμβαση της Ρώμης 1980 σε διαφορά από ναυτεργατικό ατύχημα, σε ΝαυτΔνη 2003/383 επομ. [388]), δεν θα εύρισκε έρεισμα, αφού θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα σε παραπομπή του ενάγοντος στα δικαστήρια του τόπου, όπου έτυχε να επέλθει το ζημιογόνο γεγονός δυσχεραίνοντας την επιδίωξη της ικανοποίησης των απαιτήσεών του (Κ. Μακρίδου, ο.π.), ανεξαρτήτως μάλιστα του ότι τούτο θα ανέτρεπε τους δηλωμένους σκοπούς του Κανονισμού, που συνίστανται στην κατοχύρωση της ασφάλειας του δικαίου δια της καθιερώσεως δικαιοδοτικών κανόνων με υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας ως προς το αποτέλεσμα της εφαρμογής τους (σκέψη 11 του προοιμίου του ΚανΒρΙ, βλ. σχετ. και ΔΕΚ 23.4.2009, C – 533/07, Falco Privatstiftung και Thomas Rabitsch κατά Gisela Weller – Lindhorst, Συλλογή 2009.Ι.3327, σκέψη 22, ΔΕΚ 11.10.2007, C – 98/06, Freeport plc κατά Olle Arnoldsson, Συλλογή 2007.Ι.8319, σκέψη 36, ΔΕΚ 3.5.2007, C – 386/05, Color Drack GmbH κατά Lexx International Vertriebs GmbH, Συλλογή 2007.I.3699, σκέψη 20, ΔEK7.2006, C – 103/05, Reisch Montage AG κατά Kiesel Baumaschinen Handels GmbH, Συλλογή 2006.Ι.6827, σκέψη 24). Περαιτέρω, προκειμένου να διερευνηθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του forum αναζητείται, όταν η αγωγή στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η έδρα του, η οποία καθορίζεται από το άρθρο 60 σημείο 1 του ΚανΒρΙ, που ορίζει ότι για την εφαρμογή του «εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Εξ όλων των ανωτέρω ακολουθεί ότι νομικό πρόσωπο, που κατά την αγωγή υπέχει αστική ευθύνη ως εργοδότης, μπορεί να ενάγεται και ενώπιον των δικαστηρίων της πραγματικής έδρας του, του τόπου δηλαδή στον οποίο λειτουργεί η κεντρική του διοίκηση και από όπου διευθύνεται η επιχειρηματική δραστηριότητά του, εφόσον αυτή βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους (ΑΠ 1521/2013, ΧρΙΔ 2014/284 = ΕΠολΔ 2014/715, ΕφΠειρ. 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011/33 = ΕΕμπΔ 2012/115 = Ε7 2012/881, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [38], η ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1038], βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλου, Η έδρα της εταιρίας στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, σε ΕΠολΔ 2013/166 επομ., Κ. Μακρίδου, Ο καθορισμός της Διεθνούς Δικαιοδοσίας επί υποθέσεων εταιριών και νομικών προσώπων – Κανονισμός «Βρυξέλλες Ι» [44/2001], σε Μελέτες αστικού δικονομικού και διεθνούς δικονομικού δικαίου, 2010, σελ. 646 επομ., βλ. και Κ. Κεραμέως, Διεθνής δικαιοδοσία επί διαφορών ναυτικού δικαίου στις ηπειρωτικές χώρες και ιδίως στην Ελλάδα, Νομικές Μελέτες ΙΙ, 1994, κείμενο 105, σελ. 533 επομ. = ΝοΒ 1983/28 επομ.), ανεξαρτήτως αν ο τόπος αυτός δεν συμπίπτει με εκείνον ο οποίος κατονομάζεται στο καταστατικό του ή εκείνον όπου πραγματοποιήθηκε η σύσταση του νομικού προσώπου (καταστατική έδρα) ή όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα υλικά μέσα, τεχνικά και ανθρώπινα, που του επιτρέπουν να αναπτύσσει την επιχειρηματική δραστηριότητά του, αφού στην επιλογή του ενάγοντος προσφέρονται, διαζευκτικά και όχι εναλλακτικά, περισσότεροι ισότιμοι δικαιοδοτικοί σύνδεσμοι (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 63, αρ. 8, σελ. 666, Δ. Τραυλός – Τζανετάτος, Εργατικό Διεθνές Δίκαιο – Θεμελιώδη ζητήματα, 2017, σελ. 467 επομ. [471]), χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η ιθαγένεια του ενάγοντος και ανεξαρτήτως της κατοικίας αυτού στο εσωτερικό της Ενώσεως ή σε τρίτη χώρα. Επομένως, αν η εναγόμενη εταιρία ή το εναγόμενο νομικό πρόσωπο έχει κάποια από τις τρεις έδρες που ορίζονται στο άρθρο 60 σημείο 1 του ΚανΒρΙ στο (κράτος του δικαστή του) forum, τότε καταφάσκεται η διεθνής δικαιοδοσία του δικάζοντος δικαστηρίου, ο δε ισχυρισμός του εναγομένου περί ελλείψεώς της, προτεινόμενος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμος (ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΤριμΕφΠειρ. 565/2011, ΕΝαυτΔ 2011/378, ΕφΘεσ. 357/2008, Αρμ. 2012/1901). Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, ο Κανονισμός εφαρμόζεται μόνον εφόσον συντρέχει κάποια από τις αποκλειστικές ειδικές δωσιδικίες του άρθρου 22 αυτού ή αν η διεθνής δικαιοδοσία παρεκτάθηκε κατά τα άρθρα του 18 έως 21 (Κ. Μακρίδου, Έδρα νομικών προσώπων, εκκρεμοδικία και συνάφεια, κατά τον Κανονισμό «Βρυξέλλες Ι» [44/2001], σε Αρμ. 2001/1706 επομ. [1710]). Ειδικώς δε ως προς τις διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, το άρθρο 21 του ιδίου Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 επιτρέπει υπό προϋποθέσεις την παρέκκλιση από την αποκλειστικότητα της δικαιοδοτικής βάσης που στο άρθρο 19 σημείο 1 θεσπίζεται με συμφωνία παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας. Πράγματι, η συμφωνία αυτή παράγει έννομα αποτελέσματα εφόσον, αφενός, καταρτίστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο από τη γέννηση της διαφοράς, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο, ακριβώς λόγω της παθολογικής εξέλιξης της εργασιακής σχέσης, ο ασθενέστερος συναλλασσόμενος (εργαζόμενος) έχει απεξαρτηθεί από τον οικονομικά ισχυρότερο εργοδότη – αντισυμβαλλόμενό του (Ε. Βασιλακάκης, Η προστασία του ασθενέστερου διαδίκου κατά τον κανονισμό 1215/2012, σε ΝοΒ 2013/2671 επομ. [2680]) και, αφετέρου, μόνον αν την επικαλείται ο ίδιος, επειδή θεωρεί ότι του παρέχει δικονομικό πλεονέκτημα (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001/283, ΤριμΕφΠειρ. 565/2011, ο.π, ΕφΠειρ. 546/2010, ΕΝαυτΔ 2010/397, ΕφΠειρ. 706/2004, ΠειρΝ 2004/479, ΕφΠειρ. 172/2003, ΕΝαυτΔ 2003/133, ΕφΠειρ. 704/2002, ΕΝαυτΔ 2002/370, ΕφΠειρ. 1146/1998, ΕΝαυτΔ 1999/467, ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ΜονΕφΠειρ. 644/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η ευχέρεια αυτή παρέχεται στον εργαζόμενο μόνον για να ασκήσει ο ίδιος αγωγή στο δικαστήριο που έχει επιλεγεί κατά παρέκταση και όχι για να προβάλει την ύπαρξη της ρήτρας κατ’ ένσταση, αν εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του (Έκθεση Almeida Cruz – Desantes Real – Jenard, συνοδευτική της Σύμβασης Ντονόστια/Σαν Σεμπαστιάν της 26ης.5.1989, που τροποποίησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών μετά την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην ΕΟΚ, ΕΕ C 189/28.7.1990, αρ. 27, βλ. αυτήν και σε Ν. Νίκα, Ευρωπαϊκό Διεθνές Δικονομικό Δίκαιο, 2008, σελ. 482, Ε. Βασιλακάκης, ο.π., σελ. 2681, Ν. Νίκας, Πρόσφατες συμβατικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο, σε Δ 1994/362 επομ. [369], ο ίδιος, Ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας: Προϋποθέσεις κύρους [παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 4/1992], σε ΝοΒ 1993/1148 επομ.). Η συμβατική ρήτρα περί της οποίας προβλέπει το άρθρο 21 του ΚανΒρΙ αποτελεί συμφωνία παρεκτάσεως κατά την έννοια του άρθρου 23 σημείο 1 αυτού, το οποίο ορίζει ότι, αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, η οποία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η διάταξη αυτή αποτελεί την κύρια έκφραση της αναγνωριζόμενης με τον Κανονισμό στα μέρη αυτονομίας της βουλήσεως, καθώς επιτρέπει σ’ αυτά, με συμφωνία που αναδίδει αποκλειστικά δικονομικές συνέπειες, να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του Κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία και να υποβάλουν έτσι τις διαφορές τους στο δικαστήριο της επιλογής τους, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 468/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218 = ΕΠολΔ 2011/358 = ΕΕμπΔ 2011/829, Ν. Κλαμαρής – Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 32.3, σελ. 130). Η ίδια διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τουλάχιστον ο ένας από τους συμβαλλομένους έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους και, αφετέρου, ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ως αρμόδιο ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους (ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, Coreck Maritime GmbH κατά Handelsveem B.V, Συλλ. 2000.Ι.9337, σκέψη 19 = ΕΕμπΔ 2000/813 = ΧριΔ 2001/51, η οποία εφάρμοσε το αντιστοίχου περιεχομένου άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [468]), ακόμα και αν το παρεκτεινόμενο δικαστήριο δεν έχει κανέναν σύνδεσμο με την επίδικη διαφορά (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97, Trasporti Castelletti Spedizioni Internazionali SpA κατά Hugo Trumpy SpA, Συλλογή 1999.1.1597 = Δνη 1999/510 επομ., σκέψεις 17 – 21), όχι όμως και όταν με τη συμφωνία των μερών προσνέμεται διεθνής δικαιοδοσία σε δικαστήριο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΤριμΕφΠειρ. 715/2012, ΔΕΕ 2013/159, Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 25, αρ. 28, σελ. 380, η ίδια, Συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 219, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού [ΕΕ] 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013/2063 επομ. [2068], Χ. Παμπούκης – Χ. Μεϊδάνης, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 2911, σελ. 1335, Ι. Κουκιάδης, Δανεισμός μισθωτού – Ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου και διεθνούς δικαιοδοσίας, σε ΕΕΔ 1994/209 επομ. [220]). Προσφάτως, βέβαια, το ΔΕΕ, όπως πλέον, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στα τέλη του έτους 2009, ονομάζεται το ΔΕΚ, αποφάνθηκε, ερμηνεύοντας αυθεντικά τον Κανονισμό κατ’ ενάσκηση της σχετικής αρμοδιότητας που αρύεται από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου του Λουξεμβούργου της 3ης.6.1971, το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1814/1988 (βλ. σχετ. Ε. Βασιλακάκης, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 417, Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, Εισαγωγή, ΙΙ, σελ. 3), ότι, ειδικώς, ως προς τις διαφορές από ατομική σύμβαση εργασίας, η  ρήτρα παρεκτάσεως που συνήφθη πριν τη γέννηση συγκεκριμένης διαφοράς ισχύει στο μέτρο που παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να προσφύγει, πέραν των δικαστηρίων που έχουν υπό κανονικές συνθήκες δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των ειδικών κανόνων των άρθρων 18 και 19 του ΚανΒρΙ, και σε άλλα δικαστήρια στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που ενδεχομένως έχουν την έδρα τους και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ 19.7.2012, C – 154/11, Ahmed Mahamdia κατά Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας, σε ΕΠολΔ 2013/726, σκέψη 66, περί της οποίας βλ. και Ε. Νικολάου, Το προνόμιο της κρατικής ετεροδικίας σε διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας και η σχέση του με τους ενωσιακούς κανόνες απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, σε ΕΠολΔ 2013/622 επομ.). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η συμφωνία των μερών περί επιλογής δικαστηρίου τρίτης χώρας δεν εμπίπτει στο άρθρο 23 και ο Κανονισμός δεν ισχύει αλλά το παρά την ύπαρξη τέτοιας ρήτρας απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας επιλαμβανόμενο δικαστήριο κράτους μέλους οφείλει να την εκτιμήσει ως προς το τυπικό κύρος και την ουσιαστική ισχύ της όχι κατά τις διατάξεις του Κανονισμού αλλά κατά το δικονομικό διεθνές δίκαιο της χώρας του, δηλαδή την lex fori (βλ. σχετ. ΑΠ 948/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205), χωρίς να αποκλείεται να την κρίνει έγκυρη βάσει των γενικών κανόνων του διεθνούς δικονομικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η εφαρμογή της θα οδηγεί σε διεύρυνση του αριθμού των δικαστηρίων, στα οποία θα μπορεί να απευθυνθεί ο εργαζόμενος ως ενάγων και, συνεπώς, θα πληροί τους όρους του άρθρου 21, τουλάχιστον όταν ο εναγόμενος – εργοδότης είναι κάτοικος κράτους μέλους της Ένωσης (Σπ. Βρέλλης, Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε εργατικές διαφορές – Σύγκριση της Συμβάσεως των Βρυξελλών και Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου, σε ΕΕΔ 2001/969 επομ. [981], Λ. Πίψου, ο.π., σελ. 499). Το ίδιο ισχύει, δηλαδή ο Κανονισμός δεν εφαρμόζεται, και στην περίπτωση κατά την οποία οι διάδικοι με συμφωνία έχουν υπαγάγει τις μεταξύ τους διαφορές όχι σε δικαστήριο, υπό την έννοια του δικαιοδοτικού οργάνου που τηρεί συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία παρέχουσα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, συμμορφούμενο προς την αρχή της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της διαδικασίας (ΔΕΚ 9.3.2017, C – 551/15, Pula Parking d.o.o. κατά Sven Klaus Tederahn, curia.europa.eu, σκέψη 54) αλλά σε άλλη μορφή διαμεσολάβησης ή σε διαιτησία (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 25, αρ. 23, σελ. 379), η οποία άλλωστε εξαιρείται ρητά, κατά το άρθρο 1 σημείο 2 περ. δ, από το πεδίο εφαρμογής του (ΔΕΕ 13.5.2015, C – 536/13, Gazprom OAO κατά Lietuvos Respublika, curia.europa.eu, σκέψη 6, ΕφΠειρ. 193/1997, ΕΝαυτΔ 1997/52, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 49), η δε σχετική ρήτρα κρίνεται με βάση το εθνικό δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (ΕφΠειρ. 221/2010, ΕΝαυτΔ 2010/353). Στην δε ελληνική δικονομική έννομη τάξη ως προς τη δυνατότητα επιλύσεως των εργατικών διαφορών του άρθρου 663 ΚΠολΔ με διαιτησία υφίσταται ρητή νομοθετική εξαίρεση, που εισήχθη για λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτυπώθηκε στη διάταξη του άρθρου 867 εδαφ. β ΚΠολΔ (ΑΠ 550/1996, ΔΕΕ 1997/734, ΕφΠειρ. 869/2007, ΕΝαυτΔ 2007/387, Κ. Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία διαιτητικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ και το Ν. 2735/1999, 2017, § 2, αρ. 61, σελ. 118, ο ίδιος, Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας, 2011, σελ. 89 – 90, Σ. Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, 2006, αρ. 22, σελ. 32, βλ. και Φ. Δωρή, Περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στις ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, 1988, σελ. 348 επομ., κατά τον οποίο δια της συνομολογήσεως ρήτρας διαιτησίας σε εργασιακές συμβάσεις δημιουργείται μηχανισμός διακινδύνευσης των συμφερόντων των εργαζομένων), η οποία [διάταξη] λόγω του δικονομικού της χαρακτήρα εφαρμόζεται πάντοτε ως lex fori (ΑΠ 250/1990, ΕΕΝ 1990/717, ΑΠ 754/1989, Δνη 1991/517 =  ΔΕΝ 1990/899 = Διαιτ 1992/266 = ΕΕμπΔ 1989/639 = ΕΕΝ 1990/200 = ΕΕΔ 1989/907 = ΕΝαυτΔ 1989/393 = ΕΝαυτΔ 1991/277 = ΝοΒ 1990/274, ΕφΠειρ. 77/2006, ο.π., ενώ περί του ότι η εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστή επί δικονομικών ζητημάτων αποτελεί γενικώς αποδεκτή [άγραφη] αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συναγόμενη εμμέσως και από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 ΚΠολΔ, βλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 72, Χ. Μεϊδάνη, σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 366, Τ. Παπαδοπούλου, Ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 2000, σελ. 52, σημ. 140, Χ. Τσούκα, Ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας – Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 1990, σελ. 25, πρβλ. και Φ. Δωρή, ο.π., σελ. 224).
  2. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως, ………….., υπαλλήλου της εδρεύουσας στη Μανίλα των Φιλιππίνων [τρίτης – μη διαδίκου] εταιρίας, που υπό την ιδιότητα και τις περιστάσεις που πιο κάτω θα εκτεθούν προσέλαβε τον ενάγοντα, η οποία ελήφθη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των από 25.2.2014 [μιας (1)], 10.12.2013 [πέντε (5)], 13.12.2013 [δύο (2)], 16.12.2013 [μιας (1)] και 14.2.2014 [μιας (1)] ενόρκων ενώπιον της ………., συμβολαιογράφου της πόλεως Iloilo των Φιλιππίνων η πρώτη, του ………, συμβολαιογράφου της πόλεως Μπακαλόντ των Φιλιππίνων η δέκατη και του ………, συμβολαιογράφου της πόλεως Μακάτι των Φιλιππίνων όλες οι λοιπές (για την κατάφαση του κύρους ένορκης βεβαίωσης ενώπιον αλλοδαπού συμβολαιογράφου εφόσον προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου βλ. ΑΠ 172/1994, Δνη 1994/61 = ΕΕμπΔ 1996/560, ΜονΕφΠειρ. 102/2015, Δνη 2015/1726), αντιστοίχων βεβαιώσεων των 1]Γκλάντυ Τ. Μονάγια, 2]………, 3]………., 4]……., 5]……….., 6]……….., 7]………., 8]………., 9]…… και 10]………, που ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης, παραδεκτώς απευθυνθείσας, όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις των εναγομένων, στον υπογράφοντα το αγωγικό δικόγραφο πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος (ΑΠ 205/2008, ΕφΑΔ 2008/572, ΑΠ 229/2002, ΕΕΔ 2003/1172, ΑΠ 1491/1997, Δ 1998/120, ΑΠ 497/1991, Δνη 1992/126 = ΕΕΝ 1992/208 = ΕΣυγκΔ 1993/380, ΑΠ 1969/1991, Δνη 1992/820, ΤριμΕφΔωδ. 86/2015, ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 12/2005, ΠειρΝ 2005/32, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Γ. Ορφανίδης], ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 143, αρ. 7, σελ. 338, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2012, άρθρο 270, αρ. 18, σελ. 501) και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 671 § 1 εδαφ. δ ΚΠολΔ (ΑΠ 89/1989, Δνη 1989/1172 = Δ 1990/376 = ΕΕμπΔ 1990/459 = ΕΕΝ 1990/11, Ι. Πετρόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, σε Δνη 2007/38 επομ. [45], contra ΤριμΕφΠειρ. 716/2011, ΕΝαυτΔ 2012/107) κλήτευσης του αντιδίκου τους με την επιμέλεια του ενάγοντος η πρώτη (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/21.2.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και των εναγομένων οι λοιπές (βλ. την με αριθμό ………./4.12.2013 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………., με την οποία κλητεύθηκε ο ενάγων για όσες από τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν στις 10.12.2013 και στις 13.12.2013 και τις με αριθμούς ………/11.2.2014 και ………/13.12.2013 όμοιες του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., με τις οποίες κλητεύθηκε ο ενάγων για τη λήψη της δέκατης και της όγδοης από τις παραπάνω ένορκης βεβαίωσης στις 14.2.2014 και στις 16.12.2013 αντίστοιχα), που λαμβάνονται υπόψη έστω και αν αυτές οι τελευταίες υπερβαίνουν αριθμητικά το όριο των τριών (3), που προβλέπεται στη γενική διάταξη του άρθρου 270 § 2 εδαφ. γ ΚΠολΔ, αφού στις ειδικές διαδικασίες, όπως των εργατικών διαφορών, το όριο αυτό δεν ισχύει, μιας και σ’ αυτές ορίζεται άλλως (άρθρο 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ), δεδομένου ότι στη διάταξη του άρθρου 671 § 1 εδαφ. δ του ιδίου Κώδικα αριθμητικός περιορισμός δεν τίθεται (ΑΠ 1211/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 522/2011, ΕΠολΔ 2012/2039, ΑΠ 188/2010, ΕΠολΔ 2010/748 = ΧρΙΔ 2011/203 = ΝοΒ 2011/941, ΑΠ 1391/2008, ΔΕΕ 2009/858, ΑΠ 875/2007, ΕΔΠ 2007/65 = ΝοΒ 2008/2442, ΑΠ 160/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 522/1999, Δνη 1999/1714, ΜονΕφΠειρ. 239/2016, ΤΝΠ) και οι οποίες (μαρτυρική κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 1628/2003, Δνη 2004/723), έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, καθώς και από τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πλήρως αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στις 23.7.2012 ο ενάγων  …………., ναυτικός, υπήκοος Φιλιππίνων, υπέστη ατύχημα επί του υπό σημαία Λιβερίας φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου PS, στο οποίο με την ειδικότητα του προσοντούχου ναύτη είχε ναυτολογηθεί στις 3.1.2012 στο λιμένα της Αλτζεσίρα της Ισπανίας και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια εργασιών φορτώσεως στο λιμένα του Σάντος της Βραζιλίας, στο οποίο το πλοίο ναυλοχούσε πλαγιοδετημένο. Το εν λόγω πλοίο, με αριθμό ΙΜΟ …… και διεθνές διακριτικό σήμα ………, τύπου bulk carrier (φορτηγό χύδην φορτίου), κόρων ολικής χωρητικότητας τριάντα οκτώ χιλιάδων εκατόν τριάντα ενός (38.131 κ.ο.χ.) και τόνων αδρανούς βάρους εβδομήντα μιας χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα (71.550 TDW), είχε ναυπηγηθεί το έτος 1995 στην Ιαπωνία και έκτοτε έπλεε μέχρι μεν το μήνα Ιανουάριο του έτους 2002 με το όνομα «ΠΑ», στη συνέχεια δε και μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 2007 ως «AL» και από τότε ως «PS» υπό σημαία Λιβερίας. Από το με αριθμό …….. οριστικό έγγραφο εθνικότητας, που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Η.Π.Α.) στις 27.3.2008 από το Γραφείο Ναυτιλιακών Υποθέσεων της Δημοκρατίας της Λιβερίας, προκύπτει ότι το πλοίο αυτό ανήκει, τουλάχιστον από το έτος 2008 και εφεξής, στην αποκλειστική πλοιοκτησία της πρώτης εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «………», που έχει την καταστατική της έδρα στη Μονρόβια της Λιβερίας, επί της οδού …….., στο λιμένα της οποίας και είναι νηολογημένο με αριθμό ….. Η διαχείριση του ιδίου αυτού πλοίου έχει από τις 12.3.2009 ανατεθεί στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…………», που κατά το καταστατικό της εδρεύει και αυτή στη Μονρόβια της Λιβερίας, στην ίδια μάλιστα διεύθυνση με την πλοιοκτήτρια (………). Για την ανάθεση της διαχειρίσεώς του συντάχθηκε η από 12.3.2009 έγγραφη δήλωση της πλοιοκτήτριας, την οποία υπογράφει ο ………., Διευθυντής της, η γνησιότητα της υπογραφής του οποίου βεβαιώθηκε αυθημερόν από αρμόδιο λιμενικό υπάλληλο στον Πειραιά. Όπως δε προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 3122.1/4307/21/16.12.2013 έγγραφη βεβαίωση του 2ου Τμήματος της Διεύθυνσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Κλάδου Ναυτιλιακής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, η δεύτερη εναγόμενη έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, επί της οδού ………., σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968 και των Νόμων 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013, η δε εγκατάστασή της αυτή εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 3122.1/4307/24685/15.4.2009 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 803/30.4.2009). Από την ίδια βεβαίωση προκύπτει, επιπλέον, ότι με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης εναγομένης, που ελήφθη κατά τη συνεδρίασή του της 3ης.3.2010, στην οποία παρέστησαν οι Δημήτριος Πολέμης, πρόεδρος αυτού και διευθυντής της και ………., γραμματέας, ταμίας και διευθυντής της, ορίσθηκαν ως εκπρόσωποι του πιο πάνω γραφείου της οι ………, ……….. και ………., δυνάμενοι να ενεργούν έκαστος χωρίς τη σύμπραξη και των υπολοίπων. Από δε τη μαρτυρική κατάθεση προκύπτει, πρώτον, ότι η δεύτερη εναγόμενη συνεργάζεται με την εδρεύουσα στη Μανίλα των Φιλιππίνων εταιρία με την επωνυμία «………….», που δραστηριοποιείται εκεί ως ναυτική πράκτορας στον τομέα της στελέχωσης εμπορικών πλοίων με πληρώματα, δεύτερον, ότι οι υπεύθυνοι των πληρωμάτων των πλοίων, των οποίων τη διαχείριση έχει η δεύτερη εναγόμενη, βρίσκονται στον Πειραιά, τρίτον, ότι για την αντιμετώπιση του ενδίκου ατυχήματος, για το οποίο «το γραφείο στη Μανίλα έχει την ευθύνη, ήρθαμε σε επαφή με τη δεύτερη εναγομένη, με τον κ. …..…», τέταρτον, ότι ο μάρτυρας προσλήφθηκε από τον ………, ο οποίος ασκεί τις αποφασιστικές αρμοδιότητες για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης ενεργώντας από κοινού με τον αδελφό του Γεώργιο, πέμπτον, ότι αμφότεροι αυτοί τυγχάνουν μέτοχοι και των δύο [2] εναγομένων εταιρών και, έκτον, ότι κατά την πρακτόρευση του πλοίου PS, οδηγίες και εντολές η «……….» λάμβανε από τη δεύτερη εναγόμενη, χωρίς να έχει καμία «επικοινωνία από τη Λιβερία». Σημειώνεται, τέλος, ότι σε αχρονολόγητο, όχι όμως μεταγενέστερο του έτους 2013, έγγραφο, φερόμενο ως εξαχθέν από την ιστοσελίδα ……..com στο Διαδίκτυο, εμφανίζεται ως διευθυντής της ως άνω εδρεύουσας στις Φιλιππίνες ναυτικής πράκτορα φυσικό πρόσωπο με το όνομα ……., για τον οποίο ο ενάγων, που το προσκομίζει, ισχυρίζεται ότι πρόκειται για τον πατέρα των πιο πάνω δύο [2] αδελφών. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνάγεται αναμφίβολα ότι η πραγματική έδρα της δεύτερης εναγόμενης βρίσκεται στον Πειραιά, όπου έχει νομότυπα εγκαταστήσει γραφείο και όπου βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση, υπό την έννοια του τόπου στον οποίο λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις, κατευθύνεται η επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού της προσώπου και εκπέμπονται οι εντολές, διαταγές και οδηγίες προς όργανα, υπαλλήλους και συνεργαζόμενους με αυτήν τρίτους επιχειρηματίες. Πράγματι, από τον Πειραιά γίνονται οι συνεννοήσεις της δεύτερης εναγόμενης με την ναυτική πράκτορα «………….», από εκεί γίνεται η επιλογή των υπαλλήλων αυτής [αλλά και η πρόσληψή τους, γεγονός που αποδεικνύει τη σύνδεση των νομικών προσώπων της δεύτερης εναγομένης και της πράκτορά της στις Φιλιππίνες], από τον Πειραιά δίδονται οι οδηγίες για τη στελέχωση των πληρωμάτων του συνόλου των ευρισκομένων υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγομένης πλοίων αλλά και ειδικότερα του πλοίου PS και από τον Πειραιά εκπορεύθηκαν οι οδηγίες για την αντιμετώπιση του ενδίκου ατυχήματος. Πέραν τούτων, στον Πειραιά εντοπίζεται ο τόπος όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις της διοικήσεώς της, όπως αυτή περί ορισμού εκπροσώπων της που προαναφέρθηκε και όπου πραγματοποιούνται οι συνεδριάσεις του διοικητικού της συμβουλίου, στο οποίο μετέχουν φυσικά πρόσωπα που έχουν όλα την ελληνική ιθαγένεια και, όπως θεωρείται αποδεδειγμένο αφού δεν αμφισβητείται ειδικά, είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος και όχι Λιβερίας. Το ίδιο ισχύει και ως προς την πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης, που διευθύνεται από έλληνα υπήκοο, τον ………, που κατοικεί στην ημεδαπή, όπου και λαμβάνει αλλά και υλοποιεί τις κρίσιμες για την επιχειρηματική οργάνωση και την κερδοφόρο λειτουργία της αποφάσεις. Πράγματι, στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στον Πειραιά ελήφθη η απόφαση περί αναθέσεως της διαχειρίσεως του πλοίου PS από την πλοιοκτήτρια αυτού πρώτη των εναγόμενων εταιριών στη δεύτερη από αυτές και σε αρμόδια λιμενική αρχή του Πειραιά, όχι δε και σε αρχή (λιμενική, αστυνομική, συμβολαιογραφική ή άλλη) της Μονρόβια ή άλλου λιμένα της Λιβερίας, προσήλθε ο διευθυντής της για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του στην πιο πάνω μνημονευθείσα έγγραφη δήλωση ανάθεσης διαχείρισης. Πέραν τούτου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε μία [1] ενέργεια σχετική με την εκμετάλλευση του πλοίου PS  να έχει γίνει ή να έχει προέλθει από τη Λιβερία, για την επικαλούμενη εκεί λειτουργία της οποίας η πρώτη εναγόμενη παραλείπει να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο, από το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδειχθεί η μίσθωση γραφείου στη Μονρόβια ή η απασχόληση εκεί υπαλλήλων. Επομένως, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις της περ. β του σημείου 1 του άρθρου 60 και του σημείου 1 του άρθρου 19 του ΚανΒρΙ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω της αλλοδαπότητας της επίδικης διαφοράς, την οποία καταδεικνύει η διαφορετική ιθαγένεια των διαδίκων, ο τόπος του συμβάντος που περιγράφεται στην ιστορική βάση της αγωγής και εντοπίζεται στην αλλοδαπή αλλά και οι ευρισκόμενοι εκτός της ελληνικής επικράτειας διαφορετικοί τόποι πρόσληψης και ναυτολόγησης του ενάγοντος στο υπό αλλοδαπή (λιβεριανή) σημαία πλοίο PS, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης έχουν τα ελληνικά δικαστήρια και συγκεκριμένα του Πειραιώς, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα αμφοτέρων των εταιριών, που ενάγονται για την εκπλήρωση ενοχικών υποχρεώσεών τους, που αφενός μεν απορρέουν από την ιδιότητα της δεύτερης [κατά την κύρια βάση της αγωγής] ως εφοπλίστριας του συγκεκριμένου πλοίου και της πρώτης [κατά την επικουρική θεμελίωσή της] ως πλοιοκτήτριας αυτού, αφετέρου δε, πραγματική [άμα δε και νομική] αιτία έχουν συμβάν επελθόν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που ο ενάγων ανέλαβε με ατομική σύμβαση εργασίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η πραγματική έδρα αμφοτέρων των εναγόμενων εταιριών βρίσκεται στον Πειραιά, καταφάσκοντας έτσι τη διεθνή δικαιοδοσία του, ορθώς έκρινε και ο δεύτερος λόγος της Β έφεσης, κατά το συναφές πρώτο σκέλος του, με το οποίο πλήττονται οι σχετικές παραδοχές της εκκαλουμένης με την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, από τις οποίες έπρεπε να συναχθεί ότι η έδρα τους βρίσκεται στη Λιβερία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στην υπό τον τίτλο «Διαδικασία Επίλυσης Διαφορών» (Dispute Settlements Procedure) Ενότητα/Τμήμα (Section) 29 του με αριθμό 10 εγκυκλίου υπομνήματος (Memorandum Circular), που στις 26.10.2010 εξέδωσε η Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην Αλλοδαπή (Philippine Overseas Employment Administration, στο εξής POEA), ορίζεται ότι «Σε περιπτώσεις αξιώσεων και διαφορών που προκύπτουν από αυτήν την απασχόληση, τα μέρη που καλύπτονται από τη συλλογική σύμβαση θα υποβάλουν την αξίωση ή την διαφορά στην πρωτότυπη και αποκλειστική δικαιοδοσία συναινετικού διαιτητή ή σε ομάδα συναινετικών διαιτητών [arbitrators], εάν τα μέρη δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση τα μέρη κατ’ επιλογή τους μπορούν να υποβάλουν την αξίωση ή τη διαφορά είτε στην πρωτότυπη και αποκλειστική δικαιοδοσία Εθνικής Επιτροπής Εργατικών Διαφορών, σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο 8042, άλλως γνωστό ως Νόμο Φιλιππινέζων Μεταναστών Εργατών του 1995, όπως τροποποιήθηκε ή στην πρωτότυπη και αποκλειστική δικαιοδοσία συναινετικού διαιτητή ή σε ομάδα συναινετικών διαιτητών [arbitrators]. Εάν δεν υπάρχει ρύθμιση σχετικά με τον ορισμό διαιτητών από τις πλευρές, αυτοί θα ορίζονται από τους πιστοποιημένους διαιτητές του εθνικού σώματος διαμεσολάβησης του τμήματος εργασίας και απασχόλησης. Η Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην Αλλοδαπή θα ασκεί πρωτότυπη και αποκλειστική αρμοδιότητα να συζητά και αποφασίζει πειθαρχικές αξιώσεις σε περιπτώσεις που αφορούν ή προκύπτουν από παραβίαση των νόμων πρόσληψης και των κανόνων και κανονισμών που αφορούν εργοδότες και Φιλιππινέζους ναυτικούς». Επ’ αυτής της, περιεχόμενης σε άλλο εκτός του της συμβάσεως έγγραφο, ρήτρας, της οποίας, όμως, το κείμενο οι εναγόμενες εταιρίες αφενός μεν μεταφράζουν ως αναφερόμενο σε «ομάδα συναινετικών δικαστών» [και όχι διαιτητών – arbitrators] και αφετέρου εκλαμβάνουν ότι αποτέλεσε περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, δια προσαρτήσεώς του, όπως εκτιμάται, σ’ αυτήν που πραγματοποιήθηκε με ρητή συμβατική παραπομπή, θεμελιώθηκε ο πρωτοδίκως προ παντός άλλου υποβληθείς πλην απορριφθείς, και επαναφερόμενος με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της Β έφεσης, ισχυρισμός ότι για την επίλυση της ένδικης διαφοράς η διεθνής δικαιοδοσία είχε παρεκταθεί συμβατικά με προσδιορισμό, δυνάμει της ρήτρας αυτής, ως αποκλειστικά αρμόδιων προς τούτο των δικαστικών αρχών των Φιλιππίνων. Ο ενάγων αμφισβήτησε πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων, την ενσωμάτωση της επίμαχης ρήτρας στην εργασιακή του σύμβαση επικαλούμενος, ειδικότερα, ότι ουδέποτε είχε καταστεί συμβατικό περιεχόμενο, ως μη καλυπτόμενος, όπως εκτιμάται, από την υπογραφή του. Ανεξαρτήτως, όμως, του ζητήματος αυτού, που αν εν προκειμένω ήταν νομικά σημαντικό θα έπρεπε, κατά τα προαναφερθέντα, να επιλυθεί κατά τη lex fori, από το γράμμα του παραπάνω [και αν θεωρηθεί συμβατικός] όρου συνάγεται με σαφήνεια ότι αναφέρεται σε διαιτητική διαδικασία επίλυσης των διαφορών που ενδεχομένως ανακύψουν από την εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στο πλοίο PS και υπό την έννοια αυτή δεν εμπίπτει στο άρθρο 23 σημείο 1 του ΚανΒρΙ, αφού δεν καθιστά αρμόδιο επιλεγόμενο δικαιοδοτικό όργανο (δικαστήριο), κατά την προαναφερθείσα έννοιά του αλλά είτε συναινετικό διαιτητή ή ομάδα συναινετικών διαιτητών [arbitrators] είτε την Εθνική Επιτροπή Εργατικών Διαφορών των Φιλιππίνων διακρίνοντας με βάση την υπαγωγή ή μη των μερών σε συλλογική σύμβαση [των Φιλιππίνων, όπως εκτιμάται] ή όχι. Επομένως, του επίμαχου όρου μη νοουμένου ως ρήτρας παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας επί της επίδικης συμβατικής ενοχής, κατά το ενωσιακό δίκαιο, πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική του ισχύς αφενός κατά το ημεδαπό δικονομικό διεθνές δίκαιο και αφετέρου υπό το πρίσμα της προστατευτικής για τα δικονομικά συμφέροντα του εργαζόμενου διατάξεως του άρθρου 21 του ΚανΒρΙ. Στα πλαίσια αυτών των παραμέτρων ο επίμαχος όρος κρίνεται ανενεργός, επειδή από τη μια πλευρά προσκρούει στην [ημεδαπή δικονομική] διάταξη του άρθρου 867 εδαφ. β ΚΠολΔ, που εξαιρεί τις εργατικές διαφορές από τη δυνατότητα υπαγωγής τους σε διαιτησία και από την άλλη αντιτίθεται στις επιταγές της ευρωπαϊκής δικονομικής νομοθεσίας, η οποία προσνέμει ισχύ μόνο σ’ εκείνες τις δικονομικές συμφωνίες των αντιδικούντων για την εκπλήρωση υποχρεώσεων από ατομική σύμβαση εργασίας, οι οποίες έχουν συναφθεί μετά τη γένεση της διαφοράς τους και, σε κάθε περίπτωση παρέχουν δικονομικό πλεονέκτημα στον από τη δικονομική θέση του ενάγοντος επικαλούμενο αυτές εργαζόμενο, προϋποθέσεις, οι οποίες αμφότερες δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση, κατά την οποία ο ενάγων – εργαζόμενος αποκρούει την προγενέστερη της γενέσεως της αντιδικίας των διαδίκων επίμαχη ρήτρα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με παρόμοιες, αν και συνοπτικότερες, παραδοχές στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί ελλείψεως και για το λόγο αυτό διεθνούς δικαιοδοσίας του, δεν έσφαλε και ο δεύτερος λόγος της Β έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και κατά το κρινόμενο δεύτερο σκέλος του. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να προστεθεί εδώ, πρώτον, ότι η ειδικότερη μομφή που με τον ίδιο λόγο της Β έφεσης απευθύνεται στην εκκαλουμένη, ότι δηλαδή απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του ΚανΒρΙ, που δεν αποκλείει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα κατ’ εφαρμογή συμβατικής ρήτρας παρεκτάσεως να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια, εκτός από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 19 αυτού, πάσχει ως ερειδόμενη σε διττώς εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. IV της παρούσας εκτέθηκε, για να θεωρηθεί ισχυρή τέτοια ρήτρα πρέπει, αφενός, ως αρμόδιο να επιλέγει δικαστήριο και όχι διαιτητικό όργανο (μονομελές ή συλλογικό) και, αφετέρου, να διευρύνει τον αριθμό των δικαστηρίων, στα οποία θα μπορεί να απευθυνθεί ο εργαζόμενος ως ενάγων και όχι να τον υποχρεώνει να προσφύγει στο παρεκτεινόμενο, να πληροί δηλαδή όρους που εν προκειμένω δεν συντρέχουν και, δεύτερον, ότι δεν ασκεί στην κρινόμενη περίπτωση έννομη [δικονομικώς] επιρροή και για το λόγο αυτό δεν ερευνάται το ζήτημα της ενσωματώσεως ή μη της επίμαχης ρήτρας στην επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αφού και αν αυτή είχε γίνει κοινά αποδεκτή θα παρέμενε ανενεργός για τους ίδιους λόγους που προαναφέρθηκαν.
  3. VI. Για την ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου επί ιδιωτικής διαφοράς, που εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας και εισάγεται προς εκδίκαση σε πολιτικό δικαστήριο, ενεργοποιούνται οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum, με τους οποίους η επίδικη έννομη σχέση συνδέεται με μία από τις περισσότερες έννομες τάξεις, με τις οποίες το βιοτικό συμβάν παρουσιάζει σημεία επαφής και το δίκαιο των οποίων διεκδικεί την εφαρμογή του. Για τον εντοπισμό του κατάλληλου κανόνα συγκρούσεως, που θα υποδείξει τη lex causae, ο δικάζων δικαστής πρέπει καταρχάς να χαρακτηρίσει νομικά τη ρυθμιστέα έννομη σχέση και τούτο πραγματοποιείται μέσω της αποκαλούμενης qualification, δια της υπαγωγής δηλαδή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς στη νομοτυπική μορφή κάποιου από τους εφαρμόσιμους κανόνες σύγκρουσης. Η υπαγωγή αυτή προϋποθέτει την διακρίβωση της νομικής φύσης της έννομης σχέσης, η οποία, για λόγους που σχετίζονται κυρίως με την κυριαρχία του forum, αντιμετωπίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο του κράτους του δικάζοντος δικαστή (βλ. σχετ. Δ. Ευρυγένη, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, 1973, σελ. 95, Σπ. Βρέλλη, ο.π., σελ. 72 – 79, Τ. Παπαδοπούλου, ο.π., σελ. 41). Περαιτέρω, κατά το ημεδαπό δίκαιο, οι αξιώσεις που απορρέουν από βίαιο συμβάν που λαμβάνει χώρα κατά την εκτέλεση της σύμβασης ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής της παροχής της εργασίας αυτής, δηλαδή από ναυτεργατικό ατύχημα, αποτελούν συμβατικές αξιώσεις, ρυθμιζόμενες από τη lex contractus, έστω και αν το ατύχημα συνιστά εν ταυτώ αδικοπραξία του εργοδότη ή των προστηθέντων του (ΑΠ 1078/1998, ΕΝαυτΔ 1999/1 = ΕΕργΔ 1999/996, ΑΠ 1023/1996, Δνη 1998/840 = ΔΕΕ 1997/86 = ΕΕΝ 1998/193 = ΕΝαυτΔ 1997/193, ΑΠ 1486/1995, ΔΕΕ 1996/415 = ΕΕΝ 1997/289 = ΕΕΔ 1997/325 =  ΕΝαυτΔ 1996/222 = ΕπιθΙΚΑ 1996/275 = ΕΕΝ 1995/289, ΕφΠειρ. 901/2005, ΕΝαυτΔ 2005/265, ΜονΕφΠειρ. 102/2015, ο.π.). Και τούτο διότι αδικοπρακτική όψη το εν λόγω συμβάν μόνο τυχαία και συμπτωματικά είναι δυνατό να εμφανίζει, ενώ, αντιθέτως, θα έχει πάντοτε ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη σύμβασης [ή και απλής σχέσης] εργασίας, εξαιτίας της οποίας επιβάλλονται στον εργοδότη ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις προστασίας της ζωής και της υγείας του εργαζομένου, ενόψει των οποίων θεσπίζεται ευθύνη του ανεξάρτητη από υπαιτιότητα, από μόνο το λόγο ότι προσπορίζεται ή αναμένει οικονομικό όφελος από τη ναυτική εργασία, που από τη φύση της αποτελεί δραστηριότητα επικίνδυνη (ΑΠ 6/1998, ΕΕΔ 1999/1181 = ΝοΒ 1999/389, ΤριμΕφΠειρ. 624/2012, ΕΝαυτΔ 2013/28, Α. Αντάπασης, Το εφαρμοστέο δίκαιο στο ναυτεργατικό ατύχημα, 1988, σελ. 68, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 96, Γ. Κοντοσέας, Ζητήματα από την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου σε εργατικό ατύχημα επί πλοίου, σε Η νομική θέση των ναυτικών από συγκριτική και διεθνή άποψη, σε Πρακτικά 7ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2010, έκδοση ΔΣΠ 2013, σελ. 325, Ι. Πίκουλας, Το εργατικό ατύχημα, σε ΔΕΝ 2003/65 επομ. [79 – 80], ο ίδιος, Το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της συμβάσεως [ή σχέσεως] εργασίας και των εξ αυτής αξιώσεων, σε ΔΕΝ 2011/577 επομ. [591]). Επομένως, κατά το δίκαιο που θα υποδείξει ο σχετικός με τις συμβατικές ενοχές κανόνας συγκρούσεως θα κριθούν οι προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης για το ναυτεργατικό ατύχημα, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της υπαιτιότητας για την πρόκλησή του, οι δικαιούχοι της αποζημιώσεως και οι υπόχρεοι σε καταβολή της, καθώς και η έκταση αυτής (ΑΠ 356/2002, ΕΝαυτΔ 2002/97 = ΠειρΝ 2002/139 = ΕΕΔ 2003/1174, ΕφΠειρ. 710/2008, ΕΝαυτΔ 2009/215, ΕφΠειρ. 662/2004, ΕΝαυτΔ 2005/38, για την σε κάθε περίπτωση περιορισμένη πρακτική σημασία που ο νομικός χαρακτηρισμός της αξιώσεως παθόντος από εργατικό ατύχημα συνδεομένου με τον υπόχρεο με σύμβαση εργασίας ως συμβατικής ή αδικοπρακτικής διατηρεί πλέον μετά και τον Κανονισμό (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II), λόγω της ομοιότητας των λύσεων στις οποίες οδηγεί η εφαρμογή της σχετικής διατάξεως του άρθρου 4 σημείο 3 εδαφ. β του Κανονισμού αυτού, που προβλέπει εφαρμογή του δικαίου της σύμβασης, βλ. Α. Μεταλληνό, σε Α. Μπώλου/Δ. – Π. Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών – Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κανονισμού 864/2007 [Ρώμη ΙΙ], 2014, άρθρο 4, αρ. 78, σελ. 172 και Ι. Κοροτζή, Ο Κανονισμός 864/2007 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές [Ρώμη ΙΙ] και η επίδρασή του στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο, σε ΝοΒ 2009/278 επομ. [282, 289], πρβλ ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365). Πάντως, κατά το ελληνικό δίκαιο η lex causae των συμβατικών ενοχών καθορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ο οποίος, για όσες τέτοιες ενοχές υπάγονται στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του, δηλαδή απορρέουν από συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009, αντικατέστησε την από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που είχε κυρωθεί με το Ν. 1792/1988 και της οποίας αποτελεί συνέχεια, γι’ αυτό αποκαλείται και «Κανονισμός Ρώμη Ι» (βλ. άρθρα 24 σημείο 1 και 28). Κατά το άρθρο 2 του Κανονισμού αυτού, στο οποίο εκφράζεται ο οικουμενικός χαρακτήρας του, το καθοριζόμενο από αυτόν ουσιαστικό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο συμβαλλόμενου αλλά τρίτου κράτους ή ακόμα και αν δεν εμφανίζει κανέναν σύνδεσμο με τη συγκεκριμένη σύμβαση. Η αναγνώριση της απόλυτης ελευθερίας των μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο, που διακηρύσσεται και στο σημείο 11 του προοιμίου του Κανονισμού, αποτυπώνει την αρχή της υπεροχής της, καταρχήν μη υποκείμενης σε ετερόνομη ρύθμιση, ιδιωτικής βούλησης, αρχή η οποία εξασφαλίζει προβλεψιμότητα και ασφάλεια δικαίου και την οποία ο κρατικός παρεμβατισμός περιορίζει μόνον κατ’ εξαίρεση και για την εξυπηρέτηση των οικονομικών ή κοινωνικών σκοπών που αυτός προκρίνει (ΔΕΚ 2.1.1991, C – 339/89, Alsthom Atlantique SA κατά Compagnie de construction mécanique Sulzer SA, Συλλογή 1991.Ι.107, σκέψη 15, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Νέες τάσεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, 1985, σελ. 406 – 411, Δ. Σταματιάδης, Η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης στο πεδίο των διεθνών συμβατικών ενοχών – Έκταση εφαρμογής και περιορισμοί, 2011, σελ. 182 επομ., Ι. Βούλγαρης, Η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης στο ΙδΔΔ [Θεωρητική θεμελίωση και έκταση εφαρμογής της], σε ΕΕΕυρΔ 1994/871 επομ.). Έτσι, στη διάταξη του άρθρου 3 σημείο 1 εδαφ. α του Κανονισμού Ρώμη Ι τίθεται ως γενικός κανόνας, ότι lex contractus είναι η lex voluntatis, υπό την έννοια ότι το δίκαιο που διέπει το ουσιαστικό περιεχόμενο της σύμβασης και κατανέμει μεταξύ των συμβαλλομένων τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις είναι το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη, ενώ στις διατάξεις των σημείων 3 και 4 του ιδίου άρθρου η ελευθερία αυτή περιορίζεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, αντιστοίχως, είτε άλλης χώρας, διαφορετικής από εκείνη το δίκαιο της οποίας επιλέχθηκε, στην οποία, όμως, εντοπίζονται όλα τα άλλα σχετικά με την υπόθεση δεδομένα είτε του ενωσιακού δικαίου, όταν η επίδικη έννομη σχέση εντοπίζεται αποκλειστικά σε κράτος μέλος της Ένωσης (Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 310, Α. Μεταλληνός, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], τόμος Ι, 2010, άρθρο 25, αρ. 20, σελ. 61). Περιορισμός της ελευθερίας επιλογής των εφαρμοστέων στη σύμβαση κανόνων φαίνεται καταρχήν να εισάγεται και από το γεγονός ότι ο Κανονισμός απαιτεί στο άρθρο 3 σημείο 1 εδαφ. α αυτοί να αποτελούν δίκαιο, υπό την έννοια ενός κρατικής προέλευσης συστήματος κανόνων, η κανονιστική ισχύς των οποίων βασίζεται στο γεγονός της θεσπίσεώς του από εθνική νομοθετική εξουσία. Ο αποκλεισμός, όμως, των καλούμενων ανεθνικών κανόνων, που δεν αποτελούν κρατική κωδικοποίηση, όπως λ.χ. τα διεθνή έθιμα και οι συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, που συνθέτουν την lex mercatoria (Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, Ουσιαστικοί κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κανόνες συνδέσεως με ουσιαστικό χαρακτήρα: Δύο παραλλαγές μεθοδολογικού πλουραλισμού, σε ΕΕΕυρΔ 1986/299 επομ. [306]), είναι μόνον φαινομενικός, καθώς, αφενός, σχετικοποιείται ενόψει του σημείου 13 του προοιμίου (προϊόν συμβιβασμού αντιτιθέμενων απόψεων κατά τις εργασίες διαμόρφωσης του Κανονισμού Ρώμη Ι), σύμφωνα με το οποίο τα μέρη δεν εμποδίζονται να ενσωματώσουν με ειδική μνεία στη σύμβασή τους ένα μη κρατικό σώμα κανόνων δικαίου ή μια διεθνή σύμβαση και, αφετέρου, δεν θίγει εν τέλει την ιδιωτική αυτονομία, δεδομένου ότι τα μέρη παραμένουν ελεύθερα να ενσωματώνουν στη σύμβασή τους και μη κρατικής προέλευσης κανόνες δικαίου (Χ. Μεϊδάνης, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 488, σελ. 236), με τη διαφορά ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν θα έχει την έννοια επιλογής δικαίου, το οποίο θα προσδιορίζεται ωσάν να μην είχε γίνει επιλογή αλλά ουσιαστικής διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασής τους με όρους κοινής αποδοχής, το κύρος και η δυνατότητα εφαρμογής των οποίων θα εξαρτάται από τη lex causae (Χ. Παμπούκης, Η lex mercatoria ως εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές, 1996, σελ. 237, ο ίδιος Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε ΝοΒ 1992/1327 επομ. [1331], Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Σχόλια – Νομολογία, τόμος πρώτος, 2005, άρθρο 25, αρ. 293, σελ. 162, Σπ. Βρέλλης, Η Σύμβαση της Ρώμης [19.6.1980] για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και το άρθρο 25 ΑΚ, σε ΝοΒ 2000/417 επομ. [427], Δ. Σταματιάδης, ο.π., σελ. 227 – 234, Ν. Μπερνίτσας, Προς μία νέα μεθοδολογική προσέγγιση του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές [δογματική και νομολογιακή ανάλυση], σε ΕΕΕυρΔ 1986/315 επομ. [354]). Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή από τα μέρη της lex contractus πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3 σημείο 1 εδαφ. β του Κανονισμού, να δηλώνεται με σαφήνεια είτε ρητώς είτε σιωπηρώς συναγόμενη από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης, ενώ ελλείψει επιλογής το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού και, εν τέλει, αν οι ειδικοί συνδετικοί κανόνες των σημείων 1 και 2 του άρθρου αυτού δεν μπορούν να εφαρμοστούν, από την ανεύρεση της χώρας που εμφανίζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση. Η σιωπηρή επιλογή δικαίου προϋποθέτει πραγματική και όχι υποθετική βούληση των συναλλασσομένων, που απλώς δηλώνεται εμμέσως (Δ. Ευρυγένης, Προβλήματα του εφαρμοστέου επί των ενοχών εκ συμβάσεων δικαίου, σε Αρμ. 1970/1057 επομ. [1062], Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Η κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές όπως ισχύει στην Ελλάδα, 1991, σελ. 19). Τέτοια βούληση συνάγεται από γεγονότα συνδεόμενα με την εντασσόμενη σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο συμπεριφορά των συμβαλλομένων σε συνδυασμό προς τα αντικειμενικά δεδομένα της υποθέσεως από τα οποία προκύπτει χωρίς δισταγμό η βούλησή τους να υπαχθούν στις ρυθμίσεις συγκεκριμένης έννομης τάξης ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συμβλήθηκαν (Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, ο.α.α., σελ. 307, Σπ. Βρέλλης, ο.α.α., σελ. 423). Είναι, πάντως, ζήτημα πραγματικό, που θα επιλυθεί με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, το αν λ.χ. η συμπερίληψη στη σύμβαση όρου, δυνάμει του οποίου τα μέρη αναθέτουν την αποκλειστική αρμοδιότητα για την διευθέτηση των διαφορών που ενδεχομένως αναφανούν κατά την εξέλιξη της συμβάσεώς τους σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους ή και διαιτητικά όργανα που εδρεύουν σε κράτος μέλος ή και σε τρίτη χώρα, αποτελεί από μόνη της σιωπηρή επιλογή και του δικαίου του κράτους ή της χώρας αυτής ως εφαρμοστέου, κατά την αρχή qui eligit judicem, eligit jus ή αν πρόκειται απλώς για μια ένδειξη τέτοιας επιλογής, η οποία πρέπει να συνεκτιμηθεί μαζί με άλλες για τον προσδιορισμό του ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, επειδή, μεμονωμένα ορώμενος, δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα (Α. Μεταλληνός, ο.π., αρ. 17, σελ. 60, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, ερμηνεία κατ’ ιδίαν διατάξεων του Κανονισμού 593/2008 και της Σύμβασης Ρώμης 1980, κάτω από το άρθρο 25, αρ. 24 – 25, σελ. 468 – 469, Ι. Καράκωστας, ο.π., αρ. 289, σελ. 161, Χ. Παμπούκης, ο.α.α, σελ. 1333 – 1334). Έτσι, είναι δυνατόν να εκτιμηθεί, με βάση τις συνθήκες υπό τις οποίες η όλη σύμβαση συνήφθη, ότι με μια συμβατική ρήτρα διαιτησίας που συμπεριέλαβαν σ’ αυτήν, τα μέρη είτε επέλεξαν να τηρηθούν επί της διαφοράς τους μόνον οι διαδικαστικοί/δικονομικοί κανόνες του forum του διαιτητή είτε ότι θέλησαν πράγματι να εφαρμοστεί και το δίκαιο της χώρας του, όπως θα συμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες είναι εκ των προτέρων γνωστό το δίκαιο που ο ή οι διαιτητές θα εφαρμόσουν, επειδή πρόκειται π.χ. για μόνιμο διαιτητικό σώμα που εφαρμόζει πάντοτε συγκεκριμένο δίκαιο (Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, «Γκρίζες ζώνες» μεταξύ σιωπηρής δήλωσης βουλήσεως [25 εδ. 1 ΑΚ] και αρμόζοντος στη σύμβαση δικαίου [25 εδ. 2 ΑΚ], σε ΕπιστΕπετΔΣΘ 10 [1989]/69 επομ. [80], Ελ. Κρίσπη – Νικολετοπούλου, Ενοχαί εκ συμβάσεως κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1948, σελ. 52). Ομοίως, μια ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας ενταγμένη στη σύμβαση μπορεί να ενδεικνύει απλώς την εμπιστοσύνη των μερών στο δικονομικό σύστημα του κράτους του επιλεγόμενου δικαστηρίου ή στην αμεροληψία των προσώπων που το στελεχώνουν, οπότε πρόκειται περί ειδικής συνθήκης, συνεκτιμώμενης για την ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου είτε να φανερώνει εμπιστοσύνη στην καταλληλότητα των δικαιϊκών προβλέψεων του παρεκτεινόμενου forum, οπότε θα υπάρχει αναμφίβολα και έμμεση πλην σαφής επιλογή των μερών, συναγόμενη με βεβαιότητα (clearly demonstrated κατά την απόδοση στην αγγλική γλώσσα του κειμένου του Κανονισμού Ρώμη Ι) από σιωπηρή δήλωση βουλήσεώς τους, οι προβλέψεις αυτές να ρυθμίσουν και τη δική τους σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει και της σκέψης 12 του προοιμίου του Κανονισμού, κατά την οποία η ρήτρα δικαιοδοσίας «θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μια επιλογή εφαρμοστέου δικαίου», απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή να καθορίσει αν η πρόθεση των μερών είναι τόσο σαφής, όσο χρειάζεται ώστε να καταφάσκεται σιωπηρή εκ μέρους τους επιλογή της lex causae. Έτσι, στην περίπτωση που τα μέρη χρησιμοποίησαν τυποποιημένο έντυπο για την κατάρτιση συμβάσεως, που διέπεται πάντοτε από συγκεκριμένο δίκαιο, αν δεν έγινε αναφορά του δικαίου αυτού στο έντυπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπήρξε πράγματι έμμεση επιλογή δικαίου (Α. Αιμιλιανίδης, Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι, 2009, § 5, σελ. 111). Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή στο συμβατικό έντυπο κείμενο γίνεται ρητή παραπομπή στο προκρινόμενο δίκαιο θα πρόκειται φυσικά για ρητή επιλογή της lex causae. Ζήτημα ανακύπτει περαιτέρω στην περίπτωση κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι ενσωμάτωσαν μεν με ειδική μνεία στη σύμβασή τους (incorporation by reference, πρακτική ανεκτή καταρχήν από τον Κανονισμό, όπως συνάγεται από τη σκέψη 13 του προοιμίου του, που προαναφέρθηκε) μια ρήτρα επιλογής δικαίου περιλαμβανόμενη σε γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι χρησιμοποιούνται παγίως σε συμβάσεις του συγκεκριμένου είδους, όπως συμβαίνει με τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας των προερχόμενων από το κράτος των Φιλιππίνων ναυτικών, περί των οποίων θα γίνει λόγος αναλυτικότερα πιο κάτω και στις οποίες ενσωματώνονται γενικοί όροι (standard terms and conditions governing the overseas employment of Filipino seafarers on – board ocean – going ships) εργασίας τεθέντες προς προστασία των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και στερεότυπη ρήτρα περί απονομής αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας σε δικαιοδοτικά όργανα εδρεύοντα στο έδαφος του κράτους των Φιλιππίνων, όμως, το ουσιαστικό κύρος της ειδικής αυτής συμφωνίας αμφισβητεί ο ένας συμβαλλόμενος, αρνούμενος ότι παρείχε τη συναίνεσή του, προκειμένου αυτή να ενταχθεί στη σύμβαση και, συγκεκριμένα, ότι ο εκτός του συμβατικού κειμένου όρος δεν καλύπτεται από την υπογραφή του. Τέτοια αμφισβήτηση κατά λογική αναγκαιότητα εγείρει συνήθως ο εργοδότης του ναυτικού, εφόσον η ρήτρα δικαιοδοσίας prima facie ευνοεί τον αντισυμβαλλόμενό του, δεν αποκλείεται όμως, για δικούς του λόγους, να προβληθεί και από τον εργαζόμενο. Από οποιονδήποτε πάντως και αν προέρχεται, η εν λόγω αμφισβήτηση αποσκοπεί κυρίως μεν να καταστήσει ανενεργό το ενδεχόμενο ρητής επιλογής δικαίου αλλά επιπλέον και να αποτρέψει την εξαγωγή συμπεράσματος περί σιωπηρής υπαγωγής των μερών στο υποδεικνυόμενο από τη ρήτρα δίκαιο, συμπέρασμα, πάντως, το οποίο είναι καταρχήν δυνατό να συναχθεί και από μόνη την παραπομπή της σύμβασης στους ως άνω γενικούς όρους, ακόμα και αν αυτοί παραμείνουν ανυπόγραφοι από τον ένα των συμβαλλομένων, αφού είναι δεδομένη η βούληση του άλλου μέρους, εκείνου δηλαδή που τους έθεσε, να ισχύσουν ως συμβατικό περιεχόμενο. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού ο Κανονισμός Ρώμη Ι, εκκινώντας από την εκφραζόμενη στο άρθρο 3 σημείο 5 αυτού αντίληψη ότι και η συμφωνία επιλογής δικαίου αποτελεί σύμβαση, ορίζει ακολούθως, στο άρθρο 10 σημείο 1, στο οποίο η προηγούμενη διάταξη παραπέμπει, ότι «Η ύπαρξη και το κύρος της σύμβασης ή μιας διάταξής της διέπονται από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αν η σύμβαση ή η διάταξη ήταν έγκυρη». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τίθεται το παραπάνω ζήτημα, θα πρέπει να θεωρήσει, κατά πλάσμα δικαίου, ότι η επίμαχη ρήτρα είναι έγκυρη και, ακολούθως, αρχικώς μεν να καθορίσει σύμφωνα με αυτήν το δίκαιο που θα εφαρμοστεί και, στη συνέχεια, να αποφασίσει αν η ρήτρα είναι πράγματι έγκυρη κατ’ εφαρμογή αυτού του δικαίου. Ο συμβαλλόμενος, που αρνείται ότι παρείχε τη συναίνεσή του και ο οποίος κατ’ ουσίαν αμφισβητεί το ενδεχόμενο σιωπηρής επιλογή δικαίου, κατά τα ανωτέρω, δύναται να επικαλεστεί, κατά την ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 10 σημείο 2 του Κανονισμού, το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του, για να αποδείξει ότι από τις περιστάσεις συνάγεται ότι δεν θα ήταν λογικό να καθοριστεί το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του σύμφωνα με το δίκαιο που κατά πλάσμα δικαίου θεωρήθηκε επιλεγέν (Α. Αιμιλιανίδης, ο.π., § 12, σελ. 270 – 275, Χ. Παμπούκης, ο.α.α., σελ. 1332, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ο.π., άρθρο 10, αρ. 83, σελ. 495, Ι. Βούλγαρης, Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και τα όρια του εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπει σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε ΝοΒ 1992/1289 επομ. [1306]). Λογική συνέπεια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας στην επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου αποτελεί, περαιτέρω, η εισαγόμενη με το εδαφ. γ του σημείου 3 του άρθρου 3 του Κανονισμού Ρώμη Ι δυνατότητα που αυτός αναγνωρίζει στα μέρη να προβούν σε διαμελισμό (dépeçage) της συμβάσεώς τους, ώστε είτε να εφαρμόζεται διαφορετικό δίκαιο σε διαφορετικά (διακριτά μεταξύ τους) τμήματα της ενιαίας δικαιοπραξίας είτε να επιλέγεται το εφαρμοστέο δίκαιο για ένα ή για ορισμένα μόνο από τα τμήματα, στα δε υπόλοιπα να ισχύει ό,τι θα συνέβαινε αν δεν είχε προηγηθεί καμία επιλογή δικαίου (για το dépeçage βλ. γενικά ΕφΠειρ. 840/2000, ΔΕΕ 2000/1262, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ο.π., άρθρο 3, αρ. 27 και 29, σελ. 470 επομ., Χ. Παμπούκη, ο.π., σελ. 1334, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, ο.α.α., σελ. 308, την ίδια, Dépeçage – Μια νέα έννοια του κοινοτικού και του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, σε ΕΕΕυρΔ 1996/741 επομ., την ίδια, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια – Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ελλΑΚ, σε ΕπισκΕΔ 1998/297 επομ. [299 – 303], Δ. Τραυλό – Τζανετάτο, Εργασιακές σχέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας, σε ΕΕΔ 1991/443 επομ. [448], Χ. Ταγαρά, Η αυτονομία των συμβαλλομένων, dépeçage, και μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, σε Η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Δέκα χρόνια εφαρμογής της από τα Ελληνικά Δικαστήρια, 2003, σελ. 31 επομ.). Στη δεύτερη περίπτωση ο διαμελισμός της συμβάσεως λαμβάνει χώρα εκ μέρους του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου, στο οποίο απόκειται να ανεύρει το δίκαιο που θα ρυθμίσει τις όψεις της σύμβασης που παρέλειψαν να ρυθμίσουν οι συμβαλλόμενοι. Ομοίως, σε διαμελισμό προβαίνει ο δικαστής και στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνει ότι το επιλεγέν από τα μέρη δίκαιο πρέπει να παραμεριστεί, προκειμένου σε συγκεκριμένο τμήμα της σύμβασης ή για τη ρύθμιση ειδικότερων απαιτήσεων που απορρέουν από αυτήν να εφαρμοστούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου άλλης χώρας, που συνδέεται πραγματικά με τη σύμβαση, στην πράξη συνήθως του forum ή της κοινοτικής έννομης τάξης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των σημείων 3 και 4 του άρθρου 3, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα της σύμβασης, όπως και οι λοιπές από αυτήν απαιτήσεις, θα εξακολουθήσουν να διέπονται από το δίκαιο που επιλέχθηκε. Πρόκειται για jus cogens, δηλαδή για διατάξεις από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία (άρθρο 3 σημείο 3 του Κανονισμού), η θέσπιση των οποίων αποτελεί εκδήλωση κρατικού παρεμβατισμού στην ιδιωτική αυτονομία που αποσκοπεί κυρίως στην προστασία της εθνικής οικονομίας κάθε κράτους αλλά και στην ικανοποίηση γενικότερων αναγκών και δημοσίου δικαίου συμφερόντων, όπως είναι π.χ. η εύνοια προς το ασθενέστερο μέρος της συναλλαγής, που επιβάλλεται από τις εθνικές νομοθεσίες για λόγους κοινωνικούς και πολιτικούς. Αντιθέτως, περίπτωση διαμελισμού της συμβάσεως εκ μέρους του δικαστηρίου δεν ανακύπτει κατά την εφαρμογή των κανόνων αμέσου εφαρμογής ή, κατά την ορολογία του Κανονισμού, των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 9), περί των οποίων θα γίνει λόγος και πιο κάτω, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται άμεσα, χωρίς να υποδεικνύονται από κανόνα σύγκρουσης, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε δίκαιο και αν επέλεξαν τα μέρη να διέπει τη σύμβασή τους, δηλαδή πριν από τον εντοπισμό και την εφαρμογή της lex causae (Giuliano/Lagarde, Report on the Convention on the Law Applicable to Contractual Obligations [πρόκειται για τη συνοδευτική της Σύμβασης της Ρώμης έκθεση], EE C 282, 1980, art. 7, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 327, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ο.π., άρθρο 9, αρ. 78, σελ. 493, A.Μεταλληνό, ο.π., αρ. 71, σελ. 71).

VII. Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στις 23.12.2011 στη Μανίλα των Φιλιππίνων καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος, φιλιππίνιου ναυτικού κατοίκου Μανίλας και της στον ίδιο τόπο εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που ενεργούσε εντός του πλαισίου της επιχειρηματικής της δραστηριότητας ως ναυτικής πράκτορος στο όνομα και για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, φερόμενης ως διαχειρίστριας του προαναφερθέντος πλοίου PS, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ανέλαβε την υποχρέωση να ναυτολογηθεί και στις 3.1.2012 πράγματι ναυτολογήθηκε στο πλοίο αυτό και να παρέχει επ’ αυτού εξαρτημένη τη [ναυτική] εργασία του για χρονικό διάστημα εννέα [9] μηνών, πλέον τρίμηνης παρατάσεως, εφόσον τα μέρη συμφωνούσαν μελλοντικά σ’ αυτήν, με την ειδικότητα του προσοντούχου ναύτη, αντί μηνιαίου μισθού ύψους τετρακοσίων εξήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ (465 $), αντιστοιχούντος σε εργασία σαράντα οκτώ [48] ωρών σε εβδομαδιαία βάση, πλέον, πρώτον, αμοιβής ύψους εκατόν πενήντα δολαρίων ΗΠΑ (150 $), αντιστοιχούσας σε υπερωριακή εργασία εκατόν τριών [103] ωρών σε μηνιαία βάση, δεύτερον, συμπληρωματικών αποδοχών ύψους διακοσίων εξήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ (265 $) μηνιαίως και, τρίτον, αποδοχών αδείας διακοπών ύψους εβδομήντα δολαρίων ΗΠΑ (70 $) σε μηνιαία βάση. Η σύμβαση αποτυπώθηκε εγγράφως σε έντυπο, στην προμετωπίδα του οποίου αναγράφεται, ως αρχή που προδιατύπωσε το κείμενό του, η Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην Αλλοδαπή [PHILIPPINE OVERSEAS EMPLOYMENT ADMINISTRATION, στο εξής POEA], Υπηρεσία του Τμήματος Εργασίας και Απασχόλησης [Department of Labor and Employment) της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων. Στο συμβατικό κείμενο, που φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων και, κάτωθι αυτών, υπογραφή και σφραγίδα αρμοδίου υπαλλήλου της ΡΟΕΑ, που τέθηκε για την πιστοποίηση και την έγκριση της συμβάσεως (verified and approved by POEA), αναγράφονται πέραν των πιο πάνω συμφωνιών και τα ακόλουθα: «2. Οι όροι και οι προϋποθέσεις του παρόντος σύμφωνα με την απόφαση αριθμ. 9 της Κυβερνητικής Επιτροπής [Governing Board Resolution] και την Εγκύκλιο [Memorandum Circular] αριθμ. 10 του 2010 [series 2010] θα τηρούνται αυστηρά και πιστά [strictly and faithfully observed] (ως συνημμένα) [As per attached]. 3. Κάθε τροποποίηση ή αλλαγή σε οποιοδήποτε τμήμα αυτής της σύμβασης θα αξιολογούνται [evaluated], πιστοποιούνται [verified], καταχωρούνται [processed] και εγκρίνονται [approved] από την Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην Αλλοδαπή. Με την έγκριση [upon approval], αυτό [the same] θα θεωρείται [deemed] ως ενιαίο σύνολο [integral part] των Τυποποιημένων Όρων και Προϋποθέσεων που Διέπουν την Απασχόληση Φιλιππινέζων Ναυτικών σε Ποντοπόρα Πλοία [of the Standard Terms and Conditions Governing the Employment of Filipino Seafarers on Board Ocean – Going vessels]. 4. Παραβάσεις των όρων και προϋποθέσεων της συμβάσεως και του εγκεκριμένου προσαρτήματος [approved addendum] θα επιφέρουν πειθαρχική κύρωση κατά της υπαίτιας πλευράς». Στη σύμβαση αυτή προσαρτήθηκε, με την έγκριση βεβαίως της ΡΟΕΑ, η με αριθμό 10 Εγκύκλιος του έτους 2010, που συντάχθηκε στις 26.10.2010 από αυτήν [ΡΟΕΑ] και περιλαμβάνει, όπως στο κείμενό της πανηγυρικά δηλώνεται, το ελάχιστο [minimum] των από αυτήν αποδεκτών απαιτήσεων/προϋποθέσεων [requirements acceptable] για την απασχόληση Φιλιππινέζων ναυτικών σε ποντοπόρα πλοία. Μεταξύ των όρων της Εγκυκλίου αυτής περιλαμβάνονται: Α] Ο με αριθμό 17 ορισμός, κατά τον οποίον ως ατύχημα σχετιζόμενο με εργασία νοείται το ατύχημα που προκύπτει εξ αφορμής και κατά τη διάρκεια της απασχόλησης [injury arising out of and in the course of employment], Β] ο με αριθμό 31 όρος [section], κατά τον οποίον οιαδήποτε μη επιλυθείσα διαφορά, απαίτηση ή αξίωση, που προκύπτει από ή εν σχέσει με αυτή τη σύμβαση, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων της, θα διέπεται από τους Νόμους της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων [by the laws of the Republic] και από τις Διεθνείς Συμβάσεις, Συνθήκες και Συμφωνίες στις οποίες οι Φιλιππίνες είναι συμβαλλόμενο μέρος» και Γ] ο υπό τον τίτλο «Αποζημίωση και Δικαιώματα» [Compensation and Benefits] και τον υπότιτλο « Α. για ατυχήματα και ασθένειες» [for injury and illness] με αριθμό 29 όρος, κατά τον οποίον «οι υποχρεώσεις του εργοδότη όταν ο ναυτικός υποστεί ατύχημα ή ασθένεια κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεώς του είναι οι ακόλουθες: 1. Ο εργοδότης θα συνεχίσει να καταβάλλει τις αποδοχές του ναυτικού όσο αυτός παραμένει στο πλοίο. 2. Εάν το ατύχημα ή η ασθένεια απαιτεί ιατρική ή οδοντιατρική θεραπεία σε αλλοδαπό λιμένα ο εργοδότης θα είναι υπεύθυνος για όλο το κόστος αυτών των ιατρικών, σοβαρών οδοντιατρικών χειρουργικών και νοσηλευτικών θεραπειών καθώς επίσης για διατροφή και διαμονή μέχρις ότου ο ναυτικός κριθεί ικανός προς εργασία ή επαναπατρισμό. Παρά ταύτα, εάν μετά τον επαναπατρισμό ο ναυτικός απαιτεί ιατρική περίθαλψη εξαιτίας αυτού του ατυχήματος ή της ασθένειας, αυτή θα παρέχεται με κόστος του εργοδότη, μέχρις ότου αυτός κριθεί ικανός ή μέχρις ότου ο βαθμός της ανικανότητας να προσδιοριστεί από ιατρό που θα οριστεί από την εταιρία. 3. Επιπροσθέτως της ανωτέρω υποχρεώσεως του εργοδότη να παρέχει ιατρική περίθαλψη ο ναυτικός θα λαμβάνει επίσης μισθούς ασθενείας από τον εργοδότη για ποσό ίσο με το βασικό μισθό κατά τον χρόνο της απολύσεως μέχρι να κριθεί ικανός ή μέχρις ότου ο βαθμός της ανικανότητας να προσδιορισθεί από ιατρό που θα οριστεί από την εταιρία. Η περίοδος κατά την οποία ο ναυτικός δικαιούται μισθούς ασθενείας δεν θα υπερβαίνει τις 120 ημέρες. Η πληρωμή των μισθών ασθενείας θα γίνεται σε τακτική βάση, πάντως όχι λιγότερο από μια φορά το μήνα … 5. Σε περίπτωση που ο ναυτικός αποναυτολογηθεί για ιατρικούς λόγους, ο εργοδότης θα βαρύνεται με όλο το κόστος επαναπατρισμού σε περίπτωση που ο ναυτικός κριθεί ικανός προς επαναπατρισμό ή ικανός προς εργασία αλλά ο εργοδότης αδυνατεί να του προσφέρει εργασία στο προηγούμενο πλοίο ή σε άλλο πλοίο του. 6. Σε περίπτωση μόνιμης πλήρους ή μερικής ανικανότητας [permanent total or partial disability] του ναυτικού είτε από ατύχημα είτε από ασθένεια ο ναυτικός θα αποζημιώνεται [shall be compensated] σύμφωνα με τον πίνακα δικαιωμάτων [schedule of benefits] που αριθμείται στο κεφάλαιο 32 αυτής της Σύμβασης. Ο υπολογισμός των δικαιωμάτων που προκύπτει από ασθένεια ή νόσο θα ρυθμίζεται από την κλίμακα και τους κανόνες αποζημιώσεως που ισχύουν όταν επήλθε η ασθένεια ή η νόσος». Ακολουθεί στον πίνακα του «κεφαλαίου 32» [section 32] αναλυτική παράθεση περιπτώσεων τραυμάτων σε διάφορα σημεία του ανθρώπινου σώματος ή ασθενειών, καθεμία από τις οποίες (περιπτώσεις) βαθμολογείται με κλίμακα κυμαινόμενη από το 1 έως το 14 και ο βαθμός της, που αναλογεί στο μέγεθος της ανικανότητας που προκαλεί, αποδίδει, πολλαπλασιαζόμενος με τις αναφερόμενες ποσοστιαίες μονάδες επί ένα [σταθερό] χρηματικό ποσό σε δολάρια ΗΠΑ, ένα γινόμενο, στο οποίο ανέρχεται το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλει ο εργοδότης, το οποίο μάλιστα πρέπει να καταβληθεί στο νόμισμα των Φιλιππίνων κατά την συναλλαγματική ισοτιμία στο χρόνο της πληρωμής. Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε παραδεκτή (ΑΠ 1757/2011, ΧρΙΔ 2012/316, ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011/432 = ΧρΙΔ 2011/586, ΑΠ 1462/1996, Δνη 1997/544, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 88, αρ. 4, σελ. 570) αποσπασματική μετάφραση αντίγραφο του εν λόγω Εγκυκλίου Υπομνήματος, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, κάτω από το κείμενο των standard terms, που προαναφέρθηκαν, δεν τέθηκε η υπογραφή ουδενός, δηλαδή ούτε του ενάγοντος ούτε της εταιρίας που συμβλήθηκε μαζί του ως άμεση αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης ούτε αρμοδίου υπαλλήλου ή εκπροσώπου της ΡΟΕΑ. Από το περιεχόμενο, όμως, της από 23.12.2011 έντυπης συμφωνίας των διαδίκων που εκτός από την υπογραφή των συμβληθέντων [και του ενάγοντος] φέρει και ενυπόγραφη έγκριση από την ΡΟΕΑ, προκύπτει ότι σ’ αυτήν έγινε ειδική μνεία των επίμαχων γενικών όρων, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό [by reference] ενσωματώθηκαν στη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος. Μεταξύ των όρων αυτών ενσωματώθηκε και η ρήτρα περί επιλογής των νόμων της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων ως εφαρμοστέου δικαίου της σύμβασης, με αποτέλεσμα η επιλογή του να είναι ρητή κατά την έννοια του άρθρου 3 σημείο 1 εδαφ. β του Κανονισμού Ρώμη Ι. Το συμπέρασμα της υπάρξεως εν προκειμένω επιλογής εφαρμοστέου δικαίου δεν αναιρείται κατ’ αποτέλεσμα, ακόμα και αν υποτεθεί αληθής ο και πρωτοδίκως διατυπωθείς και σιγή με την εκκαλουμένη απορριφθείς ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ουδέποτε παρείχε τη συναίνεσή του, προκειμένου ο σχετικός με αριθμό 31 ως άνω γενικός όρος να καταστεί συμβατικό περιεχόμενο, επειδή δεν καλύπτεται από την υπογραφή του, καθόσον, από μόνο το περιεχόμενο της από 23.12.2011 συμφωνίας δεν καταλείπεται στο Δικαστήριο αμφιβολία περί του ότι εν προκειμένω έλαβε χώρα τουλάχιστον σιωπηρή επιλογή του δικαίου των Φιλιππίνων ως εφαρμοστέου. Πράγματι, η συμπεριφορά των συμβαλλομένων όχι μόνο να χρησιμοποιήσουν για την έγγραφη αποτύπωση της συμφωνίας τους έντυπο προδιατυπωμένο από κρατική αρχή των Φιλιππίνων αλλά και να υποβάλουν προς έγκριση τη συμφωνία τους αυτή στην Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην αλλοδαπή και να λάβουν μάλιστα την έγκρισή της οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο των Φιλιππίνων είναι εκείνο που οι συμβαλλόμενοι θέλησαν σιωπηρά να ρυθμίσει τις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις. Άλλωστε, η μεν εργοδοτική διάδικη πλευρά ρητώς το επικαλείται, ενώ και η ΡΟΕΑ ενέκρινε τη σύμβαση μολονότι το προσάρτημα των γενικών όρων δεν έφερε την υπογραφή του ενάγοντος/εργαζομένου, γεγονός που ενδεικνύει ότι η υπογραφή του ενδεχομένως δεν ήταν, για την ισχύ τους, απαραίτητη ούτε κατά το εσωτερικό ιδιωτικό δίκαιο του κράτους των Φιλιππίνων. Το παραπάνω συμπέρασμα ενισχύεται αν ληφθούν υπόψη και οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε η επίδικη ατομική σύμβαση εργασίας και, συγκεκριμένα, το γεγονός ότι δι’ αυτής προσλήφθηκε ναυτικός που έφερε την ιθαγένεια του πιο πάνω κράτους, το οποίο ασκεί αυστηρή διοικητική εποπτεία στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας των πολιτών του σε ποντοπόρα πλοία αλλοδαπής πλοιοκτησίας και καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις, που κατά τις αυτόνομες σταθμίσεις του θεωρούνται αποδεκτές για την διασφάλιση της προστασίας των εργασιακών τους δικαιωμάτων, ενώ, επιπλέον, διατηρεί το δικαίωμα της δια των κρατικών οργάνων του επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος του υπαιτίου της παραβιάσεως των όρων εκάστης εργασιακής σύμβασης, τους οποίους, άλλωστε, το ίδιο θέτει. Προσθέτως, το γεγονός ότι τα μέρη ρητώς συνομολόγησαν ότι οποιαδήποτε τροποποίηση της συμβατικής τους σχέσης θα υπόκειται και αυτή στην έγκριση κρατικής αρχής δεν μπορεί να έχει έννοια άλλη, εκτός του ότι υπέβαλαν τη σύμβασή τους στο δίκαιο του κράτους εκείνου, από την έγκριση ή μη του οποίου εξάρτησαν το κύρος και την ισχύ της οποιασδήποτε μεταβολής των συμβατικών όρων. Στα ανωτέρω προστίθεται και το γεγονός ότι, για την επίλυση των διαφορών από τη σύμβαση, με τον υπ’ αριθμ. 29 γενικό όρο, που ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας μνημονεύθηκε προσνέμεται αποκλειστική δικαιοδοσία σε μόνιμα κρατικά διαιτητικά όργανα των Φιλιππίνων και, συγκεκριμένα, στην Εθνική Επιτροπή Εργατικών Διαφορών, που συστήθηκε με ομοσπονδιακό νόμο και στο εθνικό σώμα διαμεσολάβησης του Υπουργείου Εργασίας και Απασχόλησης, που εν προκειμένω ήταν εκ των προτέρων γνωστό στα συμβαλλόμενα μέρη ότι εφαρμόζουν το δίκαιο της χώρας τους. Όλα αυτά ισχύουν και χωρίς καταφυγή στο δίκαιο των Φιλιππίνων, σύμφωνα με το άρθρο 10 σημείο 1 του Κανονισμού, η γνώση των ρυθμίσεων του οποίου είναι αναγκαία μόνο για να διαπιστωθεί αν πράγματι παρασχέθηκε συναίνεση εκ μέρους του ενάγοντος, ώστε η επίμαχη ρήτρα επιλογής δικαίου να καταστεί τμήμα της ατομικής του συμβάσεως ναυτικής εργασίας, αφού το μόνο που μπορεί να υποδείξει το δίκαιο αυτό είναι αν υπήρξε όντως ρητή επιλογή δικαίου και όχι το αν η συμπεριφορά των μερών, όπως προπεριγράφηκε, συνιστά ή όχι σιωπηρή υποβολή τους στο ουσιαστικό δίκαιο που φέρεται επιλεγέν. Άλλωστε, και ο ενάγων, παρότι αμφισβητεί το ουσιαστικό κύρος της συμφωνίας επιλογής δικαίου αρνούμενος ότι συναίνεσε σ’ αυτήν, δεν επικαλείται το δίκαιο της χώρας του, στης οποίας το έδαφος [δηλώνει ότι] έχει τη συνήθη διαμονή του, για να αποδείξει ότι δεν θα ήταν λογικό να έχει συναινέσει στην επιλογή του δικαίου της χώρας αυτής. Περαιτέρω, η επιλογή δικαίου στην οποία προέβησαν οι διάδικοι αφορά το σύνολο της νομοθεσίας των Φιλιππίνων, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάσεων και των διεθνών συνθηκών, που κατόπιν κυρώσεώς τους έχουν δεσμευτική για το κράτος εκείνο ισχύ και όχι μόνον τους κανόνες που ρυθμίζουν την αξίωση αποζημίωσης του ναυτικού σε περίπτωση ατυχήματός του, οι οποίοι περιλαμβάνονται στους γενικούς όρους που προσαρτήθηκαν στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας. Οι κανόνες αυτοί, άλλωστε, που ρυθμίζουν ειδικές περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης της εργασιακής σύμβασης, δεν έχουν την έννοια επιλογής δικαίου αλλά διαμορφώνουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής και παραμένουν υποτελείς στο εσωτερικό ουσιαστικό ιδιωτικό δίκαιο των Φιλιππίνων, από το οποίο, όπως πιο κάτω θα αναφερθεί, θα κριθεί και το αν όντως ενσωματώθηκαν σ’ αυτήν και η δυνατότητα της εφαρμογής τους. Να σημειωθεί εδώ και ότι οι ίδιοι κανόνες έχουν οπωσδήποτε κρατική προέλευση, αφού έχουν συνταχθεί από το Τμήμα [Department/Υπουργείο] Εργασίας και Απασχόλησης της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων αλλά δεν είναι ακόμα σαφές αν αποτελούν και προϊόν νομοθετικής παραγωγής ή διοικητική πράξη, απλό μέσο ενάσκησης διοικητικής εξουσίας των αρχών των Φιλιππίνων (βλ. σχετ. ΕφΠειρ. 1292/1996, ΕΝαυτΔ 1997/20, με την οποία έγινε obiter dicta δεκτό ότι οι εγκεκριμένοι από την ΡΟΕΑ γενικοί όροι δεν έχουν ισχύ νόμου ούτε αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω «τα μέρη καθόρισαν ως εφαρμοστέο δίκαιο στην ένδικη σύμβαση το δίκαιο της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων», χωρίς να εξειδικεύει το είδος της επιλογής που δέχθηκε ότι έγινε (ρητή ή σιωπηρή) και χωρίς να εκθέτει τις σκέψεις με βάση τις οποίες οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό, ενώ στη συνέχεια, προέβη, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού Ρώμη Ι, στην εφαρμογή ορισμένων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της ελληνικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων ο Ν. 551/1915, ο ΚΙΝΔ και η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΓΣΣΕ) του έτους 2010, προκειμένου να μην στερηθεί ο ενάγων της προστασίας που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις αυτές, που θα ήταν εφαρμοστέες ελλείψει επιλογής, επειδή, όπως κρίθηκε, στην Ελλάδα βρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον ενάγοντα, δηλαδή της δεύτερης εναγομένης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την επιγραμματική αναφορά στην επιλογή του «δικαίου των Φιλιππίνων» δέχθηκε ότι η επιλογή αφορούσε στο σύνολο της φιλιππίνιας νομοθεσίας και όχι μόνο στους γενικούς όρους του προσαρτήματος της επίδικης σύμβασης, ενώ, αφού δεν τους εφάρμοσε, δεν απάντησε και στους ισχυρισμούς του ενάγοντος, που πρωτοδίκως προβλήθηκαν καθ’ υποφορά, α] περί του ότι οι γενικοί αυτοί όροι δεν απετέλεσαν μέρος της συμβάσεως, επειδή ο ίδιος δεν συναίνεσε προς τούτο και β] περί του ότι η επ’ αυτών συμφωνία [και αν είχε συναφθεί] δεν θα αποτελούσε σύμβαση επιλογής δικαίου κατά την έννοια του Κανονισμού Ρώμη Ι, επειδή, όπως εκτιμάται, δεν προέρχονται από νομοθετικό σώμα.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του [Α έφεσης] ο εκκαλών – ενάγων μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή κατά κακή εφαρμογή του νόμου και κατόπιν πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων οδηγήθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα επί του ζητήματος του εφαρμοστέου δικαίου, ενώ αντιθέτως θα έπρεπε να είχε δεχθεί, πρώτον, ότι κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης δεν είχε καθοριστεί ως εφαρμοστέο το δίκαιο των Φιλιππίνων, αφού η σχετική ειδικότερη συμφωνία δεν ενσωματώθηκε σ’ αυτήν, δεύτερον, ότι η επιλογή αυτή, και αν έγινε, αφορούσε πάντως μόνον στους όρους του Εγκυκλίου Υπομνήματος του κράτους των Φιλιππίνων και όχι στο σύνολο του δικαίου της χώρας αυτής, τρίτον, ότι οι ίδιοι αυτοί όροι δεν έχουν νομοθετική προέλευση και, όπως εκτιμάται, δεν αποτελούν κρατικό σώμα δικαιϊκών κανόνων και, τέταρτον, ότι στην επίδικη διαφορά, επειδή δεν είχε συμφωνηθεί εφαρμοστέο δίκαιο και επειδή αυτή συνδεόταν στενότερα με την Ελλάδα, έπρεπε να εφαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο και μάλιστα καθ’ όλες αυτού τις διατάξεις και όχι μόνον ως προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Όμως, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι έστω και συνοπτικές παραδοχές της εκκαλουμένης περί επιλογής εν προκειμένω του δικαίου των Φιλιππίνων και μάλιστα στο σύνολό του για τη ρύθμιση των συμβατικών σχέσεων των διαδίκων συνιστούν κατ’ αποτέλεσμα σωστή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και προϊόν ορθής εκτίμησης των αποδείξεων και για το λόγο αυτό οι συναφείς αντίθετες αιτιάσεις του ενάγοντος, που περιλαμβάνονται στα δύο [2] πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου της Α έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ομοίως απορριπτέοι κρίνονται και υπόλοιποι δύο [2] επιμέρους ισχυρισμοί του, ως απαράδεκτοι όμως αυτοί, για το λόγο ότι ο εκκαλών δεν έχει έννομο συμφέρον στην προβολή τους. Ειδικότερα, εφόσον στο σχηματισμό της κρίσης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν άσκησε επιρροή όχι μόνον η κρατική ή μη προέλευση των επίμαχων γενικών όρων αλλά ούτε και αυτή η ενσωμάτωσή τους στην επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, δεν ανακύπτουν βλαπτικές συνέπειες για τον εκκαλούντα από τη διαμόρφωση με τον τρόπο αυτό του διατακτικού της εκκαλουμένης. Επιπλέον, ο διαμελισμός της συμβάσεως στον οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο και κατά του οποίου παραπονείται κατ’ ουσίαν ο εκκαλών δεν απέβη καθαυτός βλαπτικός των αξιώσεών του, οι οποίες κρίθηκαν με βάση εκείνες ακριβώς τις διατάξεις, στις οποίες και ο ίδιος στήριξε την αγωγή του. Και τούτο ανεξαρτήτως της αοριστίας που όσον αφορά τον τέταρτο των επιμέρους ισχυρισμών του εκκαλούντος παράγεται από την παράλειψη προσδιορισμού των άλλων εκείνων διατάξεων του ελληνικού δικαίου που θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να είχαν εφαρμοστεί από την εκκαλουμένη, επειδή το ελληνικό δίκαιο ήταν εφαρμοστέο στο σύνολό του και όχι μόνον κατά τις συγκεκριμένες αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του που πρωτοδίκως εφαρμόστηκαν.

VIII. Ο κανόνας συγκρούσεως κατά τον οποίον προσδιορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο ελληνικό δικαστήριο επιλαμβανόμενο αγωγής δια της οποίας κατάγονται σε δίκη αξιώσεις που απορρέουν από ναυτεργατικό ατύχημα, που έλαβε χώρα στα πλαίσια παροχής ναυτικής εργασίας δυνάμει σχετικής συμβάσεως που καταρτίστηκε μετά την 17η.12.2009 και εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, εντοπίζεται στο άρθρο 8 του Κανονισμού Ρώμη Ι, που αποτελεί έκφραση της ιδιαίτερης μέριμνας του ενωσιακού νομοθέτη για την προστασία του εργαζόμενου, ως του κατά τεκμήριο ασθενέστερου μέρους της εργασιακής σχέσης και στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του οποίου υπάγονται διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή από έννομες σχέσεις παροχής έναντι αμοιβής υπηρεσιών με χρονική διάρκεια, οι οποίες εμφανίζουν το πρόσθετο στοιχείο της εξαρτήσεως του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο κατά την εκτέλεση εργασίας που δεν έχει καθορίσει ο εξαρτημένος (πρβλ ΔΕΚ 3.7.1986, C – 66/85, Deborah Lawrie – Blum κατά Land Baden – Württemberg, Συλλογή 1986.2121, σκέψη 12, ΔΕΚ 23.3.1982, C – 53/81, D. M. Levin κατά Staatssecretaris van Justitie, Συλλογή 1982.1035, σκέψη 16), με τέτοια μάλιστα ευρύτητα, ώστε να καταλαμβάνονται και άκυρες εργασιακές συμβάσεις ή de facto εργασιακές σχέσεις, να εξαιρούνται δε μόνον οι διαφορές από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ως προς τις οποίες δεν διαπιστώνεται καταρχήν διαπραγματευτική ανισότητα των μερών κατά την κατάρτισή τους (Α. Αιμιλιανίδης, ο.π., § 10.1 και 10.2, σελ. 230 – 234, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο ελλείψει συμφωνίας των μερών κατά την κοινοτική Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Καταναλωτικές και εργασιακές συμβάσεις, σε ΝοΒ 1992/1344 επομ. [1358]). Στην ευρεία αυτή έννοια της ατομικής σύμβασης εργασίας υπάγεται, για τους σκοπούς καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, τόσο η χερσαία όσο και η ναυτική εργασία (ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001/286 = ΔΕΕ 2002/14 = ΕΕΔ 2002/1029, ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ο.π.) αλλά και το ναυτεργατικό ατύχημα (ΕφΠειρ. 153/2008, ΕΝαυτΔ 2008/315, Κ. Μπακόπουλος, Ζητήματα εφαρμοστέου Δικαίου σε συμβάσεις εργασίας, σε ΕΕΔ 2006/193 επομ. [197]). Το υποδεικνυόμενο από το άρθρο αυτό δίκαιο εφαρμόζεται χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας και, ενόψει του οικουμενικού χαρακτήρα του Κανονισμού, ανεξαρτήτως του αν ο ναυτικός προέρχεται από κράτος μέλος ή από τρίτη χώρα (ΜονΕφΠειρ. 407/2013, ΕΝαυτΔ 2013/287, ΕφΠειρ. 1081/2000, ΔΕΕ 2001/307). Έτσι, αν υποδειχθεί ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, οι διατάξεις του (νεώτερου και υπερνομοθετικής ισχύος κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος) Κανονισμού υπερισχύουν των απηρχαιωμένων περί αμοιβαιότητας διατάξεων των άρθρων 5 §§ 2 και 3 του Ν. 551/1915 και του άρθρου 1 της από 5.6.1925 Διεθνούς Συμβάσεως «Περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας», που κυρώθηκε με το ΝΔ της 30ης/31ης.10.1935, οι οποίες πρέπει από της εισαγωγής του Κανονισμού να θεωρούνται για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους καταργημένες (ΜονΕφΠειρ. 229/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 77/2006 ο.π.) και οι προστατευτικές διατάξεις του ημεδαπού δικαίου ισχύουν και γι’ αυτούς, ανεξαρτήτως του τόπου της εργασίας τους και του αν στη χώρα προέλευσής τους υφίστανται αντίστοιχες ή όχι. Ειδικότερα, στο άρθρο 8 του Καν (ΕΚ) 593/2008 ορίζεται ότι «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση εργασίας εξαρτάται καταρχήν από τη βούληση των συμβαλλομένων, που μπορούν να το επιλέξουν ρητά ή σιωπηρά. Όμως, ενόψει της ανάγκης μέριμνας υπέρ του ασθενέστερου μέρους, που θάλπει ο Κανονισμός (περί της οποίας βλ. ειδικότερα Χ. Τσούκα, Η προστασία του ασθενούς μέρους στο πλαίσιο του Κανονισμού 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές [Ρώμη Ι], σε Αφιέρωμα στην Ισμήνη Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη, 2011, σελ. 633 επομ.), η επιλογή από τα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να καταλήξει να αποστερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του παρέχει το δίκαιο που θα εφαρμοζόταν αν δεν είχε γίνει επιλογή (ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΠειρ. 565/2011, ο.π., ΕφΠειρ. 220/2010, ΕΝαυτΔ 2010/429, ΜονΕφΠειρ. 309/2013, ΕφΑΔ 2014/36). Ελλείψει δε επιλογής δικαίου οι προκρινόμενοι από τον Κανονισμό σύνδεσμοι, κατ’ εφαρμογή τον οποίων θα προσδιοριστεί η lex causae της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι κατά σειρά ο τόπος της συνήθους παροχής της εργασίας (locus laboris), ο τόπος της εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο και η χώρα που συνδέεται στενότερα με τη σύμβαση. Κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, που ερμηνεύει αυθεντικά τον Κανονισμό, σύμφωνα με εξουσία που του απονεμήθηκε με το πρώτο πρωτόκολλο της 19.12.1988 (βλ. σχετ. Χ. Ταγαρά, Τα πρωτόκολλα ερμηνείας από το κοινοτικό Δικαστήριο της Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε Προσφορά στον Ηλία Κρίσπη, 2013, σελ. 509 – 517 [514]), συνήθης τόπος παροχής της εργασίας είναι αυτός στον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του και από τον οποίο κυρίως εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη (ΔΕΕ 15.3.2011, C – 29/10, Heiko Koelzsch κατά État du Grand – Duché de Luxembourg, Συλλογή 2011. I.1595, σκέψη 45, ΔΕΚ 27.2.2002, C – 37/00, Herbert Weber κατά Universal Ogden Services Ltd, Συλλογή 2002.Ι.2013, σκέψη 41, ΔΕΚ 9.1.1997, C – 383/95, Petrus Wilhelmus Rutten κατά Cross Medical Ltd, Συλλογή 1997.Ι.57, σκέψη 23, ΔΕΚ 13.7.1993, C – 125/92, Mulox IBC Ltd κατά Hendrick Geels, Συλλογή 1993.Ι.4075, σκέψεις 21 – 23). Στην ειδική περίπτωση της ναυτικής εργασίας τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο και για το λόγο αυτό ως δίκαιο του τόπου εργασίας (lex loci laboris) θεωρείται το δίκαιο της σημαίας του πλοίου (lex navis). Αν, όμως, πρόκειται για σημαία «ευκαιρίας», όπως συμβαίνει όταν η πλοιοκτησία έχει ευκαιριακό σύνδεσμο με το κράτος της σημαίας αυτής, επειδή δεν αναπτύσσει εκεί τη ναυτιλιακή της δραστηριότητα, τότε το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο με το κράτος αυτό και, επομένως, η σχέση της σύμβασης ναυτικής εργασίας με τη lex navis θεωρείται μη πραγματική και κατ’ ουσίαν ανύπαρκτη (ΑΠ 346/1989, Δνη 1990/991 = ΕΕΝ 1990/84 = ΕΕΔ 1990/310 = ΕΝαυτΔ 1990/156, ΕφΠειρ. 241/2009, ΕΝαυτΔ 2009/108, ΕφΠειρ. 501/2001, ΕΝαυτΔ 2001/437, ΜονΕφΠειρ. 266/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Τσούκα, οι ατομικές σχέσεις εργασίας στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 2003, σελ. 191 επομ., Ε. Βασιλακάκης, Η εφαρμογή του αρθρ. 25 εδ. 2 ΑΚ στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, σε ΕΕμπΔ 1987/526 επομ. [537]). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το Ν. 2321/1995, που θεωρώντας το πλοίο ως μέρος της επικράτειας του κράτους τη σημαία του οποίου φέρει (ΕφΠειρ. 1276/1997, ΕΝαυτΔ 1997/443), καθιερώνει μεν την επί του πλοίου διοικητική εξουσία του κράτους αυτού κατά το χρόνο της πλεύσης στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού να εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (ΜονΕφΠειρ. 249/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ο.π.). Όταν ο σύνδεσμος αυτός αποδεικνύεται αναποτελεσματικός το επιλαμβανόμενο δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το δίκαιο του τόπου της εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε το ναυτικό, δηλαδή της πραγματικής έδρας της, όπου ασκείται η διοίκησή της και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν τη ναυτιλιακή της δραστηριότητα (Κ. Οικονόμου, Το εφαρμοστέο δίκαιο επί των ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας – Νομοθετικές ρυθμίσεις και Νομολογιακή εφαρμογή από τα Ελληνικά δικαστήρια, σε Η νομική θέση των ναυτικών από συγκριτική και διεθνή άποψη, σε Πρακτικά 7ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2010, έκδοση ΔΣΠ 2013, σελ. 71 επομ. [87]). Σε περίπτωση που η πρόσληψη του ναυτικού γίνεται όχι απευθείας από τον εργοδότη, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή αλλά από διαχειρίστρια εταιρία στην οποία αυτός έχει αναθέσει τη συνολική εμπορική και τεχνική διαχείριση του πλοίου, συμπεριλαμβανομένης και της στελεχώσεως των πληρωμάτων, ως «εγκατάσταση πρόσληψης» πρέπει να θεωρείται η [πραγματική και όχι η καταστατική] έδρα της διαχειρίστριας εταιρίας. Εάν δε η πρόσληψη του ναυτικού γίνεται μέσω ειδικού αντιπροσώπου του εργοδότη ή του διαχειριστή του πλοίου, δηλαδή μέσω πράκτορα ή εταιρίας πρακτόρευσης πληρωμάτων, θα πρέπει να εφαρμοστεί το δίκαιο του τόπου της έδρας της επιχείρησης που πράγματι έλαβε την απόφαση να προσλάβει το ναυτικό. Έτσι, αν ο πράκτορας έχει αποφασιστική εξουσία στην πρόσληψη του ναυτικού, κρίσιμος είναι ο τόπος της δικής του έδρας, ενώ, αντίθετα, αν ο πράκτορας απλώς εκπροσωπεί τον εργοδότη ή το διαχειριστή του πλοίου στη σύναψη της σύμβασης ναυτικής εργασίας, υλοποιώντας απόφαση που άλλος έλαβε, τότε «εγκατάσταση πρόσληψης» θεωρείται ο τόπος της πραγματικής εγκατάστασης της πλοιοκτήτριας, εφοπλίστριας ή διαχειρίστριας εταιρίας (Α. Αιμιλιανίδης, ο.π, § 10.3, σελ. 240, Α. Αλυκάτορας, Εφαρμοστέο δίκαιο και διεθνής δικαιοδοσία στη σύμβαση ναυτολογήσεως υπό τις κοινοτικές συμβάσεις της Ρώμης 1980, των Βρυξελλών 1968 και της Ντονόστια/Σαν Σεμπάστιαν 1989, σε ΕΕΔ 1995/1073 επομ. [1078] = ΕΝαυτΔ 1996/1 επομ. = ΕΕΕυρΔ  1996/31 επομ., ο ίδιος, Εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τις ευρωπαϊκές συμβάσεις Ρώμης 1980, Βρυξελλών 1968 και Ντονόστια/Σαν Σεμπάστιαν 1989, 1997, σελ. 60 – 61, Κ. Οικονόμου, ο.π., σελ. 88, Ν. Μαθιόπουλος, Το εφαρμοστέο δίκαιο επί ναυτεργατικού ατυχήματος, σε ΠειρΝ 2015/292 επομ. [297], Ι. Κοροτζής, Ο δικανικός συλλογισμός στην εφαρμογή κανόνων αναγκαστικού δικαίου και κανόνων άμεσης εφαρμογής κατά τη Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε σχέση με τη σύμβαση ναυτολόγησης, σε Δνη 1998/761 επομ. [765]). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αν το ουσιαστικό δίκαιο που τα μέρη επέλεξαν για να διέπει τη σύμβαση ναυτικής εργασίας υπολείπεται ως προς την προστασία που παρέχει στον εργαζόμενο ναυτικό έναντι είτε της lex navis είτε έναντι του δικαίου της εγκατάστασης που τον προσέλαβε, θα εφαρμοστούν, ως προς τις αξιώσεις του ναυτικού που κατάγονται σε δίκη, οι ευμενέστερες αναγκαστικού δικαίου διατάξεις όποιου από τα τελευταία αυτά δικαιϊκά συστήματα κριθεί ανάλογα με την περίσταση εφαρμοστέο. Η εφαρμογή όμως αυτή προϋποθέτει σύγκριση του επιπέδου προστασίας που παρέχει στον εργαζόμενο καθεμία έννομη τάξη (ΑΠ 906/2004, Δνη 2005/1698, ΑΠ 654/1997, ΔΕΝ 1997/1188 = ΕΕΝ 1998/699 = ΕΝαυτΔ 1997/372 =  ΕπιθΙΚΑ 1997/1065, Ε. Βασιλακάκης, Το εφαρμοστέο δίκαιο στις ατομικές συμβάσεις εργασίας κατά την ελληνική νομολογία, σε Η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Δέκα χρόνια εφαρμογής της από τα Ελληνικά Δικαστήρια, 2003, σελ. 61 επομ. [79], Κ. Μπακόπουλος, ο.π., σελ. 201, Γ. Μικρούδης, Το εργατικό ατύχημα κατά το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, 2012, σελ. 268, Α. Αιμιλιανίδης, ο.π., § 10.5, σελ. 250), δηλαδή γνώση και έρευνα των εκατέρωθεν νομοθετικών ρυθμίσεων (Ν. Μαθιόπουλος, ο.π., σελ. 306), για τη σύννομη παράλειψη της οποίας δεν αρκεί η (συνήθης, πλην εσφαλμένη, νομολογιακή) παραδοχή ότι δεν τίθεται ζήτημα απόδειξης των διατάξεων του επιλεγέντος αλλοδαπού δικαίου, αφού «ακόμα και αν αυτό περιέχει ευνοϊκότερες διατάξεις για το ναυτικό, ο ενάγων δε μπορεί να επωφεληθεί αυτών, αφού θεμελιώνει την αγωγή του αποκλειστικά στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, περιοριζόμενος σε όσα το δίκαιο αυτό του προσφέρει» (βλ. σχετ. ΕφΠειρ. 153/2008, ο.π., ΕφΠειρ. 455/2000, ΕΕμπΔ 2001/105, ΕφΠειρ. 520/1993, ΕΝαυτΔ 1993/431), για το λόγο ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται ο ενάγων να παραμερίσει μονομερώς και κατά τούτο ανεπιτρέπτως το δίκαιο που επιλέχθηκε (Ν. Μαθιόπουλος, ο.π., σελ. 306, Ε. Βασιλακάκης, ο.π., σελ. 79). Πάντως, οι κανόνες σύγκρουσης του άρθρου 8 σημεία 2 και 3 του Κανονισμού Ρώμη Ι, που πρέπει να εφαρμόζονται διαδοχικά (ΔΕΕ 15.3.2011, C – 29/10, Heiko Koelzsch κατά État du Grand-Duché de Luxembourg, ο.π., σκέψη 43), συνιστούν απλώς τεκμήρια (ΤριμΕφΠειρ. 259/2012, ΕΝαυτΔ 2012/170, ΕφΠειρ. 307/2005, ΕΝαυτΔ 2005/82), τα οποία μπορούν να ανατραπούν με τη ρήτρα διαφυγής που εισάγει η διάταξη του σημείου 4 του ιδίου άρθρου (Α. Αιμιλιανίδης, ο.π., σελ. 241, Ε. Βασιλακάκης, ο.α.α., σελ. 72), κατά την οποία, όταν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η ατομική σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από τη χώρα παροχής της εργασίας ή της εγκατάστασης που προσέλαβε τον εργαζόμενο, τότε [αν μεν δεν έχει γίνει επιλογή δικαίου εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας, ενώ] αν έχει γίνει επιλογή άλλου δικαίου διαμελίζεται η σύμβαση και εφαρμόζονται παράλληλα με το επιλεγέν δίκαιο και οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου της χώρας με την οποία η σύμβαση συνδέεται στενότερα. Η εισαγωγή της διατάξεως αυτής στηρίζεται στη σκέψη ότι η ανάγκη προστασίας του εργαζομένου δεν δικαιολογεί την υπόδειξη ως εφαρμοστέου ενός δικαίου που στερείται οποιουδήποτε συνδέσμου ως προς την επίδικη σύμβαση, μόνο και μόνο επειδή είναι ευνοϊκότερο προς τον ασθενέστερο συμβαλλόμενο (Χ. Τσούκα, ο.π., σελ. 456). Η ρήτρα διαφυγής επιτελεί, επομένως, διορθωτική λειτουργία και εφαρμόζεται μόνον κατ’ εξαίρεση. Επισημαίνεται ότι στο στάδιο αυτό αναζητείται ο στενότερος σύνδεσμος της σύμβασης με κάποια χώρα και όχι με κάποιο δίκαιο και η αναζήτηση λαμβάνει χώρα με βάση κριτήρια τυπικά/αντικειμενικά, όπως είναι η γεωγραφική εγγύτητα της σύμβασης με συγκεκριμένο τόπο και όχι ουσιαστικά, πράγμα που σημαίνει ότι εφαρμοστέο μπορεί να κριθεί και ένα δίκαιο που δεν είναι ευνοϊκότερο για τον εργαζόμενο αλλά ισχύει στη χώρα στο έδαφος της οποίας βρίσκεται το κέντρο βάρους της σύμβασης ναυτικής εργασίας. Συνεπώς, η εφαρμογή της ρήτρας διαφυγής ενδέχεται να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της χώρας, το δίκαιο της οποίας επιλέχθηκε ή κρίθηκε ότι μπορούσε κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί σύμφωνα με κάποιο από τα τεκμήρια του άρθρου 8 σημεία 2 και 3 του Κανονισμού (Α. Αιμιλιανίδης, ο.π., Δ. Σταματιάδης, ο.π., αρ. 662, σελ. 311, Κ. Οικονόμου, ο.π., σελ. 90). Ο προσδιορισμός της χώρας με την οποία η σύμβαση συνδέεται στενότερα γίνεται κατόπιν εκτιμήσεως του συνόλου των παραγόντων που σχετίζονται με αυτήν (τη σύμβαση), που αξιολογούνται ποιοτικά και όχι ποσοτικά, χωρίς να εξαιρούνται και γεγονότα μεταγενέστερα της συνάψεως της σύμβασης. Ειδικότερα, ως κριτήρια λαμβάνονται υπόψη ο τόπος καταρτίσεώς της και ο τόπος απολύσεως του ναυτικού, η ιθαγένεια αυτού και του εργοδότη του ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, ο τόπος της πραγματικής έδρας του, ο τόπος της κατοικίας του ναυτικού, ο τόπος της πραγματικής έδρας του διαχειριστή του πλοίου και του πράκτορα που ενδεχομένως συμβλήθηκε ως άμεσος αντιπρόσωπος του εργοδότη με το ναυτικό, που ενδέχεται να διαφέρουν επειδή σε ορισμένες περιπτώσεις εκχωρούνται σε πράκτορες οι αρμοδιότητες της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας οι σχετικές με την επάνδρωση των πληρωμάτων τους, η γλώσσα στην οποία καταρτίστηκε η σύμβαση, η γλώσσα σύνταξης και τήρησης των λογαριασμών της μισθοδοσίας του, η σημαία και το όνομα του πλοίου, η εθνικότητα των υπολοίπων μελών του πληρώματος, το νόμισμα στο οποίο συμφωνήθηκε να καταβάλλεται ο μισθός, η μνεία στη σύμβαση κρατήσεων (υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, συνδικαλιστικών οργανώσεων ναυτικών κλπ), η κοινωνική ασφάλιση του ναυτικού σε δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό συγκεκριμένης χώρας, τυχόν συμβατικοί όροι προσαρμοσμένοι σε συγκεκριμένο δίκαιο, όπως λ.χ. όρος περί καταβολής επιδόματος προβλεπομένου από συλλογική σύμβαση συγκεκριμένης έννομης τάξης, ο τόπος όπου συνέβη το ατύχημα ή όπου μετά από αυτό νοσηλεύθηκε ο ναυτικός, ο τόπος από όπου εμβάσθηκαν τα νοσήλια και οι καταβληθέντες μισθοί ασθενείας του, ο τόπος όπου εισπράχθηκαν οι αποζημιώσεις και όπου εξοφλείται ο μισθός, καθώς επίσης και η ενδεχόμενη ρήτρα περί παραπομπής των διαφορών από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας στα δικαστήρια ή στα διαιτητικά όργανα συγκεκριμένης χώρας (Α. Αλυκάτορας, ο.α.α, σελ. 53, Ν. Μαθιόπουλος, ο.π., σελ. 299, Α. Μεταλληνός, ο.π., αρ. 22, σελ. 61). Εν κατακλείδι, ενόψει του ότι ο Κανονισμός κάνει λόγο για στενότερο σύνδεσμο της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κάποια χώρα και όχι του πλοίου ή της εκμετάλλευσής του με αυτήν, αναδεικνύεται ως μείζονος σημασίας ζήτημα για τον εντοπισμό της χώρας αυτής και εντεύθεν της έννομης τάξης που θα ρυθμίσει τη σύμβαση, η ανεύρεση του τόπου από όπου ασκείται η διαχείριση όχι του πλοίου αλλά της σύμβασης ναυτικής εργασίας. Αποκτά δηλαδή ο τόπος όπου ο ναυτικός προσλαμβάνεται, εκπαιδεύεται, πληρώνεται, επαναπατρίζεται, ασφαλίζεται και νοσηλεύεται σε περίπτωση ατυχήματός του και, γενικότερα, ο τόπος από όπου εποπτεύεται η εξέλιξη της συμβάσεώς του και λαμβάνεται κάθε αναγκαία μέριμνα, σημασία προέχουσα έναντι του τόπου όπου εδρεύει ο εργοδότης του και λαμβάνονται οι αποφάσεις του, εφόσον μάλιστα οι αποφάσεις αυτές δεν υλοποιούνται στον τόπο όπου λαμβάνονται. Ειδικότερα, ως προς τις συμβάσεις εργασίας ναυτικών που προέρχονται από τις Φιλιππίνες, πρέπει να σημειωθεί το ιδιαίτερο πραγματικό και νομικό καθεστώς που τις διέπει και χαρακτηρίζεται από τον, συγκριτικά με άλλα κράτη, αυξημένο βαθμό ελέγχου που ασκεί επ’ αυτών το κράτος των Φιλιππίνων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων οι ιθαγενείς ναυτικοί ναυτολογούνται μόνο από εταιρίες επανδρώσεως πλοίων που εδρεύουν εκεί, οι οποίες, προκειμένου να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας για λογαριασμό αλλοδαπών εργοδοτών, αδειοδοτούνται από την αρμόδια ρυθμιστική αρχή των Φιλιππίνων, δηλαδή την ΡΟΕΑ, περί της οποίας έγινε λόγος και πιο πάνω, που αποτελεί κρατική υπηρεσία υπαγόμενη στο Υπουργείο Εργασίας και Απασχόλησης των Φιλιππίνων. Η Υπηρεσία αυτή εκδίδει τα ναυτικά φυλλάδια των φιλιππίνιων ναυτικών, τηρεί μητρώο των πρακτόρων επανδρώσεως πλοίων, εγκρίνει τις συμβάσεις που αυτοί συνάπτουν, εκδίδει εγκύκλιες οδηγίες για εργασιακά θέματα, στελεχώνει διαιτητικά όργανα επιλύσεως των σχετικών διαφορών, ενώ λειτουργεί και ως πειθαρχικό όργανο εργοδοτών και εργαζομένων. Προκειμένου δε να ναυτολογηθεί ιθαγενής ναυτικός σε πλοίο αλλοδαπής εργοδοσίας, απαιτείται ο εργοδότης να λάβει ειδική άδεια από την ΡΟΕΑ και να αναθέσει τη ναυτολόγηση σε μια εταιρία πρακτορεύσεως πληρωμάτων, η οποία πρέπει να εδρεύει υποχρεωτικά στις Φιλιππίνες. Επιπλέον, η ΡΟΕΑ εκδίδει γενικούς όρους συναλλαγών που εφαρμόζονται στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, μεταξύ άλλων, προβλέπουν ότι οι φιλιππίνιοι ναυτικοί οφείλουν να ορίσουν ένα πρόσωπο, κάτοικο Φιλιππίνων, στο λογαριασμό του οποίου σε φιλιππινέζικη τράπεζα πρέπει να καταβάλλεται το 80% τουλάχιστον της μισθοδοσίας τους, ενώ σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος η καταβλητέα αποζημίωση υπολογίζεται σε δολάρια ΗΠΑ, καταβάλλεται, όμως, στο νόμισμα των Φιλιππίνων, σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου της πληρωμής. Επιπρόσθετα, οι φιλιππίνιοι ναυτικοί εφοδιάζονται με ναυτικό φυλλάδιο στις Φιλιππίνες και ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης των Φιλιππίνων, όπου και φορολογούνται (περί αυτών βλ. Ν. Μαθιόπουλο, ο.π., σελ. 304 – 305). Σ’ αυτά τα πλαίσια έγινε σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεκτό ότι, υπό το καθεστώς του άρθρου 6 της Σύμβασης της Ρώμης, αντίστοιχου του άρθρου 8 του Κανονισμού Ρώμη Ι, η σύμβαση ναυτικής εργασίας φιλιππίνιου ναυτικού που καταρτίστηκε στις Φιλιππίνες και αφορά σε εργασία σε πλοίο με αλλοδαπή σημαία ευλόγως διέπεται από το δίκαιο των Φιλιππίνων (σημείο 81 των προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα ……. στην υπόθεση …….., …….. κατά ………., επί της οποίας εκδόθηκε η από 17.3.1993 απόφαση του ΔΕΚ, Συλλογή 1991.Ι.887, βλ. και Β. Τουντόπουλο, Αμοιβές αλλοδαπών ναυτικών σε ελληνικά πλοία, 2007, σελ. 18). Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα της αξιολογήσεως του συνόλου των παραγόντων, που συνεκτιμώνται για να εντοπιστεί ο αναζητούμενος στενότερος σύνδεσμος, θα είναι η εφαρμογή, στο μέρος της σύμβασης στο οποίο αντιστοιχούν οι επίδικες αξιώσεις, ενός δικαίου διαφορετικού από εκείνο που υπέδειξαν προηγουμένως οι διατάξεις των σημείων 2 και 3 του άρθρου 8 του Κανονισμού, χωρίς, όμως, αντίθετα, να αποκλείεται η εφαρμογή του επιλεγέντος από τα μέρη δικαίου, που σε προηγούμενο στάδιο του δικανικού συλλογισμού αποκρούσθηκε ως λιγότερο προστατευτικό του εργαζομένου, αφού το σημείο 4 του άρθρου αυτού αναφέρεται σε χώρα άλλη από εκείνη του τόπου της συνήθους παροχής της εργασίας και του τόπου της εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε το ναυτικό, όχι δε κατ’ ανάγκη και διαφορετική της χώρας εκείνης, το δίκαιο της οποίας είχε εξαρχής επιλεγεί, σύμφωνα με το σημείο 1 του άρθρου 8, στο οποίο το σημείο 4 αυτού δεν παραπέμπει. Όλα τα ανωτέρω ισχύουν, βέβαια, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο που προκρίνεται ως εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας δεν θίγει την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στο forum, σύμφωνα με το σημείο 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, στο προηγούμενο σημείο 1 του οποίου ως τέτοιες διατάξεις ορίζονται εκείνες, που η τήρησή τους κρίνεται ως πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση. Πρόκειται για τους αποκαλούμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του (δημόσιου και ιδιωτικού) δικαίου του κράτους του δικάζοντος δικαστή, που περιέχουν ρυθμίσεις ουσιαστικού δικαίου και χωρίς να αποτελούν κανόνες σύγκρουσης (αφού καθορίζουν οι ίδιοι, ρητά ή σιωπηρά, ιδίως με βάση το σκοπό τους, το πεδίο εφαρμογής τους), ρυθμίζουν αναγκαστικά την εκάστοτε επίδικη περίπτωση, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο και πριν ακόμη από τον εντοπισμό του, εφόσον ο δικαστής του forum κρίνει ότι εκ της μη εφαρμογής τους θα τεθεί σε κίνδυνο η κοινωνική, οικονομική και πολιτική οργάνωση της χώρας του. Οι κανόνες αμέσου εφαρμογής του forum διαφέρουν από τους αναγκαστικού δικαίου κανόνες του, αυτούς δηλαδή από τους οποίους δεν επιτρέπεται κατά το δίκαιο της χώρας που τους θέσπισε παρέκκλιση με συμφωνία, των οποίων αποτελούν τμήμα μόνον και οι οποίοι εφαρμόζονται μεν και αυτοί υποχρεωτικά, εφόσον, όμως, το δίκαιο που τους περιέχει κριθεί εφαρμοστέο, αφού δηλαδή εντοπιστεί η lex causae. Αντιθέτως, οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου εφαρμόζονται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα ακόμα και εναντίον της βουλήσεως των μερών (για την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου στις ατομικές συμβάσεις εργασίας βλ. Κ. Οικονόμου, ο.π., σελ. 88 – 89, Α. Αλυκάτορα, ο.π., σελ. 65 – 66, Α. Μεταλληνό, ο.π., αρ. 68, σελ. 70, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 326 και για τους κανόνες αμέσου εφαρμογής γενικά βλ. Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ο.π., άρθρο 9, αρ. 81, σελ. 493 – 494, Ν. Μπερνίτσα, ο.π., σελ. 362 επομ., Χ. Παμπούκη, ο.π., 1338 – 1331, Χ. Τσούκα, Οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του Κανονισμού 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) και του Κανονισμού 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), σε ΧρΙΔ 2011/393 επομ.). Οι διατάξεις των ελληνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων είναι αναγκαστικού δικαίου και, συνεπώς, έχουν εφαρμογή όταν είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, δεν είναι όμως και κανόνες αμέσου εφαρμογής με την έννοια του άρθρου 9 του Κανονισμού 593/2008 (ΑΠ 561/2001, ο.π., ΑΠ 541/2001, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 565/2011, ο.π., ΕφΠειρ. 237/2007, ΕΝαυτΔ 2007/19, ΕφΠειρ. 706/2004, ο.π., ΕφΠειρ. 172/2003, ο.π., ΕφΠειρ. 308/1999, ΕΕμπΔ 2000/353 = ΕΝαυτΔ 1999/287, Κ. Μπακόπουλος, ο.π., σελ. 202). Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις του Ν. 551/1915, η μη εφαρμογή των οποίων από τα ελληνικά δικαστήρια επί ναυτεργατικών ατυχημάτων με παθόντες αλλοδαπούς ναυτικούς απασχολούμενους σε πλοία με ξένη σημαία δεν θέτει σε κίνδυνο την οργάνωση του ελληνικού κράτους κράτους, ώστε να εφαρμόζονται ακόμα και όταν το ελληνικό δίκαιο δεν είναι εφαρμοστέο (έτσι ορθά ΕφΠειρ. 346/2004, ΕΝαυτΔ 2004/194, ΕφΠειρ. 962/2000, ΕΝαυτΔ 2001/109, contra, ΕφΠειρ. 220/2010, ο.π., ΕφΠειρ. 77/2006, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 466/2016, ΔΕΕ 2016/1539, ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ο.π.).

ΙΧ. Στην υπόθεση που κρίνεται, ειπώθηκε παραπάνω (υπό στοιχ. V και VII της παρούσας) ότι η επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε καταρτίστηκε στη Μανίλα των Φιλιππίνων και σ’ αυτή συμβλήθηκαν ο ενάγων, φιλιππίνιος ναυτικός και η εταιρία με την επωνυμία «………….», που είναι εγκατεστημένη στις Φιλιππίνες και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της πρακτόρευσης πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων. Διαπιστώθηκε ακόμη από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν ότι η πράκτορας αυτή, η επωνυμία της οποίας παραπέμπει στην επωνυμία της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του πλοίου PS κατά το προαναφερθέν έγγραφο της εθνικότητάς του, συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, που φέρεται ως διαχειρίστρια του ίδιου πλοίου, δηλαδή ως άμεση αντιπρόσωπός της, ότι με βάση την κοινή βούληση των μερών η σύμβαση αυτή διέπεται από το δίκαιο των Φιλιππίνων, καθώς και ότι το πλοίο PS πλέει με σημαία Λιβερίας, στο έδαφος της οποίας, όμως, δεν ασκείται πραγματικά η διοίκηση της πλοιοκτήτριας εταιρίας ούτε η διαχείριση του πλοίου. Από τα ίδια αυτά αποδεικτικά μέσα προκύπτει, επιπλέον, ότι για την πρόσληψη του ενάγοντος η ως άνω ναυτική πράκτορας ενήργησε σύμφωνα με οδηγίες που έλαβε από τη δεύτερη εναγόμενη, που εκπορεύθηκαν από τον τόπο της πραγματικής έδρας αυτής στον Πειραιά, χωρίς η αποφασιστική αρμοδιότητα να της ανήκει και απλώς υλοποίησε απόφαση που ελήφθη στην Ελλάδα. Επομένως, ο τόπος εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον ενάγοντα βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια. Η επίμαχη σύμβαση για την οποία υπογράφηκε έγγραφο συνταγμένο στην αγγλική γλώσσα, εγκρίθηκε από την Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην Αλλοδαπή [POEA], επειδή πληρούσε το ελάχιστο [minimum] των από αυτήν αποδεκτών απαιτήσεων/προϋποθέσεων για την απασχόληση Φιλιππινέζων ναυτικών σε ποντοπόρα πλοία αλλοδαπής πλοιοκτησίας. Στην ίδια σύμβαση δεν γίνεται παραπομπή σε διατάξεις άλλου δικαίου πλην των Φιλιππίνων ούτε σε ρυθμίσεις της ελληνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ναυτικών σε ποντοπόρα πλοία. Με συμφωνία των μερών η ΡΟΕΑ διατήρησε και το δικαίωμα εγκρίσεως ή μη αποδοχής οποιασδήποτε τροποποίησής της στο μέλλον, γεγονός που καταδεικνύει ετερόνομη ρύθμιση της εξέλιξης της ενοχής, τελούσα υπό την αίρεση της σύμφωνης γνώμης αρχής εγκατεστημένης στις Φιλιππίνες. Περαιτέρω, από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, που συντάσσονταν στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα, προκύπτει αφενός ότι ο μισθός του υπολογιζόταν και καταβαλλόταν σε δολάρια ΗΠΑ και αφετέρου ότι επί των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος δεν γίνονταν κρατήσεις υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ) ούτε παρακρατούταν προς απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο φόρος που αντιστοιχούσε στο εισόδημά του από την παροχή της εργασίας του, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν φορολογούταν στην Ελλάδα ούτε ήταν ασφαλισμένος σε ελληνικό οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, αφού υπαγόταν υποχρεωτικά στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της χώρας προελεύσεώς του, όπου και φορολογούταν. Κρατήσεις από το μισθό του δεν γίνονταν ούτε υπέρ της ημεδαπής συνδικαλιστικής οργάνωσης των ναυτικών (Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας – ΠΝΟ). Μετά τον επί του πλοίου PS τραυματισμό του στις 23.7.2012 και την ολιγοήμερη νοσηλεία του στη Βραζιλία, ο ενάγων με φροντίδα και δαπάνες της δεύτερης εναγόμενης επαναπατρίστηκε στις Φιλιππίνες, όπου με την επιμέλεια της επιχώριας πράκτορα της τελευταίας, δηλαδή της «……..», παραπέμφθηκε για εξετάσεις και θεραπεία στο νοσηλευτικό ίδρυμα «……….», που βρίσκεται στη Μανίλα. Ο ενάγων υποβλήθηκε επανειλημμένα σε εξετάσεις στις 1, 6, 9, 10, 16, 30 Αυγούστου 2012, 2 Σεπτεμβρίου 2012, 2, 6, 8, 13 και 16 Οκτωβρίου και οι σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις που συντάσσονταν μετά από κάθε εξέταση διαβιβάζονταν στην ως άνω πράκτορα της δεύτερης εναγομένης. Από δε την ένορκη βεβαίωση της φιλιππίνιας ………, υπαλλήλου της «………..», αρμόδιας για τις νομικές υποθέσεις της και τις απαιτήσεις των φιλιππινέζικης ιθαγενείας μελών των πληρωμάτων των υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγομένης πλοίων, προκύπτει ότι τόσο οι ιατρικές δαπάνες για τη νοσηλεία του ενάγοντος όσο και οι μισθοί ασθενείας του εξοφλήθηκαν στις Φιλιππίνες με χρήματα που η δεύτερη εναγόμενη ενέβασε εκεί δια του τραπεζικού συστήματος. Κατά την ίδια ένορκη βεβαίωση ο υπολογισμός των οφειλομένων στον ενάγοντα έγινε κατά τους όρους του «κεφαλαίου» των γενικών όρων της ΡΟΕΑ, περί του οποίου έγινε λόγος ανωτέρω, με τον τρόπο δηλαδή που στις Φιλιππίνες υπολογίζονται οι αποζημιώσεις από εργατικό ατύχημα των απασχολουμένων σε ποντοπόρα πλοία αλλοδαπής πλοιοκτησίας ναυτικών που έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού.

Ενόψει του αιτήματος του ενάγοντος να αποζημιωθεί κατά τις κοινές περί αδικοπραξιών διατάξεις του ελληνικού ΑΚ και εκείνες της ειδικής περί εργατικών ατυχημάτων ημεδαπής νομοθεσίας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραμέρισε το κατά τις ορθές παραδοχές του επιλεγέν από τα μέρη ως εφαρμοστέο δίκαιο των Φιλιππίνων και, ως προς τις επίδικες αξιώσεις, προέβη σε διαμελισμό της συμβάσεως, εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο, στις διατάξεις του οποίου στηριζόταν η αγωγή και τούτο επειδή έκρινε ότι αυτές, ως αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου του τόπου της εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον ενάγοντα, δηλαδή της δεύτερης εναγομένης, έπρεπε να εφαρμοστούν ως ευνοϊκότερες για τον ενάγοντα, μιας και η lex navis, δηλαδή το λιβεριανό δίκαιο, όπως ορθά έκρινε, διατηρούσε λόγω της ευκαιριακού χαρακτήρα σημαίας του πλοίου PS ανύπαρκτο ουσιαστικά σύνδεσμο με την επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας. Κατέφυγε δηλαδή στο δεύτερο τεκμήριο του σημείου 3 του άρθρου 8 του Κανονισμού Ρώμη Ι. Στο σημείο αυτό η εκκαλουμένη υπέπεσε σε πληθώρα μεθοδολογικών αλλά και ουσιαστικών σφαλμάτων. Καταρχάς, οι διατάξεις του Ν. 551/1915 με σκέψεις που περιελήφθησαν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού θεωρήθηκαν ως κανόνες αμέσου εφαρμογής αλλά, κατά τρόπο μεθοδολογικά αναντίστοιχο προς την παραδοχή αυτή, εφαρμόστηκαν μετά τον εντοπισμό του εφαρμοστέου [ελληνικού] δικαίου. Επιπλέον, το δίκαιο αυτό εφαρμόστηκε επειδή θεωρήθηκε ευμενέστερο για τον ενάγοντα έναντι του επιλεγέντος, χωρίς όμως της κρίσεως αυτής να προηγηθεί παράθεση των διατάξεων του δικαίου των Φιλιππίνων, συγκριτική έρευνα των δικαιωμάτων που ο παθών από εργατικό ατύχημα ναυτικός διατηρεί σε καθεμία από τις δύο [2] αυτές έννομες τάξεις και στάθμιση του επιπέδου της παρεχόμενης από εκάστη προστασίας του. Το προέχον σφάλμα της εκκαλουμένης, όμως, συνίσταται στο ότι μετά τη διαπίστωση της σύνδεσης της σύμβασης με το ελληνικό δίκαιο η έρευνα περί του εφαρμοστέου δικαίου διακόπηκε, χωρίς να επεκταθεί και στο ζήτημα του ενδεχόμενου στενότερου συνδέσμου της με κάποια άλλη χώρα, ο εντοπισμός της οποίας θα μπορούσε να αποκλείσει την εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας ακόμη και περισσότερο προστατευτικής για τον ενάγοντα. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι για την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου αρκεί η διαπίστωση ότι το πλοίο PS ήταν ελληνικών συμφερόντων, η δε πρόσληψη του ενάγοντος αποφασίστηκε στην Ελλάδα, χωρίς να ερευνηθεί κανένας άλλος παράγοντας σχετιζόμενος με την επίμαχη σύμβαση ναυτικής εργασίας. Αν η έρευνα αυτή είχε επεκταθεί, θα έπρεπε να είχε διαγνωστεί ότι το κέντρο βάρους της σύμβασης αυτής βρίσκεται στις Φιλιππίνες, όπου δεν γινόταν, βέβαια, η διαχείριση του πλοίου στο οποίο απασχολήθηκε ο ενάγων, έλαβε όμως χώρα η ρύθμιση της συμβάσεώς του, αφού, πράγματι, εκεί προσλήφθηκε και εκεί επαναπατρίστηκε, στο έδαφος των Φιλιππίνων νοσηλεύθηκε μετά τον τραυματισμό του και στην επικράτειά τους καταβλήθηκαν τα νοσήλια και οι μισθοί ασθενείας του. Επιπλέον, ρύθμιση της συμβάσεως του ενάγοντος αποτελεί αναμφίβολα το γεγονός της παρεμβολής της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους των Φιλιππίνων, που αδειοδότησε την «………..» και της επέτρεψε να προσλάβει τον ενάγοντα εγκρίνοντας παράλληλα και τη σύμβασή του, αφού χωρίς την παρέμβαση αυτή ούτε καν η πρόσληψή του δεν θα είχε επιτευχθεί. Προσθέτως, ο ενάγων υπαγόταν στο φορολογικό και κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους της χώρας αυτής, το δίκαιο της οποίας επιλέχθηκε, άλλωστε, ως εφαρμοστέο όχι για άλλο λόγο αλλά ως καταλληλότερο, επειδή η σύμβαση εξαρχής προσανατολίστηκε στα όσα ισχύουν στις Φιλιππίνες ως προς την πρόσληψη, τους όρους της απασχόλησης και τα δικαιώματα των φιλιππίνιων ναυτικών που εργάζονται σε ποντοπόρα πλοία. Ακόμα και για τις αναφυόμενες από αυτή διαφορές η αρχική συμβατική πρόβλεψη ήταν να επιλύονται από εδρεύοντα στις Φιλιππίνες διαιτητικά όργανα, που δεν εφαρμόζουν βέβαια ουδέτερο δίκαιο αλλά τους κανόνες του κράτους στην επικράτεια του οποίου εδρεύουν. Να σημειωθεί, τέλος, και ότι όταν ο Κανονισμός, δηλαδή ο ενωσιακός νομοθέτης, επιτρέπει την κάμψη της προστατευτικής του εργαζομένου αρχής, που ο ίδιος θέσπισε, αποδεχόμενος την εφαρμογή του δικαίου χώρας συνδεόμενης στενότερα με τη σύμβαση, το πράττει επειδή προκρίνει ως εφαρμοστέο το δίκαιο εκείνης της χώρας, στην κοινωνικοοικονομική δομή της οποίας η σύμβαση είναι οργανικά ενταγμένη, υπό την έννοια ότι τα οικονομικά αποτελέσματα που η λειτουργία της παράγει εντοπίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη χώρα αυτή, που γι’ αυτό το λόγο θεωρείται συνδεόμενη με τη σύμβαση τόσο στενά, ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή του δικού της δικαίου, ακόμη και αν αυτό είναι δυσμενέστερο για τον εργαζόμενο. Το γεγονός ότι η κατανομή των [οικονομικών κυρίως] αποτελεσμάτων της λειτουργίας της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας αποβαίνει επωφελέστερη για κάποια χώρα και την κοινωνικοοικονομική οργάνωσή της εν συγκρίσει προς τα οφέλη που αποκομίζει εξ αυτής ο ιδιώτης εργοδότης, που δεν έχει την έδρα του στη χώρα αυτή, αποτελεί τον ουσιαστικό δικαιολογητικό λόγο για τον οποίον το συνδετικό στοιχείο της σύμβασης για τον καθορισμό του εφαρμοστέου σ’ αυτήν δικαίου απομακρύνεται από τα τεκμήρια της χώρας της έδρας της [ιδιωτικής] πλοιοκτησίας και του δικαίου της (lex navis) ή της εγκατάστασης της [ιδιωτικής] επιχείρησης που προσέλαβε το ναυτικό και του δικαίου της και μετατοπίζεται στη χώρα που συνδέεται στενότερα με τη σύμβαση και στο δίκαιο αυτής, ώστε να επιτρέπεται στο δικαστήριο του forum με διορθωτική παρέμβασή του να διαφύγει της εφαρμογής ενός δικαίου, προστατευτικού μεν των συμφερόντων του εργαζομένου, άσχετου, όμως, με το κέντρο βάρους της σύμβασης.

Χ. Όλα τα ανωτέρω παριδόν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε αναιρώντας το κανονιστικό αποτέλεσμα το οποίο επεδίωξε ο Κανονισμός Ρώμη Ι με το άρθρο 8 σημείο 4 αυτού, και για τούτο το λόγο η εκκαλούμενη απόφασή του πρέπει να εξαφανιστεί καθ’ ολοκληρίαν, της περί επιβολής δικαστικών εξόδων διατάξεώς της συμπεριλαμβανομένης, δεκτής γενομένης κατ’ ουσίαν της Β έφεσης, με τους πρώτο και τέταρτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγους της οποίας προσβάλλεται η πρωτοβάθμια κρίση για εσφαλμένη εφαρμογή του ελληνικού δικαίου στην υπό κρίση υπόθεση, ώστε, αφού παραλειφθεί ως άνευ πλέον αντικειμένου η έρευνα των λοιπών λόγων αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων και αναδικαστεί κατ’ ουσίαν η αγωγή, να γίνει δεκτό ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το δίκαιο των Φιλιππίνων, το περιεχόμενο του οποίου το παρόν Δικαστήριο αγνοεί. Προκειμένου δε να το πληροφορηθεί, ως οφείλει, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέσο και χωρίς να δεσμεύεται από διαδικαστικούς ή λοιπούς τύπους της αποδεικτικής διαδικασίας (ΑΠ 581/2010, ΕΕμπΔ 2011/142), πρέπει να αναβληθεί η έκδοση της οριστικής στον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό απόφασής του (ΕφΘρακ. 13/2006, ΕπιΔικΙΑ 2007/260, ΕφΠειρ. 536/1996, ΕΝαυτΔ 1997/68, ΕφΠειρ. 1387/1991, ΕΝαυτΔ 1992/65), παρά την καταρχήν απαγόρευση του άρθρου 670 ΚΠολΔ (Γ. Μικρούδης, ο.π., σελ. 270), για να διεξαχθεί απόδειξη περί αυτού, η οποία μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο επανάληψης της συζητήσεως κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ (ΕφΑθ. 3848/2007, ΕφΑΔ 2008/813, ΕφΙωαν. 133/2006, Αρμ. 2006/1748), που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (ΤριμΕφΠειρ. 369/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2009, αρ. 1053, σελ. 417) και διατάσσεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είτε πριν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης είτε και μετά από αυτήν (ΤριμΕφΠειρ. 852/2013, ΔΕΕ 2013/1192, ΕφΘεσ. 154/2010, ΕΠολΔ 2011/106). Στην κατ’ επανάληψη συζήτηση πρέπει να προσκομισθούν με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων α] το κείμενο των πιο κάτω κανόνων δικαίου των Φιλιππίνων, καθώς και της με αριθμό 9 απόφασης της Κυβερνητικής Επιτροπής [Governing Board Resolution] του έτους 2010 ως και της Εγκυκλίου [Memorandum Circular] με αριθμό 10 του έτους 2010 [series 2010], σε νόμιμη, πλήρη και όχι αποσπασματική, μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα και β] έγγραφο υπό μορφή νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών, που θα αναφέρεται στο περιεχόμενο εκείνων των κανόνων του παραπάνω αλλοδαπού δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις παραγωγής αστικής ευθύνης του εργοδότη φιλιππίνιου ναυτικού που απασχολείται με σύμβαση ναυτικής εργασίας σε πλοίο οποιασδήποτε άλλης, πλην της των Φιλιππίνων σημαίας, ανήκον δηλαδή σε αλλοδαπή πλοιοκτησία προς αποκατάσταση πάσης φύσεως [υλικής και ηθικής] ζημίας που αυτός υπέστη κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του και κατά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, συνεπεία βίαιου συμβάντος που προκάλεσε τον τραυματισμό του ναυτικού και την πλήρη πρόσκαιρη εργασιακή ανικανότητά του. Οι νομικές αυτές πληροφορίες πρέπει να εστιάζουν συγκεκριμένα στο είδος της ευθύνης που οι εν λόγω κανόνες ιδρύουν (υποκειμενική ή/και αντικειμενική), στην έκταση της ευθύνης αυτής και στα πρόσωπα των υποχρέων προς αποζημίωση, με ειδικότερη αναφορά στην ενδεχόμενη ύπαρξη πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, επί του οποίου συνέβη το ναυτεργατικό ατύχημα, κατ’ αντιστοιχία προς την ευθύνη που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 106 εδαφ. β του ημεδαπού ΚΙΝΔ, σε περίπτωση που η εκμετάλλευσή του γίνεται από άλλο πρόσωπο στα πλαίσια εφοπλισμού από αυτό του πλοίου. Στις ίδιες νομικές πληροφορίες πρέπει, επιπλέον, να μνημονεύεται α] ο τρόπος κατά τον οποίο οι γενικοί όροι εργασίας που συντάσσονται από την ΡΟΕΑ ενσωματώνονται στις ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, ειδικότερα, αν προς τούτο αρκεί απλή παραπομπή της σύμβασης στο προσαρτημένο σ’ αυτήν έντυπο κείμενό τους ή αν προσαπαιτείται η υπογραφή των συμβαλλομένων και στο έντυπο αυτό, β] η ισχύς τους σε καθεμία των περιπτώσεων αυτών, γ] η νομοθετική ή διοικητική προέλευση και η φύση των γενικών αυτών όρων ως jus cogens ή  despositivum και δ] στην περίπτωση που πρόκειται περί αναγκαστικού δικαίου διατάξεων να αναφέρεται αν κατά το δίκαιο των Φιλιππίνων έχουν χαρακτήρα κανόνων άμεσης εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008. Τέλος, δικαστικά έξοδα γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς δεν θα επιδικαστούν, αφού η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (ΑΠ 989/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/1983, Δ 1984/30 = ΝοΒ 1983/1542, ΕφΘεσ. 58/1994, Δνη 1996/1615).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Συνεκδικάζει την από 23.1.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2.2.2015 έφεση [Α έφεση] και την από 11.3.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/12.3.2015 έφεση [Β έφεση] κατά της υπ’ αριθμ. 3634/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει τη Β έφεση ως απαράδεκτη κατά το μέρος της που ασκείται από την δεύτερη εκκαλούσα

Δέχεται κατά τα λοιπά τις εφέσεις τυπικά και τη Β από αυτές και κατ’ ουσίαν

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση

Κρατεί και δικάζει την από 19.7.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../23.7.2013 αγωγή

Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου με τη φροντίδα του επιμελέστερου διαδίκου να προσκομισθούν τα αναφερόμενα στο σκεπτικό έγγραφα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ