Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 386/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός        386       /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες από 31.3.2016 και 17.2.2016 και με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/1.4.2016 και …./29.3.2016 και αριθμούς εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/8.2.2017 και …/8.2.2017 αντίστοιχες εφέσεις των εκκαλουσών – εναγομένων, που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 4611/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 24.3.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/7.4.2015 αγωγή του εφεσιβλήτου, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 16.9.2015, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί και ότι, αν και οι ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή του, που ασκήθηκε μετά την τελεσίδικη απόρριψη ως αόριστης προηγούμενης όμοιας, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι με περισσότερες συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που αρχής γενομένης στις 16.12.2010 συνήψε με την πρώτη εναγομένη εδρεύουσα στα …. της Κρήτης και νομίμως εκπροσωπούμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «….», η οποία ασκούσε επ’ αυτού επιχείρηση εφοπλισμού του, ναυτολογήθηκε διαδοχικά με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο «Α.», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 1.612,23 της κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, εδρεύουσας στον Πειραιά και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……..» (……….) και απασχολήθηκε σ’ αυτό, αντί του προβλεπόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε καθημερινώς τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή επιδοτούμενα δρομολόγια άγονης γραμμής αλλά και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος μέχρι και τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου στις 18.3.2012 επί περισσότερες των οκτώ (8) ώρες ημερησίως και, συγκεκριμένα, επί δεκατρείς (13) συνολικά ώρες εκάστη Δευτέρα και Τρίτη, επί είκοσι (20) ώρες τις Τετάρτες, επί δώδεκα (12) ώρες κάθε Πέμπτη, επί δεκαέξι (16) ώρες τις Παρασκευές, επί δεκαοκτώ (18) τα Σάββατα και τις αργίες και επί δεκαπέντε (15) ώρες τις Κυριακές του ενδίκου χρονικού διαστήματος, χωρίς όμως να λάβει α] το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του και του επιδόματος για την φορτοεκφόρτωση και την έχμαση των μεταφερομένων οχημάτων, ως και το σύνολο της αμοιβής που αντιστοιχούσε στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις ανωτέρω διακρίσεις και χωρίς να συνυπολογιστεί αυτή η τελευταία στο σύνολό της για τον προσδιορισμό και την καταβολή των λοιπών δεδουλευμένων αποδοχών του (αναλογία επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2011), καθώς και β] πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές και για τους πλόες άγονης γραμμής. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω επικουρικά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτώς περιόρισε το αρχικώς εξολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό, Α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση εκάστης των εναγομένων υπό τις ως άνω ιδιότητές τους, της δε δεύτερης ευθυνομένης μέχρι του ποσού της αξίας του πλοίου, στην εις ολόκληρον καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των είκοσι επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (27.330,78 €) για διαφορές των αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του, καθώς και για διαφορά της πρόσθετης αμοιβής από τα δρομολόγια εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας απολύσεώς του (18.3.2012) άλλως από την επίδοση της αγωγής του και Β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαπέντε χιλιάδων σαράντα δύο ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (15.042,28 €) για τις λοιπές αγωγικές αιτίες, νομιμοτόκως από τα ίδια ως άνω χρονικά σημεία. Με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και κατά την κύρια μόνο βάση της νόμιμη και, ακολούθως, ερευνηθείσα κατ’ ουσία, απορρίφθηκε μεν ως προς το αίτημά της το σχετικό με το επίδομα φορτοεκφορτώσεως και έχμασης οχημάτων, όμως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, περί δωδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τα λοιπά αιτήματά της και επιδικάστηκαν στον ενάγοντα αφενός μεν με καταψηφιστική διάταξη δέκα χιλιάδες εκατόν δέκα ευρώ και εννέα λεπτά (10.110,09 €) και αφετέρου με αναγνωριστική διάταξη δεκαπέντε χιλιάδες τριακόσια τριάντα δύο ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (15.332,51 €), δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα λεπτών (25.442,60 €), με το νόμιμο τόκο ως προς μεν τις διαφορές των επιδομάτων των επίδικων δώρων εορτών από την επομένη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, ως προς δε τα λοιπά επιδικασθέντα κονδύλια από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την έφεσή της καθεμία οι εκκαλούσες – εναγόμενες και, επικαλούμενες εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

IΙΙ. Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, από τις με αριθμούς ……./4.10.2012 και …../5.4.2013 ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις τρίτων, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και των εναγομένων αντίστοιχα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατ’ αυτές επ’ ευκαιρία της δίκης που ανοίχθηκε κατόπιν της προηγούμενης αγωγής του ενάγοντος, που απορρίφθηκε τελεσιδίκως, το περιεχόμενο των οποίων σταθμίζεται ανάλογα με το βαθμό της γνώσεως και το μέτρο της αξιοπιστίας εκάστου βεβαιούντος, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα αποδεικτέα θέματα που ειδικώς πιο κάτω επισημαίνονται και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με πέντε (5) διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν ατύπως στο Λαύριο η δεύτερη και στη Σύρο των Κυκλάδων οι λοιπές, μεταξύ του ενάγοντος …………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……….. ναυτικού φυλλαδίου και της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….», εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Α.» με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., κ.ο.χ. 1.612,23, της κυριότητας της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….» (…………), ο απασχολούμενος σ’ αυτό και προηγουμένως ως ναύτης ενάγων, ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ίδια ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 16.12.2010 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 22α.1.2011, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Λαυρίου με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Στη συνέχεια, στις 26.2.2011 ο ενάγων ναυτολογήθηκε ξανά στο ίδιο πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε έως την 16η.6.2011, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Σύρου λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου, για να επαναπροσληφθεί αυθημερόν στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα και να απασχοληθεί σ’ αυτό μέχρι την 20η.8.2011, οπότε και απολύθηκε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Επακολούθησε νέα ναυτολόγησή του στις 12.9.2011 στη Σύρο, η οποία διήρκεσε μέχρι την 16η.12.2011, οπότε ο ενάγων απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως ναυτολογίου και επαναυτολογήθηκε αυθημερόν απασχολούμενος έκτοτε στο ίδιο πλοίο, πάντοτε ως ναύτης, μέχρι την 18η.3.2012, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολογήσεώς του με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντιστοίχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, που προσκομίζεται σε φωτοαντίγραφο. Σε όλες τις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου [συνομολογείται ότι] συμφωνήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίο μισθό. Κατά το κρίσιμο (αγωγικό) χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 1η.1.2011 έως και την 31η.12.2011, δεδομένου ότι με την αγωγή του δεν εγείρει αξιώσεις γεννηθείσες πριν ή μετά το έτος αυτό, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζαν διαδοχικά, για μεν το χρονικό διάστημα από 1ης.1.2011 έως 31.5.2011 η από 3.7.2009 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2009, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικώς υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/2.9.2009 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1928/8.9.2009) και για το επόμενο επίδικο χρονικό διάστημα (1.6.2011 – 31.12.2011) η από 31.3.2011 όμοια ΣΣΝΕ για το έτος 2011, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/5.5.2011 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1070/31.5.2011), όπως και με την εκκαλουμένη κρίθηκε. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 αυτών των ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορά ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 εκάστης των εν λόγω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά την πρώτη από τις ως άνω ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 περ. 13 και 15 §§ 1, 2), ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν είκοσι εννέα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτά (1.129,58 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια σαράντα οκτώ ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (248,51 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαοκτώ ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (18,74 €) την ημέρα ή πεντακόσια εξήντα δύο ευρώ και είκοσι λεπτά (18,74 € Χ 30 ημέρες = 562,20 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα τέσσερα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (34,35 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια ενενήντα ένα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά [{(1.129,58 € : 22) + (248,51 € : 30) + 18,74 €} Χ 5 ημέρες = 391,81 €], το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (6,53 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και δεκαέξι λεπτά (8,16 €) και σε εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτά (9,80 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, νόμιμες αποδοχές του ναύτη ανά μήνα του επιδίκου χρονικού διαστήματος ανέρχονταν κατ’ αυτή τη ΣΣΝΕ σε χίλια οκτακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (1.129,58 € + 248,51 € + 34,35 € + 391,81 € = 1.804,25 €), χωρίς για την ανεύρεσή τους να έχει συνυπολογιστεί ούτε από τον ενάγοντα ούτε από την εκκαλουμένη το κατ’ άρθρο 3 της ΣΣΝΕ μηνιαίο αντίτιμο της ημερήσιας τροφοδοσίας του, επειδή αυτή παρεχόταν επί του πλοίου σε είδος (παρασκευασμένη τροφή). Ομοίως, με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις της δεύτερης των ως άνω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του ναύτη για το χρονικό διάστημα από 1.6.2011 και εφεξής περιελάμβαναν το μισθό ενέργειας, που ανερχόταν σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών, ύψους διακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα ή πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια ένα ευρώ και εξήντα έξι λεπτά [{(1.157,99 € : 22 + 254,76 € : 30) + 19,21 €} Χ 5 ημέρες = 401,66 €], το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, νόμιμες αποδοχές του ναύτη ανά μήνα του επιδίκου χρονικού διαστήματος ανέρχονταν κατ’ αυτή τη ΣΣΝΕ σε χίλια οκτακόσια σαράντα εννέα ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (1.157,99 € + 254,76 € + 35,22 € + 401,66 € = 1.849,63 €), χωρίς, για την ταυτότητα του πραγματικού λόγου, συνυπολογισμό ούτε εδώ του μηνιαίου αντιτίμου τροφής. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του πρέπει να συμπεριληφθεί και το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 των ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού, το οποίο τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε αυτών συγκαταλέγονται και οι ναύτες, δικαιούνται ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, προς αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν. Όμως, το επίδομα αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται εάν η στολή παρέχεται από τον εργοδότη, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., προσκομιζόμενη,  ΜονΕφΠειρ. 177/2016, ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Εν προκειμένω, από τις ατομικές αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, που εξέδιδε η εργοδότριά του πρώτη εναγομένη προκύπτει ότι ουδέποτε εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος του καταβλήθηκε επίδομα ιματισμού. Ταυτόχρονα από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων υποχρεώθηκε, επειδή η εναγόμενη αυτή δεν του παρείχε τον κατάλληλο ιματισμό, να προβεί ο ίδιος σε δαπάνες για την προμήθειά του, ώστε να διατηρεί αξίωση αποκαταστάσεώς τους, αφού δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει οποιοδήποτε σχετικό παραστατικό. Από τα ανωτέρω συνάγεται ασφαλές το συμπέρασμα ότι η εργοδότριά του παρείχε στον ενάγοντα τον επίμαχο ιματισμό, έστω μεταχειρισμένο, γεγονός το οποίο και ο ίδιος παραδέχεται με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε ως κατ’ ουσία βάσιμο τον σχετικό αγωγικό ισχυρισμό και συμπεριέλαβε το αντίστοιχο κονδύλιο, ύψους πενήντα πέντε ευρώ και ένδεκα λεπτών (55,11 €) και πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) κατά το χρονικό διάστημα ισχύος εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ αντίστοιχα, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή της βασιμότητας του δεύτερου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος του της έφεσης της πρώτης εναγομένης και του τρίτου λόγου της έφεσης της δεύτερης εναγομένης. Περαιτέρω, κατά το έτος 2011 ο ενάγων παρέμεινε ναυτολογημένος στο Ε/Γ – Ο/Γ «Α» επί εκατόν δεκαεπτά (117) συνολικά ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 31.5.2011 (ειδικότερα δε από 1.1.2011 έως 22.1.2011 και από 26.2.2011 έως 31.5.2011) δηλαδή επί 3,9 μήνες και επί εκατόν ενενήντα δύο (192) συνολικά ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2011 έως 31.12.2011 (ειδικότερα δε από 1.6.2011 έως 20.8.2011 και από 12.9.2011 έως 31.12.2011), δηλαδή επί 6,4 μήνες. Συνεπώς, κατά το πρώτο ανωτέρω χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του έπρεπε να λάβει ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές του και, συγκεκριμένα, για μισθό ενέργειας, επίδομα Κυριακών, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων τριάντα έξι ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (1.804,25 € Χ 3,9 μήνες = 7.036,57 €) και για το επόμενο χρονικό διάστημα για τις ίδιες αιτίες το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (1.849,63 € Χ 6,4 μήνες = 11.837,63 €). Συνολικώς δε κατά το έτος 2011 ο ενάγων έπρεπε να εισπράξει ως δεδουλευμένες τακτικές αποδοχές του δεκαοκτώ χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι λεπτά (7.036,57 € + 11.837,63 € = 18.874,20 €). Ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα έλαβε συνολικά δεκαπέντε χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (15.477,66 €), έναντι των δεδουλευμένων του, τα οποία, βέβαια, αθροίζει σε δεκαεννέα χιλιάδες τετρακόσια σαράντα δύο ευρώ και σαράντα δύο λεπτά [19.442,42 €], επειδή τις τακτικές αποδοχές του, στις οποίες συμπεριλαμβάνει και το επίδομα ιματισμού, που δεν του οφείλεται κατά τα ανωτέρω, υπολογίζει καθ’ όλο το έτος 2011 με βάση την ως άνω χρονικά δεύτερη ΣΣΝΕ, που, όμως, ίσχυσε μόνο για το μετά την 1η.6.2011 χρονικό διάστημα, όπως ειδικότερα οι απολαβές του εμφανίζονται σε επισυναπτόμενο στην αγωγή του πίνακα, στον οποίο παραθέτει κατά μήνα τα επιμέρους χρηματικά ποσά τα οποία εισέπραξε για μισθό ενέργειας, επίδομα Κυριακών, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, «επίδομα εταιρίας» (συνολικού ύψους είκοσι εννέα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών [29,69 €] για όλο το έτος 2011) και πρόσθετη αμοιβή αργιών (συνολικού ύψους χιλίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαεννέα λεπτών [1.064,19 €]). Το «επίδομα εταιρίας» δεν περιλαμβάνεται στις αποδοχές των ως άνω ΣΣΝΕ ούτε στις τακτικές αποδοχές του, όπως συμβαίνει και με την πρόσθετη αμοιβή για τις αργίες, η οποία αποτελεί αντάλλαγμα υπερωριακής απασχόλησης, καταβαλλόμενο από την πρώτη εναγόμενη με τρόπο για τον οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω. Επομένως, σύμφωνα με τον πίνακα αυτόν το ληφθέν από το ενάγοντα έναντι των τακτικών αποδοχών του (δηλαδή για μισθό ενέργειας, επίδομα Κυριακών και επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας) χρηματικό ποσό συμποσούται σε δεκατέσσερις χιλιάδες τριακόσια ογδόντα τρία ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά [15.477,66 € – (29,69 € + 1.064,19 € =) 1.093,88 € = 14.383,78 €]. Όμως, οι υπολογισμοί του ενάγοντος δεν περιλαμβάνουν το επίδομα αδείας του μετά τροφοδοσίας, για το οποίο οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επικαλέστηκαν ότι ανερχόταν σε τέσσερις χιλιάδες εκατόν εξήντα δύο ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (4.162,86 €) συνολικά, ότι του καταβλήθηκε προσηκόντως και ότι τούτο προέκυπτε από τις ατομικές αποδείξεις πληρωμής, τις οποίες η πρώτη από αυτές εξέδιδε μηνιαίως προς απόδειξη των εκ μέρους της καταβολών στον ενάγοντα. Ο τελευταίος σε κανένα στάδιο της αντιδικίας δεν αμφισβήτησε ειδικά την ορθότητα των εγγραφών στις αποδείξεις αυτές, με βάση τις οποίες το συνολικώς από αυτόν εισπραχθέν χρηματικό ποσόν για τις δεδουλευμένες αποδοχές του ανέρχεται σε δεκαοκτώ χιλιάδες εννιακόσια δώδεκα ευρώ και τριάντα λεπτά (18.912,30 €). Το ποσό αυτό υπερκαλύπτει εκείνο που υπολογίστηκε ανωτέρω ως οφειλή της πρώτης εναγομένης έναντι των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος (18.874,20 €) και τούτο συμβαίνει επειδή, όπως από τις ίδιες ατομικές αποδείξεις πληρωμής προκύπτει, το μηνιαίως καταβαλλόμενο από την πρώτη εναγομένη επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, για λόγους που δεν διευκρινίζονται αλλά ταυτόχρονα δεν ασκούν έννομη επιρροή εν προκειμένω, παγίως υπερέβαινε το προβλεπόμενο από τις ως άνω ΣΣΝΕ, ανερχόμενο, ειδικότερα, σε τετρακόσια έξι ευρώ και ενενήντα λεπτά (406,90 €) έναντι τριακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (391,81 €) και σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δεκατρία λεπτά (417,13 €) έναντι τετρακοσίων ενός ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (401,66 €) ανά μήνα πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα αντίστοιχης ισχύος τους. Ανεξαρτήτως τούτου, επειδή η πρώτη εναγόμενη εξόφλησε το σύνολο των οφειλομένων κατά το έτος 2011 τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, ο τελευταίος δεν διατηρεί αξίωση σε οποιοδήποτε υπόλοιπό τους και η ένδικη αγωγή του κατά το σχετικό κονδύλιό της έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντιθέτως και δέχθηκε ότι το οφειλόμενο αυτόν υπόλοιπο ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (3.848,43 €), το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα, εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό όπως, βασίμως και οι εκκαλούσες υποστηρίζουν με τον πρώτο λόγο κατά το πρώτο σκέλος του εκάστης εφέσεώς τους. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο «Α» διενεργούσε πολύωρους ημερινούς τακτικούς πλόες στο Αιγαίο Πέλαγος συνδέοντας ακτοπλοϊκώς διάφορες νήσους των Βορείων και Κεντρικών Κυκλάδων αλλά και της Δωδεκανήσου, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε ως αφετηρία κυρίως τον λιμένα της Σύρου, με διανυκτερεύσεις σ’ αυτόν αλλά και στους λιμένες της Μήλου και της Ανάφης. Τα ίδια αυτά δρομολόγια εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας, που είχε ανατεθεί στην πρώτη εναγόμενη, γεγονός που επειδή δεν αμφισβητείται θεωρείται αποδεδειγμένο, μολονότι δεν προσκομίζονται οι σχετικές συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Κάθε Δευτέρα απέπλεε από τη Σύρο στις 12:00 με προορισμό διαδοχικά τη Νάξο, όπου κατέπλεε στις 13:40 και από όπου αναχωρούσε στις 14:00, την Ίο, όπου κατέπλεε στις 15:30 και από όπου αναχωρούσε στις 15:50, την Θήρα, όπου κατέπλεε στις 17:10 και από όπου αναχωρούσε στις 17:30, την Σίκινο, όπου κατέπλεε στις 18:50 και από όπου αναχωρούσε στις 19:05, τη Φολέγανδρο, όπου κατέπλεε στις 19:45 και από όπου αναχωρούσε στις 20:00, την Κίμωλο, όπου κατέπλεε στις 21:20 και από όπου αναχωρούσε στις 21:35 και τη Μήλο, όπου κατέπλεε, μετά από ταξίδι δέκα (10) ωρών και πλέον, στις 22:35 για να διανυκτερεύσει εκεί και να αναχωρήσει το πρωί της επομένης στις 07:00 για το διάρκειας πλέον των ένδεκα (11) ωρών και αντίστροφης πορείας δρομολόγιο της Τρίτης, στα πλαίσια του οποίου κατέπλεε διαδοχικά στους λιμένες της Κιμώλου στις 08:00, της Φολεγάνδρου στις 09:35, της Σικίνου στις 10:30, της Θήρας στις 12:05, της Ίου στις 13:45, της Νάξου στις 15:35, με παραμονή σε καθέναν τους επί δεκαπεντάλεπτο, πλην εκείνων της Θήρας, της Ίου και της Νάξου, στους οποίους ναυλοχούσε επί εικοσάλεπτο της ώρας και με τελικό προορισμό τη Σύρο, στο λιμένα της οποίας κατέπλεε στις 17:35, για να διανυκτερεύσει. Την επόμενη ημέρα, όπως και κάθε Τετάρτη του ενδίκου χρονικού διαστήματος, το πλοίο αναχωρούσε από τη Σύρο στις 04:00 και επέστρεφε σ’ αυτήν στις 10:00, αφού ενδιαμέσως είχε προσεγγίσει τους λιμένες της Τήνου στις 04:50, της Άνδρου στις 06:50, της Τήνου ξανά στις 08:55, στους οποίους είχε παραμείνει επί δεκάλεπτο στους δύο [2] πρώτους και επί πεντάλεπτο στον τελευταίο. Στη συνέχεια απέπλεε από τη Σύρο στις 12:00 με προορισμό διαδοχικά την Πάρο, όπου κατέπλεε στις 13:30, για να αναχωρήσει στις 13:50, τη Νάξο, όπου κατέπλεε στις 14:50, για να αναχωρήσει στις 15:10, την Ίο, όπου κατέπλεε στις 16:50, για να αναχωρήσει στις 17:10, τη Σίκινο, όπου κατέπλεε στις 17:35, για να αναχωρήσει στις 17:45, τη Φολέγανδρο, όπου κατέπλεε στις 18:25, για να αναχωρήσει στις 18:40, τη Θηρασία, όπου κατέπλεε στις 20:00, για να αναχωρήσει στις 20:10, την Θήρα, όπου κατέπλεε στις 20:30, για να αναχωρήσει στις 20:45 και την Ανάφη, όπου κατέπλεε στις 22:25 για να διανυκτερεύσει. Ο πλους του «Α» κάθε Τετάρτη διαρκούσε πάνω από δεκαέξι (16) ώρες. Εκάστη Πέμπτη το πλοίο αναχωρούσε από το λιμένα της Ανάφης στις 07:00 για να πραγματοποιήσει το αντίστροφο δρομολόγιο προς Σύρο, στην οποία αφικνείτο στις 17:25, έχοντας πραγματοποιήσει υπερδεκάωρο ταξίδι, με αποεπιβιβάσεις επιβατών και οχημάτων στους ενδιάμεσους λιμένες της Θήρας, της Θηρασίας, της Φολεγάνδρου, της Σικίνου, της Ίου, της Νάξου και της Πάρου, στους οποίους κατέπλεε στις 08:30, στις 09:10, στις 10:40, στις 11:35, στις 12:10, στις 14:10 και στις 15:30 αντίστοιχα και στους οποίους παρέμενε ελλιμενισμένο επί εικοσάλεπτο της ώρας στον πρώτο και στους πέμπτο έως και έβδομο από αυτούς, επί δεκάλεπτο στη Θηρασία και στη Σίκινο και επί δεκαπέντε (15) λεπτά της ώρας στη Φολέγανδρο. Μετά από διανυκτέρευση στη Σύρο, το πρωινό της επομένης και κάθε Παρασκευής το ίδιο πλοίο αναχωρούσε από εκεί στις 07:00 με διαδοχικούς προορισμούς την Πάρο (άφιξη εκεί στις 08:30 και απόπλους στις 08:50), τη Νάξο (άφιξη στις 09:50 και απόπλους στις 10:10), την Ηρακλειά (άφιξη στις 11:20 και απόπλους στις 11:35), τη Σχοινούσα (άφιξη στις 11:45 και απόπλους στις 11:45), το Κουφονήσι (άφιξη στις 12:30 και απόπλους στις 12:45), τα Κατάπολα (άφιξη στις 13:35 και απόπλους στις 13:50), την Αιγιάλη (άφιξη στις 14:30 και απόπλους στις 14:45), τη Δονούσα (άφιξη στις 15:40 και απόπλους στις 15:55), τη Νάξο (άφιξη στις 17:25 και απόπλους στις 17:45) και την Πάρο (άφιξη στις 18:45 και απόπλους στις 19:05) και κατάληξη τη Σύρο, όπου κατέπλεε στις 20:40 και διανυκτέρευε μετά από ταξίδι διάρκειας εγγίζουσας τις δεκατέσσερις (14) ώρες. Το δρομολόγιο του Σαββάτου είχε αφετηρία τη Σύρο, από όπου το πλοίο αναχωρούσε στις 08:00 και προορισμό το λιμένα του Λαυρίου στην Αττική, όπου κατέπλεε στις 13:00, με αποεπιβιβάσεις επιβατών και οχημάτων στους ενδιάμεσους λιμένες της Κύθνου και της Κέας, τους οποίους προσέγγιζε διαδοχικά στις 10:15 και στις 11:40 και στους οποίους παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο στον πρώτο και επί εικοσάλεπτο στο δεύτερο. Από το Λαύριο, όπου παρέμενε ελλιμενισμένο επί έξι ώρες και δεκαπέντε λεπτά (6 ¼ ώρες), το πλοίο αναχωρούσε και πάλι στις 19:15 και πραγματοποιώντας την ακριβώς αντίστροφη πορεία με τις ίδιες προσεγγίσεις στους αυτούς ενδιάμεσους λιμένες και παραμονή επί δεκαπεντάλεπτο σ’ αυτούς, κατέπλεε στη Σύρο στις 24:00, έχοντας εκτελέσει πλου συνολικής διάρκειας δέκα (10) ωρών. Τέλος, τις Κυριακές το πλοίο αναχωρούσε από το λιμένα της Σύρου στις 07:00 για να καταπλεύσει διαδοχικά στην Πάρο στις 08:30, όπου παρέμενε επί είκοσι (20) λεπτά της ώρας, στη Νάξο στις 09:50, όπου παρέμενε ισόχρονο διάστημα, στη Δονούσα στις 11:40, στην Αιγιάλη στις 12:50, στα Κατάπολα στις 13:45, στο Κουφονήσι στις 14:40, στη Σχοινούσα στις 15:25, στην Ηρακλειά στις 15:50, σε καθέναν από τους λιμένες των οποίων παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας, στη Νάξο στις 17:15, όπου παρέμενε επί είκοσι (20) λεπτά και στην Πάρο στις 18:35, όπου παρέμενε ισόχρονο διάστημα, πριν ολοκληρώσει το δρομολόγιό του επιστρέφοντας στη Σύρο, στο λιμένα της οποίας κατέπλεε στις 20:30, μετά από ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των δεκατριών (13) ωρών και όπου διανυκτέρευε. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο πλοίο «Α» εργάστηκε επί τριακόσιες εννέα (309) συνολικά ημέρες και από αυτές, με την εξαίρεση δεκατεσσάρων (14) ημερών κατά το χρονικό διάστημα από 9 έως 22.12.2011, οπότε το πλοίο ναυλοχούσε στο λιμένα της Σύρου προς εκτέλεση εργασιών επισκευής του, στις οποίες και ο ίδιος επιβοηθητικά συμμετείχε κατά το οκτάωρο του καθ’ ημέραν ωραρίου του, όλες τις υπόλοιπες, διακόσιες ενενήντα πέντε (295) συνολικά, ημέρες απασχολήθηκε υπερωριακά, καθ’ υπέρβαση του οκταώρου, παρέχοντας τις υπηρεσίες του καθ’ όλη τη διάρκεια των ημερινών πλόων του από του απόπλου κάθε πρωί έως του κατάπλου προς διανυκτέρευση μετά το πέρας κάθε δρομολογίου και επί δίωρο επιπλέον, δεδομένου ότι αναλάμβανε εργασία μία (1) ώρα πριν από κάθε αρχικό απόπλου και απαλλασσόταν από τα καθήκοντά του μία (1) ώρα μετά την ολοκλήρωση κάθε δρομολογίου. Έτσι, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του, απασχολήθηκε επί δεκατρείς (13) ώρες καθεμία από τις αναφερόμενες τριάντα οκτώ (38) τον αριθμό Δευτέρες και τις σαράντα μία (41) Τρίτες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, επί είκοσι (20) ώρες καθεμία από τις ισάριθμες (41) Τετάρτες, επί δώδεκα (12) ώρες καθεμία από τις τριάντα εννέα (39) Πέμπτες, επί δεκαέξι (16) ώρες τις ομοίως τριάντα εννέα (39) Παρασκευές, επί δεκαοκτώ (18) τα σαράντα τρία (43) Σάββατα και τις δεκαέξι (16) αργίες και επί δεκαπέντε (15) ώρες τις τριάντα οκτώ (38) Κυριακές του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αληθείς. Καταρχάς, οι ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγιο εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος είναι λιγότερες των επικαλουμένων, ανερχόμενες συγκεκριμένα σε διακόσιες εβδομήντα μία (271) και τούτο διότι, όπως οι εναγόμενες ήδη από την έναρξη της αντιδικίας υποστηρίζουν, χωρίς ο ισχυρισμός τους αυτός να έχει ουδέποτε αντικρουστεί, δεδομένου άλλωστε ότι  η βασιμότητά του αποδεικνύεται με την προσκομιδή φωτοαντιγράφου του ημερολογίου του πλοίου, επί είκοσι τέσσερις (24) συνολικά ημέρες δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος καν για απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες εκείνες, ώστε να ερευνηθεί ακολούθως αν αυτή εκτάθηκε και πέραν του νομίμου οκταώρου. Συγκεκριμένα, την 1η.1.2011 ημέρα Σάββατο, το πλοίο δεν απέπλευσε από τη Σύρο λόγω της αργίας της πρώτης του έτους, στις 8 και 9.3, Τρίτη και Τετάρτη, το πλοίο παρέμεινε πρυμνοδετημένο στο λιμένα της Μήλου λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, κατά το χρονικό διάστημα από 15.3 ημέρα Τρίτη έως και 19.3, ημέρα Σάββατο, τους πλόες εμπόδισε απαγορευτική του απόπλου εντολή της αρμόδιας λιμενικής Αρχής λόγω βλάβης του πλοίου, στις 22.3, ημέρα Τρίτη, 23.3, ημέρα Τετάρτη και στις 24.3, ημέρα Πέμπτη, ο απόπλους του από τη Σύρο είχε απαγορευθεί λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, στις 23.4, Μεγάλο Σάββατο, 24.4, Κυριακή του Πάσχα και 25.4 Δευτέρα του Πάσχα και εορτή του Αγίου Γεωργίου, το δρομολόγιο δεν εκτελέστηκε κατόπιν διοικητικής εγκρίσεως σχετικού αιτήματος της πρώτης εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα από 30.5, ημέρα Δευτέρα έως και 2.6, ημέρα Πέμπτη, εκτελέστηκαν εργασίες δεξαμενισμού στο Νεώριο της Σύρου, στις οποίες ο ενάγων δεν (επικαλείται ούτε αποδεικνύεται ότι) συμμετείχε, στις 23 και 24.10, Κυριακή και Δευτέρα αντίστοιχα, το πλοίο παρέμεινε αργό στο λιμένα του Λαυρίου, κατά το χρονικό διάστημα από 12 έως και 14.11.2011, ημέρες Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα, οι επικρατούσες δυσμενείς καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν τον απόπλου του από τη Σύρο και στις 25.12.2011, εορτή των Χριστουγέννων, δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο λόγω της αργίας. Επιπλέον, ο ενάγων μνημονεύει την 2α.6.2011, ημέρα Πέμπτη και εορτή της Αναλήψεως, δύο [2] φορές και, συγκεκριμένα, και μεταξύ των αργιών και μεταξύ των Σαββάτων, επιδιώκοντας να του επιδικαστεί δύο [2] φορές η αντίστοιχη υπερωριακή αμοιβή, για δεκάωρη πέραν του οκταώρου εργασία, την οποία μάλιστα ουδέποτε εκτέλεσε, αφού κατά την ημέρα εκείνη, όπως εκτέθηκε, το πλοίο παρέμεινε προς δεξαμενισμό στο Νεώριο της Σύρου. Προσθέτως, ο ενάγων δεν αιτιολογεί τον ισχυρισμό περί δεκαοκτάωρης εργασίας του καθ’ όλες ανεξαιρέτως τις αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, δηλαδή επί χρόνο ίσο προς την επικαλούμενη εργασία του κατά τα Σάββατα, μολονότι μνημονεύει ότι οι αργίες αυτές συνέπεσαν άλλες ημέρες της εβδομάδος, για τις οποίες επικαλείται διαφορετικό και πάντως μικρότερης διάρκειας ωράριο ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, όπως από το καθιερωμένο ημερολόγιο προκύπτει, το 2011, πλην της πρώτης του έτους, καμία άλλη αργία δεν συνέπεσε ημέρα Σάββατο. Η εκκαλουμένη μολονότι εσφαλμένα α] δέχθηκε ότι στις 22.4, 25.10, 15.11, 30.11 και 26.12.2011 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, ενώ συνέβη το αντίθετο, β] συμπεριέλαβε την 14η.11 στις ημέρες που πραγματοποιήθηκε πλους, ενώ τότε το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι και γ] περιέλαβε την 13η.5 και στις Παρασκευές και στα Σάββατα κατά τα οποία εκτελέστηκαν δρομολόγια, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα υπολόγισε τις ημέρες της εν πλω εργασίας του ενάγοντος σε διακόσιες εβδομήντα μία (271). Κατ’ εσφαλμένη, όμως, εφαρμογή του άρθρου 352 ΚΠολΔ, όπως βασίμως με τον πρώτο λόγο της έφεσής της κατά το πρώτο σκέλος του παραπονείται η πρώτη εναγομένη, η εκκαλουμένη συνήγαγε ομολογία της ως προς τη διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος τα Σάββατα, από μόνη την αναφορά στις προτάσεις της ότι «Την μόνη ημέρα της εβδομάδας που εργαζόταν 18 ώρες ήταν τα Σάββατα. Από τις αργίες που αναφέρει στην Αγωγή του καμία δεν πέφτει Σάββατο. Γιατί λοιπόν τις υπολογίζει με 18 ώρες …;», δεδομένου ότι στην περικοπή της αυτή η πρώτη εναγομένη παραθέτει απλώς τον αγωγικό ισχυρισμό προκειμένου στη συνέχεια να τον αρνηθεί ειδικά και να τον αντικρούσει ουσιαστικά, χωρίς οποιονδήποτε σκοπό αποδοχής του συγκεκριμένου αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για την ίδια γεγονότος (ΑΠ 581/1992, Δνη 1993/1481, ΑΠ 672/1988, Δνη 1989/577, ΑΠ 304/1984, ΝοΒ 1985/285, ΜονΕφΑθ. 3443/2013, ΧρηΔικ 2014/163, ΕφΠειρ. 1291/1995, ΔΕΕ 1996/404). Εξάλλου, το συγκεκριμένο αγωγικό αίτημα δομείται επί του ισχυρισμού ότι «όλες οι ώρες του πλου ήταν ώρες απασχόλησης για τους ναύτες». Τούτος, όμως, είναι νομικά εσφαλμένος, δεδομένου ότι, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν από τον πλοίαρχο, οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν στο σύνολό τους ως χρόνος υπερωριακής απασχόλησης, ώστε να δικαιούται ιδιαίτερης αμοιβής, διότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 218/2016, ΜονΕφΠειρ. 376/2015, ΜονΕφΠειρ. 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, ΕφΠειρ. 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160, στο ίδιο πνεύμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα ΕφΠειρ. 377/2011, ο.π., κατά την οποία δικαίωμα λήψης αμοιβής για παροχή υπερωριακής εργασίας διατηρεί ο φύλακας του πλοίου, γιατί αυτός τελεί σε γνήσια εργασιακή ετοιμότητα διατηρώντας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, όπως δεν συμβαίνει όταν ο ναυτικός περιορίζει απλώς την ελευθερία κινήσεώς του επειδή υποχρεούται εκ των πραγμάτων να παραμένει στον τόπο παροχής της εργασίας του, δηλαδή στο πλοίο). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ως προς τις ειδικές συνθήκες και το ωράριο της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα, που προκύπτουν από την αξιολόγηση των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων: Το «Α» είναι Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο μικρής χωρητικότητας και περιορισμένης μεταφορικής ικανότητας, δυνάμενο να μεταφέρει έως εβδομήντα (70) ΙΧΕ αυτοκίνητα ή έως εννέα (9) φορτηγά των δώδεκα (12) μέτρων και έως είκοσι (20) ΙΧΕ αυτοκίνητα, κατάλληλο για το λόγο αυτό να εκτελεί δρομολόγια άγονης γραμμής με μειωμένη επιβατική κίνηση. Κατά το έτος 2011, όπως προαναφέρθηκε, το «Α» είχε δρομολογηθεί στην ακτοπλοϊκή σύνδεση μεταξύ νήσων κυρίως των Κυκλάδων και οι πλόες του ήταν ημερινοί, αφού λειτουργούσε ως ημερόπλοιο ταξιδεύοντας συνήθως μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στο πλοίο απασχολούνταν ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος ένας (1) ναύκληρος και οκτώ (8) ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων ή, κατά περιόδους, επτά (7) ναύτες και ένας (1) ναυτόπαις. Από αυτούς ένας (1) ναύτης κάθε ημέρα απασχολούταν ως νυκτοφύλακας, αναλαμβάνοντας υπηρεσία, ανάλογα με τους πλόες, είτε στις 19:00 καθ’ εκάστη, αν το πλοίο είχε αφιχθεί στο λιμένα όπου επρόκειτο να διανυκτερεύσει κάθε φορά είτε μία (1) ώρα μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα αυτόν, αν το δρομολόγιό του δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι την ώρα εκείνη. Καθήκοντα νυκτοφύλακα ο ενάγων ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύεται ότι εκτέλεσε οποτεδήποτε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος, επειδή είχε αρκετά χρόνια υπηρεσίας, έχοντας ναυτολογηθεί για πρώτη φορά το έτος 1974. Για τον ίδιο λόγο δεν εκτελούσε ούτε καθήκοντα πηδαλιούχου, όπως τα λοιπά μέλη του πληρώματος καταστρώματος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που οι υπηρεσίες του εκεί ήταν αναγκαίες λόγω απουσίας από το πλοίο κάποιου από τους λοιπούς ναύτες. Λόγω δε της μακροχρόνιας εμπειρίας του με εντολή του πλοιάρχου εκτελούσε μονίμως υπηρεσία στην πλώρη του πλοίου. Οι υπόλοιποι (έξι [6] τον αριθμό) ναύτες χωρίζονταν σε τρεις [3] ομάδες των δύο [2] και τα μέλη της εργάζονταν ανά τρεις [3] ημέρες στη γέφυρα του πλοίου εκτελώντας καθήκοντα πηδαλιούχου και εναλλασσόμενοι μεταξύ τους ανά μία [1] ώρα, προκειμένου να διατηρούν σε εγρήγορση τις δυνάμεις και την προσοχή τους. Με βάση το μέσο όρο των ωρών που το πλοίο βρισκόταν εν πλω καθένας από τους ναύτες αυτούς ήταν δυνατόν να απασχολείται μόνο στο τιμόνι ακόμη και επί δώδεκα (12) ώρες εβδομαδιαίως, πέραν των λοιπών καθηκόντων του. Όλοι οι ναύτες το πρωί κάθε ημέρας, πλην εκάστης Δευτέρας, αναλάμβαναν υπηρεσία στον καταπέλτη του πλοίου μία [1] ώρα πριν τον απόπλου του από τον λιμένα διανυκτερεύσεώς του απασχολούμενοι αρχικώς με την καθαριότητα του καταστρώματος, των χώρων ενδιαιτήσεως και του γκαράζ και στη συνέχεια με τη φόρτωση των οχημάτων, ενώ αποχωρούσαν μία [1] ώρα μετά το πέρας του δρομολογίου, απασχολούμενοι με την εκφόρτωση των οχημάτων και τον ευπρεπισμό των χώρων. Κατά τη διάρκεια εκάστου πλου, εκτός από τους απασχολούμενους στη γέφυρα ναύτες, οι λοιποί εκτελούσαν κάθε ημέρα εργασίες σχετικές κυρίως με την ασφαλή πρόσδεση και απόδεση του πλοίου στους λιμένες προσεγγίσεώς του και με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων. Συγκεκριμένα, δύο (2) από αυτούς μετέβαιναν σε κάθε λιμάνι στην πρύμνη του πλοίου, ένας (1) μετέβαινε στο γκαράζ και ο έτερος απασχολούταν στην πλώρη μαζί με τον ενάγοντα, όλοι δε οι ναύτες αυτοί μετά την πρόσδεση του πλοίου συμμετείχαν στις εργασίες ασφαλούς εξόδου και εισόδου των μεταφερομένων οχημάτων. Η απασχόλησή τους αυτή άρχιζε δεκαπέντε (15) λεπτά της ώρας πριν την άφιξη του πλοίου σε κάθε λιμένα, διαρκούσε καθ’ όλη την παραμονή του εκεί και ολοκληρωνόταν μετά τον απόπλου του. Άλλες εργασίες εν πλω δεν αποδεικνύεται ότι οι ναύτες εκτελούσαν, δεδομένου ότι με την υποδοχή των επιβατών και τον έλεγχο των εισιτηρίων τους ήσαν επιφορτισμένοι ο Αρχιλογιστής και ο πρώτος Λογιστής του πλοίου, ενώ τις αποσκευές τους οι επιβάτες μετέφεραν μόνοι τους και τις τοποθετούσαν σε ειδική θέση στο χώρο του γκαράζ. Κατά δε τον πλου μεταξύ των λιμένων προσεγγίσεως του πλοίου οι ναύτες μπορούσαν να αναπαυθούν, δεδομένου ότι δεν εκτελούσαν εργασίες συντηρήσεως ή καθαρισμού του σκάφους, όχι μόνο λόγω της ύπαρξης επιβατών στους χώρους του αλλά και επειδή οι μεν καθημερινές εργασίες καθαριότητας πραγματοποιούνταν πριν τον αρχικό απόπλου και μετά τον κατάπλου στο λιμένα διανυκτερεύσεως, οι δε εργασίες συντηρήσεως (κυρίως βαφή με λαδομπογιά του καταστρώματος και των εξαρτίων) εκτελούνταν προγραμματισμένα κάθε Δευτέρα από τις 09:00 έως τις 11:00, οπότε ξεκινούσε η επιβίβαση των επιβατών και κάθε Σάββατο μεταξύ 13:00 και 15:00, οπότε το πλοίο ναυλοχούσε στο λιμένα του Λαυρίου κενό επιβατών και οχημάτων. Καμία απασχόληση δεν είχαν οι ναύτες τις Τετάρτες κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε από την άφιξη του πλοίου στη Σύρο (10:00) μέχρι τον απόπλου του για Πάρο (12:00) ούτε τα Σάββατα κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε από την ολοκλήρωση των εργασιών γενικής συντήρησης (15:00) μετά τον κατάπλου του στο Λαύριο μέχρι την αναχώρησή του από αυτόν (19:15) για το δρομολόγιο επιστροφής στη Σύρο. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την εξυπηρέτηση εκάστης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής. Από το συνυπολογισμό περαιτέρω της χρονικής διάρκειας της απασχόλησής του πριν από κάθε πρώτο απόπλου και μετά από κάθε τελευταίο κατάπλου του πλοίου, της συμμετοχής του στις γενικές εργασίες συντηρήσεως στους λιμένες της Σύρου και του Λαυρίου και στις εργασίες καβοδεσίας και φορτοεκφώρτωσης σε κάθε λιμένα, ως και της διάρκειας της παραμονής του πλοίου σ’ αυτόν, προκύπτει ότι η εργασία του ανά ημέρα και δρομολόγιο εκτεινόταν χρονικά σε τετρακόσια εβδομήντα [470] λεπτά ή επτά ώρες και πενήντα λεπτά (7,8 ώρες) τις Δευτέρες, σε τριακόσια πενήντα [350] λεπτά ή πέντε ώρες και πενήντα λεπτά (5,8 ώρες) τις Τρίτες, σε τετρακόσια ενενήντα πέντε [495] λεπτά ή οκτώ ώρες και δεκαπέντε λεπτά (8,25 ώρες) τις Τετάρτες, σε τριακόσια πενήντα πέντε [355] λεπτά ή πέντε ώρες και πενήντα πέντε λεπτά (5,9 ώρες) τις Πέμπτες και σε τετρακόσια πενήντα πέντε [455] λεπτά ή επτά ώρες και τριάντα πέντε λεπτά (7,58 ώρες) καθεμία από τις Παρασκευές, τα Σάββατα και τις Κυριακές του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Επομένως, εργασιακή απασχόληση του ενάγοντος πέραν του οκταώρου ημερήσιου ωραρίου μόνον τις Τετάρτες διαπιστώνεται και αυτή αφορούσε δεκαπεντάλεπτη κάθε φορά εργασία, για την οποία αυτός δικαιούται Α] για δεκατρείς [13] Τετάρτες των χρονικών διαστημάτων ναυτολογήσεώς του από 1.1.2011 έως 22.1.2011 και από 26.2.2011 έως 31.5.2011, οπότε ίσχυε η πρώτη των ανωτέρω ΣΣΝΕ (συγκεκριμένα δε: 5, 12 και 19/1, 2 και 30/3, 6, 13, 20 και 27/4 και 4, 11, 18 και 25/5/2011)  το χρηματικό ποσό των είκοσι έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (13 Χ 15 λεπτά της ώρας Χ 8,16 € το ωρομίσθιο = 26,52 €) και για  είκοσι τέσσερις (24) Τετάρτες των χρονικών διαστημάτων ναυτολογήσεώς του από 1.6.2011 έως 20.8.2011 και από 12.9.2011 έως 31.12.2011 (συγκεκριμένα δε: 8, 15, 22 και 29/6, 6, 13, 20 και 27/7, 3, 10 και 17/8, 21 και 28/9, 5, 12, 19 και 26/10, 2, 9, 16, 23 και 30/11 και 7 και 28/20/12/2011) το χρηματικό ποσό των πενήντα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (24 Χ 15 λεπτά της ώρας Χ 8,38 € το ωρομίσθιο = 50,28 €), συνολικώς δε για δεκαπεντάλεπτη υπερωριακή απασχόληση επί τριάντα επτά (13 + 24 = 37) Τετάρτες εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτά (26,52 € + 50,28 € = 76,80 €). Ως προς την αξίωσή του αυτή ο ενάγων έχει εξοφληθεί, δεδομένου ότι διαρκούσης της εργασιακής του σχέσης λάμβανε κάθε μήνα από την εργοδότιδά του πρώτη εναγομένη, πέραν των τακτικών αποδοχών του, πρόσθετη αμοιβή α] για υπερωριακή απασχόληση εξήντα μιας (61) ωρών ανά μήνα πλήρους απασχόλησης ή κλασματική αναλογία αυτών για εργασία που διήρκεσε λιγότερο από μήνα, προς κάλυψη ενδεχόμενης υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, β] για υπερωριακή απασχόληση 10,67 ωρών ανά μήνα προς κάλυψη ενδεχόμενης υπερωριακής εργασίας του κατά τις αργίες, ανεξαρτήτως αν κάθε μήνα υπήρχαν αργίες ή αν εκτελέστηκαν δρομολόγια κατ’ αυτές και γ] για υπερωριακή απασχόληση τριάντα πέντε [35] ωρών ανά μήνα προς κάλυψη ενδεχόμενης υπερωριακής εργασίας του κατά τα Σάββατα. Στις ατομικές αποδείξεις πληρωμής του οι καταβολές αυτές εμφανίζονται υπό τις αντίστοιχες ενδείξεις «ΥΠΕΡ.ΕΤΑΙΡ.», «ΑΡΓΙΕΣ ΑΚΤ. ΥΠΟΛ. ΠΛΗΡΩΜ.» και «ΥΠΕΡ.ΣΣ.» και, υπολογισθείσες από την καταβαλούσα με το ωρομίσθιο της απλής προσαύξησης (25%), συμποσούνται σε εννέα χιλιάδες εξακόσια είκοσι εννέα ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (9.629,23 €). Να σημειωθεί ότι το ποσό της αντίστοιχης προς τις αργίες αμοιβής του (1.064,19 €) ο ενάγων ρητώς συνομολογεί συμπεριλαμβάνοντάς το στον ενσωματωμένο στην αγωγή του πίνακα, περί του οποίου έγινε λόγος πιο πάνω. Το γεγονός αυτών των, αχρεώστητων όπως αποδεικνύεται, καταβολών δεν ανατρέπει το συμπέρασμα που προηγήθηκε σχετικά με τις ώρες τις υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, αφού αντικείμενο εργασιών άλλων από αυτές που προαναφέρθηκαν εκείνος δεν προέκυψε ότι είχε ούτε ότι για την εκτέλεση αυτών ήταν απαραίτητη απασχόλησή του και πέραν των ωρών που διαπιστώθηκαν. Άλλωστε, η μισθοδοσία του ακολουθούσε τη μισθοδοσία των υπολοίπων ναυτών, οι οποίοι ειπώθηκε ήδη ότι ασκούσαν και πρόσθετα καθήκοντα (φυλακής κατά τη διάρκεια της νύκτας στο λιμένα και πηδαλιούχου εν πλω), από τα οποία ο ενάγων είχε απαλλαγεί. Σε κάθε περίπτωση, από τη διατύπωση του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, που επικαλούνται ότι οι συγκεκριμένες καταβολές της πρώτης από αυτές έγιναν εν γνώσει της προς κάλυψη «ενδεχομένου» υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συνάγεται ως αιτία των χωρίς αληθή οφειλή της καταβολών η ελευθεριότητά της έναντι του έχοντος κατά το έτος 2011 συμπληρώσει θαλάσσια υπηρεσία υπερβαίνουσα τα τριάντα έξι (36) χρόνια ενάγοντος, εργαζομένου ήδη και κατά το παρελθόν στο πλοίο «Α». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχθέν ότι ο ενάγων κατά τις επίμαχες ναυτολογήσεις του εργαζόταν καθημερινώς επί δώδεκα [12] συνολικά ώρες κατά μέσο όρο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή των ενδίκων εφέσεων και, συγκεκριμένα, του πρώτου λόγου της έφεσης της πρώτης των εναγομένων και του πέμπτου λόγου της έφεσης της δεύτερης από αυτές.

  1. IV. Περαιτέρω, στις ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 7 § 1 των αυτών ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της § 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής και λαμβάνει προς τούτο επιδότηση των δρομολογίων του, υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του πληρώματος σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενέργειας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα των δικαιουμένων και οφείλεται πλήρες αν το πλοίο (και όχι ο δικαιούμενος ναυτικός) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρη την εβδομάδα και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνον ημέρες εβδομαδιαίως. Στην πρώτη περίπτωση το επίδομα οφείλεται ανεξαρτήτως α] αν ο δικαιούχος παρέμεινε ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου διενέργειας των επιδοτούμενων πλόων, αφού αν τούτο δε συνέβη θα λάβει κλάσμα αυτού ανάλογο προς το χρόνο της ναυτολογήσεώς του και β] αν πραγματοποιήθηκαν ή όχι όλα τα δρομολόγια του πλοίου, αφού τέτοια προϋπόθεση στις ως άνω κανονιστικές ρυθμίσεις δεν τίθεται.

Εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε ήδη, το πλοίο των εναγομένων κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ήταν δρομολογημένο σε γραμμές για τις οποίες είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και εκτελούσε επιδοτούμενους πλόες επί επτά [7] ημέρες την εβδομάδα. Η σύμβαση αυτή ίσχυσε καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια των διαδοχικών ναυτολογήσεων του ενάγοντος. Με βάση τα περιστατικά αυτά η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο τελευταίος δικαιούτο να λάβει το επίδομα του άρθρου 7 των ως άνω ΣΣΝΕ, το οποίο υπολόγισε σε οκτακόσια δεκατέσσερα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (814,28 €) αθροίζοντας ποσά εβδομήντα εννέα ευρώ και επτά λεπτών (1.129,58 € ο μισθός ενέργειας Χ 7% = 79,07 €) για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της πρώτης των ανωτέρω ΣΣΝΕ, ογδόντα ενός ευρώ και πέντε λεπτών (1.157,99 € Χ 7% = 81,05 €) για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της δεύτερης από αυτές και την προκύπτουσα αναλογία του επιδόματος αυτού για τις ημέρες εργασίας του κατά τους μήνες εκείνους που η ναυτολόγησή του περιορίστηκε σε μέρος τους, δηλαδή πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά για τις είκοσι δύο [22] ημέρες του μηνός Ιανουαρίου 2011 (79,07 € Χ 22/30 = 57,99 €), οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτά για τις τρείς [3] ημέρες του μηνός Φεβρουαρίου 2011 (79,07 € Χ 3/28 = 8,47 €) και πενήντα τέσσερα ευρώ και τρία λεπτά για τις είκοσι [20] ημέρες του Αυγούστου 2011 (81,05 € Χ 20/30 = 54,03 €). Ο υπολογισμός αυτός ήταν εσφαλμένος, αφού η πρόσθεση των ανά μήνα οφειλομένων αποδίδει άθροισμα οκτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ (844 €), όμως, κατά τούτο η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο έφεσης. Εν συνεχεία, αφαιρώντας από το σύνολο του οφειλομένου επιδόματος το ποσό των επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (724,95 €), του οποίου τη μεν λήψη ο ενάγων συνομολόγησε με την αγωγή του, το δε ύψος προκύπτει πράγματι από τις προσκομιζόμενες ατομικές αποδείξεις πληρωμής του και τις μισθολογικές καταστάσεις της πρώτης εναγομένης που τον αφορούν, η εκκαλουμένη διαπίστωσε ότι παραμένει οφειλόμενο για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των ογδόντα εννέα ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (814,28 € – 724,95 € = 89,33 €), το οποίο και του επιδίκασε. Έτσι που έκρινε ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες τρίτος της πρώτης και δεύτερος της δεύτερης λόγοι των ενδίκων εφέσεων πρέπει να απορριφθούν κατά μεν το σκέλος τους με το οποίο γίνεται επίκληση καταβολής για την αιτία αυτή στον ενάγοντα μεγαλύτερου ποσού και, συγκεκριμένα, επτακοσίων σαράντα ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (740,33 €) ως αβάσιμοι, κατά δε την αιτίασή τους ότι για τον προσδιορισμό του ύψους των οφειλομένων έπρεπε να μην συνυπολογιστούν οι ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε επιδοτούμενα δρομολόγια ως μη νόμιμοι.

  1. V. Εξάλλου, από τις ταυτόσημες διατάξεις του άρθρου 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει ότι εφόσον επί πλοίου που εκτελεί κυκλικά δρομολόγια με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις, μεταβάσεις στους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας, δεν εξασφαλίζεται εξάωρη τουλάχιστον παραμονή του στο λιμένα αφετηρίας μετά από τον προηγούμενο κατάπλου και πριν από τον επόμενο απόπλου, προκειμένου να παρασχεθεί στο πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης και προετοιμασίας του επόμενου δρομολογίου, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πρόσθετη αμοιβή για τα εν λόγω δρομολόγια (καλούμενα εξπρές), η οποία υπολογίζεται με βάση τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, το άθροισμα των οποίων διαιρείται με το συντελεστή 8, το δε αποδιδόμενο πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των εξπρές δρομολογίων για καθένα των οποίων και εφόσον η διάρκειά του ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών καταβάλλεται ποσό ίσο προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών εκάστου δικαιούχου. Κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την § 6 του ως άνω άρθρου οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, οι ναυτικοί δηλαδή δεν δικαιούνται την πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, σε ημερόπλοια, δηλαδή πλοία που εκτελούν ημερινούς πλόες από εβδόμης πρωινής (07:00) έως ενδεκάτης βραδινής (23:00) και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση της εξαιρέσεως και κατ’ επάνοδο στον κανόνα, τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, αν ταξιδεύουν δηλαδή και κατά το χρονικό διάστημα από 23:00 έως 07:00 (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996, ΜονΕφΠειρ. 191/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση τέτοιων δρομολογίων τα μέλη του πληρώματος των ημερόπλοιων που τα εκτελούν λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην § 7 του εν λόγω άρθρου ανεξαρτήτως αν τα πλοία πριν τον επόμενο απόπλου τους παραμείνουν στο λιμένα αφετηρίας έξι [6] ώρες ή όχι, αφού τότε η πρόσθετη αμοιβή τους υπολογίζεται με βάση όχι το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχωρήσεώς τους αλλά τον αριθμό των νυκτερινών δρομολογίων τους ή των πλόων εκείνων των οποίων η διάρκεια επεκτάθηκε και κατά τις νυκτερινές ώρες. Για την εφαρμογή δε της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα διαστήματα του χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 51/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής (ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα έχμασης, εφόσον καταβάλλεται σταθερά και παγίως (ΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354). Αντιθέτως, το επίδομα ιματισμού, περί του οποίου έγινε λόγος και πιο πάνω, δε λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, ο τέταρτος λόγος της έφεσης της πρώτης εναγομένης και ο τρίτος λόγος της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, κατά το σκέλος εκάστου με το οποίο οι εκκαλούσες μέμφονται την εκκαλουμένη που απορρίπτοντας το συναφή αμυντικό ισχυρισμό τους δέχθηκε ότι είναι νομικώς αδιάφορο το γεγονός ότι μεταξύ του κατάπλου και του απόπλου του πλοίου «Α» για την εκτέλεση των δρομολογίων εκάστης Τετάρτης και των Σαββάτων του ενδίκου χρονικού διαστήματος μεσολαβούσε υπερεξάωρο χρονικό διάστημα και επιδίκασε στον ενάγοντα ως διαφορά του καταβληθέντος έναντι του καταβλητέου επιδόματος για τα εξπρές αυτά δρομολόγια, που επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (8.392,57 €), είναι νομικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Αντιθέτως, κατά τα σκέλη τους με τα οποία πλήττεται η εκκαλουμένη αφενός για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, επειδή για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, που ήταν αναγκαίος για τον καθορισμό της αξιούμενης αμοιβής του για τη συμμετοχή του στα εν λόγω δρομολόγια εξπρές, συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού και μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής ανώτερο του αληθούς και, αφετέρου, για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επειδή η πρόσθετη αμοιβή προσδιορίστηκε με συνυπολογισμό και των αναφερομένων δύο [2] Σαββάτων κατά τα οποία δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο, οι ίδιοι λόγοι είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Ειδικότερα, για την επίμαχη αιτία ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή που πρέπει να υπολογιστεί με βάση τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του, οι οποίες προσδιορίζονται χωρίς να ληφθεί μεν υπόψη το επίδομα ιματισμού αλλά με συνυπολογισμό αφενός του μέσου όρου του επιδόματος έχμασης και της αναλογίας του επιδόματος άγονης γραμμής, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς οι παραδοχές της αυτές να πλήττονται με λόγο έφεσης και, αφετέρου, του μέσου όρου της κατ’ αποκοπή συμφωνηθείσας και καταβληθείσας αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία, ακόμα και αν τέτοια εργασία κρίθηκε ότι (πλην της Τετάρτης) εν προκειμένω δεν παρασχέθηκε, αφού η αμοιβή αυτή συμπεριλαμβάνεται πάντως στις καταβαλλόμενες αποδοχές του, όπως και οι εκκαλούσες ρητώς επικαλούνται. Όπως προκύπτει από τις ατομικές αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος (εγγραφές υπό τις ενδείξεις «ΥΠΕΡ.ΣΣ», «ΥΠΕΡ.ΕΤΑΙΡ.» και «ΑΡΓΙΕΣ ΑΚΤ. ΥΠΟΛ. ΠΛΗΡΩΜ.») σ’ αυτόν καταβλήθηκαν για είκοσι δύο [22] ημέρες του μηνός Ιανουαρίου 2011 εξακόσια τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (639,40 €), για τρεις [3] ημέρες του επομένου μηνός του ιδίου έτους ενενήντα τέσσερα ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (94,56 €), για καθέναν των μηνών Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2011 εννιακόσια σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (945,56 €), για είκοσι [20] ημέρες του μηνός Αυγούστου εξακόσια τριάντα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (630,38 €), για δεκαεννέα [19] ημέρες του μηνός Σεπτεμβρίου 2011 πεντακόσια ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά (598,85 €), για το μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους εννιακόσια σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (945,56 €) και για καθέναν των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011 εννιακόσια εξήντα εννέα ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (969,34 €). Ο μέσος όρος της καταβληθείσας στον ενάγοντα αμοιβής υπερωριακής εργασίας για το πρώτο πεντάμηνο του έτους εκείνου ανέρχεται σε επτακόσια είκοσι τέσσερα ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (724,93 €) και ο αντίστοιχος για το τελευταίο επτάμηνό του σε οκτακόσια πενήντα επτά ευρώ και ογδόντα λεπτά (857,80 €). Έτσι, για το χρονικό διάστημα ισχύος της πρώτης ανωτέρω ΣΣΝΕ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των  δύο χιλιάδων εξακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά [1.804,25 € οι τακτικές αποδοχές κατά τα προαναφερθέντα + 28,01 € ο μέσος όρος του επιδόματος έχμασης + 82,80 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής + 724,93 ο μέσος όρος αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης = 2.639,99 €). Επομένως, το 1/30 αυτών ισούται με ογδόντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (2.639,99 €/30 = 87,99 €). Κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα ο πλοίο «Α» πραγματοποίησε εικοσιοκτώ [28] συνολικά δρομολόγια εξπρές και, ειδικότερα, κατά τις δεκατρείς [13] Τετάρτες που προαναφέρθηκαν και επί δεκαπέντε [15] Σάββατα (συγκεκριμένα δε στις 8, 5 και 2/1, 26/2, 5, 12 και 26/3, 2, 9, 16 και 30/4 και 7, 14, 21, 28/5). Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (28 δρομολόγια Χ 87,99 € = 2.463,72 €). Αντιστοίχως, για το χρονικό διάστημα ισχύος της δεύτερης των ανωτέρω ΣΣΝΕ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες οκτακόσια δεκαοκτώ ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά [1.849,63 € οι τακτικές αποδοχές κατά τα προαναφερθέντα + 28,01 € ο μέσος όρος του επιδόματος έχμασης + 82,80 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής + 857,80 ο μέσος όρος αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης = 2.818,24 €), το δε 1/30 αυτών ισούται προς ενενήντα τρία ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά (2.818,24/30 = 93,94 €). Κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα το ίδιο πλοίο πραγματοποίησε σαράντα εννέα [49] δρομολόγια εξπρές και, ειδικότερα, κατά τις είκοσι τέσσερις [24] Τετάρτες που προαναφέρθηκαν και επί είκοσι πέντε [25] Σάββατα (συγκεκριμένα δε στις 4, 11, 18 και 25/6, 2, 9, 16, 23 και 30/7, 6, 13 και 20/8, 17 και 24/9, 1, 8, 15, 22 και 29/10, 5, 19 και 26/11 και 3, 24 και 31/12). Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριών ευρώ και έξι λεπτών (49 δρομολόγια Χ 93,94 € = 4.603,06 €). Συνολικώς για την αιτία αυτή του οφείλονται επτά χιλιάδες εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (2.463,72 € + 4.603,06 € = 7.066,78 €), έναντι των οποίων έχει λάβει, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, αποδεικνύεται από τις ως άνω ατομικές αποδείξεις πληρωμής του και δεν αμφισβητείται ειδικά, χίλια επτακόσια ογδόντα τρία ευρώ και είκοσι έξι λεπτά (1.783,26 €), με αποτέλεσμα να διατηρεί ανεξόφλητη εκ της αιτίας αυτής απαίτηση ύψους πέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (7.066,78 – 1.783,26 = 5.283,52 €).

  1. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτές διέπουν, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 861/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα καταρχήν δεν είναι η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 85/2015, ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΜονΕφΠειρ. 177/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται τακτικά και αδειαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το επίδομα ιματισμού για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δε λαμβάνεται υπόψη προς υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

Ενόψει του ότι από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε, πρώτον, εργασία του ενάγοντος επί ογδόντα έξι (86) ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 30.4.2011, δηλαδή επί 10,75 οκταήμερα (86/8 = 10,75) και επί διακόσιες είκοσι τρεις (223) ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2011 έως 31.12.2011, δηλαδή επί 11,73 δεκαεννεαήμερα, δεύτερον, μέσος όρος καταβληθείσας αμοιβής για υπερωριακή εργασία του κατά μεν το πρώτο τετράμηνο του έτους εκείνου ύψους εξακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (669,77 €) και κατά το επόμενο οκτάμηνο ύψους οκτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (868,77 €), τρίτον, μέσος όρος πρόσθετης αμοιβής για συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές του πλοίου «Α» κατά μεν το πρώτο τετράμηνο του ιδίου έτους ύψους εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών [2.463,72/117 Χ 30 = 631,72 €] και κατά το επόμενο οκτάμηνο ύψους επτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και είκοσι δύο λεπτών [4.603,06/192 Χ 30 = 719,22 €] και, τέταρτον, συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ύψους τριών χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών [1.804,25 € + 28,01 € + 82,80 € + 669,77 € + 631,72 € = 3.216,55€] και τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών [1.849,63 € + 28,01 € + 82,80 € + 868,77 € + 719,22 € = 3.548,43 €] αντίστοιχα, δικαιούται αυτός α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα το ποσόν των χιλίων εκατόν πενήντα δύο ευρώ και εξήντα λεπτών [3.216,55 € Χ ½ Χ 1/15 = 107,21 € Χ 10,75 = 1.152,60 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως εν μέρει συνομολογεί και κατά τα λοιπά αποδεικνύεται με την προσκομιδή της αντίστοιχης ατομικής απόδειξης πληρωμής του επτακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά συνολικώς (517,09 € + 282,05 € = 799,14 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται ακόμα τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (1.152,60 € – 799,14 € = 353,46 €) και β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων 2011 το ποσόν των τριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών [3.548,43 € Χ 2/25 Χ 11,73 = 3.329,79 €], έναντι των οποίων του καταβλήθηκαν, όπως συνομολογείται, διακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (289,14 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθούν οφειλόμενα τρεις χιλιάδες σαράντα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (3.329,79 € – 289,14 € = 3.040,65 €). Συνολικώς δε έναντι των επιδομάτων δώρων εορτών ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και ένδεκα λεπτών (3.040,65 € + 353,46 € = 3.394,11 €).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (6.172,33 €) προσδιορίζοντας τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του με συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού και αυξημένων έναντι των πραγματικά συνυπολογιστέων αποδοχών υπερωριακής εργασίας, ακολουθώντας εσφαλμένη μέθοδο εξαγωγής του μέσου όρου πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και μη αφαιρώντας από τα οφειλόμενα για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα το αληθώς καταβληθέν ως άνω ποσό αλλά έλασσον αυτού (517,09 €) εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε κατά παραδοχή ως βασίμων των συναφών πέμπτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης και τέταρτου λόγου της έφεσης της δεύτερης εναγομένης.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την ένδικη αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα λεπτών (25.442,60 €), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, MονΕφΘεσ. 1221/2017, ΜονΕφΠειρ. 21/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, αφενός, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα ενεχόμενες εις ολόκληρον η δε δεύτερη ευθυνόμενη περιορισμένα μέχρι το ποσό της αξίας του ως άνω πλοίου το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (89,33 € + 3.394,41 € = 3.483,74 €) ως διαφορές επιδόματος δρομολογίων άγονης γραμμής και επιδομάτων δώρων εορτών και, αφετέρου, να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους στην, εις ολόκληρον και περιορισμένα ως προς τη δεύτερη από αυτές και κατά το ως άνω μέτρο, καταβολή σ’ αυτόν του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (5.283,52 €) ως διαφορά πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, με το νόμιμο τόκο (όπως κρίθηκε πρωτοδίκως και δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης) για μεν το κονδύλιο των διαφορών επιδομάτων δώρων εορτών από την επομένη της αποναυτολογήσεως του ενάγοντος (18.3.2012) και ως προς τα λοιπά από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

VIII. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος αυτών στα οποία ο ενάγων υποβλήθηκε σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον, η δε δεύτερη ευθυνόμενη περιορισμένα μέχρι το ποσό της αξίας του πλοίου της, στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (3.483,74 €) με το νόμιμο τόκο ως προς μεν ποσό τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και ένδεκα λεπτών (3.394,11 €) από την 19η.3.2012 και ως προς ποσό ογδόντα εννέα ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (89,33 €) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον, η δε δεύτερη ευθυνόμενη περιορισμένα μέχρι το ποσό της αξίας του πλοίου της, στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (5.283,52 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 18η Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ