Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 370/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 Αριθμός Απόφασης: 370/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Συγκροτήθηκε από τουςΔικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

O ΚΠολΔ ορίζει: α) Στο άρθρο του 579 παρ. 1 ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”, β) Στο άρθρο του 580 παρ. 3, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και γ) Στο άρθρο του 581 παρ. 2 ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια, ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται. Τα παράπονα, που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1150/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 251/2016Δημ. Νόμος, ΑΠ 1476/2012Δημ. Νόμος, ΑΠ 1326/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 994/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 738/2012Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 250/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΘρ 14/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΚερκ 2/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 294/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 125/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 637/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 216/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2994/2006 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως, και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 251/2016ό.π., ΑΠ 738/2012ό.π., ΤριμΕφΛαμ 12/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 305/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΘρ 14/2016 ό.π., ΕφΚερκ 2/2016 ό.π., ΕφΠειρ294/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π., ΕφΘεσ 637/2013 ό.π.). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 ό.π., ΑΠ 251/2016ό.π., ΑΠ 738/2012ό.π.). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης, που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ασκήσεως κυρίας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής, επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται και επομένως, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. ΄Ετσι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετέσχον στην αναιρετική δίκη, επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια, που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατ` άρθρο 237 ΚΠολΔ(ΑΠ 738/2012 ό.π., ΑΠ 129/2004 Δημ. Νόμος). Οι διάδικοι, ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς υπαγόμενης στις ειδικές διαδικασίες, δικάζει κατ’ εφαρμογή των ανάλογων διατάξεων, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναιρέσεως, που έκανε δεκτό (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 ό.π., ΑΠ 886/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012ό.π., ΤριμΕφΛαμ 12/2017 ό.π., ΕφΠειρ 305/2016 ό.π., ΕφΘρ 14/2016 ό.π., ΕφΚερκ 2/2016 ό.π., ΕφΠειρ 294/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π.). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσαν (ΑΠ 738/2012 ό.π., ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π.). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “νομικό ζήτημα” θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το αρθ.559 ΚΠολΔ (ΑΠ 923/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 886/2017 ό.π., ΑΠ 534/2015, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 736/2011 Δημ. Νόμος). ΄Ετσι, αν αναιρεθεί απόφαση εφετείου, με την οποία έχουν απορριφθεί αντίθετες εφέσεις των διαδίκων ή έχουν γίνει δεκτές αντίθετες εφέσεις αυτών, εξετάζεται μόνον η έφεση εκείνου, που άσκησε αναίρεση, όχι και η έφεση του αντιδίκου του, που δεν άσκησε αναίρεση, στην πρώτη περίπτωση (απόρριψης των εφέσεων), ή εξετάζεται μόνον η έφεση του αντιδίκου εκείνου που άσκησε αναίρεση στη δεύτερη περίπτωση (αποδοχής και των δύο εφέσεων), αντίστοιχα, όχι όμως και η έφεση εκείνου, που άσκησε αναίρεση κατά το μέρος που αυτή (η έφεση του) έγινε δεκτή με την προσβληθείσα με αναίρεση απόφαση, γιατί, εφόσον δεν προσβλήθηκε με αναίρεση από τον εκκαλούντα, ούτε αναιρέθηκε η απόφαση, κατά το μέρος που έχει απορρίψει την έφεση του μη ασκήσαντος αναίρεση εκκαλούντος ή έκανε δεκτή την έφεση του ασκήσαντος αναίρεση εκκαλούντος, τα αναφερόμενα σ` αυτήν (έφεση που απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή, ανάλογα) καλύπτονται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σχετ. ΑΠ 553/2008 ό.π., ΕφΠειρ832/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ35/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 637/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 171/2013 Δημ. Νόμος, καθώς και Κ. Μπέη, Τα αντικειμενικά όρια της δίκης ενώπιον του Εφετείου μετά την αναίρεση προγενέστερης απόφασης του, Δ 29.838,841). Ανάλογα δε με το σημείο εκκίνησης της διαδικασίας στο δικαστήριο της παραπομπής καθορί­ζονται και οι δικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και η της άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης (ΑΠ 1411/99 ό.π.). Έτσι, αν πριν από την αναι­ρεθείσα οριστική απόφαση του Εφετείου είχε εκδοθεί προδικαστική απόφαση τού­του, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε επανάληψη της συζήτησης για αυτοπρόσωπη εμφά­νιση των διαδίκων στο Εφετείο ή για συ­μπληρωματικές αποδείξεις, χωρίς όμως η τελευταία αυτή απόφαση να αναιρεθεί, σημείο εκκίνησης της διαδικασίας ενώπι­ον του Εφετείου, μετά την παραπομπή σ’ αυτό, είναι εκείνο σε συνέχεια της προη­γηθείσας διαδικασίας, κατά την οποία είχε αρχίσει η συζήτηση επί της εφέσεως (ΑΠ 1411/1999 Δημ. Νόμος,ΕφΛαρ 216/2013 Δημ. Νόμος, Κ. Παπαδόπουλος «Η Αναι­ρετική Διαδικασία», 1997, σελ. 773, παρ. 521 και σελ. 798 παρ. 532).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 674 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87, επί των υποθέσεων των δικαζομένων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ) σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της εφέσεως στην περίπτωση αυτή γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Διότι παρότι οι λόγοι της εφέσεως στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή απορρίπτονται, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί παραδοχής τους (βλ. ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 268/2016 Δημ. Νόμος,ΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 171/2013 Δημ. Νόμος, Κ. Οικονόμου, Η ΄Εφεση, έκδ. 2017, άρθρο 524, σελ. 228 επ., Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2017, σελ. 27-30, Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση» τ. Η’, άρθρο 524, παρ. 6, Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, σελ. 232 επομ., Μαργαρίτης, σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, 2003, άρθρο 524). Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση εφεσίβλητο, η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη (Νίκας, ο.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντες – εφεσίβλητοι – ενάγοντες, άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), την από 23/03/2007 και με αριθμ. κατάθ. ……/23-03-2007 αγωγή, με την οποία, επικαλούμενοι ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» (ήδη καλούσα – εκκαλούσα-εφεσίβλητη), εξέθεταν ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε.), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με Ε.Σ.Σ.Ε., που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών Ο.Λ.Π.. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, πλην, όμως, η κύρια απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι, που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο, όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ` αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β` του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο με αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί του βασικού ημερομισθίου της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορηγήσεως της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 έως και 2004 και 10,366 αντίστοιχα για το έτος 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005. Ειδικότερα, με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες, στον πρώτο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 46.407,05 ευρώ και στο δεύτερο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 37.288,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης πρώτης αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής τους.Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 27/09/2007, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5861/22-11-2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη την αγωγή και συγκεκριμένα υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 35.433,47 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.405,69 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και καταδικάστηκε η εναγομένη στην εν μέρει δικαστική δαπάνη των εναγόντων, η οποία ορίστηκε σε 1.200 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και σε 950 ευρώ για το δεύτερο ενάγοντα. Η απόφαση αυτή διορθώθηκε με τη με αριθμ. 1820/07-04-2008 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, ως προς το προεισαγωγικό τμήμα αυτής και ειδικότερα ως προς τα στοιχεία της πληρεξουσίας δικηγόρου τους της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας. Κατά της με αριθμ. 5821/22-11-2007 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με τη με αριθμ. 1820/2008 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ασκήθηκαν: Α) η από 07/07/2008 έφεση των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων (εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …../07-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης …../07-07-2008 και Β) η από 17/07/2008 έφεση της εναγομένης Ανώνυμης Εταιρίας και ήδη εκκαλούσας (εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/21-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης …./22-07-2008, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τους ενάγοντες να γίνει δεκτή, στο σύνολό της, η ως άνω αγωγή τους, κατά δε την εναγόμενη εταιρία να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή αυτή των εναγόντων. Επί των ως άνω εφέσεων εκδόθηκε αρχικά, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η με αριθμ. 283/2010 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν και έγιναν τυπικά δεκτές οι ως άνω εφέσεις, αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η έκδοση της οριστικής απόφασης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη, που εκκρεμούσε στο Δικαστήριο της πλήρους Πολιτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί της αίτησης αναίρεσης, που είχε ασκήσει η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» κατά της με αριθμ. 622/2009 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί επί συναφούς αγωγής για αντίστοιχες με τις επίδικες αξιώσεις. Μετά δε την έκδοση επί της εν λόγω αίτησης αναίρεσης της με αριθμ. 5/2011 απόφασης της πλήρους Πολιτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επανήλθε η υπόθεση με την από 27/12/2012 και με αριθμ. …./2012 κλήση των εκκαλούντων – εφεσιβλήτων – εναγόντων προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, με τη με αριθμ. 215/20-03-2014 απόφασή του, μετά από συνεκδίκασητων ως άνω εφέσεων, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10/10/2013, αφού κρίθηκαν αυτές τυπικά και στην ουσία τους δεκτές, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, διακρατήθηκε η υπόθεση από τον παρόν Δικαστήριο και εκδικάστηκε η από 23/03/2007 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/23-3-2007) αγωγή. Εν συνεχεία, αφού απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο (με τη με αριθμ. 215/2014 απόφασή του) ως μη νόμιμο το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο περί επιδικάσεως στους ενάγοντες διαφορών αποδοχών αδείας, έγινε η υπό κρίση αγωγή δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη ως προς το κονδύλιο επιδικάσεως στους ενάγοντες διαφορών επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», να καταβάλει: α) στον πρώτο των εναγόντων, ………., το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων δεκαέξι ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (10.716,87 ευρώ), β) στο δεύτερο των εναγόντων, ………….. , το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (8.259,86 ευρώ) και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, μέχρι την εξόφλησή τους, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων.Κατόπιν, εναντίον της με αριθμ. 215/20-03-2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη άσκησε την από 27/07/2015 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 415/14-03-2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα), δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε η ως άνω με αριθ. 215/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου μέρος και ειδικότερα καθ’ ο μέρος δεχόμενη τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις, εξαφά­νισε την πρωτόδικη απόφαση και έκανε δεκτό ως βάσιμο το αγωγικό κονδύλιο περί επιδομάτων αδείας, επιδικάζοντας τα ως άνω ποσά στους ενάγοντες, για το λόγο ότι το Εφετείο υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.Με την από01/08/2017 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./04-08-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./04-08-2017 κλήση δε μετά από παραπομπή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, επαναφέρονται νόμιμα προς συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α` ΚΠολΔ, μετά από την έκδοση της με αριθμ. 415/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με αριθμ. 215/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου τούτου, ως Δικαστηρίου της παραπομπής (580 παρ. 3 και 591 παρ. 1 εδ α΄ ΚΠολΔ), προκειμένου να ερευνηθούν, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την ως άνω αναιρετική απόφαση, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών: Α) η από 07/07/2008 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων (εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/07-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης …/07-07-2008 και Β) η από 17/07/2008 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης Ανώνυμης Εταιρίας και ήδη εκκαλούσας (εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./21-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης …/22-07-2008. Οι ως άνω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 5861/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015-ΦΕΚ Α΄ 23-7-2015, με έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 την 1-1-2016), όπως αυτή διορθώθηκε, πρέπει, κατά το μέρος κατά το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου τούτου, ως Δικαστηρίου της παραπομπής, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), εφόσον, μετά την αναίρεση εν μέρει της παραπάνω απόφασης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, οι διάδικοι επανήλθαν στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης, δηλαδή στο σημείο εκεί­νο της διαδικασίας που είναι σε συνέχεια της προηγηθείσης διαδικασίας κατά την οποία είχε αρχίσει η συζήτηση επί της εφέ­σεως (579 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τις με αριθμ. …./Γ/08-09-2017 και …./Γ/11-09-2017 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …….., που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση η καλούσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγομένη Ανώνυμη Εταιρία, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 01/08/2017 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./04-08-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./04-08-2017 κλήσεως,με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησηγια τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά από παραπομπή, με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της μέρος, η με αριθμ. 215/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εκκαλούντες – εφεσίβλητους – εναγομένους. Οι τελευταίοι, ωστόσο, δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο και συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Ηυπό στοιχείο Α΄ από 07/07/2008 και με αριθμ. κατάθ. …./07-07-2008 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με αριθμ. …./07-07-2008 στο Εφετείο Πειραιώς έφεση, όμως, των εναγόντων, κατά το μέρος κατά το οποίο παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Εφετείο με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου,  πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να επακολουθήσει περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, σύμφωνα και με όσα σχετικά αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας (άρθρο 674 παρ. 2εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με  το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87)(ΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 171/2013 Δημ. Νόμος, ΕΘ 363/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3116/2006 Δημ. Νόμος). Ωστόσο, ως προς την υπό στοιχείο Β΄ από 17/07/2008 και με αριθμ. κατάθ. …../2008 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με αριθμ. κατάθ. …./22-07-2008 στο Εφετείο Πειραιώς έφεση της εναγομένης Ανώνυμης Εταιρίας, κατά το μέρος κατά το οποίο παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Εφετείο με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρα 591 και 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος,ΕφΠειρ 250/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΚερκ 2/2016 Δημ. Νόμος,ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, η υπό κρίση από 17/07/2008 και με αριθμ. κατάθ. …./2008 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με αριθμ. κατάθ. …../22-07-2008 στο Εφετείο Πειραιώς έφεση της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθώς η εκκαλούμενη με αριθμ. 5861/2007 απόφαση, μετά της με αριθμ. 1820/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διόρθωσε αυτήν,επιδόθηκαν, με επιμέλεια των εναγόντων, στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, την 20/06/2008 (βλ. σχετ. την από 20/06/2008 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……….. επί επικυρωμένου φωτ/φου της εκκαλουμένης), ενώ η ως άνω (από 17/07/2008 και με αριθμ. κατάθ. …./2008 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με αριθμ. κατάθ. …../22-07-2008 στο Εφετείο Πειραιώς) έφεση κατατέθηκε στις 21/07/2008, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραδεκτώςδε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή τουμε το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011 –βλ. & άρθρο 72 παρ.13 του Ν. 3994/25-07-2011). Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Β΄ από 17/07/2008 και με αριθμ. κατάθ. …/2008 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με αριθμ. κατάθ. …./22-07-2008 στο Εφετείο Πειραιώς έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι έχουν κατατεθεί προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού το εμπρόθεσμο της εφέσεως δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΚερ 2/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ. 1667/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 125/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ. 85/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 20/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος). Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/23-7-2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, οι κρινόμενες ως άνω εφέσεις κατατέθηκαν πριν την 1-1-2016.

Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011 και 26/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1150/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 923/2017 Δημ. Νόμος). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι, για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών, οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου, που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίωμισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, 1 παρ.1 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β΄ 742), προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές», που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, α) η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, γιατί η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα και δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, β) η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και γ) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα (ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 191/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 415/2017Δημ.. Νόμος, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017 Δημ. σε ιστοσελ ΑΠ, ΤριμΕφΠειρ 174/2018 αδημ., ΤριμΕφΠειρ 173/2018 αδημ.). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (ήδη ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1 εδ. β΄ οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας, που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, «Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας…» (παρ. 3) και «Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%» (παρ. 4). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. Β) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλωνκλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η «επί αποδόσει» εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και Γ) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σε αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ. Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχήν, σε ισχύ και μετά τη μετατροπή του ΟΛΠ από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον Α.Ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην ΟΛΠ Α.Ε. και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 415/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2017ό.π., ΑΠ 417/2017ό.π., ΑΠ 1171/2014, 1172/2014 και 1173/2014 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 174/2018 αδημ., ΤριμΕφΠειρ 173/2018 αδημ.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί, αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει, μετά την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 769/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του,όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα, που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει, αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013). ΄Οταν λοιπόν το εκκληθέν με την έφεση κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι μεν μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο (γι’ αυτό μπορεί να ασκηθεί αντέφεση, καθόσον αφορά στο μέρος του αιτήματος, που έγινε δεκτό), το Εφετείο,όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνον κατά το μέρος, που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 1344/2015 ό.π.).Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη, τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 207/2017 ό.π., ΑΠ 1344/2015 ό.π.). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή, όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ.. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Σε περίπτωση, δε, που κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης, που πλήττονται με την έφεση, αλλά επεκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις της αγωγής, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή, η, δε, έρευνα των βάσεων, που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οίκοθεν, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκατάστασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβαθμίου. Επομένως, για την εξέταση αυτή δεν απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 39/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1248/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1316/2008 ΕλλΔνη 2008. 1434, ΑΠ 834/2008 ΝοΒ 2008. 2458, ΕφΑθ 6601/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 4644/2006 ΝοΒ 2008. 581). Αν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του εναγομένου, που παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν δύναται να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής δίχως έφεση ή αντέφεσητου ενάγοντος (ΑΠ 221/2015 Δημ. Νόμος ό.π., ΕφΑθ 6601/2011 ό.π., ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 47/2011 Δημ. Νόμος).Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, το Εφετείο Πειραιά, με τη με αριθμ. 215/2014 απόφασή του, ερμηνεύοντας, στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του, τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 680, 648 επ. ΑΚ, 10 του ν.1876/1990, 3 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, ως ανωτέρω, καθώς και των άρθρων 20 παρ.1, 23, 27, 30 και 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, αφού δέχθηκε, καθόσον αφορά τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας των εργαζομένων όσα στην αρχή της παρούσας αναφέρονται, αναφορικά με την αρχή της προστασίας των μισθωτών και την αποτελούσα ειδικότερη μορφή αυτής αρχή της εύνοιας, καθόσον δε αφορά τους λιμενεργάτες, που απασχολούνται στο λιμάνι του Πειραιά όσα εκτέθηκαν αναφορικά με τον κατ` άρθρο 35 παρ. 1 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, στη συνέχεια απέρριψε ως μη νόμιμο το κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς. Αναφορικά δε με το κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005, κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο, κατά τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην ελάσσονα πρόταση δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ“ και το διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ ΑΕ“, στις 11-10-1973, ο πρώτος και, στις 18-7-1988, ο δεύτερος, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς. Ότι οι όροι εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία “ Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ“. Ότι ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες οι ενάγοντες κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης εταιρείας σε διάφορες βάρδιες και απασχολούντο με όλα τα είδη των λιμενικών εργασιών, είτε αυτές διεξάγονταν με απόδοση, είτε με σταθερό ημερομίσθιο και, ανάλογα με την εργασία που παρείχαν, καταβάλλονταν σ` αυτούς το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και τις οικείες ΕΣΣΕ σταθερό ημερομίσθιο ή το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονταν επιπλέον του ελάχιστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο από 1-1-2001 έως 31-12-2005 όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή απόδοσης προβλέπεται και καταβάλλεται στους εργαζόμενους της εναγομένης τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και, συνεπώς, η αμοιβή αυτή έχει την έννοια των τακτικών αποδοχών, επί των οποίων πρέπει να υπολογίζονται οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι, ειδικότερα, το επίδομα αδείας που ελάμβαναν οι ενάγοντες κατά την ως άνω χρονική περίοδο δεν διαμορφώνονταν με βάση το ημερομίσθιο που προέκυπτε από την πραγματική απόδοσή τους και καταβαλλόταν σ` αυτούς κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη λήψη της άδειας, όπως θα έπρεπε, αλλά με βάση το κατώτερο ημερομίσθιο ασφαλείας, προσαυξημένο κατά 20% από το έτος 1990 και 25% αργότερα, κατά την πρόβλεψη των αντίστοιχων ΕΣΣΕ. Ότι ο τρόπος αυτός υπολογισμού του επιδόματος αδείας σε ποσά κατώτερα από εκείνα, που αναλογούσαν στο προβλεπόμενο και πραγματικά καταβαλλόμενο ημερομίσθιο απόδοσης κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της άδειας δωδεκάμηνο, είναι βλαπτικός γι` αυτούς, οι οποίοι δικαιούνται να αξιώσουν τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με τις ευμενέστερες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, δηλαδή του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και του άρθρου 3 του αν 539/1945, κατά τις οποίες το επίδομα αδείας είναι ίσο με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών, με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με τη διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμο αποδοχών του εργαζόμενου κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της άδειας δωδεκάμηνο, ώστε να συνυπολογισθούν όλες οι εργοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα αυτό ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά ανά μήνα, δια του αριθμού 12, ενώ οι διατάξεις αυτές, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, υπερισχύουν, με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, από τις αντίθετες και δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους διατάξεις των σχετικών Κανονισμών εργασίας ή των οικείων ΕΣΣΕ. Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο, τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι καθ` όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν προέκυψε ότι στο μηνιαίο σύνολο των αποδοχών των εναγόντων περιλαμβάνονται και ποσά, που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κίνησης και αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, ο ενάγων Ε. Ν. δικαιούται να λάβει για διαφορές επιδόματος αδείας κατά το έτος 2001 τις αποδοχές 13 ημερομισθίων, δηλαδή με αποδοχές 1.616.995 δραχμές τον Ιούλιο 2000 + 1.210.628 δραχμές τον Αύγουστο 2000 + 1.494.759 δραχμές τον Σεπτέμβριο 2000 + 1.191.290 δραχμές τον Οκτώβριο 2000 + 1.004.839 δραχμές το Νοέμβριο 2000 + 873.299 δραχμές το Δεκέμβριο 2000 + 1.200.990 δραχμές τον Ιανουάριο 2001 + 1.125.504 δραχμές το Φεβρουάριο 2001 + 1.093.260 δραχμές το Μάρτιο 2001 + 1.161.424 δραχμές τον Απρίλιο 2001+ 1.341.947 δραχμές το Μάϊο 2001 + 1.204.122 δραχμές τον Ιούνιο 2001 = 14.519.157 δραχμές, δηλαδή το ισόποσο των 42.609,41 ευρώ :12 μήνες απασχόλησης = 3.550,78 ευρώ ο μέσος όρος του τελευταίου 12μήνου :25 ημέρες = 142,03 ευρώ το ημερομίσθιο χ 13 ημέρες = 1.846,40 ευρώ. Αντ` αυτών έλαβε ο Ε. Ν. 565,34 ευρώ και δικαιούται τη διαφορά των 1.281,06 ευρώ. Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο, κατά τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπολόγισε το Εφετείο τις διαφορές επιδόματος αδείας για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, καθώς και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα Π. Μ. και επιδίκασε σε αυτούς τα ποσά των 10.716,87 και 8.259,86 ευρώ αντίστοιχα. Με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση, όμως, του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε κατόπιν άσκησης αναιρέσεως επί της ως άνω με αριθμ. 215/2014 οριστικής αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι «…Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών, με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου “αμοιβή απόδοσης“ και της “επικρατέστερης απασχόλησής“ τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το “βασικό ημερομίσθιο“, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της “επικρατέστερης απασχόλησής “τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες, που ενέπιπταν στην προσαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την “επί αποδόσει“ και “επί ημερομισθίω“ αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το “ασφαλιστικό ημερομίσθιο“ προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των “τακτικών αποδοχών“. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών – συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των “τακτικών“ αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε “από την απόδοση“ και την “επικρατέστερη απασχόληση“, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος…». Κατόπιν τούτων, με την ως άνω με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, αναιρέθηκε η με αριθμ. 215/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον κρίθηκε ότι η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση.Πρέπει να σημειωθεί, ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1 ΚΠολΔ και 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς κάποιο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους έφεσης, που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 322 ΑΚ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν δε αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον αφορά στο αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο περί επιδικάσεως διαφορών αποδοχών αδείας, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο ως μη νόμιμο με τη με αριθμ. 215/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το κεφάλαιο αυτό, δεν αναιρέθηκε η ως άνω υπ’ αριθμό 215/2014 απόφαση με την υπ’ αριθμό 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου και, κατά συνέπεια, δεν μεταβιβάσθηκε το σχετικό κεφάλαιο προς νέα κρίση στο δικαστήριο της παραπομπής, με αποτέλεσμα ως προς τις παραδοχές αυτές η αναιρεθείσα απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να αποτελεί δεδικασμένο για το δικαστήριο της παραπομπής (βλ. σχετ. ΑΠ 886/2017 ό.π.). Κατόπιν των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή, με το ως άνω, κατ’ ορθή εκτίμηση, ιστορούμενο περιεχόμενο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, είναι απορριπτέα, κατά την κύρια βάση της και ως προς το αιτούμενο (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, ως μη νόμιμη, διότι ναι μεν οι ενάγοντες ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (άρθρα 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), όμως, τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν την λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν, στο σύνολό τους, στην εκτεθείσα στην ανωτέρω νομική σκέψη έννοια των «τακτικών – συνήθων» αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο προαναφερθείς Κανονισμός, τον οποίο επικαλούνται οι ενάγοντες, προβλέπει για την «επί αποδόσει» και «επί ημερομισθίω» αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού, θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των «τακτικών αποδοχών», ενώ ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες, εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι «τακτικές – συνήθεις» υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου, από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία, αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση», κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος, το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως προς το ως άνω κονδύλιο, είναι απορριπτέα και για τον λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερθείσες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους αφενός τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του εν λόγω Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το «βασικό ημερομίσθιο», λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της «επικρατέστερης απασχόλησης αυτών» κατά το τελευταίο, προ της χορήγησης της άδειας, τρίμηνο κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο), ώστε, αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους, να ανευρεθεί από το Δικαστήριο η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (βλ. και ΑΠ 416/2017, ό.π., ΑΠ 417/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 174/2018 ό.π, ΤριμΕφΠειρ 173/2018 ό.π., ΕφΠειρ 283/2016Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ284/2016Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ290/2016Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ314/2016Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ356/2016Δημ. Νόμος,ΕφΠειρ 683/2015 Δημ. Νόμος). Τέλος, ως προς τη, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017Δημ. Νόμος, ΑΠ 438/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1414/2015 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 174/2018ό.π, ΤριμΕφΠειρ 173/2018 ό.π.). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Εφετείο, όταν, μετά από την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης, κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Συνεπώς, αν η αγωγή έχει και επικουρική βάση (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση), το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης του εναγομένου δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στην επικουρική βάση της αγωγής, που δεν είχε εξεταστεί πρωτοδίκως, χωρίς μάλιστα να απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή έστω υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 2039/2014 ΧρΙΔ 2015.354, ΑΠ 1372/2010 και ΑΠ 1316/2008 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν αυτών, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε η υπόθεση με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς περαιτέρω εκδίκαση, πρέπει να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 17/07/2008 έφεση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./21-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης …/22-07-2008, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου της περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του νόμου και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη με αριθμ. 5861/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και καθ’ ο μέρος επεδίκασε στους ενάγοντες διαφορές επιδομάτων αδείας. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 23/03/2007 και με αριθμ. κατάθ. …../23-03-2007 αγωγή, να απορριφθεί αυτή, για τους ανωτέρω λόγους και ως προς το αιτούμενο κονδύλιο περί επιδικάσεως διαφορών του επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού 12.279,26 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και συνολικού ποσού των 9.535,18 ευρώ στο δεύτερο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης πρώτης αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής τους. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, πρέπει, όμως, να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο σε βάρος των ερημοδικαζομένων εκκαλούντων – εφεσιβλήτων (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος κάθε ενάγοντος μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε η υπόθεση με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 294/2015 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ: Α) τηναπό 07/07/2008 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./07-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./07-07-2008,ερήμην των εκκαλούντων και Β) την από 17/07/2008 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/21-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης …./22-07-2008,ερήμην των εφεσιβλήτων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Α) Απορρίπτει την από 07/07/2008 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./07-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. …./07-07-2008, κατά το μέρος, κατά το οποίο παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Εφετείο με τη με αριθμ. 415/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικού Τμήματος).

Β) ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από  17/07/2008 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/21-07-2008, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης …../22-07-2008, καθ’ ο μέρος φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μετά από την έκδοση της με αριθμ. 415/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικού Τμήματος).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 5821/22-11-2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και κατά το μέρος, που αφορά το αναιρεθέν μέρος της υπ’ αριθμ. 215/2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και παραπεμφθέν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δυνάμει της με αριθμ. 415/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Β2΄ Πολιτικού Τμήματος).

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση ως προς το μέρος αυτό και δικάζει επί της από 23/03/2007 και με αριθμ. κατάθ. …../23-03-2007 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω αγωγή και ως προς το μέρος αυτό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος κάθε ενάγοντος μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ και για το δεύτερο ενάγοντα στο ποσό τωνεπτακοσίων τριάντα (730) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 17/05/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14/06/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης.

ΗΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ