Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 334/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 334 /2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεση (υπ’ αριθ. καταθ. …. /18-12-2015) κατά της υπ’ αριθ. 3630 /2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία συνετελέσθη την 20ή Νοεμβρίου 2015 (άρθρα 144§1, 495§1, 518§1 και 520§2 ΚΠολΔ). Έχει δέ καταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄&β΄ ΚΠολΔ (όπως η τετάρτη παράγραφος προσετέθη διά του άρθρου 12§2 Ν. 4055 /2012 και το δεύτερον εδάφιον αυτής προσετέθη διά του άρθρου 93§1 Ν. 4139 /2013), προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως (βλ. υπ’ αριθ. ………… σειράς Α΄ παράβολα Δημοσίου και υπ’ αριθ. ………… σειράς Α΄ παράβολα ΤΑΧ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή  και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το (νόμω και ουσία) βάσιμον των επί μέρους λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ). Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν ότι παθητικώς νομιμοποιούμενοι επί της παυλιανής αγωγής τυγχάνουν ο απαλλοτριώσας οφειλέτης και ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση τρίτος, οι οποίοι τελούν εις δεσμόν αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρα 939επ., 68, 73, 76§1, 216§1 ΚΠολΔ), όπως επίσης εις δεσμόν αναγκαστικής ομοδικίας τελούν και οι από κοινού εναγόμενοι ομόρρυθμος (ή ετερόρρυθμος) εταιρεία και ομόρρυθμοι εταίροι διά το χρέος της εταιρείας έναντι του ενάγοντος δανειστού (άρθρα 329 και 920 ΚΠολΔ), οπότε όταν έχουν ασκηθεί αγωγή του ενάγοντος δανειστού κατά της κυρίας οφειλετρίας ομορρύθμου (ή ετερορρύθμου) εταιρείας και κατά του ομορρύθμου εταίρου (ως εις ολόκληρον ενεχομένου) διά καταβολήν του χρέους και αγωγή του ιδίου ενάγοντος δανειστού κατά αμφοτέρων του μεταβιβάσαντος ομορρύθμου εταίρου και του προς όν η μεταβίβαση τρίτου περί διαρρήξεως της υπό του ενός προς τον άλλον γενομένης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, οι οποίες (αγωγές) συνεκδικάζονται, πρέπει άπαντες οι διάδικοι των ως άνω αγωγών να καλούνται και να συμμετέχουν εις των πρωτόδικον ή δευτεροβάθμιον δίκη (βλ. ΑΠ 1103 /2010, ΕλλΔνη 53: 752 και ΑΠ 1230 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 459788), εις την προκειμένην περίπτωσιν, κατά την οποίαν εκδικάζεται σε δεύτερο βαθμό η αγωγή της εφεσιβλήτου – εναγούσης κατά του πρώτου εκκαλούντος (ομορρύθμου εταίρου μεταβιβάσαντος, ως κατωτέρω αναλυτικώτερον εκτίθεται, λόγω δωρεάς τις διά του αγωγικού δικογράφου περιγραφόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες επί ενιαίου οικοπέδου), κατά της δευτέρας εκκαλούσης (προς ήν η μεταβίβαση λόγω δωρεάς συζύγου του πρώτου εκκαλούντος), δεν ήτο αναγκαίον να απευθυνθεί η ένδικη αγωγή και κατά της κυρίας οφειλετρίας ετερορρύθμου εταιρείας ούτε είναι αναγκαίον, κατ’ άρθρον 517 ΚΠολΔ, να απευθύνεται η κρινομένη έφεση κατά της ως άνω ετερορρύθμου εταιρείας (ή να καλείται αύτη), ομόρρυθμον μέλος της οποίας τυγχάνει ο πρώτος εκκαλών – πρώτος εναγόμενος απαλλοτριώσας, αφού δεν συνεξεδικάσθη μετά της ενδίκου αγωγής της εναγούσης δανειστρίας κατά του πρώτου και της δευτέρας ως άνω εναγομένων (περί διαρρήξεως της φερομένης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας) και αγωγή της ιδίας εναγούσης κατά της (μη διαδίκου) κυρίας οφειλετρίας ετερορρύθμου εταιρείας και κατά του πρώτου εναγομένου ομορρύθμου εταίρου αυτής περί καταβολής του χρέους.

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. …… /2008 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως συνεπληρώθη διά των πρωτοβαθμίων προτάσεων, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: α) ότι διά συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου παρέσχε την εργασία της ως βοηθός λογιστού προς την μη διάδικο ετερόρρυθμον εταιρεία υπό την επωνυμία «………….» από της προσλήψεώς της εντός του έτους 1980 έως και την 30ήν Αυγούστου 2007, β) ότι άσκησε κατά της πρώην εργοδότιδος την υπ’ αριθ. καταθ. …. /2007 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αξίωσε την αναγνώριση της οφειλής συνολικού χρηματικού κεφαλαίου 147.658,76 ευρώ, το οποίο αφορούσε αφ’ ενός σε  διαφορές μεταξύ καταβλητέων και καταβληθέντων δεδουλευμένων των ετών 2003 έως και 31-8-2006,  διά οφειλόμενες αποδοχές και συναφείς αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1-9-2006 έως και 30-8-2007 χρηματικού ύψους κατ’ ορθόν αθροιστικό υπολογισμό των επί μέρους κονδυλίων 92.160,23 (= 14.706,80 + 16.541,27 + 18.355,99 + 24.035,21 + 18.520,96) ευρώ (αντί του εσφαλμένως αναγραφέντος συνόλου των 92.186,96 ευρώ) και αφ’ ετέρου σε αποζημίωση απολύσεως χρηματικού ύψους 56.471,80 ευρώ, γ) ότι επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 4414 /2008 απόφαση ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας ανεγνωρίσθη ότι η ως άνω εργοδότις ώφειλε να καταβάλει προς την ενάγουσα αφ’ ενός διά διαφορές δεδουλευμένων των ετών 2003 έως και 2007 χρηματικό ποσόν 50.804,60 (= 7.120,51 + 7.500,16 + 8.029,19 + 13.084,69 + 15.070,05) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και αφ’ ετέρου διά αποζημίωση απολύσεως χρηματικό ποσόν 34.535,53 ευρώ νομιμοτόκως από 30ής Αυγούστου 2007, δ) ότι κατά της ως άνω αποφάσεως η πρώην εργοδότις άσκησε την υπ’ αριθ. καταθ. …… /2008 έφεση, η οποία απερρίφθη διά της υπ’ αριθ. 747 /2010 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς και ότι ούτως η ως άνω χρηματική απαίτηση της ιδίας κατά της πρώην εργοδότιδος έχει αναγνωρισθεί τελεσιδίκως, ε) ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος ετύγχανε μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώην εργοδότιδος και συνακολούθως εις ολόκληρον μετ’ αυτής ευθυνόμενος διά τα ως άνω χρέη, ωχλείτο υπό της ιδίας από του έτους 2004 και επέκεινα διά την καταβολήν των ως άνω χρηματικών οφειλών, στ) ότι ο ως άνω αντίδικος, ο οποίος δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. /1968 οικοδομικής αδείας του Γραφείου Πολεοδομίας Πειραιώς είχε ανεγείρει τετραώροφη οικοδομή μετά υπογείου και δώματος επί ιδιοκτήτου οικοπέδου και δυνάμει της υπ’ αριθ. …. /30-11-2001 πράξεως συστάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., η οποία μετεγράφη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, είχε συστήσει επί του ως άνω οικοδομήματος τις διά της αγωγής περιγραφόμενες ένδεκα ως προς τον αριθμόν οριζόντιες ιδιοκτησίες, προέβη στις ακόλουθες απαλλοτριωτικές δικαιοπραξίες: ι) δυνάμει της υπ’ αριθ. …… /23-12-2005 συμβάσεως δωρεάς της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., η οποία μετεγράφη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, εδώρησε και μετεβίβασε στην δευτέρα εναγομένη σύζυγό του αφ’ ενός κατά πλήρη κυριότητα τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των υπό στοιχεία «ΥΠ1» και «ΥΠ2»  διαμερισμάτων και της υπό στοιχεία «ΑΠ» αποθήκης του υπογείου ορόφου και των υπό στοιχεία «ΙΣ1» και ΙΣ2» διαμερισμάτων του ισογείου ορόφου (αντικειμενικής αξίας 18.545,72 ευρώ, 16.813,60 ευρώ, 35.362,87 ευρώ και 33.797,58 ευρώ) και αφ’ ετέρου κατά επικαρπίαν τις υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες του οικοδομήματος και ειδικώτερον τα υπό στοιχεία «Α2», «Β1», «Γ1», «Β2», «Γ2» και «ΔΩΜ» διαμερίσματα των πρώτου, δευτέρου, τρίτου υπέρ το ισόγειον ορόφων και του δώματος (αντικειμενικής αξίας 8.174,31 ευρώ, 8.979,32 ευρώ, 9.406,91 ευρώ, 8.583,03 ευρώ, 8.991,75 ευρώ και 5.623,04 ευρώ) και ιι) παραλλήλως δυνάμει των υπ’ αριθ. …………συμβάσεων γονικής παροχής της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, οι οποίες έχουν μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, μετεβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον τρίτον εναγόμενο υιό του την ψιλή κυριότητα των οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό στοιχεία «Γ1» και «Γ2» διαμερισμάτων του τρίτου υπέρ το ισόγειον ορόφου, προς τον τέταρτον εναγόμενον υιόν του την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία «Β1» διαμερίσματος του δευτέρου υπέρ το ισόγειον ορόφου και του υπό στοιχεία «ΔΩΜ» διαμερίσματος του δώματος και προς την πέμπτην εναγομένη θυγατέρα του την ψιλή κυριότητα των υπό στοιχεία «Α2» και «Β2» διαμερισμάτων των πρώτου και δευτέρου υπέρ το ισόγειον ορόφων, ζ) ότι ακολούθως δυνάμει των υπ’ αριθ. …. /2006 και … /2006 συμβολαίων της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …… ., τα οποία έχουν μεταγραφεί στα ως άνω βιβλία μεταγραφών, η δευτέρα εναγομένη και ο τρίτος εναγόμενος μετεβίβασαν την επικαρπία και ψιλή κυριότητα αντιστοίχως των υπό στοιχεία «Γ1» και «Γ2» διαμερισμάτων του τρίτου ορόφου (κατ’ ισομοιρίαν) προς την έκτη εναγομένη και τον έβδομο εναγόμενο, η) ότι ο πρώτος εναγόμενος, τελών εν γνώσει των κατ’ αυτού (ως εις ολόκληρον μετά της πρώην εργοδότιδος συνοφειλετρίας ενεχομένου ομορρύθμου εταίρου) επί μέρους ληξιπροθέσμων και απαιτητών εκ των ως άνω εργατικών απαιτήσεων της ιδίας, οι οποίες ήσαν γεγεννημένες, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές μέχρι της συντελέσεως των ως άνω απαλλοτριώσεων (ήτοι μέχρι και της 23ης Δεκεμβρίου 2005), προέβη εις τις ως άνω απαλλοτριώσεις απάσης της προπεριγραφείσης ακινήτου περιουσίας του, ώστε να καταστεί αφερέγγυος και να προκαλέσει την παντελή αδυναμία ικανοποιήσεως αφ’ ενός των συγκεκριμένων επί μέρους εργατικών αξιώσεων, οι οποίες είχαν γεννηθεί και ήσαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές μέχρι της συντελέσεως των απαλλοτριωτικών δικαιοπραξιών (ήτοι μέχρι και της 23ης Δεκεμβρίου 2005), και αφ’ ετέρου των επί μέρους εργατικών απαιτήσεων, οι οποίες εντός του νομικού και πραγματικού πλαισίου της ιδίας συμβάσεως εργασίας ανεμένοντο να γεννηθούν και να καταστούν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές (όπως και έγινε) μετά την συντέλεση των ως άνω απαλλοτριώσεων μέχρι και του χρόνου καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως (ήτοι μέχρι και της 30ής Αυγούστου 2007), θ) ότι η δευτέρα εναγομένη, οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι και η πέμπτη εναγομένη, εγνώριζαν ότι κατά τον χρόνον των προς έκαστον και εκάστην τούτων γενομένων χαριστικών απαλλοτριωτικών πράξεων υπήρχε η προπεριγραφείσα εκκρεμής ληξιπρόθεσμος και απαιτητή απαίτηση της ιδίας (εναγούσης) κατά του πρώτου εναγομένου (συζύγου και πατρός αυτών αντιστοίχως) και παρά ταύτα ενήργησαν προς βλάβην αυτής (ανεξαρτήτως του ότι λόγω του χαριστικού χαρακτήρος των ως άνω δικαιοπραξιών δεν απητείτο η ύπαρξη τοιαύτης γνώσεως και ότι εις πάσαν περίπτωσιν λόγω της συζυγικής σχέσεως της δευτέρας εναγομένης και του συγγενικού βαθμού πρώτου βαθμού εξ αίματος των τρίτου, τετάρτου και πέμπτης εναγομένων μετά του πρώτου εναγομένου η τοιαύτη γνώση ετεκμαίρετο) και ι) ότι αντιστοίχως κατά τον χρόνον των περαιτέρω απαλλοτριωτικών πράξεων των δευτέρας και τρίτης εναγομένων προς την έκτη εναγομένη και τον έβδομο εναγόμενο η έκτη εναγομένη και ο έβδομος εναγόμενος ωσαύτως εγνώριζαν ότι υπήρχε εκκρεμής η προπεριγραφείσα χρηματική απαίτηση της εναγούσης έναντι του πρώτου εναγομένου και ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε μεταβιβάσει προς την δευτέραν εναγομένη και προς τον τρίτον εναγόμενο κατά επικαρπία και ψιλή κυριότητα αντιστοίχως τα -εν συνεχεία προς εκείνους (έκτη εναγομένη και έβδομο εναγόμενο) μεταβιβασθέντα- ακίνητα (διαμερίσματα) προς τον σκοπόν βλάβης της εναγούσης. Κατόπιν δέ προφορικής δηλώσεως (καταχωρηθείσης στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου συζητήσεως) περί παραιτήσεως από του δικογράφου της αγωγής έναντι των έκτης και εβδόμου εναγομένων (άρθρα 294, 295§1 και 297 ΚΠολΔ), εζήτησε έναντι των λοιπών εναγομένων: α΄) να διαρρηχθούν άπασες οι ως άνω δικαιοπραξίες ως καταδολιευτικές, β΄) να υποχρεωθούν η δευτέρα εναγομένη, ο τρίτος εναγόμενος, ο τέταρτος εναγομενος και η πέμπτη εναγομένη να αναμεταβιβάσουν προς τον πρώτον εναγόμενο άπαντα τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα πλήρους κυριότητος, ψιλής κυριότητος και επικαρπίας επί των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, τα οποία ο πρώτος εναγόμενος είχε μεταβιβάσει καταδολιευτικώς κατά πλήρη κυριότητα και κατά επικαρπία αντιστοίχως κατά τις ως άνω διακρίσεις προς την δευτέραν εναγομένη σύζυγό του και κατά ψιλή κυριότητα προς τους τρίτο και τέταρτο εναγομένους υιούς του και την πέμπτην εναγομένη θυγατέρα του, και γ΄) εν περιπτώσει αρνήσεως των ως άνω αντιδίκων προς αναμεταβίβαση τούτων προς τον πρώτον εναγόμενο να λογισθεί ότι η δήλωση αναμεταβιβάσεως εκάστου και εκάστης ως άνω εναγομένων θεωρείται ως συντελεσθείσα άμα τη τελεσιδικία της εκδοθησομένης αποφάσεως. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, διά της οποίας: α΄΄) αύτη εθεωρήθη ως μη ασκηθείσα (και η δίκη κατηργημένη) έναντι των έκτης και εβδόμου εναγομένων, β΄΄) απερρίφθησαν ως μη νόμιμα τα δεύτερο και τρίτο αιτήματα,  γ΄΄) απερρίφθη η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη έναντι των τρίτου, τετάρτου και πέμπτου εναγομένων και δή εν σχέσει προς την υπό του πρώτου εναγομένου πατρός προς αυτούς (υιούς και θυγατέρα) μεταβιβάσεως λόγω γονικής παροχής των υπό στοιχεία «Α2», «Β1», «Γ1», «Β2», «Γ2» και «ΔΩΜ» διαμερισμάτων των πρώτου, δευτέρου, τρίτου υπέρ το ισόγειον ορόφων και του δώματος [υπό το σκεπτικό ότι η χρηματική αξία της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσης χρηματικής απαιτήσεως της εναγούσης εκαλύπτετο και συνεπώς ηδύνατο και αρκούσε να ικανοποιηθεί διά της απαγγελίας της διαρρήξεως ως καταδολιευτικής μόνον της δικαιοπραξίας (συμβάσεως) δωρεάς του πρώτου εναγομένου προς την δευτέραν εναγομένη σύζυγό του και δή εξ ολοκλήρου ως προς την μεταβίβαση του δικαιώματος πλήρους κυριότητος των υπό στοιχεία «ΥΠ1» και «ΥΠ2» υπογείων διαμερισμάτων και της υπό στοιχεία «ΑΠ» αποθήκης του υπογείου και του υπό στοιχεία «ΙΣ2» διαμερίσματος του ισογείου και εν μέρει ως προς την μεταβίβαση του πλήρους δικαιώματος κυριότητος του υπό στοιχεία «ΙΣ1» ισογείου διαμερίσματος] και δ΄΄) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν έναντι των πρώτου και δευτέρας εναγομένων διά απαγγελίας της διαρρήξεως της προαναφερθείσης συμβάσεως δωρεάς του πρώτου εναγομένου προς την δευτέραν εναγομένη εξ ολοκλήρου ως προς την μεταβίβαση του δικαιώματος πλήρους κυριότητος των υπό στοιχεία «Υ1» και «Υ2» διαμερισμάτων του υπογείου, της υπό στοιχεία «ΑΠ» αποθήκης του υπογείου και του υπό στοιχεία «ΙΣ2» διαμερίσματος του ισογείου και μερικώς του υπό στοιχεία «ΙΣ1» διαμερίσματος του ισογείου [απορριφθείσα κατά τα λοιπά ως προς το αίτημα περί διαρρήξεως της προαναφερομένης συμβάσεως δωρεάς ως καταδολιευτικής: ι) κατά το σκέλος μεταβιβάσεως του υπολοίπου μέρους του δικαιώματος πλήρους κυριότητος επί του υπό στοιχεία «ΙΣ1» ισογείου διαμερίσματος και ιι) κατά το σκέλος περί μεταβιβάσεως του δικαιώματος επικαρπίας επί των υπολοίπων (υπό στοιχεία «Α2», «Β1», «Γ1», «Β2», «Γ2» και «ΔΩΜ») προπεριγραφέντων διαμερισμάτων]. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι πρώτος και δευτέρα εναγόμενοι, οι οποίοι διά τους εις το δικόγραφον της εφέσεως προβαλλομένους λόγους (μεταξύ αυτών και διά τους αντιστοίχους λόγους τους αναγομένους σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων) ζητούν την εξαφάνισιν του δυσμενούς δι’ αυτούς κεφαλαίου της εκκαλουμένης και την ολοκληρωτικήν απόρριψιν της κατά το πρώτο αγωγικό αίτημα εις βάρος αυτών εν μέρει γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης αγωγής.

Γ) Από τα άρθρα 294, 295, 296 και 297 ΚΠολΔ (όπως τα άρθρα 294 και 297 ΚΠολΔ ίσχυαν προ της αντικαταστάσεως διά του άρθρου 1 Ν. 4335 /2015) συνάγεται ότι η παραίτηση από του δικογράφου της αγωγής γίνεται είτε διά δηλώσεως καταχωρουμένης στα πρακτικά είτε διά δικογράφου επιδιδομένου προς τον αντίδικο του παραιτουμένου. Ως δικόγραφο νοείται πάν έγγραφο, το οποίο συντάσσεται από τον διάδικο ή τον δικαστικό πληρεξούσιον αυτού διά την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξεως παραιτήσεως και το οποίο είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο είτε επιδίδεται υπό του διαδίκου προς τον αντίδικό του. Στην έννοια του δικογράφου περιλαμβάνεται και η εξώδικη δήλωση, η οποία, κατ’ άρθρον 118 ΚΠολΔ, επιδίδεται από τον δηλούντα την παραίτηση διάδικο προς τον αντίδικό του. Διά του άρθρου 297 ΚΠολΔ ορίζονται αποκλειστικώς οι τρόποι, διά των οποίων δύναται να γίνει η παραίτηση από του δικογράφου της αγωγής (βλ. ΟλΑΠ 4 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 574541, ΟλΑΠ 20 /1999, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 287895, ΑΠ 138 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 619947, ΑΠ 673 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 609984 και ΑΠ 668 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 680924). Συνεπώς η διά του δικογράφου των προτάσεων γενομένη παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι ανίσχυρη (βλ. ΟλΑΠ 1187 /1981, ΑΠ 78 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 344341 και ΑΠ 88 /1994, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 72598). Στην προκειμένη περίπτωση διά του πρώτου λόγου εφέσεως οι εκκαλούντες προβάλλουν ότι η ενάγουσα έχει παραιτηθεί νομοτύπως από του δικογράφου της ενδίκου αγωγής, η οποία ούτως θεωρείται ως μη ασκηθείσα, διά τον λόγον ότι μετά την ματαίωση της πρωτοβαθμίου συζητήσεως αυτής κατά την δικάσιμο της 12ης Φεβρουαρίου 2012, η ενάγουσα είχε ασκήσει (ομού μετά της τότε συνεναγούσης αλλά εις την παρούσα δίκη μη διαδίκου ……….) την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2014 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την συζήτηση της οποίας διά του δικογράφου των προ εικοσαημέρου (από της συζητήσεως εκείνης της αγωγής) κατατεθεισών από 16-10-2014 προτάσεων παρητήθη από του δικογράφου της ενδίκου αγωγής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, κατά τα αναφερόμενα διά της μείζονος σκέψεως, η διά του δικογράφου των προτάσεων γιγνομένη παραίτηση από του δικογράφου προγενεστέρας αγωγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις νομοτύπου παραιτήσεως, οι οποίες ορίζονται διά του άρθρου 297 ΚΠολΔ, οπότε δεν έγινε νομότυπη παραίτηση από του δικογράφου της ενδίκου αγωγής, όπως ορθώς εκρίθη και διά της εκκαλουμένης αποφάσεως.

Δ) Από τα άρθρα 939 έως 942 ΑΚ συνάγεται ότι η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, όταν ο υπέρ ού αύτη τρίτος εγνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβην των δανειστών αυτού (βλ. ΑΠ 778 /2015, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1567 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 468976). Εάν υπάρχουν περισσότεροι συνοφειλέτες ενεχόμενοι εις ολόκληρον, δεν απαιτείται η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων εις τα πρόσωπα των λοιπών συνοφειλετών διά την άσκηση της παυλιανής αγωγής εναντίον ενός εξ αυτών, αφού ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει το χρέος από οιονδήποτε των εις ολόκληρον συνοφειλετών, δίχως να δύναται να αντιταχθεί προς αυτόν η ύπαρξη και των άλλων συνοφειλετών (βλ. ΑΠ 1567 /2008, ο.π.). Η πρόθεση του οφειλέτου διά βλάβη του δανειστή, η οποία συντρέχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι διά της απαλλοτριώσεως του περιουσιακού στοιχείου περιέρχεται σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η απομένουσα περιουσία να μην επαρκεί διά την ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνον της απαλλοτριώσεως (βλ. ΑΠ 1654 /2008, ΕλλΔνη 52: 456). Η τοιαύτη πρόθεση εξακολουθεί να υφίσταται, ακόμη και όταν άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης διαθέτει επαρκή περιουσία προς ικανοποίηση του δανειστού, αφού ο καταδολιευτικός χαρακτήρ της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία συντρέχοντα αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπον του απαλλοτριούντος και δεν επηρρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών (βλ. ΑΠ 1902 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Δεν αναιρείται, μάλιστα, ο καταδολιευτικός χαρακτήρ της απαλλοτριώσεως, εάν επί δωρεάς ή γονικής παροχής επιδιώκονται παραλλήλως και άλλοι σκοποί, όπως η εκπλήρωση γονεϊκού καθήκοντος προς τέκνον είτε η εκπλήρωση ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος είτε η ικανοποίηση λόγων ευπρεπείας (βλ. ΕφΘεσσ 447 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 562476 και ΕφΑθ 7827 /1998, ΕλλΔνη 40: 1162). Η δέ γνώση του τρίτου (προς όν η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία) περί της προθέσεως του απαλλοτριώσαντος διά βλάβην των συμφερόντων του δανειστού απαιτείται εν περιπτώσει μεταβιβάσεως ακινήτου να υπάρχει κατά τον χρόνο συντελέσεως της εκποιητικής δικαιοπραξίας και ουχί κατά τον τυχόν μεταγενέστερο αντίστοιχο της μεταγραφής αυτής (βλ. ΑΠ 1818 /2011, ΤΝΠΔΣΑ). Τέτοια γνώση δεν απαιτείται, κατ’ άρθρον 942 ΑΚ, επί χαριστικής δικαιοπραξίας, η οποία δύναται να γίνει και υπό του ομορρύθμου εταίρου οφειλέτιδος ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρείας προς σύζυγο ή συγγενείς έως τρίτου βαθμού εξ αίματος (βλ. ΑΠ 778 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 661 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 658682, ΑΠ 417 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 651748 και ΑΠ 1567 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 468976). Υπό το νομικό καθεστώς των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ, όπως ίσχυαν προ της 4ης Απριλίου 1995 (χρόνου ενάρξεως ισχύος του Ν. 2298 /1995), ο προς όν η απαλλοτρίωσις τρίτος υπεχρεούτο, κατ’ άρθρον 943εδ.α΄ ΑΚ, να αποκαταστήσει τα πράγματα εις την προ της απαλλοτριώσεως κατάσταση, υπό την έννοια ότι η διάρρηξη συνεπάγετο την δημιουργία ενοχικής υποχρεώσεως του τρίτου διά αναμεταβίβαση είτε εκουσίως είτε δυνάμει δικαστικής αποφάσεως (συμφώνως προς το άρθρο 949 ΚΠολΔ) προς τον οφειλέτη του αντικειμένου της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως, οπότε και ηδύνατο να επισπεύσει ο δανειστής αναγκαστική εκτέλεση επί του συγκεκριμένου αντικειμένου. Μετά, όμως, την ισχύ του τελευταίου ως άνω νόμου και δή από τα άρθρα 936§3 ΚΠολΔ (όπως η τρίτη παράγραφος προσετέθη διά του άρθρου 4§2 Ν. 2298 /1995) και 992§1εδ.β΄ ΚΠολΔ (όπως η πρώτη παράγραφος αντικατεστάθη διά του άρθρου 4§19 Ν. 2298 /1995), εν συνδυασμώ προς το άρθρο 4§37 Ν. 2298 /1995, συνάγεται ότι η διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας δεν δημιουργεί πλέον ενοχική υποχρέωση του προς όν η απαλλοτρίωση τρίτου προς αναμεταβίβαση του απαλλοτριωθέντος αντικειμένου, όπως συνέβαινε κατά το άρθρο 943 ΑΚ προ της επελεύσεως της τοιαύτης νομοθετικής μεταβολής, αλλά δύναται μετά την τελεσιδικία της περί διαρρήξεως αγωγής ο επιτυχών την διάρρηξη δανειστής να προβεί εις την κατάσχεση του απαλλοτριωθέντος αντικειμένου στην περιουσία του οφειλέτου ωσάν να μην είχε υπάρξει η διαρρηγείσα δικαιοπραξία. Επομένως, βάσει των προαναφερομένων διατάξεων, διά των οποίων (ανεξαρτήτως της εντάξεως αυτών εις τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) εισάγεται ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου, επανακαθορίζεται η έννοια του άρθρου 943 ΑΚ, η οποία προσλαμβάνει το νόημα ότι η αποκατάσταση των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση συνίσταται εις την αυτοδικαίως επερχομένη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματός του κατά το απαιτούμενο διά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του επιτυχόντος την διάρρηξη δανειστού μέτρον. Ούτως, το αντικείμενον της αγωγής του δανειστού χρηματικής απαιτήσεως προς διάρρηξιν τυγχάνει πλέον μόνον η απαγγελία της διαρρήξεως της ως καταδολιευτικής προσβαλλομένης απαλλοτριώσεως και δεν απαιτείται πλέον αυτός να σωρεύσει και αίτημα αναμεταβιβάσεως του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον (προς όν η μεταβίβαση) τρίτον προς τον (μεταβιβάσαντα) οφειλέτη, διότι βάσει της προαναφερομένης ρυθμίσεως ο δανειστής δύναται να κατάσχει το πράγμα της διαρρηχθείσης δικαιοπραξίας απ’ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτου (βλ. ΑΠ 422 /2013 & 421 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 554 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 373340). Η διάρρηξη δύναται να ζητηθεί υπό του δανειστού και να διαταχθεί υπό του δικαστηρίου, κατ’ αρχήν μόνον κατά το αναγκαίο μέτρο προς ικανοποίηση του δανειστού, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον προς διάρρηξη πέραν του μέτρου αυτού. Εν ή περιπτώσει αντικείμενο της καταδολιευτικκής δικαιοπραξίας τυγχάνουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτου, η διάρρηξη περιορίζεται εις τα προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού αναγκαία, ενώ εις ήν περίπτωσιν αντικείμενον της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας τυγχάνει ενιαίο περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό, του οποίου η αξία καλύπτει την αξία της απαιτήσεως του δανειστού. Κατά την περίπτωση αυτή, διά να διατάξει το δικαστήριο την μερική διάρρηξη (όπως ως προς το καθοριζόμενο εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητος επί του αποτελούντος αντικείμενον της καταδολιεύσεως ενός ακινήτου) πρέπει προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοσχερής ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού από το πλειστηρίασμα, να συνεκτιμήσει πέραν της απαιτήσεως (κατά κεφάλαιον και τόκους), τα έξοδα της επικειμένης αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του οφειλέτου, καθώς και το γεγονός ότι κατά τον προγραμματισθησόμενο πλειστηριασμό το επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα είναι μη πιθανό να επιτευχθεί ίσο προς την αγοραία αξία του ακινήτου. Επίσης πρέπει να συνεκτιμάται και το γεγονός ότι εις συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποκλείεται η ολική διάρρηξη να συμφέρει τα αντίδικα μέρη περισσότερον της μερικής διαρρήξεως, αφού η μερική διάρρηξη είναι δυνατόν να επιφέρει διαίρεση του ακινήτου πράγματος σε ιδανικά μερίδια, η αθροιστική αξία των οποίων να υπολείπεται προδήλως της αξίας του ενιαίου ακινήτου (βλ. ΑΠ 1963 /2009, ΕλλΔνη 51: 131 ή ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 508276). Περαιτέρω, από τα άρθρα 111§1, 118 και 216§1 ΚΠολΔ, εν συνδυασμώ προς τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού αστικού δικαίου περί διαρρήξεως, συνάγεται ότι διά το ορισμένο της αγωγής διαρρήξεως, μεταξύ άλλων, απαιτείται ο προσδιορισμός του ύψους απαιτήσεως του δανειστού και της αξίας του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού αντικειμένου κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική αλλά επέρχεται κατά το μέρος ζημιώσεως του δανειστού, ούτως ώστε εάν το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος της απαιτήσεως του δανειστού, η διάρρηξη να είναι μερική και να εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο προς την αξία της απαιτήσεως του δανειστού εν σχέσει προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (βλ. ΑΠ 480 /2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 846 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 562438 και ΑΠ 36 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Εκτιμάται δέ ότι τυγχάνει ορισμένη η αγωγή, όταν διά του δικογράφου της προσδιορίζεται η κατά την άσκηση αυτής αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ακόμη και όταν ο τοιούτος προσδιορισμός στηρίζεται επί του αντικειμενικού συστήματος εξευρέσεως αξιών, αφού διά της τοιαύτης εξιστορήσεως υιοθετείται υπό του ενάγοντος ότι η πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου ταυτίζεται προς την κατ’ αντικειμενικόν προσδιορισμόν αντίστοιχη (βλ. ΑΠ 637 /2001, ΕλλΔνη 43: 1410 ή ΤΝΠΔΣΑ και ΤριμΕφΛαρ 79 /2016, 16 /2016, 334 /2015, 291 /2015 & 532 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης πρέπει να εξιστορείται η αφερεγγυότης του οφειλέτου, η οποία υφίσταται, όταν η υπόλοιπη (εμφανής) περιουσία του δεν επαρκεί διά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού. Ως υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτου νοείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας δύνανται να επιληφθούν οι δανειστές προς ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών και ουχί και η αφανής περιουσία, η  οποία είναι εν τοις πράγμασι ανύπαρκτη δι’ αυτούς, καθώς αντίθετη εκδοχή οδηγεί σε ματαίωση του διά της διαρρήξεως επιδιωκομένου νομοθετικού σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση του οφειλέτου (βλ. ΑΠ 1815 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 618761, ΑΠ 941 /2007, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 88 /1998, ΕλλΔνη 39: 843 και ΑΠ 2045 /1986, ΕλλΔνη 28: 1223). Διά της εξιστορήσεως ότι μετά την κρίσιμη εκποίηση δεν έχει απομείνει στον οφειλέτη οιοδήποτε ακίνητο προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή υπονοείται ότι διά της τοιαύτης εκποιήσεως δεν έχει απομείνει στον οφειλέτη οιαδήποτε εμφανής περιουσία (βλ. ΑΠ 637 /2001, ο.π.). Αφερεγγυότης υπάρχει και όταν η υπολειπομένη περιουσία του οφειλέτου είναι πολλαπλώς βεβαρημένη διά εμπραγμάτων βαρών και δεν επαρκεί διά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού (βλ. ΕφΛαρ 179 /2015, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΛαρ 59 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Η αφερεγγυότης πρέπει να υπάρχει και κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής διαρρήξεως, οπότε και κρίνεται το στοιχείον της βλάβης του δανειστού, ενώ τυγχάνει αδιάφορον εάν η απαίτηση του δανειστού τυγχάνει υπό αναβλητικήν αίρεση ή προθεσμία ή εάν έχει δικαστικώς βεβαιωθεί και εξοπλισθεί διά εκτελεστού τίτλου, αρκεί αυτή, όπως προελέχθη, να έχει γεννηθεί κατά τον χρόνον της απαλλοτριώσεως και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την συζήτηση της παυλιανής αγωγής (βλ. ΑΠ 731 /2017, ο.π.). O ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτου (ή του παρ’ αυτού αποκτήσαντος τρίτου) περί υπάρξεως και άλλων (εμφανών) περιουσιακών στοιχείων στην περιουσία του οφειλέτου κατά τον χρόνον της απαλλοτριώσεως συνιστά ένσταση κατά του αγωγικού ισχυρισμού περί αφερεγγυότητος και πρέπει να εξιστορείται καθ’ ορισμένον τρόπον ως προς τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία και την αξίαν αυτών (βλ. ΑΠ 1824 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1001 /2007, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΑθ 2120 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 632580 – αντιθέτως υπέρ του χαρακτηρισμού τούτου ως αρνήσεως: ΑΠ 1778 /2006, ΤΝΠΔΣΑ). Η απαίτηση πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα εξατομικευτικά αυτής στοιχεία και δή ως προς την αιτία (νόμιμη, συμβατική, αδικοπρακτική ή άλλη) και το χρηματικό ύψος αυτής (βλ. ΑΠ 113 /2012, ΤΝΠΔΣΑ), εκτός εάν υπάρχει δεδικασμένο περί της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, όπως συμβαίνει εν περιπτώσει εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής επιδοθείσης δίς προς τον οφειλέτη και μη προσβληθείσης διά ασκήσεως ανακοπής εντός των άρθρων 632§1 και 633§2 ΚΠολΔ οριζομένων προθεσμιών (βλ. ΑΠ 1339 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 891 /2008, ΕλλΔνη 50: 156 και ΑΠ 828 /2004, ΕλλΔνη 47: 1412). Μεταξύ των αναγκαίων στοιχείων του ορισμένου της αγωγής διαρρήξεως είναι η εξιστόρηση του γεγεννημένου (των δημιουργικών στοιχείων) της απαιτήσεως κατά τον χρόνο συντελέσεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και το ληξιπρόθεσμον αυτής κατά τον χρόνον πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής (βλ. ΑΠ 661 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 65868, ΑΠ 1794 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 862 /1998, ΤΝΠΔΣΑ), αφού ως απώτερος κρίσιμος χρόνος συνδρομής των στοιχείων της κτήσεως και του απαιτητού του διά της αγωγής ασκουμένου δικαιώματος είναι ο της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθ’ ήν η υπόθεση εκφωνήθηκε και άρχισε η εκδίκασή της ανεξαρτήτως της ενάρξεως ή μη ερεύνης της ουσίας της υποθέσεως, ενώ κατ’ εξαίρεσιν της δικονομικής ταύτης αρχής επιτρέπεται η προληπτική δικαστική προστασία υπό την συνδρομήν των προϋποθέσεων του άρθρου 69 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 731 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Ειδικώτερον επί διαρρήξεως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας αφορώσης μεταβίβαση ακινήτου κρίσιμος χρόνος διά το γεγεννημένο της απαιτήσεως τυγχάνει ο χρόνος συντελέσεως της δικαιοπραξίας και ουχί ο τυχόν χρονικώς μεταγενέστερος αντίστοιχος της μεταγραφής (βλ. ΑΠ 1633 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Η διάρρηξη γίνεται μόνον προς ικανοποίηση τόσον του κεφαλαίου της κατά την συντέλεση της δικαιοπραξίας ήδη γεγεννημένης ληξιπροθέσμου κυρίας ουσιστικής απαιτήσεως, όσον, όπως προανεφέρθη, και διά την παρεπομένη ουσιαστική απαίτηση των τόκων (προγενεστέρων και μεταγενεστέρων της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας) και τα έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως (βλ. ΑΠ 1963 /2009, ο.π. – αντιθέτως υπέρ της διαρρήξεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας μόνον διά τους μέχρι της συντελέσεως αυτής γεγεννημένους τόκους: ΑΠ 1701 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 472939). Κατά την περίπτωση του μισθού υπό στενή έννοια, το ύψος του οποίου είναι δεδομένο εκ της συμβάσεως ή του νόμου, αρκεί, κατ’ άρθρον 655 ΑΚ, διά την γέννηση της αντιστοίχου αξιώσεως μόνη η πάροδος του χρόνου, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλου πραγματικού περιστατικού, όπως συμβαίνει διά τις λοιπές αποδοχές, δηλαδή τον μισθό υπό ευρεία έννοια, όπως αμοιβή υπερωριακής εργασίας, εργασίας κατά τις Κυριακές και τις εορτές και συναφείς αποδοχές (βλ. ΑΠ 2068 /1990, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 3933). Λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι, κατά τα άρθρα 250περ.6&17, 251 και 253 ΑΚ, η αξίωση διά μισθούς και άλλες περιοδικώς επαναλαμβανόμενες παροχές εκ συμβάσεως εργασίας παραγράφεται εντός πενταετίας, η οποία αρχίζει άμα τη λήξει του έτους, εντός του οποίου συμπίπτει η γέννηση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη εκάστης αξιώσεως (βλ. ΑΠ 768 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 689118), εξ αυτού συνάγεται ότι η αγωγή του εργαζομένου περί διαρρήξεως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας του εργοδότου δύναται να θεμελιωθεί προς τον σκοπόν ικανοποιήσεως μόνον γεγεννημένων κατά τον χρόνον συντελέσεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας εργατικών απαιτήσεων και ουχί και απαιτήσεων απορρεουσών εκ του πλαισίου της αυτής συμβάσεως εργασίας αλλά γεγεννημένων μετά τον χρόνον της καταδολιεύσεως.

Ε) Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του περιεχομένου της ιστορικής βάσεως της αγωγής καθίσταται εμφανές ότι η ικανοποιητέα απαίτηση της εναγούσης, βάσει της οποίας εζητήθη η διάρρηξη της υπό του πρώτου εναγομένου προς την δευτέραν εναγομένη σύζυγό του γενομένης συμβάσεως δωρεάς, αφορούσε ουχί μόνον επί μέρους εργατικές αξιώσεις (διαφορές δεδουλευμένων του χρονικού διαστήματος από 1-1-2003 έως και 31-12-2005) γεγεννημένες μέχρι του χρόνου συντελέσεως της προσβληθείσης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας (ήτοι μέχρι και την 23η Δεκεμβρίου 2005) αλλά και επί μέρους εργατικές απαιτήσεις (διαφορές δεδουλευμένων του χρονικού διαστήματος από 1-1-2006 έως και 30-8-2007 και αποζημίωση απολύσεως ένεκα της από 30-8-2007 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως) γεγεννημένες, ούτως, ουχί μέχρι του ως άνω κρισίμου χρονικού διαστήματος της συντελέσεως της εξιστορουμένης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο. Συνακολούθως κατά το σκέλος επιστηρίξεως του δικαιώματος διαρρήξεως στην ύπαρξη των μεταγενεστέρων του χρόνου συντελέσεως της προσβαλλομένης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας επί μέρους εργατικών αξιώσεων η ένδικη αγωγή ήτο μη νόμιμη. Αντιστοίχως διά της εκκαλουμένης αποφάσεως, διά της οποίας η αγωγή εκρίθη νόμιμη ως προς την θεμελίωση του δικαιώματος διαρρήξεως ουχί μόνον στις προγενέστερες αλλά και στις μεταγενέστερες του χρόνου συντελέσεως της ως άνω δικαιοπραξίας επί μέρους εργατικές αξιώσεις της εναγούσης εναντίον του πρώτου εναγομένου, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ’  ουσίαν και διετάχθη η διάρρηξη μέρους, κατά τα αναλυτικώτερον εις ανωτέρω σημείο της παρούσης αναφερόμενα, της προσβληθείσης ως καταδολιευτικής συμβάσεως δωρεάς ακινήτων του πρώτου εναγομένου προς την δευτέρα εναγομένη σύζυγό του αλλά προς ικανοποίηση ολοκλήρου της διά της αγωγής εξιστορουμένης (και εκ των αποδείξεων προκυψάσης) ως τελεσιδίκως επιδικασθείσης χρηματικής απαιτήσεως, ήτοι ουχί μόνον προς ικανοποίηση των επί μέρους εργατικών αξιώσεων της εναγούσης κατά του πρώτου εναγομένου, οι οποίες είχαν ήδη γεννηθεί μέχρι την συντέλεση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αλλά και των επί μέρους εργατικών αξιώσεων, οι οποίες είχαν γεννηθεί μετά το ως άνω κρίσιμο χρονικό σημείο. Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν ότι, όταν διά της εφέσεως ο εκκαλών εναγόμενος ζητεί ακόμη και διά λόγους αναγομένους σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, το δικαστήριο δύναται αυτεπαγέλτως να ερευνήσει το παραδεκτό και το νόμιμο της αγωγής και να απορρίψει αυτήν ως απαράδεκτη ή ως μη νόμιμη αντιστοίχως, αφού δεν επέρχεται χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος (βλ. ΑΠ 356 /2013, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 607249, ΕφΛαρ 36 /2015, ΤΝΠΔΣΑ και Σαμουήλ Σαμουήλ, «Η Έφεση», έκδοση 1993, σελ. 264, 265, 267, 269 – 270 και 342 – 343, αριθ. 852, 854, 860, 861, 878 και 1137), στην προκειμένη περίπτωση εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή νόμιμη κατά την θεμελίωση του ενδίκου δικαιώματος διαρρήξεως και στις επί μέρους εργατικές αξιώσεις, οι οποίες εκτίθεται ότι εγεννήθησαν μετά τον εξιστορούμενο χρόνο την διά του αγωγικού δικογράφου χαρακτηριζομένης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας (και εν συνεχεία δεχθέν την αγωγή εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν απήγγειλε την μερική διάρρηξη της υπό του πρώτου προς την δευτέραν εναγομένην συντελεσθείσης συμβάσεως δωρεάς διά ολόκληρη όμως την διά της αγωγής εξιστορηθείσα χρηματική απαίτηση της εναγούσης κατά του πρώτου εναγομένου ήτοι συμπεριλαμβανομένων και των μετά την συντέλεση της ως άνω δικαιοπραξίας γεγεννημένων επί μέρους εργατικών αξιώσεων) και πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί, να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495§4εδ.ε΄ ΚΠολΔ) και να διακρατηθεί, κατ’ άρθρον 535§1 ΚΠολΔ, προς κατ’ ουσίαν εκδίκασιν η υπόθεση επί της ενδίκου αγωγής, η οποία κατά το ώδε ερευνώμενο σκέλος απευθύνσεως αυτής υπό της εναγούσης κατά των πρώτου και δευτέρας εναγομένων τυγχάνει νόμιμη μόνον κατά το μέρος στηρίξεως του επιδίκου δικαιώματος διαρρήξεως επί των επί μέρους εργατικών αξιώσεων της εναγούσης, οι οποίες εξιστορούνται ότι εγεννήθησαν σε χρόνο προγενέστερο του αντιστοίχου κρισίμου της συντελέσεως της ως καταδολιευτικής προσβαλλομένης δικαιοπραξίας (συμβάσεως δωρεάς).

ΣΤ) Από τις ένορκες καταθέσεις των εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, δίχως, όμως, να προσκομίζεται μετά νομίμου επικλήσεως υπό των εκκαλούντων, ως παρείχετο εις αυτούς δικαίωμα κατ’ άρθρον 529§1 ΚΠολΔ, η υπ’ αυτών πρωτοβαθμίως προσκομισθείσα αλλά διά της εκκαλουμένης μη ληφθείσα υπ’ όψιν υπ’ αριθ. … /19-5-2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: δυνάμει της υπ’ αριθ. 4414 /2008 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανεγνωρίσθη ότι η κατά την διεξαγομένη δίκη μη διάδικος ετερόρρυθμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «……….» υποχρεούται ως εργοδότις να καταβάλει προς την -κατ’ εκείνη και κατά την παρούσα δίκη- ενάγουσα (πρώην εργαζομένη αυτής) αφ’ ενός διά διαφορές δεδουλευμένων των ετών 2003 έως και 2007 χρηματικό ποσόν 50.804,60 (= 7.120,51 + 7.500,16 + 8.029,19 + 13.084,69 + 15.070,05) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και αφ’ ετέρου διά αποζημίωση απολύσεως χρηματικό ποσόν 34.535,53 ευρώ νομιμοτόκως από 30ής Αυγούστου 2007. Η ως άνω απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, αφού η κατ’ αυτής υπό της ως άνω πρώην εργοδότιδος ασκηθείσα υπ’ αριθ. καταθ. …… /2008 έφεση έχει ήδη απορριφθεί διά της υπ’ αριθ. 747 /2010 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Την 23η Δεκεμβρίου 2005 ο πρώτος εκκαλών, o οποίος δυνάμει της υπ’ αριθ. …… /1968 οικοδομικής αδείας του Γραφείου Πολεοδομίας Πειραιώς είχε ανεγείρει τριώροφη οικοδομή μετά υπογείου και δώματος επί ιδιοκτήτου οικοπέδου (επιφανείας 155,54 μ2) κειμένου επί των οδών ……… στην θέση «….» εντός του δήμου Πειραιώς νομού Αττικής και δυνάμει της υπ’ αριθ. … /30-11-2001 πράξεως συστάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, η οποία έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (ΤΜ: … – ΑΑ: ….), είχε συστήσει επί του ως άνω οικοδομήματος οριζόντιες ιδιοκτησίες και είχε εις την αποκλειστική κυριότητά του τις κάτωθι περιγραφόμενες ένδεκα ως προς τον αριθμόν οριζόντιες ιδιοκτησίες, προέβη στις ακόλουθες απαλλοτριωτικές δικαιοπραξίες των συγκεκριμένων οριζοντίων ιδιοκτησιών: ι) δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. /23-12-2005 συμβάσεως δωρεάς της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., η οποία μετεγράφη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, εδώρησε και μετεβίβασε στην δευτέρα εναγομένη σύζυγό του αφ’ ενός κατά πλήρη κυριότητα τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των υπό στοιχεία «ΥΠ1» και «ΥΠ2» διαμερισμάτων του υπογείου ορόφου (επιφανείας 52,25 μ2 και 47,37 μ2 και ποσοστών συνιδιοκτησίας 75,20 /1000 και 68,20 /1000 επί του οικοπέδου) και της υπό στοιχεία «ΑΠ» αποθήκης του υπογείου (επιφανείας 16,79 μ2 και ποσοστού συνιδιοκτησίας 2,60 /1000 επί του οικοπέδου) και των υπό στοιχεία «ΙΣ1» και ΙΣ2» διαμερισμάτων του ισογείου ορόφου (επιφανείας 66,42 μ2 και 63,48 μ2 και ποσοστών συνιδιοκτησίας 95,50 /1000 και 91,50 /1000 επί του οικοπέδου), των οποίων η αντικειμενική αλλά και πραγματική αξία τόσο κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως όσο και κατά τον χρόνο πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου αγωγής ήτο 18.545,72 ευρώ, 16.813,60 ευρώ, 1.655,41 ευρώ, 35.362,87 ευρώ και 33.797,58 ευρώ, και αφ’ ετέρου κατά επικαρπίαν τις υπό στοιχεία «Β1 & Γ1» και «Α2, Β2 & Γ2» και «ΔΩΜ» οριζόντιες ιδιοκτησίες (ως προς τις οποίες έχει απορριφθεί πρωτοδίκως η ένδικη αγωγή διαρρήξεως, δίχως να έχει ασκηθεί έφεση από την ενάγουσα) και ιι) παραλλήλως δυνάμει των υπ’ αριθ. ……… συμβάσεων γονικής παροχής της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, οι οποίες έχουν μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, μετεβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον τρίτον εναγόμενο υιό του την ψιλή κυριότητα των οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό στοιχεία «Γ1» και «Γ2» διαμερισμάτων του τρίτου υπέρ το ισόγειον ορόφου, προς τον τέταρτον εναγόμενον υιόν του την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία «Β1» διαμερίσματος του δευτέρου υπέρ το ισόγειον ορόφου και του υπό στοιχεία «ΔΩΜ» διαμερίσματος του δώματος και προς την πέμπτην εναγομένη θυγατέρα του την ψιλή κυριότητα των υπό στοιχεία «Α2» και «Β2» διαμερισμάτων των πρώτου και δευτέρου υπέρ το ισόγειον ορόφων (ως προς τις οποίες οριζόντιες ιδιοκτησίες η ένδικη αγωγή έχει απορριφθεί πρωτοδίκως, δίχως να έχει ωσαύτως ασκηθεί έφεση από την ενάγουσα). Μέχρι του κρισίμου χρόνου συντελέσεως των ως άνω μεταβιβάσεων η ενάγουσα είχε κατά του πρώτου εναγομένου ως εις ολόκληρον συνοφειλέτου ομορρύθμου εταίρου της της οφειλέτιδος εργοδότιδος ετερορρύθμου εταιρείας ήδη γεγεννημένη τελεσιδίκως αναγνωρισμένη χρηματική αξίωση εκ κεφαλαίου 22.649,86 (= 7.120,51 + 7.500,16 + 8.029,19) ευρώ διά διαφορές δεδουλευμένων των ετών 2003, 2004 και 2005. Επί του ως άνω κεφαλαίου έχουν αναγνωρισθεί τελεσιδίκως τόκοι υπερημερίας από της επιδόσεως της υπ’ αριθ. καταθ. …… /5-10-2007 αγωγής ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας επεδιώχθη η αναγνώριση των ως άνω τελεσιδίκως αναγνωρισθεισών εργατικών αξιώσεων. Δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό περί της ακριβούς ημερομηνίας επιδόσεως της ως άνω αγωγής, πλήν, όμως, η τοιαύτη ημερομηνία δεν δύναται να είναι μεταγενεστέρα της πρωτοβαθμίου συζητήσεως αυτής, η οποία συνετελέσθη την 15ην Απριλίου 2008. Επομένως από του χρόνου πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ως άνω εργατικής αγωγής έως και του χρόνου πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου αγωγής διαρρήξεως, η οποία συνετελέση την 15η Μαΐου 2015, οι γεγεννημένοι τόκοι ανέρχονται σε χρηματικόν ύψος 14.064,69 ευρώ, ήτοι το συνολικό ύψος της γεγεννημένης κυρίας απαιτήσεως του κεφαλαίου και της παρεπομένης απαιτήσεως των τόκων υπερημερίας προσδιορίζεται σε 36.714,75 ευρώ. Ο πρώτος εναγόμενος προέβη εις την συντέλεση απασών των ως άνω δικαιοπραξιών προς τον σκοπόν ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της προπεριγραφείσης εργατικής απαιτήσεως της εναγούσης, την οποίαν προ της συντελέσεως των ως άνω μεταβιβάσεων εγνώριζε ότι υπήρχε, αφού από του έτους 2004 η ενάγουσα διεμαρτύρετο προς αυτόν ως μοναδικόν ομόρρυθμον εταίρο και νόμιμον εκπρόσωπο της εργοδότιδος ετερορρύθμου εταιρείας διά την καταβολή χαμηλοτέρων αποδοχών προς αυτήν δηλωθείσαν ως υπάλληλον γραφείου αντί των υψηλοτέρων αντιστοίχων της πραγματικής απασχολήσεώς της ως βοηθού λογιστού.  Μετά δέ την συντέλεση των ως άνω μεταβιβάσεων ο πρώτος ενάγων κατέστη αφερέγγυος, αφού ουδέν εμφανές περιουσιακό στοιχείο παρέμεινε εις αυτόν μέχρι τουλάχιστον και τον κρίσιμο χρόνο της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου αγωγής. Ο ισχυρισμός του ότι διά των ως άνω μεταβιβάσεων ήθελε να εκπληρώσει συζυγικό και γονεϊκό καθήκον προς την σύζυγο και τα τέκνα του και αληθής υποτιθέμενος δεν αναιρεί, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, την προπεριγραφείσα πρόθεση βλάβης της εναγούσης. Λόγω δέ του χαριστικού χαρακτήρος της συμβάσεως δωρεάς του πρώτου εναγομένου προς την δευτέραν εναγομένη σύζυγό του δεν απαιτείται γνώση της τελευταίας ως προς την πρόθεση του συνεναγομένου συζύγου της προς βλάβην της εναγούσης. Ως εκ τούτου προς τον σκοπόν ικανοποιήσεως της ως άνω τοκοφόρου απαιτήσεως της εναγούσης πρέπει αλλά και επαρκεί να απαγγελθεί η μερική διάρρηξη της συμβάσεως δωρεάς του πρώτου εναγομένου προς την δευτέραν εναγομένην και δή μόνον ως προς την κατά πλήρη κυριότητα μεταβίβαση των οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό  στοιχεία «ΥΠ1» και «ΥΠ2» διαμερισμάτων και της υπό στοιχεία «ΑΠ» αποθήκης του υπογείου συνολικής -κατά τον χρόνον πρωτοβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως- εμπορικής αξίας 37.014,73 (= 18.545,72 + 16.813,60 + 1.655,41) ευρώ. Η άσκηση του δικαιώματος τούτου από την ενάγουσαν δεν τυγχάνει καταχρηστική αλλά επικροτουμένη υπό του νόμου ως ο μόνος τρόπος δυνατότητος ικανοποιήσεως της προπεριγραφείσης απαιτήσεώς της κατά του πρώτου εναγομένου. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να απαγγελθεί η μερική διάρρηξη της ως άνω χαριστικής δικαιοπραξίας του πρώτου εναγομένου προς την δευτέραν εναγομένη, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό. Η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, διά την οποίαν έχει υποβληθεί αντίστοιχο αίτημα εκ μέρους της εναγούσης, πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ αυτής και των ως άνω αντιδίκων της αναλόγως της νίκης και ήττης (άρθρα 191§2, 183 και 178§1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. …… /18-12-2015 έφεση.

Διατάσσει την εις τους εκκαλούντες επιστροφή του εις την αρχή του σκεπτικού αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3630 /2015 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απαγγέλλει μερικώς την διάρρηξη της υπ’ αριθ. ….. /23-12-2005 συμβάσεως δωρεάς της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, η οποία μετεγράφη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, και δή μόνον κατά το μέρος αυτής, διά του οποίου ο πρώτος εναγόμενος εδώρησε και μετεβίβασε στην δευτέρα εναγομένη σύζυγό του κατά πλήρη κυριότητα τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των υπό στοιχεία «ΥΠ1» και «ΥΠ2» διαμερισμάτων του υπογείου ορόφου (επιφανείας 52,25 μ2 και 47,37 μ2 και ποσοστών συνιδιοκτησίας 75,20 /1000 και 68,20 /1000) και της υπό στοιχεία «ΑΠ» αποθήκης του υπογείου (επιφανείας 16,79 μ2 και ποσοστού συνιδιοκτησίας 2,60 /1000), οι οποίες συνεστήθησαν επί οικοπέδου κειμένου επί των οδών ………. στην θέση «…..» εντός του δήμου Πειραιώς νομού Αττικής δυνάμει της υπ’ αριθ. … /30-11-2001 πράξεως συστάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., η οποία έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (ΤΜ: … – ΑΑ: ….), προς ικανοποίησιν της εις το σκεπτικό περιγραφομένης απαιτήσεως της εναγούσης εκ κεφαλαίου είκοσι δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (22.649,86 Ε) πλέον τόκων υπερημερίας από της επιδόσεως της υπ’ αριθ. καταθ. …. /5-10-2007 αγωγής ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έως της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ως άνω εν μέρει δεκτής γενομένης αγωγής διαρρήξεως.

Επιβάλλει εις βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της εναγούσης, την οποίαν ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την    11η Μαΐου 2017.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1 η  Ιουνίου 2018, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ