Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 319/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   319/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 18.5.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../24.5.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./24.5.2016 έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας πλήττεται η υπ’ αριθμ. 3522/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 21.11.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../23.11.2012 αγωγή της κατά της εφεσίβλητης κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και την από 25.9.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/26.9.2013 πρόσθετη υπέρ της ενάγουσας παρέμβαση της τρίτης – μη πλέον διαδίκου εδρεύουσας στην Πάτρα της Αχαΐας, επί της οδού … αριθμ. …. και νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρίας με την επωνυμία «………….» με την παρουσία της καθ’ ης η παρέμβαση εναγομένης και ερήμην της παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η παρέμβαση και τη μεν αγωγή απέρριψε ως αβάσιμη, τη δε πρόσθετη παρέμβαση θεώρησε ως μηδέποτε ασκηθείσα λόγω της ερημοδικίας της παρεμβάσας. Η έφεση αυτή κατατέθηκε, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αριθμούς ……….. παράβολα σειράς Α, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα υπόλοιπα), στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, χωρίς μάλιστα, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 81 § 3 εδαφ. α, 82 εδαφ. γ, 110 § 2 και 111 § 2 ΚΠολΔ, να είναι αναγκαία η κλήτευση της προσθέτως παρεμβάσας, προκειμένου να μετάσχει στην έκκλητη δίκη, δεδομένου ότι με την εκκαλουμένη η πρόσθετη παρέμβασή της θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα (περί του ότι η κλήση του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος προκειμένου να μετάσχει στη δευτεροβάθμια δίκη είναι απαραίτητη μόνον εφόσον η παρέμβασή του θεωρήθηκε στον πρώτο βαθμό παραδεκτή και δεν απορρίφθηκε, διότι άλλως δικαιούται να ασκήσει έφεση, βλ. ΑΠ 1282/2013, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1361/1982, Δνη 1983/435, ΑΠ 507/1978, ΝοΒ 1979/376, ΤριμΕφΠειρ. 185/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 184/2011, ΑχΝομ 2012/239, ΕφΑθ. 3935/2007, ΝοΒ 2008/366, ΕφΑθ. 3495/2004, Δνη 2005/559, ΕφΠειρ. 905/2001, ΠειρΝ 2002/20, ΕφΘεσ. 3236/1987, Αρμ. 1988/657, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 46, σελ. 151, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 704, σελ. 190).

ΙΙ. Α] Με την αγωγή του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, που αρνείται την καταβολή του ασφαλίσματος παρά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ασκείται συνήθως η εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως ενοχική αξίωση, η οποία, όσον αφορά τις ασφαλίσεις ζημιών ενεργητικού, είναι πρωτογενής, τόσον κατά το ελληνικό (άρθρο 1 § 1 περ. α Ν. 2496/1997, ΑΠ 1260/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Ψαρουδάκης, Ασφαλιστικό Συμφέρον, 2014, σελ. 213, Δ. Φ. Χριστοδούλου, Περί των ορίων της συμβατικής ελευθερίας στον καθορισμό της ασφαλιστικής αξίας ιδίως στη θαλάσσια ασφάλιση, σε Αναμνηστικό Τόμο Καθηγητή Αντωνίου Μ. Αντάπαση, 2013, σελ. 1385 επομ. [1389], Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 8 ΙΙ, αρ. 25, σελ. 420, Ζ. Σκουλούδης, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 1999, σελ. 105, Α. Αργυριάδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 1986, σελ. 33), όσον και κατά το αγγλικό δίκαιο (άρθρο [section] 1 του αγγλικού νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως της 21ης Δεκεμβρίου 1906 [ΜΙΑ 1906], περί του οποίου θα γίνει λόγος αναλυτικά πιο κάτω, ΤριμΕφΠειρ. 603/2012, ΔΕΕ 2013/155 = ΕΝαυτΔ 2013/57, Lowry John/Rawlings Philip/Merkin Robert, Insurance Law: Doctrines and Principles, 2011, σελ. 325, 1.1.1, Kyriaki Noussia, The Principle of Indemnity in Marine Insurance Contracts, 2007, σελ. 27, Hodges Susan, Law of Marine Insurance, 1996, ch. 1, σελ. 1, Staring Grayden, Law of reinsurance, 1993, Chapter 6, σελ. 2, Brown Robert, Marine Reinsurance, 1981, σελ. 29, Χ. Στυλιανέας, Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφαλίσεως, σε Δνη 1982/280), δεδομένου ότι κατατείνει στην εκπλήρωση παροχής που εξ αρχής συμφωνήθηκε ως αποζημιωτική, οφειλόμενη δηλαδή από τον ασφαλιστή προς ανόρθωση της ζημίας που ο ασφαλισμένος θα υποστεί από την επέλευση του καλυπτόμενου με τη σύμβαση ασφαλιστικού κινδύνου λειτουργώντας, κατ’ αμφότερα τα δίκαια αυτά, ως υποκατάστατο της αξίωσης αποζημιώσεως (Θ. Λιακόπουλος, Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, σε ΝοΒ 1991/510 επομ. [515 και 516]). Στην περίπτωση, όμως, που ο κίνδυνος επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο η ασφαλιστική κάλυψη δεν είχε ουσιαστικά αρχίσει και η συμβατική υποχρέωση του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος δεν είχε ως εκ τούτου γεννηθεί, είναι δυνατόν ο ενάγων, δηλαδή ο ασφαλισμένος ή ο εκδοχέας του, θεωρώντας ότι τούτο οφείλεται σε υπαίτια παράβαση συμβατικού βάρους του ασφαλιστή, να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημίας του, που προκλήθηκε εξαιτίας αυτής, υποβάλλοντας τότε αίτημα αποζημιώσεως. Η αξίωσή του αυτή είναι βέβαια και πάλι συμβατική, πλην όμως δευτερογενής, στην οποία έχει πλέον μετατραπεί η προϋφιστάμενη ενοχή, επειδή δεν μπορεί για νομικούς λόγους να εκπληρωθεί. Η ευθύνη αυτή του ασφαλιστή ταυτίζεται μεν κατά περιεχόμενο με την πρωτογενή, αφού αμφότερες, ως αποζημιωτικές, συνιστούν ενοχικές υποχρεώσεις του προς καταβολή, αντιστοίχως, του ασφαλίσματος και του θετικού της συμβάσεως διαφέροντος, εκείνου δηλαδή που θα είχε ο δανειστής αν ο οφειλέτης είχε εκπληρώσει τη σύμβαση (Μ. Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρα 297 – 298, αρ. 33, σελ. 69, Αλ. Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθρο 298, αρ. 31, Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, 1993, § 5 ΙΙΙ 1, σελ. 137), δηλαδή και πάλι του ασφαλίσματος, διαφέρουν, όμως, ουσιωδώς ως προς τον παραγωγικό τους λόγο, δεδομένου ότι η πρωτογενής ευθύνη προϋποθέτει έγκυρη συμβατική ενοχή, της οποίας αρνείται την εκπλήρωση ο οφειλέτης, ενώ η ως άνω δευτερογενής αιτία έχει την ανυπαρξία (μη γέννηση) της πρωτογενούς ενοχής από υπαιτιότητα του εναγομένου. Επομένως, οι αξιώσεις αυτές (στο ασφάλισμα και στην αποζημίωση) αντιφάσκουν μεταξύ τους, αφού η ιστορική βάση εκάστης συγκροτείται από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα η συνύπαρξή τους κατά το ουσιαστικό δίκαιο να αποκλείεται (ΕφΑθ. 6808/2007, Δνη 2008/520, ΕφΑθ. 3815/1997, ΕΔΠ 2000/158, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 61, αρ. 9, σελ. 159, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 218, αρ. 5, σελ. 1149). Για το λόγο αυτό, παρεκτός αν ασκούνται επικουρικά (ΑΠ 387/1993, Δνη 1994/1269 = EEN 1994/240, ΑΠ 1016/1991, ΕΕΝ 1992/616, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, σελ. 181), δηλαδή αν η μία ασκείται για την περίπτωση απορρίψεως της άλλης (ΑΠ 1987/2008, Δνη 2010/755, ΑΠ 631/2006, ΧρΙΔ 2006/719), η [αντικειμενική] σώρευσή τους στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο είναι ανεπίτρεπτη, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 218 § 1 περ. α και 219 § 1 ΚΠολΔ και έχει ως δικονομικό αποτέλεσμα όχι την ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής αλλά, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 218 § 2 ΚΠολΔ, το χωρισμό τους (ΑΠ 612/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 78/2012, Δικογραφία 2012/479, ΕφΠειρ. 1580/1991, ΠειρΝ 1991/794), τον οποίο, πάντως, το δικαστήριο μπορεί να παρακάμψει χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης και των δικαστικών ενεργειών και να προχωρήσει στην απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, όταν κατά την έρευνα του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας των σωρευομένων αξιώσεων, ο έλεγχος των οποίων, άλλωστε, προηγείται εκείνου της αντιφατικότητάς τους (ΕφΔυτΣτερΕλλ 17/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας [- Μακρίδου], ΕρμΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 218, αρ. 9, σελ. 469), διαπιστώσει ότι όλες είναι καταφανώς αόριστες ή απαράδεκτες ή ότι καμία από αυτές δεν είναι νόμιμη (ΕφΘεσ. 1075/2010, Αρμ. 2013/1118, ΕφΝαυπλ. 17/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ ΑΠ 623/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν με την αγωγή που εισάγεται σε ελληνικό δικαστήριο ασκούνται ουσιαστικά δικαιώματα, που κρίνονται κατ’ αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο με συμφωνία τους οι διάδικοι κατέστησαν εφαρμοστέο στην επίδικη σχέση, δεδομένου ότι οι πιο πάνω διατάξεις ρυθμίζουν δικονομικό ζήτημα, επί του οποίου εφαρμοστέα είναι πάντοτε η lex fori (ΑΠ 1584/2011, ΕΝαυτΔ 2012/45 = ΕπισκΕΔ 2012/106), κατά γενικώς αποδεκτή [άγραφη] αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συναγόμενη, στο ελληνικό δίκαιο, εμμέσως και από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 ΚΠολΔ (περί της οποίας βλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 72, Χ. Μεϊδάνη, σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 366, Τ. Παπαδοπούλου, Ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 2000, σελ. 52, σημ. 140, Χ. Τσούκα, Ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας – Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 1990, σελ. 25, πρβλ. και Φ. Δωρή, Περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στις ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, 1988, σελ. 224), επικρατούσα δε και στο αγγλικό δίκαιο (βλ. σχετ. Fawcett J.J./Carruthers J.M., Private International Law, 2008, ch. 30, σελ. 1235). Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, η αντίφαση μεταξύ των σωρευομένων βάσεων ή αιτημάτων της αγωγής, όπως και η νομική βασιμότητά τους, θα διαπιστωθεί υπό το πρίσμα των ουσιαστικών διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου που οι διάδικοι με συμφωνία τους επέλεξαν ως εφαρμοστέο, το οποίο το επιλαμβανόμενο δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως χωρίς να διατάξει απόδειξη του περιεχομένου του, όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το γνωρίζει επειδή το αναζήτησε με δικές του ενέργειες (ΑΠ 131/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 34/2005, Δνη 2005/1402, ΑΠ 726/1980, ΝοΒ 1981/32, ΤριμΕφΠειρ. 704/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 85/2001, ΕΝαυτΔ 2001/225 = ΝαυτΔνη 20012/55, ΕφΑθ. 5269/1982, Αρμ. 1986/1090, ΕφΑθ. 6882/1981, Αρμ. 1982/536).

Β] Ως τέτοιο δίκαιο στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά θαλασσίων κινδύνων ευλόγως επιλέγεται το αγγλικό, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας ή της κατοικίας των συμβληθέντων ή του τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως, δεδομένου ότι λόγω της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει στους συμβαλλομένους και της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμορφώσεώς του έχει καθιερωθεί στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική, με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλοία και πλωτά ναυπηγήματα να διέπονται από το δίκαιο αυτό, καθώς και από την αγγλική πρακτική (ΑΠ 1459/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 480/2014, Δνη 2015/470, ΜονΕφΠειρ. 519/2016, ΔΕΕ 2017/548). Η επιλογή αυτή άλλωστε είναι καθ’ όλα σύννομη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 § 1 και 7 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» [Κανονισμός «Ρώμη Ι»] (ΜονΕφΠειρ. 768/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Τσαβδαρίδης, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 [ΑσφΝ], 2014, σελ. 26, βλ. και τον ίδιο, Το ιδ.δ.δ. της σύμβασης ασφάλισης: Από τη Σύμβαση της Ρώμης και τις κοινοτικές οδηγίες για την ασφάλιση στον Κανονισμό «Ρώμη Ι», σε ΝοΒ 2010/1952 επομ. [1964], Μ. Χατζηβασιλείου, Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου στις ασφαλιστικές συμβάσεις, σε ΝοΒ 2008/2636 – 2649 = Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, 2008/545 – 562), που, κατά το άρθρο 28 αυτού, ισχύει για συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009, από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του οποίου (άρθρο 1 § 2 περ. ι) αποκλείονται πλέον ελάχιστες ασφαλιστικές συμβάσεις (συγκεκριμένα δε ορισμένες ομαδικές ασφαλίσεις ζωής, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται), κατ’ αντίθεση προς την προϊσχύσασα από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», την οποία ο Κανονισμός αντικατέστησε και η οποία ρητά εξαιρούσε από την εφαρμογή της τις ασφαλιστικές συμβάσεις (ΑΠ 419/2014, ΕΠολΔ 2014/523 = ΕΕμπΔ 2014/902 = ΕπιΔικΙΑ 2014/317, ΜονΕφΠειρ. 7/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 618/2005, ΕΝαυτΔ 2005/250, Α. Αιμιλιανίδης, Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι, 2009, § 5, σελ. 91 – 92, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, ερμηνεία κατ’ ιδίαν διατάξεων του Κανονισμού 593/2008 και της Σύμβασης Ρώμης 1980, κάτω από το άρθρο 25 ΑΚ, αρ. 16, σελ. 465, Α. Μεταλληνός, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], τόμος Ι, 2010, άρθρο 25, αρ. 14, σελ. 59, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια – Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ελλΑΚ, σε ΕπισκΕΔ 1998/297 επομ. [318], Ι. Βούλγαρης, Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και τα όρια του εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπει σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε ΝοΒ 1992/1289 επομ. [1300]). Με βάση την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, επί της οποίας οικοδομείται ο κανονισμός Ρώμη Ι, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, πρέπει, όμως, να αναφέρεται σε ορισμένο κλάδο ή τμήμα κάποιου εθνικού δικαιϊκού συστήματος, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί συνολικά ηθελημένο περιεχόμενο της συμβάσεως (ΑΠ 904/2008, ΕΕμπΔ 2008/577, ΕφΠειρ. 11/2011, ΔΕΕ 2011/814 = ΕΝαυτΔ 2011/211). Έτσι, η συμβατική παρεισαγωγή στο με συμφωνία των συμβαλλομένων ρητώς επιλεγέν συγκεκριμένο δίκαιο μιας μεμονωμένης διατάξεως άλλης έννομης τάξης, για τη ρύθμιση ενός από τα naturalia negotii της ασφαλιστικής συμβάσεως, θέτει απλώς έναν συμβατικό όρο και δε συνιστά διαμελισμό (dépeçage)  της συμβάσεως, ώστε να εφαρμόζεται διαφορετικό δίκαιο σε διαφορετικά (διακριτά μεταξύ τους) τμήματα της ενιαίας δικαιοπραξίας ούτε αποτελεί εκδήλωση της σχετικής δυνατότητας που, ως λογική συνέπεια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας στην επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, εισάγει το άρθρο 3 σημείο 3 εδαφ. γ του Κανονισμού Ρώμη Ι (για το dépeçage βλ. γενικά Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ο.π., αρ. 27 και 29, σελ. 470 επομ., Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, ο.π., σελ. 299 – 303, την ίδια σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 308, την ίδια, Dépeçage – Μια νέα έννοια του κοινοτικού και του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, σε ΕΕΕυρΔ 1996/741 επομ., Χ. Παμπούκη, Η lex mercatoria ως εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές, 1996, σελ. 237, ο ίδιος Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε ΝοΒ 1992/1327 επομ. [1334], Δ. Τραυλό – Τζανετάτο, Εργασιακές σχέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας, σε ΕΕΔ 1991/443 επομ. [448], Χ. Ταγαρά, Η αυτονομία των συμβαλλομένων, dépeçage, και μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, σε Η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Δέκα χρόνια εφαρμογής της από τα Ελληνικά Δικαστήρια, 2003, σελ. 31 επομ.). Στην περίπτωση αυτή το νομικό θεμέλιο της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων δεν είναι η έννομη τάξη από την οποία η μεμονωμένη πρόβλεψη προέρχεται αλλά η απλή επ’ αυτής συμφωνία τους (consensus), εφόσον, βεβαίως, η συμβατική αυτή ρύθμιση προσαρμόζεται στο επιλεγέν ως εφαρμοστέο δίκαιο, υπό την έννοια ότι δεν είναι ασύμβατη προς αυτό, που την ανέχεται επειδή εντάσσεται ομαλά στο σύστημά του (πρβλ Χ. Παμπούκη, ο.α.α, σελ. 1331, Α. Τσαβδαρίδη, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 [ΑσφΝ], 2014, σελ. 31).

Γ] Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον ως άνω αγγλικό νόμο περί θαλασσίας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (MIA 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, που ψηφίστηκε και έλαβε τη βασιλική κύρωση (Royal Assent) στις 12.2.2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινοδίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο ΜΙΑ 1906, ο οποίος πάντως εξακολουθεί να ισχύει (Clarke Malcolm/Soyer Baris, The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, Ship safety, policy terms and the Insurance Act 2015, σε Θαλάσσια Ασφάλεια. Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση ΔΣΠ 2016, σελ. 139 επομ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν δε παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Στην περίπτωση μάλιστα των τελευταίων η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου [Institute of London Underwriters] για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1ης.11.1985 (ΤριμΕφΠειρ. 143/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 4/2013, ΔΕΕ 2013/355 = ΕΝαυτΔ 2013/50 = ΕΕμπΔ 2013/697 = Δνη 2014/1690), η εφαρμογή των οποίων είναι υποχρεωτική, εφόσον στη σύμβαση ασφαλίσεως γίνεται ρητή παραπομπή σ’ αυτούς, ακόμα και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως, οι όροι της οποίας είτε γενικοί είτε ειδικοί έχουν την ίδια νομική ισχύ και παράγουν την ίδια νομική δέσμευση (ΑΠ 1584/2011, ο.π., ΑΠ 1650/2001, Δνη 2002/1040 = ΕΕμπΔ 2003/110 = ΕπιΔικΙΑ 2003/287 = ΕπιΔικΙΑ 2004/141, ΕφΠειρ. 566/2007, ΕΝαυτΔ 2008/56, βλ. και Χ. Στυλιανέα, Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση [Στη Ναυτική Ασφάλιση], σε Δνη 1992/725 επομ. [727]). Στο s. 1 του ΜΙΑ 1906 ορίζεται ότι «Συμβόλαιο ναυτικής ασφαλίσεως είναι η γραπτή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο κατά τρόπο και στην έκταση που με αυτή συμφωνούνται εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή των συναφών προς τη θαλάσσια περιπέτεια κινδύνων». Από το νομοθετικό αυτό ορισμό προκύπτει ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής καλύψεως είναι η ύπαρξη θαλάσσιων κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται το ασφαλισμένο σκάφος και ότι κύριος σκοπός της ναυτασφαλιστικής συμβάσεως είναι η παροχή εκ μέρους του αναλαμβάνοντος τον κίνδυνο ασφαλιστή αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο για ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας των κινδύνων αυτών υπό τους όρους και κατά την έκταση που έχουν συμφωνηθεί (ΤριμΕφΠειρ. 204/2015, ΜονΕφΠειρ. 858/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, στο οποίο ενσωματώνεται η ασφαλιστική συμφωνία, καθώς και από τα παραρτήματά του (Φ. Χ. Χριστοδούλου, Αγγλικό δίκαιο της θαλασσίας ασφαλίσεως, σε ΕΕμπΔ 1988/154 επομ. [156]), όμως, στον ως άνω ορισμό της έννοιας της ασφαλιστικής συμβάσεως περιγράφονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, από τα οποία προκύπτει η νομική της φύση κατά το αγγλικό δίκαιο. Πρόκειται λοιπόν για σύμβαση ενοχική και συναινετική, αφού δημιουργεί έννομη σχέση μεταξύ προσώπων, που με τη συμφωνία τους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις υποσχετικού χαρακτήρα, αμφοτεροβαρή, μιας και οι υποχρεώσεις αυτές είναι αμφίπλευρες και διαρκή, επειδή η μεν παροχή του ασφαλιστή (ανάληψη του κινδύνου) εκτείνεται χρονικώς σε όλη τη διάρκεια της ασφαλίσεως, η δε παροχή του ασφαλισμένου (καταβολή ασφαλίστρου) αφορά ολόκληρη τη διάρκεια της ασφαλίσεως, ακόμα και αν το ασφάλιστρο καταβάλλεται εφάπαξ. Ως προς την έναρξη της ασφαλιστικής καλύψεως στο s. 21 ΜΙΑ 1906 ορίζεται ότι το συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται συνομολογηθέν μόλις η πρόταση του ασφαλιζόμενου γίνει αποδεκτή από τον ασφαλιστή είτε το ασφαλιστήριο εκδίδεται ταυτόχρονα είτε όχι. Από τη διάταξη αυτή, που δεν εξαρτά την έναρξη της ασφαλιστικής καλύψεως από την προηγούμενη έκδοση του ασφαλιστηρίου ή την, τουλάχιστον ταυτόχρονη, πληρωμή του ασφαλίστρου, συνάγεται ότι, καταρχήν, καμία τέτοια προϋπόθεση δεν τίθεται ως αναγκαίος όρος για την παραγωγή έγκυρης και πλήρους συμβατικής δέσμευσης του ασφαλιστή (Heath Lambert Ltd v Sociedad de Corretaje de Seguros [2005], Lloyd’s Rep. I.R. 905, Colinvaux Raoul, The Law of Insurance, 1979, αρ. 7 – 02, σελ. 120). Η ίδια διάταξη, όμως, αποδίδει ενδοτικό δίκαιο και δεν αποκλείει συμφωνία των μερών, κατά την οποία είτε ο ασφαλιστής φέρει τον κίνδυνο από το χρόνο καταρτίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως υπό τον όρο της ταυτόχρονης καταβολής του ασφαλίστρου είτε η έναρξη της καλύψεως του κινδύνου αναστέλλεται για χρονικό σημείο μεταγενέστερο της σύναψης της ασφαλιστικής συμβάσεως και, συγκεκριμένα, μέχρι την έκδοση του ασφαλιστηρίου ή μέχρι την καταβολή του ασφαλίστρου (Merkin Robert, Colinvaux & Merkin’s Insurance Contract Law, 2007, B – 0001, σελ. 20003 επομ., Birds John/Hird Norma J., Birds’ Modern Insurance Law, 2004, ch. 8, σελ. 167). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πληρωμή του ασφαλίστρου θεωρείται ως αναβλητική αίρεση (condition precedent) της έναρξης της ασφαλιστικής καλύψεως, η συμβατική αποδοχή της οποίας έχει ως αποτέλεσμα να μην αποζημιώνεται ο ασφαλισμένος, μολονότι ο ασφαλισμένος κίνδυνος επήλθε, εφόσον το ασφάλιστρο δεν έχει πληρωθεί κατά το χρόνο της επελεύσεώς του (Gilman Jonathan/Merkin Robert, Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, 2008, 6 – 03, σελ. 136). Μάλιστα, η συμπερίληψη στο ασφαλιστήριο ρητού όρου, κατά τον οποίο η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει [the risk is not to run] αν δεν προηγηθεί η πληρωμή του ασφαλίστρου (ή, αν αυτό είναι πληρωτέο σε δόσεις, της πρώτης από αυτές), έχει την έννοια ότι ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται μέχρις ότου το ασφάλιστρο καταβληθεί, παρά το γεγονός ότι η ασφαλιστική σύμβαση είναι από το χρόνο της καταρτίσεώς της ισχυρή και δεσμευτική [there is a binding agreement, but the risk runs from the date of payment] (Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, αρ. 8 – 04, σελ. 283 – 284). Περαιτέρω, κατά το αγγλικό ασφαλιστικό δίκαιο, οι ασφαλίσεις ζημιών ενεργητικού [γενικά και όχι μόνον οι ναυτασφαλίσεις] συνάπτονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως ενός [1] έτους και δεν είναι ανανεώσιμες πέραν της αρχικής συμβατικής περιόδου, παρεκτός αν έχει συμφωνηθεί ρητά να είναι. Ως εκ τούτου, όταν δεν έχει συμφωνηθεί η ανανέωσή τους, τούτο μπορεί να επισυμβεί μόνο με νέα σύμβαση των αρχικώς συμβληθέντων (Colinvaux Raoul, ο.π., αρ. 1 – 38, σελ. 24), η οποία, πλην αντίθετης ρητής συμφωνίας, εκλαμβάνεται ότι έχει συναφθεί με τους όρους της αρχικής συμβάσεως (Merkin Robert, Colinvaux & Merkin’s Insurance Contract Law, 2007, αρ. A – 0323, σελ. 10304). Εξάλλου, στο νόμο ΜΙΑ 1906 δεν απαντάται πρόβλεψη για την τύχη της ασφαλιστικής συμβάσεως σε περίπτωση μη καταβολής ή καθυστερημένης πληρωμής του ασφαλίστρου, ενώ στον υπ’ αριθμ. 20 όρο των Ρητρών του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής της 1ης.11.1985 ορίζεται ότι η ασφάλιση μπορεί να ακυρωθεί είτε από τον ασφαλιστή κατά πάντα χρόνο, υπό τον όρο ειδοποίησης του ασφαλισμένου προ τριάντα [30] ημερών είτε με συμφωνία των μερών, καθώς και ότι στις περιπτώσεις αυτές αποδίδεται μέρος του καταβληθέντος ασφαλίστρου, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα μετά την ακύρωση και μέχρι τη συμβατική λήξη της ασφαλιστικής καλύψεως και υπολογίζεται σε ποσοστιαία βάση. Με τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση υπερημερίας του ασφαλισμένου ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσής του στο ασφάλιστρο, παρέχεται στον ασφαλιστή δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως, που ενεργεί ex nunc και για το κύρος της απαιτείται προηγούμενη ειδοποίηση του αντισυμβαλλομένου του, προκειμένου εντός της ως άνω προθεσμίας να ανταποκριθεί καταβάλλοντας, ώστε αυτοδικαίως η καταγγελία να παραμείνει χωρίς έννομο αποτέλεσμα (notice of cancellation shall automatically be revoked). Η εφαρμογή, όμως, της διατάξεως αυτής, που προνοεί ταυτόχρονα για την επιστροφή του ήδη καταβληθέντος ασφαλίστρου, προϋποθέτει ότι ο ασφαλισμένος κατέστη υπερήμερος ως προς την καταβολή όχι της πρώτης από τις περισσότερες δόσεις με τις οποίες έπρεπε κατά τη σύμβαση να αποπληρωθεί το ασφάλιστρο στο σύνολό του αλλά κάποιας από τις επόμενες, οπότε ο ασφαλιστής, που στερείται πλέον την αντιπαροχή που του οφείλεται για την ανάληψη της ασφαλιστικής καλύψεως, πρέπει με κάποιον τρόπο να απαλλαγεί από τη δική του συμβατική υποχρέωση, που ενεργοποιήθηκε με την καταβολή της πρώτης δόσης. Αν ούτε αυτής η καταβολή δεν έχει προηγηθεί, η έναρξη της ασφαλιστικής καλύψεως δεν έχει ουσιαστικά επέλθει και ο ασφαλιστής, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν φέρει ούτως ή άλλως τον κίνδυνο, ώστε να χρειάζεται να απαλλαγεί από την ευθύνη του. Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι, αν η ασφαλιστική σύμβαση έχει ανανεωθεί για επόμενη της αρχικής χρονική περίοδο με νέα συμφωνία των μερών αλλά χωρίς τροποποίηση των όρων της αρχικής συμφωνίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ρήτρα περί ενάρξεως της ασφαλιστικής καλύψεως μόνον μετά την πληρωμή της πρώτης δόσης του τμηματικώς καταβλητέου ασφαλίστρου, η καταβολή της δόσης αυτής ενεργοποιεί στα πλαίσια της ανανεωθείσας συμβάσεως την ασφαλιστική κάλυψη και κάθε μεταγενέστερη υπερημερία του ασφαλισμένου ως προς την καταβολή κάθε επόμενης ληξιπρόθεσμης δόσης του ασφαλίστρου είτε προκαλεί αυτόματα τη λήξη της ασφαλιστικής καλύψεως είτε, ανάλογα με τη συμφωνία των μερών, παρέχει στον ασφαλιστή την ευχέρεια [option] να προκαλέσει μονομερώς τη λήξη της (Bennett Howard, The Law of Marine Insurance, 2007, αρ. 6.18, σελ. 224, Colinveaux Raoul, ο.π., αρ. 7 – 07, σελ. 123). Οι ρυθμίσεις αυτές είναι κατά περιεχόμενο παρόμοιες προς τις ανάλογες του ελληνικού δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που, αφενός, διακρίνει μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής έναρξης της ασφαλιστικής καλύψεως με κρίσιμο χρονικό σημείο αυτό της αναλήψεως του κινδύνου από τον ασφαλιστή, που μπορεί να έπεται της σύναψης της ασφαλιστικής συμβάσεως αλλά κατά κανόνα ταυτίζεται με το χρονικό σημείο καταβολής του ασφαλίστρου στο σύνολό του, αν αυτό οφείλεται εφάπαξ, ή της πρώτης δόσης του, αν έχει συμφωνηθεί τμηματική αποπληρωμή του (άρθρο 6 § 1 του Ν. 2496/1997, ΑΠ 662/2004, ΔΕΕ 2004/1276 =  ΕΕμπΔ 2004/775 = ΧρΙΔ 2004/825, ΑΠ 860/1997, ΕΕμπΔ 1997/743, ΑΠ 1179/1996, ΕΕμπΔ 1996/772 = Δνη 1997/1060, ΕφΑθ. 5817/2002, ΕΕμπΔ 2003/631 = ΕπιΔικΙΑ 2004/284, ΕφΑθ. 2701/1999, ΔΕΕ 2000/634 = ΕΕμπΔ 2000/535, Κ. Νούσια, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 [ΑσφΝ], 2014, άρθρο 6, αρ. 6, σελ. 122, Ι. Ρόκας, Ιδιωτική Ασφάλιση, 2003, σελ. 89), με αποτέλεσμα, αν δεν καταβληθεί εγκαίρως το πρώτο ασφάλιστρο, ο ασφαλιστής να μην φέρει τον κίνδυνο και, επομένως, η τυχόν επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης να μην επάγεται υποχρέωσή του προς καταβολή του ασφαλίσματος (Ι. Βελέντζας, Δίκαιο ιδιωτικής ασφάλισης, 2007, σελ. 118, Ζ. Σκουλούδης, ο.π., σελ. 208, Α. Αργυριάδης, ο.π., σελ. 52) και, αφετέρου, παρέχει δικαίωμα στον ασφαλιστή, που δεν εισπράττει ασφάλιστρο, να καταγγείλει τη σύμβαση με γραπτή προειδοποίηση του λήπτη της ασφάλισης μόνον σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ληξιπρόθεσμης επόμενης δόσης ασφαλίστρου και όχι της πρώτης ή της εφάπαξ δόσης αυτού (ΕφΑθ. 516/2007, ΕπιΔικΙΑ 2011/475, Ι. Ρόκας, Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2016, ΙΙ 387, σελ. 456, Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Ασφαλιστική Σύμβαση, Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή, 2000, σελ. 80 επομ., Β. Κιάντος, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 1999, σελ. 88, ο ίδιος, Ερμηνευτικές παρατηρήσεις στο άρθρο 6 § 1 εδ. α ν. 2496/1997, σε ΕπισκΕΔ 2005/355 επομ.). Περαιτέρω, κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, εφόσον η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει καθ’ ον χρόνο είναι ενεργός η ασφαλιστική κάλυψη, ο ασφαλιστής ευθύνεται να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημία συνδέεται αιτιωδώς με τον ασφαλισμένο κίνδυνο [s. 55 ΜΙΑ 1906: … the insurer is liable for any loss proximately caused by a peril insured against…]. Στο s. 56 ορίζεται ότι η ζημία αυτή [loss] μπορεί να είναι ολική ή μερική [total or partial] και ότι μερική είναι κάθε ζημία που δεν συνιστά ολική απώλεια (§ 1), ενώ η τελευταία μπορεί να είναι είτε πραγματική [actual] είτε τεκμαρτή – πλασματική  [constructive]. Περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας ανακύπτει όταν το αντικείμενο της ασφαλίσεως έχει καταστραφεί κατά την υλική του υπόσταση ή έχει υποστεί τέτοια βλάβη (αλλοίωση), ώστε να μην αποτελεί πλέον πράγμα του είδους που ασφαλίστηκε ή όταν ο ασφαλισμένος το έχει ανεπανόρθωτα αποστερηθεί (s. 57). Αντιθέτως, τεκμαρτή ολική απώλεια ασφαλισμένου πλοίου, πλην αντίθετης συμφωνίας, υπάρχει, μεταξύ άλλων, όταν τούτο έχει βλαβεί από τον ασφαλισμένο κίνδυνο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το κόστος της επισκευής των ζημιών του να υπερβαίνει την αξία του κατά την επισκευή του (s. 60 §§ 1 και 2). Ειδικώς επί ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής στον υπ’ αριθμ. 17 όρο των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1ης.11.1985 διευκρινίζεται ότι, για την εξακρίβωση του κατά πόσον υφίσταται ολική απώλεια του πλοίου, ως αξία επισκευής θεωρείται η ασφαλιστική αξία (§ 1) και ορίζεται ότι, αν το κόστος επισκευής του πλοίου δεν την υπερβαίνει, δεν καταβάλλεται αποζημίωση για τεκμαρτή ολική απώλεια (§ 2). Τούτο σημαίνει ότι η χαμηλότερη από τις δύο αυτές αξίες αποτελεί το όριο της αποζημιωτικής ευθύνης του ασφαλιστή επί ολικής ζημίας είτε αυτή είναι πραγματική είτε τεκμαρτή υπό την έννοια που προεκτέθηκε, καθώς και ότι η ίδια χαμηλότερη από τις δύο αξία θα χρησιμοποιεί προκειμένου να εξακριβωθεί αν υπάρχει τεκμαρτή ολική ζημία ή όχι (Lambeth R. J., Templeman on Marine Insurance: Its principles and practice, 1981, σελ. 238). Εξάλλου, κατά το s. 61, σε περίπτωση τέτοιας απώλειας, ο ασφαλισμένος δύναται είτε να θεωρήσει την απώλεια ως μερική είτε να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως στον ασφαλιστή και να θεωρήσει τη ζημία ως ολική απώλεια. Με τη διάταξη αυτή παρέχονται στον ασφαλισμένο δύο [2] αποζημιωτικές αξιώσεις που τελούν μεταξύ τους σε σχέση εκλεκτικής ή διαζευκτικής συρροής, με αποτέλεσμα μόνο η μία να δύναται κάθε φορά να ασκηθεί. Συγκεκριμένα, ο ασφαλισμένος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση είτε για μερική είτε για (τεκμαρτή) ολική ζημία, εφόσον, όμως στη δεύτερη περίπτωση παραιτηθεί από το δικαίωμά του σε ό,τι απέμεινε από το πλοίο και το εγκαταλείψει στον ασφαλιστή (Kastor Navigation Co Ltd & Anor v AXA Global Risks (UK) Limited and Ors (The Kastor Too) [2004] Lloyd’s Rep. I.R. 481, Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, αρ. 23 – 84, σελ. 922, Lambeth R.J., ο.π., σελ. 218). Η επιλογή λαμβάνει χώρα με βάση οικονομικά κριτήρια, που σχετίζονται με το συμφέρον του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη να διατηρήσει το βλαβέν πλοίο στην περιουσία του ή όχι (Bennett Howard, ο.α.π., αρ. 21.77, σελ. 658), σταθμίζοντας ιδίως το γεγονός ότι σε περίπτωση ολικής απώλειας ως μέτρο της αποζημιώσεως, επί μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου (unvalued policy κατά την έννοια του s. 28 ΜΙΑ 1906), λαμβάνεται η ασφαλιστική αξία (s. 68 αρ. 1). Αν επιλεγεί η εγκατάλειψη (abandonment) του αντικειμένου της ασφαλίσεως, ο ασφαλισμένος προκειμένου να ικανοποιηθεί για τεκμαρτή ολική απώλεια οφείλει να επιδώσει με εύλογη επιμέλεια (with reasonable diligence) στον ασφαλιστή ειδοποίηση περί της εγκαταλείψεως, συνήθως έγγραφη αλλά πάντοτε σαφή ως προς την πρόθεση του δηλούντος να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως άνευ όρων (s. 62 §§ 1 – 3). Η δήλωση (notice of abandonment) πρέπει να προέρχεται από τον ασφαλισμένο ή από βοηθό εκπληρώσεώς του ή από εξουσιοδοτημένο πράκτορά του (Kyriaki Noussia, ο.π., σελ. 105). Η προηγούμενη επίδοση της ειδοποίησης θεωρείται μάλιστα ως αναγκαίος όρος (condition precedent) του δικαιώματος του ασφαλισμένου να αποζημιωθεί για τεκμαρτή ολική απώλεια (Bank of America National Trust and Savings Association v Chrismas (The Kyriaki) [1993], 1 Lloyd’s Rep. 137, Royal Boskalis Westminster N.V. and others v Mountain and others [1997], 2 All ER 929 = LRLR 523, Bennett Howard, ο.π., αρ. 22.33, σελ. 693, Gilman Jonathan/Merkin Robert, ο.π., αρ. 29 – 06, σελ. 1359, O’ May Donald, Marine Insurance Law and Policy, 1993, ch. 14, σελ. 423, Ivamy Hardy, Marine Insurance, 1979, ch. 29, σελ. 411, Lambeth R.J., ο.π.,  για δε τη διπλή λειτουργία του condition precedent στο αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων, αφενός ως αναβλητικής αιρέσεως και αφετέρου ως διαδικαστικής προϋπόθεσης που πρέπει να τηρηθεί για τη γένεση ενός δικαιώματος ή για την ενάσκηση μιας αξιώσεως βλ. Chitty on Contracts, Vol. 1, 2004, General Principles, αρ. 2 – 145, σελ. 193). Αν ο ασφαλισμένος δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή, η απώλεια μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως μερική ζημία (s. 62  1 εδαφ. β) και θα αποζημιωθεί κατά τις ακόλουθες διακρίσεις τις οποίες εισάγει η διάταξη του s. 69: α] αν έχει γίνει πλήρης επισκευή του πλοίου θα αποζημιωθεί το λογικό κόστος αυτής, εφόσον δεν υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό, ενώ β] αν πραγματοποιήθηκε μερική επισκευή του θα αποζημιωθεί το λογικό κόστος αυτής και θα αποκατασταθεί ο δικαιούχος κατά το ποσό της αξίας του πλοίου που απομειώθηκε εξαιτίας των ζημιών που δεν επισκευάστηκαν, εφόσον βέβαια το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το κόστος της πλήρους επισκευής και, τέλος, γ] αν το πλοίο δεν επισκευαστεί (και δεν πουληθεί στην κατάσταση που ευρίσκεται μετά την ζημία), ο δικαιούχος θα αποζημιωθεί για τη λογική υποτίμηση της αξίας του πλοίου, που οφείλεται στις ανεπισκεύαστες ζημίες του, εφόσον όμως και πάλι το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το εύλογο κόστος επισκευής (βλ. σχετ. και Μ. Παζαρζή, Ναυτασφαλίσεις, 2015, σελ. 222). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, η δικαστική ικανοποίηση της αξιώσεως στο ασφάλισμα, που οφείλεται συνεπεία τεκμαρτής ολικής απώλειας του ασφαλισμένου πλοίου, προϋποθέτει ότι στη σχετική αγωγή που στρέφεται κατά του ασφαλιστή, που αρνείται την καταβολή της ασφαλιστικής αξίας, γίνεται μνεία α] της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο υπήρχε ενεργός ασφαλιστική κάλυψη, β] της αξίας επισκευής της ζημίας που επήλθε, η οποία πρέπει να είναι ανώτερη της ασφαλιστικής αξίας και γ] της δήλωσης περί εγκατάλειψης του πλοίου στον ασφαλιστή. Κατά την εφαρμογή παρομοίου περιεχομένου διατάξεων του ελληνικού δικαίου και συγκεκριμένα των άρθρων 280 – 285 του ΚΙΝΔ έχει γίνει από τα ημεδαπά δικαστήρια δεκτό ότι στο δικόγραφο της περί καταβολής του ασφαλίσματος για ολική απώλεια του πλοίου αγωγής πρέπει να γίνεται επίκληση νομότυπης άσκησης του δικαιώματος εγκατάλειψής του δια δηλώσεως προς τον ασφαλιστή, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται είτε ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1133/1975, ΕΝαυτΔ 1976/317 = ΕΕμπΔ ΚΖ/628) είτε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΕφΠειρ. 619/2008, ΕΝαυτΔ 2009/137, ΕφΑθ. 6347/1990, ΕΕμπΔ 1992/285 = ΕΝαυτΔ 1991/182). Οι λύσεις αυτές, όμως, δεν είναι συμβατές με το αγγλικό δίκαιο, κατά το οποίο, όταν ο ασφαλισμένος ενάγει για ολική απώλεια αλλά αποδεικνύει μόνο μερική τοιαύτη, μπορεί να αποζημιωθεί για τη μερική αυτή απώλεια (s. 56 § 4 ΜΙΑ 1906), ενώ αν δεν επιδώσει ειδοποίηση εγκαταλείψεως, η απώλεια μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως μερική ζημία (s. 62 § 1 εδαφ. β ΜΙΑ 1906). Η πρώτη από τις ανωτέρω διάταξη τίθεται βέβαια υπό την επιφύλαξη αντίθετης πρόβλεψης στο ασφαλιστήριο, η οποία, όμως, έχει την έννοια ότι η μερική ζημία δεν θα αποζημιωθεί μόνον εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ασφαλισμένους κινδύνους, καθώς και ότι, παρά την ενάσκηση αρχικώς της αξίωσης για τεκμαρτή ολική ζημία, δεν εμποδίζεται ο δικαιούχος να εγείρει μεταγενέστερα απαίτηση για πραγματική απώλεια του πλοίου (Lambeth R.J., ο.π., σελ. 223). Επομένως, επί αγωγής με την οποία ασκείται μεν αξίωση περί καταβολής αποζημιώσεως για τεκμαρτή ολική απώλεια πλοίου σε εκπλήρωση υποχρέωσης του ασφαλιστή από ασφαλιστική σύμβαση διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε αξία επισκευής ανώτερη της ασφαλιστικής αξίας ούτε επίκληση νομότυπης δήλωσης εγκατάλειψης του πλοίου στον εναγόμενο, οι παραλείψεις αυτές δεν εμποδίζουν την ουσιαστική της έρευνα, προκειμένου, αν η νομική της βασιμότητα δεν αναιρείται για άλλους λόγους, να διαπιστωθεί αν οφείλεται αποζημίωση για μερική απώλεια, η οποία ως έλασσον εμπεριέχεται στο μείζον αίτημά της. Στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση θα είναι πλήρης, υπό την έννοια ότι θα καλύπτει τη (μερική) ζημία στο σύνολό της και μέχρι το ύψος του ασφαλιστικού ποσού. Τούτο, όμως, ισχύει μόνον εφόσον ενάγων της αγωγής αυτής είναι ο λήπτης της ασφαλίσεως – πλοιοκτήτης του ασφαλισμένου πλοίου. Τα πράγματα διαφοροποιούνται στην περίπτωση εναγωγής του ασφαλιστή από τον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη και εκδοχέα των απαιτήσεών του στο ασφάλισμα. Πράγματι, ο τελευταίος δεν μπορεί να αξιώσει από τον ασφαλιστή ολόκληρο το ασφάλισμα, αν η απαίτησή του κατά του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη, που απορρέει από την μεταξύ τους έννομη σχέση, δεν το υπερβαίνει. Τούτο είναι συνεπές προς την αποζημιωτική αρχή, κοινή και στο ελληνικό (βλ. αντί πολλών Α. Μπεχλιβάνη, Διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας στη χερσαία ασφάλιση ζημίας, 2015, σελ. 56) και στο αγγλικό δίκαιο (Lowry John/Rawlings Philip/Merkin Robert, Insurance Law: Doctrines and Principles, 2011, σελ. 322 επομ., Birds John, Birds’ Modern Insurance Law, 2007, σελ. 292) βασική έννοια της ιδιωτικής ασφάλισης, που σημαίνει ότι η ασφαλιστική σύμβαση δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον πορισμό κέρδους και ότι απαγορεύεται ο πλουτισμός τόσον του λήπτη της ασφαλίσεως, ο οποίος αποζημιώνεται μόνον για ό,τι έχασε (ΜονΕφΘεσ. 154/2015, ΕπισκΕΔ 2015/265), όσον και του εκδοχέα και δανειστή του, η απαίτηση του οποίου στο ασφάλισμα περιορίζεται στο ύψος του υπολοίπου της δανειακής οφειλής του πλοιοκτήτη – ενυπόθηκου οφειλέτη – κατά τη χρονική στιγμή επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου και τούτο εφόσον η απαίτηση αυτή του έχει εκχωρηθεί. Με δεδομένο ότι καταρχήν ο υποθηκικός οφειλέτης – πλοιοκτήτης έχει υποχρέωση αποκαταστάσεως της μερικής ζημίας του πλοίου στα πλαίσια της τακτικής εκμεταλλεύσεώς του, σε περίπτωση παραβιάσεως της οποίας ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να καταγγείλει την πιστωτική σύμβαση, ο τελευταίος καθίσταται, κατά το αγγλικό δίκαιο, δικαιούχος του ασφαλίσματος στις περιπτώσεις της ολικής απώλειας (total loss) και του μείζονος δυστυχήματος (major casualty), καθώς και για κάθε αξίωση μετά την καταγγελία του δανείου (Γ. Θεοχαρίδης, Ασφάλιση συμφερόντων ενυπόθηκου δανειστή πλοίου, σε ΕΝαυτΔ 2008/79 επομ. [94]).

Δ] Συνήθως, δανειστής του πλοιοκτήτη είναι το πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδότησε την ναυπήγηση ή την αγορά του πλοίου. Για την εξασφάλισή της έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του δανειολήπτη η τράπεζα καταρχάς αποκτά εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης επί του πλοίου, όμως το εύρος της προστασίας της αυτής είναι περιορισμένο, διότι εξαρτάται από την ύπαρξη του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας. Για το λόγο αυτό η πιστώτρια υποχρεώνει επιπλέον τον πλοιοκτήτη σε σύναψη σύμβασης ασφάλισης του σώματος του σκάφους και του μηχανολογικού του εξοπλισμού (hull and machinery) και ζητεί να της εκχωρηθεί εκ των προτέρων η μέλλουσα και αβέβαιη απαίτηση του ενυπόθηκου οφειλέτη στο ασφάλισμα, επιδιώκει δε να λάβει και πρόσθετες δεσμεύσεις του ασφαλιστή, έναντι του οποίου επιθυμεί να εξασφαλιστεί, αφενός, περί του ότι αυτός δεν θα επικαλεστεί λόγους που τυχόν οδηγούν, σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση και το νόμο, σε απαλλαγή του και, αφετέρου, περί του ότι θα την ειδοποιήσει σε περίπτωση παραβιάσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου των υποχρεώσεών του από την ασφαλιστική σύμβαση, ιδίως δε σε περίπτωση υπερημερίας του ως προς την καταβολή του ασφαλίστρου. Παράλληλα, η ενυπόθηκη δανείστρια έχει τη δυνατότητα να συνασφαλίσει μαζί με τον πλοιοκτήτη το πλοίο, για να καταστεί και αυτή άμεση δικαιούχος του ασφαλίσματος ή να ασφαλίσει η ίδια είτε το υποθηκικό συμφέρον της είτε τον επιχειρηματικό της κίνδυνο (Ι. Ρόκας, Εξασφάλιση και ασφάλιση των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ 1994, σελ. 395 επομ. [406], βλ. και Α. Μπεχιλάβη, Το δικαίωμα του προτιμώμενου ενυπόθηκου δανειστή προς ασφάλιση του πλοίου, ΕπισκΕΔ 2006/3 επομ., Δ. Τουντόπουλο, Το ασφαλιστικό συμφέρον στη θαλάσσια ασφάλιση, ΕΝαυτΔ 2006/337 επομ.). Η ασφάλιση του επιχειρηματικού κινδύνου της τράπεζας μπορεί να συνίσταται και στην εκ μέρους της λήψη υποσχέσεως του ασφαλιστή του ενυπόθηκου οφειλέτη ότι θα την καλύψει ασφαλιστικά ακόμα και στην περίπτωση που πταίσμα του ασφαλισμένου τον απαλλάξει από την ευθύνη του (MacGillivray on Insurance Law, 2003, αρ. 20 – 43, σελ. 541). Όσον αφορά την εξασφάλιση του ενυπόθηκου δανειστή με την εκχώρηση της απαιτήσεως του οφειλέτη του στο ασφάλισμα να σημειωθεί εδώ ότι η σύμβαση εκχωρήσεως της απαιτήσεως αυτής, που καταρτίζεται μεταξύ του εκχωρητή – πλοιοκτήτη και του εκδοχέα – πιστωτή του σε εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης που με τη δανειακή σύμβαση ο πρώτος ανέλαβε, μπορεί να διέπεται από οποιοδήποτε δίκαιο οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν ως εφαρμοστέο και, βέβαια, από το δίκαιο της κοινής τους διαμονής ή, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, του τόπου της κοινής τους έδρας. Το δίκαιο αυτό, όμως, θα ρυθμίσει μόνον τις μεταξύ τους σχέσεις και όχι τις σχέσεις μεταξύ του εκδοχέα και του οφειλέτη ή τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης έναντι του οφειλέτη, αν αυτός είναι αλλοδαπός, διότι η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, που δικαιολογεί την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, δε μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή υποχρεώσεων σε βάρος τρίτου μη συμβληθέντος, σύμφωνα με βασική αρχή του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, κατά την οποία με την εκχώρηση δε μπορεί να καταστεί επαχθέστερη η νομική θέση του οφειλέτη, κοινή τόσο στο ελληνικό (ΑΠ 208/2016, Ε7 2016/994, 1578, πρβλ Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου στη νόμιμη εκχώρηση. Η περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, 1981, σελ. 71), όσον και στο αγγλικό δίκαιο (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, The law of Ship Mortgages, 2017, 16.5.1, σελ. 442, Beatson J./Burrows A./Cartwright J., Anson’s Law of Contract, 2016, ch. 22, σελ. 707, Harwood Stephenson, Shipping Finance, 2006, σελ. 225). Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο άρθρο 14 του Κανονισμού Ρώμη Ι, που ενώ στο σημείο 1 αυτού επιτρέπει στους συμβαλλομένους να καθορίσουν το δίκαιο που θα διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις, το έναντι αλλήλων κύρος της σύμβασης εκχώρησης και τις inter partes συνέπειες της ακυρότητάς της, εντούτοις, στο σημείο 2 και σε αρμονία προς το άρθρο 3 σημείο 2 εδαφ. β του ιδίου Κανονισμού, που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα, όταν ανακύπτει στο μεταγενέστερο χρονικό σημείο της μεταβολής του αρχικώς επιλεγέντος δικαίου, εξαιρεί από τη βούληση των συμβαλλομένων στην εκχώρηση το ζήτημα των προϋποθέσεων δέσμευσης του οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης και, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα του οφειλέτη, ορίζει ότι οι σχέσεις του με τον εκδοχέα και η ως προς αυτόν ισχύς της εκχωρήσεως διέπεται όχι από το δίκαιο που ρυθμίζει τη σύμβαση εκχωρήσεως αλλά από το δίκαιο το διέπον την απαίτηση που είναι αντικείμενο της εκχωρήσεως (Α. Αιμιλιανίδης, ο.π., § 14, σελ. 297, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ο.π., αρ. 113, σελ. 506, Α. Μεταλληνός, ο.π., αρ. 60, σελ. 69, Σ. Μεταλληνός, Η εκχώρησις κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1971, § 18, σελ. 128 επομ., Σπ. Βρέλλης, ο.π., § 7, σελ. 216, Beaumont P.R./McEleavy P.E., Private International Law, 2011, αρ. 10.260, σελ. 503, πρβλ τις παρομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για την εκχώρηση απαιτήσεων στο διεθνές εμπόριο, περί των οποίων βλ. Σπ. Βρέλλη, Κανόνες εφαρμοστέου δικαίου στη διεθνή σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εκχώρηση απαιτήσεων στο διεθνές εμπόριο, σε Τιμητικό Τόμο Κ. Μπέη, ΙΙΙ, 2003, σελ. 2041 επομ.). Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον οι συνέπειες της εκχωρήσεως, δηλαδή η μεταβολή του προσώπου του δανειστή, δεσμεύουν τον οφειλέτη θα κριθεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά το δίκαιο που διέπει την εκχωρούμενη απαίτηση (ΕφΠειρ. 738/2008, ΠειρΝ 2008/58, Dicey, Morris and Collins on The Conflict of Laws, 2012, αρ. 24 – 062, σελ. 1361). Αν, επομένως, εκχωρείται ενοχική απαίτηση στο ασφάλισμα, οφειλόμενο από ασφαλιστική σύμβαση διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, το ζήτημα αν για την εξ αυτής δέσμευση του ασφαλιστή έναντι του εκδοχέα απαιτείται αναγγελία προς τον πρώτο της εκχωρήσεως θα κριθεί με βάση το δίκαιο αυτό. Βέβαια, το θέμα αυτό δεν αποκτά έννομη σημασία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δίκαια, αν είναι διαφορετικά, που διέπουν αντιστοίχως τις συμβάσεις εκχώρησης και ασφάλισης θέτουν τις ίδιες προϋποθέσεις δέσμευσης του ασφαλιστή, απαιτούν δηλαδή αμφότερα αναγγελία της εκχωρήσεως προς αυτόν ή όταν οι προϋποθέσεις που κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να πληρούνται για την δέσμευση του ασφαλιστή έναντι του εκδοχέα του ασφαλισμένου αποτελούν και συμβατικούς όρους κύρους της εκχωρήσεως (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., αρ. 16.11.2, σελ. 462). Κατά το ελληνικό δίκαιο η εκχώρηση αφορά την απαίτηση και όχι την όλη ασφαλιστική σχέση (Αθ. Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αρ. 39, σελ. 577) και ολοκληρώνεται με την αναγγελία της (άρθρο 460 ΑΚ) στον ασφαλιστή, που δεν χρειάζεται να συναινέσει, επιφέρει δε τη μεταβίβαση της απαιτήσεως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά από αυτήν καθίσταται ο μόνος δικαιούχος της και νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο ίδιος και όχι ο εκχωρητής, ο ενοχικός δεσμός του οποίου με τον οφειλέτη έχει μετά την αναγγελία αποκοπεί (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1431/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 528/2014, ΕΕμπΔ 2014/863 = ΔΕΕ 2015/36 = Ε7 2015/123 = Ε7 2017/270). Αντικείμενο της εκχωρήσεως μπορεί να είναι και μελλοντική απαίτηση, όπως συμβαίνει όταν η νομική βάση του δικαιώματος υφίσταται κατά το χρόνο της εκχωρήσεως αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα αξίωση από το δικαίωμα αυτό ή όταν δεν έχει γεννηθεί ούτε η νομική βάση του δικαιώματος, υπάρχουν όμως ορισμένα στοιχεία, με την βοήθεια των οποίων μπορεί να εξατομικευτεί η απαίτηση, κατά την έκταση και το αντικείμενό της, στο χρόνο της γεννήσεώς της (ΑΠ 956/2015, ΑΠ 360/2014, ΑΠ 311/2011, ΜονΕφΠειρ. 615/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το αγγλικό δίκαιο η εκχώρηση της απαιτήσεως (assignment) υλοποιείται με περισσότερους τρόπους αλλά δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα στον εκδοχέα σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, το κοινοδίκαιο (common law) κατά κανόνα δεν αναγνωρίζει την εκχώρηση συμβατικών απαιτήσεων και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται κατ’ αυτό μέσω άλλων θεσμών, όπως η αναδοχή χρέους (novation), στην οποία, όμως, μετέχει υποχρεωτικά και ο οφειλέτης της παροχής (Bennet Howard, ο.π., αρ. 20.12, σελ. 602) ή η εξουσιοδότηση προς είσπραξη (letter of attorney). Στο θετικό δίκαιο (statutory law) η γενική διάταξη που ρυθμίζει την εκχώρηση συμβατικών απαιτήσεων είναι αυτή του s. 136 του Νόμου περί Περιουσίας του 1925 (Law of Property Act, στο εξής LPA 1925), όπως σήμερα ισχύει τροποποιημένος, που προβλέπει ότι η εκχώρηση μιας απαίτησης είναι νόμιμη (legal assignment) όταν είναι α] απόλυτη (absolute), υπό την έννοια ότι αντικείμενό της είναι το σύνολο της απαιτήσεως και όχι μέρος της (Harwood Stephenson, ο.π., σελ. 227 – 228, Stone Richard, The Modern Law of Contract, 2005, αρ. 6.2.1, σελ. 175), για τη μεταβίβαση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η παροχή ανταλλάγματος (consideration) εκ μέρους του εκδοχέα (McKendrick Ewan, Contract Law, 2005, σελ. 1208), β] απαλλαγμένη από όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες (unconditional), γ] έγγραφη, χωρίς, όμως, να απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου και εφόσον δ] γίνει γραπτή αναγγελία της στον οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης, η οποία μπορεί να είναι και μελλοντική υπό τον όρο, όμως, ότι είναι επαρκώς προσδιορισμένη (Goode Roy, Legal Problems of Credit and Security, 2003, αρ. 3 – 11). Εκχώρηση που πληροί τις προϋποθέσεις αυτές είναι έγκυρη και αναπτύσσει ενέργεια από τη λήψη της αναγγελίας από τον οφειλέτη. Εφεξής ο εκδοχέας μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη, ο εκχωρητής χάνει το σχετικό δικαίωμά του και δεν μπορεί να συμμετάσχει στη σχετική με την οφειλή δίκη, ενώ και ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται καταβάλλοντας στον εκχωρητή (Furmston Michael, Law of Contract, 2007, σελ. 1412). Εφόσον οι όροι αυτοί δεν πληρούνται, η εκχώρηση πάσχει, μπορεί, όμως, να ισχύσει ως εκχώρηση του δικαίου της επιείκειας (equity) [Chitty Joseph/Beale H. G, Chitty on contracts, 2004, σελ. 1171 – 1172]. Για μια τέτοια εκχώρηση (equitable assignment) αρκεί για τη μεταβίβαση της απαιτήσεως η απλή συμφωνία μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα, χωρίς να προσαπαιτείται αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη. Πέραν των ανωτέρω γενικών προβλέψεων, διατάξεις σχετικές με την εκχώρηση περιλαμβάνονται και στο s. 51 ΜΙΑ 1906, στις οποίες ρυθμίζονται, κατά τρόπο εναλλακτικό (Williams v Atlantic Assurance Ltd [1932], QB, l, Lloyds’ Rep. 206) έναντι του LPA 1925, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες με ειδικές συμφωνίες ή ρήτρες στο ασφαλιστήριο είναι δυνατή η εκχώρηση, αφενός, του ναυτασφαλιστηρίου στο σύνολό του, οπότε ο εκδοχέας δικαιούται να ασκήσει αγωγή στο δικό του όνομα και, αφετέρου, του ασφαλιστικού συμφέροντος, η εκχώρηση δε αυτή μπορεί να γίνει είτε πριν είτε μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, χωρίς να απαιτείται αναγγελία της στον ασφαλιστή (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., 16.5.3, σελ. 443). Η συνηθέστερη αιτία για την οποία μία εκχώρηση ισχύει ως equitable και όχι ως legal assignment εντοπίζεται στην έκταση της δι’ αυτής μεταβιβάσεως της εκχωρούμενης απαίτησης στον εκδοχέα. Ειπώθηκε ήδη ότι κατά τον LPA 1925 η εκχώρηση πρέπει να είναι απόλυτη και όχι μερική, υπό την έννοια ότι ο εκχωρητής απεκδύεται του συνόλου των δικαιωμάτων του από την ασφαλιστική σύμβαση. Αυτό δεν συμβαίνει όταν ο ασφαλισμένος διατηρεί και μπορεί να ασκήσει ορισμένες αξιώσεις από το ασφαλιστήριο. Το ίδιο ισχύει και κατά τον ΜΙΑ 1906, καθώς και υπ’ αυτόν δεν παράγει αποτέλεσμα η εκχώρηση που αφορά μέρος μόνον του χρέους του ασφαλιστή (Raiffeisen Zentralbank Osterreich AG v Five Star General Trading (The Mount I) [2001], EWCA Civ 68 [2001] = 1 Lloyds’ Rep. 597, First National Bank of Chicago v West of England Shipowners Mutual Protection and Idemnity Association (Louxembourg) (The Evelpidis Era) [1981], 1 Lloyds’ Rep. 54). Η βασική διαφορά των συνεπειών της legal assignment από την equitable assignment έγκειται στο ότι, αν η εκχώρηση είναι πλήρης, παρέχεται στον εκδοχέα δικαίωμα να στραφεί κατά του ασφαλιστή με αγωγή στο δικό του όνομα (s. 136 LPA 1925 και s. 50 § 2 ΜΙΑ 1906), χωρίς στη σχετική δίκη να είναι αναγκαία η συμμετοχή του εκχωρητή. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση ο εκδοχέας δε νομιμοποιείται να ασκήσει μόνος την αγωγή εκπληρώσεως κατά του οφειλέτη αλλά υποχρεούται να προσεπικαλέσει τον εκχωρητή (Bennett Howard, ο.α.α., αρ. 20.12. σελ. 602, Απ. Μάνθος, Η σύμβαση υπέρ τρίτου στο ελληνικό και το αγγλικό δίκαιο, 2012, αρ. 7.18, σελ. 118, Γ. Γεωργιάδης, Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης, 2006, σελ. 48). Παρά ταύτα, τα αγγλικά δικαστήρια συνήθως δεν εμμένουν στη διαδικαστική προϋπόθεση της συμμετοχής του εκχωρητή στη δίκη, όταν κρίνουν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σύγκρουσης των συμφερόντων του με εκείνα του ενάγοντος εκδοχέα (Kapoor v National Westminster Bank Plc and Another [2011]  EWCA Civ 1083 = [2012] 1 All ER 1201 = [2011] NPC 97 = [2012] Bus LR D25 = [2011] BPIR 1680 (CA), Bexhill (UK) Ltd v Razzaq [2012] EWCA Civ 1376 (CA), Raiffeisen Zentralbank Osterreich AG v Five Star General Trading [2001], ο.π., Three Rivers DC v Governor of the Bank of England [1996], 3 All ER 558, Central Insurance Co Ltd v Seacalf Shipping Corp. (The Aiolos) [1983], 2 Lloyds’ Rep. 25 (CA), βλ. και Bennet Howard, ο.α.α, υποσ. 21, Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., 16.5.15, σελ. 450, υποσ. 139). Πάντως, η υποχρεωτική συμμετοχή του εκχωρητή στη δίκη αποτελεί συνέπεια της ισχύουσας στο αγγλικό δίκαιο αρχής της σχετικότητας των ενοχών (privity of contracts), που εφαρμόζεται και στις ασφαλιστικές συμβάσεις και σημαίνει ότι όφελος από την υπόσχεση του ασφαλιστή ότι θα αποκαταστήσει τη ζημία αποκτά καταρχήν μόνον ο αντισυμβαλλόμενός του – ασφαλισμένος (Furmston Michael, ο.π., ch. 14, σελ. 572). Έτσι, η εκχώρηση, που κατευθύνει τον ασφαλιστή να πληρώσει τρίτο πρόσωπο, δεν απονέμει δικαίωμα στο πρόσωπο αυτό έναντι του υποχρέου. Και ναι μεν η καταβολή στον τρίτο μπορεί να απαλλάξει τον ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, ενώ και η άρνηση καταβολής στον τρίτο μπορεί να συνιστά παράβαση (breach) της ασφαλιστικής σύμβασης παράγουσα δικαιώματα για τον ασφαλισμένο, όμως, ο τρίτος, επικαλούμενος μόνο τη σύμβαση εκχώρησης, δεν μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή (Iraqi Ministry of Defence v Arcepey Shipping Co SA (The Angel Bell) [1979], 2 Lloyds’ Rep. 491, 497, Bennett Howard, ο.π., αρ. 20.01, σελ. 597) και σε κάθε περίπτωση δεν αποκτά δικαίωμα έναντι αυτού αν δεν του αναγγείλει την εκχώρηση. Κατά το αγγλικό δίκαιο, αναγγελία της εκχωρήσεως (notice of assignment) είναι αναγκαία για τη legal (υπό τον LPA 1925) εκχώρηση αλλά δεν απαιτείται για την εκχώρηση κατά τον ΜΙΑ 1906, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην equitable εκχώρηση (Furmston Michael, ο.π., ch. 16, σελ. 653). Στην πράξη, όμως, αναγγελία γίνεται σε κάθε μορφή εκχωρήσεως, προκειμένου, αφενός, να δεσμευθεί ο οφειλέτης (ασφαλιστής) να καταβάλει στον εκδοχέα (ενυπόθηκο δανειστή του ασφαλισμένου) και, αφετέρου, να κατοχυρώσει ο τελευταίος χρονική προτεραιότητα ικανοποιήσεώς του έναντι οποιουδήποτε άλλου μεταγενέστερου εκδοχέα (Pfeiffer Weinkellerei – Weineinkauf GmbH & Co v Arbuthnot Factors Ltd [1988] 1 WLR 150, Bennett Howard, ο.π., αρ. 20.13, σελ. 602). Τούτο συμβαίνει διότι η εκχώρηση δεν παράγει μεν, όπως εκτέθηκε, αποτέλεσμα έναντι του οφειλέτη μέχρι αυτός να λάβει notice of assignment αλλά από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής δεν μπορεί πλέον να καταβάλει στον ασφαλισμένο και αν το πράξει δεν απαλλάσσεται και κινδυνεύει να καταβάλει εκ νέου στον εκδοχέα (MacGillivray, ο.π., αρ. 20 – 41, σελ. 540). Αναγγελία συνιστά και το αίτημα της τράπεζας προς τον ασφαλιστή να σημειώσει το υποθηκικό συμφέρον της (Colonial Mutual General Insurance Co v ANZ Banking Group [New Zealand] Ltd [1995], 1 WLR 1140). Για το κύρος της αναγγελίας δεν απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου, όμως, αν η ασφαλιστική σύμβαση, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, διέπεται από τις ρήτρες του Ινστιτούτου, το notice of assignment πρέπει να είναι έγγραφο και να υπογράφεται από τον εκχωρητή. Ειδικά για τα σκάφη αναψυχής, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, τούτο ορίζεται ειδικά στον υπ’ αριθμ. 7 όρο των ρητρών του Ινστιτούτου της 1ης.11.1985 (βλ. σχετ. Hudson N. Geoffrey/Madge Tim/Sturges Keith, Marine Insurance Clauses, 2012, σελ. 232, Lorenzon Filippo/Coles Richard, The Law of Yachts and Yachting, 2012, ch. 5, [5 – 035], σελ. 119). Ο ενυπόθηκος δανειστής συνήθως προστατεύεται με ειδική ρήτρα, η οποία προβλέπει ότι το ασφάλισμα θα καταβληθεί σ’ αυτόν σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. Πρόκειται για τη ρήτρα Loss Payable ή Payee Clause (στο εξής LPC), η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση σύστασης της υποθήκης και αποτελεί συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του ενυπόθηκου δανειστή του σχετικά με τον τρόπο καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και τον καθορισμό του προσώπου του δικαιούχου του ασφαλίσματος (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., 16.8.2, σελ. 457, βλ. και Brown Robert., Dictionary of Marine Insurance Terms and Clauses, 1989, L 13). Στην απλή της μορφή (open clause) η ρήτρα αυτή προβλέπει μόνον ότι η ζημία θα πληρωθεί στον ενυπόθηκο δανειστή του ασφαλισμένου, τον οποίο και δεν καθιστά παρά μόνο υποδεικνυόμενο προς καταβολή πρόσωπο, χωρίς να του παρέχει αγώγιμο δικαίωμα έναντι του ασφαλιστή ούτε να τον καθιστά εκδοχέα της απαιτήσεως στο ασφάλισμα και χωρίς να τον προστατεύει ούτε έναντι άλλων διεκδικητών της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Για να ισχύσει και ως προς τον ασφαλιστή η μεταβολή του προσώπου του δικαιούχου της απαίτησης, η open LPC προβλέπει σε βάρος του ασφαλισμένου υποχρέωση αναγγελίας της στον ασφαλιστή, μετά την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής καθίσταται εκδοχέας της απαιτήσεως στο ασφάλισμα είτε κατά το νόμο (LPA 1925 ή ΜΙΑ 1906) είτε κατά το δίκαιο της equity, ανάλογα αν ο τελευταίος αποκτά το δικαίωμα συνολικά ή αν ο ασφαλισμένος του εκχωρεί ορισμένες μόνον αξιώσεις του αντίστοιχα (MacGillivray on Insurance Law, 2003, αρ. 20 – 41, σελ. 539 – 540). Αποτελεί πρακτική στις εκχωρήσεις των θαλασσίων ασφαλίσεων οι open LPC να προβλέπουν πληρωμή του συνόλου της αποζημιώσεως στον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη σε περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου, ενώ επί μερικής ζημίας τίθεται χρηματικό όριο μέχρι του οποίου η καταβολή μπορεί να γίνει απευθείας στον ασφαλισμένο, τουλάχιστον μέχρι ο ενυπόθηκος δανειστής να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή ότι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη δανειακή σύμβαση. Αν και τούτο προσκρούει στον LPA 1925 και στον ΜΙΑ 1906 και καθιστά equitable μια εκχώρηση  που μπορεί να σκοπήθηκε να είναι legal εντούτοις γίνεται δεκτό ότι με τη συμφωνία που περιέχεται σε μια τέτοια LPC ο ενυπόθηκος δανειστής παραιτείται από το δικαίωμά του στις μικρότερες του ορίου αξιώσεις και επιτρέπει στο δανειολήπτη – ασφαλισμένο να αποζημιωθεί έως το όριο αυτό, εφόσον το δάνειο δεν έχει κατά το χρόνο επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης καταγγελθεί (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., αρ. 16.5.14, σελ. 450, βλ. και Γ. Θεοχαρίδη, ο.π., υποσ. 119). Συνήθως, η LPC επισυνάπτεται στο θαλάσσιο ασφαλιστήριο και η αναφορά σ’ αυτό του προσώπου του εκδοχέα, που κατονομάζεται στη ρήτρα, ισοδυναμεί με αναγγελία του προς τον ασφαλιστή. Στην περίπτωση αυτή, αν η εφαρμογή του δεν έχει συμβατικά αποκλειστεί, το δικαίωμα του εκδοχέα είναι αγώγιμο έναντι του οφειλέτη και δυνάμει του Contracts [Rights of Third Parties] Act 1999 (στο εξής C[RTP]A 1999], με τον οποίο εισάγεται στο αγγλικό δίκαιο εξαίρεση από την αρχή της privity, από το συνδυασμό της οποίας προς την αρχή του ανταλλάγματος (consideration, περί της οποίας βλ. Keenan Denis, Smith & Keenan’ s English Law, 1998, σελ. 201), απορρέει καταρχήν απαγόρευση της δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης συμβατικών αξιώσεων εκ μέρους τρίτου προσώπου, που δεν μετείχε σε [ατύπως, δηλαδή όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο [not under deed), καταρτισθείσα] σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ άλλων και δεν παρέσχε αντάλλαγμα για την υπόσχεση παροχής που έλαβε από έναν των συμβαλλομένων (βλ. σχετ. Israelson v Dawson [Port of Manchester Insurance Co Ltd, Garnishees (1932), 43 Ll. L. Rep. 401, Απ. Μάνθο, ο.π., αρ. 4.2, σελ. 69, Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 13, αρ. 11, σελ. 692, υποσ. 13). Ειδικότερα, στο s. 1 του C[RTP]A 1999 προβλέπεται ότι ο τρίτος αποκτά δικαίωμα από σύμβαση μεταξύ άλλων μόνον εφόσον α] τούτο προβλέπεται ρητά στη σύμβαση αυτών ή αυτή αποσκοπεί να προσπορίσει όφελος στον τρίτο και β] ο τρίτος κατονομάζεται ρητά ή η ταυτότητά του συνάγεται ευκρινώς. Επειδή στην εκχώρηση του ασφαλίσματος με LPC που επισυνάπτεται στην ασφαλιστική σύμβαση ο ενυπόθηκος δανειστής, προς όφελος του οποίου συνήφθη η ρήτρα loss payee, κατονομάζεται ως δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, μπορεί να εναγάγει τον ασφαλιστή που αρνείται την καταβολή της σα να ήταν και ο ίδιος συμβαλλόμενος (Bennett Howard, ο.π., αρ. 20.05, σελ. 599, Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., αρ. 16.8.2, σελ. 457), δεδομένου, επιπλέον, ότι αναφορικά με το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή το πλοίο, του οποίου χρηματοδότησε την αγορά, ο loss payee έχει αξιώσεις προς απόδοση του δανείου και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης consideration (Beatson J./Burrows A./Cartwright J., ο.π., σελ. 703, Henley Ch., Insurance, σε Merkin Robert, Privity of Contract, 2000, § 9.62, σελ. 213, Απ. Μάνθος, ο.π., αρ. 10.10, σελ. 176). Η συμπερίληψη της LPC στο ασφαλιστήριο θεωρείται τότε ως γνήσια σύμβαση υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή ως τρίτου, ο οποίος, όμως, υπόκειται σε όλες τις ενστάσεις του οφειλέτη κατά του δέκτη της υπόσχεσης (ασφαλισμένου – εκχωρητή) αλλά και αυτού του τελευταίου κατά του τρίτου (Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, αρ. 9 – 43, σελ. 328, Bennett Howard, ο.π., αρ. 20.06, σελ. 600). Αντιτάσσεται, επομένως, στον ενυπόθηκο δανειστή η μη καταβολή του ασφαλίστρου εκ μέρους του ασφαλισμένου και, από την άποψη αυτή, ο υπέρ ου η (ασφαλιστική) σύμβαση τρίτος βρίσκεται στην ίδια νομική θέση με τον εκδοχέα κατά την equity (Bennett Howard, ο.π.).

Ε] Πληρέστερη προστασία στον ενυπόθηκο δανειστή παρέχει η καλούμενη standard clause, που αποσκοπεί να τον εξασφαλίσει από πράξεις και παραλείψεις του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη – εκχωρητή μετά την έναρξη της ασφαλιστικής καλύψεως, καθώς και από τα προσυμβατικά πταίσματά του (MacGillivray, ο.π.), που παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract), δηλαδή να ακυρώσει τη σύμβαση και να αποφύγει αναδρομικώς (ab initio) τις συμβατικές του υποχρεώσεις (βλ. σχετ. ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009/1536 = ΕπισκΕΔ 2010/91 = ΕΕμπΔ 2010/395 = ΕπιΔικΙΑ 2010/75, ΑΠ 1657/2006, ΕπισκΕΔ 2006/1065 = ΕπιΔικΙΑ 2007/301 = ΕΝαυτΔ 2006/118 = Δνη 2008/1383, ΕφΠειρ. 530/2011, ΕΝαυτΔ 2012/55, ΕφΠειρ. 9/2009, ΕΝαυτΔ 2009/123 = Αρμ. 2009/1377, Β. Αθανασοπούλου, Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση, 2010, σελ. 196 επομ., Α. Μπεχλιβάνης, Το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας στο ασφαλιστικό δίκαιο, 2008, σελ. 172, Λ. Κοκκίνης, Τα ουσιώδη περιστατικά στα πλαίσια των προσυμβατικών δηλώσεων κατά το ελληνικό και το αγγλικό ασφαλιστικό δίκαιο, σε ΔΕΕ 1997/346 επομ. [348]). Βεβαίως, αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τον ενυπόθηκο δανειστή είναι να περιορίσει τα δικαιώματα που παρέχει στον ασφαλιστή η μη καταβολή του ασφαλίστρου εκ μέρους του ασφαλισμένου. Όμως, τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και δεν περιορίζονται με LPC, αφού ο εκδοχέας, που, όπως εκτέθηκε, δεν αποκτά περισσότερα δικαιώματα από όσα είχε ο εκχωρητής, υπόκειται με παρόμοιο τρόπο και σε όλες τις ενστάσεις που είχε ο οφειλέτης έναντι του εκχωρητή (Black King Shipping Corporation v Massie (The Litsion Pride) [1985] 1 Lloyd’s Rep 437, Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., αρ. 16.6.2, σελ. 453, Stone Richard, ο.π., αρ. 6.2.3, σελ. 176, Ivamy Hardy, ο.π., σελ. 346). Άλλωστε, εκτός αν ο ενυπόθηκος δανειστής είναι και συνασφαλισμένος (co-assured), δεν υφίσταται νομικός δεσμός ανάμεσα σ’ αυτόν και στον ασφαλιστή άλλος από της αναγγελθείσας εκχωρήσεως και για να αναλάβει τέτοιες υποχρεώσεις ο δεύτερος απαιτείται ξεχωριστή σύμβαση (separate contract) μεταξύ αυτού και του ενυπόθηκου δανειστή. Στην πράξη αυτή θεωρείται ότι καταρτίστηκε αν ο ασφαλιστής αναλάβει υποχρέωση να ειδοποιεί τον ενυπόθηκο δανειστή για την υπερημερία του ασφαλισμένου ως προς την πληρωμή του ασφαλίστρου με έγγραφο, το οποίο καλείται letter of undertaking (στο εξής LOU, περί του οποίου βλ. Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., αρ. 16.9.1, σελ. 457, Harwood Stephenson, ο.π., σελ. 230, Brown Robert, ο.π., L 14). Υπό τους όρους του LOU ο ασφαλιστής αναλαμβάνει αυτοτελή δέσμευση έναντι του ενυπόθηκου δανειστή, χωρίς, όμως, η υποχρέωσή του αυτή να υπόκειται στην υπέρτατη καλή πίστη (utmost good faith, βλ. σχετ. The Bank of Nova Scotia v Hellenic Mutual War Riske Association (Bermuda) Ltd (The Good Luck) [1988] 1 Lloyd’s Rep. 514 (QBD), 2 WLR 547 (CA) 889, Hodges Susan, Cases and Materials on Marine Insurance Law, 1999, σελ. 221) και, σε περίπτωση που την αθετήσει, ευθύνεται σε αποζημίωση του αντισυμβαλλομένου του. Η αποζημίωση αυτή είναι χρηματική (McKendrick Ewan, ο.π., σελ. 1006 επομ.) και αποκαταστατική (compensatory damages ή actual damages), δεδομένου ότι αποσκοπεί στην επανόρθωση της ζημίας που υπέστη ο ένας συμβαλλόμενος επειδή ο αντισυμβαλλόμενός του αθέτησε την υπόσχεσή του, η οποία δεν θα είχε επέλθει αν η σύμβαση είχε προσηκόντως εκπληρωθεί (Beatson J./Burrows A./Cartwright J., ο.π, ch. 17, σελ. 563 επομ., Waddams SM, σε Beatson Jack/Friedmann Daniel, Good Faith and Fault in Contract Law, 1995, 18, σελ. 471 επομ. [473]) και είναι πλήρης όταν ο ζημιωθείς επανέρχεται στην οικονομική κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν είχε εκπληρωθεί η σύμβαση (Furmston Michael, ο.π., σελ. 777).

ΣΤ] Εξ ετέρου, κατά το άρθρο 198 § 3 ΚΙΝΔ, το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται και επί του ασφαλίσματος. Η διάταξη αυτή έχει καταρχήν την έννοια ότι, αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή του πλοιοκτήτη στην απόδοση της χορηγηθείσας σ’ αυτόν πιστώσεως θα ικανοποιηθεί προνομιακά και κατά την τάξη του υποθηκικού του δικαιώματος από το ασφάλισμα (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 97, σελ. 52), το οποίο υποκαθίσταται ex lege στο απωλεσθέν ή βλαβέν αντικείμενο της ναυτικής υποθήκης, δηλαδή το πλοίο (Φ. Ποταμιάνος, Στοιχεία Ναυτικού Δικαίου, 1963, αρ. 75, σελ. 92 – 93). Χωρίς τη διάταξη αυτή, η απώλεια του πλοίου θα επέφερε απόσβεση της υποθήκης και συναπώλεια του προνομίου του ενυπόθηκου δανειστή (Α. Αργυριάδης, Ναυτική Υποθήκη, 1970, σελ. 82, Φ. Ποταμιάνος, ο.π., αρ. 73, σελ. 99), στον οποίο θα απέμενε μόνο η ενοχική απαίτηση από την προσωπική σχέση του με τον ενδεχομένως στερούμενο πλέον περιουσιακά στοιχεία πλοιοκτήτη, άλλα πλην του ασφαλίσματος, από το οποίο, όμως, ο ενυπόθηκος δανειστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί όχι πια προνομιακά αλλά συμμέτρως με τους λοιπούς πιστωτές του οφειλέτη του. Η συνέπεια τούτη, όμως, δηλαδή το προβάδισμα του ενυπόθηκου δανειστή του πλοιοκτήτη έναντι άλλων διεκδικητών της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, δεν εξαντλεί το κανονιστικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διατάξεως, ενόψει μάλιστα και του ότι λόγος περί προνομιακής ικανοποιήσεως μπορεί να γίνει μόνον εφόσον υφίσταται πλειονότητα πιστωτών, μάλιστα δε εξίσου προνομιούχων, τους οποίους ο κοινός οφειλέτης αρνείται να ικανοποιήσει εκουσίως και το ασφάλισμα δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων στα πλαίσια επισπευδόμενης κατ’ αυτού αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν περισσότεροι τέτοιοι πιστωτές του πλοιοκτήτη δεν υπάρχουν, δεν είναι αναγκαίο να χορηγηθεί στον ενυπόθηκο κανένα πλεονέκτημα, αφού θα καταταγεί μόνος αυτός στο ασφάλισμα. Κατ’ ουσίαν, το πλεονέκτημα, που κατά την κύρια λειτουργία της η ίδια διάταξη παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή αναφέρεται στις σχέσεις του με τον πλοιοκτήτη και οφειλέτη του, που άλλως θα εισέπραττε εκείνος το ασφάλισμα, υπό την έννοια ότι χορηγεί δικαίωμα στον ενυπόθηκο δανειστή να απαιτήσει από τον ασφαλιστή του πλοίου την πληρωμή του ασφαλίσματος στον ίδιο, ώστε να ικανοποιηθεί από το ασφάλισμα αυτός μέχρι, βέβαια, του ποσού που η υποθήκη ασφαλίζει την απαίτησή του από την έννομη σχέση που τον συνδέει με τον ασφαλισμένο (δηλαδή τη δανειακή σύμβαση), για την αποπληρωμή της οποίας είναι υπέγγυο το πλοίο (Α. Αργυριάδης, ο.π., σελ. 42) και ανεξαρτήτως αν ο ασφαλισμένος κίνδυνος επέφερε ολική απώλειά του ή προκάλεσε μερική ζημία σ’ αυτό (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος τρίτος, 2007, άρθρο 198, σελ. 47). Προστατεύει δηλαδή τον ενυπόθηκο δανειστή κυρίως από την αφερεγγυότητα του πλοιοκτήτη, που έχοντας εισπράξει το ασφάλισμα μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση των δανειακών του υποχρεώσεων, παρέχοντας στον πρώτο ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή (Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 535, Ι. Κοροτζής, ο.π., Κ. Σούρλος, Η εμπράγματος ασφάλεια εν τω ναυτικώ δικαίω, 1939, § 55, σελ. 113), που μάλιστα ενεργεί εμπραγμάτως, αφού εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίου, χωρίς να προϋποθέτει προηγούμενη εκχώρηση της απαίτησης στο ασφάλισμα από τον ασφαλισμένο πλοιοκτήτη στον ενυπόθηκο δανειστή του και υποχρεώνει τον ασφαλιστή να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση στον τελευταίο, μολονότι μαζί του δεν τον συνδέει ενοχικός δεσμός. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο ενυπόθηκος δεν είναι ειδικός διάδοχος του ασφαλισμένου, ορθώς γίνεται δεκτό ότι ο ασφαλιστής δικαιούται να προβάλει κατ’ αυτού όλες τις ενστάσεις που έχει κατά του πρώτου (Ι. Κοροτζής, ο.π., Α. Αργυριάδης, ο.π., σελ. 43). Πράγματι, ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 198 § 3 ΚΙΝΔ δεν μετέβαλε το πρόσωπο του δανειστή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αφού τέτοιος παραμένει ο ασφαλισμένος, ο οποίος εξ αυτού του λόγου δικαιούται να λάβει το υπόλοιπο του ασφαλίσματος που τυχόν απομείνει μετά την εξόφληση του ενυπόθηκου δανειστή του (πρβλ Κ. Ρόκα, Ασφάλισις του πλοίου υπό του ενυποθήκου δανειστού, σε ΕΕμπΔ 1959/113 επομ. [115]). Προσέθεσε απλώς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ένα δεύτερο, εξοπλισμένο με εξουσία προτιμήσεως, υποκείμενο (φορέα) της απαιτήσεως στο ασφάλισμα, χωρίς να έχει την πρόθεση να αποστερήσει τον ασφαλιστή από τα δικαιώματά του που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση. Η εν λόγω εμπράγματη αξίωση του ενυπόθηκου δανειστή είναι νομογενής, αφού αποκτάται δυνάμει του νόμου και χωρίς τη συγκατάθεση του οφειλέτη (Γ. Μαριδάκης, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, τόμος δεύτερος, 1968, σελ. 99) και επειδή αφορά στο καθ’ υποκατάσταση, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, αντικείμενο της υπεγγυότητας, αυτονόητα θεμελιώνεται στο δίκαιο που διείπε την υποθήκη και όχι στο δίκαιο της ασφαλιστικής συμβάσεως. Επομένως, επί υποθέσεων που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως συμβαίνει και όταν η απαίτηση από την ασφαλιστική σύμβαση, επί της οποίας εκτείνεται πλέον μετά την απώλεια του ασφαλισμένου αντικειμένου το εμπράγματο δικαίωμα της υποθήκης που είχε συσταθεί επ’ αυτού, διέπεται από δίκαιο διαφορετικό εκείνου που ρυθμίζει το κύρος της υποθήκης και τις από αυτήν απορρέουσες εξουσίες του δικαιούχου της, προϋπόθεση για την κατάφαση της νομιμότητας του αιτήματος του τελευταίου (ενυπόθηκου δανειστή του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη και μη αναγκαίως εκδοχέα της απαιτήσεως αυτού από τη σύμβαση ασφαλίσεως), που ασκεί εμπράγματη αγωγή κατά του ασφαλιστή του πλοίου απαιτώντας από αυτόν το ασφάλισμα που οφείλεται συνεπεία επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου, είναι να διαπιστωθεί αν εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το δίκαιο που παρέχει σ’ αυτόν τέτοια αγωγή. Έτσι, αν in concreto εφαρμοστέο, ως δίκαιο που διέπει τα εμπράγματα δικαιώματα επί του πλοίου, είναι, σύμφωνα με τον ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα του άρθρου 9 ΚΙΝΔ (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 9, αρ. 3, σελ. 74, Π. Βάλληνδας, Το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον εις τον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, σε ΕΕμπΔ 1959/1 επομ.), το ελληνικό, η ως άνω αγωγή, πλην άλλου ελαττώματός της, θα είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 198 § 3 του ιδίου αυτού Κώδικα. Αν πάλι εφαρμοστέο, ως το δίκαιο που ρυθμίζει την απαίτηση που ασφαλίζεται με την υποθήκη, είναι το αγγλικό, η ίδια αγωγή θα είναι νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι το δίκαιο αυτό δεν εξοπλίζει τον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη του ασφαλισμένου πλοίου με ευθεία (εμπράγματη) αγωγή κατά του ασφαλιστή, για τον πρόδηλο λόγο ότι εξασφαλίζει ισοδύναμο αποτέλεσμα δια της αντ’ αυτού αναγνωρίσεως στον ενυπόθηκο δανειστή ασφαλιστικού (υποθηκικού) συμφέροντος στην ασφάλιση του πλοίου για λογαριασμό του (s. 14 § 2 ΜΙΑ 1906), ώστε δια του συμβατικού μηχανισμού και όχι δια της νομοθετικής βουλήσεως να τον καθιστά, ιδίως σε περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου, (ενοχικό) δικαιούχο του ασφαλίσματος (Γ. Θεοχαρίδης, Ασφάλιση συμφερόντων ενυπόθηκου δανειστή πλοίου, σε ΕΝαυτΔ 2008/79 επομ. [95, υποσ. 125]), ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η (ενοχική) αξίωση του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη δεν του έχει εκχωρηθεί με οποιαδήποτε από τις μορφές assignment, για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω. Άλλωστε, κατά τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων, μια τέτοια αγωγή θα είχε δικονομική φύση, όπως έχουν κατ’ αυτήν και ανεξαρτήτως του ουσιαστικού κανόνα στον οποίο θεμελιώνονται όλα τα ένδικα βοηθήματα που ενεργοποιούν δικαστική προστασία (Γ. Θεοχαρίδης, Ζητήματα από την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στα ναυτικά προνόμια, σε ΕΝαυτΔ 2003/1 επομ. [31, υποσ. 224]) και τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα η νομιμότητά της να κρίνεται κατά τη lex fori, δηλαδή κατά το αγγλικό δίκαιο, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη εμπράγματη επί του ασφαλίσματος αξίωση κατά του ασφαλιστή (Bankers Trust International Ltd v Todd Shipyards Corporation 1981 [The Halcyon Isle] AC 221 [1980], 2 Lloyd’s Rep. 325, AMC 1221 (PC), που αφορά στο [παρεμφερές] ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου για τη διαπίστωση της εγκυρότητας της σύστασης των ναυτικών προνομίων, που, και στην Αγγλία, θεωρούνται ως αφανή βάρη του πλοίου με εμπράγματο χαρακτήρα και περί της οποίας βλ. Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ο.π., αρ. 4.8.3 – 4.8.8, σελ. 90 – 95, Tetley William, Special Legislative Rights, Maritime Liens, Mortgages, Claims and Conflicts of Law, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών, ο.π., σελ. 131 επομ. [143]). Τη σύγκρουση των εθνικών δικαίων ως προς το αντιτάξιμο ή μη στον ασφαλιστή του μη αναγνωριζόμενου από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή στο ασφάλισμα σε περίπτωση απώλειας ή μειώσεως της αξίας του πλοίου δεν επιλύει υπερεθνικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και για το λόγο αυτό έχει σχετικώς υποστηριχθεί ότι το δικαίωμα αυτό διέπεται είτε από το δίκαιο που ρυθμίζει τα εμπράγματα δικαιώματα επί του πλοίου, που συμπίπτει με το δίκαιο της σημαίας του, δηλαδή τη lex navis (Α. Μεταλληνός, Η σύμβαση ασφαλίσεως κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1997, σελ. 336 – 338) είτε, ενόψει της νομικής του φύσης ως περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος επί δικαιώματος (απαιτήσεως), από τη lex causae του τελευταίου αυτού δικαιώματος (Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, άρθρο 27, αρ. 4, σελ. 579, Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 280, ο ίδιος, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ, πρώτη έκδοση, 1997, άρθρο 27, αρ. 9, σελ. 52), δηλαδή από το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης, από την οποία απορρέει η απαίτηση (ασφάλισμα), στην οποία εκτείνεται η υποθήκη (ο ίδιος, Η προστασία των ναυτικών δανειστών και το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών, ο.π., σελ. 106 επομ. [112, υποσ. 28]) είτε από το δίκαιο του τόπου κατοικίας του ασφαλειοδότη, δηλαδή του οφειλέτη της χαρακτηριστικής παροχής στη σύμβαση σύστασης της υποθήκης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14 § 2 του Κανονισμού Ρώμη Ι, εφόσον η υπέγγυα απαίτηση είναι χρηματική (Π. Βέλλας, Η εμπορική εμπράγματη ασφάλεια υπό το πρίσμα του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, σε ΔΕΕ 2008/1193 [1200]) είτε από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori) είτε από τη lex contractus της συμβάσεως, από την οποία απορρέει η ασφαλισμένη απαίτηση, δηλαδή της δανειακής σύμβασης (πρβλ την απόφαση του Εφετείου Αμβούργου της 8.6.1989, σε ΕΝαυτΔ 1990/405, κατά την οποία προτεραιότητα στο ζήτημα της έκτασης των, συμβατικών πάντως και όχι νομογενών, δικαιωμάτων του δανειστή του πλοίου έχει το δίκαιο που κατά το οποίο αυτά γεννήθηκαν). Όπως ήδη υπονοήθηκε, πλησιέστερο προς τις αρχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και τις αξίες τις οποίες αυτό θάλπει, δηλαδή την ομοιόμορφη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων που εμφανίζουν διεθνείς όψεις και την επίτευξη δι’ αυτής ασφάλειας στις συναλλαγές, υπό την έννοια της εκ των προτέρων βεβαιότητας για το εφαρμοστέο δίκαιο, αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με την εφαρμογή είτε της lex navis είτε του δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης. Η πρώτη προάγει την προστασία της ναυτικής πίστης σε διεθνές επίπεδο, ενώ η εφαρμογή του δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης, αν το δίκαιο αυτό δεν αναγνωρίζει νομογενή εμπράγματη απαίτηση τρίτου (μη συμβληθέντος) στο ασφάλισμα καθιστά ανίσχυρη την ex άλλης lege εξασφάλιση του ενυπόθηκου ναυτικού δανειστή, επί ζημία αυτού. Αν μάλιστα με τη μεταξύ τους σύμβαση ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος καθόρισαν ως εφαρμοστέο δίκαιο άλλο από αυτό που διέπει τα εμπράγματα δικαιώματα επί του πλοίου, ο ενυπόθηκος δανειστής του δεύτερου, που δεν μετέσχε στη σύμβασή τους, αποστερείται κατ’ αποτέλεσμα από νόμιμο δικαίωμά του ακουσίως. Ως ορθότερη, όμως, παρίσταται η εφαρμογή του δικαίου της ασφαλιστικής απαίτησης και όχι της lex navis, που επιλύει τη σύγκρουση των εθνικών δικαίων με βάση σύνδεσμο (το πλοίο και τη σημαία του), ο οποίος κατά το χρόνο που κρίνεται το ζήτημα συναπολείπεται μαζί με το πλοίο και μάλιστα εξαιτίας τυχαίου γεγονότος (της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου). Άλλωστε, αν η lex causae της απαιτήσεως στο ασφάλισμα δεν ευνοεί την απαίτηση αυτή, ώστε να της παράσχει νομογενή ασφάλεια, η ασφάλεια αυτή δεν μπορεί να αποκτηθεί με βάση άλλη lex, διότι αυτή η τελευταία δεν μπορεί να παράσχει ό,τι δεν παρέχει η lex causae. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι ο ασφαλιστής του πλοίου, αν υποχρεούται πράγματι στην καταβολή του ασφαλίσματος, δεν ενδιαφέρεται για το πρόσωπο του δικαιούχου, εφόσον δεν διευρύνεται η ασφαλιστική του υποχρέωση και, συνεπώς, δεν υφίσταται βλάβη από την εφαρμογή οποιουδήποτε από τα δίκαια αυτά. Επομένως, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου αποκτά έννομη σημασία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δι’ αυτής ο ασφαλιστής, που δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο για λόγους που απορρέουν από το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης, στερείται του δικαιώματος προβολής των ενστάσεών του λόγω της εφαρμογής του δικαίου της σημαίας του πλοίου ως ρυθμίζοντος τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα, όπως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο ασφαλιστής δικαιούται είτε κατά το ελληνικό είτε κατά το αγγλικό δίκαιο να αμυνθεί κατά του αξιούντος το ασφάλισμα ενυπόθηκου δανειστή του ασφαλισμένου με όλα τα μέσα που θα μπορούσε να προβάλει και κατά του πλοιοκτήτη.

Ζ] Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 § 1, 525 § 1 και 536 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το εφετείο, στο οποίο με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτή και τους τυχόν ασκηθέντες πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και, συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα την νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε απαράδεκτα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΚΠολΔ (ΕφΑθ. 39/2011, ΕφΑΔ 2011/969, ΕφΠατρ. 322/2011, ΑχΝομ. 2012/186). Ειδικότερα, επί εφέσεως του ενάγοντος, του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως επειδή κρίθηκε ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι αυτή ήταν νομικά αβάσιμη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους λόγους αυτούς και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα από την προσβληθείσα (ΕφΑθ. 1324/2010, ΕΔΠ 2011/89, ΕφΑθ. 37/2009, ΕφΑΔ 2009/593). Στην περίπτωση αυτή μάλιστα αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης οδηγεί σε διατακτικό διάφορο κατ’ αποτέλεσμα εκείνου που παράγεται από την απόρριψή της κατ’ ουσίαν (ΑΠ 12/1992, Δνη 1993/347 = ΕΕΝ 1993/148 = ΝοΒ 1993/694, ΑΠ 96/1987, Δνη 1988/1391, ΑΠ 820/1977, ΝοΒ 1978/517, ΤριμΕφΠειρ. 599/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, ΕφΠειρ. 6/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3289/2009, Δνη 2009/1514, ΕφΠειρ. 722/2009, ΠειρΝ 2010/160, ΕφΘεσ. 227/2008, ΕπισκΕΔ 2008/771, ΕφΛαρ. 428/2007, Δνη 2008/242 = Δικογραφία 2007/359, ΕφΑθ. 6048/2005, Δνη 2006/894 = ΔΕΕ 2006/174, ΕφΘεσ. 2412/1994, Αρμ. 1995/1422, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Μητσόπουλος, Σκέψεις ως προς την «αοριστία» της βάσεως της αγωγής, σε Δνη 1995/1 επομ. [5 – 7], Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 1993, αρ. 854, σελ. 265, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 264, για την ακριβώς αντίθετη άποψη, περί της ισοσθένειας του δεδικασμένου που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής είτε ως νόμω αβάσιμης είτε κατ΄ ουσία, βλ. Ν. Νίκα, ο.π., § 115, αρ. 15, σελ. 283, Κ. Κεραμέα, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 161, σημ. 172, Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, σελ. 354, Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 154 επομ., Π. Κολοτούρο, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295 επομ. [296], Στ. Καραμέρο, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2004/265 επομ. [285], Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2005/357 επομ. [381]).

ΙΙΙ. Με την αγωγή, επί της οποίας έκρινε η εκκαλουμένη, η ενάγουσα τράπεζα, ενυπόθηκη δανείστρια της εταιρίας με την επωνυμία «……………..», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία τουριστικού (Τ/Ρ) πλοίου «Ε» και εκδοχέας της απαιτήσεως αυτής της τελευταίας στο ασφάλισμα που θα της οφειλόταν σε περίπτωση επέλευσης ολικής ή μερικής απώλειας του σκάφους ή ζημίας στο σώμα και τις μηχανές αυτού, κινδύνους δηλαδή για την κάλυψη των οποίων είχε, σε εκτέλεση διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο υποχρεώσεώς της αναληφθείσας με τη δανειακή σύμβαση, καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση με την εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, ετήσιας, έως την 4η.12.2010, αρχικής διάρκειας, η οποία «παρατάθηκε» για δώδεκα [12] ακόμη μήνες, επικαλέστηκε ημιβύθιση του ασφαλισμένου πλοίου στις 15.1.2011, σε χρόνο κατά τον οποίο τελούσε υπό αναγκαστική κατάσχεση επιβληθείσα από τρίτον δανειστή της, ορισθείσας και ως μεσεγγυούχου, πλοιοκτήτριας, συνεπεία της οποίας υπέστη αυτό ζημία για την πλήρη αποκατάσταση της οποίας και την επαναφορά του σε κατάσταση αξιοπλοΐας απαιτείτο το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (450.000 €) και αξίωσε την καταβολή εκ μέρους της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας χρηματικού ποσού εννιακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα λεπτών (933.177,60 €), στο οποίο ανερχόταν το υπόλοιπο της δανειακής απαίτησής της κατά της πλοιοκτήτριας στις 2.11.2011, νομιμοτόκως από τότε άλλως από την επίδοση της αγωγής και το οποίο (επίδικο χρηματικό ποσό) η ενάγουσα προσδιόρισε ως «ζημία της από την άρνηση της εναγομένης να καταβάλει το ασφάλισμα», που αντιστοιχούσε σε ένα εκατομμύριο ευρώ (1.000.000 €), ποσό στο οποίο ανερχόταν και η συμφωνημένη ασφαλιστική αξία. Στο αγωγικό δικόγραφο εξέθετε επιπλέον η ενάγουσα ότι η αντίδικός της είχε επανειλημμένως, προσκληθείσα πιο πριν εξωδίκως, αρνηθεί την καταβολή του ασφαλίσματος, επικαλούμενη αντιφατικώς το μεν ότι η αρχική σύμβαση ασφαλίσεως δεν είχε «επεκταθεί» για το επόμενο του αρχικού χρονικό διάστημα λόγω μη καταβολής από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια της πρώτης δόσης του ασφαλίστρου, η οποία είχε με ρητό όρο, περιληφθέντα στην ασφαλιστική σύμβαση, τεθεί ως προϋπόθεση για την έναρξη της ασφαλιστικής καλύψεως «σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 2496/97», το δε ότι η σύμβαση ασφαλίσεως είχε μεν ανανεωθεί, πλην όμως η μη καταβολή του ασφαλίστρου δεν επέτρεψε την έναρξη της ουσιαστικής καλύψεως της υπερήμερης πλοιοκτήτριας, καθώς και ότι η άρνηση αυτή της εναγομένης ήταν αβάσιμη, επειδή, παρά ταύτα, η ασφαλιστική σύμβαση παρέμεινε σε ισχύ, αφού η ασφαλίστρια δεν την κατήγγειλε για το λόγο αυτό ως είχε δικαίωμα κατ’ άρθρο 6 § 2 Ν. 2496/1997, ενώ, παράλληλα, η καταγγελία αυτή, αν είχε γίνει, δεν θα είχε «σε κάθε περίπτωση» ισχύ έναντι της ενάγουσας, η οποία είχε «αυτοτελές δικαίωμα», αφού ενημερωθεί από την ασφαλίστρια για την υπερημερία της ασφαλισμένης, να καταβάλει η ίδια το ασφάλιστρο εντός δεκατεσσάρων [14] ημερών, σύμφωνα με τη «ρήτρα ακύρωσης», που είχε συνάψει με την πλοιοκτήτρια – ασφαλισμένη στο πλαίσιο της σύμβασης εκχώρησης των απαιτήσεων της τελευταίας προς την ενάγουσα, η οποία (ρήτρα) απετέλεσε «μέρος της σύμβασης ασφάλισης λόγω της περιέλευσης του περιεχομένου αυτής στην εναγομένη» και επειδή περιελήφθη στο ασφαλιστήριο μνεία του ενυπόθηκου ενδιαφέροντός της (ενάγουσας), σύμφωνα με τα συνημμένα σ’ αυτό «Τύπο Αναγγελίας Εκχώρησης Ασφάλισης» (Notice of Assignment) και «Ρήτρες Πληρωμής Απώλειας και Ακύρωσης» (Loss Payable and Cancellation Clauses), κατά το, εκτιθέμενο στην αγωγή και εκτιμώμενο από το Δικαστήριο, περιεχόμενο των οποίων α] στην ενυπόθηκη δανείστρια – ενάγουσα εκχωρούνταν όλες οι αξιώσεις από συμβάσεις ασφαλίσεως που η πλοιοκτήτρια επρόκειτο να συνάψει διαρκούσης της δανειακής συμβάσεως για ποσό ίσο προς το 100% της εμπορικής αξίας του πλοίου και β] η πλοιοκτήτρια και ενυπόθηκη οφειλέτρια αναλάμβανε να μεριμνήσει ώστε οι μεσίτες/ασφαλιστές να αναλάβουν έναντι της ενάγουσας υποχρέωση να παράσχουν σ’ αυτήν δια «Δηλώσεως Ακύρωσης Ασφάλισης» ειδοποίηση περί της μη πληρωμής εκ μέρους της ασφαλισμένης των ασφαλίστρων, προκειμένου να καταβάλει αυτά η ενυπόθηκη δανείστριά της εντός δεκατεσσάρων [14] ημερών από τη λήψη τέτοιας ειδοποιήσεως. Προσθέτως, στο δικόγραφο της αγωγής έγινε αναφορά στη συμφωνία των μερών περί επιλογής του αγγλικού ως του διέποντος την ασφαλιστική σύμβαση δικαίου, κυρίως δε του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης, της ερμηνείας του, της αγγλικής πρακτικής και των ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής της 1ης.11.1985 και μνεία του περιληφθέντος στη σύμβαση αυτή όρου, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε ότι ως τεκμαρτή ολική απώλεια του πλοίου θα θεωρείται μόνον η περίπτωση κατά την οποία το κόστος επισκευής των ζημιών θα υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία. Τέλος, επικαλούμενη η ενάγουσα την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου «λόγω της σημαίας του πλοίου» και την ιδιότητά της ως ενυπόθηκης δανείστριας της πλοιοκτήτριας, άσκησε την αξίωσή της στο ασφάλισμα, που κατ’ αυτό «θα είχε και άνευ της εκχώρησης».

  1. IV. Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται φανερό ότι το αίτημα της ενάγουσας να της καταβληθεί από την εναγομένη το υπόλοιπο της δανειακής απαίτησής της κατά της πλοιοκτήτριας του πλοίου «Ε» επιχειρείται να θεμελιωθεί σε τρεις [3] νομικές αιτίες και, συγκεκριμένα, πρώτον, στο δικαίωμά της να λάβει το ασφάλισμα που η εναγομένη οφείλει από την ασφαλιστική σύμβαση, συνεπεία επελεύσεως ασφαλισμένου κινδύνου, το οποίο απέκτησε παραγώγως με εκχώρηση από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια, δεύτερον, σε αυτοτελές δικαίωμά της από σύμβαση που συνήψε με την εναγομένη – ασφαλίστρια του πλοίου, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να ενημερώσει την ενάγουσα προ δεκατεσσάρων [14] ημερών για την πρόθεσή της να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση λόγω μη καταβολής από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια της πρώτης δόσης του ασφαλίστρου και να παραλείψει την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης πριν την άκαρπη παρέλευση δεκατετραήμερης προθεσμίας από την ειδοποίηση της ενάγουσας, προκειμένου να καταβάλει αυτή το ασφάλιστρο, την οποία (υποχρέωση) η εναγόμενη παραβίασε, με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία συνεπεία της αδυναμίας της ενάγουσας να λάβει το ασφάλισμα λόγω της απαλλαγής της ασφαλίστριας, που δεν εισέπραξε την πρώτη δόση του ασφαλίστρου και, τρίτον, στην ex lege απαίτησή της στο ασφάλισμα, στο οποίο μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης επεκτείνεται το δικαίωμα της υποθήκης που είχε αποκτήσει επί του πλοίου προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της από τη δανειακή σύμβαση που είχε συνάψει με την πλοιοκτήτρια – ασφαλισμένη. Πλην της τρίτης αγωγικής βάσεως, που εκτιμάται ότι ασκείται για την περίπτωση απορρίψεως των άλλων, οι λοιπές παρατίθενται χωρίς να διαρθρώνονται υπό επικουρική κλιμάκωση. Για το λόγο αυτό καθίστανται αντιφατικές, καθόσον κατά το αγγλικό δίκαιο στο οποίο επιστηρίζονται η συνύπαρξή τους αποκλείεται, δεδομένου ότι η απαίτηση στο ασφάλισμα προϋποθέτει έγκυρη ασφαλιστική σύμβαση παράγουσα πρωτογενή ευθύνη του ασφαλιστή, ενώ η απαίτηση στην αποζημίωση λόγω παραβίασης συμβατικής υποχρέωσης, ως δευτερογενής, προϋποθέτει απαλλαγή του ασφαλιστή από την πρωτογενή ευθύνη του για λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητά του. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο δεν θα προβεί στο χωρισμό αυτών των σωρευόμενων αγωγικών βάσεων, αφού αμφότερες δεν είναι νόμιμες κατά το ίδιο αλλοδαπό δίκαιο, στο οποίο επιχειρείται να θεμελιωθούν. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση του παράγωγου δικαιώματός της επί του πρωτογενώς κατά την αντίστοιχη νομική αιτία της αγωγής της οφειλομένου ασφαλίσματος η ενάγουσα επικαλείται εκχώρησή του στην ίδια από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια με σύμβαση έγκυρη κατά το ελληνικό δίκαιο που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν για τη σύναψή της αλλά και αντιτάξιμη στην ασφαλίστρια τόσον κατά το ελληνικό όσον και κατά το αγγλικό δίκαιο, αφού η εκχώρηση αναγγέλθηκε σ’ αυτήν, η οποία μάλιστα σημείωσε στο ασφαλιστήριο το υποθηκικό ενδιαφέρον της ενάγουσας. Υπό τα εκτιθέμενα βέβαια πρόκειται περί equitable assignment, αφού η εκχώρηση δεν ήταν πλήρης, εφόσον τέθηκε χρηματικό όριο μέχρι του οποίου η καταβολή του ασφαλίσματος θα μπορούσε να γίνει απευθείας στην ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια, χωρίς όμως εξ αυτού του λόγου να στερείται η ενάγουσα ενεργητικής νομιμοποίησης, όχι μόνον επειδή κατά τον C[RTP] A 1999 νομιμοποιείται να εναγάγει στο όνομά της για την καταβολή του ασφαλίσματος αλλά και επειδή, σε κάθε περίπτωση, δεν ανακύπτει εν προκειμένω κίνδυνος σύγκρουσης των συμφερόντων της ενάγουσας με εκείνα της ασφαλισμένης, η οποία, άλλωστε, παρενέβη προσθέτως υπέρ της ενάγουσας στον πρώτο βαθμό της παρούσας αντιδικίας, ανεξαρτήτως αν κατά τη συζήτηση της παρεμβάσεώς της ερημοδίκησε. Υπό τα εκτιθέμενα η έκταση του παράγωγου δικαιώματος της ενάγουσας προσδιοριζόταν από την LPC που κατάρτισε με την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια και η οποία γνωστοποιήθηκε στην ασφαλίστρια και περιοριζόταν από τους όρους του ασφαλιστηρίου, που σύμφωνα με τους κατά παραπομπή εφαρμοζόμενους όρους του Ινστιτούτου επί ολικής ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους απέκλειε οποιαδήποτε εξ αυτής της αιτίας ευθύνη της ασφαλίστριας προς αποζημίωση κάθε ζημίας της οποίας το κόστος επισκευής θα ήταν κατώτερο της ασφαλιστικής αξίας που ορίστηκε στο χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €). Η ενάγουσα ζητεί από την εναγομένη την καταβολή της ασφαλιστικής αξίας έως το ύψος του υπολοίπου της δανειακής απαίτησής της κατά της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας, χωρίς, όμως, να περιγράφει ολική απώλεια του πλοίου είτε πραγματική είτε τεκμαιρόμενη, αφού δεν εκθέτει ούτε ότι αυτό καταστράφηκε κατά την υλική του υπόσταση ούτε ότι εβλάβη σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αποτελεί πλέον σκάφος αναψυχής ούτε ότι το κόστος της επισκευής του υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία, η δε αναφορά της στην εμπορική αξία του μετά την ημιβύθισή του είναι για την στοιχειοθέτηση πρωτογενούς ευθύνης της εναγομένης για ολική απώλεια νομικώς αδιάφορη ενόψει του εκτιθέμενου περιεχομένου της επίμαχης ασφαλιστικής συμβάσεως. Σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι γνωστοποίησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην εναγόμενη την πρόθεσή της να εγκαταλείψει άνευ όρων το σκάφος, ώστε με την πλήρωση του αναγκαίου αυτού όρου να γεννηθεί το δικαίωμά της στη λήψη του ασφαλίσματος για τεκμαρτή ολική απώλεια. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι εν προκειμένω διώκεται η καταβολή του ασφαλίσματος για την αποκατάσταση της μερικής ζημίας που υπέστη το ασφαλισμένο σκάφος δια της επιδικάσεως χρηματικού ποσού ελάσσονος του αιτουμένου και ίσου προς την αξία αποκατάστασης των αναφερόμενων βλαβών του που δεν επισκευάστηκαν, η ένδικη αγωγή κατά την περί πρωτογενούς συμβατικής ευθύνης της εναγομένης βάση της δεν είναι νόμιμη, καθόσον στο δικόγραφό της δε γίνεται μνεία της επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο υπήρχε ενεργός ασφαλιστική κάλυψη. Αντιθέτως, πάντοτε υπό τα εκτιθέμενα, η αρχική ασφαλιστική σύμβαση ανανεώθηκε με νέα σύμβαση πριν την επέλευση του κινδύνου και κατά το χρόνο αυτής ήταν ισχυρή και δεσμευτική για την ασφαλίστρια, της οποίας όμως η υποχρέωση ασφαλιστικής καλύψεως είχε ανασταλεί μέχρι την καταβολή της πρώτης από τις δόσεις του ασφαλίστρου, που με την αρχική σύμβαση είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί τμηματικώς, χωρίς η ειδικότερη αυτή συμφωνία να τροποποιηθεί με την ανανεωτική σύμβαση. Υπό τα δεδομένα αυτά η εναγομένη ασφαλίστρια δεν έφερε κατά την ημιβύθιση του πλοίου τον ασφαλιστικό κίνδυνο και το γεγονός αυτό δεν ενεργοποίησε την ευθύνη της προς καταβολή του ασφαλίσματος. Η συμφωνία δε περί μη ενάρξεως της ασφαλιστικής καλύψεως πριν την καταβολή της πρώτης δόσης του ασφαλίστρου, που αποτέλεσε όρο της ασφαλιστικής σύμβασης ήταν σύμφωνη με το αγγλικό δίκαιο από το οποίο διεπόταν και μάλιστα αποκλειστικώς, αφού η αναφορά του ασφαλιστηρίου στο «άρθρο 6 παρ. 1 ν. 2496/97» δεν είχε την έννοια της εφαρμογής του ελληνικού δικαίου ως προς το ζήτημα της ουσιαστικής έναρξης της ασφαλιστικής καλύψεως αλλά ότι το ζήτημα αυτό ρυθμιζόταν με ειδικό όρο της ασφαλιστικής συμφωνίας έχοντα απλώς συμβατική ισχύ λόγω της προσαρμογής του στο επιλεγέν ως εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, το οποίο, επιπλέον, σε περίπτωση υπερημερίας του ασφαλισμένου ως προς την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου δεν επιβάλει για τη λύση της ασφαλιστικής συμβάσεως την προηγούμενη καταγγελία της εκ μέρους του ασφαλιστή, όπως η ενάγουσα ισχυρίστηκε, χωρίς ο ισχυρισμός της αυτός, όπως και η επίκληση του παρομοίου περιεχομένου άρθρου 6 § 2 του (μη εφαρμοζόμενου) Ν. 2496/1997 να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα. Εξάλλου, για την ανάληψη εκ μέρους του ασφαλιστή άμεσης υποχρέωσης έναντι τρίτου μη συμβληθέντος στην ασφαλιστική σύμβαση, η παραβίαση της οποίας ιδρύει άμεση αξίωση αυτού κατά του ασφαλιστή, απαιτείται κατά το αγγλικό δίκαιο έγγραφη δήλωση του πρώτου απευθυνόμενη στο δεύτερο, υπό τον τύπο του letter of undertaking (LOU), περί του οποίου έγινε λόγος πιο πάνω. Εν προκειμένω για τη στοιχειοθέτηση της περί δευτερογενούς συμβατικής ευθύνης της εναγομένης βάσης της αγωγής της η ενάγουσα επικαλείται ότι η «ρήτρα ακυρώσεως» (cancellation clause), την οποία συνομολόγησε με την πλοιοκτήτρια για να εξασφαλίσει δέσμευση της ασφαλίστριας ότι αυτή δεν θα επικαλεστεί υπερημερία της ασφαλισμένης ως προς την πληρωμή του ασφαλίστρου για να απαλλαγεί της ασφαλιστικής ευθύνης, κατέστη, κατά το αγγλικό δίκαιο, στο οποίο απέβλεψε για να εξασφαλίσει τη δέσμευση αυτή, αφού άλλωστε αυτό διείπε και την ασφαλιστική σύμβαση, «μέρος της σύμβασης ασφάλισης λόγω της περιέλευσης του περιεχομένου αυτής στην εναγομένη». Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, αφού κατά τα προαναφερθέντα η εναγόμενη ουδέποτε ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι της ενάγουσας, αφού LOU με τέτοιο περιεχόμενο δεν (εκτίθεται ότι οποτεδήποτε) της απηύθυνε. Άλλωστε, η ρήτρα ακυρώσεως κατά το μνημονευόμενο περιεχόμενό της υποχρέωνε μόνο την πλοιοκτήτρια να μεριμνήσει ώστε ο ασφαλιστής της να αναλάβει τις επικαλούμενες δεσμεύσεις έναντι της ενυπόθηκης δανείστριάς της και δεν παρήγαγε (ούτε θα μπορούσε ως μεταξύ τρίτων συνομολογηθείσα να παραγάγει) ευθεία ενοχή της ασφαλίστριας που δεν μετείχε στη σύναψή της. Τέλος, επειδή το διέπον την επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση αγγλικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει, κατά τα προεκτεθέντα, ex lege επέκταση του περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή του πλοιοκτήτη στο ασφάλισμα που του οφείλεται συνεπεία επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και δεν του παρέχει ευθεία αξίωση στο ασφάλισμα ούτε τον νομιμοποιεί στην άσκηση εμπράγματης αγωγής κατά του ασφαλιστή, η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη ούτε και κατά την επικουρική της βάση, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 198 § 3 ΚΙΝΔ, που δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω. Ακόμη όμως και αν στην κρινόμενη υπόθεση εφαρμοστέο, ως lex navis, ήταν σύμφωνα με το άρθρο 9 ΚΙΝΔ το ελληνικό δίκαιο και πάλι η αγωγή κατά την ερευνώμενη βάση της θα στερούταν νομίμου ερείσματος, ενόψει του ότι για την άσκηση του υποθηκικού δικαιώματος στο ασφάλισμα προϋποτίθεται υποχρέωση του ασφαλιστή στην καταβολή ασφαλίσματος και τέτοια υποχρέωση εν προκειμένω δεν γεννήθηκε ποτέ για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
  2. V. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή και την ερεύνησε στη συνέχεια κατ’ ουσίαν για να την απορρίψει εν τέλει ως αβάσιμη, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου. Επομένως, πρέπει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή της εφέσεως, η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή ως νομικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει στην εκκαλούσα να αποδοθεί το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται αυτή νικήσασα, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή ως νομικά αβάσιμη.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων ευρώ (11.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Απριλίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 25 Μαΐου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ