Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 642/2019

Αριθμός  642 /2019

ΤΟ  ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 73, 286 και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής :  Ικανός να είναι διάδικος είναι το φυσικό πρόσωπο που με τη γέννηση του ζωντανό, μέχρι και το θάνατό του, αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αν ο διάδικος αποβιώσει μετά  την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου,  η έφεση πρέπει να ασκείται από τους καθολικούς  του διαδόχους, δεν  υπάρχει δε στάδιο βιαίας διακοπής της δίκης σύμφωνα με το  παραπάνω άρθρο 286 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 507/09, Εφ.Δωδ. 243/2006,  Εφ.Πατρ. 223/2004, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 5η, παρ. 306, Εφ.Θεσσαλ. 834/2012, Εφ.Θεσσαλ. 358/2010, Εφ.Αθ. 10715/1997, δημ. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Κατ΄ άρθρο 513 παρ. 1 ΚΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό, υπό στοιχ. β΄ των οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή παρ. 2. Αν προσβληθεί με  έφεση η οριστική απόφαση θεωρείται ότι μαζί έχουν προσβληθεί και οι  μη οριστικές που είχαν προηγουμένως εκδοθεί και αν η έφεση δεν  απευθύνεται ρητώς εναντίον τους,  Οι τελευταίες θεωρούνται ότι έχουν συνεκκληθεί κατά τις μη  οριστικές διατάξεις τους, εφ΄όσον σ΄ αυτές στηρίχθηκε η οριστική  απόφαση, ενώ ως προς τις οριστικές διατάξεις τους, τότε μόνο συνεκκαλούνται αν η έφεση ρητώς  απευθύνεται και κατ΄ αυτών (Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, Τόμ. Γ, εκδ. 1995, υπ΄ άρθ. 513, αριθ. 30, σελ. 173, ΑΠ 61/85 ΕΔΠ 1988.723, ΑΠ 667/75 ΑρχΝ 27.170). Εξ άλλου οριστική είναι η απόφαση, η οποία δέχεται ή απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει  την αίτηση παροχής εννόμου προστασίας (ακόμη και αν η απόρριψη γίνεται για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως). Για τον χαρακτηρισμό της αποφάσεως ως οριστικής ή όχι πρέπει να γίνει  αναδρομή στο διατακτικό της, δεν αποκλείεται, όμως, και στο  αιτιολογικό της, αν δε αποδίδεται στο διατακτικό. Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται ένσταση του εναγομένου ή αντεναγομένου ή  αντένσταση και τάσσονται αποδείξεις για την αγωγή ή την ανταγωγή δεν είναι οριστική, γιατί με την απόφαση αυτή το δικαστήριο δεν  απεκδύεται από την εξουσία του για την υπόθεση (Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ τόμ. Β΄ έκδ. 1999, υπ΄ άρθρ. 309 αριθ.  1 και 10, ΕφΑθ 2290/03 Νόμος). Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.2,  σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 522 ΚΠολΔ, η έφεση που  ασκήθηκε προσηκόντως, μεταβιβάζει την υπόθεση στο Εφετείο κατά  τις αιτήσεις του εκκαλούντος, επί πλειόνων δε κεφαλαίων και βάσεων της αγωγής, ως προς εκείνες που έχουν εκκληθεί με το εφετήριο. Εφόσον δε κάποιο κεφάλαιο της αγωγής απορρίφθηκε με οριστική διάταξη της προδικαστικής αποφάσεως, η τελευταία ως προς αυτήν δεν συνεκκαλείται, αλλά η έφεση πρέπει να στραφεί ρητώς εναντίον της (ΑΠ  390/04 Νόμος, Εφ.Λαρ. 336/2014, Εφ.Αθ. 2290/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η από 4/9/2013 έφεση της εκκαλούσας, ως κληρονόμου, όπως επικαλείται, της αρχικής ενάγουσας …… ……., που απεβίωσε στις 1/6/2011, η οποία στρέφεται κατά της υπ΄ αριθμ. 5642/2010 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία, και  της αναγκαίως συμπροσβαλλόμενης, κατ΄ άρθρο 513 παρ. 2 υπ΄ αρ.  2631/1999 μη οριστικής αποφάσεως αυτού, αντιμωλία των αρχικών  διαδίκων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα  έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511 παρ 1β,  516 παρ 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του  ν. 4335/2015,  και 591 παρ 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς  συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ.  533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει  κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  495 παρ 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του  ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο,  όπως προκύπτει από την με  ημερομηνία 4/9/2013 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας  Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 15/6/1998 (αριθ. καταθ. …../1998) αγωγή των 1) ….. ……., 2) ……… και 3) ……….. κατά των 1) ………. και 2) ………., ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), οι ενάγουσες ιστορούσαν ότι, η πρώτη είναι επικαρπώτρια των περιγραφομένων υπό στοιχεία 1, 2 και 3 καταστημάτων του  ισογείου ενός ακινήτου που βρίσκονται σε οικοδομή κειμένη σε  οικόπεδο εντός σχεδίου πόλεως της κοινότητας Πόρου Τροιζηνίας, και  επί της παραλιακής οδού, και ότι η δεύτερη είναι ψιλή κυρία των υπό  στοιχεία 1 και 2 ως άνω καταστημάτων και η τρίτη ψιλή κυρία του υπό στοιχεία τρία (3) καταστήματος, την οποία (ψιλή κυριότητα) απέκτησαν με τους αναφερόμενους συμβολαιογραφικούς τίτλους  που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι κύριος του πρώτου  ορόφου της ιδίας ως άνω οικοδομής, την οποία (κυριότητα) απέκτησε με το αναφερόμενο δωρητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι οι εναγόμενοι, από τον Σεπτέμβριο του έτους 1994, κατέλαβαν  παράνομα τμήμα των υπό στοιχεία 1 και 2 καταστημάτων και  ολόκληρο το υπό στοιχεία 3 κατάστημα και ότι καθίσταται κατά τρόπο αυτό αδύνατη η πρόσβαση αυτών (εναγουσών) στο ως άνω κατάστημα, από τη νομή  των οποίων έχουν αποβληθεί. Ότι η πρώτη ενάγουσα- επικαρπώτρια των άνω καταστημάτων συνεπεία της παράνομης  αποβολής της από τη νομή των άνω καταστημάτων απώλεσε εισοδήματα από την μη εκμίσθωση αυτών και κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, απώλεσε μισθώματα για το αναφερόμενο χρονικό διάστημα το ποσό συνολικά των 12.548.834 δραχμών άλλως ως  αποζημίωση χρήσης, καθόσον χρησιμοποιούν τα ως άνω καταστήματα χωρίς να καταβάλουν μίσθωμα ή άλλη αποζημίωση για τη χρήση  που κάνουν έως σήμερα. Ζήτησαν δε, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού  αιτήματος σε αναγνωριστικό, α) να αναγνωριστούν αυτές νομείς των  υπό στοιχεία 1, 2 και 3 καταστημάτων του ισογείου ορόφου που  βρίσκονται σε οικοδομή επί της παραλιακής οδού της Κοινότητας ….. Τροιζηνίας, β) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των  12.548.834 δραχμών νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό  άλλως από την κοινοποίηση της παρούσας αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 2631/1999 μη οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το πρώτο αίτημά τους, για αναγνώριση της νομής επί των  περιγραφομένων ακινήτων, ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής της στα  οικεία βιβλία διεκδικήσεων, κατ΄  άρθρο 220 ΚΠολΔ και ανάβαλε κατά  τα λοιπά ως προς την πρώτη ενάγουσα την έκδοση οριστικής αποφάσεως, διατάσσοντας τη διεξαγωγή αποδείξεων, για τα  ταχθέντα με αυτή θέματα. Με το πέρας της διεξαγωγής, η υπόθεση  επανήλθε για νέα συζήτηση με την από 25/7/2007 κλήση, προσδιορίστηκε δικάσιμος η 15/10/2008, κατά την οποία συζητήθηκε, δεν εκδόθηκε, όμως απόφαση και εν συνεχεία, κατόπιν της από  15/12/2009 πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, διατάχθηκε η επανάληψη της  συζητήσεως κατ΄ άρθρο 307 παρ. 1 ΚΠολΔ για τη δικάσιμο  της 20/1/2010, κατά την οποία και συζητήθηκε. Μετά τη συζήτησή της εκδόθηκε η προσβαλλομένη με αριθμό 5642/2010 οριστική απόφαση  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την αγωγή, ως προς το δεύτερο αίτημά της για την πρώτη ενάγουσα, ως κατ΄ ουσία αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, ως κληρονόμος, όπως προαναφέρεται, της αποβιώσασας μητέρας της και ως κυρία των ανωτέρω αναφερομένων υπό στοιχεία 1, 2 και 3  καταστημάτων, επί των οποίων η αποβιώσασα μητέρα της είχε την  επικαρπία, με την υπό κρίση έφεσή της, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30/1/2017 (αριθ. καταθ. ………./2017) κλήση, επικαλούμενη ότι από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή της, κρίθηκε αυτή αβάσιμη και ζητεί, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη (5642/2010) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου να γίνει δεκτή ως προς όλα τα αιτήματά της η από 15/6/1998 αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτουμένων κατά τα άρθρα 119 έως 120  ιδίου Κώδικος στοιχείων, και τους λόγους έφεσης. Ως  λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις οι συνιστάμενες ως επί τω πλείστον σε  παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, είτε  στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα, τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και  δικαιολογούν, κατά το αίτημα της έφεσης, την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης  εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση (βλ. ΑΠ  1130/2015, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 297/2013 δημ. «νόμος», ΕφΑθ 10048/1990 Δνη 34.87, ΕφΑθ 1027/1987 ΝοΒ  28.854). Αν η αγωγή απορρίφθηκε από το  Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστη, οι λόγοι που πλήττουν την  απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απορρίπτονται, διότι στηρίζονται σε  εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. ΑΠ 323/1989 Δνη 31.770, ΑΠ 1271/1995, ΑΠ 957/2011, ΑΠ 915/2013, ΕφΑθ 10048/1990, ΕφΑθ 5550/1992, ΕφΔωδ 204/2009, ΕφΛαρ 126/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα με το λόγο της εφέσεώς της προσβάλλει τις παραδοχές της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς το λόγο της αποχώρησης αυτών (μισθωτών) από τα αναφερόμενα υπό στοιχεία 1,2 και 3 καταστήματα, αναφέροντας : «εσφαλμένως δέχεται ότι το γεγονός πως ο μισθωτής του καταστήματος…. ..αποχώρησε από το μίσθιο όχι επειδή δεν  μπορούσε, α)  να κατασκευαστεί τουαλέτα…., β) να χρησιμοποιήσει το  καταληφθέν οπίσθιο μέρος του…… γ) να χρησιμοποιήσει το  καταληφθέν οπίσθιο μέρος του….. αλλά με….. βούληση ……άσχετη με το θέμα της τουαλέτας…… με το θέμα της  καταλήψεως……..Η αλήθεια όμως όπως περιγράφεται στην ένδικη αγωγή είναι : …..» στο κείμενο της οποίας αναφέρεται, συμπληρώνοντας μάλιστα, απαράδεκτα, την ιστορική της βάση και διορθώνοντας, επίσης, ανεπίτρεπτα, και το ύψος της ζημίας για κάθε κατάστημα. Σύμφωνα, όμως, και με όσα εκτίθενται στην αρχή της  παρούσας σκέψης, η εκκαλούσα, α) δεν αναφέρει ούτε καθορίζει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, στοιχειοθετούν την πλημμέλεια, που αποδίδεται  στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι σε θέση το Δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα και βασιμότητά του, β) δεν  διαλαμβάνεται στο δικόγραφο αυτής (εφέσεως) κάποιο ειδικό  παράπονο για την απόρριψη της ένδικης αγωγής, αφού δεν  προσδιορίζονται, όπως προαναφέρεται, οι ελλείψεις και τα σφάλματα, ούτε οι λόγοι, για τους οποίους έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή, γ) Με την επίκληση γενικά ότι έσφαλε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν  μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου αυτού. Επομένως, με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, οι λόγοι της εφέσεως, που  αφορούν στην εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που  αναφέρονται στην αγωγή, είναι αόριστοι και ως τέτοιοι, κατ΄  αυτεπάγγελτη έρευνα αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εφεσιβλήτων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω  αοριστίας. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να  απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των  εφεσιβλήτων και των δύο βαθμών  δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος, πρέπει  να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη κατά της υπ΄ αριθ. 5642/2010 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλομένης υπ΄ αριθ. 2631/1999 μη οριστικής αποφάσεως του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   12 Σεπτεμβρίου 2019.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Ελένη Σκριβάνου.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   24 Οκτωβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ελένη Σκριβάνου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευγενία Τσιώρα και Φωτεινή Μάμαλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ