Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 639/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  639 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ΝΔ/τος 400/1970, σε αντικατάσταση του οποίου, όπως και των άρθρων 12β και 10 του ίδιου ΝΔ/τος αναφορικά με την ασφαλιστική εκκαθάριση, ισχύει ήδη από 1-1-2016 ο Ν.4364/2016 και δη οι διατάξεις των άρθρων 235-249 αυτού του νόμου, οριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι, «1. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο δίκαιο καταχωρείται στο μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων…». Ήδη, με το ισχύον άρθρο 235 του Ν.4364/2016 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την ειδική άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, εκτός αν ορίζεται στην απόφαση… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 και του ΚΠολΔ…. 4. Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να παρατείνει για ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, το χρονικό διάστημα του πρώτου εδαφίου της παρούσας, για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος….7. Ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, στο άρθρο 239 του Ν.4364/2016, που αφορά τη διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν εμποδίζει τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με την άδεια και υπό την εποπτεία της Εποπτικής Αρχής, ενδεικτικά να διαχειρίζεται την περιουσία της επιχείρησης και να συνάπτει δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό να εξοφλεί δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση….. 2….. 3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της  και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιοσδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό…». Εξάλλου, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 248 Ν. 4364/2016 περί υφιστάμενων εκκαθαρίσεων προβλέπεται ότι, «1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, 2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παράγραφοι 1 και 4, 243 παράγραφοι 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι δε εκκρεμείς δίκες εισάγονται ή συνεχίζονται, με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και εκκαθαριστή, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ανεξάρτητα από το ποσό (ΕΑ 1716/2011 Αρμ. 2012.1282, ΕΘ 1038/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 730). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που η επιχείρηση τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, και προκειμένου να περαιωθούν το ταχύτερο οι εκκρεμείς δίκες, αυτές εισάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που είναι διαδικασία ταχύτερη, χωρίς ωστόσο να στερεί τα διάδικα μέρη να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, καθόσον οι σχετικές αποφάσεις δεν λαμβάνουν ασφαλιστικά μέτρα, με την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, ούτε ρυθμιστικά κατάστασης, αλλά τέμνουν οριστικά τις διαφορές αυτές. Απλά οι σχετικές δίκες διεξάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ο νομοθέτης απέβλεψε στην όσο το δυνατόν ταχύτερη επίλυση των διαφορών που υφίστανται μετά τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Κατά συνέπεια η παραπομπή για την εκδίκαση των ανωτέρω διαφορών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν νοείται σε εκείνες τις διατάξεις που προσιδιάζουν αποκλειστικώς στα ασφαλιστικά μέτρα, όπως η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ (περί απαγόρευσης άσκησης ενδίκων μέσων), η οποία δεν αφορά τη  διαδικασία, ήτοι την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατά της τελευταίας ένδικα μέσα (ΑΠ 1389/2010 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. ε’,2003,  σελ. 77).

Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει  ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αρ. 1149/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της πρώτης εναγομένης, ετερρόρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, και αντιμωλίαν της δεύτερης εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, ………., με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239 § 4 Ν. 4314/2016, και δέχτηκε εν μέρει την από 13-2-2017 (αρ. κατάθ. ………./2017) αγωγή της ήδη εφεσίβλητης υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 3-11-2017, ήτοι εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 14-7-2017, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, καίτοι η απόφαση εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παραδεκτώς προσβάλλεται με το ένδικο μέσο της έφεσης, διότι, όπως εκτέθηκε και στην παραπάνω  μείζονα σκέψη, πρόκειται για απόφαση, με την οποία δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά. Επομένως, πρέπει η έφεση, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση, και ήδη εφεσίβλητη, με την υπό κρίση αγωγή της ιστορούσε ότι, κατάρτισε με την πρώτη εναγόμενη ετερρόρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία  «………..», της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος, διαχειριστής και ομόρρυθμη εταίρος είναι η δεύτερη εναγομένη, και ήδη εκκαλούσα, την από 21-2-2017 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου και την από 1-6-2008 τροποποιητική πράξη, δυνάμει των οποίων η ως άνω ετερρόρυθμη εταιρεία ανέλαβε να μεσολαβεί, έναντι προμήθειας, στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για τους κλάδους ασφάλισης που κάλυπτε η ίδια (η ενάγουσα). Ότι με  βάση την ανωτέρω σύμβαση η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων των πελατών της παραγωγής της και να αποδίδει εντός τριμήνου το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων, που εισέπραττε, αφαιρουμένων των αναλογουσών προμηθειών. Ότι, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, έγινε εκκαθάριση των δοσοληπτικών της σχέσεων με την πρώτη εναγομένη και, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, διαπιστώθηκε ότι η τελευταία δεν ήταν συνεπής με την εμπρόθεσμη απόδοση ασφαλίστρων συνολικού ποσού 118.736,02 ευρώ, που ανάγονταν στο χρονικό διάστημα από 2-1-2009 έως  21-9-2009, αλλά αντίθετα, η διαχειρίστρια αυτής, δεύτερη εναγομένη, παρακράτησε παράνομα το ως άνω ποσό με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητούσε, όπως το καταψηφιστικό αίτημα της μετατράπηκε σε αναγνωριστικό -με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, καταχωρηθείσα στα πρακτικά, και με τις προτάσεις της-, 1) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, κυρίως συμβατικά και αδικοπρακτικά, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  το προαναφερόμενο ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 31-12-2009, οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμος ο μεταξύ τους λογαριασμός, σύμφωνα με τον 10ο όρο της επίδικης σύμβασης, άλλως από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης πρόσκλησης στις  2-11-2012,  άλλως από την επίδοση της αγωγής, 2) να απαγγελθεί σε βάρος της δεύτερης εναγομένης προσωπική κράτηση ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης καθώς και 3) να καταδικαστούν  αυτές στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμω βάσιμη την αγωγή κατά τις κύριες βάσεις της (από τη σύμβαση και την αδικοπραξία), απορρίπτοντας τα παρεπόμενα αιτήματα περί προσωρινής εκτελεστότητας και απαγγελίας προσωπικής κράτησης, στη συνέχεια την δέχτηκε εν μέρει ως ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται, εις ολόκληρον η καθεμία, να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των  117.330,97 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 31-12-2009. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  ήδη η δεύτερη εναγομένη  για τους λόγους που αναφέρει στο δικόγραφο της εφέσεώς της, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι από το παρόν Δικαστήριο, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων,  και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας και της ανωμοτί κατάθεσης της δεύτερης εναγομένης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης,  καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από τους διαδίκους, για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 21-2-2007 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας (ήδη εφεσίβλητη) και της πρώτης εναγομένης ετερρόρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (μη διάδικος στην κατ’ έφεση δίκη), όπως τροποποιήθηκε με την από 1-6-2008 πράξη, η  πρώτη διόρισε την ως άνω ετερρόρυθμη εταιρεία ως ασφαλιστικό της σύμβουλο στην περιοχή της Λέσβου. Νόμιμη εκπρόσωπος, διαχειρίστρια και ομόρρυθμη εταίρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας ήταν η δεύτερη εναγομένη, ……….. (ήδη εκκαλούσα), η οποία ασκούσε και το επάγγελμα του ασφαλιστικού συμβούλου έχοντας ΑΜ …… στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ….. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε, έναντι της οριζόμενης στη σύμβαση προμήθειας, την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομά της, τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, που αφορούσαν σε όλους τους κλάδους ασφάλισης, που αυτή ασκούσε, παρουσιάζοντας στους υποψήφιους πελάτες τις ασφαλιστικές συμβάσεις, προσφέροντας καλύψεις σύμφωνα με το περιεχόμενο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων,  δεχόμενη προτάσεις- αιτήσεις ασφαλίσεως  αυτών, που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, και παραδίδοντας   τα ασφαλιστήρια που θα εξέδιδε η ενάγουσα. Παράλληλα, με την ανωτέρω σύμβαση παρασχέθηκε στην πρώτη εναγομένη το δικαίωμα είσπραξης  των ασφαλίστρων παραγωγής της,  υποχρεούμενη  στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα να εξοφλεί την παραγωγή, που είχε πραγματοποιήσει, ανεξάρτητα αν είχε εισπράξει τα ασφάλιστρα ή όχι, με την έκδοση προσωπικής επιταγής της, εμφανίσεως το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής (μικτά ασφάλιστρα) του τελευταίου μηνός, αφαιρουμένων των αναλογουσών προμηθειών.  Η επίδικη σύμβαση  μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε μέχρι τις 21-9-2009, οπότε ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της  ενάγουσας και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατόπιν της υπ’ αρ. 156/2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) [ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 11292/21-9-2009], ενώ, δυνάμει της υπ’ αρ.  208/3/29-11-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ.  3770/2-12-2016) ασφαλιστικός εκκαθαριστής αυτής διορίστηκε ο  ………… Η ανάκληση της άδειας της ενάγουσας επέφερε αυτοδικαίως τη λύση της και συνακόλουθα λύθηκε και η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με υποχρέωση  της πρώτης εναγομένης να αποδώσει στον εκκαθαριστή της ενάγουσας λογαριασμό για τα ασφαλιστικά συμβόλαια της παραγωγής της, τα δικαιολογητικά έγγραφα και να καταβάλλει το υφιστάμενο υπόλοιπο (άρθρο 9 § 4 ΠΔ 298/1986). Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι, κατόπιν εκκαθάρισης των δοσοληπτικών σχέσεων των συμβαλλομένων, που διενεργήθηκε από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, διαπιστώθηκε ότι  η πρώτη εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 2-1-2009 έως 21-9-2009 οφείλει στην ενάγουσα  από την είσπραξη  ασφαλίστρων, τα οποία δεν απέδωσε στην τελευταία ως προβλεπόταν από τη σύμβαση, το συνολικό ποσό των 118.735,97 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει και αποτυπώνεται αναλυτικά στα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα πινάκια παραγωγής, που τηρούσε αυτή για την πρώτη εναγομένη, μετ’ αφαίρεση των αναλογούντων φόρων, προμηθειών καθώς και των ασφαλίστρων για τα ακυρωθέντα συμβόλαια. Από το ποσό, εξάλλου, αυτό πρέπει να αφαιρεθεί  και το ποσό των 1.405 ευρώ, που αφορούσε ασφαλιστική κάλυψη, κατ’ άρθρο 6 της ασφαλιστικής συμβάσεως, το οποίο πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε για λογαριασμό της ενάγουσας από δικά της χρήματα και δεν έχει περιληφθεί στον προαναφερόμενο εκκαθαριστικό λογαριασμό. Συνεπώς, η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (118.735,97 – 1.405 =) 117.330,97 ΕΥΡΩ, τούτο δε εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγομένη, υπό την ιδιότητά αυτής ως ομόρρυθμη εταίρος αλλά και διαχειρίστρια, η οποία παρακράτησε το εν λόγω ποσό για να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η τελευταία ισχυρίζεται, όπως και στον πρώτο βαθμό, ότι, επειδή η ενάγουσα καθυστερούσε σημαντικά από τα τέλη του 2008 να προβαίνει σε ακύρωση των συμβολαίων, τα οποία της επέστρεφε και παραλήφθηκαν από αυτήν (την ενάγουσα) προς ακύρωση, πολλά ακυρωθέντα συμβόλαια με χρόνο έναρξης Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2009 συμπεριλήφθησαν στα συμβόλαια, των οποίων έχουν εισπραχθεί ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να μην έχει υπολογιστεί πιστωτικό υπέρ αυτής ποσό από ακυρωθέντα συμβόλαια ύψους 35.200 ευρώ. Το ποσό αυτό ζητεί να αφαιρεθεί από το συνολικά οφειλόμενο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός της αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, αφού από την αντιπαραβολή των συμβολαίων, που αναγράφονται στο προσκομισθέν από την ενάγουσα  μεριδολόγιο παραγωγής της πρώτης εναγομένης για τον μήνα Σεπτέμβριο 2009, και των συμβολαίων, που περιλαμβάνονται στην χειρόγραφη κατάσταση ακυρωθέντων συμβολαίων, την οποία προσκομίζει η δεύτερη εναγομένη, προκύπτει εμφανώς ότι τα επικαλούμενα από αυτήν ως ακυρωθέντα συμβόλαια έχουν ήδη συμπεριληφθεί στις καταστάσεις εκκαθάρισης με τον χαρακτηρισμό ως «πρόσθετες πράξεις» και αντίστοιχα τα ασφάλιστρα τους έχουν αφαιρεθεί από το οφειλόμενο ποσό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε ότι η οφειλή των εναγομένων ανέρχεται στο ποσό των 117.330,97 ευρώ,  ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους δύο πρώτους λόγους της ένδικης έφεσης, οι οποίοι είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι.

Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε και στην αρχική μείζονα σκέψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 235 § 3 του Ν. 4364/2016, «Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ…». Επί τη εκκαθαρίσεως δηλαδή αυτής, η  οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό ικανοποίηση, αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφισταμένων απαιτήσεων τους, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία, και όχι αναλογική, εφαρμογή των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα μόνον εκείνων όμως, οι οποίες δεν αντίκεινται στον επιδιωκόμενο με την ως άνω εκκαθάριση σκοπό. Μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 24 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), σύμφωνα με την οποία, από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Εν προκειμένω η εκκαλούσα με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσης ισχυρίζεται ότι, αναφορικά με την τοκογονία της επίδικης οφειλής, πρέπει να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη του ΠτΚ, ώστε να μην επιδικασθούν τόκοι. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η ανωτέρω διάταξη τυγχάνει εφαρμογής μόνο για απαιτήσεις, που έχουν οι πιστωτές απέναντι στην υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση, και όχι για τις αξιώσεις  της ίδιας (της ασφαλιστικής επιχείρησης) έναντι τρίτων, οι οποίες συνεχίζουν να αποφέρουν τόκους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ. Συνεπώς, δεδομένου ότι στην ερευνώμενη υπόθεση υπήρχε δήλη ημέρα για απόδοση των ασφαλίστρων, ήτοι τρεις μήνες από τον τελευταίο μήνα παραγωγής (όρος 10 της επίδικης σύμβασης) και ο τελευταίος μήνας παραγωγής ήταν ο Σεπτέμβριος του 2009, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν τόκους επί του προαναφερόμενου οφειλόμενου ποσού των 117.330,97 ευρώ από την επομένη της δήλης ημέρας, ήτοι της 31ης-12-2009 μέχρι την εξόφληση, όπως ζητείται από την ενάγουσα. Συνακόλουθα, ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν όλων των παραπάνω, αφού ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, πρέπει και η έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον ότι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της εκκαλούσας, που περιέχονται στις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και συνιστούν καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, ήτοι περί συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, οι οποίοι απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν ερευνώνται από το παρόν Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν εισάγονται προς κρίση με τους λόγους της έφεσης ή με πρόσθετους λόγους, αλλά ούτε και εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, ώστε το παρόν δικαστήριο να δύναται να τους εξετάσει στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής (Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, εκδ. 2003, παράγρ. 702 και 1144). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της  εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 31-10-2017 (αρ. κατάθ. …………/2017) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά από την ανωτέρω Δικαστή και δημοσιεύτηκε  στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 24-10-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών