Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 638/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    638 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

             Η υπό κρίση από 5-1-2018 (αρ. κατάθ. ………/2018) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της με αρ. 4748/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, την από 25-2-2010 (με αρ. κατάθ.  …../2010) αγωγή,  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), καθόσον το δικόγραφο της κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 5-1-2018, εντός δηλαδή, της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 7-12-2017, όπως προκύπτει από τις προσκομισθείσες εκθέσεις επίδοσης και την επίκληση της από τους εκκαλούντες. Αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, και για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το απαιτούμενο παράβολο δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων ιστορούσε ότι, δυνάμει άτυπης σύμβασης, η οποία καταρτίστηκε το Πάσχα του 2002 στη ….. μεταξύ του ιδίου και  της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας, της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι υπόλοιποι εναγόμενοι, συνεστήθη αφανής εταιρεία, διάρκειας αορίστου χρόνου και με σκοπό την εκμετάλλευση ενός καταστήματος –καφετέριας, ιδιοκτησίας του ιδίου, το οποίο βρίσκεται στη ….. Ότι συμφωνήθηκε ειδικότερα η λειτουργία του καταστήματος να γίνεται από την πρώτη εναγομένη, να εξοφλεί αυτή, μαζί με τους εταίρους της, όλα τα έξοδα της επιχείρησης, κάθε είδους, να εισπράττει όλα τα έσοδα της και να καταβάλει στον ενάγοντα μέρους των κερδών ποσού 30.000 ευρώ ετησίως. Ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία λειτούργησε το κατάστημα από το Πάσχα του 2002 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2005, οπότε και κατήγγειλε τη μεταξύ τους αφανή εταιρεία, αν και όφειλε,  κατά την ανωτέρω συμφωνία τους, να καλύπτει όλα τα έξοδα της επιχείρησης δεν κατέβαλε στον Δήμο …… τα αντιστοιχούντα στο  ως άνω διάστημα δημοτικά δικαιώματα ποσοστού 2% και τα δικαιώματα για την κατάληψη κοινόχρηστου χώρου, τα οποία ανέρχονται σε 12.825,56 ευρώ και 10.717,27 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικά στο ποσό των 23.542,83 ευρώ. Ότι ο Δήμος ….. έχει στραφεί εναντίον του για την εξόφληση της παραπάνω οφειλής, την οποία αποπληρώνει με δόσεις. Ζητούσε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ως άνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικαστούν στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, την δέχτηκε και ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους, εις ολόκληρον τον καθένα, να καταβάλλουν στον ενάγοντα το αιτούμενο με την αγωγή ποσό  εντόκως από την επίδοση της αγωγής, κηρύσσοντας την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος και δη για ποσό 8.000 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, με τους λόγους της ένδικης έφεσής τους, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι από το Δικαστήριο, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι,  κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη, αφού δεν προσδιορίζονται από τον ενάγοντα στο δικόγραφό της τα εξής στοιχεία 1)ο τρόπος λειτουργίας της επιχείρησης, 2) η συμμετοχή των εμφανών και αφανών εταίρων στα κέρδη και τις ζημίες της επιχείρησης, 3)ποιος ευθυνόταν για την υποβολή των ετήσιων φορολογικών δηλώσεων, των δηλώσεων ΦΠΑ, της λίστας με τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ και των εγγράφων στο Δήμο …… για την ανανέωση της εκμίσθωσης του κοινόχρηστου χώρου, 4) τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης και ο κύκλος εργασιών της, 5) ότι σε όλες τις συναλλαγές με τρίτους  όλα τα φορολογικά στοιχεία-αποδείξεις εκδίδονταν στο όνομά του ενάγοντος, 6)τις πράξεις στις οποίες προέβαινε ο ενάγων ως εμφανής εταίρος και 7) ότι υπήρχε και έτερος αφανής εταίρος ονόματι ……………… Ο λόγος αυτός όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η ένδικη αγωγή με το περιεχόμενο, που αναφέρθηκε ανωτέρω, περιείχε σαφή και πλήρη έκθεση των πραγματικών εκείνων περιστατικών, που ήταν απαραίτητα για τη θεμελίωση  του καταγόμενου στη δίκη αυτή δικαιώματος του ενάγοντος, ο οποίος την αξίωσή του στήριζε στην συμφωνία (άρθρο 361 ΑΚ), που συνήφθη μεταξύ του ιδίου και των εναγομένων, στα πλαίσια της μεταξύ τους συσταθείσας αφανούς εταιρείας, στην οποία όλα γενικώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εταίρων εξαρτώνται από τις συμφωνίες τους, συμπληρωματικά δε μόνον, επί μη υπάρξεως συμφωνίας για ορισμένο ζήτημα, εφαρμόζονται οι περί εταιρειών διατάξεις (αρ. 741 επ ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας (ΑΠ 1064/2015, ΑΠ 1412/2013 ΝΟΜΟΣ). Έτσι στη αγωγή αναφέρεται τόσο η σύσταση της αφανούς εταιρείας και η ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ των εταίρων της για την εξόφληση των πάσης φύσεως λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης, όσο και η ύπαρξη των οφειλών αναλυτικά κατά ποσό, είδος και χρόνο δημιουργίας τους, την πληρωμή των οποίων είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι, πλην όμως επωμίστηκε ο ενάγων, κανένα δε από τα ανωτέρω στοιχεία, που επικαλούνται οι εκκαλούντες, ήταν απαραίτητο για τη θεμελίωση της αγωγής.

Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 262 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται, ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018, ΑΠ 953/2018, ΑΠ ΑΠ 1322/2010, ΕΑ 1160/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο. Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Έγγραφη δε απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει, όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία, που τον θεμελιώνουν, αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011, ΕΑ 1160/2019 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, προέβαλαν στον πρώτο βαθμό και επαναφέρουν με αυτοτελή δεύτερο λόγο έφεσης, την εκ του άρθρου 416 ΑΚ ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι κατέβαλαν ανελλιπώς όλα τα ποσά, που αναλογούσαν σε οφειλές του ενάγοντος προς τρίτους, κάθε φορά που τους καλούσε προς τούτο, ακόμα και μετά τη λύση της αφανούς εταιρείας, ενώ μετά από αυτήν (τη λύση) ουδέποτε τους όχλησε για καταβολή οποιουδήποτε ποσού, λαμβανομένου υπόψη ότι όλες οι ειδοποιήσεις  των αρχών κοινοποιούνταν σε αυτόν ως εμφανή εταίρο. Με το πιο πάνω, ωστόσο, περιεχόμενο, η ένσταση εξόφλησης, που προβάλλουν, είναι αόριστη, αφού, όπως και στη νομική σκέψη αναλύεται, δεν αναφέρονται τα ποσά, που κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία καταβλήθηκαν  στον ενάγοντα προς εξόφληση των δικαιωμάτων του Δήμου …….. και των δικαιωμάτων  για την κατάληψη κοινόχρηστου χώρου κατά το επίδικο διάστημα των ετών 2002-2005, μη αρκούσης της αναφοράς ότι ήταν πάντοτε συνεπείς στην εξόφληση των οφειλών προς τρίτους. Εξάλλου, τα συμπληρωματικά στοιχεία, που παραθέτουν οι εκκαλούντες με την έφεσή τους, και δη το γεγονός  ότι κατέβαλαν στον ενάγοντα, σε μετρητά, ποσό 10.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό της με αρ. ………. επιταγής της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, που εκδόθηκε εις διαταγήν του (ενάγοντος) από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, κατά τη σύσταση της αφανούς εταιρείας, και δόθηκε ως εγγύηση για τυχόν έξοδα, που θα προέκυπταν μετά τη λύση της συνεργασίας τους, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι συνιστά ορισμένη ένσταση μερικής εξόφλησης, δεν λαμβάνονται υπόψιν, σύμφωνα με την αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη, αφού δεν προέκυψε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της καθυστερημένης προβολής τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας ως αόριστη την εν λόγω ένσταση, ορθά εφάρμοσε τον νόμο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες.

            Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 § 1 εδ. α’ και 221 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, δεν είναι μόνον διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως, που εμπεριέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής, ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπροθέσμου χρέους χωρίς την υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη (ΑΚ 346) και ως όχληση να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο υπό την επιφύλαξη της ενστάσεως του άρθρου 342 ΑΚ και υπόχρεο να πληρώσει τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, όχι ως άμεσο αποτέλεσμα της αγωγής, η οποία δεν έχει τέτοια συνέπεια, αλλά της οχλήσεως, που όταν ασκείται με την αγωγή, της οποίας δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, ούτε τη νομική φύση της, ούτε την αυτοτέλεια της έναντι της αγωγής αποβάλλει (ΑΠ 1418/2018 ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επιδίκασε τόκους επί του επιδικασθέντος ποσού από την επίδοση της αγωγής, και όχι από την κλήση προς συζήτηση αυτής στις 15-6-2015, μετά τη ματαίωσή της στη δικάσιμο της 23-2-2011. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα η επίδοση της αγωγής επιφέρει τοκογονία (άρθρο 346 ΑΚ), καθώς φέρει το χαρακτήρα οιονεί όχλησης, πράγμα που δεν συμβαίνει με την κλήση προς συζήτηση, η οποία συνιστά μία απλή διαδικαστική πράξη.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προβληθέντα ισχυρισμό τους περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, επικαλούμενοι την αδράνεια του τελευταίου επί έξι χρόνια μετά τη λήξη της συνεργασίας τους για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 16/2006, 8/2001, ΑΠ 187/2015 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, ο παραπάνω λόγος έφεσης είναι μη νόμιμος, διότι δεν συντρέχει εν προκειμένω κάποια από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις εφαρμογής του, ενώ μόνο η  αδράνεια του δικαιούχου ενάγοντος δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι ασκεί την επίδικη αξίωσή του καταχρηστικά. Έτσι κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την παραπάνω ένσταση ως μη νόμιμη, ορθώς εφάρμοσε  την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα κήρυξε την απόφαση του εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, δεδομένου ότι ο ενάγων αδράνησε επί έξι έτη να ασκήσει την αξίωσή του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού η εκδοθείσα από το παρόν δικαστήριο απόφαση ως τελεσίδικη μπορεί να εκτελεστεί (Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ. Εκδ. 2003, παρ. 542, σελ. 222).

Κατόπιν των ανωτέρω, αφού ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, δεδομένου ότι η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων  την από 25-2-2010 (αρ. κατάθ. …………/2018)   έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ ουσίαν.

 ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα  του εφεσίβλητου σε βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε από την ανωτέρω Δικαστή, και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους,  στις 24-10-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών