Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 607/2019

Αριθμός  607/2019

ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη (λόγω κωλύματος της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου) -Εισηγήτρια, Ευαγγελία Πανταζή, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Ελένη Σκριβάνου και Αγγελική Δέτση, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 και 254 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν για οποιονδήποτε λόγο, που εμφανίζεται μετά τη συζήτηση της υπόθεσης (παραίτηση, θάνατος, παύση Δικαστή κλπ), καταστεί αδύνατη η έκδοση της απόφασης, επιβάλλεται η επανάληψη της συζήτησης, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Έτσι, σε περίπτωση επανάληψης της συζήτησης, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, ακόμα και αν οι διάδικοι που έχουν παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης απουσιάζουν, κατά την επανάληψη της συζήτησης, θεωρούνται δικαζόμενοι κατ΄ αντιμωλία, δίχως να είναι απαραίτητο αυτοί να καταθέσουν νέες προτάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ΄ αρ. 410/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτή η από 19-6-2018 δήλωση και το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης της Προέδρου Εφετών, …………., από τη συζήτηση της αναφερόμενης στο σκεπτικό της απόφασης αυτής υπόθεσης, που συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 17-5-2018, διέταξε δε, την επανάληψη της συζήτησης της από 20-9-2011 (αρ. καταθ. ΒΑΒ …../2011) αγωγής στην (παρούσα) δικάσιµο της 1-11-2018, κατά την οποία οι διάδικοι θα κλητεύονταν µε επιµέλεια της Γραµµατείας του Δικαστηρίου, ενώπιον του Πολιτικού (Τακτικού) Τµήµατος του Δικαστηρίου αυτού (Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά), χωρίς τη συμμετοχή στη σύνθεση αυτού της ως άνω εξαιρετέας Δικαστή. Επομένως, κατόπιν τούτων, νόμιμα επαναλαμβάνεται η συζήτηση, της από 20-9-2011 (αρ. καταθ. ΒΑΒ …../2011) αγωγής, επί της οποίας, αν και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 17-5-2018, δεν εκδόθηκε απόφαση, λόγω της δηλώσεως εξαίρεσης της Πρόεδρου της δικάσασας συνθέσεως, Προέδρου Εφετών, …………., που έγινε δεκτή.

Με την από 22-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) κλήση των εναγουσών νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ΄ άρθρο 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η από 20-9-2011 (αρ. καταθ. ΒΑΒ …./2011) αγωγή, ύστερα από την έκδοση α) της υπ΄ αρ. 745/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή, και β) της υπ΄ αρ. 271/2016 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Με την τελευταία αναιρέθηκε εν μέρει η ως άνω υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και παραπέμφθηκε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα. Από την έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης που αποφαίνονται στις επιμέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις άσκησης κύριας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία τα οποία συναναιρούνται και επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Έτσι, με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατ΄ άρθρο 237 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20-9-2011 (αρ. καταθ. ΒΑΒ ……./2011) αγωγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι ενάγουσες Κοινοπραξία με την επωνυμία «…………..», καθώς και τα μέλη εταιρείες αυτής α) αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………», β) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και γ) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», ισχυρίζονται ότι με την υπ΄ αρ. 3354/2003 απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας «………….» κατακυρώθηκε στην πρώτη (Κοινοπραξία) η δημοπρασία του περιγραφόμενου σ΄ αυτήν (αγωγή) έργου «Ανακαίνιση σιδηροδρομικής γραμμής και κατασκευή ηλεκτροκίνησης – σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης στο τμήμα  Πειραιά – Αθήνα – Τρεις Γέφυρες – Άνω Λιόσια (Σύνδεση με ΣΓΥΤ – ΣΚΑ Κορίνθου)». Ακολούθως, ισχυρίζονται ότι στη συνέχεια υπογράφηκε η υπ΄ αρ. ………./2005 σύμβαση, με την οποία η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία «………..», ανέθεσε στην πρώτη – ανάδοχο την εκτέλεση του παραπάνω έργου υπό τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) όρους και με αμοιβή το ποσό των 159.844.144,45 ευρώ. Ότι στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής η ενάγουσα Κοινοπραξία – ανάδοχος άρχισε να εκτελεί και εκτελούσε κανονικά τις εργασίες που συμφωνήθηκαν. Ότι, ωστόσο, με την υπ΄ αρ. …../2011 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης αποφασίστηκε η διακοπή των εργασιών και η διάλυση της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 48 του Π.Δ. 609/1985. Ότι προηγουμένως, κατά τις αναφερόμενες ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) ημερομηνίες, η πρώτη απ΄ αυτές (ενάγουσες) είχε υποβάλει προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία του έργου προς έλεγχο και πληρωμή τους 33°, 42°, 43°, 44ο, 45° και 46ο λογαριασμούς με τις αντίστοιχες πιστοποιήσεις των εργασιών, που είχαν εκτελεστεί κατά τους μήνες Απρίλιο 2008, Ιανουάριο 2009, Φεβρουάριο 2009, Μάρτιο 2009, Απρίλιο 2009 και Μάιο 2009 αντίστοιχα, και ότι οι λογαριασμοί αυτοί εγκρίθηκαν ρητώς από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία για τα αναφερόμενα ειδικότερα ποσά ο καθένας. Επιπροσθέτως ισχυρίζονται ότι στη συνέχεια η πρώτη απ΄ αυτές (ανάδοχος) εξέδωσε τα αντίστοιχα τιμολόγια και τα υπέβαλε αρμοδίως προς πληρωμή, όμως, η εναγομένη, μολονότι παρήλθε δίμηνο από την υποβολή των λογαριασμών, δεν τα εξόφλησε. Ότι για το λόγο αυτόν, η ενάγουσα Κοινοπραξία κατά τις αναφερόμενες επίσης σ΄ αυτήν (αγωγή) ημεροχρονολογίες απέστειλε στη Διευθύνουσα Υπηρεσία γραπτές οχλήσεις, με τις οποίες ζήτησε την καταβολή των νομίμων τόκων από την ημέρα υποβολής κάθε όχλησης. Τέλος, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η εναγομένη εξόφλησε κατά τις αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) ημεροχρονολογίες (εκπρόθεσμα) τους επίδικους λογαριασμούς, χωρίς, όμως, να καταβάλει και τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας. Με βάση το ιστορικό αυτό και τους περιεχόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) αναλυτικούς υπολογισμούς και αφού περιόρισαν παραδεκτά με την προσθήκη των προτάσεών τους που κατέθεσαν μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, που συζητήθηκε την 11-10-2012, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση, το αίτημα της αγωγής [(άρθρο 223 ΚΠολΔ), βλ. σχετ. για τη δυνατότητα περιορισμού του αιτήματος και με την προσθήκη ΑΠ 315/2010 Α΄ δημοσ. ΝΟΜΟΣ και Ν. Νίκα: ΠολΔ, ΙΙ 64, σελ. 231], οι ενάγουσες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη απ΄ αυτές για τόκους υπερημερίας συνολικά 180.855,13 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους κονδύλιο του ποσού αυτού από την ημερομηνία εξόφλησης του αντίστοιχου λογαριασμού, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το παρόν Δικαστήριο, με την  υπ΄ αρ. 745/2012 απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ενάγουσες άσκησαν την από 20-2-2013 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 271/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η ως άνω υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, αναφορικά μόνο με τη διάταξή της που αφορά το ύψος της επίδικης απαίτησης των εναγουσών. Συγχρόνως παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, συγκροτούμενου από άλλους Δικαστές. Με τη μερική αναίρεση της υπ΄ αρ. 745/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας: α) οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ) μέσα στα αναιρετικά πλαίσια και δη μόνο κατά το αναιρεθέν μέρος, για το οποίο η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, β) αναβίωσε η εκκρεμοδικία της αγωγής ως προς το κεφάλαιο αυτό. Συνεπώς, η αγωγή θα επανακριθεί, μόνο ως προς το ως άνω κεφάλαιο, σύμφωνα, πάντως, με τις παραδοχές της αναιρετικής απόφασης και τις αμετάκλητες ήδη παραδοχές της υπ΄ αρ. 745/2012 αποφάσεως, ως προς τις οποίες αυτή δεν αναιρέθηκε.      Κατά τις παρ. παρ. 1 και 2 του άρθρου 53 του Ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», ορίζεται ότι «1. Η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί μέσα στα όρια του χρονοδιαγράμματος εργασιών…. 2. Η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις», ενώ κατά τις παρ. παρ. 8 και 9 του ίδιου άρθρου, (όπως η παράγραφος 8 είχε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 134 παρ. 3 του Ν. 4070/2012) «8. Οι λογαριασμοί υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία που τους ελέγχει και τους διορθώνει, αν είναι ανάγκη, μέσα σε έναν (1) μήνα. Αν ο λογαριασμός που έχει υποβληθεί έχει ασάφειες ή ανακρίβειες, σε βαθμό που να είναι δυσχερής η διόρθωση του, η διευθύνουσα υπηρεσία, με διαταγή της προς τον ανάδοχο, επισημαίνει τις ανακρίβειες ή ασάφειες που διαπιστώθηκαν από τον έλεγχο και παραγγέλλει την ανασύνταξη και επανυποβολή του. Στην περίπτωση αυτή η οριζόμενη μηνιαία προθεσμία για τον έλεγχο του λογαριασμού αρχίζει από την επανυποβολή, ύστερα από την ανασύνταξη από τον ανάδοχο. Ο έλεγχος του λογαριασμού μπορεί να γίνει από συνεργείο της υπηρεσίας, στο οποίο συμμετέχει ο επιβλέπων το έργο. Ο επιβλέπων υπογράφει το λογαριασμό, βεβαιώνοντας έτσι ότι οι ποσότητες είναι σύμφωνες με τις επιμετρήσεις και τα επιμετρητικά στοιχεία, οι τιμές σύμφωνες με τη σύμβαση και τις σχετικές διατάξεις και γενικά ότι έχουν διενεργηθεί στο λογαριασμό όλες οι περικοπές ή εκπτώσεις ποσών, που προκύπτουν από το νόμο και την εφαρμογή της σύμβασης. Ο λογαριασμός, μετά τον έλεγχο, εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία και έτσι εγκεκριμένος αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του αναδόχου. Η έγκριση του λογαριασμού από τη διευθύνουσα υπηρεσία είναι δυνατή και χωρίς την υπογραφή του επιβλέποντα. 9. Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 (ΦΕΚ Α΄ 38) και ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη διευθύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση». Όσον αφορά δε, ειδικότερα, το ύψος του τόκου, με το ως άνω άρθρο 4 παρ. 4 του Π.Δ. 166/2003, (με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία οι διατάξεις της Οδηγίας 2000/35), ορίζεται ότι «Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει – μεταξύ των άλλων – ότι σε περίπτωση υποβολής λογαριασμού από τον ανάδοχο του έργου, η Διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή του να προβεί στον έλεγχο αυτού και είτε να τον εγκρίνει όπως υποβλήθηκε, είτε να αρνηθεί παντελώς την έγκρισή του, είτε να προβεί σε διόρθωση και στη συνέχεια έγκρισή του ή, αν είναι δυσχερής η διόρθωση, να τον επιστρέψει στον ανάδοχο προς ανασύνταξη και επανυποβολή. Αν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη, δηλαδή η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν προβεί σε καμία από τις ανωτέρω ενέργειες, ο λογαριασμός θεωρείται, ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών του, αυτοδικαίως εγκεκριμένος, η δε Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν μπορεί πλέον να τροποποιήσει τον λογαριασμό αυτό (βλ. σχετ. Α.Ε.Δ. 8/2004). Σε περίπτωση δε καθυστέρησης της πληρωμής χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, οφείλεται αυτοδικαίως ο τόκος υπερημερίας από το χρόνο υποβολής της σχετικής οχλήσεως και με το επιτόκιο που ορίζεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του Π.Δ. 166/2003. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ, κατά το οποίο, «τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», προκύπτει ότι τα έξοδα που βεβαιώνουν την εξόφληση (μερική ή ολική) της απαίτησης, με την έκδοση εξοφλητικής απόδειξης ή τιμολογίου από το δανειστή που ικανοποιείται από την εξόφληση,-τέτοια δε είναι και τα τέλη χαρτοσήμου ή ο φόρος προστιθέμενης αξίας – εμπίπτουν στην έννοια των εξόδων του άρθρου 425 του ΑΚ, και βαρύνουν τον οφειλέτη, στην περίπτωση δε που ο δανειστής έχει προκαταβάλει τα έξοδα αυτά, μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη και να τα ζητήσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ), εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει μεταξύ τους διαφορετική συμφωνία, την οποία οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο οφειλέτης, ή δεν υφίσταται ειδική διάταξη που υπερισχύει της γενικής τοιαύτης του άρθρου 425 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται διαφορετικά. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 8 παρ. 1, 14 παρ. 1, 16 παρ. 1, 36 και 38 του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», οι οποίες ως ειδικές, υπερισχύουν αυτών του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει, ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση του αναλογούντος σ΄ αυτά ΦΠΑ, ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σ΄ αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του, εφόσον ο εργολάβος προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ΄ αυτά ΦΠΑ στην αρμόδια ΔΟΥ, εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον επιδιώξει απ΄ αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικώς, εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Έτσι, καταβολή ΦΠΑ εκ μέρους του εργοδότη νοείται μόνο για το ποσό της αμοιβής του εργολάβου για το οποίο εκδόθηκαν τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ή θεωρημένες αποδείξεις από την αρμόδια ΔΟΥ (ΑΠ 271/2016, ΑΠ 659/2014).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το παρόν Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 745/2012 απόφασή του, αφού έκρινε με δύναμη δεδικασμένου ότι η εισαγόμενη με την αγωγή διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, ότι υπάγεται στην τοπική και υλική αρμοδιότητά του (Δικαστηρίου, συγκροτούμενου από πέντε Δικαστές κατ΄ άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ), καθώς επίσης ότι είναι (η αγωγή) νόμιμη και ότι έπρεπε να ερευνηθεί περαιτέρω (η αγωγή) ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεώς της α) δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας και β) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το προσήκον δικαστικό ένσημο με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, ακολούθως δέχθηκε, μεταξύ άλλων, επίσης με δύναμη δεδικασμένου και τα ακόλουθα: Ύστερα από διενέργεια ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού, η ενάγουσα Κοινοπραξία αναδείχθηκε μειοδότρια του έργου «Ανακαίνιση σιδηροδρομικής γραμμής και κατασκευή ηλεκτροκίνησης – σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης στο τμήμα Πειραιά – Αθήνα – Τρεις Γέφυρες – ΣΚΑ – Αχαρνές / Τρεις Γέφυρες – Άνω Λιόσια (Σύνδεση με ΣΓΥΤ-ΣΚΑ Κορίνθου)». Η κατακύρωση εγκρίθηκε από το ΔΣ της εναγομένης – κυρίας του έργου, και στη συνέχεια, υπογράφηκε μεταξύ της τελευταίας και της αναδόχου Κοινοπραξίας η υπ΄ αρ. …./2005 σύμβαση εκτέλεσης του υπόψη έργου, προϋπολογισμού 159.884.144,45 ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Ο συμβατικός χρόνος εκτέλεσης του υπόψη έργου ορίστηκε σε 8 μήνες, αλλά παρατάθηκε διαδοχικά, και τελικά, ως ημερομηνία ολοκληρώσεώς του ορίστηκε η 31-10-2010. Σε εκτέλεση της σύμβασης και της ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα Κοινοπραξία ως προκαταβολή το 10% της συμβατικής αξίας του έργου, δηλαδή 15.984.414,45 ευρώ. Λόγω, ωστόσο, προβλημάτων που παρουσιάστηκαν κατά την εκτέλεση του έργου, με την υπ΄ αρ. …./2011 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης, η οποία κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα Κοινοπραξία στις 2-3-2011, αποφασίστηκε η οριστική διακοπή των εργασιών και έτσι η σύμβαση λύθηκε (άρθρο 48 παρ. 1 του Π.Δ. 609/1985). Προηγουμένως, και συγκεκριμένα, στις 6-5-2008, 2-2-2009, 3-3-2009, 10-4-2009, 4-5-2009 και 3-6-2009 η ενάγουσα Κοινοπραξία είχε υποβάλει στη Διευθύνουσα Υπηρεσία του έργου προς έλεγχο και πληρωμή τους 33°, 42°, 43°, 44ο, 45° και 46° λογαριασμούς, αντίστοιχα, με τις σχετικές πιστοποιήσεις των εργασιών, οι οποίες είχαν εκτελεστεί τον Απρίλιο του έτους 2008, και τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2009 αντίστοιχα. Οι παραπάνω λογαριασμοί ανέρχονταν, χωρίς τον οφειλόμενο κατά το νόμο ΦΠΑ (19%), σε 3.404.344,14 ευρώ, 2.524.709,24 ευρώ, 1.375.690,83 ευρώ, 1.121.525,56 ευρώ, 441.440,89 ευρώ και 402.081,97 ευρώ αντίστοιχα. Από τα ποσά αυτά έπρεπε να παρακρατηθούν και παρακρατήθηκαν για απόσβεση μέρους της προκαταβολής, που είχε καταβάλει η εναγομένη, και των τόκων αυτής α) (305.402,68 + 38.073,74 =) 343.476,42, β) (217.097,84 + 33.903,41 =) 251.001,25, γ) (126.852,32 + 8.167,21 =) 135.019,53, δ) (104.568,27 + 19.652,66 =) 124.220,93, ε) (40.404,81 + 14.191,50 =) 55.596,31 και στ) (30.011,30 + 13.412,69 =) 43.423,99 ευρώ αντίστοιχα. Έτσι απέμεινε υπόλοιπο προς πληρωμή στην ενάγουσα Κοινοπραξία α) 3.060.867,7, β) 2.273.708, γ) 1.240.671,3, δ) 997.304,6, ε) 385.844,58 και στ) 358.657,98 ευρώ αντίστοιχα. Για τα ποσά αυτά και τον οφειλόμενο ΦΠΑ η ανάδοχος εξέδωσε ισόποσα τιμολόγια και τα υπέβαλε αρμοδίως μαζί με τα λοιπά δικαιολογητικά προς πληρωμή. Η εναγομένη, όμως, καθυστερούσε κάθε φορά την πληρωμή των εν λόγω λογαριασμών πέραν του διμήνου από την υποβολή τους, χωρίς υπαιτιότητα της αναδόχου. Γι΄ αυτό η τελευταία κατέθεσε στη Διευθύνουσα Υπηρεσία στις 15-7-2008, 8-4-2009, 4-5-2009, 11-6-2009, 6-7-2009 και 5-8-2009 αντίστοιχα σχετική έγγραφη όχληση, ζητώντας την εξόφλησή τους με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία της όχλησης. Τελικά πάντως η εναγομένη, αφού στις 23-5-2009 κατέβαλε στην ανάδοχο 1.300.000 ευρώ έναντι του 42ου  λογαριασμού, εξόφλησε τους εν λόγω λογαριασμούς κατά κεφάλαιο και ΦΠΑ στις 26-8-2008, 30-8-2009, 30-8-2009, 30-8-2009, 30-8-2009 και 30-8-2009 αντίστοιχα, χωρίς, όμως, να καταβάλει στην ενάγουσα και τους οφειλόμενους μέχρι τότε σ΄ αυτήν τόκους υπερημερίας. Όλα τα προαναφερόμενα δέχθηκε το παρόν Δικαστήριο με δύναμη δεδικασμένου με την υπ΄αρ. 745/2012 απόφασή του. Περαιτέρω η ενάγουσα Κοινοπραξία – εργολάβος στο ποσό της απαίτησής της σε βάρος της εναγομένης – εργοδότριας, είχε δικαίωμα να συμπεριλαμβάνει και τον ΦΠΑ (19%), όπως και έπραξε, δεδομένου ότι είχε προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, που την υποχρέωναν στην απόδοση του αναλογούντος σ΄ αυτά ΦΠΑ στην αρμόδια ΔΟΥ, (εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου). Κατά συνέπεια, μετά τις προαναφερθείσες σχετικές έγγραφες οχλήσεις εκ μέρους της (Κοινοπραξίας – εργολάβου) (στις 15-7-2008, 8-4-2009, 4-5-2009, 11-6-2009, 6-7-2009 και 5-8-2009), η εναγομένη κατέστη υπερήμερη και για την καταβολή του αναλογούντος (στην εργολαβική αμοιβή της τελευταίας) ΦΠΑ, το ποσό του οποίου πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των επίδικων τόκων υπερημερίας. Οι τόκοι αυτοί, οι οποίοι είναι επίδικοι στην προκειμένη υπόθεση, υπολογιζόμενοι με το επιτόκιο του άρθρου 4 παρ. 4 του Π.Δ. 166/2003, δηλαδή με 11,25% από 16-7-2008, 8,25% από 9-4-2009 και 8% από 13-5-2009, όπως, ως προς το επιτόκιο, δέχθηκε αμετακλήτως το παρόν Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 745/2012 απόφασή του, ανέρχονταν σε α) 43.617,85 ευρώ + 8.373,29  ευρώ, που αναλογούν στο ΦΠΑ ποσού 646.825,39 ευρώ, β) 44.190,14 ευρώ + 15.251,66 ευρώ, που αναλογούν στο ΦΠΑ ποσού 479.694,76 ευρώ, γ) 32.257,45 ευρώ + 6.774,43 ευρώ, που αναλογούν στο ΦΠΑ ποσού 261.381,26 ευρώ, δ) 17,508,23 ευρώ  + 3.736,37 ευρώ, που αναλογούν στο ΦΠΑ ποσού 213.089,86 ευρώ, ε) 4.630,13 ευρώ + 1.011,08 ευρώ, που αναλογούν στο ΦΠΑ ποσού 83.873,77 ευρώ και στ) 1.992,54 ευρώ + 418,60 ευρώ, που αναλογούν στο ΦΠΑ ποσού 76.395,58 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά, σε 144.196,34 ευρώ + 35.565,43 ευρώ, που αναλογούν συνολικά στο ΦΠΑ, ήτοι 179.761,77 (= 144.196,34 + 35.565,43) ευρώ, ποσό το οποίο υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα Κοινοπραξία με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε και το παρόν Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 745/2012 απόφασή του, κατά το μέρος της που δεν αναιρέθηκε, καθόσον η ως άνω απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, αναιρέθηκε αναφορικά μόνο με τη διάταξή της που αφορά το ύψος της επίδικης απαίτησης των εναγουσών και όχι και εκείνη που αφορά το ύψος της ανταπαίτησης της εναγομένης που πρότεινε σε συμψηφισμό, η εναγομένη, ενώ δεν αμφισβητεί τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν αναφορικά με το ύψος των επίδικων λογαριασμών, τις ημεροχρονολογίες οχλήσεώς της από την ανάδοχο, τους χρόνους της εξοφλήσεως των λογαριασμών και το ύψος του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας, αρνείται κατά τα λοιπά την αγωγή και ισχυρίζεται περαιτέρω επικουρικά ότι, σε κάθε περίπτωση, έχει απομείνει αναπόσβεστο υπόλοιπο της προκαταβολής, ποσού 6.360.345,55 ευρώ, πλέον δεδουλευμένων τόκων και τόκων υπερημερίας από 3-9-2011, από την παρέλευση δηλαδή 6 μηνών, αφότου κοινοποίησε στην ενάγουσα την προαναφερόμενη υπ΄ αρ. …./2011 απόφαση για διακοπή των εργασιών και λύση της σύμβασης, την ανταπαίτησή της δε αυτή, ποσού 6.360.345,55 ευρώ, πρότεινε σε συμψηφισμό προς την επίδικη απαίτηση της ενάγουσας κατά το μέρος που αυτές καλύπτονται. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως ήδη κρίθηκε δυνάμει της υπ΄ αρ. 745/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, και όπως προαναφέρθηκε αποτελεί δεδικασμένο, συνιστά ένσταση, η οποία είναι νόμιμη (άρθρα 440 επ. του ΑΚ και 51 παρ. 10 του Ν. 3669/2008), αφού πρόκειται πράγματι για αμοιβαίες και ομοειδείς κατ΄ αντικείμενο απαιτήσεις των διαδίκων, οι οποίες τυγχάνουν και ληξιπρόθεσμες. Η νόμιμη αυτή ένσταση είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και συνομολογήθηκε ρητά από τις ενάγουσες. Με τα δεδομένα αυτά, η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας Κοινοπραξίας, συμπεριλαμβανομένων των προαναφερόμενων τόκων επιδικίας, όπως έκρινε με δύναμη δεδικασμένου το παρόν Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 745/2012 απόφασή του, συνολικού ποσού 144.196,34 ευρώ, αλλά και των τόκων που αναλογούν στο ΦΠΑ, όπως κρίνεται με την παρούσα απόφαση, ποσού 35.565,43 ευρώ και συνολικού ποσού, απαίτηση, όπως προαναφέρθηκε, 179.761,77 (= 144.196,34 + 35.565,43) ευρώ, εφόσον υπερκαλύπτεται από την παραπάνω ανταπαίτηση της εναγομένης, αποσβέστηκε αναδρομικά από τότε που οι δύο απαιτήσεις συνυπήρξαν, (άρθρο 441 εδάφιο δεύτερο του ΑΚ), δηλαδή αφότου κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα η απόφαση της εναγομένης για διακοπή των εργασιών και λύση της σύμβασης (2-3-2011) και όφειλε να επιστρέψει η ενάγουσα την προκαταβολή [άρθρο 51 παρ. 10 του Ν. 3669/2008, (βλ. σχετ. ως προς το ζήτημα του χρόνου συνυπάρξεως των απαιτήσεων ….. στην Ερμ.Α.Κ., άρθρο 441, αρ. 17)]. Με τις προτάσεις της που κατέθεσε στην παρούσα συζήτηση της αγωγής, η εναγομένη επικαλείται ότι η ανταπαίτηση που διατηρεί σε βάρος της ενάγουσας (την οποία ήδη έχει προτείνει σε συμψηφισμό), μετά την έκδοση των υπ΄ αρ. 570, 571, 572, 592, 593/2012 αποφάσεων, της υπ΄ αρ. 745/2012 αποφάσεως (κατά το μέρος της που δεν αναιρέθηκε) και της υπ΄ αρ. 1051/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, που εκδόθηκαν επί σχετικών αγωγών των εναγουσών, με συνυπολογισμό των σχετικών εξόδων και τόκων, ανέρχεται πλέον στο ποσό των 590.080,32 ευρώ, ανταπαίτηση την οποία επαναλαμβάνει ότι προτείνει και στην παρούσα δίκη σε συμψηφισμό. Σε κάθε περίπτωση (ανεξαρτήτως του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού αναιρέθηκε αναφορικά μόνο ως προς τη διάταξή της που αφορά το ύψος της επίδικης απαίτησης των εναγουσών και όχι και ως προς εκείνη που αφορά το ύψος της ανταπαίτησης της εναγομένης που πρότεινε σε συμψηφισμό), και το ποσό αυτό, στο οποίο μειώθηκε η αρχική ανταπαίτηση της εναγομένης, υπερκαλύπτει την παραπάνω απαίτηση της ενάγουσας Κοινοπραξίας και συνεπώς αυτή (απαίτηση της ενάγουσας Κοινοπραξίας) αποσβέστηκε αναδρομικά από τότε που οι δύο απαιτήσεις συνυπήρξαν. Αφού δε οι δύο ομοειδείς προαναφερόμενες απαιτήσεις, κατά το μέτρο που αλληλοκαλύπτονται, αποσβέστηκαν αναδρομικά από τον παραπάνω χρόνο, από τον ίδιο χρόνο ήρθη και η υπερημερία των διαδίκων και έπαυσε η υποχρέωσή τους για τόκους, συμβατικούς ή υπερημερίας, ενώ διατηρούνται οι συνέπειες της υπερημερίας και οφείλονται τόκοι για το χρόνο που προηγήθηκε (βλ. σχετ. ΑΠ 343/2009 ΕλλΔνη 51. 473, ΕΕμπΔ 2009.868 και Απ. Γεωργιάδη: Ενοχ. Δ., Γεν. Μέρος, παρ. 50, αρ. 35 επ.). Ακολούθως, με την υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτό ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων ότι για την απαίτηση κάθε πλευράς οφείλονται τόκοι υπερημερίας και μετά το παραπάνω χρονικό σημείο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά το ως άνω μέρος, ήτοι ως προς την ως άνω παραδοχή της, η προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού δεν αναιρέθηκε και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος αυτό κατέστη αμετάκλητη και παράγεται από αυτή δεδικασμένο. Ενόψει όλων τούτων, εφόσον με τον προαναφερόμενο συμψηφισμό αποσβέστηκε εν όλω η επίδικη απαίτηση της ενάγουσας Κοινοπραξίας (ήτοι απαίτηση για τόκους από τα προαναφερόμενα αρχικώς ποσά, για τα οποία ήδη έχει κρίνει το παρόν Δικαστήριο με αμετάκλητη ως προς την παραδοχή της αυτή απόφαση και για τόκους που αναλογούν στο ΦΠΑ, όπως κρίνεται με την παρούσα απόφαση), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η ως άνω υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη ως προς τα λοιπά κεφάλαια αυτής που δεν αναιρέθηκαν, τα οποία δεν εξετάζονται εκ νέου ούτε θίγονται με την παρούσα απόφαση. Επιπροσθέτως, με την υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτό με δύναμη δεδικασμένου ότι η εναγομένη με την υπ΄ αρ. ……./30-8-2011 πράξη της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, η οποία κοινοποιήθηκε στις ενάγουσες αυθημερόν (δηλαδή πριν από την άσκηση της αγωγής) είχε ζητήσει την επιστροφή του ως άνω αναπόσβεστου μέρους της προκαταβολής, ενώ η ενάγουσα Κοινοπραξία, αφού άσκησε την ένδικη και άλλες εννιά συναφείς αγωγές, στις 7-12-2011 πρότεινε στην εναγομένη τον συμψηφισμό των αμοιβαίων απαιτήσεών τους κατά το μέρος που καλύπτονται (βλ. το υπ΄ αρ. ……/7-11-2011 έγγραφό της), η εναγομένη όμως δεν απάντησε στην πρόταση αυτή μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο. Με τα δεδομένα αυτά, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των εναγουσών, λόγω της ήττας τους, και να συμψηφιστούν κατά το υπόλοιπο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, διότι, α) όπως προαναφέρθηκε, η εναγομένη δεν απάντησε στην πρόταση της ενάγουσας Κοινοπραξίας για συμψηφισμό των αμοιβαίων απαιτήσεών τους και εξώδικη λύση της διαφοράς, και συνεπώς, δεν μπορεί να καταλογιστεί στις ενάγουσες η αποκλειστική υπαιτιότητα για τη διεξαγωγή της προκείμενης δίκης και β) ανεξαρτήτως τούτου, η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει κατά το κεφάλαιό της ως προς το οποίο αναβίωσε η εκκρεμοδικία της την ένδικη από 20-9-2011 (αρ. καταθ. ΒΑΒ …../2011) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 745/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού που αναιρέθηκε με την υπ΄ αρ. 271/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου κατά το κεφάλαιο αυτό.

Καταδικάζει τις ενάγουσες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Σεπτεμβρίου 2019.

H  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω κωλύματός της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Αικατερίνη Κοκόλη.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  4 Οκτωβρίου 2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευαγγελία Πανταζή, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Ελένη Σκριβάνου και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτες, και με τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία  των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ