Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 618/2019

Αριθμός  618/2019

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ 1, 151, 152 παρ.1, 153, 155, 156, 158 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η παρέλευση άπρακτης της γνήσιας προθεσμίας ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, η οποία είναι τριάντα ημέρες, από την επίδοση της οριστικής πρωτόδικης απόφασης, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα και εξήντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα άσκησης αυτής, η οποία τυχόν ασκουμένη, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο, ο διάδικος, ο οποίος δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την έννοια της αποδόσεως με δικαστική απόφαση, στην εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου τούτου μέσου, της έννομης ενέργειας, που θα είχε σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησης του. Η αίτηση επαναφοράς, που αποτελεί έκτακτο ένδικο βοήθημα, με το οποίο παρέχεται προστασία για την απώλεια γνήσιας δικονομικής προθεσμίας, απευθυνόμενη στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο, στο υποχρεωτικό δε περιεχόμενο της αιτήσεως αυτής ανήκει η αναφορά των λόγων, για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η ως άνω προθεσμία, του χρόνου άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, καθώς και των αποδεικτικών μέσων για την εξακρίβωση της αληθείας τους, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, να σχηματίσει σχετική δικανική πεποίθηση (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 980/2008, ΑΠ 462/2002 δημ. νόμος). Ανταποκρίνεται, έτσι, η επαναφορά σε εκτιμήσεις επιείκειας και παράλληλα ικανοποιείται το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης. Συνεπώς, ο θεσμός της επαναφοράς, ως ιδιαίτερη εγγύηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων, δεν πρέπει να τίθεται υπό περιορισμούς, που αναιρούν τελικά την δια την ουσία του (ΑΠ 264/2013 δημ. νόμος). Εξάλλου, η διαλαμβανομένη στην έκθεση επιδόσεως βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή ότι αυτός στον οποίο παρεδόθη το έγγραφο έχει την ιδιότητα του συνοίκου του παραλήπτη ή το ότι αυτός θυροκόλλησε το έγγραφο συνιστά κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, αφού το συγκεκριμένο γεγονός είναι εξ εκείνων των οποίων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της εκθέσεως επιδόσεως δικαστικός επιμελητής, για να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε νομότυπη επίδοση. Επιτρέπεται όμως ως προς αυτήν ανταπόδειξη, η οποία βαρύνει, κατά νόμο, εκείνον που αμφισβητεί την ρηθείσα ιδιότητα του φερομένου ως συνοίκου του παραλήπτη και δύναται να γίνει με όλα τα επιτρεπόμενα νόμιμα αποδεικτικά μέσα (Α.Π.350/2013  δημ. νόμος). Άλλωστε η ελαττωματικότητα της επιδόσεως κατ` άρθρο 159 παρ. 1 και 160 παρ.1 ΚΠολΔ., ως παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξεως, που συνεπάγεται ακυρότητα, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, και μόνο αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά. Τούτο δε διότι, για την τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του ΚΠολΔ., δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το δικαστήριο δε, έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινομένου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει περί τούτου απόδειξη και η σχετική κρίση του, ως αναγομένη στα πράγματα, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (Α.Π. 503/2018 350/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 1.9.2017 και με αριθμό κατάθεσης ………./2017 αγωγής της ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…….. ναυτική εταιρία» που εδρεύει στον … επί της οδού …… που συζητήθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά ενώπιον του οποίου απευθύνονταν, στις 13.3.2018, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 4531/2018 οριστική απόφαση του προαναφερόμενου δικαστηρίου η οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα από τις εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες στις 29.11.2018 ημέρα Πέμπτη και ώρα 18.10, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …../29.11.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………, η οποία προσκομίζεται ως σχετικό 25 από τις εφεσίβλητες εναγόμενες, και στην οποία βεβαιώνεται ότι η απόφαση εντός κλειστού φακέλου θυροκολλήθηκε στο γραφείο της εκκαλούσας στη διεύθυνση της επί της οδού ………. με την παρουσία του μάρτυρα ……. κατοίκου ………, διότι δεν βρέθηκε εκεί ο νόμιμος εκπρόσωπος, διευθυντής, υποδιευθυντής, διαχειριστής ή άλλος υπάλληλος της εκκαλούσας και η πόρτα ήταν κλειστή χωρίς κανείς να ανοίξει στα χτυπήματα. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε την 1.2.2019 ημέρα Παρασκευή η κρινόμενη έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 1.2.2019 όπως αυτό προκύπτει από την σχετική με αριθμό ………/2019 πράξη κατάθεσης κάτω από το δικόγραφο της έφεσης. Η έφεση επομένως ασκήθηκε μετά την τριακονθήμερη προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν έχει έδρα στο εξωτερικό. Για να υποστηρίξει το εμπρόθεσμο της έφεσης της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι μόλις στις 21.1.2019 τηλεφωνικά τους ενημέρωσε για πρώτη φορά ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων ότι έχει κοινοποιηθεί προ διμήνου η εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως προέβαλε τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι η έκθεση επίδοσης είναι πλαστή (έχοντας προς τούτο ειδική πληρεξουσιότητα) διότι δεν αναγράφεται σε αυτή ότι η θυροκόλληση έγινε με αντίγραφο στην είσοδο του ισογείου του κτηρίου, ότι πλαστογράφος είναι η δικαστική επιμελήτρια της οποίας την εξέταση ζητούν όπως και την εξέταση του νομίμου εκπροσώπου τους καθώς και να διαταχθεί αυτοψία στο κτήριο, β) ότι η έκθεση επίδοσης είναι άκυρη διότι δεν αναγράφεται το όνομα πατρός της δικαστικής επιμελήτριας και του μάρτυρα που υπέγραψε για τη θυροκόλληση καθώς και το ΑΦΜ του μάρτυρα και επικαλείται βλάβη διότι απώλεσε την τριακονθήμερη προθεσμία. Πρωτίστως να σημειωθεί ότι όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, η βεβαίωση της δικαστικής επιμελήτριας ότι θυροκόλλησε το έγγραφο στο γραφείο της εκκαλούσας, διότι δεν βρήκε στο γραφείο αυτό το νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας συνιστά κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, αφού το συγκεκριμένο γεγονός είναι εξ εκείνων των οποίων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει η συντάκτρια της εκθέσεως επιδόσεως δικαστική επιμελήτρια, για να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε νομότυπη επίδοση δια θυροκολλήσεως και στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα δεν μπόρεσε να ανταποδείξει την αναληθεία των όσων βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης αφού ως μόνο αποδεικτικό μέσο προτείνει τη δικαστική επιμελήτρια που κατονομάζει ως πλαστογράφο και το νόμιμο εκπρόσωπο της ο οποίος δεν ισχυρίζεται ότι βρισκόταν εκεί την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία, ενώ προφανώς με τη διενέργεια αυτοψίας με μεταγενέστερο χρονικό διάστημα δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί αναληθεία των όσων βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης. Να σημειωθεί επομένως ότι η θυροκόλληση βεβαιώνεται ότι έγινε σύμφωνα με τα όσα επιτάσσει ο ΚΠολΔ και ότι μετά τη θυροκόλληση, όπως βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης, η δικαστική επιμελήτρια παρέδωσε στον αξιωματικό υπηρεσία του αστυνομικού τμήματος του Δημοτικού Θεάτρου, επειδή όπως βεβαιώνει δεν βρήκε τον προϊστάμενο του τμήματος, απλό αντίγραφο της εκκαλουμένης και την επομένη παρέδωσε στο κεντρικό κατάστημα των ΕΛΤΑ Πειραιά συστημένο γράμμα με έγγραφη ειδοποίηση για την ήδη εκκαλούσα. Σημειωτέον ότι με τον ίδιο τρόπο κοινοποιήθηκαν και οι κλήσεις για την εξέταση μαρτύρων ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκη οι οποίες προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τότε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η εκκαλούσα κανένα παράπονο δεν διατύπωσε για τον τρόπο επίδοσης, αλλά μόνο τώρα αναφέρει ότι τυχαία ο νόμιμος εκπρόσωπος της έλαβε γνώση των επιδόσεων δια θυροκολλήσεως στο κτήριο που βρίσκεται η έδρα της. Περαιτέρω το όνομα πατρός της δικαστικής επιμελήτριας και του μάρτυρα ενώπιον του οποίου έγινε η θυροκόλληση δεν είναι απαραίτητα στοιχεία της έκθεσης επίδοσης (βλ. άρθρο 139 ΚΠολΔ) και η έλλειψη τους δεν καθιστά άκυρη την έκθεση επίδοσης, ούτε φυσικά είναι απαραίτητη η αναγραφή του φορολογικού μητρώου του μάρτυρα ενώπιον του οποίου έγινε η θυροκόλληση αφού από μια τέτοια ενέργεια δεν μπορούν να βεβαιωθούν έξοδα σε βάρος του μάρτυρα που προσλήφθηκε, αλλά μόνο σε βάρος του δικαστικού επιμελητή (βλ. άρθρο 186 ΚΠολΔ) και συνεπώς δεν χρειάζεται και η αναγραφή του φορολογικού μητρώου του μάρτυρα. Τέλος η εκκαλούσα επικαλείται μεν βλάβη αλλά δεν επικαλείται ότι η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, και ακολούθως δεν ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την έννοια της αποδόσεως με δικαστική απόφαση, στην εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου τούτου μέσου, της έννομης ενέργειας, που θα είχε σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησης του. Κατά συνέπεια η ανωτέρω έφεση, η άσκηση της οποίας κατά τα προαναφερόμενη, έλαβε χώρα την 1.2.2019, ασκήθηκε μετά από την πάροδο των τριάντα ημερών από τότε που η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε. Επομένως είναι εκπρόθεσμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και να διαταχθεί η εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό κατάθεσης …………./2019 ύψους 150 ευρώ στο δημόσιο ταμείο, αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσι­βλήτων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από την 1.2.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019  έφεση της εκκαλούσας

Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό κατάθεσης ……………/2019 ύψους 150 ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 19 Σεπτεμβρίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  10 Οκτωβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ