Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 588/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 588/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 §  2 του ΚΠολΔ, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο δε συμφέρον για την άσκηση εφέσεως έχει ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, όταν η στρεφόμενη κατ’ αυτού αγωγή ή η κυρία παρέμβαση απορρίφτηκε για λόγους τυπικούς, αντί ν’ απορριφθεί στην ουσία της ή όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως παράγεται βλαπτικό των συμφερόντων του δεδικασμένο (ΑΠ 1212/2010 ΕλλΔνη 2011.1001, ΕφΑθ 39/2011 ΕΦΑΔ 2011.969). Εξάλλου, αν η έφεση ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιείται σε άσκηση αυτής ή δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, το οποίο αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, όπως συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ (Ναυτ) 300/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 6060/2013, ΕλλΔνη 2015.1435, ΕφΑθ 39/2011 ΕΦΑΔ 2011.969).

Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 4-5-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2017) έφεση των εναγομένων, ως ολικά ηττηθείσας της πρώτης και ολικά νικήσασας διαδίκου της δεύτερης, κατά της με αριθμό 854/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../26-3-2013) αγωγής του ενάγοντος περί νομής και κατ’αυτών.  Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), και μετά και την αντικατάσταση της παραγράφου 3 εδ.α΄αυτού από  το άρθρο 35 παρ.2 περ.Α στοιχ.β του ν.4446/22-1-2016, που εφαρμόζεται από 22-1-2017 κατ’άρθρο 45 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στη δεύτερη εκκαλούσα, για τον εαυτό της ατομικά αλλά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης, στις 7-4-2017  (σχετ. η υπ’αριθμ. ……..΄/7-4-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………..) και η έφεση ασκήθηκε δια της καταθέσεώς της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 4-5-2017, ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου και κατά την κατάθεσή της καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο  (υπ’αριθμ. ………..  e-παράβολο και αποδεικτικό εξόφλησής του της Τράπεζας Πειραιώς). Σημειώνεται ότι η δεύτερη εκκαλούσα, ως ομόρρυθμο μέλος της πρώτης και όντας ήδη διάδικος, νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκησή της, παρ’ότι η αγωγή απορρίφθηκε καθό μέρος στρεφόταν κατ’αυτής ατομικά, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, καθώς αντικείμενο της δίκης αποτελεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης, ομόρρυθμης εταιρίας, προς απόδοση της νομής του επίδικου ακινήτου και η εκδοθησομένη απόφαση θα αποτελεί δεδικασμένο και έναντι αυτής (άρθρο 329 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων εξέθετε στην αγωγή του, ότι στην πρώτη εναγομένη, ομόρρυθμη εταιρεία, είχε παραχωρηθεί από τη δεύτερη εναγομένη και μητέρα του, …………, δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου που συνήφθη το έτος 1990, η χρήση του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου (καταστήματος), και ότι, το ακίνητο αυτό του το μεταβίβασε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή η τελευταία, δυνάμει του υπ’αριθμ. ……../2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που έχει νομίμως μεταγραφεί. Ότι στις 18-1-2010 επέδωσε στην πρώτη εναγομένη εξώδικη δήλωσή του, με την οποία κατήγγειλε τη σύμβαση χρησιδανείου και ζήτησε την απόδοση του χρησιδανεισθέντος ακινήτου, εντός μηνός. Ότι, λόγω της αρνήσεώς της και της άπρακτης παρέλευσης της ταχθείσας προθεσμίας, προέβη σε δικαστική διεκδίκηση του δικαιώματός του με διαδοχικές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως τελικώς η αξίωσή του από την αποβολή της νομής παρεγράφη. Ακολούθως, επικαλούμενος τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητούσε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του αποδώσει τη χρήση του καταστήματος, να απειληθεί σε βάρος των λοιπών εναγομένων, ως ομορρύθμων μελών της, χρηματική ποινή 10.000 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός έτους για την περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους και για κάθε στο μέλλον διατάραξή της και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, αυτή, απορρίφθηκε μεν ως προς τη  δεύτερη (ήδη μη διάδικο) και την τρίτη εναγομένη, ήδη δεύτερη εκκαλούσα, ως μη νόμιμη, και έγινε δεκτή, ως προς την πρώτη εναγομένη, η οποία και υποχρεώθηκε να αποδώσει τη νομή του επιδίκου στον ενάγοντα, υπό την ιδιότητά του ως νομέως του, διατασσόμενης της αποβολής της από αυτό, και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούσες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

Ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να αναφέρει τους νομικούς κανόνες, επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή του ούτε να κάνει τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που τον συνδέει με τον εναγόμενο (ΑΠ 988/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τυχόν δε μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο εξ επαγγέλματος εφαρμόζει το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 315/2016, ΑΠ 172/2014  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό χαρακτηρισμό τους (ΑΠ 1181/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 534 και 535 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθό (ΚΠολΔ 534), και επομένως σφάλμα της σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει (ΕφΘεσ 2019/2012, Αρμ 2013.486, ΕφΔυτΜακ 44/2011, Αρμ 2012.1274, ΕφΠατρ (Μον) 276/2016, ΕλλΔνη 2017.512, ΕφΛαρ (Μον) 303/2015, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.760, ΕφΠειρ (Μον) 662/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012.413). Έτσι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης παρά τον λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό είναι ορθό, το Εφετείο αντικαθιστά τις αιτιολογίες, ως προς τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που στηρίζει το ίδιο διατακτικό της απόφασης και απορρίπτει την έφεση (ΕφΠατρ (Μον) 276/2016, ΕφΛαρ (Μον) 303/2015 ό.π).

Eπίσης, από το άρθρο 976 του ΑΚ προκύπτει ότι η νομή επί ακινήτου είναι δυνατό να αποκτηθεί κατά τρόπο παράγωγο, είτε με παράδοση αυτής στον αποκτώντα με τη βούληση του έως τώρα νομέα ή με μόνη τη μεταξύ τους συμφωνία, εφόσον ο αποκτών είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία επί του πράγματος, είτε με κληρονομική διαδοχή. Η συμφωνία αυτή είναι, κατ’αρχήν-αν δηλαδή δεν συμφωνηθεί κάτι άλλο- αφηρημένη δικαιοπραξία και δεν υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή, διότι η νομή δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, είναι δε αυτοτελής και ανεξάρτητη από την εμπράγματη μεταβίβαση, το δε κύρος της δεν επηρεάζεται, κατ’αρχήν, από το κύρος ή την ανυπαρξία της αιτίας, δηλαδή από την υποσχετική δικαιοπραξία από την οποία γεννάται αξίωση προς απόδοση της νομής (ΑΠ 1171/2012 ΧΡΙΔ 2013.34, ΑΠ 275/2010 ΕλλΔνη 2011.1412, ΕφΠατρ 306/2004,  ΑΧΑΝΟΜ 2005.151). Παράδοση στον αποκτώντα υπάρχει και όταν συμφωνηθεί μεταξύ αυτού και του μεταβιβάζοντος έως τώρα νομέως ότι τρίτος, ευρισκόμενος στην κατοχή του πράγματος με βάση κάποια έννομη σχέση, θα παραμείνει στην κατοχή του πράγματος με βάση την ίδια έννομη σχέση, με διαφορετικά όμως υποκείμενα, ήτοι τον τρίτο και τον αποκτώντα (στην θέση του έως τώρα νομέως), οπότε για την απόκτηση της νομής αρκεί η σχετική συμφωνία, έναντι δε του τρίτου μεταβιβάζεται η νομή στον αποκτώντα αφότου γνωστοποιηθεί αυτή σε αυτόν από τον έως τώρα νομέα (ΑΠ 1171/2012, ό.π, «Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος V, σελ. 235.αρ.1). Εξάλλου, λόγω της απόλυτης επικουρικότητάς της, η αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού έχει καθαρά επιβοηθητική αποστολή απέναντι σε όλες τις αξιώσεις-συνήθως από σύμβαση και αδικοπραξία, που είναι οι κυριότερες-η ύπαρξη των οποίων την αποκλείει (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος IV, σελ. 575-576, αρ. 24).

Από το παρατιθέμενο περιεχόμενο της αγωγής, κατόπιν εκτίμησης του ιστορικού, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και του αιτητικού της, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, έχοντας την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως το νόμιμο της αγωγής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και χωρίς προβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ότι μ’ αυτήν ασκείται διεκδικητική αγωγή, εφόσον η αίτηση για απόδοση του πράγματος περιέχει αναγκαία, έστω και σιωπηρά, και αίτηση αναγνώρισης της κυριότητας (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος ό.π, τόμος V, σελ. 568, αρ.20) και για το παραδεκτό της περίληψή της ενεγράφη, κατ’άρθρο 220 του ΚΠολΔ, στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (σχετ. το υπ’αριθμ. ……/2-4-2013 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Πειραιά). Ως εκ τούτου αποκλείεται η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, λόγω της επιβοηθητικής της φύσεως, κατά τα προεκτεθέντα, αφού και αυτή κατατείνει στην απόδοση του ακινήτου. Έτσι, η εκκαλουμένη, ορθώς μεν έκρινε  νόμιμη την αξίωση αυτή του ενάγοντος, κάνοντας όμως εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών όχι στον άνω προσήκοντα κανόνα δικαίου (άρθρο 1094 του ΑΚ) αλλά μόνον στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, δεχόμενο την ιδιότητα του ενάγοντος ως νομέως του ακινήτου, ενώ αυτός, κατά τα εκτιθέμενα, δεν απέκτησε με μόνη τη συμφωνία με τη δικαιοπάροχό του τη νομή του πράγματος, αφού, λόγω της υφιστάμενης σύμβασης χρησιδανείου, δεν μπορούσε να ασκήσει τη φυσική εξουσία σε αυτό, ούτε έγινε επίκληση συμφωνίας ότι η χρησάμενη εταιρεία θα παρέμενε στην κατοχή του, βάσει αυτής. Επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη συναφή μείζονα σκέψη, πρέπει η ένδικη αγωγή να κριθεί μέσα στα πλαίσια της παραπάνω ορθής νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει σφάλμα ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, απορριπτόμενου του πρώτου λόγου της έφεσης,  περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, ως στηριζόμενου επί εσφαλμένης προϋποθέσεως.

Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως (ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, προκειμένου να κριθεί, αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124).

  1. V. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, ……….., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : To επίδικο ακίνητο (υπ’αριθμ. 12 κατάστημα) αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας, επί οικοπέδου κειμένου στον Πειραιά, στη συμβολή των οδών …………, και έχει επιφάνεια 61,75 τμ. Σε αυτό ανήκει και το υπ’αριθμ. 12 πατάρι του ημιορόφου, επιφάνειας 73 τμ. Αρχικά περιήλθε στη μητέρα του ενάγοντος, δυνάμει του υπ’αριθμ. …../24-10-1986 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος …, α.α …), ενώ ταυτόχρονα, δυνάμει του υπ’αριθμ. …./24-10-1986 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που φέρεται επίσης να έχει μεταγραφεί, η αδελφή της, ήδη τρίτη εναγομένη και δεύτερη εκκαλούσα, απέκτησε το όμορο αυτού, υπ’αριθμ. 11 κατάστημα του ισογείου της ίδιας πολυκατοικίας, επιφάνειας 34,82 τμ, μετά του ταυτάριθμου παταριού του ημιορόφου. Οι δύο αδερφές με τον πατέρα τους, ………., είχαν ήδη συστήσει, δυνάμει του από 19-2-1980 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης ομόρρυθμης εταιρείας, νομίμως δημοσιευθέντος, την πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία, με διάρκεια 10 έτη, έδρα τον Πειραιά, το επί της οδού ………… κατάστημα, και αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία ειδών οικιακής χρήσης. Το έτος 1984, η εταιρεία απέκτησε υποκατάστημα,  το οποίο αρχικά στεγαζόταν στα παραπάνω, μισθωμένα τότε, καταστήματα, τα οποία στη συνέχεια απέκτησαν οι ανωτέρω και συνένωσαν σε ενιαίο ακίνητο, με την καθαίρεση της μεσοτοιχίας τους, παραχωρώντας έκτοτε τη χρήση τους σε αυτήν, δυνάμει άτυπης σύμβασης χρησιδανείου, για την εξυπηρέτηση της εμπορικής της δραστηριότητας. Με το από 12-11-1990 νομίμως δημοσιευθέν συμφωνητικό, τροποποιήθηκε το αρχικό, και συμφωνήθηκε παράταση της διάρκειας της εταιρείας για πέντε κατ’αρχήν έτη, παρατεινόμενη στη συνέχεια διαδοχικά και αυτοδικαίως για πέντε έτη, επ’αόριστον, εάν δεν υφίστατο σοβαρός λόγος για τη λύση της, και μεταφέρθηκε η έδρα της στο υφιστάμενο ως άνω υποκατάστημα. Τέλος, με το από 30-12-1996 νεώτερο, επίσης νομίμως δημοσιευθέν, ιδιωτικό συμφωνητικό, αποχώρησε από την εταιρεία ο ………. και η εταιρική του μερίδα μεταβιβάστηκε στις θυγατέρες του, που παρέμειναν εταίροι κατά το ποσοστό του 50 % η καθεμία, ενώ η έδρα της εταιρείας μεταφέρθηκε εκ νέου επί της οδού ……….. και στο επίδικο μετά του συνεχόμενου και ενιαίου πλέον ακινήτου λειτούργησε έκτοτε και μέχρι σήμερα υποκατάστημα της εταιρείας, αμφότερες δε οι αδελφές παρέμειναν συνδιαχειρίστριές της.

Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’αριθμ. …/2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στα άνω βιβλία (τόμος …, α.α ….), μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα, αιτία γονικής παροχής, η κυριότητα αλλά όχι και η νομή του επιδίκου, με παράγωγο τόπο, καθώς, ανεξαρτήτως του ότι στο συμβόλαιο αυτό γίνεται μνεία περί μεταβίβασης της νομής και κατοχής του, και της δυνατότητας του αποκτώντος να επιληφθεί αμέσως του ακινήτου, λόγω του υφιστάμενου χρησιδανείου δεν υπήρχε δυνατότητα φυσικού εξουσιασμού του ούτε υπήρξε όμως και συμφωνία ότι η ομόρρυθμη εταιρεία θα παραμείνει στην κατοχή του, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Μόνον σε αυτή την περίπτωση ο ενάγων, αφενός μεν θα αποκτούσε τη νομή του αφετέρου θα καθίστατο υποκείμενο της έννομης σχέσης του χρησιδανείου, δυνάμενος να ασκήσει όλα τα δικαιώματα του μέχρι τώρα νομέα. Συνεπώς, αφής στιγμής παρήλθε η προθεσμία που τάχθηκε στην πρώτη εναγομένη για την απόδοσή του, ήτοι εκείνη του ενός μηνός από τη λήψη της από 8-3-2011 εξώδικης δήλωσης και καταγγελίας του, που έλαβε χώρα στις 9-3-2011, και μάλιστα ανεξαρτήτως του περιεχομένου αυτής, αρκούσης της μνείας ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, ενεργοποιήθηκε η εμπράγματη αξίωσή του, με βάση τις διατάξεις περί κυριότητας. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ήδη, προ της επίδικης μεταβίβασης, οι σχέσεις των διαδίκων αδελφών είχαν διαταραχθεί και, παρ’ότι η ομόρρυθμη εταιρεία εξακολουθούσε να υφίσταται, καθεμία δραστηριοποιείτο σε διαφορετικό χώρο, η μεν …., στο επί της οδού …. κατάστημα, και η ….. στο επίδικο, λειτουργώντας ουσιαστικά διαφορετικές επιχειρήσεις. Χωρίς να είναι γνωστό το τί ακριβώς είχε προηγηθεί, η πρώτη, με την από 8-1-2009 επιστολή της προς την τελευταία (…………), η οποία εκμεταλλευόταν το υποκατάστημα, δίχως να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό ως αντάλλαγμα για τη χρήση του στην ίδια, για το τμήμα που της ανήκε, της είχε ζητήσει να αποχωρήσει από την εταιρεία και να λάβει εκείνη δηλαδή η ………… το μερίδιό της, παραμένοντας ωστόσο στο χώρο του ενιαίου υποκαταστήματος. Κατά τους ισχυρισμούς της, όπως διατυπώνονται στο δικόγραφο της από 29-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ, καταθ. …../2015) έφεσής της κατά της υπ’αριθμ. 4078/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αναγνώρισε την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τον αποκλεισμό της από την εταιρεία, απορρίπτοντας την αίτησή της για λύση της εταιρείας για σπουδαίο λόγο, η διεύθυνση του υποκαταστήματος της εταιρείας είχε δηλωθεί ως έδρα της ανταγωνιστικής εταιρείας, με όμοιο αντικείμενο δραστηριότητας, που ιδρύθηκε το έτος 2004, με την επωνυμία «……….»  και μέλη του δσ, τυπικά μεν τα παιδιά της αδερφής της (…..), …. και ….., ουσιαστικά όμως την ίδια, λόγω της μικρής ηλικίας αυτών, της παντελούς έλλειψης εμπειρίας τους και οικονομικών πόρων. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της παραπάνω επιστολής, φαίνεται ότι η μητέρα του ενάγοντος ήθελε να αποκλείσει την πιθανότητα η μερίδα της αδερφής της να μεταβιβαστεί στα παιδιά της. Με αυτήν, την καλούσε, επίσης, λόγω της άρνησης της αρχικής πρότασής της περί αποχώρησης από την εταιρεία, να εκκενώσει το δικό της ακίνητο και την προειδοποιούσε ότι αν δεν το έπραττε,  θα άλλαζε το λουκέτο στην πόρτα εισόδου σε αυτό από τις 17-1-2009, ενώ απαιτούσε να απομακρύνει από το όμορο κατάστημά της εμπορεύματα που προφανώς είχε τοποθετήσει ο σύζυγός της («……»). Δεδομένων των προθέσεων αυτών της μητέρας του ενάγοντος, τις οποίες μετά βεβαιότητας γνώριζε και ο ίδιος, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, και της συνάφειας της δραστηριότητας της εταιρείας με την ατομική του επιχείρηση, δια της οποίας φέρεται ότι την είχε προμηθεύσει στο παρελθόν και με διάφορα προϊόντα, δεν είναι τυχαία η προς αυτόν μεταβίβαση του συγκεκριμένου ακινήτου, έξι μήνες αργότερα. Ούτε, επίσης, είναι δυνατόν να μην γνώριζε ο ενάγων ότι στο ακίνητο που του μεταβιβάστηκε δραστηριοποιείτο ουσιαστικά αυτοτελώς η θεία του και ότι ο περιορισμός της στο απομένον τμήμα που της ανήκε και ήταν σημαντικά μικρότερο αλλά και αντικειμενικά μικρό για τη συνέχιση της δραστηριότητάς της, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε συρρίκνωση της δραστηριότητάς της και επομένως η προοπτική αυτή αποτελούσε ισχυρό μέσο πίεσής της, ώστε, αν δεν αποχωρούσε τελικά, είτε θα περιοριζόταν σημαντικά ή θα αναγκαζόταν να συνυπάρξει με την αδερφή της στο κατάστημα, που υπήρχε στην έδρα της εταιρείας, με την οποία όμως δεν είχε αρμονικές σχέσεις. Πέραν αυτών, ο ίδιος φέρεται ότι είχε κάνει ήδη έναρξη επαγγέλματος ως επιτηδευματίας από το έτος 2005, σε ηλικία 23 ετών (έτος γεννήσεως 1982) και διατηρούσε ομοειδή επιχείρηση με έδρα τη Νίκαια και επί της οδού ……….. αλλά και αποθήκη στην περιοχή της Νεαπόλεως, επί της οδού …………, το δε επίδικο, επιθυμούσε, κατά τους ισχυρισμούς του, να το χρησιμοποιήσει προς εξυπηρέτηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό, μετά την άρνηση της πρώτης εναγομένης να του αποδώσει το επίδικο και της δικαστικής διεκδίκησής του, ο ίδιος μίσθωσε σταδιακά  δύο ακίνητα,  κατά τα έτη 2013 και 2015, επί της οδού … στους αριθμούς …, αντίστοιχα, αντί μηνιαίου μισθώματος, 1.300 και 1.000 ευρώ, αντίστοιχα. Το πρώτο, έχει επιφάνεια 120 τμ και σε αυτό ανήκει και υπόγειος χώρος ίσης επιφάνειας, και το δεύτερο είναι διώροφο, αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο, αποτελούμενο από δύο επιμέρους καταστήματα και αποθήκη, και πρώτο όροφο με αποθήκη, επιφάνειας, 68,32 τμ, 100,24 τμ, 51 τμ, 33,82 τμ, 129,85 τμ και 51 τμ, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά 434,23 τμ , επομένως, καθένα από αυτά είχε επιφάνεια πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του επιδίκου και η μίσθωση του πρώτου δεν αρκούσε για τις επαγγελματικές του ανάγκες. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η επιφάνεια του επιδίκου δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αφού χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερους χώρους για τον σκοπό αυτό. Αξιολογώντας όλα όσα προεκτέθηκαν, η μεταβίβαση μεν του ακινήτου στον ενάγοντα δεν κρίνεται αυτή καθεαυτή ως προσχηματική, αφού λόγω της ηλικίας του, μπορούσε να συμβάλλει στην οικονομική του αυτοτέλεια, πλην όμως η συμπεριφορά του κρίνεται απαγορευμένη, διότι υπερβαίνει προφανώς και εκδήλως τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη, προκαλώντας έντονη την εντύπωση αδικίας σε βάρος της πρώτης εναγομένης,  αφού κίνητρο και σκοπός του δεν ήταν πράγματι, όπως ισχυριζόταν, η χρήση του ως επαγγελματική του στέγη αλλά η άσκηση πίεσης στην αδελφή της μητέρας του και θεία του, ώστε να αποχωρήσει από την εταιρεία, με απώτερο ενδεχομένως σκοπό να εισέλθει ο ίδιος σε αυτήν. Συνεπώς, η άσκηση του δικαιώματός του προς απόδοση του επιδίκου, προ της λύσης της εταιρείας ή της αποχώρησης οποιασδήποτε εταίρου της, ή της με οποιοδήποτε τρόπο λύσης της σύμβασης χρησιδανείου, κρίνεται ως καταχρηστική, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, που επαναφέρεται παραδεκτώς με σχετικό λόγο εφέσεως.

Κατόπιν όλως όσων προεκτέθηκαν, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να αποδώσει στον ενάγοντα το επίδικο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και  πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς παραπάνω λόγου αυτής, να εξαφανιστεί στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), και να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στις εκκαλούσες το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της ολικής νίκης τους (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου, τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα  63 § 2 i) περ.β΄, 68 § 1, 69 § 1,2,  84 § 1 και 166 μετά του παραρτήματος Ι αυτού του ν.4194/2013).       

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 4-5-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2017) έφεση της πρώτης και τρίτης εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 854/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατέθεσαν οι εκκαλούσες, κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../26-3-2013) αγωγή του εφεσίβλητου.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις ..-…-2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ