Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 580/2019

Αριθμός    580 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις, των οποίων διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως (ΚΠολΔ 307) με τις υπ’ αρ. 67, 68/2018 Πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς ήτοι : α)27/10/2015 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσα και β)η από 3/10/2015 έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης που στρέφονται κατά της υπ’ αρ. 2898/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε την από 23/12/2013 αγωγή, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω πρόδηλης συναφείας τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθ. 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ………….., με την υπό κρίση αγωγή της ισχυρίστηκε ότι, παρείχε την εργασία της δυνάμει της από 17/4/2002 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, πέντε ημέρες την εβδομάδα με την ειδικότητα της καθαρίστριας στην εναγομένη (εφεσίβλητη – εκκαλούσα), η οποία έχει ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας σε κτίρια και εξωτερικούς χώρους, αντί του συμφωνηθέντος νομίμως μισθού καθοριζομένου από τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις των Σ.Σ.Ε ή δια τους όρους αμοιβής και εργασίας στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας, και ότι από την πρόσληψή της είχε γνωστοποιήσει στην εργοδότρια – εναγομένη ότι είναι έγγαμη και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού. Ότι η ως άνω σχέση εργασίας της λύθηκε την 1.8.2013, με καταγγελία αυτής από την εργοδότρια – εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα. Ότι καθόλη την διάρκεια ισχύος της σχέσης εργασίας της η εναγομένη – εργοδότρια δεν κατέβαλε σε αυτή το επίδομα γάμου (10%) και το επίδομα προϋπηρεσίας (6% ανά τριετία) και ότι δικαιούται για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως και τον χρόνο λύσεως της εργασιακής της σχέσεως τις αναφερόμενες διαφορές αποδοχών. Ότι αυτή (ενάγουσα ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη) παρείχε την εργασία της από 11.5.2010 έως και την λύση της εργασιακής της σχέσεως δύο Σάββατα ανά μήνα, για την οποία (εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας) δικαιούται την προσαύξηση 30% στο νόμιμο ημερομίσθιο της, σύμφωνα με το άρθρο 8 Ν. 3846/2010 .Ότι αυτή (ενάγουσα ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη) παρείχε την εργασία της καθόλο το διάστημα ισχύος της εργασιακής της σχέσεως δύο Κυριακές ανά μήνα, επτά ημέρες ημερησίως και δικαιούται την προσαύξηση 75% επί του νομίμου ημερομισθίου της και ότι δικαιούται τις διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, τα οποία δεν κατέβαλε σε αυτή πλήρως η εργοδότρια – εναγομένη, λόγω μη συνυπολογισμού σε αυτές (αποδοχές επιδομάτων εορτών – αδείας) της αναλογίας της παρεχόμενης εργασίας της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και τέλος δικαιούται για τον ίδιο ως άνω λόγο (μη συνυπολογισμού εργασίας Σαββάτου και Κυριακής) διαφορά αποζημίωσης απολύσεως.

Με βάση τα ανωτέρω δικαιούται από τη σύμβαση εργασίας άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού το ποσό συνολικά των 39.846,56 ευρώ. Ζήτησε, δε κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικής και εν μέρει καταψηφιστικού, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 18.823,98 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 21.022,58 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες σε αυτή (αγωγή) διακρίσεις.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 158, 361, 648 επ., 38 Ν.1892/1990, 1 παρ. 2 του Ν.1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4505/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 ΑΝ 539/1945, όπως το άρθρο 2 παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν 3302/2004, 2 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 3 και 7 παρ. 1 στ΄ του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με τη με αριθμό 15825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, 2 Ν.Δ 3755/1957, 8 Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66/11-5-2010), 1 και 3 παρ. 1 Ν. 2112/1920, όπως το άρθρο 3 αντικαταστάθηκε με τη παρ. 2 της υποπ.ΙΑ.12 της παραγράφου ΙΑ του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012), 1 και 5 παρ. 1 Ν. 3198/1955 και 74 παρ. 3 Ν. 3863/2010, της Δ.Α 11/2008 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από τις 6-6-2008, με την ΥΑ 51871/2440/11-7-2008 (ΦΕΚ Β 1448/23-7-2008), 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 68, 70, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ και 176 ΚΠολΔ. Κατά δε την επικουρική της βάση, είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180 και 904 επ. ΑΚ και 219 Κ.Πολ.Δ, και ακολούθως α)τα αγωγικά κονδύλια επιδίκασης διαφορών αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1/1/2013 έως 31/7/2013 καθώς και το αίτημα επιδίκασης διαφοράς αποζημίωσης απόλυσης απερρίφθηκαν ως κατ’ ουσίαν βάσιμα, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως της εργοδότριας – εναγομένης συνεπεία μεταβίβασης της εργασιακής σχέσεως αυτής (ενάγουσας) και του αντιστοίχου τμήματος της επιχειρήσεως αυτής (εργοδότριας – εναγομένης), στην εταιρεία με την επωνυμία «…………….», (π.δ 178/2002) και κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη – εργοδότρια να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.160,10 ευρώ, νομιμοτόκως για τις διαφορές αποδοχών από 1/1/2008 έως 31/12/2012 από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως και για την προσαύξηση 30% της εργασίας κατά ημέρα Σάββατο (11/5/2010 έως 31/12/2012) από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής της, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο η ενάγουσα παρείχε την εργασία της και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.434,55 ευρώ, νομιμοτόκως για μεν την διαφορά προσαύξησης 75% για εργασία κατά τις Κυριακές, από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής της, για δε τις διαφορές επιδομάτων εορτών – αδείας, από τον χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, η μεν ενάγουσα να εξαφανισθεί εν μέρει και τροποποιηθεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η αγωγή της, η δε εναγομένη να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 511, 513 παρ. 1, 518 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθ. 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν περαιτέρω κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 664 επ. ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθόσον για το παραδεκτό της άσκησης αυτών δεν υποχρεούνται οι διάδικοι σε κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 εδ.τελευταίο ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012.

Ια)Σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και των πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 « περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών» όπως έχει κατά  καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού  επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ’ αποκοπή ή κατ’ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια  της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους….μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ’ αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’ οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος «επιδόματος αδείας» ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ’ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, δια τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενος των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω η κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ’ άλλον τρόπο αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…»Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 του ν.435/1976, 1 παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΦΕΚ Β΄ 742) προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές» που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και νόμιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και νόμιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2011, ΑΠ 313/2017, ΑΠ 1117/2017 ΑΠ 415/2017 ΑΠ 228/2018, Εφ.Πατρ. 104/2018).

Ιβ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 7 και 10 παρ. 1 β.δ 748/1966 «περί κωδικοποιήσεως κλπ της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας» και 2 παρ. 1 ν. 435/1976 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων  εργατικών τινών νόμων κλπ» και εκείνων των 8900/1947 και 25825/1951 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας προκύπτει ότι ο  εργατοτεχνίτης που εργάζεται με ημερομίσθιο και προσφέρει εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής, της οποίας η παροχή είναι απαγορευμένη, δικαιούται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της εβδομάδας και εντεύθεν έχει δικαίωμα, εκτός από την προσαύξηση του 75% επί του νομίμου ημερομισθίου του, να αξιώσει και αποζημίωση για την προσφορά της εργασίας του κατά την ημέρα της Κυριακής χωρίς να του δοθεί άλλη ημέρα αναπαύσεως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 Α.Κ), δηλαδή να αξιώσει την απόδοση της ωφέλειας που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εργοδότης από την εργασία του κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, αποφεύγοντας έτσι ισόποση αμοιβή που θα κατέβαλλε σε άλλον εργατοτεχνίτη τον οποίο θα προσλάμβανε για να εργαστεί αντί εκείνου κατά την ημέρα αυτή (Α.Π 930/2013, ΑΠ 983/2013, ΑΠ 32/2013, ΑΠ 680/2018, Εφ.Δωδ. 38/2018, Εφ.Πατρών 104/2018, Εφ.Πειρ. 484/2015).

Ιγ) Εξάλλου σύμφωνα με το άρ. 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατ’ αρ. 118-120 στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου, είτε ενίοτε σε παραδρομές του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται δηλ. με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν  να οριοθετηθεί η εξουσία του Εφετείου και να μπορεί το Εφετείο να κρίνει για τη νομιμότητα και βασιμότητά τους. Έτσι είναι αόριστες  και κατά συνέπειες απορριπτέος ως απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από την εκκαλούμενη απόφαση, όταν δεν καθορίζεται η παραβιασθείσα ουσιαστική διάταξη (Σ.Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003, παρ. 540, 541, Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.ΚΠολΔ, τ.ΙΙ, σελ. 926-7, ΑΠ 172/2003 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕλΔ/νη 2003.1292, ΑΠ 1129/1995, ΑΠ 1009/1988 ΕλΔνη 28/591, και 30.1348, αντίστοιχα, Εφ.Πειρ. 241/2015, Εφ.Δωδ. 204/2009, 66/2008, 96/2007, 223/2007 δημ.ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 724/1993 ΕλΔ/νη 35.1707).

Ιδ) Περαιτέρω από το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (βλ. ΕφΑθ 435/2010 Αρμ (2011), 472). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ παρέχεται η δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν η πρωτόδικη απόφαση δεν έχει αιτιολογίες ή έχει εσφαλμένες, να παραθέσει τις αιτιολογίες που στηρίζουν το διατακτικό ή τις ορθές αιτιολογίες σε αντικατάσταση των εσφαλμένων της πρωτότυπης απόφασης, γιατί το ουσιώδες της απόφασης είναι το διατακτικό  και όχι οι αιτιολογίες της. Αν συνεπώς η απόφαση προσβάλλεται για άλλο λόγο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει ότι το διατακτικό είναι ορθό αλλά αιτιολογίες δεν υπάρχουν ή οι υφιστάμενες είναι εσφαλμένες, παραθέτει τις αιτιολογίες ή αντικαθιστά τις εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση. Το δικαστήριο έχει εξουσία όχι μόνο να αιτιολογήσει διαφορετικά τη λύση του ίδιου ζητήματος, αλλά και να δεχθεί άλλο λόγο που απαλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα. Η αντικατάσταση όμως των αιτιολογιών, ενόψει του ότι πρέπει να τείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι επιτρεπτή αν με αυτές δεν επέρχεται μεταβολή στο αντικείμενο του δεδικασμένου της προσβαλλόμενης απόφασης, είτε κατ’ είδος, είτε κατ’ έκταση, καθόσον η ποιοτική ή ποσοτική διαφοροποίηση του δεδικασμένου αποκλείει την αντικατάσταση των αιτιολογιών και απαιτεί εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, για την οριοθέτηση του δεδικασμένου (πρβλ ΑΠ 298/2010 ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 1170/2002 Αρμ (2003), 1781, ΕφΑθ 2798/1998 ΕλλΔνη (1999), 641, Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Γ, άρθρο 534, αριθ. 1, Εφ.Αθ. 3651/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Ιε) Η έκτη ημέρα της εβδομάδας, αν και είναι πλέον ημέρα ανάπαυσης, για τον υπολογισμό του εβδομαδιαίου μισθού και του χρόνου υπηρεσίας θεωρείται σε κάθε περίπτωση πλασματικά χρόνος εργασίας (βλ.και άρθρο 6 παρ. 3 εθν.γ.σ.σ.εργ. 22.2.1975). Έτσι η εργασία παρέχεται πέντε ημέρες την εβδομάδα, ο εργοδότης όμως καταβάλλει έξι ημερομίσθια (ανακατανομή χρόνου). Γι’ αυτό ως ημερομίσθιο θεωρείται το 1/25 του μηνιαίου μισθού ή το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής (Ιωάννης Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο ΣΤ  Έκδοση σελ. 471).

ΙΙα) Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ. α του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται  με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης , εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαία να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον  αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερεργασιακής εργασίας κλπ),διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν παρά ταύτα στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, κατά το ως άνω κεφάλαιο,  αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθ. 416 και 422 εδ.α του ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά όμως στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύφους κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχόμενη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθ. 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙβ)Κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με το παράπονο που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και το οποίο κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1625/2011, ΑΠ 1481/2013, Εφ.Πειρ. 448/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα της από 27/10/2015 εφέσεως ζητεί με τους λόγους της εφέσεως της (πρώτο, δεύτερο, τρίτο) να εξαφανισθεί εν μέρει και τροποποιηθεί η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα: α)Για το λόγο ότι με τη εκκαλουμένη απόφαση έγινε μερικά δεκτό το αγωγικό κονδύλιο για την εργασία της κατά τις Κυριακές και επιδικάσθηκε σε αυτή μόνο η προσαύξηση 75% επί του ημερομισθίου της, αν και στο δικόγραφο αυτής (αγωγής) είχε αναφέρει ότι εργάζεται «……μετά από εντολή της εναγομένης κάθε μήνα……επί 2 Κυριακές……χωρίς να…..παρέχεται αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας, λόγω της παροχής της εργασίας……κατά την Κυριακή», β)Για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι, πρέπει: «…..η εναγομένη να υποχρεωθεί….το συνολικό ποσό των 15.838,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το ποσό που αντιστοιχεί στις διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων από 1.1.2008 έως 31.12.2012 από την επομένη της επίδοσης της…..αγωγής, καθόσον δεν αποδείχθηκε έναντι ποιών ακριβώς ημερομισθίων είχαν γίνει οι αναφερόμενες ανωτέρω καταβολές….» ενώ έπρεπε το αίτημα της για την επιδίκαση τόκων που αφορά εξόφληση μισθών να γίνει δεκτό από τότε που κάθε επιμέρους ποσό ήταν απαιτητό, όπως αναφέρεται στην αγωγή της, διαφορετικά από την απόλυσή της. Ωστόσο, δεν αρκεί η παράθεση, ως προαναφέρεται, της (ή των) διατάξεως που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, της κατά την εκκαλούσα έννοια αυτής, καθώς και της περί αυτής κρίσεως του Δικαστηρίου και της δεκτής γενομένης από αυτό έννομης συνέπειας, χωρίς παράθεση έστω συνοπτικά αλλά με σαφήνεια και πληρότητα των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών, ώστε να στοιχειοθετηθεί ο προβαλλόμενος λόγος, για να μπορεί να ελεγχθεί, με βάση το περιεχόμενο αυτού, αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, ώστε να αποβεί εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν παρατίθενται, έστω συνοπτικά αλλά με σαφήνεια και πληρότητα, παρά μόνο σποραδικά, αποσπασματικά και ατελώς, οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δηλαδή τα δεκτά γενόμενα από αυτό πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία κατέληξε στη νομική κρίση του επί της εργατικής διαφοράς των διαδίκων, με συνέπεια, βάσει του περιεχομένου, του δικογράφου της υπό κρίση εφέσεως, συμπλήρωση του οποίου δεν επιτρέπεται, να μην είναι δυνατόν να ελεγχθούν και στοιχειοθετηθούν οι προαναφερθέντες λόγοι εφέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ανωτέρω αποφάσεως για τις κρίσεις της περί αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (πρώτος λόγος εφέσεως), περί υπολογισμού επιδομάτων εορτών – αδείας (δεύτερος λόγος), και τόκων υπερημερίας (τρίτου λόγου), χωρίς όμως να εξειδικεύονται οι παραδοχές της αναφορικά με κάθε μια από τις επί μέρους κριθείσες παροχές και που ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση των κανόνων δικαίου .Εφόσον, λοιπόν, στο δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως δεν εκτίθενται, έστω συνοπτικά αλλά με πληρότητα, οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με τα πληττόμενα κεφάλαια αυτής, ώστε να είναι εφικτός ο εντελής έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και, συνακόλουθα ο έλεγχος της ορθότητας του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, οι ανωτέρω λόγοι, όπως ατελώς κατά περιεχόμενο διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως, είναι αόριστοι και απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

Επίσης, οι ως άνω δεύτερος και τρίτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως με τους οποίους αποδίδεται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ως προς τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών – αδείας και τόκων υπερημερίας, είναι αόριστοι και απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι δεν προσδιορίζεται επαρκώς, αφού δεν αναφέρεται στο εφετήριο, ότι εξαιτίας αυτών οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΑΠ 202/2019, 374/2019, 574/2018, 803/2002 δημ.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου τα ως άνω αγωγικά αιτήματα που αφορούν τον συνυπολογισμό της αναλογίας της εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές στα επιδόματα εορτών – αδείας και την επιδίκαση τόκων υπερημερίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην από 23/12/2016 (αριθ.καταθ. ……./2013) αγωγή και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις υπ’ αρ. ΙΙα και Ια) είναι αντιστοίχως αόριστα και νόμω αβάσιμα. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, η κρινόμενη από 27/10/2015 έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη εν όλω, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθο 179 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, στην κρινόμενη από 3/11/2015 έφεση, η εκκαλούσα με τους λόγους της εφέσεώς της ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (2898/2015), για το λόγο ότι α)η εκκαλουμένη με εσφαλμένη εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων πενθημέρου για το επίδικο χρονικό διάστημα και λήξεως ισχύος της ΔΑ 11/2008 και 51/2010 για τις επιχειρήσεις, παροχής υπηρεσιών, υπολόγισε «κατά πολύ μεγαλύτερο το ημερομίσθιο της εφεσίβλητης, περισσότερες ανά μήνα ημέρες κανονικής εργασίας (26-25 ημέρες αντί 20-21…) και καταλόγισε σε βάρος μου μη νόμιμες διαφορές αποδοχών για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα». Ενώ, όμως, εκτίθενται στο εφετήριο βραχύ διαδικαστικό ιστορικό της υποθέσεως και οι απόψεις της εκκαλούσας για το νομικό και ουσιαστικό μέρος, δεν παρατίθενται έστω συνοπτικά αλλά με σαφήνεια και πληρότητα, παρά μόνο σποραδικά, αποσπασματικά και ατελώς, οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή τα δεκτά γενόμενα από αυτό πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία κατέληξε στη νομική κρίση του επί της εργατικής διαφοράς των διαδίκων, με συνέπεια, βάσει του περιεχομένου του εφετηρίου, συμπλήρωση του οποίου δεν επιτρέπεται, να μην είναι δυνατόν να ελεγχθεί και στοιχειοθετηθεί ο προαναφερόμενος λόγος εφέσεως,  με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση κατά της ανωτέρω αποφάσεως για την κρίση της περί εφαρμογή της πενθήμερης εργασίας χωρίς όμως, να μνημονεύονται τα ποσά που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ότι οφείλονται από την φερόμενη μετατροπή της πενθήμερης εργασίας σε εξαήμερη του φερόμενου μη νόμιμου και εσφαλμένου υπολογισμού των ημερών και ωρών κανονικής εργασίας της εργαζόμενης (ενάγουσας – εφεσίβλητης – εκκαλούσας), που θα έπρεπε να προσδιορίζονται τουλάχιστον αριθμητικά για την εξειδίκευση  των νομικών πλημμελειών, που αποδίδονται σε αυτή, ούτε να εξειδικεύονται οι παραδοχές της αναφορικά με κάθε μία από τις επί μέρους κριθείσες παροχές. Εφόσον, λοιπόν στο εφετήριο δεν εκτίθενται, έστω συνοπτικά αλλά με πληρότητα, οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με τα πληττόμενα κεφάλαια αυτής, ώστε να είναι εφικτός ο εντελής έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και, συνακόλουθα ο έλεγχος της ορθότητας του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, ο ανωτέρω λόγος, όπως ατελώς κατά περιεχόμενος διαλαμβάνεται στο εφετήριο, είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ότι αναιτιολόγητα απέρριψε την μη προσδιοριζόμενη στο εφετήριο. Ειδικότερα ως προς το περιεχόμενό της ένσταση εξοφλήσεως που είχε προτείνει πρωτοδίκως καθώς και ο τέταρτος με τον οποίο πλήττεται αυτή (εκκαλουμένη απόφαση) ότι με πλημμελή αιτιολογία απορρίφθηκε η ένσταση αυτής εκ του άρθρου 342 ΑΚ, αλυσιτελώς προβάλλονται και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον, ακόμη και σε περίπτωση βασιμότητάς τους, δεν θα επιφέρουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ,αφού όπως ήδη προαναφέρθηκε στην υπ’ αρ. Ιδ νομική σκέψη, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώσει ότι το διατακτικό είναι ορθό, αλλά οι αιτιολογίες δεν υπάρχουν ή οι υφιστάμενες είναι εσφαλμένες, παραθέτει τις αιτιολογίες ή αντικαθιστά τις εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση και ως εκ τούτου η έλλειψη αιτιολογίας ή η εσφαλμένη αιτιολογία της απόφασης δεν συνιστά λόγο έφεσης. Κατόπιν τούτου, οι σχετικοί δεύτερος και τέταρτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως κρίνονται αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι.

Ο τρίτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα αιτιάται ότι με εσφαλμένη εκτίμηση των προσκομισθέντων από αυτή αναλυτικών πινάκων των ημερών απασχόλησης της εφεσίβλητης η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε περισσότερες των πραγματικών ημέρες εργασίας (καθημερινές – Κυριακές) και έτσι επιδικάσθηκε περισσότερα των νομίμων ποσά, είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον δεν αναφέρεται και δεν προσδιορίζεται ειδικότερα στο εφετήριο το έγγραφο που εκτιμήθηκε εσφαλμένα  και δεν μνημονεύεται ότι εξαιτίας αυτού οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό.

Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη από 3/11/2015 έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη εν όλω, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις, Α)από 27/10/2015 και Β) 3/11/2015 εφέσεις.

Α)Απορρίπτει την από 27/10/2015 έφεση.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων την δικαστική δαπάνη.

Β)Απορρίπτει την από 3/11/2015 έφεση.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων την δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ