Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 579/2019

 Αριθμός    579 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 21/5/2015 έφεση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης (ΚΠολΔ 307), με την υπ’ αριθ. 69/2018 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1204/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ.ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (άρθ. 495 παρ. 1, 518 παρ. 2, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 511, 513 παρ. 1, 518, 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3944/2011, ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή (άρθ. 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) καθόσον για το παραδεκτό της άσκησης αυτής δεν υποχρεούται η εκκαλούσα σε κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012.

Με την υπό κρίση αγωγή, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι, ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση στον Πειραιά με αντικείμενο δραστηριότητας αντιπροσώπευσης αλλοδαπών εταιρειών-οικων παραγωγή ειδών υγιεινής. Για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του προσέλαβε την ενάγουσα την 4/5/1998 με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου πέντε ημέρες την εβδομάδα, οκτώ ώρες ημερησίως, ήτοι 8.00 έως 16:00 ή 9:00 έως 17:00 ή 10:00 έως 18:00. Ότι από την εργώδη προσπάθεια και επιμελή απασχόλησή της σε όλους τους ουσιώδεις τομείς της επιχειρήσεως του εναγομένου σε συνδυασμό με την άριστη γνώση της Αγγλικής και Ιταλικής γλώσσας, συνέβαλε, με τις αναφερόμενες δραστηριότητες και την ικανότητα, στην επέκταση του κύκλου εργασιών και την αύξηση των πελατών και κερδών αυτής (επιχειρήσεως του εναγομένου) και ότι με τον τρόπο και τις ώρες εργασίας της οι τρίτοι θεωρούσαν αυτή (ενάγουσα) ως υπεύθυνη της επιχειρήσεως και αποκλειστικά αρμόδια για όλα τα θέματα της αυτής (επιχειρήσεως εναγομένου). Ότι από το 2006 τέλεσε γάμο με τον εναγόμενο με τον οποίο απέκτησε ένα τέκνο ηλικίας κατά τον χρόνο ασκήσεως αυτής (αγωγής) εννέα (9) ετών. Ότι από τον χρόνο γεννήσεως του κοινού τους τέκνου αυτή (ενάγουσα) εργάζονταν κατά διαστήματα κυρίως μέσω τηλεφωνικής και ηλεκτρονικής επικοινωνίας με πελάτες της επιχειρήσεως αυτής (επιχειρήσεως εναγομένου) και ότι από το έτος 2008 η επαγγελματική της απασχόληση έγινε πιο συχνή και σταθερή. Ότι από το έτος 2006 ο μισθός της δεν καταβάλλονταν σταθερά και σε καθορισμένο χρόνο και ότι από το έτος 2008 αν και εργάζονταν συνεχώς δεν ελάμβανε μηνιαίο μισθό έως και το έτος 2013, επικαλούμενος αυτός (εναγόμενος) την μείωση των δαπανών λόγω της οικονομικής κρίσης. Ότι αυτή (ενάγουσα), η οποία ήδη τελεί σε διάσταση με τον εναγόμενο από τέλη Νοεμβρίου 2013, στις αρχές Δεκεμβρίου 2013 διαπίστωσε ότι από τα τέλη 2011 φαίνονταν ότι έχει λυθεί η εργασιακή της σχέση με έγγραφη καταγγελία από τον εναγόμενο, γεγονός που η ιδία (ενάγουσα) δεν γνώριζε και το οποίο αποδέχτηκε  ο τελευταίος και ότι από 14.12.2013 αρνείται κάθε εργασιακή σχέση και την παροχή εργασίας από αυτή (ενάγουσα). Ότι οφείλεται σε αυτή (ενάγουσα), λόγω της επικαλουμένης συνεχούς παροχής της εργασίας της, οι δεδουλευμένες αποδοχές έτους 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, αφού είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει μηνιαίο μισθό ως υπάλληλος, καθώς και για τα αντίστοιχα ως άνω έτη επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων – Πάσχα) και αδείας και ειδικότερα: α)για δεδουλευμένες αποδοχές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό συνολικά των 68.196,36 ευρώ, β)για δώρο Χριστουγέννων το ποσό συνολικά των 5.963,03 ευρώ, γ)για δώρο Πάσχα, το ποσό συνολικά των 2.982,11 ευρώ και δ)για επιδόματα αδείας του ως άνω ένδικου χρονικού διαστήματος το ποσό συνολικά των 2.862,86 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή),  λόγω καταγγελίας της εργασιακής της σχέσεως την 14.12.2013 άλλως την 13/12/2011, οφείλεται σε αυτή  (ενάγουσα) αποζημίωση απολύσεως ποσού 14.825,58 ευρώ άλλως ποσού 2.695,56 ευρώ, καθώς και για τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, χρηματική ικανοποίηση προς εύλογη αποκατάσταση της προκληθείσας σε αυτή ηθικής βλάβης, ποσού 20.000 ευρώ. Ζήτησε δε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, κατά τις διατάξεις εκ της συμβάσεως εργασίας άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού: 1)Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 12/12/2011 καταγγελίας της από 4/5/1998 συμβάσεως εργασίας της και να αναγνωριστεί ότι αυτή (σύμβαση εργασίας) διήρκησε έως και 14/12/2013, 2) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτή: α)το ποσό των 14.825,58 ευρώ (αποζημίωση απόλυση), β)το ποσό των 5.963,03 ευρώ (δώρα Χριστουγέννων ένδικου χρονικού διαστήματος), γ)το ποσό των 2.982,11 ευρώ (δώρα Πάσχα ένδικου χρονικού διαστήματος), δ)το ποσό των 2.962,86 ευρώ (επιδόματα αδείας ένδικου χρονικού διαστήματος), νομιμοτόκως από την δήλη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κάθε κονδύλιο, Β) Να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει, α)το ποσό των 68.196,36 ευρώ (δεδουλευμένες αποδοχές ενδίκου χρονικού διαστήματος), β)το ποσό των 20.000 ευρώ (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), νομιμοτόκως από τον χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Άλλως, και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η από 12/12/2011 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της να αναγνωρισθεί η κατάρτιση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου την 13/12/2011, η οποία έληξε με την από 14/12/2013 καταγγελία αυτής από τον εναγόμενο, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, α)το ποσό των 14.825,58 ευρώ (ως αποζημίωση απολύσεως για την από 12/12/2011 καταγγελία της από 4/5/1998 συμβάσεως εργασίας) άλλως το ποσό των 2.695,56 ευρώ (ως αποζημίωση απολύσεως για την από 14/12/2013 καταγγελία της από 13/12/2011 συμβάσεως εργασίας της), νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική της δαπάνη.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, Α)απέρριψε, ως αόριστη την επικουρική βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ως ουσία αβάσιμη την κύρια βάση αυτής (αγωγής), την στηριζομένη επί της προϋποθέσεως ενεργούς συμβάσεως εργασίας από 4/5/1998 έως και 14/12/2013 και Β)απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής την στηριζομένη επί της προϋποθέσεως σύναψης νέας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου την 13/12/2011 η οποία διήρκησε έως 14/12/2013.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της η εκκαλούσα, με τους λόγους της εφέσεώς της που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την κύρια και την επικουρική βάση της αγωγής της και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και περαιτέρω να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η υπό κρίση αγωγή της.

Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.

Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.

Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.

Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.

Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους τους συμβάσεως του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τρόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας ,δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια.

Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΑΠ Ολ 28/2005 δημ.nomos, ΑΠ 542/2008 δημ. Nomos, ΑΠ 1687/2007 δημ.nomos, Εφ.Αθ. 2393/2001, Εφ.Αθ. 6681/2008, Εφ.Θεσς.6/2009 δημ.nomos).

Η παράλειψη δε του εργοδότη να ασφαλίσει τον εργαζόμενο στο ΙΚΑ, ή η ασφάλιση του στο ΤΕΒΕ κλπ, η έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών απ’ αυτόν και η παρακράτηση φόρου ελεύθερων επαγγελματιών από τον εργοδότη, δεν αποτελούν αποφασιστικό κριτήριο χαρακτηρισμού της απασχόλησης του ως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΑΠ 585/2006 ΔΕΕ 2006, 942, ΑΠ 43/1997 ΔΕΝ 1997,945).

Επί πλέον, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται και από εκείνη της μισθώσεως έργου, επί της οποίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται τη λύση της συμβάσεως, ανεξάρτητα από το χρόνο επιτεύξεως (ΑΠ 1165/2008 δημ.nomos, ΑΠ 1666/2007 δημ.nomos, ΑΠ 376/2006 ΔΕΕ 2006,808, ΑΠ 844/2005 ΕΕργΔ 2006,238, ΑΠ 1507/2004 ΕΕργΔ 2005,846).

Σε κάθε περίπτωση, ο τελικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ανήκει στο Δικαστήριο, το οποίο, χωρίς να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 797/2008 δημ.nomos, ΑΠ 946/2005 ΔΕΕ 2006,666, ΑΠ 362/2005 ΔΕΕ 2005,994), κρίνει ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της, κατά τους αναφερόμενους παραπάνω όρους, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173, 200 του ΑΚ) και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (ΑΠ 362/2005 ΔΕΕ 2005,994, ΑΠ 926/1999 ΔΕΝ 56,70, ΕφΘεσ 880/2004 Αρμ 2004, 1016, ΕφΑθ 7488/2004 ΕλλΔνη 2004,862). Πάντως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθωτός, λόγω των γνώσεων του, για τις οποίες ακριβώς προσλαμβάνεται, αναπτύσσει ως προς τον τρόπο της εργασίας του πρωτοβουλία, που απαιτείται από τη φύση της εργασίας και την ιδιότητα του μισθωτού (ΑΠ 1855/1998 ΝοΒ 37,400, ΕφΘεσ 297/2005 Αρμ 2005, 593, ΕφΑθ 1453/1997 ΕλλΔνη 38,903).

ΙΙ)Από Τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι το δικόγραφο  της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία απαιτούνται για την νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκή και ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δεν μπορεί να  συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ του Κ.Πολ.Δ παρέχει μεν στον ενάγοντα την ευχέρεια να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς ,όχι, όμως, και να αναπληρώσει εκείνους οι οποίοι λείπουν και αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Με βάση την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του Κ.Πολ.Δ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις του να συμπληρώσει, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών  ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει την νομική αοριστία αυτής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση των περιστατικών που απαιτούνται  κατά το νόμο για την γένεση του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 167/2002 ΕλλΔνη 43.1348, ΑΠ 1363/1998 ΕλλΔνη 39.325). Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συναλλακτικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία, είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της καταρτίσεως τη συμβάσεως ,ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 2016/2207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 66/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί έως τη συζήτηση της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ), με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803 Εφ.Θεσ. 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α και το Τ.Ε.Α.Μ (άρθρα 26 παρ. 5 του αναγκαστικό νόμου 1846/1951, 22 και 32 του νόμου 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους καθώς επίσης και τα καταβληθέντα έναντι των αγωγικών αξιώσεων χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 του Α.Κ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση, ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΠ 2018/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 140/2000 ΕλλΔνη 41.966, ΕφΠειρ 994/2207 ΕΝαυτΔικ 2007.385, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.43.7, ΕφΠειρ 1239/1996 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ) Εξ ετέρου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118 και 117, πρέπει να περιέχει α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνου σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά των εναγομένων, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Σε περίπτωση ελλείψεως αυτών το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενο στη προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη και γι’ αυτό το λόγο η αοριστία του δικογράφου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή εις άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 412/1982 ΝοΒ 30.1478, ΕφΘεσ 1950/1990 Δνη 32/1340). Τέλος, από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωση της ή ασκήθηκε απαραδέκτως με τις διακρίσεις που επιβάλλονται  από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγορεύσεως της εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα (άρθ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις αυτές και εξ αιτίας τούτων να την απορρίψει,  αρκεί να ζητά την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μη εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν χωρίς έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. 1993, παρ. 852, 858-864, ΑΠ 2089/1983 ΔΕΝ 42.223, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, ΑΠ 731/1991 ανωτ., ΕφΑθ 2960/1988 Δνη 30.820, ΕφΑθ 1308/1987 Δνη 29.524, Εφ.Λαρ. 36/2015, Εφ.Πειρ. 78/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ).

  1. V) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από παραδοχή της εφέσεως του εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή που στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις, ως προς την κύρια βάση της, πρέπει να ερευνήσει, και χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της που δεν είχαν εξεταστεί πρωτόδικα, αφού, στην περίπτωση αυτή, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της αποφάσεως που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, και τούτο διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Εάν όμως οι επικουρικές αυτές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας αυτεπάγγελτης έρευνάς τους, αλλά για την περίπτωση αυτή απαιτείται υποβολή αυτοτελούς λόγους εφέσεως από τον εφεσίβλητο ενάγοντα (ΑΠ 124/2007, ΑΠ 1360/1997, ΕφΑΘ 2896/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, είναι αόριστη, διότι δεν μνημονεύονται σε αυτή όπως είχε υποχρέωση τα ουσιώδη απαιτούμενα στοιχεία της εργασιακής της συμβάσεως με τον εναγόμενο, και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη – εναγομένου επαρκώς προσδιορισμένες ειδικότερα, α) δεν προσδιορίζεται σαφώς και ορισμένα η συμφωνία παροχής μισθού, νόμιμου ή συμβατικού και η διαμόρφωση αυτού, τόσο κατά τον επικαλούμενο χρόνο σύναψης της συμβάσεως εργασίας την 4/5/1998, όσο και η διαμόρφωσή του κατά τον επίδικο χρόνο στον οποίο επιστηρίζει τις αιτούμενες οφειλές του εργοδότη – εναγομένου. Όλως αορίστως αναφέρεται “…….ως  υπάλληλος είχε συμφωνηθεί να λαμβάνω μηνιαίο μισθό”, δίχως όμως να επικαλείται ότι οι αξιώσεις της θεμελιώνονται επί του συμφωνηθέντος ρητά ή σιωπηρά συμβατικού ή νομίμου μισθού ως αντάλλαγμα για την εργασία που παρέχει, β)Δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να δύναται να συναχθεί η ιδιότητα του εναγομένου ως εργοδότη, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί αυτή (ενάγουσα) παρέχοντας την εργασία της έναντι μισθού, γ) Δεν αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά των όρων και συνθηκών παροχής της εργασίας αυτής (ενάγουσας), καθώς και σαφώς προσδιορισμένου και καθορισμένου είδους αυτής (παροχής), έτσι ώστε να δύνανται να συναχθούν ενδείξεις εξαρτήσεως ως προς τον τόπο, τρόπο και χρόνο παροχής της εργασίας, που δικαιολογούν την ειδική προστασία του εργατικού δικαίου. Συνεπώς η αγωγή είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, του ζητήματος αυτού εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο αυτό. Ενόψει όλων των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η υπό κρίση έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό ώστε να δικαστεί κατ’ ουσίαν και να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη εξαιτίας της αοριστίας της, αφού η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την ενάγουσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 ΚπολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 1204/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και

Δικάζοντας την από 9/5/2014 (αρ.καταθ. …………/2014) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων όλα τα δικαστικά έξοδα αυτών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ