Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 568/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  

Αριθμός Απόφασης   568 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 28.12.2017 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου          – ………., κατά της οριστικής απόφασης 3995/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, έγινε εν μέρει δεκτή  η αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού, όπως επικαλείται ο εκκαλών και δεν αμφισβητεί ο εφεσίβλητος, η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 4.12.2017 και η έφεση ασκήθηκε (με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), στις 28.12.2017 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται (η έφεση)  για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), χωρίς την κατάθεση σχετικού παραβόλου κατ’ άρθρο 495 §3 Γ. εδ. β´ του ίδιου Κώδικα (Α.Π. 1073/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αφού ο εκκαλών κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας με την απόφαση 616/2017. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ.  Ο ενάγων, ………, ισχυρίστηκε με την από 30.12.2015 αγωγή, ότι με τον εναγόμενο είναι συγκύριοι, κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου, των ειδικά περιγραφόμενων : α) διαμερίσματος, με αποκλειστική χρήση και μίας θέσης στάθμευσης και β) αποθήκης, επί πολυκατοικίας, που βρίσκεται   στην οδό …………..2 του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής, την κυριότητα της οποίας απέκτησε με τον αναφερόμενο σ’ αυτήν τρόπο. Ότι ο εναγόμενος, αν και συγκύριος, κάνει αποκλειστικά χρήση των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, αρνείται δε να του καταβάλει την ανάλογη με το ποσοστό του δικαιώματός  του μερίδα από το όφελος που αποκόμισε από το Φεβρουάριο του 2010 έως και το Δεκέμβριο του 2015, με βάση τη μισθωτική του αξία, που ανέρχεται    στο ποσό των 500 ευρώ, το μήνα. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, με βάση το ποσοστό του (1/2) και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις (άρθρα  223 και 295 §1 του Κ.Πολ.Δ.), το ποσό των 17.750 ευρώ (500 ευρώ Χ 71 μήνες Χ 1/2). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ως νόμιμη την αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 303, 785, 786, 787, 789, 792 §2, 961, 962, 1113 του Α.Κ., τη δέχθηκε εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο      να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.712,10 ευρώ, με το νόμιμο         τόκο. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε ν’ απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή, άλλως να μειωθεί το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί σε βάρος του.

ΙΙΙ.   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 §2, 961, 962 και 1113 του Α.Κ. προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται      οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του (κοινού), ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού (Α.Π. 767/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 2191/2007 Νο.Β. 2008,   σελ. 883). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία  της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ωφέλεια, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς  και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που   θα εκδοθεί, αρκεί να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η σ’ αυτό μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε, κατά τον επίδικο χρόνο, αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το, κατά τον επίδικο χρόνο, όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού     ακινήτου (Α.Π. 235/2016 και Α.Π. 767/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙV.   Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών – εναγόμενος εκθέτει ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν ανέφερε αναλυτικά τον ακριβή χρόνο, που ο εφεσίβλητος – ενάγων προέβη στη μεταγραφή του τίτλου του, με αποτέλεσμα να στερείται της δυνατότητας το δικαστήριο να κρίνει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και ο ίδιος να αμυνθεί. Ωστόσο, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, έχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο της (το κοινό ακίνητο, η μερίδα      του ενάγοντος σ’ αυτό, ότι ο εναγόμενος έκανε, κατά τον επίδικο χρόνο, αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, καθώς και το, κατά τον επίδικο χρόνο, όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση αυτού). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή        του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου      της έφεσης.

  1. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα επέβαλε σε βάρος του τα έξοδα της    δίκης, ενώ έπρεπε να τα συμψηφίσει στο σύνολό τους, κατά τη διάταξη        του άρθρου 179 §3 του Κ.Πολ.Δ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, λαμβανομένου υπόψη ότι έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή σε βάρος του (εκκαλούντος), καταδικάστηκε, με την εκκαλουμένη, να πληρώσει και τα ανάλογα δικαστικά έξοδα, με βάση την αρχή της ήττας, που διέπει τον Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον ότι, μετά την τροποποίηση του άρθρου 179 του             ως άνω Κώδικα με το άρθρο 15 του ν. 2943/2001, ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων είναι δυνητικός για το δικαστήριο, μόνο όταν πρόκειται       για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, κάτι που δεν συνέτρεχε στην υπό κρίση περίπτωση.

VΙ.   Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα [(δεν λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά  1Β, 2, 3, 4 και 7 του εφεσίβλητου, ούτε οι προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (σχετ. Γ), τα οποία δεν προσκομίστηκαν νόμιμα, αφού με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δεν προέβη  σε σαφή και ορισμένη επίκλησή τους, αντίθετα με τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, των οποίων η επίκληση είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά τους – Α.Π. 1209/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”)] είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική,        αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς –      Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος» και Α.Π. 1628/2003 ΕλλΔ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών – εναγόμενος έχει την κυριότητα, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, των εξής οριζόντιων ιδιοκτησιών : α) ενός διαμερίσματος, με στοιχεία Δ-1 του 4ου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 98,85 τ.μ., στο οποίο ανήκει η αποκλειστική χρήση της με στοιχεία Ι-4 θέσης στάθμευσης της πυλωτής και β) μίας αποθήκης, με στοιχεία Υ-1, του υπογείου ορόφου, εμβαδού 5,18 τ.μ., οι οποίες βρίσκονται στον Κορυδαλλό Αττικής, στη συμβολή των οδών ………….        Το ανωτέρω διαμέρισμα έχει ΚΑΕΚ ….. και αποτελείται από σαλοτραπεζαρία, κουζίνα συνεχόμενη, τρία υπνοδωμάτια, διάδρομο, λουτρό, WC, έναν εξώστη προς την πρασιά της οδού ……. και δύο ημιυπαίθριους χώρους προς τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Οι οριζόντιες ιδιοκτησίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του εκκαλούντος, κατά το ως άνω ποσοστό του (1/2 εξ αδιαιρέτου) με το συμβόλαιο ……/1994 της Συμβολαιογράφου Περιστερίου …………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας. Το έτερο ήμισυ των ίδιων οριζόντιων ιδιοκτησιών περιήλθε στην κυριότητα του εφεσίβλητος – ενάγοντος με την περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου …./5.2.2010 της Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. …., που μεταγράφηκε νόμιμα       στο κτηματολόγιο Νίκαιας, στις 10.9.2010, σύμφωνα με το πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης …../2010. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω, πλην του χρόνου μεταγραφής και κατά συνέπεια του ακριβούς χρόνου απόκτησης της συγκυριότητας του εφεσίβλητου, συνομολογούνται από τους διαδίκους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τότε που ο εφεσίβλητος απέκτησε τη συγκυριότητα στις ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι από τη μεταγραφή      των τίτλου του, στις 10.9.2010 και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως και τις 31.12.2015, ο εκκαλών τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά γι’ αυτόν και τη σύζυγό του, ως κύρια κατοικία. Εντούτοις, δεν αποδίδει στον εφεσίβλητο το ανάλογο  όφελος που εξοικονόμησε από το ποσοστό του δικαιώματος του τελευταίου, στο επίκοινο και το οποίο συνίσταται στην αξία του επιπλέον της ιδανικής του μερίδας. Επειδή πρόκειται για αστικό ακίνητο, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας του εφεσίβλητου, που αποκλείεται από τη χρήση και η οποία αποτελεί την     αποδοτέα ωφέλεια. Η πολυκατοικία στην οποία βρίσκεται το διαμέρισμα έχει κτιστεί προ τριακονταετίας, κείται δε στον πρώτο παράλληλο δρόμο από τη λεωφόρο ………., η οποία είναι ο εμπορικότερος δρόμος της περιοχής. Σε κοντινή απόσταση (τρεις στάσεις με το λεωφορείο) βρίσκεται η Πλατεία …., όπου υπάρχει πλήθος καταστημάτων, κυρίως εστίασης. Στην περιοχή από τη μία υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα, σχολεία και καλό συγκοινωνιακό δίκτυο, που αυξάνουν τη μισθωτική αξία του κοινού, από την άλλη πίσω από την πολυκατοικία βρίσκεται το ….. νεκροταφείο Αθηνών, γεγονός το οποίο μειώνει τη μισθωτική του αξία. Εξάλλου, μετά το 2010, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα, έχουν μεταβληθεί οι οικονομικές συνθήκες, γεγονός που επηρέασε και τα μισθώματα των ακινήτων. Κατόπιν τούτων και αφού ληφθούν υπόψη τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, το γεγονός ότι το υπό κρίση διαμέρισμα διαθέτει αποθήκη και θέση στάθμευσης στην πυλωτή, αλλά και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που επιβάλλουν την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ της αποζημίωσης, που καταβάλλει ο κοινωνός, οποίος κάνει αποκλειστική χρήση του ακινήτου και της μισθωτικής αξίας αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μισθωτική αξία των υπό κρίση οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται : α) για το έτος 2010 στο ποσό των 4,5 ευρώ / τ.μ., ήτοι μηνιαίως στο ποσό των 444,83 ευρώ (98,85 τ.μ. Χ 4,5 ευρώ), β) για τα έτη 2011 και 2012 στο ποσό των 4 ευρώ / τ.μ., ήτοι μηνιαίως στο ποσό των 395,40 ευρώ (98,85 τ.μ. Χ 4 ευρώ) και γ) για τα έτη 2013, 2014 και 2015 στο ποσό των 3,5 ευρώ / τ.μ., ήτοι μηνιαίως στο ποσό των 345,98 ευρώ (98,85 τ.μ. Χ 3,5 ευρώ). Επομένως, ο εκκαλών, εξαιτίας της αποκλειστικής χρήσης που έκανε στο επίκοινο, οφείλει να καταβάλει ως αποζημίωση το όφελος που εξοικονόμησε από το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του εφεσίβλητου (1/2), κατά το χρονικό διάστημα από τις 10.9.2010 έως και τις 31.12.2015, ήτοι α) για το  χρονικό διάστημα από τις 10.9.2010 έως 31.12.2010, ποσό 815,52 1.631,04 ευρώ (296,55 ευρώ για τις 20 ημέρες του Σεπτεμβρίου + 444,83 ευρώ Χ 3 μήνες = 1.631,04 ευρώ Χ 1/2 το ποσοστό του εφεσίβλητου), β) για καθένα από τα έτη 2011 και 2012 από ποσό 2.372,40 ευρώ (395,40 ευρώ Χ 12 μήνες Χ 1/2) και γ) για καθένα από τα έτη 2013, 2014 και 2015 από ποσό 2.075,88 ευρώ (345,98 ευρώ Χ 12 μήνες Χ 1/2) και συνολικά ποσό 9.415,56 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 10.712,10 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης μικρότερου ποσού. Σημειώνεται ότι ο εκκαλών με τις προτάσεις του ισχυρίζεται, όπως       και πρωτοδίκως, ότι ο εφεσίβλητος ασκεί καταχρηστικά το υπό κρίση δικαίωμά του με την αγωγή. Δεδομένου όμως ότι με την εκκαλουμένη, έγινε  εν μέρει δεκτή η τελευταία και απορρίφθηκε η ένσταση αυτή, απαραδέκτως επαναφέρεται απλά με τις προτάσεις του εφεσίβλητου, αντί να περιληφθεί ως λόγος έφεσης ή να προβληθεί με πρόσθετο λόγο (Α.Π. 1710/2012 και        Α.Π. 2312/2009 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Αθήνα 2018, Τόμος Ι, άρθρο 522 αρ. 34, σελ. 826 και Ε. Μπαλογιάννη σε Χαρ. Απαλλαγάκη ΚΠΟΛΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η Έκδοση, Αθήνα 2016, άρθρο 522, αρ. 7, σελ. 1308).

VΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3995/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο     535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 30.12.2015 αγωγή, να γίνει αυτή  εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος      να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 9.415,56 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένης της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, πρέπει      να καταδικαστεί ο εναγόμενος, ανάλογα με την έκταση της ήττας του, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ., 63 §1  περ. i στοιχ. α, β, 68 §1 και        69 §1 του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία ο εναγόμενος  – εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, επειδή έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος – εφεσίβλητου, δεν αντιφάσκει    με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεσή του (εκκαλούντος) και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα  με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με  την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός     του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 28.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2017 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3995/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 30.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2015 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο, …. ., να καταβάλει στον ενάγοντα, ……….., το ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δέκα πέντε ευρώ και πενήντα έξι (9.415,56) λεπτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Καταδικάζει τον εναγόμενο – εκκαλούντα στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εφτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις  19   Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς      την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ