Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 566/2019

Έφεση κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί αγωγής εφοδιαστή πλοίων για την καταβολή του τιμήματος πωλήσεως εμπορευμάτων που παραδόθηκαν στα πλοία των εναγομένων πλοιοκτητριών εταιριών που συμβλήθηκαν δια των επίσης εναγομένων διαχειριστριών τους εταιριών. Όλες οι εναγόμενες εταιρίες έχουν καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, διοικούνται όμως από την Ελλάδα, όπου έχουν αναπτύξει συναλλακτική δράση χωρίς να έχουν τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες δημοσιεύσεώς τους κατά το ελληνικό δίκαιο, πλην της μιας διαχειρίστριας που έχει εγκατασταθεί νόμιμα. Η αγωγή στράφηκε εναντίον και του κύριου μετόχου των εναγόμενων εταιριών  και μιας ακόμη ημεδαπής κατασκευαστικής ανώνυμης εταιρίας, που φέρεται να του ανήκε, η συνευθύνη των οποίων εις ολόκληρον  με τις εκ συμβάσεων ενεχόμενες θεμελιώθηκε στην κάμψη της νομικής προσωπικότητας όλων των εταιριών, ευθέως μεν των αλλοδαπών, τις οποίες ο μέτοχος υποχρηματαδοτούσε και αντιστρόφως ως προς την ημεδαπή, στην οποία διοχετεύθηκαν τα κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων, προκειμένου να αποκρυβούν από τους ατομικούς πιστωτές του μετόχου. Αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των εναγομένων, αφού το δεδικασμένο της απόφασης θα καταλάβει και αυτούς, το μεν μέτοχο των αλλοδαπών εταιριών, που αντιμετωπίζονται ως de facto ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω της προσωπικής και απεριόριστης κατά το ουσιαστικό δίκαιο ευθύνης του για τα εταιρικά χρέη, τη δε ανώνυμη εταιρία λόγω της κατά το ουσιαστικό δίκαιο αυτοδίκαιης επέλευσης της εις ολόκληρον συνενοχής στην περίπτωση της κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Η δικονομική ενότητα που δημιουργείται επί αναγκαίας ομοδικίας επιβάλλει την κλήτευση όλων των ομοδίκων σε κάθε συζήτηση της υπόθεσης με κύρωση το απαράδεκτο αυτής αν η κλήτευση παραλειφθεί. Οι αλλοδαπές εταιρίες, κατά των οποίων στράφηκε η έφεση του ενάγοντος και οι οποίες αδράνησαν μεν να προσβάλλουν την πρωτοβάθμια κρίση, όπως έπραξε ο μέτοχός τους, αλλά θεωρούνται συνεκκαλούσες, δεν κλητεύθηκαν για τη συζήτηση των εφέσεων, με τις οποίες μεταβιβάστηκε στο δεύτερο βαθμό το ζήτημα της εις ολόκληρον συνευθύνης τους και για το λόγο αυτό κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων ως προς όλους τους διαδίκους.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  566/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

                Ι. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έχουν εισαχθεί προς συζήτηση α] η από 21.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../21.3.2018 έφεση του εκ των εναγομένων ….., κατοίκου …. Αττικής [Α έφεση] και β] η από 24.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./24.4.2018 έφεση της ενάγουσας νομίμως εκπροσωπούμενης αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………….» [Β έφεση], με τις οποίες πλήττεται η υπ’ αριθμ. 5458/2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 28.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../28.12.2016 αγωγής της εκκαλούσας της Β έφεσης, που στράφηκε εναντίον 1] του εκκαλούντος της Α έφεσης, 2] των αλλοδαπών με καταστατική έδρα στη Λιβερία πέντε [5] πλοιοκτητριών εταιριών με τις επωνυμίες …………..», των οποίων όμως η διοίκηση ασκείται από την Ελλάδα, 3] των ομοίως αλλοδαπών με καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ εταιριών με τις επωνυμίες …………, αμφοτέρων των οποίων όμως η διοίκηση ασκείται από την Ελλάδα, όπου η δεύτερη από αυτές […..] έχει νομίμως εγκατασταθεί και 4] της ημεδαπής, εδρεύουσας στην Αθήνα, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και, εκδικάζοντας την υπόθεση ερήμην των εναγομένων αλλοδαπών εταιρών και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή στο σύνολό της ως προς τις αλλοδαπές εταιρίες, που υπέστησαν τις συνέπειες της ερημοδικίας τους και ως προς τον εκκαλούντα της Α έφεσης, ενώ απέρριψε αυτήν ως νομικά αβάσιμη κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της ημεδαπής ως άνω εταιρίας. Οι εφέσεις αυτές, επειδή είναι συναφείς, πρέπει να συνεκδικαστούν, κατ’ άρθρα 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 76 § 1 ημιεδαφ. α περ. β ΚΠολΔ, δεσμός αναγκαίας ομοδικίας παράγεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και, όταν η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους. Η διάταξη αυτή, που δεν επιβάλλει αναγκαστική εναγωγή περισσοτέρων προσώπων αλλά αποσκοπεί στον ενδεχόμενο εξαναγκασμό τους να παρέμβουν σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη (Δ. Τσικρικάς, Προϋποθέσεις και συνέπειες της ασκήσεως ενδίκων μέσων στο πλαίσιο της αναγκαστικής ομοδικίας, Δ 1996/78), αναφέρεται στις έννομες συνέπειες της απόφασης, κυρίως δε το δεδικασμένο (άρθρο 322 § 1 ΚΠολΔ) και την εκτελεστότητά της (άρθρο 904 ΚΠολΔ), που επηρεάζουν αυτοδικαίως τις έννομες σχέσεις (ΜονΕφΠατρ. 323/2018, ΜονΕφΠειρ. 172/2015, πρώτη δημοσίευσή τους σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) των τρίτων, ακόμα και αν αυτοί δεν υπήρξαν διάδικοι, επειδή τους καταλαμβάνουν όταν τα υποκειμενικά όρια της δίκης διευρύνονται δυνάμει [άλλης, δικονομικής] διατάξεως (ΕφΑθ. 9848/1987, Δνη 1989/99 = ΕΕμπΔ 1989/423), προκειμένου να εξυπηρετηθούν αντίστοιχες αξιολογικές σταθμίσεις του ουσιαστικού δικαίου. Για το λόγο αυτό, αν ασκηθεί αγωγή και συμμετάσχουν στη δίκη είτε εκουσίως (κατ’ άρθρα 79 και 80 ΚΠολΔ) είτε προσεπικληθέντες από διάδικο (άρθρο 86 ΚΠολΔ) ή από το δικαστήριο (άρθρο 90 ΚΠολΔ) οι τρίτοι, στους οποίους θα επεκταθεί το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, ιδρύεται μεταξύ των αρχικών διαδίκων της μίας αντίδικης πλευράς και των τρίτων σχέση αναγκαστικής ομοδικίας. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο συμβαίνει και επί εναγωγής πάντων των ομοδίκων, οπότε αυτοί καθίστανται εξαρχής παθητικά υποκείμενα της αντιδικίας. Περίπτωση αναγκαστικής, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 76 § 1 ημιεδαφ. α περ. β ΚΠολΔ, ομοδικίας ανακύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 329 και 920 ΚΠολΔ και επί κοινής εναγωγής ομόρρυθμης εταιρίας και των μελών της ατομικώς, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος αντιφατικών κρίσεων για τις έννομες σχέσεις προσώπων που καταλαμβάνονται όλα από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής (ΑΠ 1103/2010, ΕφΑΔ 2010/1219, ΑΠ 1240/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 198/2014, Δικογραφία 2014/731, ΕφΑθ. 7147/2008, Δνη 2009/1099, ΕφΑθ. 9775/2002, ΝοΒ 2003/1237, ΕφΑθ. 2968/1998, Δνη 1999/423, ΕφΑθ. 6995/1995, ΑρχΝ 1996/734 = Δνη 1997/925, Σ. Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτων από το δεδικασμένο, 2007, § 4 Ι 1, σελ. 102), υπόκεινται δε και στην αναγκαστική εκτέλεσή της, επειδή κατά το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 249 § 1 του Ν. 4072/2012) θεμελιώνεται προσωπική και εις ολόκληρον ευθύνη τους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου της εταιρίας (ΑΠ 291/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 114/2005, ΔΕΕ 2006/55, ΕφΑθ. 9775/2002, ο.π., ΕφΑθ. 10187/1998, Δνη 1999/1150, Ν. Νίκας, Επέκταση του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος και στο μέλος διαδίκου νομικού προσώπου, γνμδ σε ΕΠολΔ 2008/25 επομ. [26]). Αναγκαία είναι η ομοδικία μεταξύ του νομικού προσώπου που ενάγεται για την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων του και των μελών του, ακόμα και αν πρόκειται για de facto προσωπική εταιρία (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 27, αρ. 6, σελ. 182, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43], η ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1047]), όπως συμβαίνει επί ναυτιλιακής εταιρίας με καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, η οποία αναπτύσσει συναλλακτική δράση στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα της, χωρίς, όμως, να έχει τηρήσει τις γηγενείς προϋποθέσεις συστάσεως και δημοσιότητας, οπότε αντιμετωπίζεται ως αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία (ΟλΑΠ 2/2003, ΕΕμπΔ 2003/60 = ΧρΙΔ 2003/240 = ΔΕΕ 2003/525 = ΕΝαυτΔ 2003/35 = ΝοΒ 2003/1392 = ΕπισκΕΔ 2003/117 = Δνη 2003/388, ΑΠ 186/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 335/2001, ΔΕΕ 2001/608 = ΕΕμπΔ 2001/279 = ΕπισκΕΔ 2001/397, ΑΠ 975/1997, ΔΕΕ 1997/1083, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 20, αρ. 59, σελ. 452 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 28, αρ. 62, σελ. 488, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 29, αρ. 4, σελ. 573 επομ., Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Γενικαί Διατάξεις, ανάτυπο δεύτερης έκδοσης, άρθρο 920, σελ. 271 – 272). Την ίδια ένταση εμφανίζει ο δεσμός που παράγεται επί κοινής εναγωγής  κεφαλαιουχικής εταιρίας και του μετόχου της, όταν κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ευθύνη της πρώτης επεκτείνεται και στο δεύτερο, όπως συμβαίνει όταν συντρέχουν περιστάσεις που υποδηλώνουν κατάχρηση από αυτόν του θεσμού της εταιρίας, που ως κύρωση επισύρει την άρση ή, ορθότερα, την κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας (ΑΠ 812/2013, ΕΠολΔ 2013/665 , με παρατηρήσεις Ν. Κατηφόρη = Αρμ. 2014/634, με σημείωμα Δ. Χατζημιχαήλ = Ε7 2014/1275 = ΕΕμπΔ 2013/443), αφού και τότε η έννομη συνέπεια (:εις ολόκληρον ενοχή των εναγομένων για την ικανοποίηση των συμβατικών απαιτήσεων του εταιρικού δανειστή) επέρχεται αυτοδικαίως (ΟλΑΠ 2/2013, ΧρΙΔ 2013/258 = ΕφΑΔ 2013/228, 317 = ΕΕμπΔ 2013/78 = ΔΕΕ 2013/321 = ΕπισκΕΔ 2013/573 = ΝοΒ 2013/363 = ΕΝαυτΔ 2013/1 = ΠειρΝ 2013/48 = Ε7 2013/747), ως απότοκος της συμπεριφοράς του μετόχου, που, επειδή αντίκειται στους κανόνες της καλής πίστης (άρθρα 281 και 288 ΑΚ), διαμορφώνει τέτοια έννομη κατάσταση, ώστε, στα πλαίσια αυτής, να μην είναι ανεκτή η επίκληση της νομικής και οικονομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα η αρχή του χωρισμού των περιουσιών (της εταιρίας και του μέλους της) να μην αποτελεί εμπόδιο στην επέκταση της ευθύνης και πέραν του συμβατικού δεσμού (Ε. Ποδηματά, Κατάχρηση του θεσμού της ανώνυμης εταιρίας και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου έναντι των βαρυνομένων με την κατάχρηση μετόχων, γνμδ σε ΧρΙΔ 2018/222 επομ. [233], Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 178 επομ.), με κατεύθυνση από την εταιρία προς το μέτοχο (ευθεία [εχθρική ή φιλική] κάμψη, περί της οποίας βλ. Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014/5 επομ., τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, passim, τον ίδιο, Η εχθρική και αντίθετη άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, σε ΕΕμπΔ 2018/229 επομ., τον ίδιο, παρατηρήσεις σε ΔΕΕ 2012/940, τον ίδιο, Οι αρχές της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου έναντι των μελών του και της άρσης της, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 1910/2009, σε ΕφΑΔ 2010/916 επομ., Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 2018, § 33, σελ. 387 επομ., Β. Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝ 2005/389 επομ., Δ. Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΕπισκΕΔ 1999/75 επομ., Κ. Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, σε ΕπισκΕΔ 2009/19 επομ., Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 44 επομ. = Αρμ. 1993/877 επομ., Κ. Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της Α.Ε. στη νομολογία, 1994, Θ. Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1993, passim, Ε. Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996/374 επομ., Ε. Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ. 567/2008, σε ΔΕΕ 2010/792, Δ. Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών – Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994, πρβλ, επικριτικά, Ι. Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου – Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003/257 επομ., τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιριών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ. 2003/601 επομ., Ν. Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, σελ. 171 – 234) ή από αυτόν προς την εταιρία (αντίστροφη κάμψη, περί της οποίας βλ. ΕφΠειρ. 348/2005, ΔΕΕ 2007/318 = ΠειρΝ 2005/310 = ΝοΒ 2006/246, Ι. Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου Α.Ε. και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007/482 επομ., Ν. Βερβεσό, σημείωμα σε ΔΕΕ 2007/319, Γ. Ψαρουδάκη, παρατηρήσεις σε ΕπισκΕΔ 2015/540 επομ.). Στις περιπτώσεις αυτές οι εναγόμενοι ομοδικούν αναγκαστικά για λόγους που ανάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο και ο, ως εκ τούτου, στενότερος έναντι της απλής υποκειμενικής σώρευσης των αγωγών, η οποία αναγνωρίζεται για λόγους δικονομικής και μόνον σκοπιμότητας και παράγει απλή ομοδικία, δεσμός που συνείρει τις περισσότερες δίκες των αναγκαίων ομοδίκων (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, § 15, σελ. 366) συνεπάγεται τη δημιουργία αδιάσπαστης δικονομικής ενότητας, που επιβάλλει τη διατήρηση κοινής πορείας στη δίκη, προς το σκοπό της εκδόσεως, στα πλαίσια κοινής διαδικασίας, ενιαίας αποφάσεως. Η δικονομική ενότητα των αναγκαίως ομοδικούντων εξασφαλίζεται, πρώτον, με την καθιέρωση πλάσματος στο ημιεδαφ. β της § 1 του άρθρου 76 ΚΠολΔ, κατά το οποίο οι απόντες ομόδικοι δεν ερημοδικάζονται αλλά θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους κατ’ αντιμωλία δικαζόμενους ομοδίκους τους, εφόσον, βεβαίως, έχει προηγηθεί εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των απολιπομένων (ΑΠ 546/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, με το ανεπίτρεπτο της επισπεύσεως της συζητήσεως ως προς ορισμένους μόνον από αυτούς (άρθρο 76 § 3 ΚΠολΔ) και, τρίτον, επί ασκήσεως ενδίκων μέσων, αφενός, με την υποχρεωτική  απεύθυνσή τους, όταν ασκούνται από τον κοινό τους αντίδικο, καθ’ όλων των ομοδίκων της αντίδικης πλευράς και, αφετέρου, με την επέλευση των αποτελεσμάτων τους ως προς όλους τους ομοδίκους της πλευράς αυτού που τα ασκεί (άρθρο 76 § 4 ΚΠολΔ), έστω και αν αυτοί αδράνησαν. Με βάση τις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις συνάγεται ότι σε περίπτωση παθητικής αναγκαστικής ομοδικίας η έφεση του ενάγοντος πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου αυτής ως προς όλους τους εφεσιβλήτους (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759, ΑΠ 133/2018, Αρμ. 2018/1790, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], αρ. 66, σελ. 128 επομ.), να στρέφεται εναντίον όλων των ομοδίκων της εναγόμενης πλευράς, οι οποίοι και πρέπει να καλούνται στη συζήτηση (άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ), ενώ η έφεση ενός από τους εναγομένους ωφελεί και τους λοιπούς, που αποκτούν ιδιότητα διαδίκου κατά το πλάσμα της αντιπροσώπευσης (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 320, υποσημ. 121) και θεωρούνται συνεκκαλέσαντες την πρωτοβάθμια απόφαση (ΑΠ 1433/2012, ΕΠολΔ 2013/108, Σ. Πατεράκης, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, σε ΝοΒ 1989/545 επομ. [550]) πρέπει δε, μολονότι δεν είναι τυπικώς διάδικοι στην έκκλητη δίκη, να καλούνται στη συζήτηση της εφέσεως, η οποία άλλως κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους (ΑΠ 1139/2018, ΔΕΕ 2019/845, ΑΠ 364/2018, ΑΠ 223/2018, ΑΠ 42/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1518/2005, Δνη 2006/135 = ΧρηΔικ 2007/109 = Δ 2006/585, ΑΠ 1171/2001, Δνη 2002/440, ΑΠ 1383/1999, Δνη 2000/763 = ΝοΒ 2000/262, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 517, αρ. 6, σελ. 917) και αυτεπαγγέλτως (ΕφΠειρ. 493/1997, Δνη 1997/1900). Βέβαια, επειδή το ένδικο μέσο ανήκει στη διαθετική εξουσία εκείνου που το άσκησε (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 10, σελ. 163), ο εκκαλών με τους λόγους που θα προτείνει για να επιτύχει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, θα καθορίσει ταυτόχρονα την έκταση και τα όρια της μεταβιβάσεως της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 23, σελ. 134, υποσημ. 144). Έτσι, επί αποφάσεως που έκρινε αξίωση στηριζόμενη σε περισσότερες νομικές βάσεις (δηλαδή επί συρροής νομίμων βάσεων της αυτής ενιαίας αξιώσεως, περί της οποίας βλ. ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1276/2015, ΧρΙΔ 2016/54, ΑΠ 1277/2015, Ε7 2016/699, ΑΠ 1596/2014, ΧρΙΔ 2015/185, και Απ. Γεωργιάδη, Συρροή αξιώσεων και συρροή νομίμων βάσεων της αξίωσης: Ένας απολογισμός, σε ΧρΙΔ 2016/3 επομ., Π. Παναγιώτου, Νομικά ζητήματα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης και τη συρροή αξιώσεων στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, σε Δνη 2013/657 επομ.), αν η προσβολή της μεταβιβάζει στο εφετείο [και] εκείνη από τις συρρέουσες βάσεις που θεμελιώνει δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας των εναγομένων, οι εφεσίβλητοι παραμένουν αναγκαίοι ομόδικοι και πρέπει να καλούνται στη συζήτηση που θα λάβει χώρα στο εφετείο.

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα κατέστησε επίδικες χρηματικές αξιώσεις της αντιστοιχούσες στο τίμημα της από αυτήν προς τις πιο πάνω αναφερόμενες πέντε [5] πλοιοκτήτριες αλλοδαπές εταιρίες πωλήσεως λιπαντικών ελαίων, απορρέουσες από συμβάσεις που συνήψε με τις διαχειρίστριες των πλοίων εταιρίες ….. και ……. Τις συμβατικές αυτές αξιώσεις της έστρεψε εναντίον όλων των ως άνω εταιριών, καθώς και κατά του πρώτου εναγομένου, εκκαλούντος της Α έφεσης, για τον οποίο ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει ο «ιδρυτής, διαχειριστής, εκπρόσωπος, κύριος μέτοχος και ουσιαστικά ασκών τη διοίκηση των εναγομένων εταιριών», οι οποίες όλες, πλην της εξ αυτών ……….., που είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, έχουν συσταθεί κατ’ αλλοδαπά δίκαια και αναπτύξει συναλλακτική δράση στην Ελλάδα, χωρίς όμως να έχουν δημοσιευθεί νόμιμα στην ημεδαπή. Με την επίκληση δε και του ότι στη σύναψη των ενδίκων συμβάσεων παραπλανήθηκε από τις αναληθείς παραστάσεις του πρώτου εναγομένου που, δια των υπαλλήλων του που διεκπεραίωσαν τις σχετικές διαπραγματεύσεις, της απέκρυψε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση των εταιριών του, την εναγωγή των ως άνω αντιδίκων της επιχείρησε η ενάγουσα να θεμελιώσει στις συρρέουσες περί συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις του ΑΚ, στις οποίες επιστήριξε και το αίτημά της στην εις ολόκληρον καταδίκη στην καταβολή των οφειλομένων του πρώτου εναγομένου, υπό την ιδιότητά του ως ομορρύθμου εταίρου των εναγομένων αλλοδαπών εταιριών που δεν είχαν τηρήσει τις διατυπώσεις του ελληνικού δικαίου για την έγκυρη σύστασή τους κατ’ αυτό.  Επικαλούμενη δε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος αυτός, υπό τις ως άνω ιδιότητές του, ασκούσε τη διοίκηση των εταιριών του κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους και με σκοπό τη φαλκίδευση των δικαιωμάτων των πιστωτών του, συγχέοντας την περιουσία εκάστης με την ατομική του περιουσία, προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που για λογαριασμό τους αναλάμβανε, συντελώντας στην επαύξηση του παθητικού τους κατά τρόπο δυσανάλογο προς τις οικονομικές δυνατότητές τους και υποχρηματοδοτώντας τες, ώστε να μη μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, υποστήριξε η ενάγουσα ότι συντρέχει στην ένδικη υπόθεση περίπτωση ευθείας κάμψεως της νομικής προσωπικότητας των ως άνω εναγομένων εταιριών, προκειμένου να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος στην εις ολόκληρον με αυτές εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Επί τη βάσει δε των ιδίων ισχυρισμών η ενάγουσα ζήτησε και την, κατ’ αντίστροφη κάμψη της νομικής προσωπικότητας της ένατης εναγομένης ημεδαπής κτηματικής και κατασκευαστικής εταιρίας, κυρίας ακινήτου μεγάλης αξίας στη Νήσο ……, καταδίκη αυτής στην εκπλήρωση των έναντι της ενάγουσας συμβατικών χρεών του πρώτου εναγομένου, που χρησιμοποίησε το νομικό της πρόσωπο ως ένδυμα, προκειμένου να αποκρύψει τα κέρδη που συγκέντρωσε από την εκμετάλλευση των πλοίων του και να αποτρέψει, με την επίκληση της οικονομικής αυτοτέλειάς της, την υπεγγυότητά τους έναντι των πιστωτών του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε τελικά η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι αντίδικοί της στη νομιμότοκη και εις ολόκληρον καταβολή, οι μεν πλοιοκτήτριες εταιρίες του τιμήματος των εμπορευμάτων που παραδόθηκαν στο πλοίο εκάστης, οι δε λοιποί εναγόμενοι και, συγκεκριμένα, οι διαχειρίστριες των πλοίων αλλοδαπές εταιρίες, η ημεδαπή κατασκευαστική ανώνυμη εταιρία και ο βασικός μέτοχος όλων πρώτος εναγόμενος, του συνόλου των απαιτήσεών της, που συμποσούνται σε εκατόν δώδεκα χιλιάδες εννιακόσια δύο δολάρια ΗΠΑ και τριάντα πέντε σεντς (112.902,35 $), άλλως του ισόποσου αυτών σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής άλλως του χρηματικού ποσού των εκατόν οκτώ χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (108.092,24 €) στο οποίο ανερχόταν η αξία της ως άνω οφειλής στο αλλοδαπό νόμισμα κατά την ισοτιμία της με το ευρώ κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής.

  1. IV. Με βάση τους (πραγματικούς και νομικούς) ισχυρισμούς της ενάγουσας αλλά και το αίτημα της αγωγής είναι προφανές ότι η σχέση που ιδρύθηκε μεταξύ των (περισσοτέρων) εναγομένων είναι αυτή της παθητικής αναγκαστικής ομοδικίας. Και τούτο διότι η εις ολόκληρον ενοχή των εναγομένων θεμελιώθηκε, ως προς μεν τις πλοιοκτήτριες εταιρίες και τον πρώτο εναγόμενο, στην ευθύνη του ομορρύθμου εταίρου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου της εταιρίας, ως προς δε άπαντες τους εναγομένους στην νομική κατάσταση του μη αντιτάξιμου του χωρισμού των περιουσιών τους λόγω της συνδρομής περίπτωσης κάμψης, συνεπεία της καταχρήσεώς της εκ μέρους του βασικού τους μετόχου, της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιριών, ευθείας μεν ως προς τις πλοιοκτήτριες και τις διαχειρίστριες των πλοίων αλλοδαπές, αντίστροφης δε όσον αφορά την κατασκευαστική ημεδαπή ανώνυμη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερημοδίκασε όλες τις αλλοδαπές εταιρίες, μολονότι κατά τις παραδοχές του είχαν προσηκόντως κλητευθεί στη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφασή του και, στη συνέχεια, απέρριψε την αγωγή ως προς την αδικοπρακτική βάση της και τη βάση της την προϋποθέτουσα την κάμψη της προσωπικότητας των εναγομένων νομικών προσώπων, την οποία θεώρησε ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 914 και 926 ΑΚ, επειδή έκρινε ότι το αίτημά της δεν ήταν νόμιμο, αφού με βάση τις διατάξεις αυτές έπρεπε να ζητηθεί το ισόποσο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος όχι κατά το χρόνο της πληρωμής αλλά της επελεύσεως της ζημίας της ενάγουσας, ενώ παράλληλα δέχθηκε αυτήν (την αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς τη συμβατική βάση της και ως προς όλους τους πρώτο έως και όγδοη των εναγομένων (παρότι οι δύο [2] τελευταίες από αυτούς είχαν εναχθεί υπό την ιδιότητά τους ως διαχειρίστριες), κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας της ιστορικής της βάσης, που συνήγαγε από την ερημοδικία των επτά [7] αλλοδαπών εταιριών και μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τον πρώτο από τους εναγομένους, του οποίου, επιπλέον, απερρίφθησαν οι προβληθείσες καταλυτικές ενστάσεις της παραγραφής και της μερικής εξοφλήσεως.

Κατά της εκκαλουμένης ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις, με την πρώτη από τις οποίες ο πρώτος εναγόμενος (εκκαλών της Α έφεσης) μέμφεται αυτήν για εσφαλμένη απόρριψη των ενστάσεών του και, επιπλέον, αμφισβητεί ότι υπήρξε οποτεδήποτε είτε μέτοχος είτε διοικητής ή εκπρόσωπος των εναγομένων αλλοδαπών εταιριών, με αποτέλεσμα την έλλειψη δικής του ευθύνης για τα χρέη αυτών, ακόμα και αν θεωρηθούν [όλες τους, πλην της ……., για την οποία προβάλλει ειδικούς ισχυρισμούς] μη νομίμως κατά το ελληνικό δίκαιο συνεστημένες εταιρίες με καταστατική έδρα στην αλλοδαπή. Αντιστοίχως, με τη δική της έφεση η ενάγουσα (εκκαλούσα της Β έφεσης) αποδίδει στην εκκαλουμένη την αιτίαση της παρά το νόμο απορρίψεως της αγωγής της τόσον ως προς την ένατη εναγόμενη, ημεδαπή κατασκευαστική ανώνυμη εταιρία, όσον και κατά το μέρος της που κρίθηκε απορριπτέο «ως προς τους πρώτο έως και όγδοη εναγομένους», πλήττοντας, συνεπώς, αυτήν (υπό την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου) ως προς την ορθότητα της απορριπτικής κρίσης της περί της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων αυτών [και] κατά τη βάση που θεμελιώθηκε στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους. Με τους λόγους που προέβαλαν οι εκκαλούντες έχουν οριοθετήσει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των εφέσεών τους και κατέστησαν επίδικη και στο δεύτερο βαθμό την εις ολόκληρον ευθύνη του πρώτου και της ένατης των εναγομένων για την εκπλήρωση των συμβατικών απαιτήσεων της ενάγουσας, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δημιουργεί και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης σχέση αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των εναγομένων. Αυτός είναι και ο λόγος που η Β έφεση απευθύνθηκε καθ’ όλων των [ομοδικούντων] αντιδίκων της ενάγουσας – εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου κατόπιν της εφέσεως του πρώτου εναγομένου κατέστησαν [πλασματικώς] εκκαλούσες και οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες συνενήχθησαν μαζί του. Αποτέλεσμα του δικονομικού δεσμού των εναγομένων, που εντός των ορίων της μεταβιβάσεως της υπόθεσης διατηρείται και στο δεύτερο βαθμό, είναι η ανάγκη συμμετοχής πάντων των ομοδίκων στη δίκη στο εφετείο ή, σε κάθε περίπτωση, της παροχής σ’ αυτούς δυνατότητας να συμμετάσχουν, η οποία επιτυγχάνεται δια της κλητεύσεώς τους (άρθρα 110 § 2 και 76 § 3 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι απολιπόμενες αλλοδαπές εταιρίες δεν έχουν κλητευθεί καθόλου για την παρούσα συζήτηση, αφού ο μεν εκκαλών της Α έφεσης [και αναγκαίος ομόδικός τους], που επισπεύδει τη συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων δεν επικαλείται κλήτευσή τους, η δε εκκαλούσα της Β έφεσης, κοινή αντίδικός τους την παρέλειψε. Συνεπώς, εφόσον δεν κλητεύθηκαν οι ανωτέρω εφεσίβλητες της Β έφεσης και πλασματικώς συνεκκαλούσες της Α έφεσης, οι οποίες συνδέονται με τους λοιπούς παρασταθέντες εφεσιβλήτους της Β έφεσης με δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους η συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων. Περίπτωση εκκαθαρίσεως των δικαστικών εξόδων δε συντρέχει, αφού η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική (άρθρα 176, 191 και 309 εδαφ. α ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ. 185/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 455/2004, ΔΕΕ 2005/303 = ΑχΝομ. 2005/394, ΕφΘεσ. 1002/1988, Αρμ. 1989/121).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Συνεκδικάζει τις α] από 21.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../21.3.2018 και β] από 24.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/24.4.2018 αντίθετες εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 5458/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση αμφοτέρων αυτών.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ