Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 621/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  621/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εισάγονται προς συζήτηση  Α) η από  30-1-2017 και με αρ. κατάθ.   …………/2017 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και Β) η από 29-3-2018 και με αρ. κατάθ. ………../2018 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’ αριθμ.  1161/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλίαν των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 11-4-2012 (αρ. κατάθ. …./2012) αγωγής, οι οποίες εφέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν, καθόσον είναι συναφείς μεταξύ τους και από  τη  συνεκδίκαση  τους επιταχύνεται  και  διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 σε συνδ. με 524 § 1 ΚΠολΔ). Οι ένδικες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ ως ισχύουν), καθόσον το δικόγραφο τους κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 3-5-2017 και στις 29-3-2018 αντίστοιχα και ενώ δεν παρήλθε διετία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 6-5-2016, καθόσον από τα έγγραφα, που προσκομίζονται δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης. Αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, και για το παραδεκτό της άσκησης τους έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες τα αντίστοιχα παράβολα δημοσίου. Πρέπει, συνεπώς, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι τυγχάνουν συγκύριοι μετά της εναγομένης του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσοστά εξ αδιαιρέτου και ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2008 μέχρι και τον Απρίλιο του 2012 έκανε αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, αρνούμενη να τους αποδώσει το αντιστοιχούν στις μερίδες τους επί του ως άνω κοινού ακινήτου μέρος του οφέλους, που αποκόμισε από την αποκλειστική χρήση αυτού και ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 1.064,12 ευρώ. Ζητούσαν δε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλλει σε έκαστο αυτών ως αποζημίωση, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί κοινωνίας, την αντιστοιχούσα στην μερίδα της συγκυριότητας τους μισθωτική αξία του ακινήτου, όπως αναλυτικώς προσδιοριζόταν στην αγωγή, ανερχόμενη για την επίδικη χρονική περίοδο στο συνολικό ποσό των 25.538,88 € (για καθένα ενάγοντα), επικουρικά ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία, που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια αποστέρηση της χρήσης του επίκοινου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως ως αποδοτέα ωφέλεια κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εντόκως για την κάθε μήνα οφειλόμενη αποζημίωση από την επομένη της παρελεύσεως της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός αποκλειστικής χρήσης, άλλως από την επομένη της εξώδικης όχλησης τους στις 7-2-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητούσαν να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τις επικουρικά σωρευόμενες βάσεις, της μεν αδικοπραξίας ως αόριστη, του δε αδικαιολόγητου πλουτισμού ως μη νόμιμη, δέχτηκε την αγωγή  ως προς την κύρια βάση της κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει σε έκαστο των εναγόντων ως αποζημίωση για τη χρήση του επίκοινου, για το χρονικό διάστημα από 1-4-2008 μέχρι 22-12-2011, το ποσό των 17.354,63 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τους λόγους, που περιέχονται στις ένδικες εφέσεις τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια, κατά μεν την εκκαλούσα εταιρεία (εναγομένη) να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή, κατά δε τους εκκαλούντες (ενάγοντες) να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεχτεί την  έφεση οριστικά και κατ’ ουσία και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάσσει, αν ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο, που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής ή της κυρίας παρέμβασης και, περαιτέρω, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, το ποσό αποδίδεται με αίτηση του δικαιούχου με τους τόκους από τον χρόνο επίδοσης, στον αντίδικο του δικαιουμένου σε επαναφορά, της απόφασης που ανατρέπει την απόφαση που εκτελέστηκε, αφού από τότε καθίσταται υπερήμερος, κατά το άρθρο 340 ΑΚ, ο γενεσιουργός λόγος δε της εναντίον του απαιτήσεως για την απόδοση του ποσού αυτού είναι η εξαφάνιση της απόφασης που εκτελέστηκε. Αν η απόρριψη είναι μερική, ανάλογη είναι και η επαναφορά των πραγμάτων (ΟλΑΠ 5/2001 ΕλΔνη 42.379, ΕΠατρ 67/2008 ΑΡΜ 2008/1204). Στην εξεταζόμενη υπόθεση,  η εκκαλούσα της από 30-1-2017 έφεσης με το δικόγραφο αυτής, επικαλούμενη την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Ειδικότερα, ζητεί να υποχρεωθούν   οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες να αποδώσουν το σε έκαστο τούτων καταβληθέν,   σε εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, ποσό των 8.000 ευρώ. Η αίτηση αυτή της εκκαλούσας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, είναι παραδεκτή και νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ και θα ερευνηθεί στην ουσία της.

Από το συνδυασμό των άρθρων 785, 786, 787, 792 § 2, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ένας από τους κοινωνούς κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού αντικειμένου, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από τον πιο πάνω κοινωνό ανάλογη μερίδα από το όφελος, που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά τον χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια. Η ωφέλεια αυτή προσδιορίζεται από τη μισθωτική αξία του κοινού πράγματος, δηλαδή του ποσού του μισθώματος, που θα κατέβαλε ο κοινωνός, που το χρησιμοποιεί, για τη χρήση άλλου όμοιου ακινήτου με βάση τις εν γένει μισθωτικές συνθήκες της περιοχής που επικρατούν κατά τον κρίσιμο χρόνο και της     κατάστασης,    που    βρίσκεται   το  κοινό πράγμα (ΑΠ 1208/2018, ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τυγχάνουν συγκύριοι, ως συνομολογείται, κατά ποσοστό 16,45% εξ αδιαιρέτου έκαστος των εναγόντων και κατά ποσοστό 67,10% εξ αδιαιρέτου η εναγομένη ενός οικοπέδου εκτάσεως 7.986,12 τμ. με ΚΑΕΚ …/….., το οποίο εμφαίνεται με το στοιχείο 01 του υπ’ αρ. Γ ….. οικοδομικού τετραγώνου και βρίσκεται στη θέση «……..» ή «…..» της πόλης των …, εντός της μεσημβρινής της περιοχής ……… του δήμου Πατρέων (πολεοδομική μελέτη της περιοχής ……… του Δήμου Πατρέων), συνορεύει δε ανατολικά με δρόμο, δυτικά εν μέρει με χώρο εργοστασίου της εναγομένης και εν μέρει με το υπό στοιχείο 02 οικόπεδο του ιδίου τετραγώνου, βόρεια με αδιάνοικτο δρόμο και πέραν αυτού με κοινόχρηστο χώρο  Γ 76 και νότια εν μέρει με αδιάνοικτο δρόμο και εν μέρει  με το υπό στοιχείο 02  οικόπεδο του ιδίου τετραγώνου. Το ανωτέρω οικόπεδο προέκυψε μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Πατρέων αγροτεμαχίου εκτάσεως 18.825,14 τμ., κείμενου στη θέση «…..» ή «…..» του Δήμου Πατρέων, συγκυριότητας του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, …………., κατά ποσοστό 5/12 εξ αδιαιρέτου και της εναγομένης κατά ποσοστό 7/12 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’ αρ. …../2002 πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης επέκτασης των περιοχών ……. του Δήμου Πατρέων, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αρ. 3527/2022 απόφαση του Νομάρχη Αχαϊας, νόμιμα μεταγραφείσα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πατρών στις 1-4-2002. Μέχρι τον χρόνο αυτόν η εναγομένη, αρχικά δυνάμει της υπ’ αρ. 2394/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του ………….., στη συνέχεια  δυνάμει του από 20-11-1997 συμφωνητικού, που υπέγραψε με τον τελευταίο και μετέπειτα δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης, που συνήψε με τον ίδιο, έκανε αποκλειστική χρήση τμήματος 3.250 τμ. της ως άνω επίκοινης αρχικής συνιδιοκτησίας προκειμένου να εναποθέτει σε αυτό ποσότητες πρώτων υλών παρασκευής χάρτου (χαρτόμαζας) προς εξυπηρέτηση των αναγκών του όμορου, από τη δυτική πλευρά, εργοστασίου της παρασκευής χάρτου και άλλων συναφών ειδών. Ειδικότερα, με την υπ’ αρ. 2394/1996 απόφαση  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών επετράπη στην εναγομένη η χρήση επίκοινου τμήματος έκτασης 3.520 τμ. για χρονικό διάστημα ενός έτους από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης, ήτοι από 1-1-1997 έως 31-12-1997, υπό τον όρο καταβολής μηνιαίας αποζημίωσης χρήσης στον δικαιοπάροχο των εναγόντων, ………, ποσού 100.000 δραχμών. Με το προαναφερόμενο από 20-11-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπέγραψαν η εναγομένη και ο ……….., συμφωνήθηκε η παράταση της ρύθμισης της παραπάνω απόφασης για ένα ακόμη έτος, ήτοι από  1-1-1998 έως 31-12-1998, καθοριζομένου του ύψους της καταβαλλόμενης αποζημίωσης χρήσης στο ποσό των 300.000 δραχμών κατά μήνα. Μετά τη παρέλευση και του ως άνω χρονικού διαστήματος ο ……….. και η εναγομένη  συνήψαν προφορική σύμβαση μίσθωσης, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος εκμίσθωσε στην δεύτερη, για αόριστο χρόνο, το ιδανικό του μερίδιο επί του ως άνω επίκοινου εδαφικού τμήματος αντί μισθώματος 362.600 δραχμών (1.064,12 ευρώ) το μήνα.  Μετά, ωστόσο, την ένταξη της παραπάνω αναφερόμενης αρχικής ιδιοκτησίας στο σχέδιο πόλεως και την  απόδοση στην εναγομένη κατά πλήρη κυριότητα έκτασης 1.328,64 τμ.  από το τμήμα των 3.520 τμ., η εκμίσθωση του ιδανικού μεριδίου του ………… στην εναγομένη συνεχίστηκε επί έκτασης 2.191,36 τμ., συνορευομένης ανατολικά με υπόλοιπο επίκοινο τμήμα του αυτού οικοδομικού τετραγώνου, δυτικά εν μέρει με χώρο του εργοστασίου της εναγομένης και εν μέρει με το υπ’ αρ. 02 οικόπεδο του ιδίου (υπ’ αρ. Γ 68) οικοδομικού τετραγώνου, βόρεια με αδιάνοικτο δρόμο και νότια εν μέρει με το υπό στοιχεία 02 οικόπεδο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου και εν μέρει με αδιάνοικτο δρόμο. Το μίσθωμα, που κατέβαλε η εναγομένη στον ……… για την αποκλειστική χρήση του ιδανικού μεριδίου επί της εκτάσεως αυτής (των 2.191,36 τμ.), συμφωνήθηκε να είναι το ίδιο με εκείνο που η εναγομένη κατέβαλε για την χρήση του ιδανικού του μεριδίου επί της –μεγαλύτερης- εκτάσεως των 3.520 τμ., δηλαδή 1.064,12  ευρώ το μήνα. Και τούτο, γιατί με την ένταξη του κοινού ακινήτου των τότε συμβαλλομένων στο σχέδιο πόλεως είχε αυξηθεί και η μισθωτική του αξία. Το μίσθωμα αυτό των 1.064,12 ευρώ το μήνα κατέβαλε η εναγομένη στον ………… μέχρι τον Μάιο του 2003, οπότε σταμάτησε να πληρώνει. Ακολούθως,  στις 16-11-2003,  ο τελευταίος κατήγγειλε την σύμβαση μίσθωσης λόγω υπερημερίας της εναγομένης ως προς την καταβολή των μισθωμάτων, παρά ταύτα όμως, η εναγομένη συνέχισε  να κάνει αποκλειστική χρήση, χωρίς τη συναίνεση του …………., του ανωτέρω επίκοινου τμήματος των 2.191,36 τμ., το οποίο μάλιστα περιέφραξε με σιδερένια κιγκλιδώματα προς ασφαλέστερη φύλαξη των προϊόντων του εργοστασίου της, που εναπόθετε εντός αυτού.  Ήδη με την υπ’ αρ. 251/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε την έφεση της εναγομένης κατά της υπ’ αρ. 924/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αγωγή του δικαιοπαρόχου των εναγόντων για οφειλόμενα μισθώματα και αποζημίωση λόγω αποκλειστικής χρήσης του ανωτέρω επίκοινου τμήματος, έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων, απορρέοντος δεδικασμένο ως προς το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με αυτή, ότι η εναγομένη χρησιμοποιώντας το ιδανικό μερίδιο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων για το χρονικό διάστημα από 16-11-2003 μέχρι και τον Μάιο του έτους 2005 αποκόμισε οικονομική ωφέλεια αποτιμώμενη στο ύψος του προαναφερόμενου μισθώματος, ήτοι σε 1.064,12 ευρώ ανά μήνα. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι η εναγομένη συνέχισε να κάνει αποκλειστική χρήση του επίκοινου τμήματος επιφάνειας 2.191,36 τμ. και κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 μέχρι 31-3-2008, για το οποίο  αυτή υποχρεώθηκε να καταβάλλει στους ενάγοντες, δυνάμει της υπ’ αρ. 3648/2009 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αποζημίωση χρήσης αποτιμώμενης στο ποσό των 1.064,12 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για το ανωτέρω διάστημα στο ποσό των 18.090,04 ευρώ για καθένα των εναγόντων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εξακολούθησε να κάνει αποκλειστική χρήση του ως άνω επίκοινου τμήματος ως  αποθηκευτικό χώρο  για τις ανάγκες του εργοστασίου της μέχρι και τις 22-12-2011, οπότε προέβη στην αφαίρεση του μεγαλύτερου μέρους της περίφραξης αυτού, καταλείποντας μέρος αυτής στη βόρεια και βορειοανατολική πλευρά του επίκοινου, όπως βεβαιώνουν οι εξετασθέντες στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μάρτυρες αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται, εντούτοις, ότι η εναγομένη εξακολούθησε και μετά την ανωτέρω ημερομηνία να κάνουν αποκλειστική χρήση του εν λόγω επίκοινου και συγκεκριμένα ότι μέχρι 16-2-2012 χρησιμοποιούσε το επίκοινο τμήμα ως χώρο αποθήκευσης πλαστικών σωλήνων και κιβωτίων και ως χώρο στάθμευσης των φορτηγών εφοδιασμού για τις ανάγκες του εργοστασίου της, ενώ μέχρι και τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής τον χρησιμοποιούσε ως χώρο στάθμευσης των οχημάτων της διατηρώντας στο ανατολικό όριο με το εργοστάσιό της και στη βορειοανατολική πλευρά του επικοίνου μεταλλικές θύρες, πλάτους η καθεμία 1,30 μ. και 7,70 μ. αντίστοιχα. Από τα προσκομισθέντα στοιχεία, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η αποκλειστική χρήση του ως άνω επίκοινου εδαφικού τμήματος εκ μέρους της εναγομένης και για το διάστημα μετά την 22-12-2011. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες φωτογραφίες, που αφορούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα,  η χρήση του  με εναπόθεση πρώτης ύλης εντός αυτού γινόταν περιστασιακά, σε περιορισμένη έκταση του επίκοινου τμήματος, και χρησιμοποιείτο, όπως καταθέτει και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, μόνο κατά διαστήματα, για προσωρινή στάθμευση φορτηγών, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του εργοστασίου της εναγομένης (βλ. κατάθεση του μάρτυρα ……….. : «…Όταν ήταν πάρα πολύ η πρώτη ύλη, η χαρτομάζα αυτή, τότε εναποτίθεται εκεί και αυτό γίνεται κάθε τετράμηνο. Για τον πρώτο μήνα ενδεχομένως και όχι πάντα, να γινόταν εναπόθεση του μέρους που δεν χωρούσε μέσα στο εργοστάσιο…», και παρακάτω, «Σας είπα ότι έρχονται να ξεφορτώσουν  χαρτομάζα και ενδεχομένως διανυκτερεύουν εκεί ή περιμένουν να μπουν στο αυτό»), χωρίς να καθίσταται, δηλαδή, αδύνατη η σύγχρηση του από τους ενάγοντες-συγκοινωνούς σύμφωνα με τον προορισμό του. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 787 ΑΚ, κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών. Το δικαίωμα αυτό για χρήση του κοινού αντικειμένου παρέχει σε αυτόν άμεση εξουσία επάνω στο κοινό, η δε άσκησή του δεν προϋποθέτει και τη συναίνεση των λοιπών συγκοινωνών. Τα όρια, εξάλλου, ασκήσεως του δικαιώματος χρήσεως και συγχρόνως και το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού καθορίζονται με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των κρατούντων συναλλακτικών ηθών καθώς επίσης και από τους περιορισμούς της απαγόρευσης κατάχρησης του δικαιώματος (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, IV, υπό άρθρο 787, περ. αρ. 2 επ.). Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω αποδειχθέντα, η προπεριγραφόμενη  χρήση, στην οποία προέβαινε η εναγομένη μετά τις 22-12-2011, οπότε με την αφαίρεση και του μεγαλύτερου μέρους της περίφραξης υπήρχε ακώλυτη πρόσβαση στο επίκοινο τμήμα από τους ενάγοντες, ενώ στις 16-2-2012 προέβη σε άρση και της εναπομείνασας ως άνω περίφραξης του εν λόγω χώρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν  εκ μέρους της, αποκλειστική και καθολική, αφού ουδόλως αναιρούσε τη δυνατότητα σύγχρησης αυτού κατά τον προορισμό του εκ μέρους των εναγόντων, ούτε θεμελιώνει υπέρβαση της επιτρεπόμενης χρήσης αυτού εκ μέρους της εναγομένης με βάση την καλή πίστη και τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη.  Επομένως, ο τρίτος λόγος της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η εναγομένη, κάνοντας αποκλειστική χρήση του επίκοινου τμήματος κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2008 έως 22-12-2011, υποχρεούται να αποδώσει στους ενάγοντες το ανάλογο με την ιδανική τους μερίδα επί του κοινού ακινήτου μέρος του οφέλους, που αποκόμισε από την αποκλειστική χρήση αυτού, το οποίο, όπως εκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, συνίσταται στην κατά το επίδικο χρονικό διάστημα μισθωτική του αξία. Για τον προσδιορισμό τη μισθωτικής αξίας του επίκοινου ακινήτου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα οι ενάγοντες προσκομίζουν ως συγκριτικά στοιχεία α) τη με αρ. 168/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ’ αρ. 354/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών,  που αφορά σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του πρώτου των εναγόντων, το οποίο απέχει περίπου 100 μέτρα από το επίκοινο, πλην όμως τυγχάνει πλεονεκτικότερο αυτού, καθόσον έχει πρόσοψη σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο και διαθέτει παροχές νερού, ρεύματος και τηλεφώνου (ενώ το εδώ επίδικο δεν έχει πρόσοψη  σε διανοιγμένη οδό ούτε πρόσοψη σε πλατύ δρόμο), και με την οποία απόφαση η μηνιαία μισθωτική αξία του εκτιμήθηκε για το διάστημα από 1-12-2008 έως 31-12-2008 στο ποσό των 1,50 €/τμ., για το διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009  σε 1,5225 €/τμ., για το διάστημα από 1-1-2010 μέχρι 31-12-2010 σε 1,552 €/τμ  και για το διάστημα από 1-1-2011 μέχρι 21-12-2011 σε 1,6125 €/τμ., β) τη με αρ. 132/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, η οποία αφορά στο ίδιο ως άνω οικόπεδο ιδιοκτησίας του ενάγοντος, με την οποία καθορίστηκε η μισθωτική αξία αυτού για τα έτη από το 2005 μέχρι και το 2008 και ειδικότερα για το διάστημα από 1-1-2008 έως 30-11-2008, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, σε 0,716 €/τμ. Επίσης, η εναγομένη προσκομίζει  ως συγκριτικό στοιχείο το από 5-8-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ των …………… και της εταιρείας «…………..», δυνάμει του οποίου ο πρώτος εκμίσθωσε στην δεύτερη ακίνητό του εμβαδού 1.172,45 τμ., το οποίο απέχει περίπου 300 μέτρα από το επίκοινο, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος για τα μισθωτικά έτη από 1-8-2008 έως 31-7-2010, ποσού 800 ευρώ, ήτοι 0,68 €/τμ, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ότι αυτό ήταν και το πράγματι καταβαλλόμενο μίσθωμα. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα σχετικά με τη μισθωτική αξία του επίδικου επίκοινου ακινήτου, λαμβανομένων επιπλέον υπόψη 1) ότι με την υπ’ αρ. 3648/2009 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το όφελος για το εξ αδιαιρέτου μερίδιο των εναγόντων, κατά τα έτη 2005 έως Μάρτιο του 2008, καθορίστηκε σε 1.064,12 € μηνιαίως (ήτοι μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου 1,47 €/τμ.),  2) της θέσης, του εμβαδού και της κατάστασης του κοινού ακινήτου, της κατά προορισμό χρήσης αυτού και  των εν γένει μισθωτικών συνθηκών της περιοχής, που επικρατούσαν κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, 3) ότι, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τα έτη 2008 και 2009 δεν μεσολάβησε ανατίμηση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων στην περιοχή, αντίθετα δε από το έτος 2010 και μετά, λόγω της οικονομικής κρίσης και της υπογραφής των Μνημονίων από τη χώρα μας, οι μισθωτικές αξίες των ακινήτων παρουσίασαν σημαντικές πτωτικές τάσεις, το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι η μισθωτική αξία του επίκοινου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ανερχόταν  α) για το διάστημα από 1-4-2008 έως 31-12-2008 σε 1,47 €/τμ., β) για το διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 σε 1,47 €/τμ., γ) για το διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 σε 1,18 €/τμ και δ) για το διάστημα από 1-1-2011 έως 22-11-2012 σε 1,18 €/τμ. Επομένως, η εναγομένη αποκόμισε ωφελήματα από τη χρησιμοποίηση του μεριδίου εκάστου των εναγόντων επί του επίκοινου ακινήτου α) για το διάστημα από 1-4-2008 έως 31-12-2008 ποσού (2.191,36 τμ. Χ 1,47 € = 3.221,30 €  η συνολική μισθωτική αξία Χ 16,45% το εξ αδιαιρέτου μερίδιο εκάστου των εναγόντων =) 529,90 € Χ 11 μήνες =5.828,90 ευρώ, β) για το διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009  ποσού (2.191,36 τμ. Χ 1,47 € = 3.221,30 €  η συνολική μισθωτική αξία Χ 16,45% το εξ αδιαιρέτου μερίδιο εκάστου των εναγόντων =)  529,90 € Χ 12 μήνες = 6.358,80 ευρώ, γ) για το διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 ποσού (2.191,36 τμ. Χ 1,18 € = 2.585,80 €  η συνολική μισθωτική αξία Χ 16,45% το εξ αδιαιρέτου μερίδιο εκάστου των εναγόντων =) 425,36 € Χ 12 μήνες = 5.104,32 ευρώ και δ)για το διάστημα από 1-1-2011 έως 22-12-2011 ποσού (2.191,36 τμ. Χ 1,18 € = 2.585,80 €  η συνολική μισθωτική αξία Χ 16,45% το εξ αδιαιρέτου μερίδιο εκάστου των εναγόντων =) 425,36 ευρώ Χ 11 μήνες και 22 ημέρες = 4.990,89 ευρώ. Η εκκαλούσα  στην από 3-5-2017 (υπό στοιχ. Α) έφεση με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της επαναφέρει την παραδεκτά προβληθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένστασή της για καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, επικαλούμενη προς θεμελίωση αυτής ότι αναγκάστηκε να ενδώσει στις απαιτήσεις του δικαιοπαρόχου των εναγόντων στην καταβολή  μηνιαίας αποζημίωσης ποσού 1.064,12 ευρώ για την αποκλειστική χρήση του επίδικου επίκοινου έως τον Μάιο 2003, καίτοι ήταν υπερβολική, προκειμένου να αποφύγει τις δικαστικές διενέξεις. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 16/2006, 8/2001, ΑΠ 187/2015 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, ο παραπάνω λόγος έφεσης είναι μη νόμιμος, διότι τα περιστατικά αυτά, και αν υποτεθούν αληθινά, δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την ανωτέρω έννοια, την άσκηση του δικαιώματος αυτού, αφού δεν συντρέχει εν προκειμένω κάποια από τις παραπάνω προϋποθέσεις εφαρμογής του και, επομένως, η άσκηση, υπό τα περιστατικά αυτά, του εν λόγω δικαιώματος δεν υπερβαίνει και, μάλιστα, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του. Έτσι κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την παραπάνω ένσταση, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε  την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, έκαστος των εναγόντων δικαιούται συνολικά ως αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου  τμήματος, στην οποία προέβη η εναγόμενη, καθ’ όλο το ανωτέρω κρίσιμο διάστημα (5.828,90 + 6.358,80 + 5.104,32 + 4.990,89=) 22.282,91 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 340 ΑΚ, ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης οφειλής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση εκ μέρους του δανειστή. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενό της προς τον οφειλέτη όχληση του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλής του, δηλαδή εκείνη από την οποία προκύπτει πέραν από τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται, και το είδος αλλά και η ακριβής ποσότητα της παροχής, καθιστά τον τελευταίο υπερήμερο, με συνέπεια, εκτός των άλλων, ο δανειστής να έχει το δικαίωμα από τη διάταξη του άρθρου 345 εδ. α’ ΑΚ να ζητήσει τον οριζόμενο με τον νόμο ή τη δικαιοπραξία τόκο υπερημερίας. Η εν λόγω όχληση δεν είναι ορισμένη και σαφής, ούτε επιφέρει τα κατά τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ πιο πάνω έννομα αποτελέσματα, όταν δεν αναφέρεται στο πραγματικό καθ’ ύψος οφειλόμενο ποσό, η περί του οποίου ανακρίβεια δεν είναι τόσο μικρή, ώστε κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ να ισχύσει για το μικρότερο ποσό, που πράγματι οφείλεται, ιδιαίτερα δε όταν η ταυτότητα του τελευταίου δεν προκύπτει ούτε και από τα υπόλοιπα στοιχεία της ενοχής (ΑΠ 751/2017, ΑΠ 1796/2008 ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, το ανωτέρω σε έκαστο των εναγόντων οφειλόμενο ποσό η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλλει εντόκως από την επίδοση της αγωγής, καθόσον δεν αποδείχθηκε προγενέστερη όχληση τους προς την εναγομένη για καταβολή συγκεκριμένου ποσού ως αποζημίωση. Ειδικότερα, με την από 20-1-2012 εξώδικη δήλωση-όχληση-πρόσκληση των εναγόντων, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 6-2-2012 (βλ. με αρ. …./6-2-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πατρών . ……), κάλεσαν την τελευταία  να τους καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές αποζημιώσεις λόγω της αποκλειστικής χρήσεως του επιδίκου για το διάστημα από 1-4-2008 και έκτοτε. Ωστόσο, η όχληση αυτή δεν ήταν, στο σύνολό της εκτιμώμενη, ακριβής, ορισμένη και σαφής, ώστε να επιφέρει τα κατά τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ αποτελέσματα υπερημερίας σε βάρος της εναγομένης, αφού η όχληση αυτή ουδόλως αναφερόταν στο πραγματικά τότε οφειλόμενο ποσό. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε τόκους από την επίδοση της αγωγής, ορθώς εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και άρα ο τέταρτος λόγος της από 29-3-2018 έφεσης, με τον οποίο οι σε αυτήν εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα δεν  επιδίκασε  τόκους από την πιο πάνω όχληση, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι το όφελος που αποκόμισε η εναγομένη από την προαναφερθείσα χρήση του επιδίκου ακινήτου ανέρχεται σε μικρότερα από τα άνω καθορισθέντα ποσά, προσδιορίζοντας τη μισθωτική αξία αυτού σε 1,10 ευρώ ανά τμ. καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνουν δεκτοί εν μέρει ως ουσία βάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της από 29-3-2018 (υπό στοιχ. Β) έφεσης, να απορριφθούν δε οι λόγοι της από 30-1-2017 (υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τους οποίους η σε αυτήν εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας να καθορισθεί σε μικρότερο ποσό η αιτούμενη με την ένδικη αγωγή αποζημίωση. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 30-1-2017 έφεση και να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η από 29-3-2018 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια να κρατηθεί η αγωγή για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό. Έπειτα, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 22.282,91 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα, εξάλλου, της εκκαλούσας στην από 30-1-2017 έφεση για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην  από 30-1-2017 έφεση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων-εναγόντων στην από 29-3-2018 έφεση, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εφεσίβλητης -εναγομένης, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους, όπως καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της από 30-1-2017 απορριφθείσας κατ’ ουσίαν έφεσης στο δημόσιο ταμείο, και η επιστροφή του παραβόλου της από 29-3-2018 έφεσης στους καταθέσαντες εκκαλούντες, διότι η έφεσή τους έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 30-1-2017 (αρ. κατάθ. ………/2017)  και 29-3-2018 (αρ. κατάθ. …………/2018) εφέσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά.

Α. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-1-2017 έφεση κατ’ ουσίαν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση.

 ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Β. ΔΕΧΕΤΑΙ την από 29-3-2018 έφεση κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αρ. 1161/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την ένδικη αγωγή και

ΔΙΚΑΖΕΙ αυτήν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλλει σε καθένα από τους ενάγοντες είκοσι δύο χιλιάδες διακόσια ογδόντα δύο ΕΥΡΩ και ενενήντα ένα ΛΕΠΤΑ (22.282,91), εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εκκαλούντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε  χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στους ως άνω καταθέσαντες εκκαλούντες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε από την ανωτέρω Δικαστή, και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους,  με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσής της παραπάνω Δικαστή, στις …..-10-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(και λόγω μετάθεσης αυτής υπογράφεται ως κάτωθι)