Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 560/2019

Αριθμός    560 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η κρινόμενη, από 10.7.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../10.7.2017) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά του νικήσαντος διαδίκου και ήδη εφεσιβλήτου και της υπ΄αριθ. 1753/13.4.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και δη λόγω πλασματικής ερημοδικίας αυτής, έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος, απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου λόγω υπερδιετούς διάστασης και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη  του ενάγοντος από 400 €  εις βάρος της εναγομένης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 παρ. 1, 498 παρ. 1, 2, 511, 513 , 516, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την από 6.7.2017 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……… στο σώμα του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την από 10.7.2017 έκθεση κατάθεσης έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Για δε το παραδεκτό της κατατέθηκε το παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από το υπ΄αριθ. Συναλλαγής ……… ηλεκτρονικό   παράβολο της Winbank).

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της άνω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως, κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η αγωγή ως εάν ο απολιπόμενος διάδικος ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 1015/2005 Ελλ.Δ/νη 46.1100, Εφ.Αθ. 1600/2004 Ελλ.Δ/νη 2004.1078, ΕφΑθ. 5224/2003 Ελλ.Δ/νη 2004.555, ΕφΔωδ 136/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση του άρθρ. 528 ΚΠολΔ ισχύει ανεξαρτήτως διαδικασίας για όλες τις εφέσεις που ασκούνται από διάδικο που δικάσθηκε σαν να ήταν παρών στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας, Συμπληρ.Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρ. 528 παρ. 2, ΑΠ 1040/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 180/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, ενόψει της ερημοδικίας της  εναγομένης και ήδη εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό και εφόσον αυτή προβάλλει άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνει τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο αυτό, να χωρήσει αναδίκαση αυτής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 528, 535 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, η δικάζουσα Δικαστής επεσήμανε στην πληρεξουσία Δικηγόρο της εναγομένης το γεγονός της έλλειψης ειδικού πληρεξουσίου προς αυτήν και υπέμνησε την προσκομιδή του, η δε πληρεξουσία Δικηγόρος δεσμεύτηκε να το προσκομίσει εντός της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 238 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εκκαλουμένης, πλην όμως τέτοιο πληρεξούσιο δεν προσκομίστηκε, ουδέ καν έγινε επίκλησή του, μετά ταύτα δε η εναγομένη δικάστηκε ερήμην, (94, 96, 98, 104, 603 ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά την κατά τα ανωτέρω υπόμνηση προσκομιδής του πληρεξουσίου, δεν ήταν υποχρεωμένο να ορίσει άλλη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης αυτής, (105, 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την ισχύ του ν. 4335/2015), ενώ στην παρούσα συζήτηση, που αποτελεί νέα συζήτηση της αγωγής, δεν τίθεται τέτοιο θέμα, καθώς η εναγομένη – εκκαλούσα παρίσταται μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με τον 1ο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με την από 21.9.2015 αγωγή  ο ενάγων, ζητά τη λύση του γάμου του με την εναγομένη, λόγω της υπερδιετούς διάστασής τους ως συζύγων.  Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 3 του ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ,  όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 3719/2008, «εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους». Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως των συζυγών προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά όχι από το χρόνο που είχε προσδιορισθεί αρχικά να συζητηθεί η αγωγή στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά από το χρόνο της μετ` αναβολή πρώτης στο ακροατήριο κατ` ουσίαν συζήτησης της αγωγής, κατά τον οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 69, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ κρίνεται το κεκτημένο του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων και το Δικαστήριο χωρεί, στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το εάν διαμένουν στην ίδια κατοικία αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης. Η υποκειμενική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης (ψυχικό στοιχείο), που δεν αφορά υποχρεωτικά τον ενάγοντα ή μπορεί να αφορά και τους δύο, δεν αρκεί να αποτελεί ενδόμυχη διάθεση ή επιθυμία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά. Με το ανωτέρω περιεχόμενο της διάστασης ο νόμος, για να διευκολύνει την προσπάθεια αποκατάστασης των συζυγικών σχέσεων, δεν θεωρεί ότι παρεμποδίζουν τη συμπλήρωση του χρόνου οι μικρές διακοπές της διάστασης, που γίνονται προς επίτευξη της αποκατάστασης, παρά το ότι στην περίπτωση αυτή ελλείπει η πρόθεση διακοπής της συμβίωσης. Η διάσταση δεν αναιρείται, κατά μείζονα λόγο, από τυχόν επισκέψεις της οικογενειακής στέγης και από μέρους του απομακρυθέντος από αυτή συζύγου, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για προβλήματα που απασχολούν τη σύζυγο και τα τέκνα που διαμένουν με αυτή, εάν δεν αναιρείται η σταθερή πρόθεση διάστασης του συζυγικού δεσμού, και εξακολουθεί να υπάρχει από της πλευράς τουλάχιστον του ενός συζύγου. Τα όποια διακοπτικά της ψυχικής και σωματικής απομάκρυνσης περιστατικά, που τυχόν επικαλείται ο εναγόμενος, στον εκ του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου, τείνουν σε αποδυνάμωση της έννοιας της διάστασης, που αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και συνιστούν άρνηση αν δε, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας προκύψουν τέτοια διακοπτικά περιστατικά, εκτιμώνται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, αν αναιρούν ή όχι το στοιχείο της διάστασης (Ολ. ΑΠ 20/1990, Δ/νη 1990/1604, ΑΠ 1057/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 293/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για τη θεμελίωση της από το άρθρο 281ΑΚ ένστασης κατάχρησης του παρεχομένου από το άρθρο 1439§1 ΑΚ δικαιώματος προς διάζευξη, δεν αρκούν οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις του διαζυγίου σε βάρος του εναγομένου συζύγου ή των τέκνων τους, αλλά απαιτείται οι επιπτώσεις να εκφεύγουν εκείνων που είναι συνήθεις και αυτονόητες και να οδηγούν, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της σοβαρότητας τους, στη δημιουργία κατάστασης υπέρμετρα σκληρής για τον εναγόμενο ή τα τέκνα, ώστε εντεύθεν να επιβάλλεται η διατήρηση του γάμου προς αποτροπή αυτών των συνεπειών (ΑΠ 1243/2011,  ΑΠ 49/2007, ΕφΠειρ 477/2014, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νομότυπα θρησκευτικό γάμο, κατά τους Ιερούς και Θείους Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στον ιερό Ναό …….. Πειραιά Αττικής, στις 25-11-1979, στα πλαίσια του οποίου απέκτησαν   δύο θυγατέρες, ήδη ενήλικες, την ….. που γεννήθηκε στις 23.9.1980 και τη ……., που γεννήθηκε στις 19.6.1983, (βλ. υπ΄αριθ. πρωτ. …. απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γάμου του ειδικού ληξιαρχείου Πειραιά και υπ΄αριθ. πρωτ. …../24.5.2011 πιστοποιητικό οικογενειακή κατάστασης του Δήμου Πειραιά), κατοικούσαν δε στον Πειραιά και επί της οδού ……….., σε ιδιόκτητη κατοικία του ενάγοντα. Στην πορεία της έγγαμης ζωής τους δημιουργήθηκαν μεταξύ τους προβλήματα, τα οποία οδήγησαν στη οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης στις 25.6.2010, η οποία ουδέποτε αποκαταστάθηκε, έκτοτε δε, ο ενάγων κατοικεί στο υπόγειο της ανωτέρω οικοδομής, ενώ η εναγομένη με τις θυγατέρες τους στην κατοικία – μεζονέτα του ισογείου – Α΄ορόφου, της οποίας ο ενάγων είναι επικαρπωτής, ενώ αυτός (ενάγων) κατοικεί στην αποθήκη Υ3 της ίδιας οικοδομής, όπως άλλωστε οι διάδικοι συμφώνησαν με το από 27.10.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνετάγη εν όψει της συζήτησης της από 23.8.2010 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/2010) αίτησης της εναγομένης για μετοίκηση του ενάγοντος από τη συζυγική κατοικία και υπογράφτηκε μεταξύ αυτών και των θυγατέρων τους, στις οποίες, εν τω μεταξύ, αυτός είχε μεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα των διαμερισμάτων της οικοδομής, (Βλ. υπ΄αριθ. …. και …/31.12.2009 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Πειραιά ……..). Η διάσταση του ζεύγους συνεχίστηκε έκτοτε χωρίς διακοπή, μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό, χωρίς διάθεση επανασύνδεσης εκ μέρους των διαδίκων.Tο έτος 2010, (25.6.2010), λόγω των μεταξύ τους συζυγικών διαφορών, η εναγομένη προκάλεσε την εξέτασή του από ψυχίατρο με εισαγγελική παραγγελία, με αποτέλεσμα ο ενάγων να νοσηλευτεί για 8 ημέρες στο Νοσοκομείο Δρομοκαϊτειο με διάγνωση «διαταραχή συμπεριφοράς, επιθετικότητα, ανάγκη αναγκαστικής νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική», όπως προκύπτει από το υπ΄αριθ. πρωτ. …… /6.8.2010 αντίγραφο βιβλίου αδικημάτων συμβάντων του ΑΤ Δημοτικού Θεάτρου. ΄Εκτοτε και μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατά το έτος 2015, δεν αναφέρεται κάποιο άλλο γεγονός το οποίο να συνδέεται με την ψυχική και διανοητική ικανότητα του ενάγοντα, τη στέρηση χρήσης του λογικού ή την έλλειψη συνείδησης των πραττομένων του. Επίσης, αποδείχτηκε ότι στο διάστημα που μεσολάβησε, από το γεγονός εκείνο (25.6.2010) μέχρι την άσκηση της από 21.9.2015 κρινόμενης αγωγής, α) η ενάγουσα είχε ασκήσει αίτηση μετοίκησης του ενάγοντα (από 23.8.2010 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων) κατά τη συζήτηση της οποίας οι διάδικοι συμφώνησαν με το από 27.10.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ο ενάγων θα διαμένει στην αποθήκη του υπογείου, ο δε ενάγων συνομολόγησε το περιεχόμενο της αίτησης, όπως προαναφέρθηκε, β) ο ενάγων είχε ασκήσει την από 10.6.2011 (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2011) αγωγή του περί λύσης του γάμου λόγω διετούς διάστασης, της οποίας η διαδικαστική κατάληξη δεν προκύπτει βάσιμα, όπως προαναφέρθηκε, δεδομένου ότι δεν επήλθε νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο, (χωρίς να επηρεαστεί το δικαίωμα διάζευξης που ασκήθηκε  με αυτήν) και η εναγομένη είχε ασκήσει την από 20.2.2012 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/2012) αγωγή της περί μετοίκησης του ενάγοντα και διατροφής της ίδιας), η οποία ματαιώθηκε στη δικάσιμο της 13.6.2014, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη εκτύπωση της βάσης δεδομένων «Σόλων», γ) οι διάδικοι είχαν ασκήσει  αμοιβαίως αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, (από 3.1.2012 – υπ΄αριθ. κατάθ. …../2012 αίτηση ανάκλησης της υπ΄αριθ. 7212/2010 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η μετοίκηση του ενάγοντα, ώστε να παύσει η χρήση της κατοικίας από την εναγομένη, άλλως να του καταβάλει αντάλλαγμα 500 € μηνιαίως, ο ενάγων και από 20.2.2012 – υπ΄αριθ. κατάθ. …../2012 αίτησης μετοίκησης του ενάγοντα και διατροφής για τον εαυτό της, η ενάγουσα),  οι οποίες δεν αποδείχτηκε ότι συζητήθηκαν, (βλ. σχετικά τις από 26.6.2012 δύο επιστολές των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων μεταξύ τους με τις οποίες διαβεβαιώνουν ότι οι ανωτέρω υποθέσεις δεν θα συζητηθούν, χωρίς να προκύπτει η κατάργηση των εν λόγω δικών, και δ) η εναγομένη είχε ασκήσει την από 7.3.2013 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./13.3.2013) αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού που αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Εν όψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, όχι μόνον δεν υπάρχει πρόθεση επανασύνδεσης μεταξύ τους, αλλ΄αντίθετα, έχουν αποδυθεί αμοιβαίως σε συνεχείς δικαστικούς αγώνες και δεν έχουν οποιαδήποτε σωματική ή ψυχική επαφή ως σύζυγοι, δεν διάγουν οποιονδήποτε κοινό βίο σε προσωπική βάση, ούτε έχουν κοινές κοινωνικές συναναστροφές. Τα παραπάνω επιβεβαίωσε με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα  ο μάρτυρας απόδειξης. Η δε μάρτυρας ανταπόδειξης, αδελφή της εναγομένης, κατέθεσε ότι οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει να μη χωρίσουν («… να μην προχωρήσουν σε διαζύγιο…»), κάτι τέτοιο όμως, πέραν της αοριστίας της κατάθεσης της μάρτυρα στο σημείο αυτό, αφού δεν αναφέρει ούτε σε ποιο χρονικό σημείο έλαβε χώρα η ισχυριζόμενη συμφωνία, ούτε με ποια αφορμή, ούτε για ποιο σκοπό, από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα, η εν λόγω μάρτυρας επιβεβαίωσε και αυτή ότι οι διάδικοι δεν ζουν στην ίδια οικία, αλλά σε χωριστές, δηλαδή, ο ενάγων στο υπόγειο και η εναγομένη στη μεζονέττα του ισογείου – Α΄ορόφου και δεν διατηρούν καμία επαφή έκτοτε. Η ενάγουσα, με το 2ο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η έλλειψη βούλησης των διαδίκων για λύση του γάμου τους εν όψει σχετικής συμφωνίας τους, αποδεικνύεται από την παραίτηση αμφοτέρων από τις ασκηθείσες από κάθε έναν των διαδίκων, αντίθετες αγωγές διαζυγίου. Ωστόσο, τέτοια βούληση (έλλειψη βούλησης διάζευξης), ούτε αποδεικνύεται, ούτε μπορεί να συναχθεί στην προκειμένη περίπτωση, καθώς, αφ΄ενός μεν ως προς τον ενάγοντα, προσκομίζεται η από 17.9.2014 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./2014), δήλωση παραίτησης από τα δικόγραφα της από 10.6.2011 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./2011) αγωγής του και της από 8.4.2014 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ………/2014) κλήσης για νέα συζήτηση της αγωγής αυτής, χωρίς όμως να αποδεικνύεται η κοινοποίηση της δήλωσης αυτής στην εναγομένη, (297 ΚΠολΔ), ως προς δε την εναγομένη, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι παραιτήθηκε από την από 7.3.2013 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……/13.3.2013) αγωγή της για λύση του γάμου, ούτε προσκομίζονται τα πρακτικά ή το πινάκιο της δικασίμου της 26.9.2014 οπότε είχε οριστεί η συζήτηση για τις ανωτέρω αγωγές από τα οποία να προκύπτει η αμοιβαία παραίτηση των διαδίκων από τα ανωτέρω δικόγραφα και τα αντίστοιχα δικαιώματά τους για λύση του γάμου. Επίσης, οι μάρτυρες δεν κατέθεσαν, ούτε από άλλο στοιχείο αποδείχτηκε, ότι υπήρξαν διακοπές της διάστασης των διαδίκων και μάλιστα τέτοιες που οδήγησαν σε επανασυμβίωσή τους ως συζύγων. Συνεπώς, η συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά, η δε διάστασή τους αυτή συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 17.2.2017. Επομένως, αφού από την έναρξη της διάστασης (25.6.2010) μέχρι τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (17.2.2017), συμπληρώθηκε διετία, τεκμαίρεται αμάχητα ότι η έγγαμη σχέση των διαδίκων έχει κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθησή της να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.  Συνακόλουθα, αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη με το α΄ σκέλος του 3ου λόγου της έφεσης ότι το δικαίωμά του για λύση του γάμου, ασκείται με την κρινόμενη αγωγή καταχρηστικά, μετά από τις αμοιβαίες παραιτήσεις των διαδίκων από τις αντίθετες αγωγές τους λόγω σχετικής συμφωνίας τους. Απορριπτέα είναι και όσα ισχυρίζεται με το β΄ σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, ότι μετά από την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής του, της δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο ν΄ασκήσει ξανά το δικαίωμά του, εν όψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων δεν παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής του, όπως άλλωστε δεν παραιτήθηκε ούτε η εναγομένη.  Τέλος, με το γ΄σκέλος του 3ου λόγου έφεσης, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα είναι καταχρηστική, διότι σε περίπτωση λύσης του γάμου της με τον ενάγοντα, αυτή μεν θα απωλέσει τα δικαιώματα της κοινωνικής της ασφάλισης, η δε θυγατέρα της …….. που πάσχει εκ γενετής από ουρολογικό πρόβλημα (εκστροφή ουροδόχου κύστης) και έχει υποβληθεί σε πέντε χειρουργικές επεμβάσεις εξ αιτίας του διαζυγίου, θα πληγωθεί συναισθηματικά και θα απωλέσει το ήρεμο και αρμονικό περιβάλλον που απαιτείται για την κατάστασή της,  πλην όμως δεν προσκομίζεται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι αυτή, αν και εργαζόμενη η ίδια, (όπως αναφέρεται στη σελίδα 2, στιχ. 7 επ. προς του τέλους, σελ. 5, στιχ. 2 επ. προ του τέλους της έφεσης), εξαρτάται ως προς την κοινωνική της ασφάλιση από τον ενάγοντα, ούτε ότι η κατάσταση υγείας της θυγατέρας της, ηλικίας σήμερα άνω των 35 ετών, είναι τέτοια που θα επιδεινωθεί από τη λύση του γάμου, πέραν του γεγονότος ότι η θυγατέρα των διαδίκων κατοικεί στην ίδια οικοδομή στην οποία οι γονείς της ζουν από το 2010 σε διαφορετικές κατοικίες, έχοντας όμως καλή σχέση με τον ενάγοντα πατέρα της ο οποίος της δώρισε τη μεζονέττα του ισογείου – Α ορόφου στην οποία κατοικεί, όπως προαναφέρθηκε,   συνέπεια δε της λύσης του γάμου είναι συνήθης και αυτονόητη σε κάθε περίπτωση άσκησης σχετικής αγωγής και δεν οδηγεί στη δημιουργία κατάστασης υπέρμετρα σκληρής για την εναγομένη ή τα τέκνα, ώστε εντεύθεν να επιβάλλεται η διατήρηση του γάμου προς αποτροπή τέτοιων συνεπειών, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, οι οποίες πάντως δεν αποδείχθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, η εναγομένη υποβάλει αίτημα διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης επί του ενάγοντα από ειδικό επιστήμονα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν λόγω των ψυχιατρικών προβλημάτων του είναι σε θέση να επιμελείται ο ίδιος των υποθέσεών του και εάν έχει πλήρη ικανότητα για δικαιοπραξία, για άσκηση και για συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, καθώς και για να κριθεί η ενεργητική του νομιμοποίηση. Κατ΄αρχήν, η ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντα δεν θα κριθεί από την ικανότητα παράστασής του. Περαιτέρω,   σύμφωνα με το άρθρο 63 ΚΠολΔ η ικανότητα δικαστικής παράστασης ρυθμίζεται με βάση την ικανότητα προς δικαιοπραξία (άρθρα 127 – 137 ΑΚ. Έτσι, πλήρη ικανότητα δικαστικής παραστάσεως παρέχεται μόνο σ’ αυτόν που έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του, δεν βρίσκεται σε πλήρη ή μερική δικαστική συμπαράσταση και δεν έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση έλλειψη συνειδήσεως των πράξεών του, ούτε βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του (άρθρο 131 παρ. 1ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 ν.2447/1996). Συνακόλουθα τούτων, ο ισχυριζόμενος ότι ο αντίδικός του δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή ότι εξαιτίας πνευματικής ή ψυχικής νόσου στερείτο της χρήσεως του λογικού κατά το χρόνο επιχειρήσεως της συγκεκριμένης πράξεως, μπορεί να προσβάλει την παρά του αντιδίκου του γενόμενη διαδικαστική πράξη, όπως είναι και η άσκηση αγωγής και η παράσταση κατά τη συζήτηση αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου, οφείλει όμως να αποδείξει είτε έλλειψη συνείδησης των πραττομένων, είτε στέρηση της χρήσης του λογικού κατά το χρόνο επιχείρησης της σχετικής πράξης, (ΑΠ 1262/2018, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί έλλειψη συνείδησης των πράξεων του ενάγοντα ή στέρηση της χρήσης του λογικού εξαιτίας σωματικής ή ψυχικής νόσου. Αναφέρεται ότι το έτος 2010, (25.6.2010), λόγω των μεταξύ τους συζυγικών διαφορών, η ίδια προκάλεσε την εξέτασή του από ψυχίατρο με εισαγγελική παραγγελία, με αποτέλεσμα ο ενάγων να νοσηλευτεί για 8 ημέρες στο Νοσοκομείο Δρομοκαϊτειο με διάγνωση «διαταραχή συμπεριφοράς, επιθετικότητα, ανάγκη αναγκαστικής νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική», όπως προκύπτει από το υπ΄αριθ. πρωτ. ………… /6.8.2010 αντίγραφο βιβλίου αδικημάτων συμβάντων του ΑΤ Δημοτικού Θεάτρου. Επίσης, σε κανένα στάδιο της προαναφερθείσας αντιδικίας και με κανένα δικόγραφο εκ των προαναφερθέντων, η εναγομένη δεν ισχυρίστηκε ότι αυτός πάσχει από ψυχιατρικά προβλήματα, ότι δεν είναι σε θέση να επιμελείται ο ίδιος των υποθέσεών του, ή ότι δεν είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής. Αντίθετα, η ίδια ισχυρίζεται ότι είχε προβεί σε συμφωνία μαζί του για διατήρηση του γάμου τους (σελ. 9 στιχ. 2 επ. της έφεσης) και ότι οι σχέσεις τους είχαν παγιωθεί (σελ. 10 στιχ. 6 προ του τέλους της έφεσης), ενώ η ίδια προσκομίζει και επικαλείται το από 27.20.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνετάγη μεταξύ τους για τη μετοίκηση του ενάγοντα στο υπόγειο της οικοδομής όπου διαμένουν, χωρίς να προσβάλλει αυτό για έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας του ενάγοντα και χωρίς την παραμικρή  αναφορά ψυχιατρικού προβλήματος κατά τις ανωτέρω μεταξύ τους συμφωνίες ή δικονομικούς χειρισμούς των υποθέσεών τους. Επίσης, η εναγομένη δεν ισχυρίζεται  ότι, είτε κατά τη διάρκεια της κοινής τους συμβίωσης, είτε από τη διάσπαση αυτής στις 25.6.2010 και εντεύθεν, κατά τη διενέργεια όλων των ανωτέρω δικονομικών ενεργειών του ενάγοντα που αφορούν τη λύση του γάμου τους και γενικότερα τις προκύπτουσες από αυτήν διαφορές, με ενέργειες δικές της ή άλλου δικαιουμένου προς τούτο προσώπου, ο ενάγων τέθηκε υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής δικαστικής συμπαράστασης, για ποιο λόγο, με ποια αφορμή και πότε, ούτε άλλωστε βάλλει κατά της μεταβίβασης των οριζοντίων ιδιοκτησιών της οικοδομής όπου κατοικούν στις θυγατέρες τους. Περαιτέρω, η εναγομένη δεν αναφέρει ποια είναι τα ψυχιατρικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ενάγων και από ποια περιστατικά προκύπτει ότι δεν μπορούσε να επιμελείται ο ίδιος των υποθέσεών του εξ αιτίας των προβλημάτων αυτών, κατά την άσκηση και τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, εάν αυτά συνεχίζονται και σήμερα, ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Εν όψει όλων των ανωτέρω, το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με το κρίσιμο γεγονός της ύπαρξης δικαιοπρακτικής ικανότητας του ενάγοντα και ικανότητας να επιμελείται των υποθέσεών του, ενώ δεν απαιτούνται για τα ανωτέρω ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ούτε η εναγομένη προβάλλει σχετικό προς τούτο ισχυρισμό. Επίσης, η εναγομένη δεν ισχυρίζεται ότι ο ενάγων έχει τεθεί υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης (πλήρους ή μερικής), ώστε να αναιρείται η ικανότητα δικαστικής παράστασης αυτού. Επομένως πρέπει ν΄απορριφθεί το σχετικό αίτημά της (που αποτελεί τον υπό στοιχ. Γ3ΙΙΙ λόγο έφεσης) περί διενέργειας ψυχιατρικής  πραγματογνωμοσύνης επί του ενάγοντα.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 εδ. γ` του ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει την εναγόμενη (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, πρέπει τέλος,  να επιστραφεί το παράβολο στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα-εναγομένη (άρθρο 495 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1753/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, (Διαδικασία γαμικών διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 21.9.2015  (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../2015), αγωγή.

Δέχεται αυτή.

Απαγγέλλει τη λύση του γάμου που τελέστηκε μεταξύ των διαδίκων κατά το θρησκευτικό τύπο, στις 25 Νοεμβρίου 1979, στον Ιερό Ναό ………. στον Πειραιά.

Διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των  χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ