Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 544/2019

Περίληψη: Αναίρεση εν μέρει απόφασης του εφετείου. Προσδιορισμός αποζημίωσης κατ’ άρθρο 65 του ν. 2121/1993 για αυθαίρετη χρήση προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή  κράτησης εισιτηρίων από ναυτιλιακή εταιρία με βάση τη συνήθη αμοιβή που καταβάλλεται κατά τις συναλλαγές σε παρόμοιες περιπτώσεις. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα δικαστηρίου σε υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας. Πότε περατώνεται η εκκαθάριση λυθείσας επε. Ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν σε άλλη πολιτική δίκη και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Νόμιμο αποδεικτικό μέσο η έκθεση απογραφής σκληρού δίσκου Η/Υ που ελήφθη κατόπιν προσωρινής διαταγής δικαστηρίου, έστω και αν ακολούθησε ανάκληση αυτής, εφόσον η απογραφή πραγματοποιήθηκε πριν την κοινοποίηση της ανάκλησης.

 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 544/2019

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών,  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και  Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Με την από 28-3-2018 (με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) κλήση της εκκαλούσας– εναγόμενης- ενάγουσας και με την από 6.7.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) κλήση του εκκαλούντος-εναγόμενου, νόμιμα φέρονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3 και 581 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, για περαιτέρω συνεκδίκαση μετά την έκδοση των 438/2018 και 439/2018 αποφάσεων του Αρείου Πάγου, οι οποίες αναίρεσαν, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της, την 679/2015 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παρέπεμψαν την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο για να δικαστούν υπό διαφορετική σύνθεση, οι υπό κρίση εφέσεις και συγκεκριμένα: α)η με αριθμό κατάθεσης …../2010 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “……….” που έχει ήδη μετονομαστεί σε “…….”, β)η με αριθμό κατάθεσης …../2010 έφεση του ……., καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών, ήτοι: α)οι με αριθμό κατάθεσης …./2011 πρόσθετοι λόγοι της υπ’ αριθμ. κατ. …../2010 έφεσης και β)οι με αριθμό κατάθεσης …./2011 πρόσθετοι λόγοι της υπ’ αριθμ. κατ. …./2010 έφεσης κατά της 3454/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (συμπροσβαλλόμενης κατ’ άρθρο 513 παρ.2 ΚΠολΔ και της 529/2007 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου που προηγήθηκε). Με την εν λόγω 3454/2009 οριστική απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε απορρίψει τη με αριθμό κατάθεσης …./2004 αγωγή της ήδη εκκαλούσας στην υπ’ αριθμ. κατ. …./2010 έφεση, ήτοι της εταιρίας με την επωνυμία “…….” και ήδη “……….”, ενώ είχε δεχθεί εν μέρει τις υπ’ αριθμ. κατ. …./2004 και …./2004 αγωγές της εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία «……….» κατά των ήδη εκκαλούντων. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο με την 599/2012 μη οριστική απόφασή του που δεν έχει αναιρεθεί, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις προαναφερόμενες εφέσεις μετά των πρόσθετων λόγων τους κατά την τακτική διαδικασία, τις δέχθηκε τυπικά και ακολούθως, χωρίς να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, η οποία ολοκληρώθηκε και κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 29.7.2013 (βλ. την έκθεση εγχειρήσεως στη νόμιμα επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 22-3-2013 έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης των ………..).

Πριν προχωρήσει η εξέταση των παραπάνω εφέσεων και των πρόσθετων λόγων αυτών κατά το μέρος που έχει αναιρεθεί η 679/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ζήτημα που θα αναπτυχθεί παρακάτω, το Δικαστήριο πρέπει να απασχολήσει ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις και ιδίως με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων ισχυρισμός των εκκαλούντων περί ανυπαρξίας του νομικού προσώπου της εφεσίβλητης. Ειδικότερα, αυτοί υποστηρίζουν ότι η εφεσίβλητη έχει λυθεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών της, της 31.12.2005 (δημ. στο ΦΕΚ 331/13.1.2006) και ότι με την ίδια απόφαση τέθηκε σε εκκαθάριση, με εκκαθαρίστρια μέχρι την 30.6.2006 την κ. ….. Ότι η υπό εκκαθάριση εταιρία από το έτος 2014 δεν διατηρεί πλέον διεύθυνση στην οδό ………. στον Πειραιά όπου φέρεται ότι εδρεύει, ότι από το έτος 2000 δεν απασχολεί κανένα υπάλληλο και δεν ασκεί καμία δραστηριότητα και ότι η καταστατική της διάρκεια έχει παρέλθει από την 31.12.2010 (σύμφωνα με το ΦΕΚ ΑΕ ΕΠΕ 3447/22.5.2000). Ότι σκοπός της εκκαθάρισης είναι η απογραφή της εταιρικής περιουσίας και η διανομή, αν υπάρχει, του προϊόντος της εκκαθάρισης και ακολουθεί η δημοσίευση του ισολογισμού εκκαθάρισης και, από της θεσπίσεως του ΓΕΜΗ, η διαγραφή εκ των αρχείων του. Ότι ο τελευταίος δημοσιευμένος ισολογισμός της εφεσίβλητης αφορούσε στη χρήση 13.1.2009-12.1.2010 με σύνολο ενεργητικού  97.444,63 ευρώ και σύνολο ζημιών 400.927,42 ευρώ και ότι έκτοτε η εταιρία δεν έχει προέλθει σε καμία νομική προς διαγραφή της ενέργεια, στο δε άρθρο 48 του ν. 3190/1955 περί ΕΠΕ ορίζεται ότι «Εφ’ όσον η εκκαθάριση εξακολουθεί, οι εκκαθαρισταί υποχρεούνται να καταρτίζωσι καθ’ έκαστον έτος ισολογισμόν», υποχρέωση προς την οποία δεν έχει συμμορφωθεί η εφεσίβλητη. Ότι καίτοι στο νόμο περί ΕΠΕ δεν προβλέπεται χρόνος περάτωσης της εκκαθάρισης, προβλέπεται από το άρθρο 49 παρ.6 του ν. 2190/1920 ή από το άρθρο 170 παρ.2 του νέου νόμου 4918/2018 (εννοείται ο ν. 4548/2018) για τις ανώνυμες εταιρίες που βρίσκονται υπό εκκαθάριση ότι η περάτωση αυτής δεν πρέπει να υπερβαίνει την πενταετία. Υπό το πρίσμα αυτό και δεδομένου ότι η εκκαθάριση της εφεσίβλητης διαρκεί δέκα εννέα έτη, οι εκκαλούντες διερωτώνται αν αυτή νομίμως εξακολουθεί να ενεργεί και να παρίσταται ή αν τυγχάνει ανάλογης εφαρμογής το άρθρο 49 του ν. 2190/1920 ή το άρθρο 170 παρ.2 του νέου νόμου για τις Α.Ε. και επομένως η εκκαθάριση, εφόσον δεν αποφασίσθηκε από τη συνέλευση των μεριδούχων της εφεσίβλητης η συνέχισή της, έχει λήξει με την πάροδο πενταετίας και που γι’ αυτό και ο τελευταίος δημοσιευθείς ισολογισμός της είναι αυτός της 31.12.2009.

Ο παραπάνω ισχυρισμός των εκκαλούντων περί ανυπαρξίας του νομικού προσώπου της εφεσίβλητης απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος. Από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 6, 8, 9, 44, 46, 47, 50 του Ν. 3190/1955, 73 και 286 Κ.Πολ.Δ. σαφώς προκύπτει ότι η διάλυση νομικού προσώπου εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, από οποιοδήποτε λόγο και αν επήλθε, δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, γι’ αυτό και μετά την διάλυση του νομικού προσώπου η εταιρεία αυτή λογίζεται ότι υπάρχει μέχρι του πέρατος της εκκαθάρισής της, το οποίο επέρχεται με την κατάρτιση από τους εκκαθαριστές του τελικού ισολογισμού, ο οποίος πρέπει να δημοσιευθεί στο ΤΑΕ-ΕΠΕ & ΓΕΜΗ και τη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας στους εταίρους ανάλογα με τη μερίδα συμμετοχής του καθενός. Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι διαχειριστές, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το καταστατικό της ή αν δεν αποφάσισε αλλιώς η γενική συνέλευση των εταίρων της. Άρα, μπορεί κατά το στάδιο αυτό της εκκαθάρισης να παρίσταται στο δικαστήριο, εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές και να διεκδικεί την ικανοποίηση των αξιώσεών της. Ακόμη και μετά την λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσης εταιρίας από τους εκκαθαριστές. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία η Ε.Π.Ε. λύθηκε σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 44 παρ. 1 περ. δ΄ Ν. 3190/1955) λόγω πτωχεύσεως και ακολούθως αποκαταστάθηκε (βλ.ΑΠ 1757/2014, ΑΠ 1026/1998 στην ΤρΝομΠλ Νόμος, ΑΠ 216/2012, ΕπισκΕμπΔ 2012, σελ. 371 με σύμφωνα σχόλια Κ. Παμπούκη, Νικόλαο Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδοση 2012, σελ. 578, υποσημείωση 22).Εξάλλου, δεν νοείται περάτωση του σταδίου της εκκαθάρισης, εφόσον υπάρχει δικαστική εκκρεμότητα (Σ.τ.Ε. 1680/2011, ΔΕφΑθ 1703/2011 στην ΤρΝομΠλ Νόμος).Δεν προβλέπεται από το νόμο ως λόγος περάτωσης της εκκαθάρισης της υπό εκκαθάριση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης η μη δημοσίευση ισολογισμών από τους εκκαθαριστές. Επίσης, οι διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών που αφορούν στη διάρκεια της εκκαθάρισης αυτών δεν εφαρμόζονται αναλόγως και στις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, αφού δεν συνάγεται ως προς το θέμα αυτό κάποιο ακούσιο κενό του νομοθέτη. Τέλος, σημειώνεται ότι οι επικαλούμενες από τους εκκαλούντες διατάξεις του άρθρου 49 παρ.6 του ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρίες δεν ορίζουν αυτοδίκαιη περάτωση της εκκαθάρισης με την υπέρβαση της πενταετίας από την έναρξη αυτής, αλλά την υποχρεωτική σύγκληση της γενικής συνέλευσης από τον εκκαθαριστή, στην οποία αυτός υποβάλλει σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης, στο δε επίσης επικαλούμενο άρθρο 170 παρ. 2 του ν. 4548/2018 προβλέπεται ότι «Η εκκαθάριση τεκμαίρεται ότι περατώθηκε, αν παρέλθουν πέντε (5) έτη από την έναρξή της», δηλαδή εισάγεται μαχητό τεκμήριο και ο εκκαθαριστής μπορεί να αποδείξει στην αρμόδια αρχή (ΓΕΜΗ) ότι η εκκαθάριση συνεχίζεται, οπότε η εταιρία δεν διαγράφεται από τα μητρώα του (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4548/2018).

Περαιτέρω, αναφορικά με την ένδικη υπόθεση, πρωτοδίκως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά συνεκδικάσθηκαν α)η από 23.11.2004 και με αριθμό κατάθεσης …./30.11.2004 αγωγή της εταιρίας με την επωνυμία “………” κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………», β)η από 28.4.2004 και με αριθμό κατάθεσης …../4.5.2004 αγωγή της εταιρίας με την επωνυμία «……….» κατά της εταιρίας με την επωνυμία “………” και γ)η από 29.4.2004 και με αριθμό κατάθεσης …../4.5.2004 αγωγή της εταιρίας με την επωνυμία «…………» κατά του …….. Ειδικότερα:

Ι.Με την από 23.11.2004 και με αριθμό κατάθεσης …./2004 αγωγή της, η ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία “………” και ήδη “………..” υποστήριξε ότι σε συμμόρφωση με τα ΠΔ 120/1997 και 23/1999, βάσει των οποίων οι ναυτιλιακές εταιρίες οφείλουν να διαχειρίζονται ηλεκτρονικά τις θέσεις επιβατών και κάθε μεταβολή τους με την εξασφάλιση του αναγκαίου εξοπλισμού σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και σε μηχανήματα, μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2000, αξιοποίησε τις εφαρμογές του ηλεκτρονικού προγράμματος “………”, τις οποίες ανέπτυσσε από το έτος 1998 ο ……. , ως υπάλληλος της εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «……………». Ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2000, οι παραπάνω εταιρίες συμφώνησαν ότι η ανάπτυξη εκείνων των εφαρμογών, που απαιτούνταν από τη νομοθεσία, θα γίνονταν από την ίδια την ενάγουσα. Ότι προς την κατεύθυνση αυτή, αφενός μεν συνεχίσθηκε η μεταβατική εφαρμογή του “……….” χωρίς αντάλλαγμα, αφετέρου δε λύθηκε η εργασιακή σχέση του …………. και άλλων στελεχών-συνεργατών του με την εναγόμενη και καταρτίσθηκε νέα σύμβαση εργασίας με εργοδότρια την ίδια την ενάγουσα. Ότι ο …………, τότε, ανέπτυξε εφαρμογές και αρθρώματα, που περιλάμβαναν τις ίδιες αρχές και ιδέες που τον είχαν εμπνεύσει για το “……….. ” και επιπλέον ενσωμάτωσε και νέες εφαρμογές και αρθρώματα, οι οποίες ήταν αναγκαίες λόγω των απαιτήσεων της νομοθεσίας, της έναρξης λειτουργίας επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών διανομής, αλλά και του γεγονότος ότι η ίδια η ενάγουσα με την τότε επωνυμία της «………….» απέκτησε 74 συνολικά πλοία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το νέο πρόγραμμα “……….. ”, στο οποίο η ίδια έχει αποκλειστικό περιουσιακό δικαίωμα, λόγω της ιδιότητας του δημιουργού της ως υπαλλήλου της. Ότι, ακόμη, τον Ιανουάριο του 2000, η εναγόμενη της παραχώρησε με συμφωνία το περιουσιακό δικαίωμα στο πρόγραμμα “……………..”, άλλως της παραχώρησε το δικαίωμα χρήσης του και πραγματοποίησης των αναγκαίων αλλαγών σε αυτό. Ενόψει των ανωτέρω και επειδή η εναγόμενη αμφισβητεί τα προαναφερόμενα δικαιώματά της, η ενάγουσα ζητούσε: α)να αναγνωρισθεί αποκλειστική δικαιούχος των περιγραφόμενων στην αγωγή επιμέρους προγραμμάτων, αρθρωμάτων και εφαρμογών Η/Υ που δημιουργήθηκαν από τον Ιανουάριο του 2000, άλλως να αναγνωρισθεί η ίδια ως αποκλειστική συνδικαιούχος αυτών κατά ποσοστό 99% και β)να παύσει η εναγόμενη να προσβάλλει τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας της επί των προγραμμάτων αυτών με οποιονδήποτε τρόπο.

ΙΙ.Με την από 28.4.2004 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2004 αγωγή της, ενώπιον του παραπάνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «……….» υποστήριξε ότι το πρόγραμμα Η/Υ “……………..”, όπως ακριβώς αυτό περιγράφεται στην αγωγή, δημιουργήθηκε από τον υπάλληλό της ……….. σε συνεργασία με ομάδα προγραμματιστών-υπαλλήλων της. Ότι το έργο αυτό είναι πρωτότυπο, ανήκει στην πνευματική της ιδιοκτησία και το διαθέτει σε ναυτιλιακές – ακτοπλοϊκές εταιρίες, καλύπτοντας τις ανάγκες λειτουργίας και διαχείρισης του κύκλου εργασιών τους. Ότι, κατόπιν συμφωνίας με την εναγόμενη εταιρία, της παραχώρησε την άδεια χρήσης του επίδικου προγράμματος μέχρι τις 31.12.2001, έναντι αντιτίμου, ίσου με ποσοστό 0,5% επί των ετήσιων εσόδων από την εκμετάλλευση των πλοίων της εναγόμενης. Ότι, ωστόσο, μετά τη λήξη της ως άνω σύμβασης και ενόψει των μεταξύ των διαδίκων νέων διαπραγματεύσεων σχετικά με την αγορά ή την παραχώρηση της άδειας χρήσης του ίδιου προγράμματος, οι οποίες, όμως, έληξαν τελικά χωρίς αποτέλεσμα, η εναγόμενη συνέχισε να το χρησιμοποιεί με την ανοχή της ενάγουσας. Ότι η εναγόμενη παρόλο που συνέχιζε τη χρήση του εν λόγω προγράμματος με την αναπαραγωγή και την κατά βούληση τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεσή της κατά το διάστημα από τον Απρίλιο του 2002 έως και τον Φεβρουάριο του 2003, εντούτοις της δήλωσε ότι έπαυσε να το χρησιμοποιεί από την 15.4.2002, με σκοπό να διευκολυνθεί και να συγκαλύψει την αντιγραφή του, γεγονός που η ενάγουσα διαπίστωσε τον Ιανουάριο του 2004. Ότι επιπλέον, η εναγόμενη αμφισβητώντας το δικαίωμα κυριότητάς της, αντιποιήθηκε παράνομα τη νομή του υπολογιστή ………., στον οποίο ήταν εγκατεστημένο και λειτουργούσε το πρόγραμμα “……………..”, καθώς και προγράμματα της εταιρίας ….. και ο οποίος αποτελείτο από τα υπολογιστικά μηχανήματα ……..και…………. μικρό μοντέλο. Ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, εκείνη δικαιούται για το ένδικο χρονικό διάστημα αποζημίωση συνολικού ύψους 2.591.578 ευρώ, που είναι ίση με το διπλάσιο της αμοιβής που θα κατέβαλε η εναγόμενη, για να αποκτήσει τη νόμιμη άδεια χρήσης του προγράμματος για το εν λόγω διάστημα, βάσει του μέσου όρου των μηνιαίων ακαθάριστων εσόδων της από τους ισολογισμούς των ετών 2000-2001 και με βάση το συνήθως καταβαλλόμενο στην ενάγουσα αντίτιμο του 1% επί των εσόδων αυτών για κάθε μήνα, άλλως αποζημίωση ύψους 1.295.578 ευρώ εάν ως σύνηθες καταβαλλόμενο αντίτιμο ληφθεί το 0,5% των ακαθάριστων μηνιαίων εσόδων της εναγόμενης, άλλως το ποσό κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη η εναγόμενη από την ως άνω παράνομη χρήση, το οποίο ανέρχεται στο ποσό του 1.295.578 ευρώ βάσει του παραπάνω αντιτίμου του 1%, άλλως το ποσό των 647.849,5 ευρώ βάσει αντιτίμου 0,5%. Τέλος, υποστήριξε ότι εναγόμενη, με την προεκτεθείσα συμπεριφορά της, προσέβαλε το κύρος και τη φήμη της. Ενόψει των ανωτέρω και μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα υπ’ αριθμ. 2326/2005 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, ζήτησε: Α)1)να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παύσει να προσβάλλει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της στο επίδικο πρόγραμμα με την παράνομη αναπαραγωγή και χρήση του, 2)να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της στο ίδιο πρόγραμμα με τους παραπάνω τρόπους ή άλλους ανάλογους, με απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, Β)να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ποσό των 2.591.578 ευρώ, άλλως το ποσό του 1.295.578 ευρώ, ως ελάχιστη αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη, άλλως το ποσό του 1.295.578 ευρώ, άλλως το ποσό των 647.849,5 ευρώ, ως αδικαιολόγητο πλουτισμό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπ’ αριθμ. έκθ. κατ. ……./2003 αγωγής, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, Γ)να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της αποδώσει τον πιο πάνω περιγραφόμενο υπολογιστή κυριότητάς της, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να της καταβάλει την αξία του, ποσού 216.434,34 ευρώ, ομοίως με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό κατάθεσης 3207/2003 αγωγής της.

ΙΙΙ.Με την από 29.4.2004 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «………….» υποστήριξε ότι το πρόγραμμα Η/Υ “……………..”, όπως περιγράφεται στην αγωγή, δημιουργήθηκε από ομάδα προγραμματιστών- υπαλλήλων της, μέλος της οποίας ήταν και ο εναγόμενος …….. και ότι αποκτήθηκε από εκείνη κατ’ άρθρο 40 του ν. 2121/1993, ο δε εναγόμενος κατέστη μετέπειτα υπεύθυνος προγραμματιστής της εταιρίας με την επωνυμία “…….”, που μετονομάσθηκε σε “…………. ”. Ότι το εν λόγω πρόγραμμα είναι έργο πρωτότυπο, ανήκει στην πνευματική της ιδιοκτησία και το διαθέτει σε ναυτιλιακές-ακτοπλοϊκές εταιρίες, καλύπτοντας τις ανάγκες λειτουργίας και διαχείρισης του κύκλου εργασιών τους. Ότι η παραπάνω εταιρία “……… ”- ήδη “……………..” ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι τον Απρίλιο του 2002 έπαυσε τη χρήση του προγράμματος “……………..” που παλιότερα της είχε παραχωρηθεί από την ενάγουσα, με την αιτιολογία ότι χρησιμοποιούσε πλέον ένα νέο πρόγραμμα με την ονομασία “……………..”, το οποίο δημιουργήθηκε από τον εναγόμενο υπάλληλό της. Ότι, ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό προήλθε από τη, χωρίς άδεια της ενάγουσας, αναπαραγωγή, χρήση και διασκευή του ως άνω προγράμματός της “……………..”, με αποτέλεσμα να αποτελεί ουσιαστικά παράνομο αντίγραφο του τελευταίου με ελάχιστες και επουσιώδεις διαφοροποιήσεις. Ότι ο εναγόμενος συνήργησε στην παράνομη αυτή συμπεριφορά της εργοδότριάς του εταιρίας παρέχοντας την απόλυτη τεχνική και γνωστική του συνδρομή και παραβιάζοντας έτσι την υποχρέωση πίστεως και εχεμύθειας σε σχέση με τα επαγγελματικά και εταιρικά απόρρητα της προηγούμενης εργοδότριάς του-ενάγουσας, η δε επέμβασή του στο επίδικο πρόγραμμα έγινε με αποκλειστικό σκοπό τη διασκευή του και την παρουσίασή του ως νέου. Ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, η ίδια δικαιούται, για το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο του 2002 έως το μήνα Φεβρουάριο του 2003, αποζημίωση ίση με το διπλάσιο της αμοιβής, την οποία θα κατέβαλε η εργοδότριά του, προκειμένου να αποκτήσει τη νόμιμη άδεια χρήσης του και η οποία ανέρχεται στο ποσό των 2.591.578 ευρώ, βάσει του μέσου όρου των εσόδων της από τους ισολογισμούς των ετών 2000 και 2001 και το συνηθισμένο αντίτιμο 1% επί των εσόδων αυτών, άλλως στο ποσό του 1.295.578 ευρώ, βάσει του υφιστάμενου μέχρι την 31.12.2001 αντιτίμου ποσοστού 0,5% επί των παραπάνω εσόδων. Ενόψει των ανωτέρω και μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα υπ’ αριθμ. 2326/2005 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκείνη ζήτησε: Α)1)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παύσει να προσβάλλει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της στο επίδικο πρόγραμμα με την παράνομη αναπαραγωγή και χρήση του, 2)να υποχρεωθεί να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας της σε αυτό, με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, Β)να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει το ποσό των 2.591.578 ευρώ, άλλως το ποσό του 1.295.578 ευρώ ως ελάχιστη αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία της, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εργοδότρια εταιρία του, με το νόμιμο τόκο από την  επίδοση της με υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. ……/2003 αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων, την 529/2007 μη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδίκασε τις πιο πάνω αγωγές, τις έκρινε ορισμένες και νόμιμες και στη συνέχεια διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθούν τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα ο πίνακας διαθέσεως αποτελεσμάτων χρήσεως των ετών 1999 έως και 2001 της εταιρίας “……”. Ακολούθως, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 11.1.2008 κλήση της ενάγουσας εταιρίας «…………..» και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την εκκαλούμενη 3454/2009 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την υπ’αριθ. εκθ. κατ. ……./2004 αγωγή της εταιρίας “……………..”, μετονομασθείσας σε “……………..» (ήδη εκκαλούσας στην υπ’αριθμ. εκθ. κατ. ……/2010 έφεση), ενώ δέχθηκε κατά ένα μέρος ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα τις με αριθμό κατάθεσης …../2004 και …./2004 αγωγές της εταιρίας «………….» κατά των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων, ήτοι της εταιρίας “……………..”- ήδη“……………..” και του .. ….. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις υπό κρίση εφέσεις, οι ως άνω ηττηθέντες διάδικοι και ζητούν την εξαφάνισή της, για τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτές και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης …../2004 αγωγή και να απορριφθούν οι με αριθμό κατάθεσης …./2004 και …../2004 αγωγές. Το παρόν Δικαστήριο, με την 599/2012 μη οριστική του απόφαση, κατά τα προαναφερθέντα, συνεκδικάζοντας στις 24.5.2012 τις ως άνω υπό κρίση εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους αυτών αντιμωλία των διαδίκων, τις δέχθηκε τυπικά και, αναβάλλοντας την έκδοση οριστικής απόφασης, διέταξε πραγματογνωμοσύνη σχετικά με το ζήτημα αν το πηγαίο πρόγραμμα Η/Υ “……………..” αποτελεί αντιγραφή και παραποίηση το προγράμματος Η/Υ “……………..”. Διενεργηθείσας της πραγματογνωμοσύνης, η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό με την από 16.5.2013 κλήση των εκκαλούντων και με την από 4.2.2013 κλήση της εφεσίβλητης και εκδόθηκε η 679/2015 απόφαση που απέρριψε στην ουσία τους τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους αυτών. Κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεων από τους ηττηθέντες εκκαλούντες, εκδόθηκαν, κατά τα ανωτέρω, οι 438/2018 και 439/2018 αποφάσεις του Αρείου Πάγου που αναίρεσαν κατά ένα μέρος την ως άνω 679/2015 απόφαση, οπότε οι ως άνω εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά το αναιρεθέν μέρος της πιο πάνω απόφασης.

Περαιτέρω, διαφωνία υφίσταται μεταξύ των διαδίκων ως προς το εύρος αναιρέσεως της 679/2015 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου. Η εκκαλούσα εταιρία “……………..” υποστηρίζει, ενώ η εφεσίβλητη εταιρία «…………» αντιλέγει, ότι μετά την έκδοση της 438/2018 απόφασης του Α2΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έχει αναιρεθεί στο σύνολό της η ως άνω 679/2015 απόφαση, ούτως ώστε αντικείμενο της παρούσας δίκης να αποτελεί και το αίτημα της εφεσίβλητης-ενάγουσας εταιρίας να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εκκαλούσας-εναγόμενης να της αποδώσει τον υπολογιστή αποκλειστικής της κυριότητας της ……., αποτελούμενο από τα υπολογιστικά μηχανήματα ……. και ………., άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να της αποδώσει το ποσό των 216.434,34 ευρώ, το οποίο ισούται με την αξία του ανωτέρω υπολογιστή, νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της με αριθμό κατάθεσης 3207/10.4.2003 προηγούμενης όμοιας αγωγής. Σχετικά με το θέμα αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2 του ίδιου κώδικα, «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ.1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται, αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση  αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί από το εφετείο. Το τελευταίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου με την απόφαση του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 679/2011 δημ. ΤΝΠ Νόμος στις οποίες παραπέμπει η ΕφΑθ 334/2019 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανάγνωση της 438/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου σε συνδυασμό με την από 29.2.2016 αίτηση αναιρέσεως της εταιρίας “……………..” προκύπτει ότι στην τελευταία περιλήφθηκαν λόγοι αναιρέσεως που αφορούσαν και στο κεφάλαιο αναγνώρισης της υποχρέωσης απόδοσης στην εταιρία «…………..» από την “……………..” του προαναφερόμενου ηλεκτρονικού υπολογιστή, που είχε γίνει δεκτό από την 3454/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, διάταξη που επικυρώθηκε από την 679/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, οι οποίοι (λόγοι αναίρεσης) όμως απορρίφθηκαν στο σύνολό τους από την ως άνω 438/2018 απόφαση. Συγκεκριμένα από τους λόγους της από 29.2.2016 αίτησης αναιρέσεως έγιναν δεκτοί οι δεύτερος και τέταρτος λόγοι και, όπως διαλαμβάνει η ως άνω αρεοπαγιτική απόφαση στο σκεπτικό της, αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση «κατά το μέρος τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση» (βλ. σελίδα 18, 26η σειρά της απόφασης), στο δε διατακτικό αυτής ορίσθηκε ότι «Αναιρεί την υπ’ αριθ. 679/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της». Και ο μεν δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορούσε στην κατ’ άρθρο 559 παρ.1 ΚΠολΔ εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 2 του ν. 2121/1993 και 914 ΑΚ από το Εφετείο Πειραιώς, καθώς το Δικαστήριο αυτό, δεχόμενο ότι η εταιρία «……………..”, χρησιμοποιώντας κατά το χρονικό διάστημα Απριλίου 2002 έως και Φεβρουαρίου 2003, το πρόγραμμα “……………..” της εταιρίας «…………..», χωρίς την άδεια της τελευταίας, όφειλε να της καταβάλει αποζημίωση ίση με το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως της κατέβαλε για το είδος της συγκεκριμένης εκμετάλλευσης, της οποίας το ύψος είχε συμφωνηθεί σε ποσοστό 0,5% του κύκλου εργασιών της και μη θέτοντας ως βάση υπολογισμού την αμοιβή που συνήθως καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χρήση ο υπόχρεως, δεν εφάρμοσε ορθά τις σχετικές διατάξεις, οπότε ο εν λόγω γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης δεν σχετίζεται με την απόδοση του υπολογιστή …….. μοντέλο ……….και ……….. μοντέλο …………  Ο δε τέταρτος λόγος αναιρέσεως που έγινε δεκτός αφορούσε σε πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ.γ΄ του ΚΠολΔ «διότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και απορρίψει κατ’ ουσίαν την έφεση της νυν αναιρεσείουσας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπ’ όψη την …../2005 ένορκη βεβαίωση του ………, που έχει ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης…και η οποία προσκομίσθηκε προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι το πρόγραμμα …………….. της αναιρεσίβλητης μετασχηματίσθηκε σε τελείως διαφορετικό και άσχετο με εκείνο της …………..,εντεύθεν ότι δεν θεμελιώνεται η αποδιδομένη σ’ αυτήν δια της αγωγής ευθύνη, ως και του ισχυρισμού περί του τρόπου προμηθείας ηλεκτρονικών λειτουργικών συστημάτων υπό των ναυτιλιακών εταιριών, εντεύθεν ότι εσφαλμένως υπολογίσθηκε η αποζημίωση της ενάγουσας». Δηλαδή ούτε αυτός ο λόγος περί μη λήψης υπόψη από το Δικαστήριο του παραπάνω αποδεικτικού μέσου αφορούσε στην αναγνώριση της υποχρέωσης απόδοσης του προαναφερόμενου ηλεκτρονικού υπολογιστή από την εταιρία “…………” στην εταιρία «………….», καθώς το πιο πάνω μη ληφθέν υπόψη έγγραφο είχε προσκομισθεί προς απόδειξη άλλων κεφαλαίων της ίδιας δίκης και δεν επηρέαζε το αποδεικτικό πόρισμα, όσον αφορά την κυριότητα του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τούτο ενισχύεται και από τα διαλαμβανόμενα στην ίδια απόφαση 438/2018 του Αρείου Πάγου, στη σελίδα 11 στις σειρές 7επ. αυτής ότι «Η αναιρετική εμβέλεια των ως άνω γενομένων δεκτών λόγων στο σύνολο της προσβαλλομένης με την αναίρεση αποφάσεως ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των υπολοίπων λόγων της αναιρέσεως (ΑΠ 1840/2007), που περιλαμβάνονται στο τρίτο λόγο αναιρέσεως και επιχειρείται να θεμελιωθούν στους αριθμούς 8, 11γ’, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα (αναίρεση της αποφάσεως για την απόρριψη των θεμελιωτικών των λόγων εφέσεως ισχυρισμών του αναιρεσείοντος- περί ελλείψεως ευθύνης προς αποζημίωση συνεπεία παράνομης χρήσεως προϊόντος πνευματικής ιδιοκτησίας, ως και περί του νομίμου υπολογισμού της τυχόν οφειλόμενης αποζημιώσεως)». Εάν η μη λήψη υπόψη της παραπάνω δοθείσας στα πλαίσια άλλης δίκης ένορκης βεβαίωσης επηρέαζε την αποδεικτική κρίση περί της υποχρέωσης ή μη απόδοσης του πιο πάνω ηλεκτρονικού υπολογιστή στην «…………», αφενός αυτό θα αναφερόταν ρητά στην ως άνω 438/2018 απόφαση, αφετέρου ο Άρειος Πάγος δεν θα ασχολείτο, για να απορρίψει στη συνέχεια τους λόγους αναίρεσης που αφορούσαν στον υπολογιστή, για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου κατ’ άρθρο 529 αριθ. 20 ΚΠολΔ και για έλλειψη αιτιολογίας κατ’ άρθρο 559 περ.19 του ίδιου κώδικα. Μάλιστα σαφώς διαλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση στη σελίδα 18, σειρές 16επ.: «Οι παραδοχές της προσβαλλομένης είναι επαρκείς, εφ’ όσον, μετά από εκτίμηση του συνόλου αποδεικτικού υλικού, δέχθηκε ότι η ενάγουσα- αναιρεσίβλητη επώλησε προς την αναιρεσείουσα τον μηχανολογικό εξοπλισμό προς αναβάθμιση των μηχανημάτων βάσης της ιδίας (πωλήτριας) και όχι τις επίδικες συσκευές ηλεκτρονικών υπολογιστών. Επομένως, ο σχετικός λόγος, κατά το ως άνω συναφές δεύτερο τμήμα του, είναι αβάσιμος». Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η 3454/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τη διάταξή της με την οποία αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης (νυν εκκαλούσας εταιρίας) να αποδώσει στην ενάγουσα (νυν εφεσίβλητη) τον υπολογιστή κυριότητας της τελευταίας ……. μοντέλο …… και ……. μοντέλο ……. έχει τελεσιδικήσει και δεν επανεξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο.

Επανεξετάζονται, όμως, εξαρχής όλοι οι λόγοι που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης, το οποίο αναιρέθηκε. Ούτως:Ι.Σχετικά με τον προβληθέντα με τον πρώτο πρόσθετο λόγο έφεσης εκάστου των εκκαλούντων περί της καθ’ ύλην και κατά τόπον αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο θα έπρεπε κατά το λόγο αυτό να κηρύξει εαυτόν αναρμόδιο και να παραπέμψει προς εκδίκαση την υπόθεση ως έχουσα αντικείμενο την αναγνώριση απόλυτου δικαιώματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Τμήμα Εμπορικών Διαφορών) με πινάκιο ΣΤ1, λεκτέα τα εξής: Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.26 α΄ του ν. 2479/1997 ορίσθηκε η ίδρυση ειδικών τμημάτων στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης για την εκδίκαση υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας. Βάσει της εισηγητικής έκθεσης: «Η σύσταση ειδικών τμημάτων είναι αναγκαία λόγω του ειδικού χαρακτήρα και των ποικίλων διαστάσεων που εμφανίζει η πνευματική ιδιοκτησία (διεθνείς συμβάσεις, κοινοτικές οδηγίες, τρόπος εκμετάλλευσης, μέσα μετάδοσης, οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, αμοιβολόγιο)». Με την εν λόγω διάταξη, ο νομοθέτης κατέστησε αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας τα παραπάνω ειδικά τμήματα. Με το εδάφιο β΄ της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι τυχόν εφέσεις κατά των αποφάσεων των ανωτέρω πρωτοδικείων εκδικάζονται ενώπιον του Ειδικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, μέχρις ότου ειδικά τμήματα συγκροτηθούν και στα Εφετεία Θεσσαλονίκης και Πειραιά. Ήδη με τις υπ’ αριθμ. ΥΑ 113020/1997 (ΥΑ 113020 ΦΕΚ Β’ 866/1997) και ΥΑ 18405/1999 (ΥΑ 18405 ΦΕΚ Β’ 125/1999) αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, που αφορούν στο επίδικο χρονικό διάστημα, κυρώθηκαν οι τροποποιήσεις- συμπληρώσεις των Κανονισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς και Εφετείου Πειραιώς, αντίστοιχα, με τις οποίες ορίσθηκαν τα ειδικά τμήματα για την εκδίκαση των υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ακολούθως, με το άρθρο 7 παρ.1 του ν. 2943/2001 προβλέφθηκε ότι «για την εκδίκαση των υποθέσεων κοινοτικών σημάτων εκτείνεται η κατά τόπον αρμοδιότητα του ειδικού τμήματος κοινοτικών σημάτων του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών στις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κέρκυρας, Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών και Πειραιώς και του Εφετείου Θεσσαλονίκης στις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Ιωαννίνων και Λάρισας». Στην έννοια του όρου υποθέσεις κοινοτικών σημάτων εμπίπτουν, όμως, μόνο οι διαφορές, που έχουν σχέση με την παραποίηση- απομίμηση ή την εγκυρότητα των κοινοτικών σημάτων, ενώ όλες οι άλλες διαφορές, οι σχετικές με τα κοινοτικά σήματα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 του ν. 2943/2001 δεν καλύπτονται από το νόμο αυτό κι επομένως στις υποθέσεις αυτές δεν είναι αρμόδια τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων και δεν επεκτείνεται η κατά τόπο αρμοδιότητα των Πρωτοδικείων και Εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης στις περιφέρειες των υπόλοιπων Εφετείων (βλ. ΕφΔωδ 271/2017 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Παρακάτω, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ίδιου ως άνω νόμου, τα εν λόγω τμήματα εκδικάζουν και τις υποθέσεις που αναφέρονται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πιστοποιητικά υποδείγματος χρησιμότητας, μεταφοράς τεχνολογίας, τοπογραφίες προϊόντων ημιαγωγών και συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας, βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα και γενικά όλες τις υποθέσεις εφευρέσεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τέλος, σημειώνεται ότι το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί την κύρια delegelata νομική βάση προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών [βλ. Βασίλη Σ. Καραγιάννη, Συμβάσεις Παροχής Λογισμικού (software)& Κανόνες Ανταγωνισμού, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2002, σελ. 62], ενώ το δίκαιο των εφευρέσεων είναι ακατάλληλο για το σκοπό αυτό, το δε δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού και των σημάτων έχουν μόνο συμπληρωματική και βοηθητική λειτουργία [βλ. Ευγενία Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου «Πειρατεία προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και προστασία δικαιώματος αναπαραγωγής τους (ενόψει του νόμου 3524/2007)» σε ΕλλΔνη 2007, σελ. 1316, υποσημ. 5]. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι σε υποθέσεις προστασίας προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, εφαρμόζεται η προπαρατεθείσα διάταξη του ν. 2479/1997 και αρμόδια να επιληφθούν σε πρώτο βαθμό είναι τα τμήματα υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας των κατά τόπο αρμόδιων Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι πιο πάνω αγωγές με το προπαρατεθέν περιεχόμενο αφορούν σε προστασία προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, στην οποία εφαρμόζεται, κατά τα ανωτέρω, το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και όχι τα δίκαια των εφευρέσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού, οπότε η υπό κρίση διαφορά ορθά εισήχθη για να δικασθεί πρωτοδίκως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για να δικάσει την υπόθεση. Επομένως, οι σχετικές αιτιάσεις των εκκαλούντων που περιλήφθηκαν στον πρώτο πρόσθετο λόγο των εφέσεών τους, σύμφωνα με τις οποίες αρμόδιο ήταν το ειδικό τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιλαμβάνεται της εκδίκασης υποθέσεων κοινοτικών σημάτων κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2943/2001, τυγχάνουν νόμω αβάσιμες.

ΙΙ. Περαιτέρω, αναφορικά με τον προβαλλόμενο με τις προτάσεις των εκκαλούντων ισχυρισμό περί αοριστίας της από 28.4.2004 και με αριθμό κατάθεσης ……/4.5.2004 αγωγής και της από 29.4.2004 και με αριθμό κατάθεσης ……./4.5.2004 αγωγής της εφεσίβλητης κατά αυτών πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι η εφεσίβλητη για το ορισμένο των αγωγών της, με τις οποίες ζητούσε να υποχρεωθούν εκείνοι να παύσουν να προσβάλλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί του προγράμματός της «……………..» με την παράνομη αναπαραγωγή και χρήση του, να παραλείπουν κάθε προσβολή των δικαιωμάτων της σε αυτό στο μέλλον, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους σε αποζημίωση της ενάγουσας για τη χρήση του διαστήματος Απριλίου 2002 έως και Φεβρουαρίου 2003 και η υποχρέωση της εναγόμενης εταιρίας “…………” να αποδώσει τον προαναφερόμενο υπολογιστή, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν αρκούσε να περιγράφει τα χαρακτηριστικά του προγράμματος …………….., αλλά όφειλε να περιλάβει στις αγωγές της α)το σύνολο ή τα σημαντικά των χαρακτηριστικών του πηγαίου κώδικα του …………….. και β)τα χαρακτηριστικά του …………….. που συνιστούσαν παράνομη αναπαραγωγή του ……………… Ότι επίσης δεν προσδιορίζονται στις αγωγές αυτές τα οποιαδήποτε ποσοτικά ή ποιοτικά χαρακτηριστικά του …………….., με εξαίρεση τη γενική αναφορά ότι αναπτύχθηκε σε γλώσσα προγραμματισμού Cobol και SQL για περιβάλλον λειτουργικού συστήματος ………… Ότι η εφεσίβλητη στις αγωγές της περιορίσθηκε καθαρά και μόνο στα λειτουργικά χαρακτηριστικά του …………….. (λειτουργικότητα συστήματος, κατηγορίες χειριστών, σύστημα κρατήσεων, check-in εκκαθάριση εισιτηρίων, στατιστικά, αποθήκη εισιτηρίων, προμήθειες πρακτορείων, σύνδεση προγράμματος με λογιστήριο), τα οποία όμως είναι χαρακτηριστικά όλων των προγραμμάτων της αγοράς, ανεξαρτήτως κατασκευαστή. Ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλούντων δεν ευσταθεί, καθώς οι αγωγές της εφεσίβλητης κατά των εκκαλούντων αφορούσαν στη μη νόμιμη χρήση, αναπαραγωγή και επεξεργασία του προγράμματος αυτής «……………..» και όχι στις τυχόν ομοιότητές του με άλλο πρόγραμμα των εκκαλούντων με την ονομασία «……………..», οπότε δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να γίνει σύγκριση από την εφεσίβλητη-ενάγουσα στις αγωγές της μεταξύ των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών των δύο προγραμμάτων. Επίσης για το ορισμένο των αγωγών αυτών ως προς τα προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του προγράμματος «……………..» δεν απαιτείτο να διαλαμβάνεται το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων του πηγαίου κώδικα, αλλά αρκούσε η τεχνική περιγραφή και λειτουργία του εν λόγω προγράμματος, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή από το Δικαστήριο αλλά και από τους εναγόμενους και προσδιορίζει επαρκώς το αντικείμενο της δίκης, δεδομένου ότι τα στοιχεία του πηγαίου κώδικα αποτελούν στοιχεία καθαρά τεχνικής φύσης και συνιστούν αντικείμενο ειδικής γνώσης, η δε ανάδειξή τους ως στοιχείων που διαφοροποιούν το πρόγραμμα που χρησιμοποιούσαν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες σε σχέση με το πρόγραμμα που είχε αναπτύξει η ενάγουσα-εφεσίβλητη μπορεί να γίνει από τους ίδιους ανταποδεικτικά σε σχέση με τις κατ’ αυτών αγωγές της εφεσίβλητης.

ΙΙΙ. Παρακάτω, οι εκκαλούντες με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου των υπό κρίση εφέσεών τους υποστηρίζουν ότι η εκκαλούμενη απόφαση παραβίασε διατάξεις του δικονομικού δικαίου, καθώς έλαβε υπόψη: α)την υπ’ αριθμ. ……/2003 έκθεση απογραφής του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, η οποία δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, γιατί στηρίχθηκε σε άκυρες διαδικαστικές πράξεις και συγκεκριμένα στην από 7.3.2003 προσωρινή διαταγή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έπασχε από ακυρότητα, αφού χορηγήθηκε κατόπιν της από 27.2.2003 (υπ’ αριθμ. κατ. ……/2003) επίσης άκυρης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που είχε υπογράψει ο τελών σε μερική αναστολή του δικηγορικού του λειτουργήματος, λόγω της ιδιότητάς του ως αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Θράκης, ………., β)την υπ’ αριθμ. ……/2003 ένορκη βεβαίωση του ………, η οποία βασίσθηκε στην άκυρη υπ’ αριθμ. …../2003 έκθεση απογραφής. Σχετικά με τις παραπάνω αιτιάσεις, λεκτέα τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, για την εξασφάλιση του δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 ΚΠολΔ στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής, και επίσης δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 313 παρ. γ΄ΚΠολΔ, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Περαιτέρω, τα ανωτέρω άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζουν ότι οι προσωρινές διαταγές διαλαμβάνουν “τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης” και ότι “εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε”. Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών (βλ. ΟλΑΠ 20/2015 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Ειδικότερα, η προσωρινή διαταγή του δικαστή, που εκδίδεται σε υπόθεση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, αποτελεί, ενόψει της εκ του νόμου εξουσίας του προς τούτο, εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής, δηλαδή τίτλο εκτελεστό του άρθρου 904 παρ.2 περ.ζ΄ του ΚΠολΔ, που δεσμεύει και τα όργανα της εκτέλεσης στα οποία γνωστοποιήθηκε. Τούτο δε, ακόμη και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι κατ’ ιδίαν νόμιμοι όροι για την έκδοση του σημειώματος, τη συνδρομή των οποίων δεν επιτρέπεται να ελέγχουν τα όργανα της εκτέλεσης (ΟλΑΠ20/2015, ό.π.,ΟλΑΠ17/2009, ΑρχΝομ 2010, σελ. 336, ΟλΑΠ 4/2004, ΕλλΔνη 2004, σελ. 386).Η προσωρινή διαταγή εκτελείται χωρίς απόγραφο και χωρίς την τήρηση κάποιας προδικασίας κατ’ άρθρο 700 παρ.2 ΚΠολΔ, η δε διάταξη του άρθρου 702 παρ.1 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα δικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση με τη διαδικασία των άρθρων 686επ. του ΚΠολΔ  εφαρμόζεται αναλόγως και στις αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης προσωρινής διαταγής (βλ. Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, σελ. 1378, παρ.2). Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 159 και 933 επ. του ΚΠολΔ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης που έγιναν χωρίς να τηρηθούν οι απαιτούμενες από το νόμο διατυπώσεις δεν είναι αυτοδίκαια άκυρες, έστω και αν η τήρηση των διατυπώσεων αυτών επιβάλλεται με την ποινή της ακυρότητας, αλλά παράγουν όλες τις έννομες συνέπειές τους μέχρις ότου απαγγελθεί η ακυρότητα από το δικαστήριο, κατόπιν άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΑΠ 477/2013 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Ακόμη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 64 παρ.1 του ν. 2121/1993, εφόσον πιθανολογείται προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικού δικαιώματος προβλεπόμενου στα άρθρα 46 έως 48 και 51 ή του δικαιώματος ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων, το Μονομελές Πρωτοδικείο διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση των αντικειμένων που κατέχονται από τον καθ’ ου και αποτελούν μέσο τέλεσης ή προϊόν ή απόδειξη της προσβολής. Αντί για συντηρητική κατάσχεση, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναλυτική απογραφή των αντικειμένων αυτών περιλαμβανομένης και της φωτογράφησής τους. Στις παραπάνω περιπτώσεις εφαρμόζεται υποχρεωτικώς το άρθρο 687 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και χορηγείται υποχρεωτικώς προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. (άρθρο 7 της Οδηγίας 2004/48). Σκοπός της παραπάνω ρύθμισης είναι η εξασφάλιση και διατήρηση των αποδείξεων τέλεσης της προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας με τη συντηρητική κατάσχεση ή την αναλυτική απογραφή και φωτογράφηση των επίδικων αντικειμένων, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο εξαφάνισής τους και όχι η εξασφάλιση της απαίτησης του δημιουργού κατά του προσβολέα. Αν εκδοθεί η σχετική προσωρινή διαταγή, αυτή εκτελείται κατ’ άρθρο 700 παρ.3 ΚΠολΔ, αμέσως, μόλις καταχωρηθεί, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που την εξέδωσε, χωρίς επίδοση αντιγράφου αυτής στον καθ’ου και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη επίδοση επιταγής σε αυτόν ή να παρέλθει οποιαδήποτε προθεσμία εκτέλεσης λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα της, ισχύει δε μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποκλείεται όμως να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, δηλαδή να εκδοθεί για το μέχρι της συζητήσεως της αιτήσεως χρονικό διάστημα, οπότε το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση μπορεί, αφού εκτιμήσει τα στοιχεία που έχουν προσαχθεί, να κρίνει αν θα χορηγήσει ή όχι νέα προσωρινή διαταγή έως την έκδοση της αποφάσεως. Καθ’ όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα της ισχύος της προσωρινής διαταγής, υφίσταται η εξ αυτής απορρέουσα δεσμευτικότητα και κάθε πράξη αντιβαίνουσα στο περιεχόμενό της είναι σχετικώς άκυρη (ΑΠ 697/2008 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Περαιτέρω, η κατόπιν προσωρινής διαταγής συνταχθείσα έκθεση απογραφής του δικαστικού επιμελητή αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο και μάλιστα δημόσιο έγγραφο με την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που προσδίδει στα δημόσια έγγραφα το άρθρο 438 του ΚΠολΔ και στο οποίο το επιλαμβανόμενο της κύριας υπόθεσης δικαστήριο μπορεί να βασισθεί για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση. Ενόψει των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση: α)Η προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή, η οποία χορηγήθηκε κατ’ άρθρο 64 παρ.1 του ν. 2121/1993 και καταχωρήθηκε κάτω από την υπ’ αριθμ. κατ. ……/2003 αίτηση, είναι τίτλος εκτελεστός σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ.2 περ.ζ΄ του ΚΠολΔ, ο οποίος δεσμεύει και τα όργανα της εκτέλεσης στα οποία γνωστοποιήθηκε, η δε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργήθηκε βάσει αυτής, ήτοι η απογραφή, παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της, μέχρι να απαγγελθεί η ακυρότητά της από το δικαστήριο, κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, την οποία όμως δεν άσκησε η καθ’ης η εκτέλεση και νυν εκκαλούσα. β)Η με αριθμό …../2003 συνταχθείσα έκθεση απογραφής του δικαστικού επιμελητή ……. αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δη δημόσιο έγγραφο, το οποίο συνιστά πλήρη απόδειξη έναντι όλων ως προς τα γεγονότα που επιχειρήθηκαν από τον συντάκτη του δικαστικό επιμελητή ή έλαβαν χώρα ενώπιόν του και ως προς τα οποία δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. γ) Ομοίως, η υπ’ αριθμ. …../2003 ένορκη βεβαίωση του …….. που χρησίμευσε πρωτοδίκως για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ως ληφθείσα στα πλαίσια άλλης δίκης και η οποία αναφέρεται στην παραπάνω έγκυρη υπ’ αριθμ. …../2003 έκθεση απογραφής δεν πάσχει από κάποια ακυρότητα. Συνακόλουθα, οι παραπάνω λόγοι των υπό κρίση εφέσεων τυγχάνουν ουσία αβάσιμοι.

Παρακάτω, σε ό,τι αφορά το παράπονο των εκκαλούντων που διατυπώνεται με τον πρώτο λόγο εφέσεώς τους στο δεύτερο σκέλος του ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη νομότυπα προβληθείσα από αυτούς και παραχρήμα αποδεικνυόμενη ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα της εφεσίβλητης ………, ο οποίος είναι εταίρος της σε ποσοστό 70,6% και προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, οπότε η κατάθεσή του δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά το άρθρο 400 παρ.3 ΚΠολΔ δεν εξετάζεται ως μάρτυρας εκείνος που έχει συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Το συμφέρον του μάρτυρα μπορεί να είναι υλικό ή και ηθικό, αλλά πάντως έννομο και άμεσο. Η ωφέλειά του θα πρέπει, όχι απλώς να προσδοκάται, αλλά να είναι βέβαιη και αναπόφευκτη συνέπεια της έκβασης της δίκης. Κριτήριο για την ύπαρξη του συμφέροντος είναι έτσι οι κύριες συνέπειες της αποφάσεως, ιδίως το δεδικασμένο, αλλά και η εκτελεστότητα, η διαπλαστική ενέργεια, όπως και οι δευτερεύουσες και οι αντανακλαστικές της συνέπειες (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, έκδοση 2005, σελ. 487, παρ.32). Τέτοια πρόσωπα, σε δίκη εταιρίας που αποτελεί νομικό πρόσωπο, είναι προδήλως τα φυσικά πρόσωπα των εταίρων αυτής, αφού η έκβαση της δίκης ως προς το νομικό πρόσωπο επηρεάζει αμέσως και την προσωπική των φυσικών προσώπων οικονομική κατάσταση (ΕφΘεσσαλ 1862/1999, Αρμ 2001, σελ. 931, ΕφΠατρ 165/1981 ΝοΒ 29.1299 και εκεί παραπομπές σε συγγραφείς και νομολογία), ενώ προκειμένου για ανώνυμες εταιρίες ή εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, εξαιρετέοι μάρτυρες τυγχάνουν οι κατά σημαντικό ποσοστό μέτοχοί τους και εταιρικοί μεριδούχοι, καθώς η έκβαση της δίκης ομοίως επηρεάζει την προσωπική τους οικονομική κατάσταση (βλ. ΑΠ 587/1977, ΝοΒ 26, σελ. 207, ΑΠ 550/1977, ΑρχΝομ ΚΗ, σελ. 666, ΕφΛαρ 442/2001, Δικογραφία 2001, σελ. 464, ΕφΠειρ 766/1996, στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 403 παρ.2 του ΚΠολΔ, ο διάδικος οφείλει να προτείνει το λόγο της μη εξέτασης του μάρτυρα κατ’ ένσταση, αν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσής του κατ’ άρθρο 400 ΚΠολΔ, πριν από την όρκισή του (ΑΠ 1392/2008, ΤρΝομΠληρ Νόμος). Προς αποδοχή δε ή απόρριψη της ενστάσεως, αρκεί και πιθανολόγηση της βασιμότητας ή αβασιμότητάς της (ΚΠολΔ 403 παρ. 4) και μόνο αν ο ενιστάμενος μπορεί να την αποδείξει εγγράφως, μπορεί να την προτείνει κατά την μετ’ απόδειξη συζήτηση της υποθέσεως (ΚΠολΔ 403 παρ. 5), γιατί αλλιώς είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΕφΑθ 7129/2009, ΕφΑΔ 2011, σελ. 208). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθμ. 2326/2005 πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πριν την όρκιση του ……. ως μάρτυρα της ενάγουσας-εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία «………….», ο δικηγόρος των ήδη εκκαλούντων δεν πρόβαλε ένσταση εξαίρεσης του εν λόγω μάρτυρα, αλλά ζήτησε την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, διότι αυτός είναι μέτοχος της ενάγουσας εταιρίας σε ποσοστό 72,5% (βλ. σελίδα 3 των από 8.11.2006 πρακτικών «Αν μου επιτρέπετε κυρία Πρόεδρε, έχω ένσταση όχι εξαίρεσης, για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, διότι ο κύριος …… είναι κατά 72,5% ο κύριος μέτοχος της εναγούσης εταιρείας»). Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της μετ’ απόδειξη συζήτησης της υπόθεσης, οι παραπάνω διάδικοι δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν έγγραφα ότι ο ως άνω μάρτυρας ήταν εξαιρετέος. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες δικονομικές διατάξεις, έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του και την κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα και άρα ο πρώτος λόγος των υπό κρίση εφέσεων κατά το δεύτερο σκέλος τους τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 § 2 εδ. γ΄ και δ΄ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001 (αλλά πριν από την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), εφαρμοζόμενες κατά το άρθρο 524 § 1 εδ. α΄ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρο 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Επομένως, αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα περισσότερες των τριών από τις ένορκες βεβαιώσεις, που επικαλέσθηκε και προσκόμισε οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη, υποπίπτει στις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 11 α΄ και 14 ΚΠολΔ, δηλαδή λαμβάνει υπόψη απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα και παρά τον νόμο δεν κηρύσσει απαράδεκτο (ΑΠ 1103/2011, ΑΠ 725/2006, ΑΠ 315/2008, ΑΠ 747/2008). Το όριο των τριών ένορκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης, που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρο 218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (άρθρο 268 ΚΠολΔ), δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές τρεις συνολικά ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπεται σε κάθε διάδικο μέρος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρο 20§1 του Συντάγματος και 6§1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον περιορισμό των ένορκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει, εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου, τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια στις σοβαρές κατά κανόνα υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (ΑΠ 88/2016, ΑΠ 1103/2011). Αν προσκομισθούν από ένα διάδικο περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο θα λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησης, οι δε πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις, επειδή συνιστούν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 88/2016, ΑΠ 3/2015) [ΑΠ 514/2018 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος]. Επίσης κατά την έννοια της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 270 παρ.2 εδ.γ΄ του ΚΠολΔ ενώπιον των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, οι ένορκες βεβαιώσεις είναι παραδεκτές ως αποδεικτικά μέσα, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου μέρους. Η σχετική κλήτευση του αντίδικου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει αποδεικνύεται κατά το άρθρο 139 ΚΠολΔ μόνο από την έκθεση επίδοσης και ελέγχεται από το δικαστήριο, το οποίο δεν αρκείται στη βεβαίωση περί τούτου του συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη, ενώπιον του οποίου δόθηκε η ένορκη βεβαίωση, καθώς ο τελευταίος δεν είναι αρμόδιος για να ελέγξει τούτο. Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή της κλήτευσης, οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα (ανυπόστατα έγγραφα) και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι δε ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί νομότυπα αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση (ΑΠ 184/2011, ΑΠ 1684/2018 στην ΤρΝομΠληρΝόμος). Περαιτέρω, από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπ’ όψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που ελήφθησαν επ’ ευκαιρία άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (Ολ ΑΠ 8/2016, ΑΠ 897/2014). Οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο άλλης προηγούμενης δίκης δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί οι τασσόμενες γι’ αυτές διατυπώσεις (ΑΠ 1471/2014). Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του δικαστηρίου της ουσίας της λήψεως υπ’ όψη αποδείξεων που δεν προσκομίσθηκαν ή της μη λήψεως υπ’ όψη αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 438/2018 που αφορά στην παρούσα δίκη, δημοσιευμένη και στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων ιδρύεται όταν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά ορίζει γι’ αυτό ο νόμος και όχι στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, την εξουσία να εκτιμήσει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, όπως συμβαίνει τόσο με τις (ολοκληρωμένες) μαρτυρικές καταθέσεις, όσο και με τα δικαστικά τεκμήρια, στα οποία περιλαμβάνονται, κατά τα προεκτιθέμενα και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν επ’ αφορμή άλλης δίκης. Ούτε, δε, ιδρύει τον λόγο αυτό η μη διάκριση στην απόφαση ποια αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη προς άμεση απόδειξη, με την έννοια των λοιπών προβλεπόμενων αμέσως από το νόμο επώνυμων αποδεικτικών μέσων (ολοκληρωμένων μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων κλπ) και ποια αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη προς έμμεση απόδειξη, με την έννοια του ιδιαίτερα προβλεπόμενου (άρθρο 339 εδαφ. τελευταίο του ΚΠολΔ) αποδεικτικού μέσου των δικαστικών τεκμηρίων και όχι της έμμεσης συναγωγής του αποδεικτικού πορίσματος, αφού τούτο μπορεί να συναχθεί και αμέσως από τα δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 168/2015 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος, ΑΠ  479/2010 ΝοΒ 2010 σελ. 2054, ΑΠ 81/2007 ΝοΒ 2007, σελ. 1175). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου των εφέσεών τους, με τον δεύτερο λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους και τον δεύτερο λόγο των πρόσθετων λόγων αιτιώνται την εκκαλούμενη απόφαση ότι α) παραβίασε τους κανόνες δικονομικού δικαίου και έλαβε υπόψη ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του αντιδίκου τους καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου από το νόμο ορίου και β) δεν έλαβε υπόψη τις νόμιμα επικληθείσες και προσκομισθείσες από αυτούς ένορκες βεβαιώσεις και δη τις προσκομισθείσες εκ μέρους του εκκαλούντος-εναγόμενου ……… με αριθμούς …./2006 του …….., …./2005 του ……… και …./2004 και τις προσκομισθείσες από την εκκαλούσα-εναγόμενη-ενάγουσα ένορκες βεβαιώσεις υπ’ αριθμ. …./26.2.2004 του …… και υπ’ αριθμ. …../2006 του ……… Από την επισκόπηση των προτάσεων που κατέθεσε νομότυπα η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης αποδεικνύεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη στην εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβανομένων υπόψη και «των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση, στα οποία περιλαμβάνονται και οι με αριθμούς ………. ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……… κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ. τις εκθέσεις επιδόσεως με αριθμό ……/2004 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., …./2004 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, …./2004, …./2004 και …./2003 των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. αντίστοιχα) για να χρησιμεύσουν σε δίκη επί της …./2003 αγωγής και …./12-3-2003, …/15-4-2003 ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αντίστοιχα,…». Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αναφερόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση εκθέσεις επίδοσης, οι οποίες νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, μόνο οι ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθήνας ……….. υπ’ αριθμ. …../2004 και …./2004 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ………, μαρτύρων της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας, αντίστοιχα, λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν στη συγκεκριμένη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα προς απόδειξη των ισχυρισμών της ενάγουσας και προς αντίκρουση των ισχυρισμών της αντίδικης εταιρίας επί της υπ’ αριθμ. …../2004 αγωγής της πρώτης. Οι υπόλοιπες ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης και κατά συνέπεια ως προς αυτές δεν υφίσταται ο ποσοτικός περιορισμός του άρθρου 270 του ΚΠολΔ. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της ένορκες βεβαιώσεις πέραν του επιτρεπόμενου αριθμού, ούτε παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων από το γεγονός ότι σε αυτή αναφέρονται και οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν μετά από νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου στα πλαίσια άλλης δίκης, χωρίς να γίνει διάκριση σχετικά με το ποια αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη προς άμεση απόδειξη, με την έννοια των λοιπών προβλεπόμενων αμέσως από το νόμο επώνυμων αποδεικτικών μέσων και ποια αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη προς έμμεση απόδειξη, υπό την έννοια του ιδιαίτερα προβλεπόμενου (άρθρο 339 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ) αποδεικτικού μέσου των δικαστικών τεκμηρίων. Πιο κάτω, σε ό,τι αφορά: α)τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εκκαλούντων και συγκεκριμένα: τη με αριθμό …/2006 ένορκη βεβαίωση του ……., τη με αριθμό …/2005 ένορκη βεβαίωση του ….. και τη με αριθμό …./2004 ένορκη βεβαίωση, από την επισκόπηση των προτάσεων του εκκαλούντος ……, που με σχετικό λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι παρότι τις επικαλέσθηκε και τις προσκόμισε κατά τη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν ελήφθησαν υπόψη, προκύπτει ότι αυτός δεν επικαλέσθηκε καν την …../2006 ένορκη βεβαίωση του ………, αλλά την από 10.5.2005 ένορκη βεβαίωση αυτού, την οποία ωστόσο, όπως και την …../2004 ένορκη βεβαίωση δεν προσκόμισε κατά τα γενόμενα δεκτά στην εκκαλούμενη απόφαση (βλ. σελίδα 13 αυτής), ενώ σε ό,τι αφορά την …../2005 ένορκη βεβαίωση του ………, η οποία σύμφωνα με την 438/2018 αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου είχε ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, αυτή συνιστά έγγραφο που λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και δεν απαιτείτο ειδική μνεία της στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να συναχθεί από τη μη μνεία της ότι δεν ελήφθη υπόψη, β)ομοίως τη με αριθμό ……/2006 ένορκη βεβαίωση του …….. και τη με αριθμό ……/2004 ένορκη βεβαίωση του ……… που η εκκαλούσα εταιρία υποστηρίζει ότι νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκόμισε χωρίς να ληφθούν υπόψη σημειώνεται ότι από την επισκόπηση των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει ότι τη μεν πρώτη ένορκη βεβαίωση δεν επικαλέσθηκε καν με πλήρη τα στοιχεία της καθώς στη σελίδα 2 των προτάσεών της φαίνεται να επικαλείται ένορκη βεβαίωση του ……… με αχνά στοιχεία «269…» και όχι την …/2006 ένορκη βεβαίωση αυτού, η δε υπ’ αριθμ. …./2004 ένορκη βεβαίωση του ……… έχει δοθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, οπότε για την παρούσα δίκη λαμβάνεται υπόψη κατά τα ανωτέρω ως έγγραφο μόνο για τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου και άρα δεν απαιτείτο η ειδική μνεία της στην απόφαση, ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι από τη μη μνεία της δεν ελήφθη υπόψη. Επισημαίνεται δε ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι το αμέσως παραπάνω έγγραφο αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, που δεν μπορεί να ληφθεί καν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, επειδή ο ………. είναι στην παρούσα δίκη αντίδικος αυτής και δεν θα μπορούσε να καταστεί μάρτυρας, δεν ευσταθεί, καθώς η παραπάνω μαρτυρία του έχει δοθεί στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την υπ’ αριθμ. κατάθεσης …./2003 αγωγή της νυν εφεσίβλητης κατά της νυν εκκαλούσας “……………..” ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αναφέρει στις προτάσεις της η ίδια η εφεσίβλητη, οπότε η μαρτυρία του αυτή παραδεκτά αξιολογείται ως δικαστικό τεκμήριο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε κάποια δικονομική πλημμέλεια μη εκτιμώντας νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, οπότε οι σχετικοί λόγοι έφεσης τυγχάνουν ουσία αβάσιμοι. Εξάλλου, σημειώνεται ότι, ανεξαρτήτως των όσων παραπάνω εκτέθηκαν, αλυσιτελώς προβάλλονται οι ως άνω λόγοι, αφού από μόνοι τους δεν θα οδηγούσαν, ακόμη κι αν είχαν κριθεί βάσιμοι, στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, διότι το δικαστήριο κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της έφεσης για πλημμελή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, θα εξαφάνιζε την εκκαλούμενη απόφαση, μόνο αν οδηγείτο σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, άλλως η έφεση θα απορριπτόταν (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2008, σελ. 233, Α. Μπακόπουλου, ΕλλΔνη 33, σελ. 437, ΑΠ 179/1985, ΝοΒ 33, σελ. 1710, ΕφΘεσσαλ 1970/2014, ΕφΛαμ 16/2013 στη Νόμος).

ΙV. Παρακάτω, σύμφωνα με την Οδηγία 91/250/ ΕΟΚ/14.5.1991 (τώρα Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία εν συνεχεία αντικαταστάθηκε με την σχεδόν όμοιου περιεχομένου Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23.4.2009, υποχρεούνται τα κράτη-μέλη να θεωρήσουν το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ως λογοτεχνικό έργο (Δ. Καλλίνικου: «Πνευματική Ιδιοκτησία και Internet» έκδ. 2001, σ. 34-38, 41). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 § 1 του ν. 2121/1993: «Οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)». Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 §§ 1 και 3 του ίδιου νόμου: «Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα… 3. Θεωρούνται ως έργα λόγου και προστατεύονται κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού τους. Η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται κατά τον παρόντα νόμο. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο, εφόσον είναι προσωπικό δημιούργημα του δημιουργού του». Ο ορισμός αυτός συμπίπτει εννοιολογικά με τον ορισμό της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ (τώρα ΕΕ), η οποία προβλέπει ότι το πρόγραμμα ενός υπολογιστή είναι πρωτότυπο, εφόσον είναι «αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του», κατά συνέπεια αρκεί το ίδιο κριτήριο πρωτοτυπίας που απαιτείται για τα άλλα έργα του πνεύματος. Όσον αφορά δε την ελληνική νομολογία έγινε δεκτό ότι το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται, εφόσον χαρακτηρίζεται από μία προσωπική πνευματική συμβολή του δημιουργού του και από μία ιδιαίτερη ατομικότητα ή εφόσον εμφανίζει δημιουργικό ύψος που το διαφοροποιεί από άλλα παρεμφερή προγράμματα και ασχέτως εάν αυτά ως τεχνολογικό προϊόν προστατεύονται με το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας. Ειδικότερα, το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ο φορέας των πληροφοριών, η έλλειψη του οποίου καθιστά άχρηστη τη συσκευή, στον τομέα δε των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) έχει επικρατήσει το ζεύγος των εννοιών hardware (μηχανικό μέρος του Η/Υ) και software. Η έννοια του τελευταίου περιλαμβάνει όλα τα είδη προγραμμάτων Η/Υ μαζί με το συνοδευτικό υλικό τους, ορίζεται δε ως το σύνολο των διανοητικά επεξεργασθεισών για την επίλυση του προβλήματος επεξεργασίας πληροφοριών. Στη γενική έννοια του software περιλαμβάνονται: α)το πρόγραμμα του Η/Υ, β)η περιγραφή προγράμματος (προπαρασκευαστικό υλικό) και γ)το συνοδευτικό υλικό. Ως πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή νοείται μία σειρά εντολών που έχουν σκοπό να επιτρέψουν στη συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να εκτελέσει ή επιτύχει ορισμένη λειτουργία ή ορισμένα αποτελέσματα.  Η σειρά αυτή εντολών εκφράζεται αρχικά στη μορφή του πηγαίου (ή αντικειμενικού) κώδικα, που συντάσσεται από τον προγραμματιστή σε ειδική γλώσσα προγραμματισμού, κατανοητή από τον ίδιο, η οποία εν συνεχεία μεταφράζεται με αυτόματο τρόπο σε μορφή κώδικα μηχανής, η οποία είναι κατανοητή από τον υπολογιστή. Επομένως, το πρόγραμμα είναι το τελικό προϊόν ή η αποκρυστάλλωση μίας μακράς εξελικτικής διαδικασίας και το σπουδαιότερο μέρος ενός έτοιμου «πακέτου» software, το οποίο περιλαμβάνει τον πηγαίο κώδικα (sourcecode) και το πρόγραμμα της μηχανής (machinecode), μέρη που έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική αξία και αποτελούν το προσφιλέστερο αντικείμενο της αντιγραφής. Η περιγραφή του προγράμματος περιλαμβάνει το προστάδιο εκπόνησής του, μέρος και αυτό της γενικής ιδέας του software, που ορίζεται από τις πρότυπες οδηγίες ως μία πλήρης παράσταση διαδικασίας σε γλωσσική, σχηματική ή άλλη μορφή, τα στοιχεία της οποίας επαρκούν για τον καθορισμό μίας σειράς εντολών, οι οποίες θα απαρτίσουν το τελικό πρόγραμμα και με τη βοήθεια των οποίων (στοιχείων) μπορεί να γίνει η οριστική εκπόνησή του, στο δε συνοδευτικό υλικό ή τεκμηρίωση εφαρμογής ανήκουν οι οδηγίες προς το χειριστή, σχόλια, παρατηρήσεις και σημειώσεις που εξηγούν το χειρισμό του προγράμματος. Κεντρική όμως σημασία για το γράψιμο ενός προγράμματος έχει ο αλγόριθμος, που αποτελεί κάθε διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος, η εκτέλεση της οποίας έχει προκαθοριστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Η ιδιορρυθμία του αλγόριθμου συνίσταται στο ότι η εκτέλεσή του μπορεί να γίνει μηχανικά και επομένως παριστά μία διαδικασία της οποίας η εκτέλεση δεν απαιτεί δημιουργική φαντασία ή ικανότητα και μπορεί να αφεθεί σε μία απολύτως αυτοματοποιημένη μηχανή. Από άποψη δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας το ζεύγος ιδέας και μορφής αντικατοπτρίζει τη σχέση αλγόριθμου- προγράμματος, γι’ αυτό και ο πρώτος δεν προστατεύεται. Συνακόλουθα η εκπόνηση ενός προγράμματος Η/Υ γίνεται βάσει προκαθορισμένων κανόνων και αποτελεί μία αξιόλογη διανοητική εργασία, η οποία απαιτεί αναλυτική και συνθετική ικανότητα, φαντασία και κρίση για τη σωστή επιλογή μεθόδου και ορθά κριτήρια επιλογής δεδομένων, ενώ η επιτυχία του εξαρτάται από την ποιότητα και την ακρίβεια των προκαταρκτικών εργασιών και τη δημιουργική ικανότητα εύρεσης του καταλληλότερου αλγόριθμου (βλ. ΕφΠειρ 599/2012, ΕλλΔνη 2013, σελ. 1082, ΕφΑθ 2949/2003 ΠοινΔνη 2004.1110).Η προστασία που χορηγεί η παραπάνω Οδηγία στο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή αφορά σε όλες τις μορφές έκφρασής του, οι οποίες επιτρέπουν την αναπαραγωγή του σε διάφορες γλώσσες προγραμματισμού, συμπεριλαμβανομένου του πηγαίου ή αντικειμενικού κώδικα, αλλά και της προπαρασκευαστικής εργασίας σχεδιασμού που οδηγεί στην κατάρτιση ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, εφόσον η φύση της προπαρασκευαστικής εργασίας είναι τέτοια που το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή μπορεί να προκύψει από αυτή σε ένα μεταγενέστερο στάδιο (βλ. την απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 22-12-2010 στην υπόθεση C-393/09, σκέψεις 36-38, δημ. στην ΤρΝομΠληρEuro-Lex). Εντούτοις, στο άρθρο 1 παρ.2 των σχετικών Οδηγιών, ορίζεται σαφώς ότι, αν και η προστασία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, «οι ιδέες και οι αρχές, στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανομένων εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της παρούσας οδηγίας». Είναι σαφές ότι το καθεστώς προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή συχνά παρουσιάζει αποκλίσεις από τις γενικές διατάξεις του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας. Ακόμη, το έβδομο κεφάλαιο του Ν. 2121/1993 ρυθμίζει το καθεστώς απόδοσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογισμικού που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης (άρθρο 40), την ανάλωση του δικαιώματος διανομής (άρθρο 41), τους περιορισμούς των δικαιωμάτων του δημιουργού (άρθρα 42, 43). Οι διατάξεις αυτές είναι ειδικές, προκειμένου να ρυθμίσουν τις τεχνικές ιδιαιτερότητες, τις οποίες παρουσιάζουν τα προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το άρθρο 42 του Ν. 2121 /1993 καθιερώνει τους περιορισμούς στα δικαιώματα του δημιουργού ενός λογισμικού. Πρόκειται για ειδικούς περιορισμούς οι οποίοι ισχύουν ειδικώς στα προγράμματα Η/Υ, στα οποία δεν εφαρμόζονται οι γενικοί περιορισμοί του περιουσιακού δικαιώματος, οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 18 επ. του Ν. 2121/1993. Στην ουσία το άρθρο 42 του Ν. 2121/1993 μεταφέρει στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 5 της Κοινοτικής Οδηγίας 91/250 για την προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έτσι, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 42, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς πληρωμή αμοιβής, η αναπαραγωγή, η μετάφραση, η προσαρμογή, η διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μετατροπή ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, όταν οι πράξεις αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρήση του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένης και της διόρθωσης σφαλμάτων, από το πρόσωπο που το απέκτησε νόμιμα. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου δεν εμπίπτει στον περιορισμό αυτό και χρειάζεται άδεια του δημιουργού η αναπαραγωγή που είναι αναγκαία για τη φόρτωση, την εμφάνιση στην οθόνη, την εκτέλεση, τη μεταβίβαση ή την αποθήκευση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όμως επιτρέπεται στο νόμιμο χρήστη αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς πληρωμή αμοιβής, η παρακολούθηση, η μελέτη ή η δοκιμή της λειτουργίας του προγράμματος, προκειμένου να εντοπισθούν οι ιδέες και αρχές που αποτελούν τη βάση οποιουδήποτε στοιχείου του προγράμματος, εάν οι ενέργειες αυτές γίνονται κατά τη διάρκεια πράξης που αποτελεί νόμιμη χρήση του προγράμματος, αντίθετη δε συμφωνία δεν επιτρέπεται (παράγραφος 4 του άρθρου 42).Εξάλλου, το άρθρο 43 του Ν. 2121/1993 μεταφέρει στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 6 της Οδηγίας 91/250. Σκοπός της διάταξης είναι η διασφάλιση της δυνατότητας δημιουργίας ανεξάρτητων λογισμικών, τα οποία θα μπορούν να διασυνδέονται και να είναι συμβατά με το πρόγραμμα το οποίο υφίσταται αποσυμπίληση. Η αποσυμπίληση αποτελεί μια τεχνική αντίστροφης ανάλυσης ενός λογισμικού. Πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία καταλήγει στην μετατροπή του μη κατανοητού για τον προγραμματιστή κώδικα μηχανής σε πηγαίο κώδικα, δηλαδή σε μορφή του προγράμματος που είναι αναλώσιμη από τον άνθρωπο. Η διαδικασία της αποσυμπίλησης αποτελεί σημαντικό περιορισμό των δικαιωμάτων του δημιουργού, γιατί προϋποθέτει πράξεις αναπαραγωγής, προσαρμογής και μετάφρασης του προγράμματος οι οποίες καλύπτονται από το δικαίωμα εκμετάλλευσης του δημιουργού, όπως προβλέπει το άρθρο 4 της Οδηγίας 91/250. Η αποσυμπίληση είναι δυνατόν να εφαρμόζεται είτε για τη δημιουργία ανεξάρτητου προγράμματος, το οποίο συμπληρώνει ή αξιοποιεί τις λειτουργίες του αναλυόμενου, είτε για τη δημιουργία συμβατού προγράμματος είτε για την ανάπτυξη ενός προγράμματος που συνδέεται με το αναλυόμενο είτε, ακόμα, και για την ανάπτυξη ανταγωνιστικού προγράμματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα είναι όμοιο με το αναλυόμενο ή δεν προσβάλλει το δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού του αναλυόμενου λογισμικού {Μ.-Θ. Μαρίνος, Λογισμικό – Νομική Προστασία και Συμβάσεις, 11, 19). Αν η αποσυμπίληση έχει στόχο να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα όμοιο και όχι ανταγωνιστικό με το αναλυμένο Πρωτόκολλο Επικοινωνίας, είναι αντίθετη στο σκοπό της διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 2121/1993. Η παράγραφος 2 του άρθρου 43 περιορίζει την ανεξέλεγκτη χρήση των πληροφοριών που ελήφθησαν κατά την αποσυμπίληση. Κατ’ αρχήν, αποσυμπίληση επιτρέπεται να γίνεται μόνο από το νόμιμο χρήστη του λογισμικού. Επιπλέον, ο μόνος σκοπός για τον οποίο επιτρέπεται να γίνει αποσυμπίληση είναι η επίτευξη διαλειτουργικότητας. Για όλους τους υπόλοιπους σκοπούς απαγορεύεται και συνιστά προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού (Συνοδινού, σε: Κοτσίρη/Σταματούδη, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία, 2009/763). Ως διαλειτουργικότητα νοείται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών και αμοιβαίας χρησιμοποίησης των πληροφοριών που έχουν ανταλλαγεί (Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της Οδηγίας 91/250). Η διαλειτουργικότητα αφορά στη δυνατότητα διασύνδεσης και επικοινωνίας ενός λογισμικού με άλλα λογισμικά ή υλικά συστήματα. Όταν στόχος είναι η επίτευξη διαλειτουργικότητας με ένα ανεξάρτητα δημιουργηθέν πρόγραμμα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι το πρόγραμμα αυτό να υπάρχει ήδη σε κάποια μορφή (βλ. αιτιολογική σκέψη 35 της Οδηγίας 91/250). Η αποσυμπίληση είναι δυνατή μόνο για την απόκτηση των αναγκαίων για την επίτευξη διαλειτουργικότητας πληροφοριών (Συνοδινού, σε: Κοτσίρη/Σταματούδη, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία, 2009/ 765). Απαγορεύεται, συνεπώς, η ανακοίνωση των πληροφοριών σε τρίτα πρόσωπα και, βεβαίως, δεν επιτρέπεται οι πληροφορίες αυτές να χρησιμοποιηθούν για την επεξεργασία, την παραγωγή ή την εμπορία λογισμικού, του οποίου η έκφραση είναι κατά βάση όμοια προς το αρχικό λογισμικό ή για οποιαδήποτε άλλη πράξη που προσβάλλει την πνευματική ιδιοκτησία του δημιουργού. Οι απαγορεύσεις αυτές είναι αυτονόητες. Είναι αδύνατον η αποσυμπίληση να οδηγήσει στην προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού. Το δικαίωμα αποσυμπίλησης εξυπηρετεί τη δημιουργία ανοιχτών συστημάτων, τα οποία θα μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους και την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας στην αγορά λογισμικού και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τη δημιουργία από ανταγωνιστές παρασιτικών προϊόντων. Στην παρ. 3 του άρθρου 43 ο έλληνας νομοθέτης εισάγει και στον τομέα των λογισμικών τη γενική ρήτρα του άρθρου 28Γ του Ν. 2121/1993. Πρόκειται για τον έλεγχο των τριών βημάτων, βάσει του οποίου οι διατάξεις για το δικαίωμα αποσυμπίλησης δεν μπορεί να ερμηνευθούν έτσι, ώστε να επιτρέπεται η εφαρμογή τους κατά τρόπο που θα έβλαπτε την κανονική εκμετάλλευση του λογισμικού ή θα προκαλούσε αδικαιολόγητη βλάβη στα συμφέροντα του δημιουργού. Αυτό σημαίνει ότι, πρώτον, η πράξη της αποσυμπίλησης δεν μπορεί να στερεί από το δημιουργό τη δυνατότητα που του προσφέρει ο νόμος να απολαμβάνει τα οφέλη από την εκμετάλλευση του έργου του. Κατά δεύτερον, η αποσυμπίληση δεν πρέπει να προκαλεί αδικαιολόγητη βλάβη στα νόμιμα συμφέροντα του δημιουργού. Η αξιολόγηση αυτή απαιτεί τη στάθμιση μεταξύ των συμφερόντων του δημιουργού, τα οποία ήδη υφίστανται κάποια βλάβη από την αποσυμπίληση, και των συμφερόντων που δικαιολογούν την εισαγωγή της εξαίρεσης αυτής. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να γίνει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αποσυμπίλησης από ανταγωνιστές, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις πληροφορίες οι οποίες προέκυψαν από την αποσυμπίληση, προκειμένου να παράγουν πιστά αντίγραφα του λογισμικού προκαλώντας βλάβη στην κανονική εκμετάλλευσή του. Σε κάθε περίπτωση, συνεπώς, ακόμα και αν η διαδικασία αποσυμπίλησης τηρεί τις προϋποθέσεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 43 του Ν. 2121/1993, η νομιμότητά της αίρεται αν συγκρούεται με τη διάταξη της § 3. Η δε νομιμότητα των αποτελεσμάτων κρίνεται αποκλειστικά από το άρθρο 2 § 3 του Ν. 2121/1993 σε σχέση με το άρθρο 3 § 1 και επικουρικά από το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού (άρθρο 1 Ν. 146/1914) (ΕφΑθ 2695/2016, ΧρΙΔ 2018, σελ. 377).

Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας ή του συγγενικού δικαιώματος, του δικαιώματος του δημιουργού βάσης δεδομένων ή του ειδικής φύσης δικαιώματος του κατασκευαστή βάσης δεδομένων, ο νόμος προβλέπει εκτός άλλων και αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Συγκεκριμένα το άρθρο 65 Ν. 2121/1993 ορίζει τα εξής: «2. Όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία ή τα συγγενικά δικαιώματα άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χωρίς την άδεια ο υπόχρεος. 3. Αντί για αποζημίωση και χωρίς να απαιτείται υπαιτιότητα του υποχρέου ο δημιουργός ή ο δικαιούχος του συγγενικού δικαιώματος μπορεί να αξιώσει είτε την καταβολή του ποσού κατά το οποίο ο υπόχρεος έγινε πλουσιότερος από την εκμετάλλευση του έργου ή του αντικειμένου συγγενικού δικαιώματος προβλεπόμενη στα άρθρα 46 έως 48 και 51 του παρόντος νόμου χωρίς άδεια του δημιουργού ή του δικαιούχου είτε την καταβολή του κέρδους που ο υπόχρεος αποκόμισε από την εκμετάλλευση αυτή». Η ως άνω διάταξη ενσωματώνει τη ρύθμιση του άρθρου 914 καθώς και τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των άρθρων 57 εδ.γ΄, 59,60 εδ. β΄ και  932 ΑΚ και συνεπώς προϋποθέτει υπαιτιότητα, παράνομη συμπεριφορά, ζημία (θετική ή αποθετική) και τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια. Έτσι, ο δικαιούχος εφόσον ζητεί και αποζημίωση υποχρεούται να αποδείξει την υπαιτιότητα και το μέγεθος της ζημίας ή άλλως τη συνήθως καταβαλλόμενη αμοιβή. Η απόδειξη της ζημίας και το ελάχιστο όριο αποζημίωσης καθορίζεται από το άρθρο 65 ως ειδικότερης διάταξης σε σχέση με το άρθρο 914 ΑΚ. Τα άρθρα 914 επ. ΑΚ εφαρμόζονται μόνο όπου η ειδική διάταξη αφήνει κενά και στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστες με το νομοθετικό πνεύμα που διέπει τις διατάξεις 63Α επ. ν. 2121/1993. Με τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 (αποζημίωση μη κατώτερη από το διπλάσιο της καταβλητέας αμοιβής) σύμφωνα με μέρος της θεωρίας επιδιώκεται περισσότερο αποτρεπτικός-κυρωτικός σκοπός. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι ο νόμος προβλέπει προσαύξηση της αποζημίωσης πέρα από τη πραγματική ζημία για λόγους ειδικής και γενικής πρόληψης, κατ’ εξαίρεση του συνήθως αποκαταστατικού χαρακτήρα της αποζημίωσης στο ελληνικό δίκαιο. Κατ’ άλλη άποψη, η αιτία της ρύθμισης βρίσκεται στην αδυναμία προσδιορισμού της ζημίας, συνεπώς, δικονομικώς από άποψη απόδειξης, ευεργετικής για τους δικαιούχους. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της ζημίας είναι ο χρόνος επέλευσής της. Το ύψος της  συνήθως καταβαλλόμενης αμοιβής, ως όριο βάσης, είτε θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί ή να ορίζεται από το νόμο, οπότε δεν απαιτείται απόδειξη περί αυτής, είτε να μπορεί να την αποδείξει ο ενάγων ή/και να συνάγεται από στοιχεία όπως τα δικαιώματα οι αμοιβές που θα οφείλονταν αν είχε ζητηθεί άδεια χρήσης. Οι αμοιβές αυτές μπορεί να προκύπτουν για παράδειγμα από αποδείξεις, τιμολόγια ή άλλα παρόμοια στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση η καθιέρωση του κατωτάτου ορίου δεν εμποδίζει τον ενάγοντα να αποδείξει ζημία ακόμη μεγαλύτερη (βλ. Λ. Κοτσίρη-Ειρ.Σταματούδη «Νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία – κατ’ άρθρο ερμηνεία του ν. 2121/1993» εκδ. 2009 σελ.1079 επομ., Λ.Κοτσίρη «Το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας εκδ. 2010 σελ.281 επομ., Ευ.Βαγενά «Η τεχνολογική προστασία και η ψηφιακή διαχείριση της πνευματικής ιδιοκτησίας σελ. 97 επομ). Περαιτέρω, το συγκεντρωτικό σύστημα που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 269 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την κατάργησή της με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του ν.4335/2015, διασπάται από δύο ομάδες εξαιρέσεων. Στην πρώτη (269 παρ. 1 εδαφ. β΄) περιλαμβάνονται οι δικονομικοί προνομιακοί ισχυρισμοί, δηλαδή εκείνοι, που κατά το νόμο είτε μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, είτε να προταθούν από τους διαδίκους σε κάθε στάση της δίκης. Στη δεύτερη ομάδα εξαιρέσεων (269 παρ. 2 περιπτ. β΄) περιλαμβάνονται οι οψιγενείς ισχυρισμοί, δηλαδή οι ισχυρισμοί, των οποίων τα πραγματικά περιστατικά συντελέστηκαν μετά την πρώτη συζήτηση. Από τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, με την οποία διατυπώθηκε ο κανόνας ότι η διαφορά θα κριθεί και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με βάση το πραγματικό υλικό που χρησιμοποίησε και ο πρωτοβάθμιος δικαστής, προκύπτει ότι και ενώπιον του εφετείου θεσπίζονται οι ίδιες εξαιρέσεις, που γνωρίζει και η πρωτοβάθμια δίκη, ώστε να μην καταστρατηγείται το αξίωμα της συγκέντρωσης (βλ. Κεραμέα : Αστικό δικονομικό δίκαιο, 1986, αριθ. 205, σελ. 485, Νίκα: Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ’ έφεση δίκη, 1987 παρ. 4 ΙΙΙ 1 σελ. 90 Σαμουήλ: Η έφεση, 3η έκδ., αριθ. 512,σελ. 165, Μ.Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ» τόμος Ι αρθρ. 527 σελ. 944). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστή με αγωγή, ανταγωγή ή και με ένσταση την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, με τις εξής προϋποθέσεις: α)μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β)η μεταβολή να επακολουθήσει την κατάρτιση της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ)από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να γίνεται υπέρμετρα επαχθής. Δηλαδή, η εν λόγω διάταξη, η οποία παρέχει στον ένα από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο προσήκον μέτρο, έχει ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης, γιατί απέβλεψαν σ’ αυτά και αποτέλεσαν τη βάση της. Στη συνέχεια, όμως, απαιτείται τα περιστατικά αυτά, σε μεταγενέστερο χρόνο, να μεταβλήθηκαν, τα δε γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη μεταβολή να έχουν χαρακτήρα έκτακτο, μη δυνάμενα να προβλεφθούν. Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Έτσι, τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν (βλ. Μπαλή Ενοχ. Δ. παρ. 88, Αποστολίδη . II, σελ. 176, ΑΠ 1171/2004,ΕφΑθ 5830/2009, ΤρΝομΠληρ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ……….., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτές περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 529/2007 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, από τις νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των διαδίκων και ειδικότερα: 1)α)από τις ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. με αριθμούς …./2004 και …../2004 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ………., που ελήφθησαν πρωτοδίκως, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …./3-11-2004, …./3-11-2004 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… για την πρώτη ένορκη βεβαίωση και την υπ’ αριθμ. …/2004 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……. για τη δεύτερη από τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις) και β)την ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………. υπ’ αριθμ. …../13-11-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας-εφεσίβλητης ……….. που λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγόμενων-εκκαλούντων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …./10.11.2014 και …./10.11.2014 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και προσκομίζεται από την ενάγουσα-εφεσίβλητη παραδεκτά το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529παρ.1α του ΚΠολΔ, 2)από τις ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. υπ’ αριθμ. …/19.2.2019 και …./20.2.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εκκαλούντων, ……. και ……. αντίστοιχα που ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εφεσίβλητης (βλ. την υπ’ αριθμ. ….. /14.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..προς τη δικηγορική εταιρία «………», στην οποία μετέχει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ……..), μη λαμβανομένης υπόψη της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά δοθείσας υπ’ αριθμ. …../18.10.2006 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα των εκκαλούντων ………, που δόθηκε για την παρούσα δίκη, δεδομένου ότι από τις προσκομιζόμενες σε ακριβές αντίγραφο …….΄/13.10.2006 και ……΄/13.10.2006 εκθέσεις επιδόσεως (ενός φύλλου η κάθε μία, όπου στη μία σελίδα περιέχεται η γνωστοποίηση μαρτύρων και στην άλλη το αποδεικτικό επίδοσης με θυροκόλληση) του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. προκύπτει ότι έγινε επίδοση της γνωστοποίησης εξετάσεως μαρτύρων με κλήση της εφεσίβλητης να παραστεί στην εξέταση αυτή, με θυροκόλληση παρουσία μάρτυρα, λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της στα γραφεία της και των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 128 παρ.1 του ΚΠολΔ, χωρίς όμως να βεβαιώνεται ότι τηρήθηκαν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 128 παρ.4 του ΚΠολΔ, δηλαδή επίδοση αντιγράφου του επιδοθέντος εγγράφου στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος όπου η έδρα της εταιρίας και ταχυδρόμηση της σχετικής ειδοποίησης ότι έγινε η παραπάνω επίδοση (βλ. και ΑΠ 17/2018, ΤρΝομΠληρ Νόμος), από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων η ληφθείσα στα πλαίσια άλλης δίκης (της ανοιγείσας με την υπ’ αριθμ.κατ. …./16.3.2005 τριτανακοπή του ……) υπ’αριθμ. …./2005 ένορκη βεβαίωση του … .., η ληφθείσα στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης (της ανοιγείσας με την υπ’ αριθμ. κατ. …./2003 αγωγή) υπ’ αριθμ. ……./26.2.2004 ένορκη βεβαίωση του ……, η ληφθείσα στα πλαίσια άλλης δίκης (της ανοιγείσας με την υπ’ αριθμ. κατ. …/2007 αγωγή) υπ’ αριθμ. ……/2010 ένορκη βεβαίωση του ……, οι ληφθείσες στα πλαίσια άλλης δίκης (της ανοιγείσας με την υπ’ αριθμ. κατ. …./2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων) υπ’ αριθμ. …./2003 και …../2003 ένορκες βεβαιώσεις του ……. και του ……… αντίστοιχα, οι ληφθείσες στα πλαίσια άλλης δίκης (της ανοιγείσας με την υπ’ αριθμ. κατ. …../2003 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), υπ’ αριθμ. …../2003 ένορκη βεβαίωση του ………., υπ’ αριθμ. …./2004 ένορκη βεβαίωση του ……… και υπ’ αριθμ. …./2004 ένορκη βεβαίωση της …… και οι ληφθείσες στα πλαίσια άλλης δίκης (της ανοιγείσας με την υπ’αριθμ. κατ. …./2003 αγωγή) υπ’ αριθμ. …./2003 ένορκη βεβαίωση της ….., υπ’ αριθμ. …./2003 ένορκη βεβαίωση της ……… και …./2003 ένορκη βεβαίωση του ……., όπως αυτές ως δοθείσες στα πλαίσια άλλων δικών λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη δε μεταξύ των εγγράφων συμπεριλαμβάνεται και η από 4.5.2012 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης», ουσιαστικά γνωμοδότηση, του ορισθέντος από τους εκκαλούντες τεχνικού συμβούλου στα πλαίσια της διαταχθείσας από το παρόν Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνης, ………., παρά τις αντιρρήσεις της εφεσίβλητης ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η παραπάνω γνωμοδότηση λόγω προσκομιδής της στο δεύτερο βαθμό εξαιτίας στρεψοδικίας ή βαριάς αμέλειας των εκκαλούντων, ισχυρισμός που τυγχάνει ουσία αβάσιμος, ομοίως λαμβανομένης υπόψη της υπ’αριθμ. …./12.3.2003 έκθεσης απογραφής του δικαστικού επιμελητή ……., η οποία αφορά σε απογραφή που διενεργήθηκε κατόπιν της από 7.3.2003 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η οποία διατηρεί την ισχύ της ως δημόσιο έγγραφο παρότι ανακλήθηκε με νεότερη προσωρινή διαταγή στις 12.3.2003, καθώς η απογραφή είχε ολοκληρωθεί πριν γνωστοποιηθεί η παραπάνω ανάκληση στο δικαστικό επιμελητή, μη λαμβανομένης υπόψη της από 18.2.2019 επιστολής-βεβαίωσης της εταιρίας …… που προσκομίζει η εκκαλούσα, καθώς υπό το πρόσχημα της επιστολής αποτελεί μαρτυρία του υπογράφοντος αυτή ………. (ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά στο σχετικό έγγραφο: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος …….…βεβαιώνει με την παρούσα επιστολή ότι,…») που δόθηκε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, με καταστρατήγηση των δικονομικών κανόνων της επιτρεπτής λήψης μαρτυρίας στην πολιτική δίκη μέσω ένορκης βεβαίωσης ή με κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο και άρα συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ομοίως μη λαμβανομένου υπόψη του υπό στοιχείο 26 σχετικού εγγράφου που επικαλείται η εκκαλούσα ως «έγκριση από το ΥΕΝ του προγράμματος …………….. της εταιρείας», το οποίο όμως αυτή δεν προσκομίζει, ακόμη από την υπ’ αριθμ. …../2013 έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης των …….. και …….., που συντάχθηκε σε εκτέλεση της 599/2012 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου και εκτιμάται ελεύθερα, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα στις προαναφερόμενες με αρ. καταθ. …/2004 και …/2004 αγωγές και εναγόμενη στη με αρ. καταθ. …/2004 αγωγή και νυν εφεσίβλητη είναι η εταιρεία με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «….», η οποία έλαβε τη μορφή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης το έτος 1986, κατόπιν μετατροπής της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….». Αντικείμενό της, βάσει του καταστατικού της, είναι η αντιπροσώπευση ελληνικών και αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, Ιταλία και την Ευρώπη γενικότερα, ενώ παρέχει και υπηρεσίες οργανώσεως, παρακολουθήσεως και διαχειρίσεως του εμπορικού κυκλώματος (ναύλοι κ.λπ.) των ναυτιλιακών επιχειρήσεων (επιβάτες, οχήματα, φορτία κ.λπ.), υπηρεσίες πράκτορα λιμένων, προσεγγίσεως των πλοίων και κάθε άλλη συναφή με τα παραπάνω υπηρεσία. Έδρα της έχει τον ….. και ήδη έχει λυθεί και βρίσκεται υπό εκκαθάριση, ενώ ιδρυτής και κύριος μεριδούχος αυτής υπήρξε ο ………Εξάλλου, η εναγόμενη στην υπ’ αριθμ. κατ. …./2004 αγωγή και ενάγουσα στην υπ’αρ. καταθ. …./2004 αγωγή και ήδη εκκαλούσα, είναι ναυτιλιακή εταιρεία, δραστηριοποιούμενη στην ακτοπλοΐα, εδρεύει στον Πειραιά και από την 5-7-2001 και μετά την τροποποίηση του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» με διακριτικό τίτλο…….., λειτούργησε με την επωνυμία «……………..» και διακριτικό τίτλο ……..και ήδη έχει μετονομαστεί σε  «……………..».Και στην εταιρία αυτή, γενικός διευθυντής μέχρι τον χρόνο του θανάτου του ήταν ο ……. Η πρώτη εταιρία, για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών της αναγκών, από το έτος 1987, άρχισε να αναπτύσσει το ηλεκτρονικό πρόγραμμα κρατήσεων για ναυτιλιακές εταιρίες «……………..», ειδικά διαμορφωμένο για τον υπολογιστή ……, σε γλώσσα προγραμματισμού Cobol και SQL. Το πρόγραμμα αυτό δημιουργήθηκε από τον ….., εναγόμενο στην υπ’ αριθμ. κατ. …./2004 αγωγή και ήδη εκκαλούντα, από κοινού και σε συνεργασία με ομάδα προγραμματιστών υπαλλήλων της «…….». Ο ως άνω ……… εργαζόταν στην εν λόγω εταιρία από το έτος 1989 μέχρι τις 31.1.2000, ως υπεύθυνος προγραμματιστής. Το πρόγραμμα ήταν εγκατεστημένο σε κεντρικό υπολογιστή της εταιρίας και η εκάστοτε εταιρία- χρήστης ήταν συνδεδεμένη online με τον παραπάνω κεντρικό υπολογιστή, προκειμένου να κάνει χρήση του προγράμματος και των εφαρμογών του. Ως προς τη λειτουργικότητα του συστήματος πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό είναι σύμφωνο με τις προδιαγραφές του Ηλεκτρονικού Συστήματος Καταχωρήσεως Θέσεων Επιβατών Ελληνικής Ακτοπλοΐας (ΗΣΚΘΕΕΑ), είναι πλήρως παραμετροποιημένο και δομημένο ούτως ώστε να είναι προσιτό στον απλό χειριστή, ο οποίος μπορεί, μέσα από διάφορα απλοποιημένα μενού, να κάνει όλες τις απαραίτητες εργασίες, όπως λ.χ. τη δημιουργία πλάνων αναχωρήσεων, τη δημιουργία τιμοκαταλόγων, την αλλαγή ήδη ανοιγμένων δρομολογίων, τη μεταφορά επιβατών από ένα πλοίο σε άλλο (λόγω π.χ. απαγορευτικού απόπλου, μηχανικής βλάβης) κ.ά.τ. Περιλαμβάνει σύστημα προμηθειών πρακτορείων, το οποίο είναι και αυτό παραμετρικό και μπορεί να οριστεί σε ετήσια βάση ή να αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή. Ως προς τις εμπορικές εκπτώσεις, αυτές καταχωρούνται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το πρόγραμμα αυτόματα τις υπολογίζει κατά την κράτηση και την έκδοση των εισιτηρίων. Επίσης, το«……………..» υποστηρίζει τη διαχείριση διαφορετικού τύπου πλοίων π.χ. συμβατικών πλοίων με καμπίνες και γκαράζ, ταχύπλοων καταμαράν με ή χωρίς γκαράζ και υδροπτέρυγων πλοίων. Επιπλέον, παρέχει διαφορετικά επίπεδα πρόσβασης ανάλογα με τις εργασίες που εκτελεί ο χειριστής.  Υπάρχουν τρεις κατηγορίες χειριστών των προγραμμάτων: 1)Η πρώτη μεγάλη κατηγορία είναι οι λιμενικοί και οι κεντρικοί πράκτορες, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εκτελούν τις περισσότερες εργασίες μέσα στο σύστημα, όπως κρατήσεις, έκδοση εισιτηρίων, εκτύπωση πλάνου αναχώρησης, checkin, χρέωση εισιτηρίων σε υποπρακτορεία, αντικαταστάσεις εισιτηρίων κ.λπ., καθώς και τη διαδικασία ενημέρωσης του ΥΕΝ. Επίσης έχουν πρόσβαση στο πλήρες πλάνο του πλοίου και μπορούν να αντλούν θέσεις εναλλακτικά και από το allotment τους, εάν διαθέτουν, μέσα από την ίδια οθόνη. 2)Η δεύτερη κατηγορία χειριστών είναι τα πρακτορεία που είναι συνδεδεμένα online με το σύστημα της εταιρίας στον Πειραιά. Οι χειριστές των πρακτορείων αυτών δεν μπορούν να δουν στην οθόνη τους το πλήθος των διαθέσιμων θέσεων, αλλά μόνο τη διαθεσιμότητά του με βάση τη λογική «υπάρχει-δεν υπάρχει». Επίσης μπορούν να δουν και να διαχειριστούν μόνο τις κρατήσεις τους. Σε περίπτωση που τα πρακτορεία διαθέτουν και εκτυπωτή, τότε μπορούν να εκδίδουν και μηχανογραφικά εισιτήρια και να τηρούν ηλεκτρονική ταμειακή κατάσταση εκδοθέντων εισιτηρίων ημέρας. 3)Η τρίτη κατηγορία χειριστών είναι αυτή του ελεγκτηρίου. Όσοι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία επιβεβαιώνουν τις κρατήσεις, ελέγχουν τα εισιτήρια που είναι καταχωρημένα στο σύστημα και παράγουν τις εκκαθαρίσεις των πρακτορείων, καταχωρίζουν τις εισπράξεις, είναι υπεύθυνοι για τους τιμοκαταλόγους και ενημερώνουν το λογιστήριο με ειδικές καταστάσεις για τις λογιστικές εγγραφές της εταιρίας. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά το σύστημα κρατήσεων, οι κρατήσεις γίνονται online από τα συνδεδεμένα γραφεία, τηλεφωνικά ή με τη φυσική παρουσία του επιβάτη, οι δε κρατήσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Α.Στις προθεσμιακές κρατήσεις optionbookings, στις οποίες το σύστημα υποδεικνύει αυτόματα την προθεσμία έκδοσης του εισιτηρίου. Το χρονικό διάστημα έκδοσης του εισιτηρίου καθορίζεται από το τμήμα πωλήσεων ανάλογα με το συνεργαζόμενο πρακτορείο που πραγματοποιεί την κράτηση. Μετά την πάροδο της προθεσμίας, εάν δεν εκδοθεί εισιτήριο και καταχωρηθεί ο αριθμός του, η κράτηση ακυρώνεται αυτομάτως. Β.Στις επιβεβαιωμένες κρατήσεις με αριθμό εισιτηρίου- ticketedbookings, στις οποίες ο αριθμός εισιτηρίου επιβεβαιώνει την κράτηση και είναι δυνατό να καταχωρηθεί μόνο μία φορά. Το σύστημα ελέγχει αυτόματα από την αποθήκη των εισιτηρίων εάν ο αριθμός του εισιτηρίου αντιστοιχεί στο πρακτορείο. Στο πρόγραμμα της κράτησης καταχωρούνται όλα τα στοιχεία των επιβατών, όπως ονοματεπώνυμο επιβάτη, κατηγορία ηλικίας, η οποία προκύπτει από το ποσοστό έκπτωσης σύμφωνα με το Π.Δ. 23/1999, το φύλο και όσα στοιχεία προβλέπει το ΗΣΚΘΕΕΑ. Άλλη λειτουργία που εξυπηρετεί το «……………..» είναι το checkin – εκκαθάριση εισιτηρίων. Κατά τη διαδικασία αυτή, τυπώνεται η ατομική κάρτα επιβίβασης, λογιστικοποιούνται οι κρατήσεις, χρεώνονται οι υπέρ τρίτων κρατήσεις και παράγονται αυτομάτως οι εκκαθαρίσεις των πρακτορείων. Υπάρχει η δυνατότητα backofficecheckin, ενώ μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας checkin είναι δυνατή η εκτύπωση λίστας με τους αριθμούς των εισιτηρίων και τα ονοματεπώνυμα των επιβατών, που δεν επιβιβάσθηκαν στο πλοίο.  Περαιτέρω, το σύστημα έχει τη δυνατότητα δημιουργίας πολλών συνδυασμών στατιστικών στοιχείων. Μπορεί να συνδεθεί με διάφορα προγράμματα που τρέχουν σε άλλο περιβάλλον, όπως είναι τα Windows κι έτσι, όποιος επιθυμεί να αντλήσει κάποια στοιχεία στον προσωπικό του υπολογιστή και να τα επεξεργαστεί με τον δικό του τρόπο, του παρέχεται αυτή η δυνατότητα, χρησιμοποιώντας το …………. Ακόμη, με το «……………..»λειτουργεί αποθήκη εισιτηρίων. Η διάθεση εισιτηρίων γίνεται από τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας ή από τους λιμενικούς και κεντρικούς πράκτορες. Οι αποδείξεις χρέωσης εισιτηρίων καταχωρούνται στον υπολογιστή ταυτόχρονα με τη διανομή του stock των εισιτηρίων για την ενημέρωση της αποθήκης και την ορθή λειτουργία του προγράμματος κρατήσεων. Στο τέλος του χρόνου ή όποτε κριθεί αναγκαίο γίνεται απογραφή των εισιτηρίων, για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν εισιτήρια, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για διάφορους λόγους και τα πρακτορεία δεν έχουν αποδώσει στην εταιρία. Εν κατακλείδι το …………….. ανήκει στην κατηγορία των συστημάτων διαχείρισης πληροφοριών (informationmanagementsystems) που χρησιμοποιώντας γλώσσα προγραμματισμού Cobol και SQL, μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρίας, αποτελούμενο από σύνολο ανεξάρτητων υποπρογραμμάτων, που βρίσκονται σε πλήρη λειτουργική ανεξαρτησία. Είναι ένα σύνολο προγραμμάτων που δημιουργήθηκε κατά παραγγελία από την εταιρία «…………» από το τμήμα μηχανογράφησής της και ήταν απόλυτα προσαρμοσμένο στις ανάγκες της, γιατί δεν ήταν έτοιμο προϊόν, όπως αυτά που κυκλοφορούν στην αγορά για τις ναυτιλιακές εταιρίες, αλλά διαμορφώθηκε μέσα από τις τρέχουσες καθημερινές απαιτήσεις και εμπλουτιζόταν συνεχώς, προκειμένου να ανταποκρίνεται σε κάθε φύσεως προβλήματα που παρουσιάζονταν και στις ανακύπτουσες ανάγκες της εταιρίας, είτε αυτές αφορούσαν στη νομοθεσία, είτε στην καθημερινότητα. Υπερτερούσε σε δυνατότητες  από άλλα αντίστοιχα προγράμματα και ακόμη είχε την ευελιξία να αλλάζει, διότι ήταν πρόγραμμα της ίδιας εταιρίας και το τμήμα μηχανογράφησης μπορούσε να επεμβαίνει στον κώδικα άμεσα και να πραγματοποιεί βελτιώσεις και αλλαγές σύμφωνα με τις αποφάσεις της διοίκησης. Η τελευταία σοβαρή αναβάθμιση που έγινε σε αυτό, έλαβε χώρα το έτος 1999 και αφορούσε ειδικά στην υποστήριξη των υδροπτέρυγων πλοίων, με σκοπό τη διαχείριση από την εταιρία «……………..» κατ’ αποκλειστικότητα όλων των πλοίων της εκκαλούσας που τότε λειτουργούσε με την επωνυμία “……….”. Ειδικότερα, η τελευταία, το έτος 1999, λειτούργησε με δύο προγράμματα: με το προαναφερόμενο “……………..” για τα πλοία της “H.I” και “F/B A.” και με το αγγλικό σύστημα “…….”, που είχε αναλάβει τη διαχείριση των υδροπτέρυγων. Μετά την κατάργηση του “….”  στα τέλη του έτους 1999 και αφού ολοκληρώθηκε η αναβάθμιση του ένδικου προγράμματος “……………..”, αυτό εγκαταστάθηκε στην εταιρία “……….”, όπως είχε μετονομασθεί η “………”, για να υποστηρίξει όλα τα πλοία της, άνευ καταβολής ανταλλάγματος. Η χωρίς αντάλλαγμα χρήση του προγράμματος για τα έτη 1999 και 2000, οφειλόταν στην ανάμειξη του …….. στη διοίκηση και των δύο εταιριών και στην ταυτότητα των συμφερόντων του σε σχέση με αυτές, αφού εκείνος κατά τα προαναφερθέντα ήταν συγχρόνως γενικός διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος της “……….” και διαχειριστής στην «………». Το ηθικό δικαίωμα επί του προγράμματος “……………..” ανήκε στην ομάδα προγραμματιστών της εταιρίας «…… .», ενώ το περιουσιακό δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάσθηκε αυτοδικαίως στην παραπάνω εταιρία, γιατί το εν λόγω πρόγραμμα δημιουργήθηκε στα πλαίσια της σύμβασης εργασίας των προγραμματιστών με την εργοδότρια εταιρία. Κύρια μέλη της ομάδας για την τεχνική υποστήριξη της λειτουργίας του προγράμματος στην εταιρία “…….” (…..) ήταν ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ………., ο ……….. και η ………., η οποία ήταν αρχικά υπάλληλος της εταιρίας “……”. Την 1.2.2000 ο ………. και ο …….., κατόπιν απόφασης του ……, μεταφέρθηκαν στην εταιρία «……» και προσλήφθηκαν με συνεχή σχέση εργασίας ο πρώτος με την ειδικότητα του διευθυντή μηχανογράφησης και ο δεύτερος με αυτή του γενικού διευθυντή εμπορικού τομέα. Επιπλέον, εκτός από τους παραπάνω υπαλλήλους του τμήματος μηχανογράφησης της «……..», στην «…….»μεταφέρθηκαν και ο ……, τεχνικός και ακολούθως ο ……, χειριστής, οι οποίοι έμαθαν προγραμματισμό από την …….., περίπου τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 και είχαν ιδιαίτερα περιορισμένο γνωστικό πεδίο. Πριν μεταφερθεί ο ……. στην εταιρία «…..», παρέδωσε στις 15.12.1999, στον διαχειριστή της «…….», …………, σε μια κασέτα χωρητικότητας 50 GB, την τελευταία έκδοση του πηγαίου κώδικα, «του προγράμματος ιδιοκτησίας της …, ……………..», συνταχθέντος του προσκομιζόμενου από 15.12.1999 πρωτόκολλου παράδοσης που υπογράφει ο …….. και ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η κασέτα αυτή περιέχει τον πηγαίο κώδικα του προγράμματος …………….., αποκλειστικής ιδιοκτησίας της ….. το οποίο χρησιμοποιείται με την άδεια της …. από τις ………….., …… και την ……….». Στο διάστημα που ακολούθησε τον θάνατο του ………….. στις 29.11.2000, γεγονός που είχε ως αναγκαία συνέπεια την αλλαγή διοίκησης στις δύο ως άνω εταιρίες, διατηρήθηκε η μεταξύ τους συνεργασία ως είχε, μόνο για το πρώτο πεντάμηνο του έτους 2001, δηλαδή συνεχίσθηκε για το διάστημα αυτό, η χωρίς αντάλλαγμα χρήση του «……………..» από την «………». Έπειτα, όμως, επειδή πλέον η καθεμία εταιρία είχε διακριτά οικονομικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα είχαν γεννηθεί οφειλές της εταιρίας «…………» από τη διαχείριση των πλοίων της “….”, αλλά και άλλες εκκρεμείς οφειλές της προς τρίτους, αυτή με την από 14.5.2001 επιστολή της πρότεινε στην “….”, είτε να διακόψουν τη μεταξύ τους φιλική συνεργασία, που στηριζόταν στη δωρεάν παραχώρηση του προγράμματός της, είτε να συνεχισθεί η χρήση του προγράμματος με αντάλλαγμα, που θα καθοριζόταν το αργότερο μέχρι το τέλος του μήνα Μάιου του έτους 2001 και αφού λαμβανόταν υπόψη η μέχρι τότε διάρκεια και έκταση της χρήσης του προγράμματος, η σημασία αυτού και η περιουσιακή αξία που ενσωμάτωνε σε επενδύσεις, ανθρωποώρες ανάπτυξης, διόρθωσης, τελειοποίησης, παραμετροποίησης και προσαρμογής και το γεγονός της παραχώρησης για χρονικά περιορισμένο διάστημα της χρήσης του και του δικαιώματος προσαρμογής του. Η εταιρία “…..”, με το από 13.7.2001 έγγραφο του διευθύνοντος συμβούλου της, …….., που απηύθυνε στην εταιρία «……………..» απάντησε ότι, μετά από σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της, αποδεχόταν εν μέρει την πρόταση τιμολόγησης του προγράμματος «……………..»και ζητούσε να καταβάλει ως δικαίωμα χρήσης του για το έτος 2001, χρηματικό ποσό ίσο με το 0,5% του κύκλου εργασιών της “….”, αντί ποσοστού 1% που είχε ζητήσει η «……………..». Στο ίδιο έγγραφο ο παραπάνω διευθύνων σύμβουλος της “….” εξέφρασε για λογαριασμό της εταιρίας την επιθυμία αγοράς του “……………..”. Δήλωνε ότι για το λόγο αυτό θα επιθυμούσε μέχρι τις 31.8.2001, να τους ενημερώσει η «……………..» εάν ενδιαφερόταν να πωλήσει το παραπάνω σύστημα και σε μια τέτοια περίπτωση, ζητούσε να έχει η “….” το πρώτο δικαίωμα (firstoption) αγοράς του, με γνωστοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων και των προτεινόμενων όρων αποπληρωμής του τιμήματος. Ότι από τη μεριά της η “….” δεσμευόταν να απαντήσει θετικά ή αρνητικά στις όποιες προτάσεις της «……………..» το αργότερο έως τις 30.11.2001. Σε περίπτωση μη αγοράς του “……………..”, πρότεινε να διατηρηθεί το δικαίωμα χρήσης του προγράμματος και για το έτος 2002 με το ήδη συμφωνηθέν για την τρέχουσα χρήση τίμημα, ήτοι σε ποσοστό 0,5% επί του κύκλου εργασιών της “…”. Πράγματι, για τη χρήση του “……………..” κατά το διάστημα από 1.1.2001 έως και 31.12.2001 οι δύο εταιρίες συμφώνησαν ως αντάλλαγμα το παραπάνω ποσοστό του 0,5% επί του κύκλου εργασιών της “……………..”, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό των 796.048 ευρώ. Στις 7.12.2001, ο παραπάνω διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας “….” ζήτησε εγγράφως την άδεια της «……………..», ώστε ο διευθυντής μηχανογράφησης εκείνης, ………, να επέμβει στο γκρουπ προγραμμάτων του “……………..” και να κάνει τις όποιες αλλαγές κριθούν απαραίτητες για την εταιρία, για να προσαρμοσθεί από την 1.1.2002 στην είσοδο του ευρώ. Η εταιρία «……………..», την ίδια ημέρα, με έγγραφο που υπογράφει η διαχειρίστριά της, ………, απάντησε θετικά στο παραπάνω αίτημα. Περαιτέρω, στις 21.12.2001, ο διευθυντής εμπορικού τομέα της “….”, ………. ενημέρωσε με σχετικό έγγραφο την εταιρία «……………..» ότι οι λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας του καθιστούσαν αναγκαία τη χρήση του προγράμματος “……………..” και πέραν της 31.12.2001, ημερομηνία κατά την οποία έληγε η άδεια χρήσης του, ζητώντας τούτο να γίνει με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, όπως είχε συμφωνηθεί και στο παρελθόν. Διευκρίνιζε δε ότι η εταιρία “…..” θα χρησιμοποιούσε το πρόγραμμα «είτε Α)έως τις 30.4.2002 Β)και πέραν της 30.4.2002 έως τις 31.12.2002» και κατέληγε ότι θεωρούσε αυτονόητο ότι, εφόσον η εταιρία του συνέχιζε και πέραν της 31.12.2001 με την άδεια της εταιρίας «……………..» να χρησιμοποιεί το “……………..”, αυτομάτως της δινόταν η δυνατότητα των αναγκαίων επεμβάσεων από τη μηχανογράφησή της, προκειμένου το πρόγραμμα να υποστηρίζει σε ευρώ τις αναγκαίες λειτουργίες της εταιρίας. Εντέλει, η αναβάθμιση του προγράμματος για την προσαρμογή του στο ευρώ έγινε με ανάθεση από τη δικαιούχο εταιρία «……………..» στο …….. και ολοκληρώθηκε στις 24 Ιανουαρίου, η δε καθαρή αμοιβή του …….. και των δύο βοηθών του ανήλθε στο ποσό των 5.870 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από 24.1.2001- προφανώς εννοεί 24.1.2002- επιστολή του ……. προς τη διαχειρίστρια της «……………..», ………). Επομένως, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ήτοι από τον χρόνο δημιουργίας του επίδικου προγράμματος έως και την 31.12.2001, η εταιρία “….” χρησιμοποίησε το “……………..” νόμιμα, έπειτα από παραχώρηση της χρήσης του από τη δικαιούχο εταιρία, αρχικά χωρίς να καταβάλλεται κάποιο αντάλλαγμα και στη συνέχεια έναντι του προαναφερόμενου ανταλλάγματος, χωρίς ποτέ να παραδοθεί σε εκείνη ο πηγαίος κώδικας του προγράμματος, ο οποίος παρέμεινε πάντα στη δικαιούχο εταιρία. Ακόμη, κατά το ίδιο διάστημα και μετά την τελευταία αναβάθμιση που έγινε περί τα τέλη του έτους 1999, αλλά και στο διάστημα που ακολούθησε, στο πρόγραμμα έγιναν αλλαγές, βελτιώσεις και διορθώσεις σύμφωνα με τις ανάγκες των χρηστών του και την κατά προορισμό χρήση του, είτε από τους υπαλλήλους της ίδιας της δικαιούχου εταιρίας, είτε από τους υπαλλήλους της χρήστριας εταιρίας, είτε με τη συνεργασία αμφοτέρων, πάντοτε, όμως, με την άδεια ή έγκριση της δικαιούχου, η οποία επανειλημμένως κατέστησε σαφές ότι η χρήστρια του προγράμματος είχε επ’ αυτού μόνο τις εξουσίες εκείνες που ήταν απαραίτητες για την υλοποίηση του σκοπού, για τον οποίο της παραχωρήθηκε, γεγονός που πάντα αναγνώριζε, αποδεχόταν και ποτέ δεν αμφισβήτησε η εταιρία “…”, αλλά και ο ………., ο οποίος είχε το ηθικό δικαίωμα επί του προγράμματος. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, με σκοπό την αγορά ή την εξακολούθηση της χρήσης του προγράμματος από την εταιρία “…….. ” στο σύνολό του ή και περιορισμένα και για το έτος 2002, ξεκίνησαν περίπου τον Οκτώβριο του 2001 και ολοκληρώθηκαν χωρίς επιτυχία στα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2002. Ο λόγος της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων είναι ότι υπήρξε διαφωνία σχετικά με το ύψος του ανταλλάγματος που θα κατέβαλε η χρήστρια στη δικαιούχο για το έτος 2002, καθώς η τελευταία επέμενε ότι αυτό έπρεπε να ανέλθει σε ποσοστό 1% επί του κύκλου εργασιών όλων των πλοίων της “…”, ενώ η χρήστρια πρότεινε την καταβολή ποσού ίσου με ποσοστό 0,5% επί του κύκλου εργασιών των πλοίων της που χρησιμοποιούσαν το πρόγραμμα. Σημειωτέον ότι τα όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα εταιρία “….” ότι η αλληλογραφία μεταξύ του διευθύνοντος συμβούλου της ……. και της διαχειρίστριας της εταιρίας «……………..» και οι μεταξύ τους συμφωνίες ήταν καταδολιευτικές και εικονικές κατά περιεχόμενο, καθώς όλα τα στελέχη της, μετά τον θάνατο του ………., προσπάθησαν να συνδράμουν και να βοηθήσουν τους κληρονόμους του που ήταν εταίροι στην «……………..», προκειμένου να συμψηφισθούν απαιτήσεις της εταιρίας “….” κατά της εταιρίας «……………..» συνολικού ύψους 260.000.000 δραχμών δεν αποδεικνύονται βάσιμα, αφού αφενός η χρήστρια εταιρία επεδίωξε όχι μόνο για το έτος 2001 την καταβολή ανταλλάγματος ίσου με το 0,5% επί του κύκλου εργασιών των πλοίων της που χρησιμοποιούσαν το πρόγραμμα “……………..”, οπότε με την καταβολή του σχετικού ποσού θα συμψηφιζόταν εξ ολοκλήρου η ανταπαίτησή της κατά της εταιρίας «……………..», αλλά και για το έτος 2002, πρόταση με την οποία διαφωνούσε η δικαιούχος του προγράμματος, αφετέρου δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο προσωπική σχέση του ……. με την οικογένεια …., που θα δικαιολογούσε εύνοια των κληρονόμων του ….. σε βάρος των συμφερόντων της εταιρίας “…..”. Μάλιστα, κατά τα ανωτέρω, την πρόταση για χρήση του προγράμματος “……………..” με το αμέσως παραπάνω αντάλλαγμα απηύθυνε στη δικαιούχο εταιρία στις 21.12.2001 και ο διευθυντής εμπορικού τομέα της “……………..”, ………. Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι η εταιρία “……………..” υπέβαλε πρόταση για συγκεκριμένο τίμημα, προκειμένου να αγοράσει το “……………..” από τη δικαιούχο εταιρία. Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2002, η εταιρία “……………..” συνέχισε να χρησιμοποιεί το εν λόγω πρόγραμμα με την ανοχή της δικαιούχου, η οποία ανέμενε να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις σε κάποια συμφωνία (βλ. τοπροσκομιζόμενο από 25.1.2002 telefax του πληρεξούσιου δικηγόρου ………. προς τον ………..). Ωστόσο, με από 15.2.2002 telefax του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου της εταιρίας «……………..», ………., η παραπάνω εταιρία απευθύνθηκε στην εκκαλούσα εταιρία “……………..” και της κατέστησε σαφές ότι δεν συμφωνεί στην πώληση του προγράμματος “……………..” και ότι «δυνατή είναι όμως η παραχώρηση απλής άδειας εκμετάλλευσης για ένα έτος με αντίτιμο 1,0% επί του τζίρου επί των εσόδων από την εκμετάλλευση όλων των πλοίων εκτός των συμβατικών πλοίων του Αργοσαρωνικού δηλ. ………. του 2001». Η εκκαλούσα με νέα επιστολή του διευθύνοντος συμβούλου της …….. στις 19.3.2002 ζήτησε και πάλι την άδεια για παραχώρηση του ως άνω προγράμματος μέχρι τις 15.4.2002 με χρέωση για τη χρήση αυτή, με ποσοστό 0,5% επί του κύκλου εργασιών των πλοίων που χρησιμοποιούν το πρόγραμμα, για τους μήνες του έτους 2002 κατά τους οποίους θα γινόταν χρήση του προγράμματος, ήτοι μέχρι την 15.4.2002, με βάση τον κύκλο εργασιών από 1.1.2002 έως 15.4.2002. Η εφεσίβλητη αντέδρασε άμεσα με την από 20.3.2002 επιστολή του …….., με την οποία απέρριψε την πρόταση της εκκαλούσας, την κατηγόρησε ότι χρησιμοποίησε τις διαπραγματεύσεις για να εκφύγει των υποχρεώσεών της και να φέρει τη δικαιούχο προ τετελεσμένων, ενώ τέλος της δήλωσε ότι προσβάλλει το πρόγραμμά της τόσο με τη χρήση του, όσο και με την τροποποίησή του, ήτοι με πράξεις παράνομες, καθώς εκείνη δεν έχει δώσει την άδειά της και την κάλεσε να παραλείψει κάθε χρήση και επέμβαση σε αυτό, επιφυλασσόμενη η ίδια να εξαντλήσει κάθε νομικό μέσο προς προάσπιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της. Επίσης, η εφεσίβλητη υπέβαλε και την από 19.2.2002 και με αριθμό κατάθεσης ……/28-2-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσε μεταξύ άλλων να υποχρεωθεί η νυν εκκαλούσα να παύσει να προσβάλλει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της επί του παραπάνω προγράμματος, με την παράνομη αναπαραγωγή, χρήση και μετατροπή του. Κατόπιν των ανωτέρω, η εταιρία “……………..” απέστειλε στην εφεσίβλητη το από 16.4.2002 έγγραφο που υπογράφεται από τον ….. υπό την ιδιότητά του ως διευθυντή του τμήματος μηχανογράφησης, με το οποίο την ενημερώνει ότι «από εχθές 15/4/2002, πάψαμε να χρησιμοποιούμε το πρόγραμμα κρατήσεων και έκδοσης εισιτηρίων ……………… Παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες», αναγνωρίζοντας, έτσι, έμμεσα τα αποκλειστικά δικαιώματα της τελευταίας επί του προγράμματος. Ακολούθως, η παραπάνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 16.4.2002 και εκδόθηκε η 4215/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που την απέρριψε, καθώς η καθ’ης η αίτηση με την προαναφερόμενη από 16.4.2002 επιστολή της γνωστοποίησε στην αιτούσα ότι δεν χρησιμοποιούσε πια το πρόγραμμα από τις 15.4.2002. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η εταιρία “……………..” για μεγάλο χρονικό διάστημα εξακολουθούσε να κάνει χρήση του επίδικου προγράμματος και να παρατείνει τις διαπραγματεύσεις, καίτοι δεν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία για το ύψος του οφειλόμενου ανταλλάγματος, δεδομένου ότι η κάθε πλευρά επέμενε στο συγκεκριμένο ύψος που θεωρούσε η ίδια εύλογο και δίκαιο. Η εκκαλούσα εταιρία “……………..” κράτησε τη στάση αυτή, όχι μόνο μετά τη λήξη του χρονικού περιθωρίου που της έθεσε η εφεσίβλητη για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων, αλλά και μετά και παρά τις έντονες οχλήσεις της τελευταίας. Μόνο ύστερα από την υποβολή της πιο πάνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και δη κατά την ημέρα της συζήτησης αυτής, η εκκαλούσα δήλωσε ότι παύει να το χρησιμοποιεί, χωρίς συγχρόνως να προσφέρει οποιοδήποτε αντάλλαγμα για το διάστημα που χωρίς άδεια χρησιμοποιούσε το “……………..”. Τη συμπεριφορά αυτή των οργάνων της εταιρίας “……………..”, η οποία εκπορευόταν από το ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στη ναυτιλιακή αγορά εξίσου ανεπτυγμένο πρόγραμμα με το “……………..” προς αντικατάστασή του, αλλά και στοιχεία σχετικά με την αξία του εν λόγω προγράμματος την εποχή εκείνη ανέφερε ο διατελέσας διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας “……………..” κατά το διάστημα από 21.4.2001 έως 12.8.2002, ……., στην υπ’ αριθμ……/26.6.2003 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και δη για τη συζήτηση της υπ’ αριθμ. κατ. …./2003 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «…Στη διαπραγμάτευση που έγινε για την άδεια χρήσης του έτους 2001 δεν ήμουν παρών…Η παραπάνω διαπραγμάτευση κατέληξε στο 0,5% επί του συνολικού τζίρου της εταιρίας. Το ποσό αυτό θεωρήθηκε πολύ οικονομικό σε σχέση με την ετήσια χρέωση που μας έκανε η ….. για μία εφαρμογή πολύ μικρότερη και με λιγότερες δυνατότητες του …………….. που αφορούσε μόνο τη μάσκα των κρατήσεων…Στις 10 Αυγούστου του 2001 υπογράψαμε με την …… θυγατρική εταιρία της …., μία Σύμβαση «παροχής υπηρεσιών Διαχείρισης και Διανομής Υπηρεσιών», με την οποία είχε την υποχρέωση να εγκαταστήσει τη μάσκα των κρατήσεών της σε όλους τους υπολογιστές που γίνονται κρατήσεις εντός και εκτός της …………….. και να διανείμει το έντυπο του εισιτηρίου σε όλα τα σημεία πώλησης. Η παραπάνω χρέωση προέκυπτε επειδή είχαμε συμφωνήσει χρέωση 0,45% επί της καθαρής αξίας πωλήσεων που θα έκανε η ίδια η ……………..και 0,5% επί της καθαρής αξίας πωλήσεων που θα γινόταν από τους εξωτερικούς συνεργάτες της ……………… Επίσης για κάθε εκδιδόμενο εισιτήριο(όλα ήταν ατομικά) η …………….. έπρεπε να πληρώνει την … επιπλέον 18 Δρχ…Χαρακτηρίζω την χρέωση ελάχιστη, γιατί έχω υπολογίσει 0,45% προμήθεια για όλα τα εισιτήρια, 8.000.000 έντυπα εισιτηρίων, και 140.000.000 τις καθαρές πωλήσεις για το 2001. Τελικά, η μάσκα της …… αποσύρθηκε μία εβδομάδα μετά την εγκατάστασή του στην …………….. και εγκαταστάθηκε πάλι η μάσκα του …………….., γιατί κρίθηκε ότι δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των χειριστών της εταιρίας, ενώ εγκαταστάθηκε με επιτυχία στους εξωτερικούς συνεργάτες που είχαν λιγότερες απαιτήσεις. …. Με την …, θυγατρική εταιρία της ….., είχαμε συμφωνήσει να αντικαταστήσει με την εφαρμογή της, την εφαρμογή …………….. από την 1η Ιανουαρίου του 2002. Όμως, περί τα τέλη του Νοέμβρη 2002, ο κύριος ……, Διευθύνων Σύμβουλος της …, μου δήλωσε αδυναμία υλοποίησης της συμφωνίας, γιατί η εφαρμογή τους δεν ήταν έτοιμη. Σημειώστε δε, ότι όλο το τμήμα της μηχανογράφησης της …………….. συνεργαζόταν με τη ……..για να μπορέσουν να αναπτύξουν το σύστημά τους για να αντικαταστήσει το ……………… Η απόφαση για να αντικατασταθεί το …………….. από την εφαρμογή της … είχε παρθεί από το ΔΣ της …………….. που ελέγχετο πλήρως από τα μέλη του ΔΣ της … Επίσης, η .. συμμετέχει στο ΔΣ της … και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος μετά την …. Το Δεκέμβριο του 2001 αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε τη βοήθεια της … και την παράταση της άδειας χρήσης του …………….. από την …. Πράγματι η …. ανταποκρίθηκε άμεσα και ανταλλάχθηκε η αλληλογραφία που αναφέρεται στη δικογραφία και μας έδωσε άδεια η … να αναβαθμίσουμε το σύστημά της σε EURO. Αυτό απασχόλησε πλήρως το τμήμα της μηχανογράφησης μέχρι τα τέλη του Ιανουαρίου. Διαπραγματεύσεις Δεκέμβριο-Φεβρουάριο 2002 Η …. μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιούμε το …………….. με την ανοχή της, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε χρόνο για να διαπραγματευτούμε για το ύψος της αποζημίωσης…».  Ομοίως ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας “……………..” στο διάστημα από Οκτώβριο του 2000 έως Μάρτιο του 2001, ………, στην υπ’ αριθμ. …/31.4.2003 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά που λήφθηκε στα πλαίσια συζήτησης προγενέστερης αγωγής και δη της με αριθμό κατάθεσης …/2002 αγωγής και η οποία λαμβάνεται υπόψη προς συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου, αναφέρει σχετικά με τη σημασία που είχε η χρήση του ……………..για την εταιρία “……………..” κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα εξής: «…Η πολυπλοκότητα και το μέγεθος της εφαρμογής ……………..αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η .., θυγατρική εταιρία της …. και της … (μητρική εταιρία της ……………..) που είναι στελεχωμένη με έμπειρους προγραμματιστές που έχουν εργαστεί για πολλά χρόνια στο χώρο της ακτοπλοΐας, δεν κατάφερε όσο βρισκόμουν στην ………να φτιάξει μία εφαρμογή για να αντικατασταθεί το ……………… Παρ’ όλες τις προσπάθειες της …. και της …. να εξελίξουν την εφαρμογή της …., ώστε να εγκατασταθεί στην …………….. δεν κατέστη δυνατό ούτε το Δεκέμβριο του 2001, όπως είχε δεσμευτεί …., αλλά ούτε μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τους κυρίους ….. και …….. να μας λένε ότι το πρόγραμμα της …. βρίσκεται στην βρεφική του ηλικία (ενώ ήδη αναπτυσσόταν για κάποια χρόνια). Όλα τα παραπάνω τα γνωρίζω από προσωπική αντίληψη…».  Παρακάτω, αποδείχθηκε ότι η εταιρία “……………..”, καίτοι είχε γνωστοποιήσει στην εφεσίβλητη στις 16.4.2002 ότι έπαυσε τη χρήση του επίδικου προγράμματος από τις 15.4.2002, συνέχισε να το χρησιμοποιεί παράνομα, χωρίς την άδεια ή την ανοχή της πρώτης καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι και τον Φεβρουάριο του έτους 2003. Ο λόγος ήταν, σύμφωνα και με όσα έχουν καταθέσει οι ίδιοι οι ως άνω διατελέσαντες διευθύνοντες σύμβουλοι της εκκαλούσας, ότι της ήταν απολύτως αναγκαία η συνέχιση της χρήσης του “……………..”, αφού δεν υπήρχε τότε δυνατότητα αντικατάστασής του με άλλο εξίσου ανεπτυγμένο και αποτελεσματικό πρόγραμμα διαχείρισης και κράτησης θέσεων στην ακτοπλοΐα για μια εταιρία του μεγέθους της “……………..” που διαχειριζόταν 74 πλοία. Σχετικά με τη συνέχιση χρήσης του “……………..” από την εκκαλούσα εταιρία μετά τις 15.4.2002 βεβαίωσαν ενόρκως: α)Ο ……., μηχανικός πληροφοριακών συστημάτων, μέλος του Βρετανικού Επιμελητηρίου Πληροφορικής, ο οποίος συνεργάσθηκε με την εκκαλούσα από την 19.7.2000 έως και τον Αύγουστο του 2003 ως εξωτερικός συνεργάτης, μέσω της εταιρίας του «………», για τη δημιουργία επίσημης ιστοσελίδας της, μέσω της οποίας η εταιρία αυτή θα παρείχε πληροφορίες για δρομολόγια και τις τιμές τους σε πραγματικό χρόνο, παροχή συνολικών πληροφοριών σε πελάτες, πράκτορες και επενδυτές της “……………..” και έκδοση και πώληση εισιτηρίων μέσω της ίδιας ιστοσελίδας με τη χρήση πιστωτικής κάρτας. Σύμφωνα με τον εν λόγω ενόρκως βεβαιώσαντα, μέρος του αρχικού έργου ήταν ο σχεδιασμός και δημιουργία μιας γέφυρας, η οποία συνέδεσε τον κεντρικό υπολογιστή ……. και τον υπολογιστή (διακομιστή), ο οποίος προσέφερε την ιστοσελίδα στο internet, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα για τους πελάτες της “……………..” να πληροφορούνται σε ζωντανό χρόνο για τα δρομολόγια και τις τιμές τους, οι δε σχετικές πληροφορίες αντλούνταν από το σύστημα που έτρεχε με την ονομασία “……………..”. Η ύπαρξη του εν λόγω προγράμματος ήταν κάτι περισσότερο από εμφανής στην ομάδα ανάπτυξης της ιστοσελίδας, διότι έπρεπε η προαναφερθείσα γέφυρα να αντλεί συνεχώς δεδομένα από το “……………..”, ενώ η τεράστια πολυπλοκότητά του επέβαλε τη μόνιμη συνεργασία με τον ………Στις 17.7.2001 η ίδια εταιρία του ανέθεσε την ενσωμάτωση της σχεδίασης και ανάπτυξης ενός προγράμματος ηλεκτρονικών πωλήσεων εισιτηρίων μέσω της ιστοσελίδας, το οποίο απαιτούσε τον συνδυασμό της “……………..”, μιας τράπεζας και ενός ηλεκτρονικού πράκτορα (της ….). Στην πραγματικότητα για τη συγκεκριμένη διαδικασία ηλεκτρονικής πώλησης εισιτηρίων, ο πελάτης εισέρχεται στην ιστοσελίδα της “……………..”, δηλώνει το πότε και πού θέλει να ταξιδέψει και, αφότου η ιστοσελίδα αντλήσει αυτές τις πληροφορίες από το πρόγραμμα “……………..”, τότε η ιστοσελίδα «πακετάρει» τις προτιμήσεις του πελάτη και τις αποστέλλει στον πράκτορα για τη χρέωσή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο πράκτορας που είναι συνδεδεμένος με το “……………..” είναι η “…”, που συνδέεται με την Winbank, έτσι ώστε να επικυρώσει την πιστωτική κάρτα του αγοραστή και εφόσον γίνει επιτυχώς η αγορά να στείλει πίσω στο “……………..” την επικύρωση της πληρωμής του εισιτηρίου. Δηλαδή, ουσιαστικά η “……”αποτελεί έναν πράκτορα συνδεδεμένο στο “……………..” και κατά τον ίδιο τρόπο είναι συνδεδεμένη με τις λεγόμενες γέφυρες με το κάθε διαφορετικό σύστημα κρατήσεων και διαχείρισης κάθε επιβατηγούς ναυτιλιακής εταιρίας στην Ελλάδα, χωρίς να το αντικαθιστά. Κατά τον …….., μέχρι τις 26.5.2003, η εφαρμογή “……………..” λειτουργούσε και ενημερωνόταν ως το βασικό σύστημα που χρησιμοποιούσε η εταιρία “……………..”. Στις 26.5.2003, ύστερα από αίτημα της τελευταίας, απενεργοποιήθηκε το πρόγραμμα και η γέφυρα παροχής πληροφοριών για δρομολόγια και τιμές μέσω του “……………..” στον κεντρικό υπολογιστή της και εγκαταστάθηκε το εξής προσωρινό μήνυμα: «Ο InteractiveRouteMap βρίσκεται προς το παρόν εκτός λειτουργίας λόγω της αλλαγής του προγράμματος κρατήσεων. Πολύ σύντομα θα είμαστε σε θέση να σας προσφέρουμε και πάλι αυτή τη πρωτοποριακή συνεργασία». Η αιφνίδια αυτή διακοπή της σύνδεσης με το πρόγραμμα “……………..” και απενεργοποίησης από την ιστοσελίδα του προγράμματος αναζήτησης και παρουσίασης δρομολογίων υποδεικνύει τη διενέργεια κατά το χρονικό εκείνο σημείο μιας μεγάλης αλλαγής στο πρόγραμμα και αποδεικνύει ότι μέχρι τότε βρισκόταν σε λειτουργία το προϋφιστάμενο βασικό πρόγραμμα “……………..”. β)…… και …….., οι οποίοι ήταν υπάλληλοι της εναγόμενης και ειδικότερα η πρώτη απασχολείτο στα εκδοτήρια εισιτηρίων από το έτος 1986 μέχρι την 14.1.2003 και ο δεύτερος ως υπεύθυνος στα πρακτορεία των ναυτιλιακών εταιριών (…..και ……………..) από το έτος 1981 μέχρι τον Απρίλιο του 2003 και καταθέτουν τη μαρτυρία τους μέσω των υπ’ αριθμ. …./26.2.2004 και …./26.2.2004 ένορκων βεβαιώσεων που δόθηκαν στα πλαίσια της συζήτησης της υπ’ αριθμ. …./2003 αγωγής και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια. Συγκεκριμένα, η …….. κατέθεσε ότι τον μήνα Απρίλιο του έτους 2002 δεν αντιλήφθηκε κάποια ουσιαστική αλλαγή στο πρόγραμμα που χρησιμοποιούσε έως τότε, εκτός από την αλλαγή στη μάσκα της οθόνης, στον τρόπο έκδοσης της ταμειακής κατάστασης που τυπωνόταν κάθε βράδυ για την απόδοση των εισπράξεων και στη διάταξη των πεδίων, των οποίων η στοίχιση από κάθετη έγινε οριζόντια. Ομοίως, ο ………. καταθέτει ότι μέχρι την απόλυσή του από την εκκαλούσα εταιρία τον Απρίλιο του 2003, χειρίστηκε δύο κεντρικά ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεων, το … και το ……………… Ότι η αναβάθμιση που έγινε στο τελευταίο αυτό πρόγραμμα τον Απρίλιο του 2002 δεν διέφερε καθόλου όσον αφορά την έκτασή της από τις αναβαθμίσεις που είχαν γίνει στο παρελθόν στο ίδιο πρόγραμμα και που συνέχισαν να γίνονται και μετά τον Απρίλιο του 2002. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι το πρόγραμμα “……………..” ως σύστημα διαχείρισης πληροφοριών, επί του οποίου το περιουσιακό δικαίωμα ανήκε στην εφεσίβλητη εταιρία «……………..», συνέχισε να χρησιμοποιείται από την εκκαλούσα εταιρία “……………..” και μετά τη λήξη των μεταξύ των δύο εταιριών διαπραγματεύσεων περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2002, άνευ δικαιώματος, χωρίς ποτέ να της έχει παραδοθεί ο πηγαίος κώδικας. Οι όποιες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στο πρόγραμμα αυτό, καθώς και βελτιώσεις και διορθώσεις είχαν επιτραπεί στο παρελθόν από τη δικαιούχο εταιρία στη χρήστρια για τις ανάγκες της χρήσης του και μόνο. Άρα αβάσιμοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί της εταιρίας “……………..” στην ένδικη υπ’ αριθμ. κατ. …../2004 αγωγή της, σύμφωνα με τους οποίους τον Ιανουάριο του έτους 2000, η εταιρία «……………..» της παραχώρησε το περιουσιακό της δικαίωμα στο “……………..”, άλλως ότι της παραχώρησε το δικαίωμα να πραγματοποιεί σε αυτό αλλαγές. Ομοίως αβάσιμοι κρίνονται οι ισχυρισμοί της ίδιας διαδίκου που προέβαλε προς αντίκρουση της με αριθμό κατάθεσης …./2004 αγωγής (βλ. σελίδα 14 του από 15.11.2004 δικογράφου των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) κατά τους οποίους «το περιουσιακό δικαίωμα όλων των στοιχείων του …………….., που αναπτύχθηκαν, συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν από τον Ιανουάριο του 2000 έως τον Απρίλιο του 2002 ανήκουν στην …………….., δηλαδή το επίδικο πρόγραμμα κατέστη συλλογικό έργο με συνδικαιούχο την ίδια κατά το μέγιστο μέρος του 90%».Περαιτέρω, με τη με αριθμό κατάθεσης ……/2004 αγωγή της, η εταιρία “……………..” αρχικά υποστηρίζει ότι της ανήκει συνολικά το περιουσιακό δικαίωμα του “……………..”, όπως τούτο διαμορφώθηκε (βλ. σελ. 7 της αγωγής, στο τέλος). Έτσι, αποδέχεται την ύπαρξη ενός μόνο ενιαίου προγράμματος, δηλαδή του «……………..», το οποίο υποστηρίζει ότι της ανήκει αποκλειστικά, άλλως σε ποσοστό 90%. Ακολούθως, όμως, διαλαμβάνει ότι αντικείμενο της δίκης είναι τα επιμέρους προγράμματα, αρθρώματα (modules) και εφαρμογές που αναπτύχθηκαν από τον …….., από τον Ιανουάριο του 2000 και εφεξής, ενώ ήταν πλέον υπάλληλος της εκκαλούσας, σε γλώσσα προγραμματισμού Cobol και τα οποία είναι νέα και διαφορετικά από το “……………..” και έγιναν γνωστά ως “……………..”. Περαιτέρω, στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προς αντίκρουση της υπ’ αριθμ. κατάθεσης …./2004 αγωγής η τότε εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρία “……………..”, ενώ αρχικά υποστηρίζει ότι κατόπιν της από αυτήν πρόσληψης ……… και με τη συναίνεση της εταιρίας «……………..», το πρόγραμμα “……………..” υπέστη σημαντικότατες τροποποιήσεις και μετασχηματισμό και ο λόγος ήταν η είσοδος στην ακτοπλοϊκή αγορά των ηλεκτρονικών συστημάτων διανομής (“CRS”) και η ανάγκη σύνδεσης του “……………..” με τα συστήματα αυτά στα πλαίσια της λειτουργίας του Προγράμματος του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας «Ελληνική Ακτοπλοΐα 2000» σε πιλοτικό επίπεδο, καθώς και οι αυξημένες απαιτήσεις από την απόκτηση 74 πλοίων από την “……………..” και οι απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα ΗΣΚΘΕΕΑ, οπότε με τις τροποποιήσεις αυτές κατά το διάστημα Ιανουαρίου 2000-Απριλίου 2002 κατέστη τουλάχιστον συλλογικό έργο με συνδικαιούχο την “……………..” σε ποσοστό 90% (βλ. σελίδες 13, 14 των προτάσεων), στη συνέχεια υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα “……………..” που ανέπτυξε ο …….. από τον Ιανουάριο του 2000 και μετά, ως εργαζόμενος της “……………..” περιέχει όλα τα αρθρώματα που απαιτήθηκαν κατά τη μεταγενέστερη περίοδο, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 2000 και μετά και ότι διαφέρει ριζικά από τη μορφή που είχε το “……………..” (βλ. σελίδα 18 των προτάσεων). Έτσι, όμως, δεν εξηγεί για ποιο λόγο, εφόσον έγιναν τροποποιήσεις στο “……………..”από την εκκαλούσα για να ανταποκρίνεται στις παραπάνω νέες απαιτήσεις της αγοράς και τις νομοθεσίας από τον Ιανουάριο του 2000 και μετά και αφού μάλιστα πλέον, κατά την ίδια, της ανήκε το επ’ αυτού περιουσιακό δικαίωμα, δημιούργησε κατά τον ίδιο χρόνο, το “……………..” για να αντιμετωπίσει τις ίδιες απαιτήσεις της αγοράς που κάλυπτε το πρώτο πρόγραμμα, με το σκεπτικό ότι το “……………..” ήταν ανεπαρκές γι’ αυτό το σκοπό. Ομοίως, ο …….. με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προς αντίκρουση της κατ’ αυτού στρεφόμενης με αριθμό κατάθεσης …../2004 αγωγής, υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα “……………..” ξεκίνησε να κατασκευάζεται από την εταιρία “……………..” το έτος 2000 και λειτούργησε το ίδιο έτος, προκειμένου να καλύψει την ανάγκη σύνδεσης των συνεργαζόμενων με την παραπάνω εταιρία πρακτορείων με το σύστημα διανομής “……..” που λειτουργούσε σε όλα τα πρακτορεία για την έκδοση και κράτηση εισιτηρίων, το οποίο (……..) είχε κατασκευαστεί και εγκαταστήσει σε όλα τα πρακτορεία η ….. με εντολή του Υ.Ε.Ν. στα πλαίσια του προγράμματος «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΚΤΟΠΛΟΪΑ 2000», ανάγκη στην οποία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί το “……………..”, γιατί αυτό δεν «επικοινωνούσε» με το σύστημα διανομής “……….”. Ότι στα τέλη του 2001 με την ολοκλήρωση του “……………..” δημιουργήθηκε και ειδικό υποπρόγραμμα για την κράτηση και έκδοση εισιτηρίων, το οποίο άρχισε να λειτουργεί στις 16.4.2002, ότι στις 31.5.2002 ολοκληρώθηκε νέο υποπρόγραμμα για τη διαχείριση εκδοθέντων εισιτηρίων που λειτούργησε από 1.6.2002 και ότι στις 30.11.2002 ολοκληρώθηκε άλλο άρθρωμα-υποπρόγραμμα σχετικά με τις ταμειακές καταστάσεις των εκδοθέντων εισιτηρίων που λειτούργησε από 1.12.2002. Στη συνέχεια, αποδεχόμενος την ενιαία μορφή και χαρακτήρα του “……………..”, υποστηρίζει ότι αυτό μετά τον Ιανουάριο του 2000 που μεταφέρθηκε στην εταιρία “……………..”, μετασχηματίσθηκε ουσιαστικά σε νέο πρόγραμμα, άλλως σε επόμενη ουσιώδη έκδοση (version), εξαιτίας της εισόδου στην ακτοπλοϊκή αγορά των ηλεκτρονικών συστημάτων διανομής (“CRS”) και της ανάγκης σύνδεσης του “……………..” με τα συστήματα αυτά, καθώς και εξαιτίας των αυξημένων απαιτήσεων από την αύξηση του αριθμού των πλοίων της “……………..” με την απόκτηση των 74 πλοίων και των απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα ΗΣΚΘΕΕΑ και την καταμέτρηση και καταγραφή των επιβατών. Ότι έγιναν νέα προγράμματα, προσθήκες και τροποποιήσεις του “……………..” που οδήγησαν σε νέα μορφή- έκδοση του προγράμματος σύμφωνα με τις οδηγίες και την πρωτοβουλία της “……………..”, αλλά σε κάθε περίπτωση με τη γνώση και συμφωνία, άλλως έγκριση των εταιριών «……………..» και “……………..” που έλαβαν χώρα πριν τον θάνατο του ……….. αλλά και κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους. Ακολούθως, ο ως άνω εναγόμενος και ήδη εκκαλών υποστηρίζει αντιφατικά ότι το περιουσιακό δικαίωμα επί όλων των αρθρωμάτων/προγραμμάτων που αναπτύχθηκαν από τον ίδιο, ως υπάλληλο της “……………..”, στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2000 έως και τους πρώτους μήνες του 2002, έχουν αυτοτέλεια και ανήκουν στην “……………..”, άλλως αν ήθελαν κριθεί ως συμπληρωματικά του “……………..”, τούτο κατέστη πλέον συλλογικό έργο κατά το άρθρο 7 του ν. 2121/1993.

Αναφορικά με το πρόγραμμα “……………..” και τη σχέση του με το πρόγραμμα “……………..”, από το σύνολο των πιο πάνω αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προκύπτουν τα εξής: Το πρόγραμμα “……………..” κατά τη χρήση του από την εταιρία “……………..”, όπως προαναφέρθηκε, ανάλογα με τις ανάγκες που κάθε φορά προέκυπταν, υφίστατο αλλαγές, διορθώσεις και συμπληρώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνταν είτε από υπαλλήλους της δικαιούχου εταιρίας, είτε από υπαλλήλους της χρήστριας εταιρίας, είτε με τη συνεργασία αμφοτέρων των εταιριών, πάντοτε με την άδεια ή έγκριση της δικαιούχου. Το παραπάνω πρόγραμμα λειτούργησε με την εξελισσόμενη μορφή του με έναν πηγαίο κώδικα ως ενιαίο πρόγραμμα μέχρι την 15.4.2002, με την ίδια ονομασία, χωρίς η χρήστρια να αμφισβητήσει το περιουσιακό δικαίωμα της εταιρίας «……………..». Αντίθετα, η εταιρία “……………..”, με την αλληλογραφία που αντάλλαξε με την εταιρία «……………..» και τα αιτήματα που υπέβαλε σε αυτή για παραχώρηση της χρήσης του προγράμματος όχι μόνο για το έτος 2001, αλλά και για το έτος 2002, για την προσαρμογή του στο νέο νόμισμα του ευρώ, για την αγορά του, άλλως για συνέχιση, με αντάλλαγμα, της χρήσης του και με την ενημέρωση για την παύση της λειτουργίας του από τις 15.4.2002, αναγνώριζε το περιουσιακό δικαίωμα της «……………..» στο σύνολο του “……………..”, χωρίς να αμφισβητήσει αυτό ή να προβάλλει δικά της δικαιώματα ως συνδικαιούχου, έστω, σε συλλογικό έργο. Όταν, μάλιστα, το δικαίωμα χρήσης έληγε την 31.12.2001, η εκκαλούσα εταιρία επιχείρησε να αντικαταστήσει την εφαρμογή του “……………..” με την εφαρμογή της …., πλην όμως ανεπιτυχώς. Κατόπιν αυτού, αναγκάσθηκε και πάλι να αποταθεί στην εταιρία «……………..» για να της επιτρέψει τη χρήση του “……………..”. Επιπλέον και ο ……. αποδεχόταν και αναγνώριζε το ίδιο δικαίωμα της εφεσίβλητης, όπως φάνηκε από το προαναφερόμενο πρωτόκολλο παράδοσης, αλλά και από τις επιστολές που απέστειλε στην εταιρία «……………..». Σχετικά με το θέμα αυτό, πειστικές είναι οι καταθέσεις των ………., οι οποίοι καταθέτουν για τη λειτουργία προγράμματος με την ονομασία “……………..” και μέχρι τουλάχιστον την 15.4.2002 δεν γνωρίζουν για την ύπαρξη και τη λειτουργία άλλου προγράμματος και μάλιστα με την ονομασία “……………..”. Συνεπώς, αβάσιμοι τυγχάνουν οι παραπάνω ισχυρισμοί ότι από τις αρχές του έτους 2000 αναπτύχθηκε και λειτούργησε εξελικτικά από την εταιρία “……………..”, κατά τρόπο αυτοτελή, ένα νέο διαφορετικό πρόγραμμα με την ονομασία “……………..”. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο και είχε πράγματι αναπτυχθεί ένα νέο και διαφορετικό πρόγραμμα με τις δυνατότητες του “……………..” ή και ακόμα πιο εξελιγμένο, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, δεν υπήρχε λόγος να αναθέσει η εταιρία “……………..” σε τρίτη εταιρία (….. και …..) τη δημιουργία ενός άλλου προγράμματος που θα αντικαθιστούσε το “……………..”, αλλά θα χρησιμοποιούσε το δικό της πρόγραμμα, το “……………..”. Εκείνο που αποδείχθηκε σχετικά με το τελευταίο είναι ότι η εταιρία “……………..” με τη συνδρομή και του υπαλλήλου της ……….., χωρίς την άδεια της δικαιούχου εταιρίας «……………..», δημιούργησαν ένα πρόγραμμα με διαφορετικό πλέον πηγαίο κώδικα, με όλα, όμως, τα προγράμματα και υποπρογράμματα που είχαν δημιουργηθεί μετά τον Ιανουάριο του 2000 και αποτελούσαν κατά τα ανωτέρω συνέχεια του προγράμματος “……………..” και περιουσιακό δικαίωμα της εφεσίβλητης. Με τον παραπάνω τρόπο διαχώρισαν το ενιαίο πρόγραμμα “……………..” σε δύο τμήματα και δη σε εκείνο με τη μορφή που είχε μέχρι τον Ιανουάριο του 2000 και σε εκείνο στο οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια. Το τελευταίο συνέχισε να λειτουργεί και να χρησιμοποιείται ως νέο πλέον πρόγραμμα με την ονομασία “……………..”και με τον δικό του πηγαίο κώδικα. Στην παραπάνω ενέργεια προέβησαν οι εκκαλούντες, σε βάθος χρόνου από το Μάρτιο του έτους 2002 και μετά, όταν η εφεσίβλητη εταιρία ως δικαιούχος απαγόρευσε την εξακολούθηση της χρήσης του προγράμματός της, πλην όμως, εκ των πραγμάτων, δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθεί από την ολιγομελή ομάδα προγραμματιστών της εκκαλούσας μέσα σε χρονικό διάστημα τριών μηνών ή έστω ακόμη και ενός έτους, ένα νέο πρόγραμμα ικανό να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες μιας εταιρίας του μεγέθους της “……………..”, όπως τις κάλυπτε το “……………..”. Την ενέργειά τους αυτή να εμφανίσουν ότι με τις όποιες προσθήκες και μεταβολές επί του “……………..” είχαν δημιουργήσει ένα νέο πρόγραμμα, το “……………..” που θα αντικαθιστούσε το πρώτο, διευκόλυνε και το γεγονός ότι ο κεντρικός υπολογιστής (όπου υπήρχε και λειτουργούσε το πρόγραμμα του “……………..”) της «……………..», ήταν εγκατεστημένος στο ίδιο κτίριο με την “……………..”, όπου για ένα διάστημα υπήρχαν κοινά γραφεία της «……………..» και παρέμεινε στα γραφεία της “……………..”, όταν η δικαιούχος εταιρία μετεγκαταστάθηκε σε άλλη διεύθυνση, όπως διευκόλυνε και το ότι ο ………. είχε πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία και εξελικτική διαμόρφωση του “……………..”. Υπέρ του ότι δεν δημιουργήθηκε εξαρχής ένα νέο πρόγραμμα, το “……………..”, ακόμη καλύτερο και διαφορετικό του “……………..” συνηγορούν και τα εξής στοιχεία: Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 12.3.2003 γνωμοδότηση των ………., καθηγητή Ε.Μ.Πολυτεχνείου, διευθυντή τομέα τεχνολογίας πληροφορικής &υπολογιστών και …….., λέκτορα Ε.Μ.Πολυτεχνείου, για την κατασκευή ενός προγράμματος θέσεων ναυτιλιακής εταιρίας, όπως το πρόγραμμα “……………..” απαιτείται προσπάθεια τουλάχιστον 760 ανθρωπομηνών, ενώ ο ημερολογιακός χρόνος κατασκευής του προγράμματος δεν θα μπορούσε να είναι μικρότερος των 31μηνών, στην περίπτωση αυτή με τη συμμετοχή τουλάχιστον 25 ανθρώπων με κατάλληλες ειδικότητες που θα κατανέμονταν στις αντίστοιχες φάσεις ανάπτυξης. Ο ίδιος ο διευθύνων σύμβουλος της εκκαλούσας μέχρι τις 12.8.2002, ……… στην υπ’ αριθμ. …./26.6.2003 ένορκη βεβαίωση που έδωσε στα πλαίσια άλλης δίκης αναφέρει σχετικά ότι ο ……….. τον ενημέρωσε στα τέλη Μαρτίου του 2002 ότι οι κύριοι ….. και …… έφτιαξαν υπό την εποπτεία του κυρίου ……… ένα νέο πρόγραμμα το οποίο θα αντικαθιστούσε το “……………..” στις 16 Απριλίου. Και συνεχίζει, καταθέτοντας τα εξής: «Όταν τους ρώτησα, πώς τα κατάφεραν μέσα σε δύο μήνες να φτιάξουν μια τόσο μεγάλη εφαρμογή και να είναι έτοιμη να λειτουργήσει για 60 πλοία που προσεγγίζουν 70 λιμάνια περίπου κ.λπ., ενώ η ….. που διαθέτει ολόκληρη ομάδα πτυχιούχων προγραμματιστών και προσπαθεί τρία χρόνια να φτιάξει μία τέτοια εφαρμογή χωρίς να την έχει ολοκληρώσει, δεν έλαβα ευθεία απάντηση. Η εφαρμογή δεν άλλαξε ποτέ. Από το σύνολο των κατωτέρω στοιχείων όπως αυτά μου κατέστησαν γνωστά με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε σ’ εμένα η έντονη πεποίθηση ότι η εφαρμογή παρέμεινε η ίδια: 1.Μέχρι το Δεκέμβριο του 2001 το τμήμα της μηχανογράφησης συνεργαζόταν με τη ……. για να ολοκληρώσει την…(λείπει η επόμενη σελίδα 9 και συνεχίζει στη σελίδα 10)…6. Η μάσκα του συστήματος παρέμεινε περίπου η ίδια (μαύρη οθόνη), το είδα προσωπικά στο κέντρο κρατήσεων της ……………… 7.Αρκετοί υπάλληλοι της ……………..που ήταν και χρήστες της εφαρμογής…………….. μου επιβεβαίωσαν την υποψία που είχα, ότι δηλαδή η εφαρμογή …………….. δεν είχε αντικατασταθεί. 8.Από συζητήσεις που είχα κάνει με τον κύριο ………., κατά τα άλλα άξιο και έμπειρο προγραμματιστή, είχα καταλάβει ότι ήταν πολύ σίγουρος ότι η .. δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδείξει ότι το …………….. δεν αντικαταστάθηκε ποτέ. Η σιγουριά του βασιζόταν στα παρακάτω δεδομένα: a.Η …. δεν είχε τα μηχανήματά της, … (χωρίς τις αναβαθμίσεις) για να επεξεργαστεί την εφαρμογή της, αφού τα είχαμε στην ……………… b.Οι κληρονόμοι είχαν ήδη αρκετά σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν για να ασχοληθούν με αυτό το θέμα.c.Η … δεν θα έβρισκε προγραμματιστές για να τη βοηθήσουν. d.Ο … και ο ……… εργάζονται στην ………και ……………..αντίστοιχα. Τα παραπάνω, όπως μου είχε πει, τα είχε επεξεργαστεί τουλάχιστον ως θεωρητικά ενδεχόμενα με τον κύριο ….. και τους …  (όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσαν το δίδυμο ……., Γενικό Διευθυντή της … και ….. …, Πρόεδρο των ……………..και …) οι οποίοι είχαν συμφωνήσει ότι η εκδοχή να καταστεί γνωστή και αντιληπτή η αντιγραφή εάν αυτή ελάμβανε χώρα ήταν απίθανη. Από το γενικό κλίμα των συζητήσεων θα μπορούσε κανείς ευλόγως να συμπεράνει ότι ο κος ….. υπονοούσε ότι το δήθεν νέο πρόγραμμα ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής κατόπιν συναπόφασης περισσοτέρων στελεχών της εταιρίας». Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο με την 599/2012 μη οριστική απόφασή του διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τους διορισθέντες πραγματογνώμονες ……., μηχανικό Η/Υ και πληροφορικής με ειδίκευση στη διερεύνηση ηλεκτρονικού εγκλήματος και ……, πτυχιούχο ΕΚΠΑ με εμπειρία σε ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και γνησιότητας ή μη μαγνητικών μέσων οπτικοακουστικού υλικού, οι οποίοι, αφού λάμβαναν υπόψη τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας και α)αντίγραφα των πηγαίων κωδίκων των προγραμμάτων “……………..” και “……………..” που είναι καταχωρημένοι στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των διαδίκων και β)εγχειρίδια χρήσης, λειτουργίας, τρόπου επικοινωνίας με Η/Υ, θα αποφαίνονταν με έγγραφη γνωμοδότησή τους αν το πηγαίο πρόγραμμα Η/Υ “……………..” αποτελεί αντιγραφή και παραποίηση του προγράμματος Η/Υ “……………..”. Οι ως άνω πραγματογνώμονες συνέταξαν και παρέδωσαν την από 22.7.2013 έκθεση τεχνικής δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, κατά τα συμπεράσματα της οποίας «Υπάρχουν σαφή στοιχεία πως το πρόγραμμα “……………..”- αν και έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινή λειτουργικότητα με το πρόγραμμα “……………..”- δεν αποτελεί αντιγραφή, ούτε παραποίηση του προγράμματος “……………..”, αλλά έχει συνταχθεί εξαρχής. Οι αντίθετες ενδείξεις είναι ισχνές και δεν μπορούν να αποτελέσουν απόδειξη περί του αντιθέτου. Αυτό το συμπέρασμα τεκμηριώνεται ως εξής: – Η πλειοψηφία των προαναφερθέντων πορισμάτων συνηγορεί υπέρ της άποψης πως τα αρχεία πηγαίου κώδικα έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ενδεικτικά, υπενθυμίζονται τα εξής: -Το πλήθος και το μέγεθος των αρχείων πηγαίου κώδικα διαφέρει…-Το ιεραρχικό μοντέλο χρήσης υποπρογραμμάτων δείχνει ως μοναδικό κοινό στοιχείο την αρθρωτή σχεδίαση και των δύο εφαρμογών, κάτι αναμενόμενο για προγράμματα τέτοιου όγκου…-Η μερικώς αυτοματοποιημένη διαδικασία που εφαρμόστηκε εντόπισε ελάχιστες κοινές γραμμές σε σύγκριση με το συνολικό μέγεθος του κώδικα και με δεδομένο πως τα προγράμματα είχαν συνταχθεί σε κοινή γλώσσα…-Στα λεξικογραφικά στοιχεία του κώδικα (σχολιασμός, ονοματολογία) που αναλύθηκαν υπάρχει έντονη διαφοροποίηση…- Η φιλοσοφία ανάπτυξης διαφέρει σε διάφορα σημεία (χρήση ενοτήτων, βάθος αρθρωτής σχεδίασης) ανάμεσα σε δύο εφαρμογές…- Η έντονη διαφοροποίηση της ροής εκτέλεσης…αποτελεί το σημαντικότερο πόρισμα, καθώς αποδεικνύει την ύπαρξη διαφορετικής μεθοδολογίας και νέου σκεπτικού εκ μέρους των προγραμματιστών του “……………..” για την υλοποίηση λειτουργιών, οι οποίες αν και υπήρχαν στο “……………..”, κατασκευάστηκαν εξαρχής. Αν και τα δύο προγράμματα έχουν εν μέρει κοινές προδιαγραφές, απευθύνονται στους ίδιους χρήστες και παρουσιάζουν ομοιότητα στη λειτουργικότητά τους, φαίνεται πως είναι υλοποιημένα με εντελώς διαφορετική «συνταγή».-Οι ομοιότητες που εντοπίστηκαν είναι μικρής έκτασης σε σχέση με τον όγκο του κώδικα. Οι περισσότερες δικαιολογούνται λόγω της φύσης του αντικειμένου του προγραμματισμού. Σημαντικότερη από τις υπόλοιπες είναι η ύπαρξη κοινών μεταβλητών στο υποσύστημα των κρατήσεων…-Η παραποίηση του κώδικα του “……………..”προκειμένου να αποκτήσει τη μορφή με την οποία λειτουργούσε στο “……………..” είναι εξίσου απίθανη. Θα αποτελούσε λογική εξήγηση αν οι αλλαγές ήταν περιορισμένες στα βασικά συστατικά του κώδικα (αφαίρεση σχολίων, αλλαγή ονομάτων) και αν αφορούσαν μια μικρή τροποποίηση της αλληλουχίας των εντολών. Το εύρος των αλλαγών που εντοπίστηκαν (αλλαγή δομής σε υποπρογράμματα& ενότητες και αλλαγή λογικής ελέγχου) κάνει μια τέτοια παραποίηση δυσκολότερο και πιο χρονοβόρο εγχείρημα από την εξαρχής κατασκευή του προγράμματος». Ωστόσο, σε σχέση με το εν λόγω πόρισμα, αναφορικά με την αξιοπιστία των στοιχείων που ετέθησαν υπόψη των πραγματογνωμόνων, πρέπει να επισημανθούν τα εξής,: 1)Στην αρχή της σελίδας 13 της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι «η απουσία εγχειριδίων χρήσης ή άλλων παρόμοιων βοηθημάτων δεν επέτρεψε τη δημιουργία αναλυτικής εικόνας για τον τρόπο λειτουργίας και τη διεπαφή των δύο εφαρμογών με τους χρήστες. Επιπλέον, ο κώδικας που παραδόθηκε δεν ήταν δυνατό να εκτελεστεί σε οποιονδήποτε άλλο Η/Υ, καθώς ήταν σχεδιασμένος να λειτουργεί αποκλειστικά στον …… με διασύνδεση με το σύστημα βάσης δεδομένων της εκκαλούσας εταιρίας “……….”. Συνεπώς, η λειτουργικότητα των δύο υπό εξέταση προγραμμάτων διαπιστώθηκε αποκλειστικά από την επίδειξη που πραγματοποιήθηκε στο χώρο της εταιρίας, κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε την 9η Μαΐου 2013». Δηλαδή, δεν τηρήθηκε ένας από τους όρους που έθεσε το παρόν Δικαστήριο για την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, ήτοι να παραδοθούν στους πραγματογνώμονες από τους διαδίκους εγχειρίδια χρήσης, λειτουργίας και τρόπου επικοινωνίας με Η/Υ, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να σχηματίσουν οι πραγματογνώμονες αναλυτική εικόνα για τον τρόπο λειτουργίας και τη διεπαφή των δύο εφαρμογών με τους χρήστες, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για να κριθεί η ομοιότητα λειτουργίας των δύο προγραμμάτων. Ακόμη επισημαίνεται ότι ήταν η εκκαλούσα εκείνη που είχε στην κατοχή της τον υπολογιστή ……., στον οποίο αποκλειστικά λειτουργούσε ο παραδοθείς κώδικας με αποτέλεσμα μόνο αυτή να μπορούσε να παραδώσει υλικό προς σύγκριση και όχι η εφεσίβλητη. 2)Το κυριότερο, όμως, που πρέπει να επισημανθεί είναι η επιφύλαξη που διατηρούν οι πραγματογνώμονες στο τέλος της συνταχθείσας έκθεσής τους, όπου διαλαμβάνουν τα εξής: «Πρέπει τέλος να αναφερθεί πως δεν είναι τεχνικά εφικτό να εξακριβωθεί και συνεπώς, δεν διακριβώθηκε αν το υλικό που εξετάστηκε στην παρούσα πραγματογνωμοσύνη, δηλαδή ο πηγαίος κώδικας των προγραμμάτων ‘……………..’ & ‘……………..’, είναι πανομοιότυπος με τον πηγαίο κώδικα που ήταν αποθηκευμένος στους Η/Υ της εκκαλούσας εταιρείας “………” την εποχή κατά την οποία εγέρθηκε η διαφορά. Δηλαδή, επισημαίνεται ότι η παρούσα πορισματική κατάληξη τελεί υπό την επιβαλλόμενη δεοντολογικά επιφύλαξη, λόγω της μη βεβαιωμένης διασφάλισης της εικόνας του περιεχομένου των εξετασθέντων πηγαίων κωδίκων». Σύμφωνα με τον …….., πτυχιούχο της σχολής Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών & Πληροφορικής του Πολυτεχνείου Πατρών, με ειδίκευση στην ανάλυση και εξέταση ψηφιακών πειστηρίων, που το όνομά του περιλαμβάνεται στις λίστες πραγματογνωμόνων των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς, ο οποίος έδωσε την υπ’ αριθμ. …../13.11.2014 ένορκη βεβαίωση με επιμέλεια της εφεσίβλητης, κανένα εκ των πορισμάτων της πραγματογνωμοσύνης δεν μπορεί να αξιολογηθεί και θεωρηθεί αξιόπιστο, αφού έχουν περάσει δέκα χρόνια από την έγερση της διαφοράς και σε όλο αυτό το διάστημα ο Η/Υ στον οποίο είναι αποθηκευμένο το λογισμικό στο οποίο επιτελούσε τις εργασίες της η ………….κατά το 2002-2003, βρίσκεται στην αποκλειστική κατοχή της και συνεπώς ο καθένας με πρόσβαση σε αυτόν θα μπορούσε να επιφέρει τις οποιεσδήποτε τροποποιήσεις, μεταβολές, διαγραφές, χωρίς αυτό να μπορεί, σήμερα, να γίνει αντιληπτό με κανένα τρόπο. Την παράμετρο αυτή δεν λαμβάνει υπόψη του ο τεχνικός σύμβουλος της εκκαλούσας, …….., στην από 4.5.2012 «ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ», γι’ αυτό και τα συμπεράσματά του κρίνονται μειωμένης αξιοπιστίας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από το σύνολο των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων, ιδίως όμως από ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων πολιτικών δικών και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια και οι οποίοι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (Απρίλιο του 2002 έως και Φεβρουάριο του 2003) χρησιμοποίησαν το φερόμενο ως “……………..”πρόγραμμα, για τις ανάγκες της εργασίας τους λόγω της θέσης που κατείχαν, προκύπτει ότι αυτό αποτελούσε στην ουσία το ίδιο πρόγραμμα που χρησιμοποιείτο και πριν, ήτοι το “……………..”, με επουσιώδεις τροποποιήσεις που δεν μετέβαλαν την ταυτότητά του. Έτσι: α)ο ……….., ο οποίος εργαζόταν επί σειρά ετών στα εκδοτήρια εισιτηρίων των ναυτιλιακών εταιριών στα λιμάνια του Πειραιά και της Ζέας και απολύθηκε από την εκκαλούσα εταιρία στις 31.12.2002, στην υπ’ αριθμ. …./12.3.2003 ένορκη βεβαίωσή του αναφέρει ότι κατά το διάστημα εργασίας του χειρίστηκε δύο κεντρικά ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεων, το … και το ……………..και ότι τη χρήση του τελευταίου αυτού προγράμματος του την έμαθαν υπάλληλοι που το χειρίζονταν για την εταιρία …..και γι’ αυτό, όταν αυτό κάλυψε και τα πλοία, στα οποία χρησιμοποιείτο το έτερο σύστημα …….δεν χρειάστηκε ειδική εκπαίδευση, όπως κανονικά θα χρειαζόταν. Επίσης αναφέρει σχετικά με μικροαλλαγές που έγιναν στο “……………..”, τον Απρίλιο του έτους 2002, για τις οποίες δεν χρειάστηκε εκπαίδευση, τα εξής: «…Μία μέρα μέσα στον Απρίλιο 2002 καθόσον εργαζόμουν στο κιόσκι (εκδοτήριο) της εταιρίας στον ….. (Πειραιά) και ήμουν συνδεδεμένος με την εφαρμογή …………….. διακόπηκε η σύνδεση. Όταν συνδέθηκα εκ νέου με την εφαρμογή διαπίστωσα ότι είχαν γίνει ορισμένες τροποποιήσεις. Στην νέα έκδοση της εφαρμογής συνέχισα να εργάζομαι κανονικά χωρίς καμία δυσκολία και εκπαίδευση, αφού δεν είχαν γίνει μικροαλλαγές. Ενδεικτικά αναφέρω τις πιο σημαντικές (ασήμαντες) από τις αλλαγές που έγιναν: προστέθηκε ένας αύξων αριθμός δίπλα από τις επιλογές του «Μενού», απαγορεύτηκε στους χειριστές των εκδοτηρίων να μεταβάλουν την προθεσμιακή ημερομηνία της κράτησης (optiondate), μειώθηκε ο αριθμός των επιβατών που μπορούσαμε να συμπληρώσουμε σε ένα κωδικό κράτησης στην οθόνη της ακύρωσης με το πάτημα ενός πλήκτρου (shortcut). Μικροαλλαγές (όπως οι παραπάνω) γινόντουσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα στην εφαρμογή…». β)Η ……… που εργαζόταν στο κιόσκι της εκκαλούσας στον ……. Πειραιά και απολύθηκε στις 14.1.2004, στην υπ’ αριθμ. …../26.2.2004 ένορκη βεβαίωσή της καταθέτει ότι τον Απρίλιο του 2002 αντιλήφθηκε ότι κάτι είχε αλλάξει στη μάσκα της οθόνης του προγράμματος …………….., χωρίς κάποια προειδοποίηση. Ότι η δουλειά της συνεχίσθηκε κανονικά χωρίς να χρειαστεί κάποια συνδρομή από τα τμήματα μηχανογράφησης και πωλήσεων, γιατί η εφαρμογή δεν είχε αλλάξει και ότι η μόνη αλλαγή που θυμάται, ήταν ότι βελτιώθηκε ο τρόπος έκδοσης της ταμειακής κατάστασης που τύπωναν στο τέλος της βάρδιάς τους για να αποδώσουν τα χρήματα που είχαν εισπράξει και η διάταξη των πεδίων στην οθόνη των κρατήσεων (η στοίχιση από κάθετη έγινε οριζόντια). Ότι, όταν ρώτησε γιατί αλλάξανε τα πεδία, αφού τούτο δεν βελτίωνε την εργασία τους, η απάντηση που πήρε από συναδέλφους που γνώριζαν ήταν ότι η αλλαγή έπρεπε να γίνει παρόλο που δεν αναβάθμιζε το πρόγραμμα, πέρα από την έκδοση της ταμειακής, προκειμένου να τροποποιηθεί η εξωτερική εικόνα και η οπτική εντύπωση του προγράμματος …………….., κατά την εκτύπωσή του στους υπολογιστές της εταιρίας. γ)Ο ……., που ήταν υπεύθυνος στα πρακτορεία των ναυτιλιακών εταιρειών ……….και …………….., στα λιμάνια του Πειραιά και της Ζέας και απολύθηκε τον Απρίλιο του 2003, στην υπ’ αριθμ. …../26.2.2004 ένορκη βεβαίωσή του επίσης καταθέτει ότι κατά τα χρόνια εργασίας του χειρίστηκε δύο κεντρικά ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεων, το …..και το ……………… Ότι τη δημιουργία του …………….. την πληροφορήθηκε όταν του ζητήθηκε να καταθέσει για την ένορκη βεβαίωση και η αναβάθμιση που έγινε στο …………….. τον Απρίλιο του 2002 δεν διέφερε καθόλου ως προς την έκτασή της από άλλες αναβαθμίσεις που είχαν γίνει στο παρελθόν στο ίδιο πρόγραμμα και που συνέχισαν να γίνονται και μετά τον Απρίλιο του 2002. Ότι, όπως πληροφορήθηκε, οι τέως συνάδελφοί του από τα τέλη Μαΐου  και αρχές Ιουνίου του 2003 ειδοποιήθηκαν να μη χρησιμοποιούν πια τη λειτουργία κράτησης μέσω του …………….. και ότι γινόταν πλέον παράλληλη χρήση του ……………..και του ….. δ)Αλλά και στην υπ’ αριθμ. …../22.10.2004 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια της παρούσας δίκης, ο …., που συνεργάσθηκε με την εκκαλούσα από 19.7.2000 έως και τον Αύγουστο του 2003, ως εξωτερικός συνεργάτης μέσω της προσωπικής του εταιρίας «………» για τη δημιουργία επίσημης ιστοσελίδας της πρώτης για την παροχή πληροφοριών για δρομολόγια και τιμές σε πραγματικό χρόνο σε πελάτες, πράκτορες και επενδυτές της «……………..», κάνει λόγο για χρήση του …………….. από την εκκαλούσα μέχρι τις 26.5.2003. ε)Η ……. που διετέλεσε διευθύντρια μηχανογράφησης στην εφεσίβλητη εταιρία, όταν ο ……… έγινε διευθυντής μηχανογράφησης στην εκκαλούσα, στην υπ’ αριθμ. …./8.11.2004 ένορκη βεβαίωση που έδωσε για την παρούσα δίκη, υποστηρίζει ότι για πρώτη φορά άκουσε για το “……………..”με αφορμή την παρούσα δίκη και εξεπλάγη, γιατί συνεργαζόταν με τον ……… στο ίδιο τμήμα και ποτέ δεν είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε ή ότι φτιαχνόταν νέο πρόγραμμα, δεδομένου ότι δούλευαν πάνω στον ίδιο υπολογιστή και ότι η δημιουργία νέου προγράμματος θα ήταν εύκολα αντιληπτή. Όλοι οι ανωτέρω εργαζόμενοι και επαγγελματίες που χειρίσθηκαν το ηλεκτρονικό σύστημα κράτησης που χρησιμοποιούσε η εταιρία“……………..” ή συνεργάσθηκαν με τους προγραμματιστές της εκκαλούσας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δεν παρατήρησαν τις διαφορές που διέκριναν οι πραγματογνώμονες μεταξύ «……………..»και «……………..», το έτος 2013.Μάλιστα, πρέπει να επισημανθεί ότι όταν η εφεσίβλητη στις 7.3.2003 έλαβε προσωρινή διαταγή από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά να προχωρήσει σε απογραφή του σκληρού δίσκου του κεντρικού υπολογιστή της εκκαλούσας εταιρίας στο μέτρο που περιείχε το πρόγραμμα ……………..και ειδικότερα: «α)την εκτέλεση όλων των απαραίτητων εντολών προγραμματισμού για την απλή ανάγνωση και απογραφή της συνολικής έκτασης των λειτουργιών του επίδικου προγράμματος (εντολών απλής εμφάνισης λειτουργιών του επίδικου προγράμματος- τύπου display όπως οι ακόλουθες ………….). β)την παροχή κωδικού μεγίστης δυνατής πρόσβασης (τύπου …….) ώστε να καθίσταται εφικτή η δυνατότητα ανάγνωσης και απογραφής του εκτελούμενου προγράμματος ως προς το σύνολο των επιμέρους λειτουργιών και υπό την προϋπόθεσιν ότι αι ανωτέρω εντολαί δεν οδηγούν εις απορρύθμισιν λειτουργίας του προγράμματος», η εκκαλούσα αντέδρασε άμεσα, προκειμένου να μην εκτελεσθεί η προσωρινή διαταγή από την οποία θα προέκυπτε αν, τότε, εκείνη εξακολουθούσε να λειτουργεί το “……………..” και στις 12.3.2003, ήτοι την ίδια ημέρα που εμφανίσθηκε ο δικαστικός επιμελητής  …… στα γραφεία της μαζί με τον καθηγητή μαθηματικών με ειδίκευση στην ανάλυση πληροφοριακών συστημάτων, ……… για την εκτέλεση της προσωρινής διαταγής, ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση αυτής, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να γίνει ολοκληρωμένος έλεγχος. Στην υπ’ αριθμ. …./12.3.2003 ένορκη βεβαίωση που έδωσε στα πλαίσια άλλης δίκης, ο ………. αναφέρει ότι η συμμετοχή του στην κρινόμενη υπόθεση είχε σκοπό τη διερεύνηση και μόνο του τεχνικού ερωτήματος εάν η παλαιά εφαρμογή που του επεδείχθη λειτουργούσε κατά τον χρόνο του ελέγχου και σε ποιο βαθμό. Ότι, παρόλο που η ανάκληση της δικαστικής εντολής για τον έλεγχο των στοιχείων από την εταιρία “……………..” σε συνδυασμό με την άρνηση αυτής να τους εκτυπώσει τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τον προηγηθέντα έλεγχο στις 12.3.2003 του στέρησε πλήρως τη δυνατότητα έμπρακτης απόδειξης των όποιων διαπιστώσεών του, βασικά αρχεία της παλαιάς εφαρμογής (εννοεί το “……………..), στη χρονική διάρκεια του ελέγχου, βρέθηκαν να δέχονται νέες εγγραφές. Ότι ταυτόχρονα διαπίστωσε ότι δύο τυχαίως επιλεγέντα προγράμματα είχαν δεχθεί τροποποιήσεις, το μεν ένα τον Δεκέμβριο του 2002, το δε άλλο τον Ιανουάριο του 2003 και ότι από τις παραπάνω διαπιστώσεις μπορεί να συναχθεί μερική χρήση της εφαρμογής, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή έκταση αυτής, καθώς δεν του παρασχέθηκαν τα πλήρη στοιχεία. Αλλά και ο μάρτυρας της “……………..” στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ……., τότε μέτοχος της εταιρίας, ενώ υποστηρίζει ότι ο …… ως διευθυντής μηχανογράφησης της “……………..”και μετά την πρόσληψή του στην εταιρία δημιούργησε ένα νέο πρόγραμμα κράτησης εισιτηρίων που δεν είχε σχέση με το πρόγραμμα της «……………..», στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν: 1)αν από 1-2-2000 ο ….. αναβαθμίζει το πρόγραμμα (ενν. το “……………..) ή αν παραμένει το ίδιο και 2)αν οι αναβαθμίσεις γίνονται επί του ίδιου προγράμματος, απαντά αντίστοιχα, ότι «το αναβαθμίζει εκ βάθρων και συνεχίζει να το αναβαθμίζει μέχρι που κάποια στιγμή φτιάχνει ένα τελείως διαφορετικό» και ότι «βεβαίως γινόντουσαν αναβαθμίσεις σε κάποιο υπόβαθρο…έκτισε πάνω σ’ αυτό». Οι απαντήσεις αυτές παραπέμπουν όχι στη δημιουργία ενός νέου προγράμματος, ήτοι του “……………..”, αλλά σε αναβαθμίσεις του προϋπάρχοντος προγράμματος, ήτοι του “……………..”. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας στις υπ’ αριθμ. κατ. …../2004 και ……/2004 αγωγές ότι η εταιρία “……………..” δεν ανέπτυξε δικό της πρόγραμμα, αλλά κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2002 έως και το Φεβρουάριο του 2003, χρησιμοποιούσε το πρόγραμμα “……………..” της εταιρίας «……………..», χωρίς την άδειά της. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση καταβολής αποζημίωσης από την εναγόμενη εταιρία και νυν εκκαλούσα στην ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη, ίσης με το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως καταβαλλόταν κατά τον επίδικο χρόνο για το είδος εκμετάλλευσης που έκανε χρήση ο υπόχρεως, με βάση και τις κρατούσες κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας συνθήκες αγοράς για τη χρήση του εν λόγω προγράμματος, ενόψει της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σημαντικά κρίνονται τα συγκριτικά στοιχεία σχετικά με το πώς αμειβόταν η χρήση παρόμοιων προγραμμάτων με το “……………..”, σε χρόνους κοντά στο επίδικο χρονικό διάστημα που παρέχει η εκκαλούσα εταιρία, προσκομίζοντας αντίγραφα παρεμφερών συμβάσεων, αλλά και τις υπ’ αριθμ. …. και …../2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της σε συνδυασμό με τις ληφθείσες στα πλαίσια άλλης δίκης ένορκες βεβαιώσεις που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια. Αντίθετα, η εφεσίβλητη προσκομίζει συμβάσεις για χρήση προγραμμάτων διανομής εισιτηρίων που δεν είχαν ακριβώς την ίδια λειτουργία με προγράμματα κράτησης εισιτηρίων, όπως το “……………..”. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/20.2.2019 ένορκη βεβαίωση του από το έτος 2001 έως τον Σεπτέμβριο του 2018 διοικητικού σύμβουλου της …., ……., η …. έχει πωλήσει, μέχρι στιγμής, το παρεμφερές με το επίδικο πρόγραμμα ….., σε τέσσερις εταιρίες, ήτοι στην εκκαλούσα, στις ……….., στη …. και πρόσφατα στη ….. Επίσης αναφέρει ότι το σύστημα αυτό πωλήθηκε στην εκκαλούσα προς 259.000 ευρώ στις 14.11.2003και στην εταιρία ……… προς 205.000 ευρώ στις 2.10.2002. Ότι το 2005 πωλήθηκε στη …. μέρος του ηλεκτρονικού συστήματος ……………..προς 80.000 ευρώ και το έτος 2018 πωλήθηκε στην ….. προς 160.000 ευρώ. Ότι με τις πωλήσεις αυτές εξαντλήθηκε και ο αριθμός των εταιριών που βρίσκονται στην Ελλάδα και διαθέτουν το μέγεθος να αγοράσουν ένα λογισμικό τύπου ….. Ότι επιπλέον με αντάλλαγμα 15%-20% ετησίως επί του ως άνω ποσού των 259.000 ευρώ, 205.000 ευρώ, 80.000 ευρώ και 160.000 ευρώ, η …….. έχει αναλάβει την υποστήριξη και αναβάθμιση του ….. Ότι αυτός είναι ο συνήθης, σχεδόν αποκλειστικός τρόπος που υπάρχει στην αγορά για τις μεγάλες ακτοπλοϊκές εταιρίες, για να χρησιμοποιήσουν το …… Ομοίως, στην υπ’ αριθμ. …../2005 ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης και λαμβάνεται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ο ………, τότε προϊστάμενος διευθυντής του τμήματος ναυτιλιακής εκμετάλλευσης της “……………..”, αναφέρει σχετικά ότι τα ηλεκτρονικά προγράμματα στην αγορά πωλούνται πάγια με αντάλλαγμα εφάπαξ και στη συνέχεια με αντάλλαγμα επί της αξίας του προγράμματος προς υποστήριξη. Στη συνέχεια, όμως, κάνει λόγο και για δεύτερο τρόπο εκμετάλλευσης τέτοιων προγραμμάτων στη ναυτιλιακή αγορά, διαλαμβάνοντας τα εξής: «Η μόνη περίπτωση να τιμολογηθούν με ποσοστό είναι στις περιπτώσεις των πολύ μικρών εταιριών που έχουν ένα ή δύο μικρά πλοία σε τοπικές γραμμές και πολύ μικρούς τζίρους, που τους επιτρέπουν να πληρώνουν τελικά πολύ μικρά ποσά και σε περιοδική βάση. Στις περιπτώσεις αυτές που είναι η εξαίρεση και τις εξυπηρετεί, διότι με τον τρόπο αυτό δεν είναι υποχρεωμένες, όπως αντίθετα οι μεγάλες εταιρίες να έχουν εξοπλισμό κατάλληλο, προσωπικό για να το διαχειρίζεται, συστήματα εφεδρικά, να εξασφαλίζουν τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις, που είναι ακριβές και να χρεώνονται από τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις σε μηνιαία  βάση, να εξασφαλίζουν υποστήριξη και αναβαθμίσεις κλπ…». Περαιτέρω, ο ίδιος, ο οποίος σημειωτέον στο διάστημα από το έτος 2013 έως και τον Ιούνιο του 2018 διετέλεσε και διευθύνων σύμβουλος της εκκαλούσας, στη νεότερη υπ’ αριθμ. …./19.2.2019 ένορκη βεβαίωσή του καταθέτει ότι: «…συμπληρωματικά, ως προς την επιζητούμενη αξίωση μισθωτικής αποζημίωσης της εταιρείας …., για την δήθεν μη νόμιμη χρήση του προγράμματος …………….. για έντεκα (11) μήνες από Απρίλιο 2002 έως και Φεβρουάριο 2003, όπως αξιώνει στην ένδικη υπ’ αριθ. καταθ. …./2004 αγωγή της, αναφέρω ότι η μισθωτική αξία ενός οποιουδήποτε πράγματος και ως τέτοιο εκλαμβάνω και το πρόγραμμα …………….. εξαρτάται από την όλη αξία του. Οδηγός μου το υπό της … τον Νοέμβριο του έτους 2003 αγορασθέν ολοκληρωμένο πρόγραμμα κράτησης και διανομής θέσεων (ΗΣΚΘΕΑ) από την εταιρεία … αντί του ποσού των Ευρώ 259.600. Με δεδομένο ότι το πρόγραμμα…………….., ως μη ολοκληρωμένο και ελλιπές με κανένα τρόπο δεν υπερέβαινε σε αξία το 1/3 του υπό της ……….αγορασθέντος, δηλαδή 80.000-90.000 το μάξιμουμ, η μισθωτική του αξία, ανά έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει με κανένα τρόπο το 10-15% της όλης αξίας του. Δηλαδή 10-15.000 ετησίως ή άλλως 1000-1500 Ευρώ ανά μήνα. Αυτή είναι η μισθωτική του αξία ή η οφειλόμενη αποζημίωση χρήσεως για κάθε μήνα και δεν γνωρίζω να μισθώνεται οποιοδήποτε πράγμα, διαμέρισμα, όχημα, λεωφορείο, πλοίο κλπ. σε τιμές δεκάδες φορές πάνω από την όλη αξία του κάθε μισθούμενου πράγματος…Μια μισθωτική απόδοση της τάξεως του 10% της αξίας του μισθούμενου ήτο αρκούντως ικανοποιητική για τα χρόνια 2000-2005 και κρατούσα τότε στην αγορά, ενώ αντίστοιχα σήμερα μία απόδοση της τάξεως 2-3% είναι αρκετά ικανοποιητική και με δεδομένο ότι σήμερα η όποια σε Τράπεζα κατάθεση δεν αποδίδει ούτε 1%…». Ενόψει των ανωτέρω, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, δεν υπήρχε ένας μοναδικός τρόπος υπολογισμού της αμοιβής που συνήθως καταβαλλόταν κατά τον επίδικο χρόνο για το είδος εκμετάλλευσης του ηλεκτρονικού προγράμματος που έκανε χρήση η υπόχρεως εταιρία“……………..”, αλλά ανάλογα με τα σταθμιζόμενα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών, μπορούσαν να επιλέξουν είτε την εφάπαξ αγορά του προγράμματος ηλεκτρονικής κράτησης θέσεων εκ μέρους της ναυτιλιακής επιχείρησης από τη δικαιούχο σε σχετικά οικονομική τιμή, με την παράλληλη όμως κατάρτιση σύμβασης υποστήριξης του προγράμματος της αγοράστριας από την πωλήτρια για όσο χρόνο η πρώτη το χρησιμοποιεί με υψηλό ετήσιο αντάλλαγμα 15%-20%, είτε την μίσθωση του προγράμματος από τη ναυτιλιακή επιχείρηση με αντάλλαγμα ετησίως ένα ποσοστό επί της αξίας του προγράμματος που όμως δεν θα υπερέβαινε κατά τις συνθήκες τότε της αγοράς το 10%. Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση που οι συμβαλλόμενες εταιρίες είχαν επιλέξει, όπως προέκυψε από τη μεταξύ τους αλληλογραφία, να καθορίσουν τόσο για το έτος 2001, όσο και κατά τις διαπραγματεύσεις τους για το έτος 2002, ένα ορισμένο αντάλλαγμα για τη χρήση του προγράμματος “……………..” κάθε φορά για ένα έτος και όχι να προχωρήσουν σε πώληση του προγράμματος από τη δικαιούχο στη ναυτιλιακή εταιρία, το σχετικό αντάλλαγμα, έπρεπε να ορισθεί με βάση τη συνήθη αμοιβή που καταβαλλόταν στην αγορά για την ετήσια μίσθωση τέτοιων προγραμμάτων, η οποία (αμοιβή) κατά τον ενόρκως βεβαιώσαντα …….. ανερχόταν στο 10% της αξίας του. Ως προς την αξία του “……………..” πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κρίνονται πειστικές οι ένορκες βεβαιώσεις του ……. και του ……. ότι η αξία του “……………..”, ήταν μόνο 80.000-90.000 ευρώ, επειδή δήθεν δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του ΠΔ 120/97, αφού κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε, ούτε προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι επιβλήθηκαν πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις στην εταιρία “……………..”, στο διάστημα που χρησιμοποίησε το “……………..”, όπως κάτι τέτοιο θα αναμενόταν, εφόσον το εν λόγω πρόγραμμα δεν πληρούσε τα κριτήρια και τους όρους του νόμου. Επίσης δεν συνιστά μέτρο σύγκρισης για την εκτίμηση της αξίας του “……………..” κατά το επίδικο διάστημα, το αναφερόμενο και οψίμως υποστηριζόμενο στην υπ’ αριθμ. …./20.2.2019 ένορκη βεβαίωση του ……. ότι είχε ήδη αναπτυχθεί άλλο παρεμφερές πρόγραμμα από την εταιρία “………..», η οποία την περίοδο 1999 – 2000 και 2001-2002 προμήθευσε τις εταιρίες …….και …. με ένα μηχανογραφικό σύστημα προγραμμάτων onlineκρατήσεων και έκδοσης εισιτηρίων έναντι τιμήματος 35.000 ευρώ περίπου εκάστη και ότι το πρόγραμμα αυτό λειτουργεί μέχρι σήμερα και έχει εγκατασταθεί και λειτουργήσει στις ακτοπλοϊκές εταιρίες ………….. Κατά τον παραπάνω ενόρκως βεβαιώσαντα το πρόγραμμα αυτό, όταν το προμηθεύθηκαν …. και …. ήταν περίπου ίδιων δυνατοτήτων με το πρόγραμμα “……………..”, επιπλέον όμως ήταν συμβατό και με τη σχετική νομοθεσία, ενώ το “……………..” όχι. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι το πιο πάνω πρόγραμμα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας εταιρίας όπως η εκκαλούσα, η οποία είχε φθάσει να έχει στόλο 74 πλοίων, ενώ και ο ίδιος ο ……. αναφέρει ότι το πρόγραμμα αυτό ήταν «περίπου» ίδιων δυνατοτήτων- άρα όχι των ίδιων δυνατοτήτων με το “……………..”. Επιπλέον δεν εξηγεί για ποιο λόγο, εφόσον υπήρχε ένα τέτοιο πρόγραμμα στη ναυτιλιακή αγορά με τίμημα μόλις 35.000 ευρώ, η εταιρία “……………..” στις 14.11.2003 προτίμησε να αγοράσει το πολύ ακριβότερο πρόγραμμα ……………….με τίμημα 259.000 ευρώ και μάλιστα με τη συμφωνία να καταβάλλει κάθε χρόνο στην πωλήτρια για την υποστήριξη και αναβάθμιση του ίδιου προγράμματος 15%-20% επί του τιμήματος της πωλήσεώς του. Η πραγματική αξία του “……………..”, που ήταν ένα πολύ προχωρημένο για την εποχή του πρόγραμμα προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 8.5.2003 γνωμοδότηση του καθηγητή Ε.Μ. Πολυτεχνείου, διευθυντή Τομέα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Υπολογιστών ……. και του λέκτορα Ε.Μ. Πολυτεχνείου ………, οι οποίοι καταλήγουν στο πόρισμα ότι «το συνολικό κόστος ανάπτυξης ενός προγράμματος που θα ικανοποιεί τις προδιαγραφείσες απαιτήσεις ανέρχεται σε Ε 2.280.000». Ειδικότερα, αυτοί αναφέρουν σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του παραπάνω ποσού, στην ως άνω γνωμοδότησή τους (1η σελίδα): «1. Κόστος ανάπτυξης. Στην από 12 Μαρτίου γνωμοδότησή τους, οι εμπειρογνώμονες έχουν αποφανθεί ότι το συνολικό κόστος (προσπάθεια) ανάπτυξης ενός προγράμματος που ικανοποιεί τις προδιαγραφείσες απαιτήσεις ανέρχεται σε 760 ανθρωπομήνες. Σύμφωνα με την ανάλυση που περιέχεται στην ανωτέρω γνωμοδότηση, για την ανάπτυξη του προγράμματος απαιτείται προσωπικό αρκετών διαφορετικών ειδικοτήτων, που περιλαμβάνουν διαχειριστές έργου (projectmanagers), αναλυτές (analysts), σχεδιαστές (designers), προγραμματιστές (programmers), επαληθευτές (testers), και εκπαιδευτές. Λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία των ανωτέρω ειδικοτήτων στην απαιτούμενη σύνθεση της ομάδας έργου και με βάση τρέχοντα οικονομικά στοιχεία της ελληνικής αγοράς, το μέσο κόστος της προσπάθειας που αντιστοιχεί σε έναν ανθρωπομήνα εκτιμάται στο ύψος των 3.000 ευρώ. Στην τιμή αυτή έχουν συνυπολογιστεί το κόστος αμοιβών και οι σχετικές πρόσθετες επιβαρύνσεις (overheads). Συνεπώς, μια εκτίμηση του συνολικού κόστους εκτίμησης ανάπτυξης του προγράμματος με βάση τις απαιτήσεις σε ανθρωπομήνες είναι 760 x 3.000 E/ανθρωπομήνα= 2.280.000 Ε». Το ως άνω ποσό αντιστοιχεί και στην πραγματική αξία του προγράμματος κατά τον επίδικο χρόνο, καθώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η τελική αξία ενός προϊόντος δεν μπορεί να είναι μικρότερη του κόστους παραγωγής του. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι δεν μπορούσε το εν λόγω πρόγραμμα να ήταν τόσο ακριβό, ενώ άλλα παρόμοια προγράμματα πωλήθηκαν εφάπαξ την ίδια περίοδο, γύρω στις 200.000 ευρώ δεν ευσταθεί, καθώς την εποχή που έγινε η παράνομη χρήση του επίδικου προγράμματος από την εκκαλούσα εταιρία, δεν υπήρχε πρόγραμμα έτοιμο, εξίσου εξελιγμένο με το “……………..” για να καλύψει τις ανάγκες της “……………..”. Οι ίδιοι οι διατελέσαντες διευθύνοντες σύμβουλοι της εκκαλούσας …… και ….. είναι διαφωτιστικοί σχετικά με το εάν υπήρχε, την εποχή εκείνη πρόγραμμα, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το “……………..” και να λειτουργήσει με εξίσου ικανοποιητικό τρόπο. Ο ……. στην υπ’ αριθμ. …../21.4.2003 ένορκη βεβαίωσή του στα πλαίσια προηγούμενης δίκης που εκτιμάται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η πολυπλοκότητα και το μέγεθος της εφαρμογής …………….. αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η …, θυγατρική εταιρία της ….. και της …(μητρική εταιρία της ……………..) που είναι στελεχωμένη με έμπειρους προγραμματιστές που έχουν εργαστεί για πολλά χρόνια στο χώρο της ακτοπλοΐας, δεν κατάφερε όσο βρισκόμουν στην ….. να φτιάξει μια εφαρμογή για να αντικατασταθεί το ……………… Παρ’ όλες τις προσπάθειες της .. και της .. να εξελίξουν την εφαρμογή της …, ώστε να εγκατασταθεί στην ……………..δεν κατέστη δυνατό ούτε το Δεκέμβριο του 2001, όπως είχε δεσμευτεί η …, αλλά ούτε και μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τους κυρίους …….. και ……. να μας λένε ότι το πρόγραμμα της ……….βρίσκεται στην βρεφική του ηλικία (ενώ ήδη αναπτυσσόταν για κάποια χρόνια).» Ο …….. στην 4883/2003 ένορκη βεβαίωσή του στα πλαίσια προηγούμενης δίκης και όπως αυτή εκτιμάται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αναφέρει ότι με την …, θυγατρική εταιρία της …., είχε συμφωνήσει η εκκαλούσα “……………..” να αντικαταστήσει με εφαρμογή της, την εφαρμογή του “……………..” από την 1.1.2002, πλην όμως ο κ. …., διευθύνων σύμβουλος της “…”, περί τα τέλη Νοεμβρίου 2002, δήλωσε αδυναμία υλοποίησης της συμφωνίας, γιατί η εφαρμογή δεν ήταν έτοιμη. Αλλά και η αξία παρόμοιων προγραμμάτων που αναπτύχθηκαν μετά το “……………..”, όπως αυτή αντανακλάτο στο τίμημα για την εφάπαξ αγορά του προγράμματος από τη ναυτιλιακή επιχείρηση, δεν ήταν τόσο χαμηλή, όσο υποστηρίζει η εκκαλούσα. Στην προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα από 3.10.2002 σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης λογισμικού … μεταξύ …- ……., ενώ αναγράφεται στη σελίδα 3 αυτής, αντάλλαγμα για την εφάπαξ αγορά του προγράμματος ποσό 205.429,3 ευρώ πλέον ΦΠΑ, διευκρινίζεται ότι το τίμημα αυτό δεν αντιστοιχεί στην αληθή αξία του τιμοκαταλόγου της εφαρμογής, αλλά παρέχεται στην αφετέρου συμβαλλομένη με έκπτωση κατά ποσοστό 50%, στα πλαίσια του ότι η τελευταία αποτελεί και πιλότο λειτουργίας της εφαρμογής. Δηλαδή και το εν λόγω πρόγραμμα, το οποίο κατασκευάστηκε μετά το “……………..”, κατά τον παραπάνω χρόνο εκτιμάτο ότι κανονικά έπρεπε να πωληθεί με τίμημα εφάπαξ καταβαλλόμενο ύψους 410.858,4 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Εξάλλου, τα πλεονεκτήματα του “……………..” σε σχέση άλλα πακέτα προγραμμάτων της επίδικης χρονικής περιόδου, που το έκαναν να υπερέχει έναντι αυτών και εντέλει δικαιολογούν κατά την κρίση του Δικαστηρίου την πολύ μεγαλύτερη αξία του σε σχέση με αυτά, αναφέρει η ………….. στην υπ’ αριθμ. ……./2004 ένορκη βεβαίωσή της. Αναφέρει μεταξύ άλλων: «1.Πολιτική εκπτώσεων σε κρατήσεις…2.Πληροφορία διαθεσιμότητας γκαράζ πλοίων…3.Διαχείριση γκαράζ πλοίων από τους λιμενικούς και κεντρικούς πράκτορες, οι οποίοι διαχειρίζονταν και χώρο για φορτηγά πλοία…4.Αυτόματο άνοιγμα πλάνων πλοίων…5.Διαχείριση groups…6.Περίπου 2000 χρήστες ταυτόχρονα συνδεδεμένους πάνω στο πρόγραμμα…7.Σύνδεση ηλεκτρονική και ONLINE με τους πράκτορες του εξωτερικού (από χώρες της Ευρώπης) για να καταχωρούνται οι κρατήσεις τους ηλεκτρονικά και αυτόματα στο ……………..…8.Διαχείριση ALLER-RETOUR κρατήσεων για επιβάτες και οχήματα από την ίδια μάσκα προγράμματος και με δυνατότητα υπολογισμού αυτόματης έκπτωσης…9.Διαχείριση φορτηγών αυτοκινήτων και κύκλωμα πολιτικής εκπτώσεων και τιμοκαταλόγων φορτηγών αυτοκινήτων…10.Είχε αναπτυχθεί για το πλεονέκτημα 9 ολόκληρο κύκλωμα με δεδομένα, όπως μεταφορικές, αριθμούς φορτηγών αυτοκινήτων που είχαν ονόματα ιδιοκτητών φορτηγών, διαστάσεις φορτηγών και κατηγορίες αυτών… 11.Αυτόματη αλλαγή τιμοκαταλόγων…προγράμματα που άλλαζαν τις τιμές στα πλοία αυτόματα για όλες τις διαδρομές τους και την χρονική περίοδο που έπρεπε με μία κίνηση… 12.Αυτόματα και μαζική αποστολή αρχείων στο ΥΕΝ για τις ανάγκες του ΗΚΣΘΕΕΑ…13.Κύκλωμα εκκαθάρισης εισιτηρίων λιμενικών πρακτόρων και αποστολή λίστας εκκαθάρισης εισιτηρίων για συμφωνία και απόδοση χρημάτων εφαρμοσμένη ακριβώς στις ανάγκες υπολογισμού εκκαθάρισης πρακτόρων και προμήθειας αυτών. 14.Δυνατότητα επιλογής διπλανών θέσεων σε περίπτωση παρέας ή οικογένειας επιβατών, δυνατότητα επιλογής συγκεκριμένης καμπίνας…15.Δυνατότητα αναβάθμισης κράτησης για καλύτερη θέση ή καμπίνα, μέχρι και επιλογή συγκεκριμένου κρεβατιού… ή και υποβάθμισης κράτησης σε λιγότερο καλή θέση ή καμπίνα. 16.Διαχείριση open εισιτηρίων…Το πρόγραμμα επέτρεπε να γίνονται κρατήσεις για ανοικτές ημερομηνίες και για aller-retour κρατήσεις αλλά έδινε επίσης και τη δυνατότητα μετατροπής ενός εισιτηρίου συγκεκριμένης ημερομηνίας σε εισιτήριο ανοικτής ημερομηνίας…17.Έκδοση ταμειακών καταστάσεων ανά counter (ταμείο) και ανά ημερομηνία με βάση τις ανάγκες της εταιρείας για τα στοιχεία ταμειακής κατάστασης. 18.Δυνατότητα εύρεσης δρομολογίου, κράτησης θέσεως επιβάτη και οχήματος για aller-retour δρομολόγιο καθώς και έκδοση εισιτηρίου μέσα από την ίδια μάσκα προγράμματος χωρίς να χρειάζεται ο χρήστης να αλλάζει οθόνες…19.Δυνατότητα εξαγωγής στοιχείων τιμοκαταλόγων πλοίων στο internet μέσω HTML προγραμμάτων για πληροφόρηση πελατών από την ηλεκτρονική σελίδα της εταρείας…20.Κύκλωμα στατιστικών προγραμμάτων με δυνατότητα εξαγωγής στοιχείων ανά πλοίο, ανά χρονική περίοδο, ανά διαδρομή και επιπροσθέτως συγκριτικά στοιχεία με προηγούμενα έτη. 21.Δυνατότητα ηλεκτρονικού CHECKIN επιβατών και αυτοκινήτων καθώς και εκτύπωσης κάρτας επιβίβασης από θερμικό εκτυπωτή και αργότερα και θερμικού εισιτηρίου από τα κεντρικά πρακτορεία της εταιρείας. 22.Διαχείριση αποθήκης εισιτηρίων και ηλεκτρονικής αποστολής εισιτηρίων σε κάθε λιμενικό πράκτορα…23.Ιστορικότητα ανά κωδικό κράτησης και αριθμό εισιτηρίου…24.Δυνατότητα αλλαγής πλοίου σε περίπτωση βλάβης ή απαγορευτικού λόγω καιρού, με αυτόματη μετάβαση των κρατήσεων από το ένα πλοίο στο άλλο…25.Αυτόματος έλεγχος πρωτοκόλλου πλοίων μέσα από το πρόγραμμα κράτησης και ενημέρωση των χρηστών για την αποφυγή υπεράριθμων επιβατών. 26.Αυτόματο κλείσιμο δρομολογίων- πλάνων για μια ημερομηνία ή για από- έως ημερομηνία σε περίπτωση απαγορευτικών λόγω καιρού ή βλάβης πλοίων…».Ενόψει των ανωτέρω, η αποζημίωση που έπρεπε να καταβάλει η εκκαλούσα εταιρία στην εφεσίβλητη κατ’ άρθρο 65 παρ.1 και 2 του ν. 2121/1993, για την παράνομη χρήση του προγράμματος “……………..” στο διάστημα από τον Απρίλιο του 2002 έως και τον Φεβρουάριο του 2003, ανέρχεται στο ποσό των 418.000 ευρώ [=2.280.000 ευρώ η αξία του προγράμματος x 10% x 11/12 μήνες x 2].Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο διπλάσιο της αμοιβής ύψους 209.000 ευρώ που συνήθως καταβαλλόταν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα των έντεκα μηνών, για το είδος της εκμετάλλευσης ενός προγράμματος, όπως το πρόγραμμα“……………..” που χωρίς άδεια χρησιμοποίησε η υπόχρεος εκκαλούσα ναυτιλιακή εταιρία και υπολείπεται κατά πολύ του ποσού που ζητούσε η ίδια να καταβάλει στην εφεσίβλητη για το ίδιο διάστημα κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Περαιτέρω, συνυπόχρεος για την καταβολή εις ολόκληρον του πιο πάνω αναφερόμενου ποσού στην ενάγουσα-εφεσίβλητη τυγχάνει και ο εκκαλών-εναγόμενος στην υπ’ αριθμ. κατ. ……./2004 αγωγή, ……., καθώς αυτός συνέδραμε άμεσα στην προεκτιθέμενη παράνομη δραστηριότητα της εργοδότριας του εταιρίας, παρέχοντας την απόλυτη τεχνική και γνωστική του συνδρομή και παραβιάζοντας, με τον τρόπο αυτό, την υποχρέωση πίστεως και εχεμύθειας σε σχέση με τα επαγγελματικά και εταιρικά απόρρητα της εφεσίβλητης-ενάγουσας, πρώην εργοδότριάς του, καίτοι γνώριζε ότι με την παραπάνω συμπεριφορά του προσέβαλε το περιουσιακό δικαίωμα επί της πνευματικής ιδιοκτησίας του “……………..” της πρώην εργοδότριάς του. Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, το πρώτον, με το δικόγραφο των εφέσεών τους προβάλλουν την ένσταση ότι το οφειλόμενο από αυτούς αντάλλαγμα «πρέπει να αναπροσαρμοστεί με βάση τους κανόνες του άρθρου 388 ΑΚ λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ανταλλάγματος και ως προς το ύψος του». Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης κατά τα αναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, προτείνεται και αλυσιτελώς, καθώς ήδη το παρόν Δικαστήριο εφάρμοσε άλλον τρόπο υπολογισμού του συνήθως καταβαλλόμενου για τέτοιου είδους εκμετάλλευση ποσού που αποτέλεσε τη βάση για την εξεύρεση της οφειλόμενης αποζημίωσης κατ’ άρθρο 65 παρ.1 και 2 του ν. 2121/1993, σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού του ανταλλάγματος για τη χρήση του προγράμματος που είχαν ορίσει για το έτος 2001 και διαπραγματεύονταν για το έτος 2002 οι συμβαλλόμενες εταιρίες. Περαιτέρω, η ενάγουσα-εφεσίβλητη δικαιούται από την εναγόμενη-εκκαλούσα και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της πνευματικής της ιδιοκτησίας, στη φήμη και το κύρος της επιχείρησής της, ποσού 7.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο δεδομένων των περιστάσεων και των εν γένει συνθηκών και δη του βαθμού της υπαιτιότητας της εναγόμενης εταιρίας και της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε στην ουσία της, τη με αριθμό κατάθεσης …./2004 αγωγή, οπότε ο σχετικός λόγος έφεσης της εκκαλούσας-ενάγουσας εταιρίας τυγχάνει αβάσιμος. Σε ό,τι αφορά τις με αριθμό κατάθεσης …../2004 και …../2004 αγωγές, με εξαίρεση τα υπόλοιπα κεφάλαια αυτών που ορθά κρίθηκαν πρωτοδίκως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογή του νόμου το ανωτέρω Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εναγόμενη στην πρώτη αγωγή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα αφενός μεν το ποσό του 1.236.797,90 ευρώ ως αποζημίωση για την κατά τα ανωτέρω παράνομη χρήση του “……………..”, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2003 αγωγής της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από το δικόγραφο της οποίας η ενάγουσα παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή, αφετέρου δε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 10.000 ευρώ και στη δεύτερη αγωγή αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα εις ολόκληρον με την εναγόμενη στην υπ’ αριθμ. κατ. …../2004 αγωγή, το πιο πάνω ποσό του 1.236.797,90 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό ……/2003 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από το δικόγραφο της οποίας η ενάγουσα παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή και σύμφωνα με όσα αναλυτικά παραπάνω εκτέθηκαν. Επομένως, πρέπει, γενομένων δεκτών των σχετικών λόγων έφεσης με τους οποίους οι εκκαλούντες παραπονούνται για μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τα αμέσως προαναφερόμενα κεφάλαια των υπ’ αριθμ. κατάθεσης …./2004 και …./2004 αγωγών, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη …./2009 απόφαση καθώς και η συνεκκαλούμενη 529/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς αυτή ομοίως εσφαλμένα υιοθέτησε τον ίδιο τρόπο αποζημίωσης της ενάγουσας-εφεσίβλητης με την εκκαλούμενη απόφαση, και αφού κρατηθούν οι εν λόγω αγωγές κατά τα σχετικά κεφάλαια για να συνεκδικασθούν από το παρόν Δικαστήριο: 1)να γίνει εν μέρει δεκτή η υπ’ αριθμ. κατ. …./2004 αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα: α)το ποσό των 418.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2003 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β)το ποσό των 7.000 ευρώ, 2)να γίνει δεκτή η υπ’ αριθμ. κατ. …./2004 αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα εις ολόκληρον με την εναγόμενη στην υπ’ αριθμ. κατ. …../2004 αγωγή, το ποσό των 418.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2004 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οι διατάξεις της εκκαλουμένης που αφορούν στα υπόλοιπα κεφάλαια των ανωτέρω αγωγών παραμένουν σε ισχύ, με εξαίρεση τις διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα που αφορούν στις υπ’ αριθμ. …./2004 και …./2004 αγωγές, που πρέπει να εξαφανισθούν, καθώς το ύψος τους επηρεάζεται από τα επιδικασθέντα από το παρόν Δικαστήριο ποσά για αποζημίωση κατ’ άρθρο 65 παρ.1 και 2 του ν. 2121/1993 και για χρηματική ικανοποίηση οφειλόμενη από την εναγόμενη λόγω της ηθικής βλάβης της ενάγουσας. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας στην υπ’ αριθμ. …./2004 αγωγή, καθώς και μέρος των δικαστικών εξόδων αυτής ως εφεσίβλητης στην υπ’ αριθμ. …./2010 έφεση μετά των πρόσθετων λόγων εφέσεως της εκκαλούσας εταιρίας “……………..”, ήδη μετονομασθείσας σε “……………..” πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της τελευταίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης της πρώτης κατά την έκβαση της δίκης και μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας στην υπ’ αριθμ. …/2004 αγωγή, καθώς και μέρος των δικαστικών εξόδων αυτής ως εφεσίβλητης στην υπ’ αριθμ. …./2010 έφεση μετά των πρόσθετων λόγων εφέσεως του εκκαλούντος ……., πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του τελευταίου, ανάλογα με την έκταση της νίκης της πρώτης κατά την έκβαση της δίκης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, κατά το μέρος που αναιρέθηκε η 679/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και επαναφέρονται προς κρίση ενώπιον του: α)τη με αριθμό κατάθεσης …./2010 έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “……………..”,που έχει ήδη μετονομαστεί σε “… …”, β)τη με αριθμό κατάθεσης …/2010 έφεση του ……, μετά των πρόσθετων λόγων αυτών, ήτοι: α)των με αριθμό κατάθεσης …/2011 πρόσθετων λόγων της με αριθμό κατάθεσης …/2010 έφεσης και β)των με αριθμό κατάθεσης …/2011 πρόσθετων λόγων της με αριθμό κατάθεσης …/2010 έφεσης κατά της 3454/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (αναγκαίως δε, κατ’ άρθρο 513 παρ.2 ΚΠολΔ, και κατά της 529/2007 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου που προηγήθηκε).

Δέχεται τυπικά τη με αριθμό κατάθεσης …/2010 έφεση μετά των πρόσθετων λόγων της.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τους με αριθμό κατάθεσης …/2011 πρόσθετους λόγους έφεσης.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την παραπάνω έφεση κατά το μέρος της που αφορά στον μη ορθό υπολογισμό της αποζημίωσης χρήσης του προγράμματος “……………..”που οφείλεται από την εκκαλούσα-εναγόμενη και στον υπολογισμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της εφεσίβλητης-ενάγουσας στην υπ’ αριθ. εκθ. κατ. …/2004 αγωγή και απορρίπτει τους λοιπούς λόγους έφεσης.

Εξαφανίζει ως προς τα παραπάνω κεφάλαια την εκκαλούμενη 3454/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς και τη συνεκκαλούμενη 529/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

Κρατεί και δικάζει την από 28.4.2004 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004 αγωγή κατά τα ανωτέρω κεφάλαια αυτής.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα: α)το ποσό των τετρακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων (418.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2003 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β)το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.

Δέχεται τυπικά τη με αριθμό κατάθεσης …./2010 έφεση μετά των πρόσθετων λόγων της.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τους με αριθμό κατάθεσης …./2011 πρόσθετους λόγους έφεσης.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την παραπάνω έφεση κατά το μέρος της που αφορά στον μη ορθό υπολογισμό της αποζημίωσης χρήσης του προγράμματος “……………..” που οφείλεται από τον εκκαλούντα-εναγόμενο στην εφεσίβλητη-ενάγουσα και απορρίπτει τους λοιπούς λόγους έφεσης.

Εξαφανίζει ως προς το παραπάνω κεφάλαιο την εκκαλούμενη 3454/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς και τη συνεκκαλούμενη 529/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

Κρατεί και δικάζει την από 29.4.2004 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2004 αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα εις ολόκληρον με την εναγόμενη στην υπ’ αριθμ. κατ. …/2004 αγωγή, το ποσό των τετρακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων (418.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2003 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτό στο ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων (24.300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 10 Ιουλίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παραπάνω Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού στις 13 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

     Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ