Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 543/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 Περίληψη : Ασφαλιστικός σύμβουλος,  μη απόδοση ασφαλίστρων,  ενδοσυμβατική ευθύνη, εξαφάνιση απόφασης λόγω απόρριψη βάσης από αδικοπραξία.

Αριθμός  απόφασης :  543  / 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 27.10.2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 1117/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη  διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων  έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της  εκκαλούμενης απόφασης.  Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 239 § 4 του ν. 4364/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 591.7 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 699 ΚΠολΔ και  καθώς έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο κατά τη διάταξη του άρθρου  495 § 3 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ.  …. ….. e – παράβολο,  που πληρώθηκε) .

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1569/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το π.δ. 298/1986, το άρθρο 1 § 1 του οποίου, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 της Πράξης 31/30-9-2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2556/10.10.2013), όριζε ότι: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας, στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης». Περαιτέρω, το άρθρο 3 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω π.δ. (ομοίως όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του), όριζε ότι: «1.Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. 2. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας» (ΕφΑθ 1114/2014 ΔΕΕ 2014, 608, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011, 1156, ΕφΑθ 691/2011 Αρμ 2011. 1354). Κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986 τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας. Η  πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (, AΠ 1711/2010, AΠ 282/2010, AΠ 1382/2010 ΤΝΠ  Νόμος).

Με την από 11.4.2013 αγωγή  που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς (αρ. καταθ. ……./2013), και  εισήχθη  προς συζήτηση  στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την από 3.2.2017  κλήση (αρ. καταθ. ……/2017)   η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία  η οποία τέθηκε  υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, της οποίας διορίστηκε Επόπτρια Εκκαθάρισης η Δικηγόρος Αθηνών ……….. και  ο …………. ως εκκαθαριστής – νόμιμος εκπρόσωπος,  εξέθετε  ότι με την με αριθμό 14.02.2005 έγγραφη σύμβαση πρακτορείας, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του εναγόμενου, ο τελευταίος ανέλαβε να διαμεσολαβεί αντί προμήθειας για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα των συναπτομένων συμβάσεων και την απόδοση αυτών στην ενάγουσα.  σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της συμβάσεως και της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Ότι, κατά την ως άνω σύμβαση, τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε ο εναγόμενος, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβηση του, θεωρούνταν παρακαταθήκη και ο τελευταίος ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ότι ο εναγόμενος είχε την υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχειρίσεως και να της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα, στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα.  Ότι, αν το πλεόνασμα αυτό δεν είχε καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της (ενάγουσας) θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα υπολογιζόταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Ότι ο εναγόμενος είχε την πρόσθετη υποχρέωση να αποστέλλει για ακύρωση μέσα σε 30 ημέρες από την έκδοσή τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδόθηκαν από την εταιρία και των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή αυτού, με την οποία όφειλε να βεβαιώνει ότι είχε ειδοποιήσει εγγράφως τους ασφαλισμένους για την ακύρωση και να αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας. Η ακύρωση των συμβολαίων θα γινόταν μόνον από την εταιρία, η οποία θα ειδοποιούσε τον εναγόμενο, σε περίπτωση  δε μη επιστροφής των συμβολαίων προς ακύρωση, τα αντίστοιχα ασφάλιστρα θα θεωρούνταν εισπραχθέντα από την πράκτορα και θα καταλογίζονταν σε χρέωση του. Ότι ο εναγόμενος με βάση τις αναλυτικές καταστάσεις της ενάγουσας τις οποίες ενσωματώνει στην αγωγή της,  οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 12.331,40 ευρώ από μη αποδοθέντα και εισπραχθέντα ασφάλιστρα για το χρονικό διάστημα της μεταξύ τους συνεργασίας, ήτοι από τις 01.06.2009 έως τις 21.09.2009, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργία της. Ότι το ποσό αυτό των ασφαλίστρων παρακράτησε  ο εναγόμενος ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της και τροπής του σε αναγνωριστικό, ζήτησε  να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 12.331,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 31.12.2009, σύμφωνα με τον όρο 7 της ως άνω σύμβασης άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επικουρικά ζήτησε  το ως άνω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Τέλος ζητεί την καταδίκη της ενάγουσας δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  αφού απέρριψε  ως μη νόμιμη την βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, έκανε την αγωγή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει το αιτούμενο ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών για λόγους που ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Η κρινόμενη αγωγή,  στο δικόγραφο της οποίας παρατίθεται  το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης  πρακτόρευσης και περιγράφεται η λειτουργία της, αναφέρονται  αναλυτικώς οι καταχωρούμενες στους λογαριασμούς του εναγομένου μηνιαίες κινήσεις και τα πινάκια ασφαλίστρων, ήτοι οι καταστάσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων ανά μήνα, με αύξοντα αριθμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στοιχεία ασφαλισμένου, διάρκεια καλύψεως, τα ποσά των μικτών ασφαλίστρων, η αφαίρεση της συμφωνηθείσης προμήθειας και τα αποδοτέα ασφάλιστρα, από τις οποίες προκύπτει το αιτούμενο ποσό αφού αφαιρεθούν οι προμήθειες και καταβολές του εναγόμενου κι επιπλέον τα συμβόλαια που ακυρώθηκαν. Eπιπλέον   περιέχει  και όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά  του εναγόμενου και ειδικότερα την υπεξαίρεση, ήτοι την παράνομη ιδιοποίηση από τον εναγόμενο των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της ως θεματοφύλακα-εντολοδόχου και τα οποία έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα, τη ζημία που η τελευταία υπέστη και ανέρχεται στο ως άνω υπεξαιρεθέν ποσό των  και τον αιτιώδη σύνδεσμο, με την έννοια της επαρκούς και πρόσφορης αιτίας, μεταξύ αυτής (συγκεκριμένης θετικής ζημίας της ενάγουσας) και της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου. Συνεπώς  περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 216 § 1 ΚΠολΔ και  ν. 1569/1985 και π.δ. 298/1986 (βλ. ΑΠ 1424/2017  TΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 362/2019), ώστε οι πρώτος και δεύτερος  λόγος εφέσεως που βάλλουν για αοριστία του δικογράφου της πρέπει να απορριφθούν  ως αβάσιμοι.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού) και τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14.2.2005 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και του εναγομένου, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ανέθεσε στον εναγόμενο την έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολαβήσεως στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας). Ειδικότερα, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομα της ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν όλους τους κλάδους ασφάλισης, που αυτή ασκούσε, παραλαμβάνοντας τις αιτήσεις-(προτάσεις) αυτών, που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν και διαβιβάζοντας τις εν συνεχεία στην ενάγουσα, η οποία διατηρούσε σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδεχθεί ή να απορρίψει αυτές. Παράλληλα,  όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων παραγωγής της μέσα στις προθεσμίες. Τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο εναγόμενος – πράκτορας θεωρούνταν παρακαταθήκη για τα οποία αυτός ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ο εναγόμενος είχε   την υποχρέωση στο α’ δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει τον προηγούμενο μήνα, αδιάφορα  αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα και προς τούτο όφειλε να εκδίδει προσωπική επιταγή, εμφανίσεως εντός τριών μηνών που θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του τελευταίου μήνα (άρθρο 7). Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Αν αυτό δεν είχε  καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της (ενάγουσας) θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα υπολογιζόταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Επιπλέον είχε την υποχρέωση να αποστείλει προς την ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα   συνοδευόμενα   από   τις   σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολή του πράκτορα με την οποία θα βεβαίωνε  ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και της μη ύπαρξης αναγγελίας ζημίας. Η ακύρωση θα γινόταν  από την ενάγουσα που  θα ειδοποιούσε  σχετικά τον πράκτορα (άρθρο 8), ενώ σε  περίπτωση που ο πράκτορας δεν απέστειλε  τα ως άνω αναφερόμενα ασφαλιστήρια έγγραφα μέσα στην  άνω προθεσμία υποχρεούτο αυτός στην απόδοση των ασφαλίστρων (άρθρο 8).  Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου εκάστου έτους ο πράκτορας έχει υποχρέωση να υποβάλλει στην εταιρεία αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος. Η παράβαση αυτού του όρου συνιστούσε σπουδαίο λόγο για την  καταγγελία της σύμβασης. Η εταιρεία είχε την υποχρέωση να παρέχει στον πράκτορα για την εκτέλεση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων προμήθεια επί των ασφαλίστρων που θα εισπράττονταν πραγματικά και αφορούσαν συμβάσεις που έγιναν με τη μεσολάβηση του. Ο πράκτορας ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στην ενάγουσα τα ασφάλιστρα στο τέλος κάθε τριμήνου, οπότε οι απαιτήσεις της θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες. Η σύμβαση με το ανωτέρω περιεχόμενο λειτούργησε μέχρι τις 21.09.2009, καθώς την άνω ημερομηνία, δυνάμει της με αριθμό 156/2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α) (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 11292/21.09.2009) ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της και ετέθη σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και ορίστηκε επόπτρια εκκαθάρισης η δικηγόρος Αθηνών …………   Στη   συνέχεια   δυνάμει   της   με αριθμό 2029/2010 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού διορίστηκε εκκαθαριστής ο …………..,  ο οποίος εξακολουθεί  να είναι νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας.  Για τη λογιστική δε παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών η ενάγουσα τηρούσε μηχανογραφημένο δοσοληπτικό λογαριασμό, ο οποίος  εμφανίζει  τελικό χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εναγόμενου ύψους 12.463,78 (12.331,40 ζητείται κατόπιν περιορισμού του αιτήματος), όπως αυτό αποτυπώνεται στις προσκομιζόμενες και ενσωματωμένες στην αγωγή αναλυτικές μηνιαίες καταστάσεις ανεξόφλητων ασφαλιστηρίων και προμηθειών, που αποτελούν επίσημα επικυρωμένα αποσπάσματα από τα νομίμως τηρούμενα επαγγελματικά βιβλία της ενάγουσας (άρθρα 444 § 1, 448§  1 ΚΠολΔ, 3 § 5 π.δ. 298/1986), στις οποίες αναγράφεται η εκ μέρους του εναγόμενου παραγωγή συμβολαίων, τα επιμέρους ασφάλιστρα για κάθε μήνα χωριστά, τα καθαρά και μεικτά ασφάλιστρα, η προμήθεια του παραγωγού, τα ακυρωθέντα συμβόλαια και το υπόλοιπο. Το χρεωστικό υπόλοιπο αυτό αφορά κυρίως παραγωγή του μηνός Ιουνίου 2009 και Ιουλίου 2009. Ειδικότερα το μήνα Μάϊο του 2009  ο λογαριασμός του εναγόμενου εμφάνιζε  χρεωστικό υπόλοιπο 7.665,89 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε ολικώς με έκδοση επιταγής από μέρους του (δεν παρατίθενται τα συμβόλαια στην αγωγή). Η παραγωγή του μηνός Ιουνίου 2009 ήταν 12.160 ευρώ (ολικά ασφάλιστρα με αφαίρεση των προμηθειών),  ώστε να διαμορφωθεί το υπόλοιπο του λογαριασμού  στις αρχές Ιουλίου 2009 (με πίστωση 800 ευρώ καταβολή και bonus 16,40 ευρώ) σε 11.323,64 ευρώ. Η παραγωγή του μηνός Ιουλίου 2009 ήταν  6.826,22 ευρώ, ώστε το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο  του μηνός Ιουλίου να διαμορφωθεί σε 18.149,86 ευρώ.  Το υπόλοιπο αυτό διαμορφώθηκε σε 8.949,34 ευρώ με πιστώσεις ποσών 500 ευρώ, 10 ευρώ bonus,   6.726,22 ευρώ, με τραπεζική επιταγή εξόφλησης της παραγωγής  του μηνός Ιουνίου, με ημερομηνία 31.10.2009  και 1.028,00 ευρώ πίστωση.  Η  παραγωγή του μηνός Αυγούστου 2009 και Σεπτεμβρίου 2009 δεν υπολογίσθηκε καθόλου και ακόμα κατόπιν πίστωσης ποσού 1.028 ευρώ, και ακυρώσεις συμβολαίων  Σεπτεμβρίου/ Οκτωβρίου του 2009 ποσού 2.019,88 ευρώ το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο, διαμορφώθηκε σε 12.463,78 ευρώ, αφού ανακλήθηκε η επιταγή ποσού 6.726,22 ευρώ που είχε παράσχει ο εναγόμενος (με την αγωγή μετά μερικό περιορισμό του αιτήματος ζητείται 12.331,40 ευρώ).  Η οφειλή αυτή προκύπτει από τα κατωτέρω πινάκια παραγωγής ασφαλίστρων ανά κλάδο ασφάλισης της χρονικής περιόδου,  όπου αναγράφονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων – πελατών, οι ημερομηνίες έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, η έναρξη ισχύος και η λήξη ισχύος των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα καθαρά και ολικά ασφάλιστρα, οι προμήθειες (αμοιβές) του αντιδίκου και τα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια συμβόλαια :

 

 

Το άνω υπόλοιπο προκύπτει πλήρως από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία, για το οποίο η ενάγουσα  ενημέρωσε τον εναγόμενο με την από 29.11.2011 επιστολής της, χωρίς ο τελευταίος να είχε  προβάλει κάποια αντίρρηση Ο εκκαλών – εναγόμενος με την έφεσή του χωρίς να αμφισβητεί ειδικώς τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που περιλαμβάνονται στα ενσωματωμένα στην αγωγή  πινάκια παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων και το ποσό των ασφαλίστρων τους, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενος  ότι  η εναγόμενη εσφαλμένα δεν   αφαίρεσε  ασφαλιστήρια που της είχε αποστείλει προς ακύρωση, με τις από 4.9.2009 και 13.9.2009 επιστολές του συνολικής  αξίας  3.467 ευρώ  (αντίστοιχα 2.915 και 552 ευρώ). Ότι επίσης απέστειλε στις 31.10.2009  στην εναγόμενη 88 ασφαλιστήρια συμβόλαια συνολικού ποσού συνολικού ποσού 17.170 ευρώ με δικαστικό επιμελητή (βλ. την με αρ. ………../10.11.2009  έκθεση επιδόσεως της  δικ. επιμελήτριας  στο  Πρωτοδικείο Αθηνών …………), τα οποία,  παρόλο που έλαβε η εναγόμενη,  δεν ακύρωσε  αδικαιολόγητα, στο σύνολο αυτών παρά μόνο εν μέρει. Για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού ο εκκαλών – εναγόμενος δεν προσδιορίζει τα στοιχεία των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και την ημερομηνία εκδόσεως ή παραλαβής τους, ώστε να κριθεί αν είχε αποστείλει αυτά  εμπροθέσμως προς ακύρωση, είτε με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 της σύμβασης,  είτε κατά τη διάταξη του άρθρου  3 του π.δ. 298/1986. Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος :  Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που αναφέρονται στις 4.9.2009 και 13.9.2009 επιστολές έχουν ημερομηνίες εκδόσεως, όπως προκύπτει από τα οικεία πινάκια  Ιούνιο και 1.7.2009 (τα με αρ. 474087  Κυριανάκης Κ., 422814, Βλαχογιάννης Ν.  388101 Πέτρου Ν., 385822 Σουλτανιάς Ν. 389763 Βασιλοπούλου Χρ. 341756 Αλεξανδρή Ευμ.  και 341787 Λέτσος Χρ., ενώ στις επιστολές αναφέρονται ως ημερομηνίες η έναρξη ισχύος τους), ώστε είχαν αποσταλεί στην ενάγουσα εκπροσθέσμως, ήτοι τόσο μετά την προθεσμία του άρθρου 8 της σύμβασης (30 ημέρες από την έκδοσή τους), όσο και του άρθρου 3 του π.δ. 298/1986 (2 μήνες από την ημερομηνία παραλαβής).  Σημειωτέον ότι  επιστολές αυτές  φέρουν μόνο μία μονογραφή και την ένδειξη «ασφαλιστήρια που παρελήφθησαν για ακύρωση», χωρίς να προκύπτει από την μονογραφή αυτή,  ότι πράγματι τα ασφαλιστήρια είχαν αποσταλεί και παραληφθεί από την ενάγουσα. Αντίθετα, όπως επικαλείται ο εναγόμενος, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των από 9/9, 10/9 και 11/9 επιστολών ακυρώθηκαν  από την ενάγουσα, αφού αφορούσαν όλα παραγωγή του μηνός Σεπτεμβρίου 2009.   Εξάλλου, ο εναγόμενος απέστειλε με την από 31.10.2009 επιστολή του 88 ασφαλιστήρια συμβόλαια  αξίας 17.170 ευρώ, τα οποία παρέλαβε η Επόπτρια της Εκκαθάρισης ………. στις 10.11.2009 (βλ. την άνω έκθεση επιδόσεως και την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στη επιστολή που παρελήφθη από την ενάγουσα), με την επιφύλαξη του ελέγχου της εκκαθάρισης και διασταύρωσης.  Από αυτά  ακυρώθηκαν ασφαλιστήρια συμβόλαια συνολικής αξίας 2.019,88 ευρώ, που επισυνάφθηκαν στην αγωγή ως πίστωση,  τα οποία σημειώθηκαν με μολύβι στην ίδια επιστολή (με αυξ. αριθμούς ………, αντίστοιχα ………….  με χρόνους ενάρξεως  29 -31.7.2009)  Δεν ακυρώθηκαν τα υπόλοιπα,  τα οποία αφορούσαν παραγωγή μηνός Ιουνίου 2009  και αρχών Ιουλίου 2009, τα οποία απεστάλησαν εκπροθέσμως στην ενάγουσα μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 8 της σύμβασης και 3 του π.δ. 298/1986. Η  παραλαβή τους από την Επόπτρια της εκκαθάρισης,  δεν σήμαινε ότι  αυτή θα προέβαινε  και στην ακύρωσή τους, ο δε μάρτυρας του εναγόμενου πιστοποίησε την αποστολή τους και όχι σχετική συμφωνία ή δέσμευση για την ακύρωσή τους. Εκτός αυτών δεν προκύπτει ότι το εναγόμενος τήρησε τις λοιπές προϋποθέσεις, για την ακύρωσή τους (άρθρο 8) δηλαδή να συνοδεύσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με τις αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολές  του, ότι είχε ειδοποιήσει τους ασφαλισμένους, αναφέροντας τους  λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και την μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας.    Τα ασφάλιστρα συνεπώς των συμβολαίων αυτών που επισυνάπτονται  στην αγωγή  είχαν  καταστεί ληξιπρόθεσμα,  τα οποία ο εναγόμενος οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα, με βάση το άρθρο 8 της σύμβασης, η οφειλή του οποίου αποδεικνύεται πλήρως από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία. Ο εκκαλών  περαιτέρω στον πέμπτο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι κατέβαλε για λογαριασμό της ενάγουσας – εφεσίβλητης το ποσό των 300 ευρώ     για την πληρωμή αποζημίωσης ασφαλισμένου πελάτη της ενάγουσας. Ο  ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος, καθώς  από τις διατάξεις των άρθρων   10 και 12α του ν.δ.400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαιτήσεως, η  κατ` αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαληθεύσεως των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης, η οποία είναι ακατάσχετη και ως τέτοια ανεπίδεκτη συμψηφισμού κατ’ άρθρο 451 ΑΚ (ΕφΑθ 808/2017 ΔΕΕ 2018.964, ΕφΘεσ 1038/2009 ΕΕμπΔ 2009.730, ΕφΠειρ 279/2001 ΝΟΜΟΣ). Εκτός όμως από αυτά ο εκκαλών εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ούτε απέδειξε ότι η καταβολή αυτή, που συνιστούσε καταβολή αποζημίωσης, έγινε κατόπιν έγγραφης εντολής της ενάγουσας, κατά το άρθρο 14 της σύμβασης πρακτόρευσης, ώστε και ο σχετικός πέμπτος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.  Κατόπιν αυτών αποδείχθηκε ότι το εναγόμενος ευθύνεται για την απόδοση του άνω ποσού που αναφέρθηκε στην αγωγή, έχοντας εισπράξει και λογιζόμενος ότι εισέπραξε το  συνολικό  ποσό  των 12.331,40 ευρώ, δηλαδή υπέχει ενδοσυμβατική ευθύνη. Σημειώνεται ότι η οφειλή του εναγόμενου προκύπτει από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να είναι απαραίτητη η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Αν όμως ληφθεί υπόψη η  έστω εκπρόθεσμη επιστροφή  από πλευράς του μεγάλου αριθμού ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το ποσό των οποίων λογίζεται συμβατικώς ότι οφείλει,  δεν είναι  σαφές, για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης, ότι εισέπραξε και παρακρατεί το αιτούμενο   ποσό με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης, ούτε  άλλωστε περί αυτού ανέφερε σχετικώς η μάρτυρας αποδείξεως.  Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο   έκανε δεκτή την αγωγή τόσο ως προς την βάση της σύμβασης, όσο και αδικοπραξίας, ενώ η τελευταία έπρεπε να απορριφθεί, έσφαλε. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς  παρά το ότι γίνεται δεκτή η αγωγή, μεταβάλλεται το εύρος του δεδικασμένου, αφού απορρίπτεται μία βάση αυτής, χωρίς να είναι αρκετή η αντικατάσταση των αιτιολογιών  (βλ. ΕφΑθ 6209/2003 ΝοΒ 2004.1574,  ΕφΑθ 2382/2009 ΕλΔ 1990.873, Μαργαρίτης ΠολΔ άρθρο  534, αρ.2). Περαιτέρω πρέπει να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, η οποία είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν και  σ΄αυτές των άρθρων 340, 345, 346, 361 ΑΚ, 1 έως 4 και 21 του ν. 1569/1985, 1 έως 5 και 10 του ΠΔ 298/1986, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί  ότι  ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει το ποσό των 12.331,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος  εκκαλούντος-εναγόμενου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, καθώς η απόφαση εξαφανίστηκε κατά παραδοχή λόγου εφέσεως, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 § 3  του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  κατά το τυπικό και ουσιαστικό μέρος της την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 1117/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 11.4.2013 αγωγή  που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς (αρ. καταθ. ……/2013), και  εισήχθη  προς συζήτηση  στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την από 3.2.2017  κλήση (αρ. καταθ. …../2017).

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει  να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (12.331,40)  με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον  εκκαλούντα-εναγόμενο τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή  του με κωδικό  . … e-Παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 13.9.2019

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ