Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 534/2019

Αριθμός    534/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Οι από 04.07.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./04.07.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./04.07.2018) και 17.07.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./20.07.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./20.07.2018) εφέσεις των ενάγουσας κατά των εναγομένων και πρώτης εναγόμενης κατά της ενάγουσας και κατά της υπ΄ αριθμ. 907/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 239§4 ν. 4364/2016, επί της από 16.12.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …./21.12.2015, αριθμ. καταθ. …./21.12.2015) αγωγής και έκανε αυτή δεκτή εν μέρει ασκήθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως επιδόθηκε στις 22.06.2018 (βλ. την σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή επί του επιδοθέντος αντιγράφου). Ασκήθηκαν, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 496, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 Κ.Πολ.Δ. και 239§4 ν. 4364/2016. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν, αφού διαταχθούν η ένωση και η συνεκδίκασή τους διότι αφορούν τις αυτές διαδίκους, υπάγονται στην αυτή ειδική διαδικασία και, με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία υπό εκκαθάριση («…………») στην από 16.12.2015 αγωγή της, η οποία εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την από 22.01.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./25.01.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../25.01.2018) κλήση της, μετά την έκδοση της υπ΄ αριθμ. 8797/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι λόγω ναυτικού ατυχήματος και συγκεκριμένα λόγω εκδηλώσεως πυρκαγιάς, στις 27.12.2014, στο υπό Ιταλική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με το όνομα «NA», με υποναυλώτρια την δεύτερη εναγόμενη («……….»), το οποίο είχε εισφερθεί από αυτή στην πρώτη εναγόμενη Κ/Ξ («……….») της οποίας μέλη είναι η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων [«………..»], καταστράφηκαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή φορτηγά οχήματα, που είχαν φορτωθεί και τα οποία είχαν ασφαλιστεί για τον εν λόγω κίνδυνο από αυτή (ενάγουσα). Ότι για όλες τις περιγραφόμενες στην αγωγή επιμέρους συμβάσεις μεταφοράς οχημάτων για τις οποίες εκδόθηκαν οι αντίστοιχες έγγραφες αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων συμβλήθηκε ως μεταφορέας η πρώτη εναγόμενη Κ/Ξ. Ότι, λόγω επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, αυτή (ενάγουσα) αποζημίωσε τους κυρίους των οχημάτων αυτών που καταστράφηκαν ολοσχερώς, λόγω της ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στο πλοίο, με το συνολικό ποσό των 426.000,00€ και, με τον τρόπο αυτό, υπεισήλθε εκ του νόμου στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των κυρίων των οχημάτων αυτών. Ότι τα ολοσχερώς καταστραφέντα οχήματα φορτώθηκαν στο λιμάνι των Πατρών με προορισμό το λιμάνι του Μπάρι Ιταλίας. Ότι το ένδικο συμβάν εκδηλώθηκε 4,8 ν. μ. βορειοανατολικά της Κέρκυρας, πλησίον των Αλβανικών ακτών. Ότι κυρία του ένδικου πλοίου τυγχάνει η αλλοδαπή, Ιταλικών συμφερόντων, εταιρεία «……..», το οποίο είχε ναυλωθεί από την Ιταλική εταιρεία «………», η οποία υπεκναύλωσε αυτό στην δεύτερη εναγόμενη. Ότι η πρώτη εναγόμενη Κ/Ξ ευθύνεται ως θαλάσσιος μεταφορέας ενώ οι λοιπές εναγόμενες ως μέλη της Κ/Ξ εις ολόκληρον με την πρώτη. Ότι, τέλος, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα των νόμιμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης και του ευρισκόμενου στην υπηρεσία του πλοίου πληρώματος. Με βάση τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά και μετά την παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον συνολικά ποσό 426.000,00€ νομιμοτόκως από τις 28.12.2014, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής έως την εξόφληση, και να υποχρεωθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα- Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 907/2018), αφού δέχτηκε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητες για να επιληφθεί της υποθέσεως κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε την αγωγή αόριστη ως προς τις δεύτερη και τρίτη εναγόμενες και την απέρριψε μη περιλαμβάνοντας διάταξη σχετική με τα δικαστικά έξοδα της απορριπτικής διατάξεως περαιτέρω δε έκρινε την αγωγή νόμιμη και εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 137.123,44€ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα, ποσού 3.000,00€, εις βάρος της πρώτης εναγόμενης.
  4. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονούνται με τις από 04.07.2018 και 17.07.2018 εφέσεις τους, οι οποίες διαρθρώνονται σε τέσσερις λόγους καθεμία, και με τις οποίες αποδίδουν στην εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποδεικτικού υλικού. Ζητούν δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη της αγωγής ή την παραδοχή αυτής στο σύνολό της αντιστοίχως και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος της αντίδικής τους πλευράς.
  5. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115§2, 242§2 και 686 επόμ. Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 – 703 Κ.Πολ.Δ.), για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ. και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Ειδικότερα, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προφορικότητα της συζητήσεως των υπαγόμενων στην διαδικασία αυτή υποθέσεων, ακόμη και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εισάγεται προς συζήτηση η έφεση, κατά αποφάσεως που εκδόθηκε μεν κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως, με αυτή με αυτή (απόφαση) δεν λαμβάνονται ασφαλιστικά ή ρυθμιστικά της καταστάσεως μέτρα, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά και, για τον λόγο αυτό, υπόκειται σε έφεση και αναίρεση και δεν ισχύει, κατά το προϊσχύσαν του άρθρου 326 ν. 4072/2012 νομοθετικό καθεστώς, η απαγόρευση του άρθρου 699 Κ.Πολ.Δ. . στις περιπτώσεις αυτές στην κατ΄ έφεση δίκη τηρείται επίσης η ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 4η, σελ. 579), έτσι επιτρέπεται και η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εξέταση μαρτύρων ακόμη και για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτοβάθμια δίκη ενώ η υπόθεση κρίνεται κατά πιθανολόγηση, με αποτέλεσμα, ακόμη και στην περίπτωση που οι διάδικοι δικάστηκαν αντιμωλία, στην έκκλητη δίκη δεν μπορεί να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση και συνεπώς δεν επιτρέπεται δήλωση του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ. στην κατ΄ έφεση δίκη. Σε μια τέτοια περίπτωση που δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ., ο διάδικος που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στην συζήτηση δικάζεται ερήμην. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524§§1 εδάφ. α΄, 3 Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 272§§1, 2 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την αντέφεση. Για να επέλθει όμως το αποτέλεσμα της απορρίψεως της εφέσεως λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος θα πρέπει να διαπιστωθεί προηγουμένως ποιος επισπεύδει την συζήτησή της και τελικά αν μεσολάβησε έγκαιρη και νόμιμη κλήτευσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος, οπότε, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εκκαλούντος ή αν κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ΄ αυτήν με επιμέλεια του αντιδίκου του, και αυτός δεν εμφανιστεί κατά την συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος στην συζήτηση κανονικά, απορρίπτεται η έφεσή του κατ΄ ουσίαν και όχι κατά τύπους, καθόσον παρά το ότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί αποδοχής τους. Εξάλλου, η άνω διάταξη του άρθρου 524§3 Κ.Πολ.Δ., έχει εφαρμογή και όταν το δικαστήριο επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της εφέσεως κατά αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και, συνεπώς, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, δοθέντος ότι δεν υπάρχει εξαίρεση στις εν λόγω δίκες, ούτε ειδική διάταξη ορίζουσα την τύχη της εφέσεως στην περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά την εν λόγω ειδική διαδικασία. Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος δεν θα έπρεπε να έχει δυσμενείς συνέπειες, αλλά να δικάζεται αυτός ως εάν να είχε εμφανιστεί, εάν βεβαίως παρέστη ο εφεσίβλητος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στο όλο σύστημα του Κ.Πολ.Δ. . Ειδικότερα, παρότι οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας καταργήθηκαν στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον ν. 2915/2001, ο νομοθέτης εμμένει στην απόρριψη της εφέσεως επί ερημοδικίας του εκκαλούντος διαφοροποιώντας, εν μέρει τουλάχιστον, την αντιμετώπιση της ερημοδικίας σε κάθε βαθμό (ΕΘ 36/2019 ΕλλΔνη 2019.498 – 499, πλειοψ. ΕΘ 896/2018 ΕλλΔνη 2019. 496 – 498 κάτω από τις οποίες αντίθετες παρατηρήσεις Ι.Ν.Κατρά, ΕΑ 2203/2012 ΕλλΔνη 2014.136 = δημοσιευμένη σε περίληψη στην τ.ν.π. Νόμος). Αναλόγως με αυτά που ισχύουν επί ερημοδικίας του εκκαλούντος σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής, αλλά και στο σύνολο των υποθέσεων της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ερημοδικία εκκαλούντος έχει ως συνέπεια την απόρριψη της εφέσεως και στην περίπτωση που με αυτή προσβάλλεται απόφαση εκδοθείσα κατά την διάταξη του άρθρου  239§4 ν. 4364/2016. Επομένως, στην ένδικη υπόθεση ο  πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας με την από 17.07.2018 έφεση δεν μπορούσε να παραστεί κατά την συζήτησή της στον παρόντα βαθμό χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνησή της, καταθέτοντας δήλωση του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ., όπως επίσης δεν μπορούσε να παρασταθεί κατά την συζήτηση της από 04.07.2018 εφέσεως ομοιοτρόπως. Όμως, κατά την εκφώνηση αμφοτέρων των εφέσεων δεν παραστάθηκε, αρκεσθείς στην υποβολή των από 16.01.2019 δηλώσεων του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει η μεν από 17.07.2018 έφεση να απορριφθεί και η συζήτηση της από 04.07.2019 εφέσεως να λάβει χώρα ερήμην της εφεσίβλητης – ενάγουσας.
  6. Το αντικείμενο της θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και των αποσκευών τους ρυθμίζεται στην Χώρα από την Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 και το Πρωτόκολλο της Συμβάσεως αυτής του Λονδίνου της 19ης Νοεμβρίου 1976, που κυρώθηκαν με τον ν. 1922/1991, το Πρωτόκολλο του έτους 2002, που κυρώθηκε με τον ν. 4195/2013, και τον Κανονισμό (Ε.Κ.) αριθμ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009, με τον οποίο τροποποιήθηκαν και επικαιροποιήθηκαν τα προηγουμένως αναφερθέντα κείμενα των οποίων τα περιεχόμενα ενοποιημένα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού. Περαιτέρω, για την νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσεως, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρεώσεως. Αν όμως αποδειχθεί ότι η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποιήσεως, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η από μέρους του εναγόμενου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Ο αναιρετικός έλεγχος της κατά κανόνα νομιμοποιήσεως, κατά την άποψη που επικράτησε μετά την Ολ.Α.Π. 18/2005 (ομοίως και την Ολ.Α.Π. 25/2008), γίνεται με τον λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. διότι κατά τον Κ.Πολ.Δ. η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσεως αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποιήσεως κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, αν η σχετική με την νομιμοποίηση αιτίαση συνδέεται με τις παραδοχές της αποφάσεως επί της ουσίας, ο αναιρετικός έλεγχος για έλλειψη νομιμοποιήσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στον λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου (Α.Π. 59/2019 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Στην ένδικη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της από 04.07.2018 εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι νομιμοποιόταν παθητικά να ενάγεται, σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής, ως συμβατική μεταφορέας των καταστραφέντων οχημάτων, ενώ η ιδιότητά της αυτή δεν αρκούσε κατά νόμο ώστε να εναχθεί. Ο λόγος αυτός της εν λόγω εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως είναι αβάσιμος διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1§§1α , β, 2, 3, 5, 8γ, 9, 2, 3§§4, 5β και 4§§1, 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, όπως το κείμενό της περιέχεται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού αριθμ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23.04.2009 προκύπτει με την αναγκαία σαφήνεια ότι ο συμβατικός μεταφορέας, ιδιότητα που δεν αρνείται η εκκαλούσα, ευθύνεται προς αποζημίωση για τις πράξεις ή παραλείψεις του προσωπικού του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό αυτού. Περαιτέρω, με τον αυτό λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε το εισφερθέν ενώπιόν του αποδεικτικό υλικό ενόψει του ότι έκρινε ότι αυτή (εκκαλούσα) δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος ανταποδείξεως το οποίο την βάρυνε στο πλαίσιο του συστήματος της νόθου αντικειμενικής ευθύνης που ισχύει στην ένδικη περίπτωση. Το επικουρικό αυτό σκέλος του πρώτου λόγου της από 04.07.2018 εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως κρίνεται αβάσιμο και τούτο διότι η εκκαλούσα περιορίζεται να διατυπώσει την άγνοιά της για τα συμβάντα στο ζημιογόνο πλοίο ενώ αυτό βρισκόταν υπό την διεύθυνση του πραγματικού μεταφορές. Όμως, η διατύπωση του ισχυρισμού αυτού δεν συνιστά ανταπόκριση στο βάρος ανταποδείξεως το οποίο την βάρυνε.
  7. Με τον δεύτερο λόγο της από 04.07.2018 εφέσεως παραπονείται η εκκαλούσα αποδίδοντας στην εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου σχετικά με την κρίση της ότι για κάθε ελκυστήρα και κάθε ρυμουλκούμενο όχημα έπρεπε να προσδιοριστεί ξεχωριστό ποσό αποζημιώσεως ενώ, κατ΄ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έπρεπε να προσδιοριστεί ένα ποσό αποζημιώσεως δεδομένου ότι ο ελκυστήρας με το ρυμουλκούμενο αποτελούν ενιαίο όχημα. Ο λόγος αυτός της από 04.07.2018 εφέσεως προβάλλεται παραδεκτά πλην όμως δεν είναι βάσιμος και τούτο διότι το ρυμουλκούμενο όχημα έχει αυτοτέλεια και πραγματική και νομική, εφόσον γι΄ αυτό απαιτείται η έκδοση ιδιαίτερης άδειας κυκλοφορίας (άρθρο 14§1 ν. 1959/1991) ενώ στην Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών γίνεται αναφορά σε (μεταφερόμενο) όχημα (άρθρο 1§5).
  8. Με τον τρίτο λόγο της αυτής εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όρισε ο υπολογισμός της ισοτιμίας Ε.Τ.Δ./€ για το προσδιορισμό της δικαιούμενης αποζημιώσεως της ενάγουσας πρέπει να λάβει χώρα κατά το χρονικό σημείο της ημέρας της συζητήσεως της αγωγής και όχι κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως = δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως. Ο λόγος εφέσεως αυτός παραδεκτά προβάλλεται και είναι βάσιμος όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλουμένης (βλ. και άρθρο 9§1 εδάφ. α΄ της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας διαφορετικά και, για τον λόγο αυτό, πρέπει, δεκτής γενομένης της από 04.07.2018 εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά την διάταξή της που αφορά την αναγνώριση της υποχρεώσεως της πρώτης εναγόμενης ως και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, όπως στο διατακτικό.
  9. Με τον τέταρτο λόγο της αυτής εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για τον λόγο ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε εις βάρος της τα δικαστικά έξοδα ενόψει του ότι έπρεπε να απορρίψει την αγωγή και να επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αντιδίκου της. Ο λόγος αυτός της εφέσεως κρίνεται απαράδεκτος λόγω αοριστίας εφόσον δεν περιέχει καμία αιτίαση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως δεδομένου ότι οι αιτιάσεις κατ΄ αυτής της εκκαλούσας περιέχονται στους λοιπούς λόγους εφέσεως.
  10. Το παράβολο που καταβλήθηκε για την παραδεκτή άσκηση της από 17.07.2018 εφέσεως πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο ενώ το παράβολο που καταβλήθηκε για την παραδεκτή άσκηση της από 04.07.2018 εφέσεως πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
  11. Τα δικαστικά έξοδα τα σχετικά με την απορριπτική διάταξη της παρούσας για την από 17.07.2018 έφεση πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους για τον λόγο ότι η ερμηνεία των διατάξεων του νόμου που εφαρμόστηκαν υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής ενώ τα δικαστικά έξοδα τα αφορώντα τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εναγομένης τέλος δε τα έξοδα της έκκλητης δίκης πρέπει να επιβληθούν στην εφεσίβλητη με την από 04.07.2018 έφεση (άρθρα 183, 179 περ. γ΄, 178, 176 εδάφ. α΄, 189§1 και 191§2 Κ.Πολ.Δ.), όπως στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των από 04.07.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …/04.07.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./04.07.2018) και 17.07.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./20.07.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../20.07.2018) εφέσεων.

Συνεκδικάζει αυτές ερήμην της εφεσίβλητης και ερήμην της εκκαλούσας αντιστοίχως.

Δέχεται αυτές κατά τύπους.

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17.07.2018 έφεση.

Δέχεται κατ΄ουσίαν την από 04.05.2018 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση υπ΄ αριθμ. 907/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων εν μέρει και συγκεκριμένα κατά την αναγνωριστική της διάταξη και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη.

Κρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την από 16.12.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …/21.12.2015, αριθμ. καταθ. …../21.12.2015) αγωγή.

Δέχεται αυτή εν μέρει ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα, το οποίο επαναδιατυπώνει ως εξής: «Αναγνωρίζει την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 152.400 Ε.Τ.Δ. κατά την ισοτιμία €/Ε.Τ.Δ. την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως (01.06.2018) όπως και ποσό 7.000,00€, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα τα αφορώντα την απορριπτική διάταξη την σχετική με την από 17.07.2018 έφεση, επιβάλλει εις βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα αφορώντα την παραδοχή της από 04.07.2018 εφέσεως, τα οποία ορίζει σε 800,00€, και, τέλος, επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας τα αναλογούντα στο μέρος παραδοχής της από 16.12.2015 αγωγής, το ύψος των οποίων ορίζει σε 3.000,00€. Και

Διατάσσει την εισαγωγή  του παραβόλου της από 17.07.2018 εφέσεως στο δημόσιο ταμείο και την απόδοση του παραβόλου της από 04.07.2018 εφέσεως στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ