Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 530/2019

Αριθμός 530 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ΄ αρ. ……΄/27-4-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, που προσκομίζει και επικαλείται η δεύτερη των εφεσίβλητων, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση [άρθρο 498 του ΚΠολΔ (όπως η παρ. 2 αυτού ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)] προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, σε συνδυασμό με την υπ΄ αρ. …./2-5-2017 αίτηση του ως άνω Εισαγγελέα για επίδοση του δικογράφου στο εξωτερικό (ΗΠΑ) και τις από 26-5-2017 και 28-6-2017 βεβαιώσεις που συνέταξαν τα αρμόδια όργανα της πολιτείας της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ, που είναι νόμιμα μεταφρασμένα από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, έγγραφα που προσκομίζει η δεύτερη των εφεσίβλητων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 21-9-2017, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4-10-2018), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως  στην τετάρτη των εφεσίβλητων, αλλοδαπή εταιρεία, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. Η τελευταία όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους [άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΕφΚρητ 183/2009)], πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 10-9-2013 (αρ. καταθ. ……/2013) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ΄ αρ. 3575/2013 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της τετάρτης των εναγομένων, (ήδη τετάρτης των εφεσίβλητων), και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την προσήκουσα διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 7, 9, 10, 14, 18 παρ. 1, 22, 664 επ. του ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 2472/1997), αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……….. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ) κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ.

Με την από 1-3-2011 (αρ. καταθ. …../2011) αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ιστορούσε ότι το έτος 2000 εργαζόταν ως πλοίαρχος του κρουαζιερόπλοιου με το όνομα «SB1», πλοιοκτήτριες του οποίου ήταν η τρίτη και (ουσιαστική) η τετάρτη των εναγομένων εταιρειών, ενώ η πρώτη των εναγομένων εταιρεία είχε ασφαλίσει αυτό κατά παντός κινδύνου και η δεύτερη των εναγομένων εταιρεία είχε αναλάβει τη διαχείριση και πρακτόρευση αυτού. Ότι κατόπιν της βύθισης του πλοίου στις 17-12-2000 στον Ατλαντικό Ωκεανό, άσκησε αγωγή σε βάρος των ως άνω τεσσάρων πρώτων εναγομένων, αλλοδαπών εταιρειών, ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων των ΗΠΑ, με την οποία, επικαλούμενος βλάβες της σωματικής και ψυχικής υγείας του, ζήτησε να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη από την παραπάνω αιτία. Ότι κατόπιν εντολής των τεσσάρων πρώτων των εναγομένων προς την πέμπτη των εναγομένων, δικηγορική εταιρεία, που εδρεύει στην Αθήνα, η τελευταία, για την οποία ενήργησε το μέλος της, Δικηγόρος …………., στις 14-4-2006 παρέλαβε από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), στον Πειραιά, τον πλήρη συνταξιοδοτικό του φάκελο, στον οποίο περιέχονταν έγγραφα που αφορούσαν προσωπικά του δεδομένα και ειδικότερα αντίγραφα με όλες τις δικαστικές αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και του ΣτΕ, που αφορούσαν αντιδικία του ιδίου με το ΝΑΤ για τη συνταξιοδότησή του, καθώς και έγγραφα που αφορούσαν την κατάσταση της υγείας του, προσωπικές ιατρικές γνωματεύσεις, αποφάσεις υγειονομικών επιτροπών και την υπ΄ αρ. …./1505/1996 απόφαση του Διευθυντή  Παροχών  του  ΝΑΤ. Ότι τα παραπάνω έγγραφα (που είχε στο συνταξιοδοτικό του φάκελο) το ΝΑΤ τα παρέδωσε στην ως άνω Δικηγόρο, σε εκτέλεση της από 7-4-2006 εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, που εκδόθηκε κατόπιν σχετικής αιτήσεως. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι μετά την παραλαβή των ως άνω εγγράφων από την Δικηγόρο ……, τα έγγραφα αυτά μεταφράστηκαν, ταξινομήθηκαν και παραδόθηκαν στο νομικό υπεύθυνο της πέμπτης των εναγομένων και ακολούθως εξήχθησαν από αυτήν (πέμπτη των εναγομένων), χωρίς την άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, στις ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, ισχυρίσθηκε ότι οι εναγόμενες, άνευ αδείας του ιδίου και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, έκαναν χρήση αυτών στη δίκη που είχε ανοιγεί  μεταξύ τους στα Δικαστήρια των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα το επιληφθέν της υπόθεσης Δικαστήριο, απορρίπτοντας, μεταξύ άλλων επικαλούμενων ενστάσεών του, και την ένσταση α) ότι δεν ήταν νόμιμη η απόκτηση των ως άνω εγγράφων του συνταξιοδοτικού του φακέλου και συνεπώς ότι η χρήση αυτών (εγγράφων) ήταν παράνομη, καθώς επίσης β) ότι μερικά από αυτά (έγγραφα) δεν αναγνωρίζονταν ως αυθεντικά, να απορρίψει την αγωγή του, λαμβάνοντας υπόψη του τα παραπάνω έγγραφα που περιείχαν, όπως προαναφέρθηκε, προσωπικά δεδομένα του ιδίου. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι υπήρξε (παράνομη) διασύνδεση αρχείων στην Ελληνική Επικράτεια, και ειδικότερα στο ΣτΕ, από το ΝΑΤ και συγκεκριμένα των εγγράφων (που δεν προσδιορίζονται) που αυτό έλαβε από τις τέσσερις πρώτες των εναγομένων, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει (το ΝΑΤ) στην αντιδικία που είχε μαζί του (ενάγοντα). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ισχυριζόμενος ο ενάγων ότι οι εναγόμενες παραβίασαν τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σε συνδυασμό και με το Ν. 3287/2004 ζήτησε, όπως παραδεκτά κατ΄ άρθρο 223 του ΚΠολΔ, περιόρισε το αίτημά του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον  η καθεμία: α) Το ισόποσο σε ευρώ, κατά το χρόνο πληρωμής, των ποσών των 31.600 και 74.800 δολαρίων ΗΠΑ, κατά το οποίο ζημιώθηκε εξαιτίας της ανωτέρω περιγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων, καθόσον συνεπεία της παράνομης λήψης και χρήσης των προσωπικών του δεδομένων στο ως άνω αλλοδαπό Δικαστήριο, απορρίφθηκε η αγωγή του και, αφενός μεν καταδικάστηκε να καταβάλει το ποσό των 31.600 δολαρίων ΗΠΑ ως δικαστικά έξοδα, αφετέρου δε, απώλεσε το ποσό των 74.800 δολαρίων ΗΠΑ που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων το αλλοδαπό Δικαστήριο θα του επιδίκαζε ως απωλεσθέντες μισθούς. β) Το ποσό των 180.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του από την ανωτέρω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, όλα δε τα ως άνω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3575/2013 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ερήμην της τετάρτης των εναγομένων και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αφού έκρινε ότι για το αντικείμενο της ένδικης αγωγής καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις και ότι αρμόδια και παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιόν του, απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι εναγόμενες έλαβαν τον πλήρη συνταξιοδοτικό φάκελο του ενάγοντος από το NAT κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, δεν παραβίασαν τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, έστω και εάν περιέχονταν στο φάκελο προσωπικά δεδομένα αυτού, ούτε επέδειξαν οποιαδήποτε άλλη αδικοπρακτική συμπεριφορά. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 10-9-2013 (αρ. καταθ. ……./2013) έφεση ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος, «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το N. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24-10-1995 για την προστασία φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών εκδόθηκε ο N. 2472/1997  (ΦΕΚ Α΄ 50) «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος ήδη, δυνάμει του άρθρου 9Α του Συντάγματος, αποσκοπεί στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και ορίζει στο άρθρο 2 αυτού, με τον τίτλο «Ορισμοί», ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων.…, β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων…., γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί…., δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η συντήρηση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε)….». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 7 ότι «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ΄  εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του…. β)…. γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου [όπως η περίπτωση (γ) αντικαταστάθηκε εν τέλει από την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 2915/2001 (Α΄ 109)]. δ)….». Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 [όπως είχε μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 1 άρθρου όγδοου του Ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α 290)] ορίζονται τα εξής: «2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: α)…. β) από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο…. Ως προς τα ανωτέρω εφαρμόζονται οι ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις…. ». Στο άρθρο 7Α του Ν. 2472/1997, το οποίο έχει προστεθεί στο νόμο με την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 2819/2000 (ΦΕΚ Α΄ 84), ορίζονται συναφώς τα εξής: «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: α)…. στ) Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικαστικές αρχές ή υπηρεσίες εκτός από τις λοιπές αρχές του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους.» [όπως η περίπτωση (στ) προσετέθη με το άρθρο 10 του Ν. 3090/2002 (ΦΕΚ Α΄ 329), η δε φράση «εκτός από τις λοιπές αρχές του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3» από το άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 3625/2007]. Ο ίδιος, εξάλλου, νόμος ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής: «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του β) το σκοπό της επεξεργασίας γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2. .… 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς.». Η υποχρέωση ενημερώσεως δύναται να αρθεί με απόφαση της Αρχής προκειμένου, εκτός άλλου, να διακριβωθούν ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα (παρ. 4 του αυτού άρθρου 11, μετά το άρθρο 34 παρ. 4 του Ν. 2915/2001). Ο νόμος καθιερώνει στο άρθρο 13 αυτού δικαίωμα αντιρρήσεως του υποκειμένου των δεδομένων ως ακολούθως: « 1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως επί των αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. …». Το άρθρο 24 παρ. 5 του νόμου προβλέπει, πάντως, ότι τα δικαιώματα ενημερώσεως, προσβάσεως και αντιρρήσεων των υποκειμένων, καθώς και το σύνολο των κατ΄ άρθρων 19 παρ. 1 εξουσιών της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν εφαρμόζονται ειδικώς στο ποινικό μητρώο και στα υπηρεσιακά αρχεία που τηρούνται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και στο πλαίσιο της λειτουργίας της. Ακολούθως, ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), ορίζει τα εξής στο Κεφάλαιο ΣΤ αυτού σχετικά με την Εισαγγελία: «1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. 2. Δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης. 3. …. 4. Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Οι εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στην συνείδησή του. 5. .… 6. …. » (άρθρο 24), «1. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται: α. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, β. η άσκηση της ποινικής δίωξης, …. 4. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών: α) …. β) δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του ΚΠΔ.» (άρθρο 25). Εξάλλου, στο άρθρο 261 του ΚΠΔ, όπως ο Κώδικας αυτός ίσχυε πριν το Ν. 4620/2019 (ΦΕΚ Α΄96), κατά τον επίδικο χρόνο, ορίζονται τα εξής: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι γενικά στους οποίους έχει ανατεθεί έστω και προσωρινά δημόσια υπηρεσία και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 212 οφείλουν, αν διαταχθούν από εκείνον που κάνει την ανάκριση, να παραδώσουν στη δικαστική αρχή τα έγγραφα και στο πρωτότυπό τους ακόμα, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που βρίσκεται στην κατοχή τους λόγω των καθηκόντων τους, του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους, εκτός αν δηλώσουν εγγράφως, έστω και αναιτιολόγητα, ότι πρόκειται νια διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό που ανάγεται στην ασφάλεια του κράτους ή μυστικό που σχετίζεται με το λειτούργημα ή το επάγγελμά τους». Τα δε πρόσωπα του άρθρου 212 του ιδίου Κώδικα, όπως ο Κώδικας αυτός ίσχυε πριν το Ν. 4620/2019 (ΦΕΚ Α΄96), είναι: α) οι κληρικοί σχετικά με όσα έμαθαν από την εξομολόγηση, β) οι συνήγοροι, οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι συμβολαιογράφοι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους…., γ) οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και οι βοηθοί τους, καθώς και οι μαίες σχετικά με όσα εμπιστευτικά πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, εκτός όπου ειδικός νόμος τους υποχρεώνει να τα αναγγείλουν στην αρχή και δ) οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους…. Το Σύνταγμα στο ως άνω άρθρο 9Α κατοχυρώνει την προστασία των προσωπικών δεδομένων ως ειδικότερη έκφανση των δικαιωμάτων της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και του απαραβιάστου της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος). Η προστασία αυτή διασφαλίζεται από ανεξάρτητη Αρχή, τα μέλη της οποίας διέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Από τις προαναφερόμενες δε διατάξεις του ειδικού για την προστασία των προσωπικών δεδομένων Ν. 2472/1997, προκύπτει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτά που αφορούν την υγεία του προσώπου) επιτρέπεται, κατ΄ εξαίρεση, ύστερα από άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία άδεια δεν απαιτείται στις προβλεπόμενες στα άρθρα 3 παρ. 2 περ. β΄ και 24 παρ. 5 του Ν. 2472/1997 περιπτώσεις. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του εν λόγω νόμου, εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα αντιρρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 13. Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν. 2472/1997 ως ειδικές κατισχύουν άλλων γενικών διατάξεων της νομοθεσίας, που αφορούν διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 περ. β΄ του ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/1988), η οποία παρέχει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών την αρμοδιότητα να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του ΚΠΔ. Ο δε Ν. 2472/1997 περιέχει ο ίδιος την πρόβλεψη, ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που γίνεται από δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο και μόνο της απονομής της δικαιοσύνης [άρθρο 3 παρ. 2 β΄ και 7Α παρ. 1 περ. στ΄ του Ν. 2472/1997] (ΣτΕ 1817/2018). Εξάλλου, η ως άνω, βάσει του άρθρου 25 παρ. 4 περ. β΄ του ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/1988), εισαγγελική παραγγελία για τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων δεν εντάσσεται στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου συνιστά (εκτός των προαναφερόμενων εξαιρέσεων) – ενόψει των ειδικών διατάξεων του Ν. 2472/1997 – απλή επιτακτική εντολή, να προβεί εκείνος, στον οποίο απευθύνεται (η εισαγγελική παραγγελία), στην εξέταση του υποβληθέντος αιτήματος για την χορήγηση των ζητηθέντων στοιχείων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.…». Καθιερώνονται, λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού ή η οποία δεν είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξή του, δεν είναι νόμιμη. Επιπροσθέτως, το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 ορίζει , μεταξύ άλλων, ότι: «1. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ελεύθερη: α) προς χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) προς χώρα μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από άδεια της Αρχής που παρέχεται εάν κρίνει ότι η εν λόγω χώρα εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας. Προς τούτο, λαμβάνει υπόψη ιδίως τη φύση των δεδομένων, τους σκοπούς και τη διάρκεια της επεξεργασίας, τους σχετικούς γενικούς και ειδικούς κανόνες δικαίου, τους κώδικες δεοντολογίας, τα μέτρα ασφαλείας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το επίπεδο προστασίας των χωρών προέλευσης, διέλευσης και τελικού προορισμού των δεδομένων. Δεν απαιτείται άδεια της Αρχής εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφανθεί, με τη διαδικασία του άρθρου 31 παρ. 2 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995, ότι η χώρα αυτή εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 25 της ανωτέρω Οδηγίας.». Επειδή, τέλος, το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 ρητά ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον αυτή εκτελείται: α)…., β) Από υπεύθυνο επεξεργασίας που δεν είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αλλά τρίτης χώρας, και για τους σκοπούς της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσφεύγει σε μέσα, αυτοματοποιημένα ή όχι, ευρισκόμενα στην Ελληνική Επικράτεια, εκτός εάν τα μέσα αυτά χρησιμοποιούνται μόνο με σκοπό τη διέλευση από αυτήν. Στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να υποδείξει με γραπτή δήλωσή του προς την Αρχή εκπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελληνική Επικράτεια, ο οποίος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπευθύνου, χωρίς ο τελευταίος αυτός να απαλλάσσεται από τυχόν ιδιαίτερη ευθύνη του. Το αυτό ισχύει και όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καλύπτεται από ετεροδικία, ασυλία ή άλλο λόγο που κωλύει την ποινική δίωξη.». Κατά δε το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2690/1999, όπως η λέξη “διοικητικών” προστέθηκε  στην παρ. 3 με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 2880/2001 και η παρ. 6 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3230/2004, ο οποίος εφαρμόζεται στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στα άλλα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ορίζεται ότι «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σ΄ αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4)…., 5)…., 6)….». Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι κατ΄ αρχήν υπάρχει υποχρέωση των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου να χορηγούν αντίγραφα των δημοσίων εγγράφων που φυλάσσονται στις υπηρεσίες τους. Η υποχρέωσή τους αυτή, όμως, κάμπτεται όταν τα δημόσια έγγραφα αφορούν την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου. Σύμφωνα, εξάλλου, με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, όπως προαναφέρθηκε, κάθε επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων απαγορεύεται κατ΄ αρχήν και επιτρέπεται μόνο μετά από σχετική άδεια της Αρχής και εφόσον συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις που τάσσει περιοριστικά ο Ν. 2472/1997. Συνεπώς, η δημόσια αρχή που φυλάσσει τα προσωπικά δεδομένα ιδιωτών, δεν έχει δικαίωμα επεξεργασίας τους, πόσο μάλλον χορήγησης αντιγράφων σε τρίτο, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του υποκειμένου και χωρίς την προηγούμενη άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και εφόσον αυτά είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος (ΕφΑθ 673/2009).

Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη αγωγή, η οποία εισήχθη για να συζητηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της, ερευνητέας κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, διαφοράς και το οποίο επίσης παραδεκτά εφάρμοσε την προσήκουσα διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 7, 9, 10, 14, 18 παρ. 1, 22, 664 επ. του ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 2472/1997), είναι μη νόμιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα είναι μη νόμιμη ως προς τις τέσσερις πρώτες των εναγομένων, αλλοδαπές εταιρείες, αφού, υπό τα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), αυτές (τέσσερις πρώτες των εναγομένων) δεν έχουν προσφύγει σε μέσα, αυτοματοποιημένα ή όχι, που επιτρέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος στην Ελληνική Επικράτεια, ενώ ως προς την πέμπτη των εναγομένων, δικηγορική εταιρεία, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, διενήργησε (δια μέλους αυτής) τις επικαλούμενες διαδικαστικές πράξεις, διενήργησε αυτές στο πλαίσιο της εντολής, που συνέδεε αυτήν (ως άνω δικηγορική εταιρεία) με τις τέσσερις πρώτες των εναγομένων, εντολείς της στις ΗΠΑ, και συνεπώς, αυτές (πράξεις) δεν δύνανται να θεμελιώσουν παραβιάσεις εκ μέρους της (πέμπτης των εναγομένων) των διατάξεων του Ν. 2472/1997. Τούτο δε, διότι αυτές έλαβαν χώρα στο όνομα και για λογαριασμό των τεσσάρων πρώτων των εναγομένων, εντολέων της, και για την προάσπιση των αναλυτικά αναφερόμενων σ΄ αυτή (αγωγή) προβαλλομένων εκ μέρους τους συμφερόντων αυτών. Η προάσπιση δε αυτή των προβαλλομένων εκ μέρους των τεσσάρων πρώτων των εναγομένων συμφερόντων τους ενώπιον των αναφερόμενων Δικαστηρίων των ΗΠΑ, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, καθίσταται σαφές ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Εξάλλου, επίσης, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, δεν θεμελιώνεται οιαδήποτε άλλη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, και κυρίως ούτε από την επικαλούμενη (παράνομη) διασύνδεση αρχείων στην Ελληνική Επικράτεια, και ειδικότερα στο ΣτΕ, από το ΝΑΤ και συγκεκριμένα των εγγράφων (που δεν προσδιορίζονται) που αυτό έλαβε από τις τέσσερις πρώτες των εναγομένων προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει (το ΝΑΤ) στην αντιδικία που είχε με τον ενάγοντα. Περαιτέρω, και η επικαλούμενη μετάφραση των επίδικων εγγράφων, [που, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή και κατ΄ εκτίμηση αυτών, αφορούν, κυρίως, την ιδιωτική ζωή του ενάγοντος (την κατάσταση της υγείας του) και έγινε (η μετάφραση) από την πέμπτη των εναγομένων], έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εντολής αυτής. Εξάλλου, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το επιληφθέν της υπόθεσης αρμόδιο αλλοδαπό Δικαστήριο, απέρριψε, μεταξύ άλλων επικαλούμενων ενστάσεων του ενάγοντος, και την ένσταση α) ότι δεν ήταν νόμιμη η απόκτηση των ως άνω εγγράφων του συνταξιοδοτικού του φακέλου και συνεπώς ότι η χρήση αυτών (εγγράφων) ήταν παράνομη, καθώς επίσης β) ότι μερικά από αυτά (έγγραφα) δεν αναγνωρίζονταν ως αυθεντικά. Επιπροσθέτως, αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε στην, επικαλούμενη από τον ενάγοντα, εκ μέρους των εναγομένων παράβαση του Ν. 3287/2004 (ΦΕΚ Α΄ 224) «Κύρωση της Σύμβασης για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», [που αφορά τη διεθνή δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις ή εμπορικές υποθέσεις, και σύμφωνα με τον οποίο σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις η δικαστική αρχή ενός Συμβαλλόμενου Κράτους δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του, να ζητήσει με δικαστική παραγγελία από την αρμόδια αρχή άλλου Συμβαλλόμενου κράτους, να προβεί σε διενέργεια αποδείξεων, καθώς και σε άλλες διαδικαστικές πράξεις (άρθρο 1), καθώς επίσης, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της Συμβάσεως αυτής δεν εμποδίζουν το Συμβαλλόμενο Κράτος να επιτρέπει, σύμφωνα με τους νόμους του ή το εσωτερικό εθιμικό δίκαιό του, μεθόδους συλλογής αποδεικτικών στοιχείων άλλες από εκείνες που προβλέπονται από τη Σύμβαση αυτή (άρθρο 27 περ. γ)], καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν ζητήθηκε η εν λόγω δικαστική συνεργασία από αρμόδια αρχή Συμβαλλόμενου Κράτους, ούτε έτι περαιτέρω η τυχόν παράβαση της Συμβάσεως αυτής θεμελιώνει αυτή καθεαυτή αδικοπρακτική ευθύνη κατ΄ άρθρο 914 του ΑΚ και προσβολή προσωπικότητας τρίτου προσώπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ήτοι απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η έφεση. Επίσης, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (συνολικού ποσού 200 ευρώ) που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως (βλ. τα υπ΄ αρ. ………  παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……….. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πέμπτης των εφεσίβλητων και του εκκαλούντος, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Όσον αφορά την τετάρτη των εφεσίβλητων δεν θα διαληφθεί στην παρούσα, διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθόσον η ως άνω απολιπόμενη εφεσίβλητη που νίκησε, πρωτίστως, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρα 106, 191 παρ. 2, 176 και 183 του ΚΠολΔ). Πρέπει επίσης, για την περίπτωση που η τετάρτη των εφεσίβλητων ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της τετάρτης των εφεσίβλητων και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την τετάρτη των εφεσίβλητων το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 10-9-2013 (αρ. καταθ. …../2013) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3575/2013 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 7, 9, 10, 14, 18 παρ. 1, 22, 664 επ. του ΚΠολΔ σε συνδ. με τo άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 2472/1997)].

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ.  ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πέμπτης των εφεσίβλητων και του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 25η Ιουλίου 2019  και δημοσιεύθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ