Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 561/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Aριθμός απόφασης 561 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η υπό κρίση από 16-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./2018) έφεση των εναγομένων, ολικά ηττηθείσας της πρώτης και ολικά νικήσασας της δεύτερης, στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 77/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δέχθηκε την από 18-12-2014 (με αύξ. αριθμ. καταθ. ………./2015) αγωγή της ενάγουσας, κατά του εναγομένων, περί απόδοσης ασφαλίστρων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα  (άρθρα 495 § 3 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 § 2 του ν.4446/2016, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), δηλαδή εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, αφού δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της από ή προς τις εκκαλούσες και έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (σχετ. το από 16-4-2018 αποδεικτικό εξόφλησης παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς), ενώ από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη, αφού σημειωθεί ότι, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση (ΑΠ 287/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 929/2014, ΕΦΑΔ 2014.936).

Η εφεσίβλητη, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εξέθετε στην αγωγή της ότι δυνάμει της από 26-3-2004 έγγραφης σύμβασης μεσίτη ασφαλίσεων, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη, η τελευταία ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων κλάδων με τρίτους και την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και αυτή θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης αυτής και του νόμου. Ότι κατά την εκτέλεσή της δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρώτης εναγομένης, για το χρονικό διάστημα από 1-12-2008 έως 21-9-2008, ύψους 139.940,66 ευρώ, όπως αυτό αποτυπώνεται στην έγγραφη ανάλυση λογαριασμού αυτής, μετά και την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειάς της, των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων, ως και των εκ μέρους της καταβολών, το οποίο δεν απέδωσε, ως όφειλε, δια της νομίμου εκπροσώπου της στην ενάγουσα, το αργότερο μέχρι τις 31-12-2009,  παρά τις μέχρι σήμερα οχλήσεις της, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεσή της να το ενσωματώσει στην περιουσία της. Ακολούθως, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και ορθής εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής, να αναγνωριστεί, κυρίως λόγω της μεταξύ τους σύμβασης και της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες της οφείλουν εις ολόκληρον το παραπάνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από τις 31-12-2009 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, ως μέσον εκτελέσεώς της, και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, απορρίφθηκε -ορθώς- η επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και το παρεπόμενο αίτημα περί προσωπικής κράτησης, ως νομικά αβάσιμα, και έγινε δεκτή αυτή κατά τα λοιπά, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενες οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό που προαναφέρθηκε, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή τους λόγους, αναγομένους, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου τους, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, διατείνονται, ως και πρωτοδίκως, ότι η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, για το λόγο ότι: 1) στο δικόγραφό της μνημονεύεται ότι οφείλονται ασφάλιστρα, μεταξύ άλλων, και μηνός Νοεμβρίου 2008, με σχετική μνεία στην ανάλυση λογαριασμού αλλά και στην πρώτη σελίδα των μηχανογραφημένων καταστάσεων που ενσωματώνονται στο κείμενό της, χωρίς το ποσό αυτό να εξειδικεύεται με αναφορά των στοιχείων των ασφαλιστηρίων που αφορούσε ήτοι τον αριθμό, το αντικείμενο και τη διάρκειά τους. Η αιτίαση αυτή, όμως, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι από την επισκόπηση του δικογράφου καθίσταται απολύτως σαφές ότι με την αγωγή δεν αναζητούνται ασφάλιστρα για τον συγκεκριμένο μήνα, αφού έλαβε χώρα εξόφλησή τους, δια της πληρωμής δύο επιταγών, ποσού 32.105 και 27.851 ευρώ, για τις οποίες υπάρχει σχετική ένδειξη στην ανάλυση λογαριασμού. Γι’αυτό, άλλωστε, στο δικόγραφο δεν επισυνάπτονται, για τον συγκεκριμένο μήνα, ούτε συνοπτική  αλλά ούτε και αναλυτικές καταστάσεις εκκαθάρισης λογαριασμού, όπως γίνεται για όλους τους υπόλοιπους μήνες της επίμαχης χρονικής περιόδου. Εξάλλου, η αναγραφή του ποσού αυτού δικαιολογείται πλήρως, από την ανάγκη να αντιπαραβληθεί με το ποσό των επιταγών, που εισπράχθηκαν, προς εξόφλησή του. 2) Η ανάλυση λογαριασμού διαφέρει από την ανακεφαλαίωση, ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην παραγωγή των μηνών Δεκεμβρίου 2008, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2009. Συγκεκριμένα, τα ποσά που αναγράφονται στην πρώτη είναι 25.122,72, 7.918,69 και 12.093,28 ευρώ ενώ στη δεύτερη είναι 22.682,39, 7.876,41 και μηδενικό, αντίστοιχα. Αφού σημειωθεί, ότι για τον μήνα Σεπτέμβριο δεν υφίσταται ουσιαστικά διαφοροποίηση, εφόσον, μετά τις αναγραφόμενες ακυρώσεις συμβολαίων, δεν οφείλονταν πλέον ασφάλιστρα για τον συγκεκριμένο μήνα, οι λοιπές διαφοροποιήσεις δεν καθιστούν το δικόγραφο της αγωγής αόριστο, ούτε δημιουργούν ασάφεια, τέτοια ώστε να μην μπορούν οι εναγόμενες να το κατανοήσουν και να αμυνθούν. Με την παράθεση των αναλυτικών εκκαθαρίσεων λογαριασμών, τα ποσά των οποίων συμπίπτουν με εκείνα στον συνοπτικό πίνακα ανάλυσης λογαριασμού, παρέχεται η δυνατότητα ενδελεχούς ελέγχου των χρεοπιστώσεων για καθέναν από τους παραπάνω μήνες, σε αντίθεση με την ανακεφαλαίωση που αρκείται στην αναγραφή του τελικά οφειλόμενου κατ’έτος ποσού. Άλλωστε, το τελικώς οφειλόμενο ποσό τόσο της ανακεφαλαίωσης, όσο και των λοιπών πινάκων, συμπίπτει. 3) Για τις χρεοπιστώσεις της ανάλυσης λογαριασμού, υφίσταται αντιλογισμός μόνον για δύο από τις επιταγές που αναγράφονται στη στήλη με την ένδειξη «Πίστωση», και συγκεκριμένα αυτές των 10.149 και 12.453 ευρώ. Από τη δε επισκόπηση της ανάλυσης, όπου μνημονεύονται οι επιταγές ανά Τράπεζα, ημερομηνία έκδοσης και ποσό, αποδεικνύεται ότι οι λοιπές επιταγές που πιστώθηκαν δεν συμπίπτουν πράγματι με τις ανείσπρακτες και τις σφραγισθείσες, αφού διαφοροποιούνται πλήρως ως προς τα παραπάνω στοιχεία τους, με πλέον πιθανή εξήγηση γι’αυτό, ότι οι αρχικές-πιστωθείσες- επιταγές που δόθηκαν για την κάλυψη της οφειλής, στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από νέες, στο πλαίσιο παράτασης της προθεσμίας αποπληρωμής τους, οι οποίες είτε σφραγίστηκαν είτε απλώς δεν εισπράχθηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων στον λογαριασμό από τον οποίο σύρονταν. Σε κάθε περίπτωση, δεν δημιουργείται εξ αυτού του λόγου ασάφεια στο αγωγικό δικόγραφο. Το γεγονός επίσης, ότι η αρχική παραγωγή για τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 είναι 12.093,28 ευρώ, ενώ το σύνολο των ακυρωθέντων συμβολαίων για τον ίδιο μήνα είναι 12.135,56 (181,26 + 11.954,30) ευρώ, δηλαδή υπάρχει απόκλιση της τάξης των 42,28 ευρώ, ανεξαρτήτως του ότι η ενάγουσα δεν προβαίνει σε καμία σχετική διευκρίνιση με τις προτάσεις της, ουδεμία ασάφεια δημιουργεί στο αγωγικό δικόγραφο. Συνεπώς, πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει της υπ’αριθμ. ……../26-3-2004 σύμβασης μεσίτη ασφαλίσεων που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης, εγγεγραμμένης-με αριθμό …….- στο μητρώο μεσιτών ασφαλίσεων, υπό την ιδιότητά της ως διευθύνουσας συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, η τελευταία ανέλαβε, μεταξύ άλλων, τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, μεταξύ των προτιθέμενων να ασφαλιστούν πελατών και της ενάγουσας, καθώς επίσης και την εμπρόθεσμη είσπραξη των ασφαλίστρων, για λογαριασμό της τελευταίας, έναντι προμήθειας, η οποία καθορίστηκε σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων, μεταξύ άλλων, ως εξής : για τον κλάδο αυτοκινήτων σε 20 %, των προσωπικών ατυχημάτων 32,5 %, πυρός 42,5 %, ζημιών σε πράγματα 30 %, γενικής αστικής ευθύνης 30 %, νομικής προστασίας και οδικής βοήθειας, από 10 %, και σκαφών αναψυχής 10 %. Τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε θα αποτελούσαν παρακαταθήκη και θα ευθυνόταν η πρώτη εναγομένη, ως θεματοφύλακας για την απόδοσή τους. Μάλιστα, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, η πρώτη εναγομένη είχε υποχρέωση να εξοφλεί στην ενάγουσα την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, αδιαφόρως εάν είχε εισπράξει από τους ασφαλισμένους τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα. Ασφάλιστρα, τα οποία δεν είχαν ακυρωθεί εντός των νομίμων προθεσμιών, θεωρούνταν ότι είχαν εισπραχθεί. Για τον λόγο αυτό, η πρώτη εναγομένη, όφειλε να εκδίδει επιταγή, το αργότερο εντός τριών (3) μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του τελευταίου μήνα, ως σύνολο δε παραγωγής νοείτο το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων, αφαιρουμένης της συμφωνηθείσας, ως άνω, προμήθειας. Επομένως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, η πρώτη εναγομένη, είχε την εντολή να εισπράττει και αποδίδει ασφάλιστρα, όντας εντολοδόχος της ενάγουσας, της σύμβασης παρακαταθήκης έχουσας παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Σε εκτέλεση της έγγραφης αυτής σύμβασης, η πρώτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη, μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και προέβη στην είσπραξη ασφαλίστρων, για λογαριασμό της ενάγουσας. Ενώ, όμως, αυτή εισέπραττε τα προβλεπόμενα ασφάλιστρα, δεν τα απέδιδε στην τελευταία, ως όφειλε, μετά και την αφαίρεση των αναλογούντων προμηθειών της, και έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η-12-2008 έως τις 21-9-2009 είχε δημιουργηθεί χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο, ύψους 139.940,66 ευρώ, το οποίο, στο σύνολό του, θα έπρεπε να είχε αποδώσει στην ενάγουσα, μετά παρέλευση τριών μηνών από τον μήνα παραγωγής, δηλαδή το αργότερο μέχρι τις 31-12-2009, ως δήλη ημέρα καταβολής. Για την κάλυψή του, η πρώτη εναγομένη είχε εγχειρίσει και επιταγές στην ενάγουσα, οι οποίες δεν εισπράχθηκαν. Το  οφειλόμενο αυτό χρεωστικό υπόλοιπο προκύπτει από τις ενσωματωμένες στην αγωγή αναλυτικές έγγραφες εκκαθαρίσεις λογαριασμού ασφαλιστικού μεσολαβητή, συνοδευόμενες από μεριδολόγια παραγωγής κάθε μήνα της επίμαχης χρονικής περιόδου, με αναγραφή των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δηλαδή του αντισυμβαλλομένου, του αριθμού τους, της έναρξης της σύμβασης, των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος-ως επί το πλείστον επρόκειτο για ασφάλειες αυτοκινήτων-των ασφαλίστρων και του ποσού που η πρώτη εναγομένη όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, μετά από αφαίρεση της προμήθειάς της, που προσδιοριζόταν κατά ποσό και ποσοστό, ενώ έχουν συμπεριληφθεί και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, αποτυπωμένα με το πρόσημο «πλην». Σημειωτέον ότι, στο κείμενο της σύμβασης γίνεται μνεία του ότι η ενάγουσα θα χρησιμοποιούσε την Κεντρική Μονάδα Ηλεκτρονικού Υπολογιστή της για την επεξεργασία όλων των στοιχείων των συναλλαγών που θα αφορούσαν την κίνηση των χρεωστικών ασφαλίστρων, δηλαδή, την έκδοση, ακύρωση, είσπραξη και αναλογούσα προμήθεια, προς διευκόλυνση και της  πρώτης εναγομένης, επομένως, η τελευταία, που συνυπέγραψε τη σύμβαση, αποδέχθηκε κατ’αρχήν τη χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων. Προϊόν τέτοιας επεξεργασίας πιθανολογήθηκε ότι αποτελούν και οι μηχανογραφημένες καταστάσεις που έχουν ενσωματωθεί στην αγωγή και τελούν σε απόλυτη συνοχή μεταξύ τους, παρά τα όσα αντιθέτως υποστηρίζουν οι εναγόμενες. Άλλωστε, οι ίδιες δεν αμφισβήτησαν τα επιμέρους κονδύλια που συμπεριλαμβάνονταi σε αυτές, ούτε στον πρώτο βαθμό αλλά ούτε και με το δικόγραφο της έφεσής τους ή τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και επικαλέστηκαν μόνον διαφωνία τους με ορισμένες χρεώσεις, τις οποίες δεν προσδιορίζουν, και παράλειψη της ενάγουσας να προβεί σε ακύρωση όλων των συμβολαίων, τα οποία η πρώτη εναγομένη της απέστειλε προς το σκοπό αυτό. Ισχυρίζονται, ειδικότερα, όπως και πρωτοδίκως, ότι  η πρώτη εναγομένη της απέστειλε στις 20-11-2009, 172 συμβόλαια προς ακύρωση, συνολικής παραγωγής 44.084,23 ευρώ, σύμφωνα με τις αναλυτικές χειρόγραφες καταστάσεις που προσκομίζουν, εκ των οποίων, η ενάγουσα προέβη σε ακύρωση ορισμένων μόνον από αυτά, συνολικής παραγωγής ύψους 12.135,56 (11.787,30 + 181,26) ευρώ. Όπως, ωστόσο, προκύπτει από την επισκόπησή τους, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των ίδιων των εναγομένων, τα μη ακυρωθέντα συμβόλαια, τα οποία έχουν επισημανθεί με την ένδειξη «+», αφορούν παραγωγές μηνών που απέχουν πλέον του ενός μηνός από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας, δηλαδή υπερβαίνουν χρονικά το περιθώριο που η πρώτη εναγομένη είχε, από την έκδοσή τους, για την ακύρωσή τους, σε περίπτωση τυχόν μη είσπραξης των ασφαλίστρων. Δηλαδή, έχουν ακυρωθεί όλα τα συμβόλαια, των οποίων ζητήθηκε η ακύρωση, εκδόσεως Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2009 αλλά όχι τα προηγούμενα, για τα οποία η ενάγουσα δεν είχε υποχρέωση ακύρωσής τους, με αποτέλεσμα ορθώς να θεωρείται ότι τα ασφάλιστρα αυτών έχουν εισπραχθεί από την πρώτη εναγομένη, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα συμβατικό όρο. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι με την υπ’αριθμ. 156/2009 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία δημοσιεύθηκε στο ……/21-9-2009 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας και τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, διαπιστώθηκε η παραπάνω οφειλή, προερχόμενη από ασφάλιστρα που η πρώτη εναγομένη είχε εισπράξει-δια της δευτέρας- από τους ασφαλισμένους της και δεν της είχε αποδώσει, και έτσι την όχλησε, με την από 29-6-2012 επιστολή της, προκειμένου να τακτοποιήσει την οφειλή της, πλην όμως αυτή δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε καταβολή έναντι του χρεωστικού αυτού υπολοίπου μέχρι σήμερα. Επομένως, το σύνολο της οφειλής της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα, για μη αποδοθέντα ασφάλιστρα, ανέρχεται σε 139.940,66 ευρώ, εφόσον  η σχετική της υποχρέωση εξαρτιόταν από την αντίστοιχη παραγωγή που πραγματοποίησε, ανεξαρτήτως του εάν πράγματι το είχε εισπράξει, γεγονός, άλλωστε, που οι εναγόμενες δεν αμφισβητούν ειδικώς και ρητώς. Μέρος του ποσού αυτού και, συγκεκριμένα, 107.991,99 [139.940,66 – 31.948,67 (44.084,23 – 12.135,56)]  ευρώ, αποτελούν ταυτόχρονα και προϊόν υπεξαίρεσης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη (άρθρο 71 του ΑΚ), αφού στη μη απόδοσή τους ενυπάρχει και η βούλησή της για παράνομη ιδιοποίησή του. Αντιθέτως, το ποσό των 31.948,6 ευρώ, που αντιστοιχεί σε συμβόλαια, των οποίων ζητήθηκε εκπρόθεσμα η ακύρωση και ορθώς δεν ακυρώθηκαν, δεν πιθανολογήθηκε ότι πράγματι εισπράχθηκε από την πρώτη εναγομένη, δια της νομίμου εκπροσώπου της. Σε αυτή την περίπτωση άλλωστε η πρώτη εναγομένη δεν θα είχε λόγο να ζητήσει την ακύρωσή τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην κρίση ότι εισπράχθηκε από την τελευταία και το ποσό αυτό, το οποίο εν συνεχεία δεν αποδόθηκε στην ενάγουσα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει ο συναφής, δεύτερος λόγος της έφεσης, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν, ώστε να υπάρξει διαφοροποίηση του οφειλομένου εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης ποσού, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούσες διατείνονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε το ποσό των 139.940,66 ευρώ, νομιμοτόκως από την 1-1-2010 και όχι τις 31-12-2012, σύμφωνα με το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα. Ο λόγος αυτός κρίνεται, ωστόσο, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την εκτίμηση του συνόλου του αγωγικού δικογράφου, και παρά την αναγραφή πράγματι στο αιτητικό της, ως χρόνου έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης απαίτησης, η 31η-12-2012, συνάγεται ευχερώς ότι αυτό οφείλεται σε παραδρομή, και ότι το πραγματικό αίτημά της είναι η έναρξη της τοκοφορίας από την 1-1-2010, δηλαδή μετά παρέλευση τριών μηνών, από τον χρόνο που η πρώτη εναγομένη όφειλε σε κάθε περίπτωση να αποδώσει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, ήτοι τις 21-9-2009.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, πρέπει κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της, να γίνει δεκτή η έφεση, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το σκέλος της που δεν ανατρέπεται, διότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 ό.π, ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και, ακολούθως, αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 107.991,99 ευρώ, η δε πρώτη της οφείλει επιπλέον το ποσό των 31.948,67 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2010 και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις εκκαλούσες, λόγω της μερικής νίκης τους (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, εφόσον, παρά τη διαφοροποίηση του οφειλόμενου, εις ολόκληρον από τη δεύτερη εναγομένη ποσού, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο, η ενάγουσα είναι νικήσασα διάδικος σχεδόν καθ’ολοκληρίαν και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα (106, 176, 178 § 2, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1ια), 68 § 1, 69, 84 § 2  και παράρτημα Ι στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/2018) έφεση των εναγομένων, κατά της υπ’αριθμ. 77/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούσες κατά την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 18-12-2014 (με αύξ. αριθμ. καταθ. ……/2015) αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν επτά χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (107.991,99), η δε πρώτη της οφείλει επιπλέον το ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων, εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (31.948,67), με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2010 και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων-εκκαλουσών, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18.-9.-2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ