Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 516/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

΄Εφεση κατά ερήμην αποφάσεως (528 ΚΠολΔ). Εργατική Διαφορά. Επίδοση σε σύνοικο. Για το κύρος της επιδόσεως δεν αρκεί η βεβαίωση του Επιμελητή στην έκθεση ότι αυτός που παρέλαβε το έγγραφο είναι σύνοικος εκείνου προς τον οποίο η επίδοση, αλλά πρέπει να βεβαιώνεται ότι αυτός ήταν ενήλικος. Νομικά πρόσωπα. Ικανότητα διαδίκου. Η λύση ανώνυμης εταιρίας δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της. Σε δημοσιότητα, υποβάλλονται ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρίας, που έχει λυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση, η δε δημοσιότητα αυτή δεν είναι συστατική, αλλά αποδεικτική. Επίδοση σε Ανώνυμη Εταιρεία υπό εκκαθάριση. Ερημοδικία εκκαλούσας εταιρίας. Παράσταση εφεσιβλήτου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κηρύσσεται η συζήτηση ματαιωμένη.

 

Αριθμός Απόφασης:        516        /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως” (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος). Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, ή αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, EΘ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074-6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς να είναι ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών, που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π., πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013). Η επανάληψη της ρύθμισης αυτής στο άρθρο 528 ΚΠολΔ, θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή, όμως, τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατυπώσεως του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 192/1998) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν “παρεπόμενη” σε σχέση με την κύρια απαίτηση αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό “κεφάλαιο” και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, που υπόκειται, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του “αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου” (που προβλέπεται μόνον επί πρόσθετων λόγων έφεσης – άρθρ. 520 παρ. 2 – και αντέφεσης – άρθρ. 523) δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Στην περίπτωση, όμως, που, κατά το άρθρο 524 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι υποχρεωτική η προφορική  συζήτηση ενώπιον του εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 11/2016 Δημ. Νόμος, Α.Π. 251/2009, 866/2008, ΕφΠειρ 27/2016  ό.π., ΤρΕφΕυβοίας 26/2016 Δημ. Νόμος). Σε τέτοια περίπτωση, αν ο διάδικος παραστεί με δή­λωση, θεωρείται ως μη νομίμως παριστάμενος και δικάζε­ται ερήμην και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 251/2009, ΤρΕφΕυβοίας 26/2016 ό.π.). Ειδικότερα, προκειμένης εφέσεως, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, εάν ο εφεσίβλητος καταθέσει εκπροθέσμως τις προτάσεις του ή δεν παραστεί κατά την εκφώνηση της εφέσεως, έχο­ντας υποβάλλει σχετική δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, αυτός δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζή­τηση της εφέσεως, θεωρείται δικονομικά απών και συνε­πώς δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία χωρεί σαν να ήταν παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλητεύσεώς του, κατ’ άρθρο 271 παρ. 1 σε συνδ. προς 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 2150/2014 Δημ. Νόμος, ΤρΕφΕυβοίας 26/2016 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 674 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α 87 (βλ. σχετ. και άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), επί των υποθέσεων των δικαζομένων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ) σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της εφέσεως στην περίπτωση αυτή γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Διότι παρότι οι λόγοι της εφέσεως στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή απορρίπτονται, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί παραδοχής τους (βλ. ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 268/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 171/2013 Δημ. Νόμος, Κ. Οικονόμου, Η ΄Εφεση, έκδ. 2017, άρθρο 524, σελ. 228 επ., Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2017, σελ. 27-30, Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση» τ. Η’, άρθρο 524, παρ. 6, Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, σελ. 232 επομ., Μαργαρίτης, σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, 2003, άρθρο 524). Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση εφεσίβλητο, η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη (Νίκας, ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 122 επ. και 310 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επίδοση δικογράφου ή δικαστικής απόφασης, γίνεται με επιμέλεια των διαδίκων από δικαστικό επιμελητή, ο οποίος ενεργεί ύστερα από παραγγελία που δίνεται από τον ίδιο το διάδικο ή τον πληρεξούσιό του και συντελείται με την παράδοση τούτου στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Ο σκοπός των δικονομικών ρυθμίσεων του δικαίου της επίδοσης είναι η μέριμνα για να περιέλθει στη γνώση ορισμένου διαδίκου το συγκεκριμένο δικόγραφο. Όταν πρόκειται για δικόγραφο, που απευθύνεται προς νομικό πρόσωπο, η επίδοση γίνεται προς το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό έχει ανατεθεί η διοίκηση αυτού και το εκπροσωπεί, ήτοι τους νομίμους εκπροσώπους αυτού και σ’ αυτή την περίπτωση άλλο είναι το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το δικόγραφο και το οποίο αφορά η γνωστοποίηση της επίδοσης αυτής και του περιεχομένου της και άλλο το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση. Όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει περί αυτού έκθεση, στην οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να αναφέρονται αφενός μεν τα πρόσωπα που αυτή αφορά (άρθρο 139 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ), δηλαδή τα υποκείμενα της γνωστοποίησης, που είναι ο επισπεύδων και εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται το δικόγραφο, αφετέρου το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η παράδοση. Η έκθεση επίδοσης αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς την ταυτότητα των υποκειμένων της γνωστοποίησης. Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία περί της ταυτότητάς τους. Επίσης, αν η γνωστοποίηση γίνεται προς περισσότερα πρόσωπα, απαιτούνται τόσες χωριστές επιδόσεις όσοι είναι και οι παραλήπτες του εγγράφου, εκτός αν οι περισσότεροι παραλήπτες έχουν κοινό αντίκλητο, οπότε αρκεί η επίδοση ενός μόνο εγγράφου στον κοινό αντίκλητο. Το ίδιο ισχύει και αν σε κάποιο πρόσωπο πρέπει να γίνει επίδοση με πολλαπλή ιδιότητα, οπότε και πάλι ένα μόνο έγγραφο θα επιδοθεί, αφού έτσι πληρούται ο σκοπός του νόμου για τη γνωστοποίηση. Εξάλλου, διαδικαστικό έγγραφο είναι και η έκθεση επίδοσης (ΑΠ 932/2018 ό.π., ΑΠ 627/1992). Κατ’ άρθρο δε 126 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ., η επίδοση γίνεται προσωπικά σ’ εκείνον, στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και κατ’ άρθρ. 128 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, “Αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συνοίκους του, που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοί του”. Κατά την παρ. 3 δε του ίδιου άρθρου «Σύνοικοι θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη οικογένειάς τους, που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων, καθώς και το υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος ή δωματίου της ίδιας κατοικίας”. Κατ’ άρθρο 139 παρ. 1δ’ Κ.Πολ.Δ., επίσης, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει εκτός των άλλων και μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε, σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων, που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν δεν βρεθεί ο παραλήπτης στην κατοικία του, επιτρέπεται η παράδοση του προς επίδοση εγγράφου σε άλλα πρόσωπα, που συνοικούν μ’ αυτόν, τα οποία, μεταξύ άλλων, πρέπει είναι ενήλικα, γεγονός το οποίο πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επιδόσεως. Έτσι, για το κύρος της επιδόσεως δεν αρκεί η βεβαίωση του επιμελητή στην έκθεση ότι αυτός που παρέλαβε το έγγραφο είναι σύνοικος εκείνου προς τον οποίο η επίδοση, αλλά πρέπει να βεβαιώνεται ότι αυτός στον οποίο επέδωσε, εκτός από σύνοικος είναι και ενήλικος, αν δε τούτο δεν συμβαίνει η επίδοση είναι άκυρη (ΑΠ 939/2018 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά το άρθρο 64 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα νομικά πρόσωπα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η ανώνυμη εταιρία, παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί, κατά δε το άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47α παρ.1β και 3 του κωδικοποιημένου ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, η ανώνυμη εταιρία λύεται και με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, λαμβανομένη με την απαρτία και πλειοψηφία των άρθρων 29 παρ. 3 και 31 παρ. 2 του νόμου αυτού, τη δε λύση της ανώνυμης εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση και, μάλιστα, η γενική συνέλευση με την ίδια απόφαση ορίζει και τους εκκαθαριστές, εκτός εάν η λύση επήλθε λόγω πτώχευσης, οπότε ακολουθεί η πτωχευτική διαδικασία. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 47α του ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 72 εδ. β’, 748 Α.Κ., 73 και 286 εδ. α’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η λύση της ανώνυμης εταιρίας για οποιοδήποτε λόγο δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της (ΑΠ 717/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 932/2018 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 1177/2017 Δημ. Νόμος), που διορίζονται από τη γενική συνέλευση ή εξαιρετικά από τον Υπουργό Εμπορίου (ΑΠ 932/2018 ό.π.). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 7α παρ.1 περ. γ’ και ια’ και 7β παρ. 13 και 15 του ν. 2190/1920, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνάγεται ότι, στην από τα άρθρα αυτά προβλεπόμενη δημοσιότητα, υποβάλλονται ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρίας, που έχει λυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση, ως προσώπων που ασκούν τη διαχείριση αυτής και έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα, κατά το στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του ίδιου νόμου. Η δημοσιότητα αυτή δεν είναι συστατική, αλλά αποδεικτική, η δε ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία αυτή δεν τηρήθηκε, ενώ οι τρίτοι μπορούν να τα επικαλεσθούν έναντι αυτής (ΑΠ 717/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1156/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 737/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1082/2004 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 199/2017  Δημ. Νόμος). Σκοπός των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία των τρίτων, που συναλλάσσονται με την ανώνυμη εταιρία και προσδίδουν πίστη στα δημοσιευμένα στοιχεία της. ΄Ετσι, σε περίπτωση που επέλθει μεταβολή στη διοίκηση και εκπροσώπηση της εταιρίας και η μεταβολή αυτή δεν δημοσιευθεί, η εταιρία δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι του τρίτου, που συνηλλάγη με το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας, που αναφέρεται στα δημοσιευμένα στοιχεία της, την επελθούσα μεταβολή στην εκπροσώπησή της, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε τη μεταβολή. Αντίθετα, ο τρίτος μπορεί να επικαλεσθεί έναντι της εταιρίας, με την οποία συνηλλάγη, την έλλειψη της δημοσιότητας και ότι εγκύρως συνηλλάγη με τον προηγούμενο εκπρόσωπο της εταιρίας. Τρίτος είναι κάθε πρόσωπο που δεν ταυτίζεται με την ανώνυμη εταιρία και συνηλλάγη με αυτήν καθ’ οιονδήποτε τρόπο (κατάρτιση δικαιοπραξίας, επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων κ.λ.π.) σε χρόνο, που είχε επέλθει η μη δημοσιευθείσα μεταβολή στην εκπροσώπησή της (ΑΠ 737/2015 ό.π.). Περαιτέρω, με το άρθρο 49 παρ. 7 του ν. 2190/1920, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2339/1995 και όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (βλ. σχετ. και άρθρα 170 παρ. 2, 187 παρ. 12 και 189 περ. α΄ του Ν. 4548/2018, ΦΕΚ Α 104/13.6.2018, μ’ έναρξη ισχύος από 01.01.2019 -άρθρο 190-), ορίζεται ότι “Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο […]. Η γενική συνέλευση μπορεί να διορίζει και ένα μόνο εκκαθαριστή, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά». Η υπό εκκαθάριση ανώνυμη εταιρία, που λογίζεται υφιστάμενη για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, μπορεί να ενάγει και να ενάγεται, να ασκεί ένδικα μέσα και να παρίσταται στο δικαστήριο με την εταιρική της επωνυμία, εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές της, οι οποίοι διορίζουν με σχετικό πληρεξούσιο και το δικηγόρο, που θα παρασταθεί για την εταιρία ενώπιον του δικαστηρίου (ΑΠ 717/2018 ό.π., ΑΠ 932/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1192/2013, ΑΠ 1663/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 718/2006, ΕφΑθ 6489/2011 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 7β παρ. 14 του Ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο «…Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας είναι υπεύθυνο για την υποβολή στην αρμόδια υπηρεσία … των πράξεων και στοιχείων για τα οποία απαιτείται δημοσιότητα. …» (ΣτΕ 1177/2017 ό.π.). Εάν πρόκειται να γίνει επίδοση σε ανώνυμη εταιρία υπό εκκαθάριση, η επίδοση του εγγράφου αρκεί να γίνει σε έναν από τους εκκαθαριστές της, ακόμη και όταν είναι περισσότεροι είτε δρουν συλλογικά είτε καθένας από αυτούς έχει δικαίωμα για ανεξάρτητη και αυτοτελή εκπροσώπηση (ΑΠ 932/2018 ό.π., ΑΠ 1569/1992).

Στην προκείμενη περίπτωση, επί της από 02/09/2011 και με αριθμ. κατάθ. …../2011 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, …………, η οποία ασκήθηκε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, Ανώνυμης Εταιρίας, με την επωνυμία «………..», με διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο …. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείτο, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 22/05/2012, ερήμην της εναγομένης εταιρίας, η εκκαλουμένη με αριθμ. 4634/23-10-2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 06/12/2012 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./06-12-2012, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …./06-12-2012, από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στο …., επί της οδού ……….., η οποία, όπως αναγράφεται, στο προεισαγωγικό τμήμα της εφέσεως, «…βρίσκεται υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα…», στο κείμενο δε αυτής αναγράφεται ότι η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 29/11/2012. Δικάσιμος προς συζήτηση της εφέσεως αυτής ορίστηκε αρχικά η 19/09/2013 και μετ’ αναβολή η 22/05/2014, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε. ΄Ηδη, με την από 05/03/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/13-03-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/13-03-2018, κλήση του εφεσιβλήτου – ενάγοντος [……….], η οποία απευθύνεται προς την εκκαλούσα – εναγομένη εταιρία [Ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………», με διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο …. Αττικής, ………..και, όπως αναγράφεται στο προεισαγωγικό τμήμα αυτής (κλήσεως), «…βρίσκεται υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές αυτής 1) ………, κάτοικο Νίκαιας Αττικής,…και 2) …….., κάτοικο Κερατσινίου Αττικής,…, όπως ορίσθηκαν με την από 31/05/2012 καταχώρηση του Αντιπεριφερειάρχη Πειραιά ………. (Φ.Ε.Κ. 4474/14-06-2012)…»], φέρεται προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (07/02/2019), η ως άνω από 06/12/2012 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …../06-12-2012, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 1268/06-12-2012, κατά της ως άνω εκκαλουμένης με αριθμ. 4634/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Όπως αναγράφεται δε στην κλήση αυτή, ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο του με αριθμ. ……/2012 πρώτου εκτελεστού απογράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως, μετ’ επιταγής προς πληρωμής κοινοποιήθηκε, την 29-11-2012, στους εκκαθαριστές της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας. Η τελευταία (ανώνυμη εταιρία), ωστόσο, δεν εμφανίστηκε, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, εκπροσωπούμενη από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, ούτε, άλλωστε, κατατέθηκαν εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις για λογαριασμό της εταιρίας, καθώς οι ως άνω φερόμενοι στην από 05/03/2018 κλήση ως εκκαθαριστές αυτής 1) ………., κάτοικος Νίκαιας Αττικής και 2) ………., κάτοικος Κερατσινίου Αττικής, εκπροσωπούμενοι από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους, ……., δήλωσαν προφορικά, καταχωριζομένης της δηλώσεως αυτής στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ότι παρίστανται «ενεργώντας ατομικά μόνο για λογαριασμό τους», κατέθεσαν δε επί έδρας τις από 05/02/2019 έγγραφες προτάσεις τους μόνον στ’ όνομά τους. Η ως άνω από 05/03/2018 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./13-03-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./13-03-2018 κλήση, όμως, δεν απευθύνεται κατά των ανωτέρω ατομικά, αλλά κατά του ως άνω νομικού προσώπου, που είναι διάδικο μέρος στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι κατά της εκκαλούσας – εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, που τελεί υπό εκκαθάριση και, όπως αναγράφεται σε αυτήν, εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές αυτής 1) ………… και 2) …………., ούτε, άλλωστε, ασκήθηκε η υπό κρίση έφεση από τους τελευταίους ατομικά, αλλά από την ως άνω ανώνυμη εταιρία, νόμιμα εκπροσωπούμενη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων δικογράφων. Συνεπώς, εφόσον οι τελευταίοι φέρονται στην ως άνω κλήση ως εκκαθαριστές της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, ήτοι ως νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, δεν είναι διάδικοι και δεν νομιμοποιούνται να παρασταθούν ατομικά, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης, τη στιγμή μάλιστα που δεν συμμετείχαν με άλλο νόμιμο τρόπο στη δίκη αυτή, αλλά διάδικοι είναι αφενός μεν ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, αφετέρου δε η εναγομένη ανώνυμη εταιρία και ήδη εκκαλούσα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία, εφόσον είναι νομικό πρόσωπο, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το δικόγραφο της κλήσης και το οποίο αφορά η γνωστοποίηση της επίδοσης αυτής και του περιεχομένου της, ως υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης της δίκης, άλλα δε είναι τα πρόσωπα στα οποία γίνεται η επίδοση. Η λύση δε της ανώνυμης εταιρίας για οποιοδήποτε λόγο δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις με αριθμ. …../14-06-2018 και …./15-06-2018 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω από 05/03/2018 κλήσης του εφεσιβλήτου για συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε, με την επιμέλεια του εφεσιβλήτου, για λογαριασμό της απολιπομένης ως άνω εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, στους 1) ……… και 2) ………, αντίστοιχα, υπό την ιδιότητά τους ως εκκαθαριστών και νομίμων εκπροσώπων της υπό εκκαθάριση τελούσης ως άνω ανώνυμης εταιρίας, ορισθέντες με την από 31/05/2012 καταχώρηση του Αντιπεριφερειάρχη Πειραιά . …. (ΦΕΚ 4474/14-6-2012). Από τις ως άνω εκθέσεις επίδοσης δεν δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία περί του ότι δέκτης της γνωστοποίησης της επίδοσης της από 05/03/2018 κλήσεως είναι η ως άνω καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσα – ανώνυμη εταιρία, αφού αναφέρεται ότι η παράδοση του επιδιδόμενου αντιγράφου της κλήσης στους αναφερόμενους γίνεται, υπό την ιδιότητά τους ως εκκαθαριστών της εκκαλούσας και έτσι προσδιορίζεται σαφώς ότι η γνωστοποίηση της κλήσεως γίνεται προς την εκκαλούσα, την οποία αφορά αυτή. Δεν ήταν δε αναγκαίο να αναγράφεται στην έκθεση επίδοσης ο τρόπος με τον οποίο διορίστηκαν ως εκκαθαριστές της εκκαλούσας (βλ. σχετ. ΑΠ 932/2018 ό.π.). ΄Αλλωστε, η δημοσιότητα αυτή, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι συστατική, αλλά αποδεικτική. Ωστόσο, στις ως άνω με αριθμ. …./14-06-2018 και …./15-06-2018 εκθέσεις επιδόσεως του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, βεβαιώνονται, σχετικά με τα πρόσωπα, στα οποία έγινε η επίδοση, αντίστοιχα τα ακόλουθα: 1) για μεν το ……….. ότι «…΄Ηλθα εδώ, στην κατοικία του προς ον η επίδοση, ……., επί της οδού ………., στη Νίκαια Αττικής. Επειδή, όμως, ο ίδιος απουσίαζε, παρέδωσα στον ευρεθέντα σύνοικο υιό του ………., καθώς εδήλωσε ο παραλαβών, ερωτηθείς σχετικώς, το προαναφερόμενο αντίγραφο…» και 2) για δε το …….. ότι «…΄Ηλθα εδώ, στην κατοικία του προς ον η επίδοση, ……… επί της οδού ……., στο Κερατσίνι Αττικής. Επειδή, όμως, ο ίδιος απουσίαζε, παρέδωσα στον ευρεθέντα σύνοικο υιό του ……., καθώς εδήλωσε ο παραλαβών, ερωτηθείς σχετικώς, το προαναφερόμενο αντίγραφο…». Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εφεσιβλήτου παραστάθηκε με την από 06/02/2019 έγγραφη δήλωσή του, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως σημειώνεται ανωτέρω και ανέπτυξε τις απόψεις του εφεσίβλητου με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε. Ενόψει, όμως, της ερημοδικίας της εναγομένης στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος όφειλε, για να θεωρηθεί προσηκόντως παριστάμενος στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τον οποίο είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υποθέσεως, να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο και όχι να παρασταθεί ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης, ήτοι εφέσεως, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, έγινε με επιμέλεια του εφεσιβλήτου και ο τελευταίος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δεν παραστάθηκε, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, έχοντας υποβάλλει σχετική δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζή­τηση της εφέσεως, η οποία είναι υποχρεωτικά προφορική, θεωρείται δικονομικά απών και, συνεπώς, δικάζεται ερήμην και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν λαμβάνονται υπόψη. Κατόπιν των ανωτέρω, πέραν του γεγονότος ότι δεν αναφέρεται στις ως άνω εκθέσεις επιδόσεως εάν οι παραλαβόντες την κλήση σύνοικοι, στους οποίους έγινε και η κλήτευση των φερομένων ως νομίμων εκπροσώπων της απολιπομένης ως άνω καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας εταιρίας, ήταν ενήλικοι, ώστε, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να αποδεικνύεται νόμιμη κλήτευση της απολιπομένης καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας για τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθώς για το κύρος της επιδόσεως δεν αρκεί η βεβαίωση του Επιμελητή στην έκθεση ότι αυτός, που παρέλαβε το έγγραφο, είναι σύνοικος εκείνου προς τον οποίο η επίδοση, αλλά πρέπει να βεβαιώνεται ότι αυτός, στον οποίο επέδωσε, εκτός από σύνοικος είναι και ενήλικος, αν δε τούτο δεν συμβαίνει η επίδοση είναι άκυρη (άρθρα 126 παρ. 1γ, 128 παρ. 1 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 -και εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου επιδόσεως αντιγράφων της υπό κρίση κλήσης- και 139 παρ. 1 δ΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 939/2018 ό.π.), εφόσον, κατά τη μελέτη της υποθέσεως, διαπιστώνεται αφενός μεν ότι ο καλών – εφεσίβλητος είναι δικονομικώς απών, αφετέρου δε η καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσα εταιρία είναι απούσα, πρέπει να κηρυχθεί, αυτεπαγγέλτως, ματαιωμένη η συζήτηση της από 06/12/2012 και με αριθμ. κατάθ. ……../2012 έφεσης, κατά της με αριθμ. 4634/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ ματαιωμένη τη συζήτηση της από 06/12/2012 και με αριθμ. κατάθ. ……./2012 έφεσης, κατά της με αριθμ. 4634/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 11/09/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ