ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Δάνειο άτοκο. Απορρίπτει ένσταση μερικής εξόφλησης με δόση άλλων πραγμάτων (προϊόντων) αντί καταβολής. Δικαίωμα δανειστή για τόκους υπερημερίας κατ’ άρθρο 808 Α.Κ., ανεξάρτητα εάν το δάνειο ήταν άτοκο ή έντοκο. Αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, είναι εκείνες, που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Δεκτή η αγωγή κατά την κύρια (ενδοσυμβατική) βάση. Απορρίπτει έφεση.
Αριθμός Απόφασης: 515 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 28/02/2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../01-03-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../14-03-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./14-03-2018, κατά της με αριθμ. 5688/20-12-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 11/11/2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./14-11-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../14-11-2016, αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, ως ηττηθέντα διάδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 20-04-2018 (βλ. σχετ. με αριθμ. …../20-04-2018 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), ήτοι μετά την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως, την 01/03/2018, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, παραιτούμενος από το δικόγραφο της από 10-11-2015 (αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./2015) αγωγής, που είχε ασκήσει εναντίον του εναγομένου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει του από 5-5-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, συνήψε με τον εναγόμενο, στα Κύθηρα, σύμβαση άτοκου δανείου, ποσού 25.000 ευρώ, προκειμένου να τον διευκολύνει στην επιχειρηματική του δραστηριότητα (κυρίως με τη μελισσοκομία) και στην εξόφληση υποχρεώσεών του προς τρίτους, όπως είχε δηλώσει σε αυτόν ο εναγόμενος. Ότι το ως άνω ποσό του δανείου περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου, μέσω τμηματικών καταβολών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, την 12-6-2009, συνήψε προφορικά με τον εναγόμενο νέα σύμβαση άτοκου δανείου ποσού 5.000 ευρώ. Ότι, αν και ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει το συνολικό δανεισθέν ποσό των 30.000 ευρώ σε δύο ισόποσες ετήσιες δόσεις, ποσού 15.000 ευρώ η καθεμία, την 31-12-2009 και 31-12-2010 αντίστοιχα καθεμία από τις δόσεις, ουδέν ποσό έχει καταβάλει μέχρι την άσκηση της αγωγής, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του. Ότι ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του το έγκλημα της απάτης, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, αφού αυτός, με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε σε αυτόν (ενάγοντα) ψευδώς ότι είναι φερέγγυος, ενόψει και της προς της συνταξιοδότησής του ιδιότητάς του ως υπαστυνόμου, υπηρετήσαντος επί πολλά έτη στα Κύθηρα, ότι εκτός του μισθού του έχει σημαντική ακίνητη περιουσία και ότι, μετά την επικείμενη τότε έξοδό του από την υπηρεσία και τη συνταξιοδότησή του, θα εξοφλούσε το δάνειο στη συμφωνηθείσα παραπάνω λήξη των δύο δόσεων αποπληρωμής του. Ότι οι ως άνω παραστάσεις και διαβεβαιώσεις ήταν ψευδείς, αφού ο εναγόμενος ήταν αφερέγγυος, στερούμενος εμφανών περιουσιακών στοιχείων και δεν είχε την πρόθεση να επιστρέψει τα δανεισθέντα ποσά. Ότι, εάν γνώριζε την αναλήθεια των όσων ανωτέρω ψευδώς του παρέστησε ο εναγόμενος και την πραγματική πρόθεσή του να του αποσπάσει τα προαναφερόμενα ποσά ως δάνειο και να μην του τα επιστρέψει, δε θα δεχόταν τη σύναψη των ένδικων δανείων. Ότι από την ως άνω αδικοπρακτική, σε βάρος του, συμπεριφορά του εναγομένου ζημιώθηκε κατά το προαναφερόμενο ποσό των 30.000 ευρώ, που κατέβαλε στον τελευταίο, ενώ από την ίδια σε βάρος του παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά έχει υποστεί και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας κρίνει εύλογο να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, ποσού 5.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητούσε με την αγωγή του: 1) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει: α) κατά τις διατάξεις περί δανείου, το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ και δη το ποσό των 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 31-12-2009 και το ποσό των 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 31-12-2010, άλλως τα ίδια εν λόγω ποσά, νομιμοτόκως από την κοινοποίηση σ’ αυτόν, την 23-11-2015, της προαναφερόμενης από 10-11-2015 όμοιας κατ’ αυτού αγωγής, που άσκησε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο αυτής, άλλως, το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και β) κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, το συνολικό ποσό των 35.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της προαναφερόμενης ως άνω από 10-11-2015 όμοιας κατ’ αυτού αγωγής, που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο αυτής, άλλως το ίδιο εν λόγω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, 2) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση, κατά την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή, 3) να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση, λόγω της αδικοπραξίας, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και 4) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 5688/20-12-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 03/05/2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 148, 149, 297, 298, 299, 330, 914, 806 επ. 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 386 παρ. 3 α’- 1ΠΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 δ’, 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά τη βάση της από αδικοπραξία, έκανε δε δεκτή αυτήν, κατά τα λοιπά, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση, την 23-11-2015, της προγενέστερης από 10-11-2015 (αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2015) αγωγής, που άσκησε εναντίον του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και καταδίκασε τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.
Κατά το άρθρο 806 του Α.Κ., “με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας” (ΑΠ 1360/2018 Δημ. Νόμος). ΄Οπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 806 Α.Κ., η σύμβαση δανείου είναι ενοχική, διαρκής, ετεροβαρής και άτυπη σύμβαση. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Ο δανείζων έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου, το οποίο οριστικά να εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου. Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη. Εφόσον δε η παραπάνω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Η κατά τα άνω δε μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειστικής σύμβασης, εις τρόπον ώστε, εάν αυτή ελλείπει, να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίστηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη μάλιστα από την πιο πάνω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 1234/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1360/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1802/2007 ΕλΔ 49.145 ΑΠ 609/2005 ΕλΔ 47.1014). Από τη διάταξη δε του άρθρου 806 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου, που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από το δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 1510/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.889/2010, ΑΠ 847/2009 Δημ. Νόμος). Δεν είναι δε αναγκαίο για το ορισμένο της σχετικής αγωγής να παρατίθενται άλλα στοιχεία, όπως ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο (και ειδικότερα αν ο οφειλέτης είχε οικονομικό πρόβλημα και σε τι συνίστατο το πρόβλημα αυτό) ή ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε το δανεισθέν χρηματικό ποσό στο δανειστή (ΑΠ 1510/2011 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 806-808 και 341 παρ. 1 Α.Κ., προκύπτει ότι, αν για την απόδοση του δανείου συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται όχληση ή άλλη ενέργεια του δανειστή, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει, εκτός από το δάνεισμα, τόκους υπερημερίας, ανεξάρτητα αν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο (ΕφΘεσ 2999/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7060/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 120/1991 ΕλΔ 36.398, Ι. Ρόκας εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου υπό άρθρο 808 αρ. 1 σ. 237, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμ Α.Κ. άρθρο 806 σημ. 31, 58, άρθρο 807 σημ. 18, 20, άρθρο 808, Απ. Γεωργιάδη, Σύντ. Ερμην. Α.Κ., έκδ. 2010, Φουρκιώτης, Ενοχικό Δίκαιο εκδ. β` σ. 310). Εξάλλου, η συνομολόγηση τόκων ή άλλων ωφελειών για το δανειστή είναι παρεπόμενο δικαίωμα από τη σύμβαση του δανείου. Επίσης, και η συνομολόγηση διαφόρων όρων ή μέτρων εξασφαλιστικών της επιστροφής του κεφαλαίου και των συνομολογηθέντων τόκων ή άλλων κερδών δεν αλλοιώνει καθόλου τον χαρακτήρα του (βλ. ΕφΑθ 5559/1989 Δημ. Νόμος).Τέλος φόρμας
Ε
Εξάλλου, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., με τους οποίους ορίζεται αφενός ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και αφετέρου ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στην δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή δε στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα (ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1483/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1360/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 354/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 315/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2053/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 115/2013 Δημ. Νόμος). Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004, ΑΠ 60/2019 ό.π., ΑΠ 1360/2018 ό.π.). Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και κάθε μια από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένες, στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο (ΑΠ 518/2018 ό.π., ΑΠ 788/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 ό.π.).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος, που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 212/2018 ό.π.), δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της (ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1668/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π.). Συνεπώς, παράνομη είναι και η “αντισυναλλακτική” συμπεριφορά, ακριβώς επειδή ενέχει αμέλεια, επειδή δηλαδή αποκλίνει από τη συμπεριφορά, την οποία ένας μέσος συνετός άνθρωπος, που ανήκει στον ίδιο κύκλο με το δράστη, όφειλε να επιδείξει. Στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως μορφή υπαιτιότητας. Το ότι ο δράστης όφειλε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ενός αγαθού σημαίνει ότι η συμπεριφορά του είναι παράνομη. Το ότι μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή, σύμφωνα με τα μέτρα ενός συνετού ανθρώπου, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή (τον ψυχικό σύνδεσμο του δράστη με την αδικοπραξία), ότι υπάρχει υπαιτιότητα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ίδια πράξη, δηλαδή η αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά, συνιστά και την παράνομη και την υπαίτια συμπεριφορά (ΑΠ 325/2018 ό.π.). Από την ίδια δε διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 Α.Κ. και 386 Π.Κ., προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή σε επιχείρηση πράξεως από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων αναγομένων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 316/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π. 41/2010). Ειδικότερα, η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του, με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 316/2018 ό.π., ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π.541/2012, 41/2010). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 Π.Κ., ερμηνευομένης, ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο, που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 209/2018 ό.π., ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 373/2008). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 4/2015).
Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 Α.Κ., 215 παρ. 1 εδαφ. α` και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής, για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως είναι όχι μόνο διαδικαστική πράξη αλλά και οιονεί δικαιοπραξία οχλήσεως, ενέχουσα πρόσκληση από το δανειστή προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής. ΄Eτσι, η επίδοση της αγωγής, ανεξάρτητα από το ότι αποτελεί διαδικαστική πράξη συνεπαγόμενη την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους χωρίς υπερημερία του εναγομένου οφειλέτη (άρθρο 346 Α.Κ.), είναι και όχληση καθιστώσα τον οφειλέτη υπερήμερο και υπόχρεο να πληρώσει τον νόμιμο τόκο υπερημερίας (Α.Κ. 340). Η υποχρέωση αυτή δεν είναι συνέπεια της ασκήσεως της αγωγής, αλλά της όχλησης, η οποία και όταν ασκείται με την αγωγή δεν αποβάλλει την αυτοτέλειά της. Η κατά τα άρθρα 294, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, καθώς και ο κατά τα άρθρα 223 και 224 ΚΠολΔ, γενόμενος με τις προτάσεις του περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, επιφέρουν την ανατροπή εξ υπαρχής μόνο των αποτελεσμάτων, που επήλθαν με και από την άσκηση της αγωγής, χωρίς να επηρεάζουν τον χαρακτήρα της επιδόσεώς της ως οχλήσεως δημιουργικής υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής των αντίστοιχων τόκων σύμφωνα με το άρθρο 345 Α.Κ. (Ολ ΑΠ 13/1994, ΑΠ 457/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1266/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1520/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 383/2013 Δημ. Νόμος).
Εξάλλου, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται, κατά το άρθρο 416 Α.Κ., με καταβολή, η οποία συνιστά υλική πράξη, δηλαδή απλό πραγματικό γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία, για να έχει, όμως, η καταβολή ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι η προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής αυτό, που πραγματικά δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση, ενώ δεν αρκεί η τμηματική καταβολή (ΑΠ 506/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 326/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 315/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 684/2013 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 680/2016 Δημ. Νόμος). Καθίσταται δε υπερήμερος ο δανειστής, κατά το άρθρο 349 του ΑΚ, αν δεν αποδέχεται την παροχή, που του προσφέρεται. Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και η προσήκουσα (ΑΠ 105/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 715/2015 Δημ. Νόμος), δηλαδή να είναι κατά ποσότητα η οφειλόμενη και να προσφερθεί στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. `Ετσι, προσφορά παροχής διαφορετικής ή μικρότερης από εκείνη, που πραγματικά οφείλεται, δεν είναι ικανή να προκαλέσει υπερημερία του δανειστή, αφού ο τελευταίος σύμφωνα με το άρθρο 316 του ΑΚ δεν υποχρεούται να δεχθεί μερική εκπλήρωση και η άρνηση του δεν οδηγεί σε υπερημερία, εκτός αν η απόκλιση από την πραγματικά οφειλόμενη παροχή είναι επουσιώδης, οπότε η άρνηση στη συγκεκριμένη περίπτωση αντίκειται στην καλή πίστη ή παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος (Γ. Μπαλής, Ενοχ. Δικ., έκδ. 3η παρ.37 αριθ. 8, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό, κάτω από το άρθρο 349 ΑΚ, σελίδα 256, ΜονΕφΠειρ 715/2015 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 419 του Α.Κ., προκύπτει ότι, για να επέλθει απόσβεση της ενοχής με δόση αντί καταβολής απαιτείται συμφωνία δανειστή και οφειλέτη, ότι η άλλη παροχή δίνεται αντί καταβολής (pro soluto, in solutum), συνάμα δε να συνοδεύεται η συμφωνία αυτή και μ’ έμπρακτη ή άμεση εκτέλεση της άλλης παροχής, που δίνεται αντί της οφειλόμενης. Στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης σε εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής αναλαμβάνει νέα υποχρέωση για άλλη διαφορετική παροχή, αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της βούλησης των μερών, αν αυτά, την ανάληψη της νέας αυτής υποχρέωσης, ήθελαν “αντί καταβολής” (in solutum), δηλ. σε αντικατάσταση και απόσβεση της οφειλόμενης ή αν χάριν και προς το σκοπό της μελλοντικής εκπλήρωσης της οφειλόμενης (pro solvendo). Με την πρώτη έννοια, μόλις γίνει ανάληψη της νέας υποχρέωσης, η αρχική αυτοδικαίως αποσβήνεται, αυτή δε η σύμβαση συμπίπτει με την ανανέωση (άρθρο 436 Α.Κ.), για το κύρος της οποίας (σύμβασης ανανέωσης ενοχής) απαραίτητος όρος είναι να υπάρχει σκοπός ανανέωσης, σκοπός δηλαδή των συμβαλλομένων μερών για κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής με τη σύσταση νέας, ο οποίος (σκοπός) δεν εικάζεται, αλλά πρέπει να γίνεται επίκλησή του και να αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο αυτόν. Με τη δεύτερη έννοια, αντίθετα, ενώ σώζεται η αρχική υποχρέωση, γεννιέται προσθέτως και νέα, ούτως ώστε ο δανειστής έχει παράλληλα δύο απαιτήσεις. Το άρθρο 421 Α.Κ. στο ζήτημα κατά πόσο η ανάληψη νέας διαφορετικής υποχρέωσης σε εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής γίνεται pro soluto ή αν pro solvendo, καθιερώνει τον ερμηνευτικό κανόνα ότι, εφ’ όσον σαφώς δεν προκύπτει το εναντίον (πρβλ. και άρθρο 438 Α.Κ.) θεωρείται, ότι η ανάληψη της νέας υποχρέωσης γίνεται pro solvendo (ΑΠ 840/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ α΄ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος, που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής, που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Μόνο αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν’ αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, οπότε στον οφειλέτη απόκειται περαιτέρω με επαντένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ. Ενόψει, όμως, του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή, κατ’ άρθρο 361 Α.Κ., αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτήν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για το δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ, δηλαδή η παροχή που έγινε «…καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος…στο αρχαιότερο…». Η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ εφαρμόζεται αναλογικά όχι μόνο όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις αλλά και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση (ΑΠ 315/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 531/2015). Εξ άλλου κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1591/2017 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262§1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 1385/2015, ΑΠ 24/2000 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 ό.π.).
Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν, όμως, με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα δε 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 207/2017 ό.π.). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή, όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ.. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Σε περίπτωση, δε, που κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης, που πλήττονται με την έφεση, αλλά επεκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις της αγωγής, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή, η, δε, έρευνα των βάσεων, που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οίκοθεν, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκατάστασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβαθμίου. Επομένως, για την εξέταση αυτή δεν απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 39/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1248/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1316/2008 ΕλλΔνη 2008. 1434, ΑΠ 834/2008 ΝοΒ 2008. 2458, ΕφΑθ 6601/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 4644/2006 ΝοΒ 2008. 581). Αν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του εναγομένου, που παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν δύναται να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 221/2015 Δημ. Νόμος ό.π., ΕφΑθ 6601/2011 ό.π., ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 47/2011 Δημ. Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο, ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. β` ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται (και) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (ΟλΑΠ 2/2008). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ.1, 346, 453 παρ.1 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες, που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Η δε σχετική επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που αφορά μεν τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, πλην, όμως, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 374/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 305/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1193/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1646/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1674/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1261/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 794/2017, AΠ 363/2017). Απαιτείται δηλονότι, όχι μόνον η προσκομιδή, αλλά και η επίκληση του μη ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου ή η μη επίκληση του ληφθέντος υπ` όψη (ΑΠ 1674/2018 ό.π., ΑΠ 1261/2018 ό.π., ΑΠ 926/2007, ΑΠ 679/2005). Ειδικότερα, για την επίκληση του αποδεικτικού μέσου, δεν είναι απαραίτητη η χρήση πανηγυρικών όρων, αλλά αρκεί να προκύπτει σαφώς η βούληση του διαδίκου για την εκτίμηση του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου από το δικαστήριο (ΑΠ 305/2019 ό.π.). Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιες δίκης. (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 14/2005, ΑΠ 23/2008, ΑΠ 1674/2018 ό.π., ΑΠ 1261/2018 ό.π. ΑΠ 1193/2018 ό.π.). Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως εάν έγινε νόμιμη επίκληση των προσκομιζομένων από το διάδικο αποδεικτικών μέσων στις προτάσεις του (ΑΠ 1646/2018 ό.π., ΑΠ 1261/2018 ό.π.). Οι αποδείξεις, που παρά το νόμο ελήφθησαν υπ` όψη από το δικαστήριο της ουσίας, πρέπει να είναι κρίσιμες για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων, αφού μόνο ένας τέτοιος ισχυρισμός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 42/2002, ΟλΑΠ 911/2002, ΑΠ 1261/2018 ό.π., ΑΠ 511/2016). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009).
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, από τις με αριθμ. ……./9-12-2016 και …../9-12-2016 ένορκες βεβαιώσεις του ……… και ………., οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 1 του ίδιου νόμου), ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες – άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 άρθρο δεύτερο του Ν.4335/2015) κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. …./24-11-2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Ειρηνοδικείο Κυθήρων ……….) (ο εναγόμενος δεν προσκομίζει ένορκες βεβαιώσεις), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, κατόπιν διαμεσολάβησης του κοινού τους φίλου, ……….., κατήρτισαν στα Κύθηρα, δυνάμει του από 5-5-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμβαση άτοκου δανείου, ποσού 25.000 ευρώ, προκειμένου ο ενάγων, ο οποίος είναι εφοπλιστής, να διευκολύνει τον εναγόμενο στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης δανείου, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση του εναγομένου και το σύνολο των ισχυρισμών του, συναγομένης περί τούτου ομολογίας (άρθρα 261, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), ο ενάγων κατέθεσε στον υπ’ αριθ. …../515020-52 κοινό λογαριασμό, που τηρούσε ο εναγόμενος με τη σύζυγό του, …., στην Εθνική Τράπεζα, τα εξής ποσά: α) την 16-5-2008 το ποσό των 1.000 ευρώ, β) την 21-5-2008 το ποσό των 5.000 ευρώ, γ) την 9-6-2008 το ποσό των 5.000 ευρώ, δ) την 27-6-2008 το ποσό των 6.000 ευρώ, ε) την 23-7-2008 το ποσό των 5.000 ευρώ και στ) την 18-8-2008 το ποσό των 3.000 ευρώ. Την 12-6-2009 οι διάδικοι συνήψαν προφορικά νέα σύμβαση άτοκου δανείου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων δάνεισε στον εναγόμενο το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο ο πρώτος κατέβαλε στο δεύτερο αυθημερόν στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Δυνάμει του ως άνω από 5-5-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφωνήθηκε, επίσης, μεταξύ των διαδίκων, ότι ο εναγόμενος θα απέδιδε στον ενάγοντα το δανεισθέν ποσό σε δύο ετήσιες δόσεις, ποσού 15.000 ευρώ η καθεμία, από το επόμενο έτος, δηλαδή τα έτη 2009 και 2010, μη ορισθείσας δε ρητής ημερομηνίας πληρωμής καθεμίας των δόσεων τούτων, αυτής θεωρούμενης την τελευταία ημέρα του αντίστοιχου έτους, δηλαδή την 31-12-2009 και 31-12-2010 για καθεμία των δόσεων τούτων αντίστοιχα. Ο εναγόμενος, όμως, δεν απέδωσε, κατά τις ως άνω συμφωνηθείσες ημερομηνίες, στον ενάγοντα τα προαναφερθέντα ποσά που είχε λάβει ως δάνειο από αυτόν. Ο εναγόμενος, ο οποίος συνομολογεί τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων δανείου, ισχυρίστηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και επαναφέρει το σχετικό ισχυρισμό παραδεκτά με την υπό κρίση έφεσή του, ότι έχει εξοφλήσει μέρος του ως άνω συνολικού δανεισθέντος ποσού των 30.000 ευρώ, καθόσον κατά τη μεταξύ τους συμφωνία παρέδωσε στον ενάγοντα μέλι παραγωγής του, συνολικής αξίας 19.850 ευρώ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι παρέδωσε στον ενάγοντα, τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 και κατά το χρονικό διάστημα από 20 Ιουλίου έως 14 Αυγούστου εκάστου των ανωτέρω ετών, τις παρακάτω ποσότητες μελιού: α) το έτος 2008, 50 κιλά μέλι, αξίας 22,50 ευρώ το κιλό και συνολικού ποσού 1.125 ευρώ, β) το έτος 2009, 120 κιλά μέλι, αξίας 22,50 ευρώ το κιλό, και συνολικού ποσού 2.700 ευρώ, γ) το έτος 2010, 150 κιλά μέλι, αξίας 22,50 ευρώ το κιλό, και συνολικού ποσού 3.375 ευρώ, δ) το έτος 2011, 180 κιλά μέλι, αξίας 22,50 ευρώ το κιλό, και συνολικού ποσού 4.050 ευρώ, ε) το έτος 2013, 200 κιλά μέλι, αξίας 20 ευρώ το κιλό, και συνολικού ποσού 4.000 ευρώ και στ) το έτος 2014, 230 κιλά μέλι, αξίας 20 ευρώ το κιλό, και συνολικού ποσού 4.600 ευρώ. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, ότι ο εναγόμενος, προς απόσβεση της ενοχής εκ του κεφαλαίου του ως άνω δανεισθέντος ποσού των 30.000 ευρώ, θα παρέδιδε στον ενάγοντα μέλι παραγωγής του και ότι αυτός (εναγόμενος) παρέδωσε στον τελευταίο, κατά τα ανωτέρω έτη 2008, 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014, τις αντίστοιχες ποσότητες μελιού, συνολικής αξίας 19.850 ευρώ, τη στιγμή μάλιστα, που, δυνάμει του ως άνω από 5/5/2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, είχε συμφωνηθεί η εξόφληση του δανεισθέντος ποσού, τα έτη 2009 και 2010, σε δύο ισόποσες δόσεις. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι οι παραδοθείσες στον ενάγοντα ποσότητες μελιού, περίπου 60 κιλών ετησίως, για την κάλυψη των οικογενειακών του αναγκών και ορισμένων φίλων του, έγιναν από τον εναγόμενο προς απόσβεση, κατά κεφάλαιο, μέρους του επίδικου δανείου, συνολικού ύψους 30.000 ευρώ, καθώς, ουδόλως αποδείχθηκε, αφενός μεν κατά το χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων δανείου, αφετέρου δε μεταγενέστερα, η επικαλούμενη από τον εναγόμενο διαφορετική συμφωνία, κατ’ άρθρο 361 Α.Κ., μεταξύ των διαδίκων, περί του τρόπου απόσβεσης του κεφαλαίου του επίδικου δανείου, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε προς απόσβεση της ένδικης οφειλής του, κατά κεφάλαιο, η απόδοση προϊόντων όχι της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, αλλά άλλης ποιότητας, ήτοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, επικαλείται συμφωνία περί αποσβέσεως της ενοχής εκ του ποσού του κεφαλαίου του δανεισθέντος κεφαλαίου με την ανάληψη υποχρέωσης για την καταβολή παροχής διαφορετικής από την οφειλόμενη αντί καταβολής της αρχικής ενοχής (ισόποσου χρηματικού ποσού) και συγκεκριμένα περί εξοφλήσεως του δανείου δι’ αποστολής στο δανειστή ενάγοντα εμπορευμάτων, το αντίτιμο των οποίων θα συμψήφιζε προς την εκ δανείου απαίτηση (βλ. σχετ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 806 σημ. 5, Απ. Γεωργιάδη, Σύντ. Ερμην. Α.Κ., έκδ. 2010, άρθρο 806 Α.Κ. σημ. 11, 17, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Α.Κ., άρθρο 806, σημ. 38). Ουδόλως δε ο εναγόμενος επικαλείται είτε την αιτία της μη ρητής αναφοράς του τρόπου αυτού απόσβεσης του οφειλομένου ποσού στην καταρτισθείσα, δυνάμει του από 5-5-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμβαση δανείου, κατά την οποία ο ενάγων χορήγησε στον εναγόμενο το χρηματικό ποσό των (25.000) είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ άτοκα σε τραπεζικό λογαριασμό της Ε.Τ.Ε. και με τον όρο ότι θα το αποδώσει με ετήσιες δόσεις του χρηματικού ποσού των (15.000) δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ, καταθέτοντας το στον τραπεζικό λογαριασμό του στην Ε.Τ.Ε., είτε την αιτία της μη σύνταξης πρόσθετου ιδιωτικού συμφωνητικού περί του τρόπου απόσβεσης της οφειλής του και της αδυναμίας αποκτήσεως σχετικού εγγράφου από το έτος 2008 έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής το έτος 2016, καθώς και αληθής υποτιθέμενη η επικαλούμενη από τον εναγόμενο ως άνω συμφωνία τους, περί του τρόπου απόσβεσης του κεφαλαίου του ένδικου δανείου, έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του ως άνω από 5/5/2008 ιδιωτικού συμφωνητικού. Αλλά ούτε και την 12-6-2009, οπότε οι διάδικοι συνήψαν προφορικά νέα σύμβαση άτοκου δανείου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων δάνεισε στον εναγόμενο το ποσό των 5.000 ευρώ, προκύπτει η έγγραφη τροποποίηση της προγενέστερης από 05/05/2008 συμβάσεως δανείου περί του τρόπου αποσβέσεως του δανείου. Ούτε, επίσης, προκύπτει η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας του ενάγοντος, ο οποίος είναι εφοπλιστής, ανάλογης με τα προϊόντα παραγωγής του εναγομένου, ώστε να έχει ανάγκη παραδόσεως σε αυτόν, για τη μεταπώλησή τους σε τρίτους, κατ’ έτος, των ως άνω ποσοτήτων μελιού, τις οποίες ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει σε αυτόν, προς απόσβεση του ένδικου δανείου και επικαλείται ότι παρέδωσε, κατά τις ως άνω επικαλούμενες ποσότητες, σε αυτόν. Ούτε, άλλωστε, επικαλείται ο εναγόμενος ορισμένως τα στοιχεία της νέας αυτής, κατ’ άρθρο 361 Α.Κ., συμφωνίας, κατά ποσότητα και τίμημα των ως άνω προϊόντων, κατά το χρόνο σύναψής της. Εξάλλου, πέραν του γεγονότος ότι η παράδοση των ως άνω ποσοτήτων μελιού δεν συνιστά προσήκουσα καταβολή προς απόσβεση της ένδικης εκ του κεφαλαίου οφειλής, καθώς δεν είχε ως αντικείμενο ακριβώς την οφειλομένη παροχή, ο εναγόμενος, ο οποίος ασχολούνταν παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα, ως Υπαστυνόμος στα Κύθηρα, και με τη μελισσοκομία, ουδόλως προσκομίζει και επικαλείται εξοφλητικές αποδείξεις συνολικού ποσού 19.850 ευρώ, άλλως άλλα αποδεικτικά μέσα περί της παράδοσης στον εναγόμενο των ως άνω ποσοτήτων μελιού, κατά τα ως άνω έτη, προς απόσβεση του κεφαλαίου του ένδικου δανείου, όπως ισχυρίζεται. Σε κάθε δε περίπτωση, η συνομολόγηση τόκων ή άλλων ωφελειών για το δανειστή είναι παρεπόμενο δικαίωμα από τη σύμβαση του δανείου. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 806-808 και 341 παρ. 1 Α.Κ., προκύπτει ότι, εφόσον για την τμηματική απόδοση του δανείου είχε συμφωνηθεί για εκάστη δόση ορισμένη ημέρα, ο εναγόμενος οφειλέτης κατέστη υπερήμερος, με μόνη την παρέλευση εκάστης ημέρας, οπότε στην περίπτωση αυτή, δεν ήταν αναγκαία όχληση ή άλλη ενέργεια του δανειστή ενάγοντος. Ο τελευταίος, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είχε δικαίωμα να ζητήσει, εκτός από το δάνεισμα, τόκους υπερημερίας, όπως, εν προκειμένω, πέραν της παραλαβής ποσότητας περίπου 60 κιλών κατά το έτος 2008, για την κάλυψη των οικογενειακών του αναγκών και ορισμένων φίλων του, ελάμβανε μετά την υπερημερία του εναγομένου, αντίστοιχης αξίας, με αυτούς, ποσότητες 60 κιλών περίπου κατ’ έτος, προς απόσβεση αυτών, ανεξάρτητα από το εάν το δάνειο είχε συμφωνηθεί άτοκο, καθώς η συμφωνία περί άτοκου ή έντοκου δανείου Τέλος φόρμας
έχει σημασία για το, πριν από το χρόνο λήξης, κατά νόμιμο τρόπο του δανείου διάστημα. Μετά την επέλευση του χρόνου απόδοσης του δανείου και την περιέλευση του οφειλέτη σε υπερημερία οφείλεται μόνο τόκος υπερημερίας (άρθρ. 808 Α.Κ.). Τούτο ισχύει είτε πρόκειται για έντοκο είτε πρόκειται για άτοκο δάνειο (βλ. σχετ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 808, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Α.Κ., άρθρο 806 σημ. 31, 58, άρθρο 807 σημ. 18, 20, άρθρο 808, Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρα 806 σημ. 12, 808 Α.Κ.), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Από τ’ ανωτέρω συνάγεται ότι ο εναγόμενος δεν έχει αποδώσει στον ενάγοντα τα προαναφερθέντα ποσά, τα οποία είχε λάβει ως δάνειο από αυτόν. Η απόδειξη του πραγματικού γεγονότος της απόδοσης των ληφθέντων λόγω δανείου χρημάτων (εξόφληση) αποτελεί προϋπόθεση της έννομης συνέπειας του πραγματικού του άρθρου 416 του Α.Κ., που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, χωρίς την οποία (απόδειξη) και δεν επέρχεται η έννομη αυτή συνέπεια (απόσβεση της ενοχής) (βλ. σχετ. ΑΠ 629/2012 Δημ. Νόμος). Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν έγινε από τον εφεσίβλητο νόμιμη επίκληση των αποδεικτικών μέσων αυτού, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις του εφεσιβλήτου, ο τελευταίος επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ άλλων, τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις και τ’ αναφερόμενα στις έγγραφες προτάσεις του έγγραφα, η επίκληση των οποίων είναι σαφής και ορισμένη, χωρίς να απαιτείται αναφορά και άλλων λεπτομερέστερων ή μερικότερων στοιχείων, αφού προσδιορίζεται το είδος των εγγράφων, ούτως ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία περί της ταυτότητας τούτων και ότι αυτά πράγματι προσεκομίσθησαν. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την, κατ’ ορθή εκτίμηση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 416 και 419 του Α.Κ., ένσταση μερικής εξοφλήσεως του δανεισθέντος ποσού των 30.000 ευρώ, την οποία είχε προβάλλει παραδεκτά ο εναγόμενος και επαναφέρεται παραδεκτά με την υπό κρίση έφεση, δεχόμενο ότι ο τελευταίος δεν έχει αποδώσει στον ενάγοντα τα προαναφερθέντα ποσά, τα οποία είχε λάβει ως δάνειο από αυτόν και η παραδοχή αυτή στηρίζει πλήρως το διατακτικό της εκκαλουμένης για την απόρριψη της ένστασης εξοφλήσεως του εναγομένου – εκκαλούντος, η απόφαση διαλαμβάνει δε σχετικώς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, το αίτημα καταβολής τόκων για τα δύο (2) επιμέρους ποσά των 15.000 ευρώ από 31-12-2009 και 15.000 ευρώ από 31-12-2010 αντίστοιχα, δεν ασκήθηκε δε αντίθετη έφεση ή αντέφεση από τον ενάγοντα. Επίσης, κατά τη μη προσβαλλόμενη βάση περί αδικοπραξία, με αντίθετη έφεση ή αντέφεση από τον ενάγοντα (βλ. σχετ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 367), κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους του εναγομένου παράλειψη της εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων από τις ένδικες συμβάσεις δανείου, δε συνιστά, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, αυτή καθ’ εαυτή αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, καθόσον δε στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης (άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ), σε βάρος του ενάγοντος, διότι η παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου δεν συνοδεύτηκε ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων και συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος του παρέστησε ψευδώς ότι είναι φερέγγυος, ότι εκτός του μισθού του έχει σημαντική ακίνητη περιουσία και ότι μετά την επικείμενη τότε έξοδό του από την υπηρεσία του και τη συνταξιοδότησή του θα εξοφλούσε το δάνειο στη συμφωνηθείσα παραπάνω λήξη των δύο δόσεων αποπληρωμής του, συνεπώς, δεν υπάρχει νόμιμη και βάσιμη αξίωση του ενάγοντος για αποζημίωση από αδικοπραξία του εναγομένου σε βάρος του (ενάγοντος). Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 536 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί, εν προκειμένω, να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, καθώς ο εφεσίβλητος δεν άσκησε δική του έφεση ή αντέφεση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και αφού απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή, κατά τη βάση της από αδικοπραξία, έκανε δεκτή αυτήν, κατά τα λοιπά, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση, την 23-11-2015, της προγενέστερης από 10-11-2015 (αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2015) αγωγής, που άσκησε εναντίον του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (βλ. σχετ. με αριθμ. …./23-11-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………..), από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την υπό κρίση αγωγή, η οποία (επίδοση αγωγής) συνιστά όχληση δημιουργική υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής των αντίστοιχων τόκων, σύμφωνα με το άρθρο 345 ΑΚ, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τον εναγόμενο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (έγγραφα κλπ), που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 5688/20-12-2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω του ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 11/09/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ