Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 514/2019

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Κατάρτιση σύμβασης εμπορικής συνεργασίας μεταξύ της προμηθεύτριας εταιρείας πώλησης πετρελαιοειδών και πρατηριούχου υγρών καυσίμων και σύμβασης υπομίσθωσης ακινήτου για τη στέγαση του πρατηρίου υγρών καυσίμων.Σύμβαση χρησιδανείου& διαφορά της με σύμβαση μίσθωσης. Προϋποθέσεις ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης & συρροή αυτών.

 

Αριθμός Απόφασης:   514/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 20/06/2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 06/07/2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 06/07/2018, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, κατά της με αριθμ. 4834/07-11-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 18/11/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 18-4-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-04-2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./28-04-2014 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα, ως ηττηθέντα διάδικο, εφόσον, από τα έγγραφα της δικο­γραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ από τη δημοσίευσή της (στις 07/11/2017), μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 06/07/2018) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Η σύμβαση ορισμένου (ή και αορίστου) χρόνου, που συνάπτει εταιρία πώλησης πετρελαιοειδών και λοιπών συναφών προϊόντων (λιπαντικών κ.λ.π.) με αδειούχο πρατηριούχο υγρών καυσίμων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 10, 15, 17, 18, 20 του π.δ. 1224/1981, όπως ισχύει (β.δ 405/1970, για τα εκτός σχεδίου πόλης πρατήρια), το ν. 1571/1985 και του Ν. 3054/2002 για την «οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις», με την οποία, η πρώτη αναλαμβάνει την υποχρέωση να τα προμηθεύει στο δεύτερο, ως μεταπωλητή, είναι ως προς την κύρια αυτής μορφή σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 85 (νυν 81) της συνθήκης ΕΟΚ, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου, κατά το άρθρο 2 της από 28.5.1979 Συνθήκης προσχώρησης, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 945/1977 (ΑΠ 2053/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 388/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1126/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1259/1988 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 659/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1404/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 26/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 330/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7006/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2803/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 940/2007 ΕλλΔνη 49. 939, ΕφΑΘ 138/2004 ΔΕΕ 2004.790, ΕφΘεσ 1628/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5501/2003 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 του Α.Κ., που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ως έκφραση της κατοχυρωμένης και από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομικής ελευθερίας. Σύμφωνα με την ως άνω αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για την κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιαδήποτε περιεχόμενο επιθυμούν, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΑΠ 143/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1118/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2053/2014 ό.π., ΑΠ 1519/2013, ΑΠ 1936/2008, ΑΠ 1742/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 228/2007, ΕφΘεσ 659/2013 ό.π., ΕΘ 1404/2011 ό.π., ΕφΑθ 7006/2008 ό.π.). Έτσι, δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας και μόρφωμα που εξυπηρετεί τις συναλλακτικές ανάγκες της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, ως απόρροια της παραπάνω αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους, αποτελεί και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, η οποία είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο (ΑΠ 1647/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1057/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1118/2018 ό.π., 2053/2014 ό.π., ΑΠ 139/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 ό.π., ΕφΘεσ 659/2013 ό.π., ΕΘ 1404/2011 ό.π., ΕφΘεσ 330/2010 ό.π., ΕφΑθ 236/2006 ΔΕΕ 2006 300, ΕφΑθ 4503/2003 ΕλλΔνη 45. 193, ΕφΑθ 3628/2003 ΕλλΔνη 45. 1455, ΕφΑθ 3099/1999 ΕλλΔνη 41.146). Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (ΟλΑΠ 16/2013, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1057/2018 ό.π.). Με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας συνήθως αναλαμβάνει την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιαστούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ εξάλλου έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές με τις οποίες μεταπωλεί τα προϊόντα προς τρίτους, αν και δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών, εκτός αν το περιθώριο μεταξύ της τιμής αγοράς από τον παραγωγό και της ανώτατης τιμής μεταπώλησης είναι τόσο μικρό, ώστε πρακτικά δεν υπάρχει ευχέρεια καθορισμού της τιμής πώλησης (ΑΠ 1647/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π.). Έτσι, ο διανομέας, ως αυτόνομος επιχειρηματίας, φέρει τον κίνδυνο που απορρέει από τις ίδιες τις συναλλαγές. Συνεπώς, φέρει τον κίνδυνο της διάθεσης των εμπορευμάτων, υφιστάμενος τη ζημία, αν αυτά δεν πωληθούν ή πωληθούν σε κατώτερες από την υπολογισθείσα τιμές ή σε μεταγενέστερο από τον υπολογισθέντα χρόνο, οπότε αυξάνεται το κόστος συντήρησης των εμπορευμάτων. Επίσης, φέρει έναντι των πελατών του τον κίνδυνο της παράδοσης των εμπορευμάτων, ευθύνεται δηλαδή για ελλείψεις συνομολογημένων ιδιοτήτων, πραγματικά ελαττώματα, υπερημερία, για την τυχόν καταστροφή ή χειροτέρευση των εμπορευμάτων κατά την διάρκεια της αποθήκευσης κλπ. Ακόμη, φέρει τον κίνδυνο της μη είσπραξης του τιμήματος, επιβαρυνόμενος με τις συνέπειες της αφερεγγυότητας των πελατών του, αναγκαζόμενος έτσι να λαμβάνει ασφάλειες (π.χ. εγγύηση κλπ.) και να οργανώνει την δικαστική του προστασία για τις διενέξεις με τους πελάτες του. Ο διανομέας φέρει τις δαπάνες για τη διάθεση, προμήθεια, ασφάλιση, μεταφορά, φύλαξη των προϊόντων της σύμβασης. Επίσης, με δικά του έξοδα και κίνδυνο διατηρεί αποθέματα, προβαίνει σε επενδύσεις για την προώθηση των προϊόντων, καθώς και για την υποδομή ή εκπαίδευση του προσωπικού του και αναλαμβάνει έναντι των πελατών του την ευθύνη για τα ελαττώματα των προϊόντων του. Βαρύνεται, δηλαδή, αυτός με το εν γένει κόστος διανομής των προϊόντων του παραγωγού. Ο διανομέας δεν είναι βοηθητικό πρόσωπο του εμπορίου, αλλά λειτουργεί και οικονομικά ως έμπορος με αυτοτελή δραστηριότητα, η οποία έχει ως κύριο σκοπό το ίδιον εμπορικό κέρδος, διαθέτοντας πολύ μεγαλύτερη, σε σχέση με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ανεξαρτησία και επιχειρηματική ελευθερία (ΑΠ 1647/2018 ό.π.). Συνάγεται, επομένως, ότι η τυπολογική μορφή αλλά και η οικονομική λειτουργία της σύμβασης εμπορικής διανομής είναι διαφορετικές από αυτές της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, αφού στη σύμβαση διανομής, η διανομή των προϊόντων ανήκει στο διανομέα και όχι στον παραγωγό, ενώ στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας τόσο η παραγωγή όσο και η διανομή των προϊόντων ανήκει στον παραγωγό, η δε δραστηριότητα του αντιπροσώπου έγκειται στην δημιουργία συμβατικής σχέσης μεταξύ του παραγωγού-πωλητή των προϊόντων και του αγοραστή. Στη συναλλακτική πρακτική είναι δυνατό να υπάρχει καταμερισμός ευθυνών μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών (παραγωγού και διανομέα). Στην περίπτωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για σύμβαση διανομής, όταν ο αντισυμβαλλόμενος του παραγωγού αναλαμβάνει τους κυρίους κινδύνους από τη σύμβαση αγοράς των προϊόντων του τελευταίου, όπως ο κίνδυνος να μην πωληθεί το προϊόν ή να πωληθεί σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη που υπολογίστηκε, ο κίνδυνος από την ύπαρξη σημαντικών ποσοτήτων αποθεμάτων, ο κίνδυνος της αφερεγγυότητας των πελατών κλπ. (ΑΠ 1647/2018 ό.π.). Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση (αποκλειστικής διανομής), αντιδιαστέλλεται, ως προς τη νομική της υφή, από εκείνη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία υπόκειται σε ειδική νομική ρύθμιση από τις διατάξεις του π.δ. 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995 (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1118/2018 ό.π.) και με την οποία ο παραγωγός αναθέτει σε μόνιμη βάση στον εμπορικό αντιπρόσωπο, έναντι αμοιβής (προμήθειας), τη μέριμνα των υποθέσεών του για ορισμένη εδαφική περιοχή, η οποία (μέριμνα) συνίσταται στη διαπραγμάτευση και στη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως ή αγοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 101/2018 ό.π.). Ωστόσο, αν και ο αποκλειστικός διανομέας συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρηματικό κίνδυνο, ενώ ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, δεν αποκλείεται μία συγκεκριμένη σύμβαση αποκλειστικής διανομής να προσομοιάζει κατά περιεχόμενο με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία. Στη σύμβαση αυτή, λόγω ελλείψεως ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εντολή, σε συνδυασμό με εκείνες του π.δ. 219/1991, στις διατάξεις του οποίου ρητά πλέον παραπέμπει το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 3557/2007, ορίζοντας ότι οι διατάξεις του π.δ. 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, εφόσον στο πλαίσιο αυτών ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργανώσεως του προμηθευτή (Ολ. ΑΠ 16/2013, ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1118/2018 ό.π., ΑΠ 1057/2018 ό.π., ΑΠ 533/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 ό.π., ΕΘ 1404/2011 ό.π., ΕφΘεσ 330/2010 ό.π.). Όμως, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω π.δ/τος “περί εμπορικών αντιπροσώπων” δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης διαρκώς και αποκλειστικά των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 804/2015, ΑΠ 1909/2013). Στην περίπτωση της σύμβασης απλής διανομής, εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εντολή, μεταξύ των οποίων είναι και αυτές των άρθρων 724 και 725 ΑΚ, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που διέπει τους συναλλασσόμενους σ’ αυτήν (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 881/2010, ΑΠ 390/2004). Οι προαναφερόμενες διαρκείς και εμπιστευτικές σχέσεις μπορούν να λυθούν με καταγγελία, το δε δικαίωμα καταγγελίας έχει έρεισμα στις διατάξεις περί εντολής του ΑΚ, που εφαρμόζονται κατά ρητή επιταγή του άρθρου 91 ΕμπΝ στη σύμβαση παραγγελίας και κατ` επέκταση και στη σύμβαση διανομής, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά στον ΕμπΝ, ταυτίζεται, όμως, ως προς τα ουσιαστικά στοιχεία της με τη σχέση της παραγγελίας (ΑΠ 2053/2014 ό.π., ΑΠ 849/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 ό.π., ΕΘ 1404/2011 ό.π., ΕφΘεσ 330/2010 ό.π.). Μεταξύ των διατάξεων περί εντολής, που εφαρμόζονται, είναι και αυτή του άρθρου 725 ΑΚ, κατά την οποία ο εντολοδόχος έχει δικαίωμα να καταγγείλει την εντολή ελευθέρως και απεριορίστως κατά πάντα χρόνο χωρίς να δεσμεύεται από προθεσμία, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας. Τέτοια συμφωνία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν καθορίσθηκε η διάρκεια της συμβάσεως για ορισμένο χρόνο, καθόσον αυτή έχει την έννοια ότι ο μεν εντολέας παραιτήθηκε από το δικαίωμα ανακλήσεως της εντολής (άρθρο 724 ΑΚ), ο δε εντολοδόχος παραιτήθηκε από το δικαίωμα της καταγγελίας της πριν την παρέλευση του καθορισθέντος χρόνου (άρθρο 725 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ). Η παραίτηση από την ανάκληση είναι έγκυρη και ισχυρή, όμως, σε κάθε περίπτωση, δεν αποκλείεται το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης και προ της επελεύσεως του συμφωνημένου χρόνου διαρκείας της, αλλά μόνον για σπουδαίο λόγο, τη συνδρομή του οποίου οφείλει να αποδείξει ο επικαλούμενος την καταγγελία και την κατάλυση της συμβάσεως (ΑΠ 2053/2014 ό.π., ΕφΑθ 980/2014 ό.π., ΕΘ 1404/2011 ό.π., ΕφΘεσ 330/2010 ό.π., ΕφΑΘ 2803/2008 ό.π., ΕφΘεσ 1628/2004 ΔΕΕ 2004 1177, ΕφΑθ 874/2002 ΕλλΔνη 44. 248). Εξάλλου, με το άρθρο 3 του π.δ/τος 34/1995 ορίζεται ότι “1. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται και οι μισθώσεις ή υπομισθώσεις χώρων με εγκαταστάσεις για τη διάθεση στο κοινό υγρών καυσίμων, εφ’ όσον η μίσθωση ή υπομίσθωση αποτελεί παράλληλα προϋπόθεση για να λειτουργεί σύμβαση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ μισθωτή και εκμισθωτή ή υπομισθωτή και υπεκμισθωτή. 2. Οι παραπάνω μισθώσεις ή υπομισθώσεις λύνονται σε κάθε περίπτωση αυτοδικαίως: α) αν λυθεί η σύμβαση εμπορικής συνεργασίας: αα) ύστερα από καταγγελία για υπαίτια παράβαση όρου της, ββ) για λόγο προβλεπόμενο από το νόμο, γγ) από ανώτερη βία, β) αν καταδικασθεί αμετάκλητα ο μισθωτής ή ο υπομισθωτής για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα σχετικό με την ελλειμματική παράδοση προϊόντων που διαπράχθηκε κατά υποτροπή με δόλο”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι η μίσθωση ακινήτου για την στέγαση πρατηρίου υγρών καυσίμων μπορεί να συναφθεί είτε ως ανεξάρτητη και αυτοτελής σύμβαση, είτε ως παρεπόμενη ή συμπληρωματική μίας άλλης (κύριας) ευρύτερης συμβάσεως. Στη δεύτερη περίπτωση, η μίσθωση εντάσσεται στην ίδρυση και λειτουργία μιας ευρύτερης συμβάσεως και συνάπτεται μεταξύ της εταιρείας εμπορίας υγρών καυσίμων και του λεγόμενου πρατηριούχου. Στο (συμβατικά διαμορφούμενο) πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, ο πρατηριούχος αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την επωνυμία, τα διακριτικά γνωρίσματα, τα σήματα και την τεχνογνωσία της εταιρείας υγρών καυσίμων, υποχρεούμενος από την πλευρά του να διαθέτει (να αγοράζει και μεταπωλεί) αποκλειστικά τα προϊόντα της από συγκεκριμένο χώρο (πρατήριο), η χρήση του οποίου παραχωρείται σ` αυτόν από την εταιρεία είτε με σύμβαση μισθώσεως, όταν το ακίνητο και οι εγκαταστάσεις ανήκουν σ` αυτήν, είτε με σύμβαση υπομισθώσεως, όταν η εταιρεία έχει αποκτήσει το μισθωτικό δικαίωμα με εξουσία υπομισθώσεως. Στο πλαίσιο της μικτής αυτής συμβάσεως, η παραχώρηση της χρήσεως δεν αποτελεί την οικονομικώς κύρια παροχή, ώστε να μην θεωρείται ως η προέχουσα και η μίσθωση να μην υπάγεται στην προστασία του π.δ. 34/1995, αλλά ν’ ακολουθεί την τύχη της κύριας συμβάσεως. Τη μη αυτοτελή αυτή μίσθωση καλύπτει σήμερα (και ήδη μετά το ν. 1229/1982) η ειδική διάταξη του άρθρου 3 του π.δ. 34/1995, υπάγοντάς την, υπό προϋποθέσεις, στην πλήρη κατά κύρια βάση προστασία του εν λόγω διατάγματος, εισάγοντας, όμως, και αποκλείσεις, που ανάγονται στην λύση της συμβάσεως και στοιχίζονται με τον παρεπόμενο χαρακτήρα της (ΑΠ 315/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1722/2005 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω στους γενικούς λόγους λύσεως κάθε επαγγελματικής μισθώσεως προστίθενται ειδικοί λόγοι λύσεως, οι οποίοι απορρέουν άμεσα από τον παρεπόμενο και συμπληρωματικό χαρακτήρα της κατά το άρθρο 3 παρ. 1 μισθώσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων. Οι λόγοι αυτοί είναι: α) η λύση της συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας, ύστερα από καταγγελία για υπαίτια παράβαση όρου της ή για λόγο που προβλέπεται στο νόμο ή από ανώτερη βία (παρ. 2 εδ. α’), και β) η τέλεση ποινικού αδικήματος από το μισθωτή (παρ. 2 εδ. β’ ). Η λύση της (παρεπόμενης) συμβάσεως μισθώσεως, λόγω της λύσεως της (κύριας) συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας, επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη καταγγελία της μισθωτικής συμβάσεως, η οποία ακολουθεί την τύχη της συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας (ΑΠ 315/2016 ό.π., ΑΠ 1722/2005 ό.π., ΑΠ 176/1994, ΕφΑΘ 36/2005 ΕλλΔνη 48.897, X. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων 2000, τόμος 1ος, § 56, No 1040 επ„ Γ. Αρχανιωτάκης, Η Επαγ­γελματική Μίσθωση 2002, τόμος 1ος, σ. 161 επ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 192 του Α.Κ., η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σ` αυτόν, που πρότεινε. η δήλωση περί αποδοχής της πρότασής του. Κατά το άρθρο 195 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της. Κατά το άρθρο 196 του ίδιου Κώδικα, αν τα μέρη συμφωνούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί, αν και δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιο όρο της, ισχύει ό,τι συμφώνησαν, εφόσον συνάγεται ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα μέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτό. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 185, 189, 191 και 193 του ΑΚ συνάγεται, ότι η σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση, όμως, είναι ισχυρή και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη), εφόσον ο προσδιορισμός αυτών επαφίεται στο λήπτη ή μπορεί να συναχθεί με αναφορές στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν. Αντίστοιχα η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σ` αυτόν που πρότεινε, με αφετηρία το χρόνο της πρότασης, μέσα στην προθεσμία, που τάχθηκε με αυτή, ή συγχρόνως με άλλο τρόπο γραπτώς ή προφορικώς ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία έως τη στιγμή που, κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε. Η σιωπή εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση, δεν αποτελεί αποδοχή ούτε αποποίηση. Μόνον κατ` εξαίρεση μπορεί ερμηνευτικώς να δοθεί σ` αυτή δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική. Η αποδοχή με τροποποιήσεις επάγεται την απόσβεση της πρότασης, αλλά ταυτόχρονα ισχύει και ως νέα πρόταση προς σύναψη συμβάσεως, με περιεχόμενο τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, σε συνδυασμό και με το λοιπό περιεχόμενο της αρχικής πρότασης. Η ασυμφωνία δε των μερών ως προς ουσιώδη όρο έχει ως συνέπεια τη μη σύναψη της σύμβασης (ΑΠ 2053/2014 ό.π.).

Με τη διάταξη δε του άρθρου 371 του A.K. ορίζεται ότι αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση και ότι αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο. Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, που αποτελεί ειδική έκφραση των αρχών της καλής πίστης, παρέχεται η δυνατότητα, η οποία απορρέει, επίσης, από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του Α.Κ.), ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτο, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι η εφαρμογή του εκτείνεται στις συμβατικές ενοχές, ενώ, επίσης, είναι δυνατή η εφαρμογή του και στην περίπτωση, που στη σύμβαση ορίζεται ότι η παροχή θα προσδιοριστεί από τα μέρη με μεταγενέστερη συμφωνία. Προϋπόθεση εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και να υφίσταται, υπό την έννοια ότι, κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ` έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ` άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Α.Κ.. Όρος εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου είναι όχι μόνο η ύπαρξη της ως άνω αοριστίας της παροχής, αλλά και η ανάθεση με τη σύμβαση της συμπλήρωσής της δια του προσδιορισμού της παροχής σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτο, ένα ή περισσότερους (ΑΠ 143/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1769/2017, ΑΠ 162/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 650/2016, ΑΠ 403/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 988/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 371 Α.Κ., προκύπτει ότι, αν ο προσδιορισμός της παροχής δεν έγινε (από συμβαλλόμενο ή τρίτο) κατά δίκαιη κρίση ή βραδύνει, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, γίνεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή του ή των συμβαλλομένων, υποκαθιστά δε εκείνον, στον οποίο είχε ανατεθεί το δικαίωμα του προσδιορισμού της παροχής, όταν αυτός προέβη στον προσδιορισμό με κρίση άδικη ή αν βραδύνει ή αρνείται ή αδυνατεί προς τούτο. Ακόμη, το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή και όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε στη δίκαιη κρίση και των δύο μερών και το ένα αρνείται ή βραδύνει να αποδεχθεί τις απόψεις του άλλου. Η απόφαση του δικαστηρίου, κατά το ως άνω εδ. 2 του άρθρου 371 Α.Κ., που είναι προσδιοριστική της παροχής, συμπληρώνει τη σύμβαση ως προς την αοριστία της παροχής, υποκαθιστώντας τη βούληση των συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, με αναδρομική δύναμη (ΑΠ 1114/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 403/2016 ό.π., ΑΠ 533/2016 ό.π., ΑΠ 110/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 372 ΑΚ: «Σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλομένους είναι άκυρη». Από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί αορίστου παροχής, όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στον ένα των συμβαλλομένων, ο οποίος μπορεί να προβεί σ` αυτόν κατά τρόπο, αυθαίρετο, μη υποκείμενο στον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου ή του δικαστηρίου, σε τρόπο ώστε η δέσμευση του άλλου από τη συμφωνία αυτή να είναι υπέρμετρη και αλόγιστη. Αντίθετα, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε από τους συμβαλλομένους, απλώς σ` έναν απ` αυτούς, ο τελευταίος υποχρεούται έναντι του άλλου να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Και αν η κρίση του ενός συμβαλλομένου μέρους θεωρηθεί εκ μέρους του άλλου δίκαιη, γεννιέται η αξίωση για την παροχή, όταν όμως θεωρηθεί μη δίκαιη, κάθε ένα μέρος δικαιούται να ζητήσει με αγωγή τον προσδιορισμό από το Δικαστήριο (ΑΠ 1879/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 336/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5038/2011 Δημ. Νόμος). «Δίκαιη κρίση» ή «κρίση αγαθού ανδρός» θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής, και μάλιστα της συμβάσεως και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων. Για τον σχηματισμό δε της δίκαιης κρίσης πρέπει από τη σύμβαση να προκύπτει κάποια βάση ή αφετηρία για τέτοια κρίση ως λ.χ. ο διά της συμβάσεως επιδιωκόμενος σκοπός των μερών ή η συνομολογηθείσα αντιπαροχή. ΄Ετσι, σε μια σύμβαση αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας μεταξύ εμπόρων ενυπάρχει ο σκοπός του εμπορικού κέρδους, που επιδιώκει το κάθε συμβαλλόμενο μέρος (ΑΠ 403/2016 ό.π., ΑΠ 1879/2013 ό.π., ΑΠ 336/1999 ό.π.). Εξάλλου, δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων όταν η παροχή δεν είναι αόριστη ή είναι φαινομενικά αόριστη, όπως συμβαίνει και όταν προσδιορίζεται με βάση υφιστάμενα κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αντικειμενικά στοιχεία και δεν έχει συμφωνηθεί ο προσδιορισμός της από τον ένα συμβαλλόμενο ή από τρίτο, αφού στις περιπτώσεις αυτές τα μη αναφερόμενα ειδικώς στη σύμβαση στοιχεία της παροχής δεν θα προσδιορίσουν κατ` εκτίμηση (κατά την κρίση τους) τα ως άνω πρόσωπα και δεν τίθεται έτσι θέμα διαπλαστικής παρεμβάσεως αυτών για τον προσδιορισμό τους ή ελέγχου από το δικαστήριο της σχετικής κρίσεως αυτών ως δίκαιης ή άδικης (ΑΠ 988/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 ό.π., ΑΠ 773/2003). Συνεπώς, η έλλειψη ή μερική γνώση (αντικειμενικών) κριτηρίων για τον προσδιορισμό της παροχής καθιστά, δίχως άλλο, αναγκαία την εφαρμογή του άρθρου 371 ΑΚ, όταν από τα μέρη ανατέθηκε σε ένα συμβαλλόμενο μέρος ή τρίτον ο προσδιορισμός της παροχής, εφ` όσον τότε πρόκειται για αόριστη παροχή. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της γνώσης από τα συμβαλλόμενα μέρη των αντικειμενικών κριτηρίων, που συμφωνήθηκαν για να αποτελέσουν τη βάση για τον προσδιορισμό της παροχής, τα οποία ωστόσο δεν αρκούν, κατά τη βούληση των μερών ή από τη φύση του πράγματος, για τον εκ των προτέρων πλήρη προσδιορισμό της παροχής και συμφωνείται η ανάθεση του δικαιώματος προσδιορισμού σε ένα συμβαλλόμενο μέρος. Κρίσιμο στην τελευταία περίπτωση δεν είναι η υπάρχουσα γνώση, αλλά η κατά τη βούληση των μερών, παρά τη γνώση των αντικειμενικών κριτηρίων, αδυναμία κατά την κατάρτιση της συμβάσεως (ΑΠ 1114/2018 Δημ. Νόμος). Η πώληση δε κατ` άρθρο 513 Α.Κ. είναι έγκυρη, όταν το τίμημα είναι ορισμένο ή τουλάχιστον οριστό, όπως όταν ο προσδιορισμός του τιμήματος ανατέθηκε να γίνεται από τον ένα των συμβαλλομένων με δίκαιη κρίση. Αν, όμως, από τη σύμβαση δεν προκύπτει καμιά βάση ή αφετηρία για δίκαιη κρίση, η αόριστη αυτή ανάθεση είναι άκυρη (ΑΠ 1879/2013 ό.π., ΑΠ 336/1999 ό.π., ΕφΑθ 5038/2011 ό.π.).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 810 του Α.Κ. προκύπτει, ότι με τη σύμβαση χρησιδανείου, ο χρήστης παραχωρεί στο χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, ο τελευταίος δε έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης. Ο όρος παραχώρησης της χρήσης χωρίς αντάλλαγμα είναι ουσιώδης, διότι, αν συμφωνήθηκε “αντάλλαγμα”, η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χρησιδάνειο, αλλά συνήθως ή ως μίσθωση ή άλλη μικτή σύμβαση μη ρυθμιζόμενη πάντως από τις διατάξεις περί χρησιδανείου. Ως αντάλλαγμα, θεωρείται κάθε παροχή, που λαμβάνει ο χρήστης δυνάμει της συμβάσεως, καθώς και κάθε ωφέλεια, που έχει αυτός από τη χρήση του πράγματος από τον χρησάμενο, εφόσον αυτή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις είναι τόσο σημαντική, που να αφαιρεί από την πράξη του χρήστη το χαρακτήρα της αγαθοσύνης, που οριοθετεί το χρησιδάνειο από τις άλλες συμβάσεις (ΑΠ 1133/2018 Δημ. Νόμος). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ προκύπτει, επίσης, σαφώς, ότι το χρησιδάνειο καταρτίζεται με σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του χρησάμενου, η οποία δεν υπόκειται σε κανένα τύπο και μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς από πράξεις των συμβαλλομένων και, ανάλογα με το περιεχόμενο της σύμβασης, τη φύση της συγκεκριμένης χρήσης και γενικώς των περιστάσεων, η παροχή του χρήστη συνίσταται συνήθως σε πράξη αυτού και ειδικότερα, στην παράδοση του πράγματος, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επ` αυτού, αλλά δεν αποκλείεται να συνίσταται και σε παράλειψη ή ανοχή του χρήστη (ΑΠ 1133/2018 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 574 του ΑΚ “με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα”. Επομένως, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, τόσο το χρησιδάνειο, όσο και η μίσθωση πράγματος, έχουν ως αντικείμενο την παραχώρηση της χρήσης πράγματος σε άλλον, διαφοροποιούνται δε μόνον ως προς το ότι στο μεν χρησιδάνειο ο χρησάμενος δεν καταβάλλει αντάλλαγμα στο χρήστη για τη χρήση του πράγματος, στη δε μίσθωση ο μισθωτής καταβάλλει στον εκμισθωτή μίσθωμα (ΑΠ 1133/2018 ό.π., ΑΠ 869/2010). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 812 Α.Κ., ο χρήστης οφείλει αποζημίωση για ελαττώματα του πράγματος, που την ύπαρξη τους αποσιώπησε με δόλο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εάν το χρησιδανεισθέν πράγμα έχει νομικά ή πραγματικά ελαττώματα, από τα οποία προκαλείται ζημία στο χρησάμενο, ευθύνη του χρήστη υπάρχει μόνο αν αυτός, γνωρίζοντας το ελάττωμα, το αποκρύπτει με δόλο από το χρησάμενο. Η μη ανακοίνωση του ελαττώματος από υπαίτια άγνοια δεν μπορεί να στηρίξει ευθύνη, βάσει της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, γιατί για την ευθύνη του χρήστη απαιτείται δόλια αποσιώπηση του ελαττώματος (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, εκδ. 2006, κάτω από το άρθρο 812 ΑΚ, αριθμ. 4 και 6, ΑΠ 506/1978, ΝοΒ 27. 374, ΕφΠατρ 77/2007 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., με τους οποίους ορίζεται αφενός ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και αφετέρου ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή δε στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα (ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1483/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 354/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 315/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2053/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 115/2013 Δημ. Νόμος). Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί, όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε, (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004, ΑΠ 60/2019 ό.π.). Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και κάθε μια από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι, στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο (ΑΠ 518/2018 ό.π., ΑΠ 788/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 ό.π.).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 212/2018 ό.π.), δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 253/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1668/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 253/2013 ό.π.). Συνεπώς, παράνομη είναι και η “αντισυναλλακτική” συμπεριφορά, ακριβώς επειδή ενέχει αμέλεια, επειδή δηλαδή αποκλίνει από τη συμπεριφορά, την οποία ένας μέσος συνετός άνθρωπος, που ανήκει στον ίδιο κύκλο με το δράστη, όφειλε να επιδείξει. Στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως μορφή υπαιτιότητας. Το ότι ο δράστης όφειλε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ενός αγαθού σημαίνει ότι η συμπεριφορά του είναι παράνομη. Το ότι μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή, σύμφωνα με τα μέτρα ενός συνετού ανθρώπου, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή (τον ψυχικό σύνδεσμο του δράστη με την αδικοπραξία), ότι υπάρχει υπαιτιότητα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ίδια πράξη, δηλαδή η αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά, συνιστά και την παράνομη και την υπαίτια συμπεριφορά (ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 402/2018 ό.π.).

Κατά το άρθρο δε 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις, που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001). Εξ άλλου, η κατάχρηση δικαιώματος, απαγορευόμενη από την άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη. Επομένως: α) εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος αποτελεί δικαιοπραξία ή επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση, αυτή, ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, εφόσον δεν συνάγεται τίποτε άλλο, είναι άκυρη, β) εάν η άσκηση γίνεται με υλική ενέργεια, δικαιούται ο εντεύθεν βλαπτόμενος να ζητήσει την παύση της άσκησης και την παράλειψη αυτής στο μέλλον και γ) εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση, κατά το άρθρο 914 ή 919 ΑΚ, σε αποζημίωση (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος). Από τα παραπάνω εκτεθέντα συνάγονται και τα μέσα αμύνης κατά της καταχρήσεως δικαιώματος. Έτσι, ο βλαπτόμενος από την κατάχρηση δικαιώματος δύναται: 1) να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία ή η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, ως καταχρηστική, 2) να εγείρει καταψηφιστική αγωγή, ζητώντας αποζημίωση, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας και 3) να προβάλει ένσταση, αντένσταση κλπ, εφόσον τελεί σε δίκη με τον καταχρηστικώς ασκούντα το δικαίωμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΟλΑΠ 16/2006).

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 288 του Α.Κ., που ορίζει ότι “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, θεσπίζεται υπέρ του οφειλέτου και του δανειστού κανόνας αναγκαστικού δικαίου, με τον οποίο προσδιορίζεται ο τρόπος εκπληρώσεως της παροχής, κατά συνέπεια δε και το μέγεθος αυτής, όπως απαιτεί η καλή πίστη, δηλαδή η επιβαλλομένη, σε χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο, ευθύνη στις συναλλαγές, σύμφωνα και με τα συναλλακτικά ήθη. Λειτουργεί δε ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις, που, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων και των θεμελιωδών νομοθετικών μεταβολών, που επήλθαν μετά την υπογραφή της συμβάσεως, μετεβλήθησαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο, και παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνημένα, να προσδιορίζει την παροχή, που πρέπει να εκπληρωθεί, αυξομειώνοντας και διαμορφώνοντας το συμφωνημένο μέγεθός της, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Εν όψει δε της διορθωτικής αυτής λειτουργίας, η αρχή του άρθρου 288 του ΑΚ εφαρμόζεται και επί προβλεφθείσης ακόμη μεταβολής των συνθηκών, επί των οποίων τα μέρη στήριξαν τη συμφωνία τους, όταν η μετά την επέλευσή της, εκπλήρωση της παροχής κάποιου από αυτά, όπως συμφωνήθηκε, συνεπάγεται υπέρβαση του, βάσει της γενομένης πρόβλεψης, αναληφθέντος από αυτό κινδύνου ζημίας, καθιστώσα την εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση, αντίθετη προς την απαιτουμένη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα. Συνεπώς, και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, εφαρμόζεται και όταν δεν προβλέφθηκε τέτοια μεταβολή, η μη πρόβλεψή της, όμως, δεν είναι ανυπαίτια. Από τα προεκτεθέντα παρέπεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ είναι συγχωρητή και επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων και όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, τιθεμένης από αυτό αποτελούσας γενικής αρχής της εκπληρώσεως της παροχής, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, διατάξεως του άρθρου 388 του ΑΚ, δηλαδή το μη προβλεπτό της μεταβολής και το ανυπαίτιο της μη προβλέψεώς της (ΟλΑΠ 927/1982, ΑΠ 1647/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 167/2015, ΑΠ 524/2008). Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ετεροβαρούς ή αμφοτεροβαρούς), επέρχεται μεταβολή των συνθηκών, η οποία δεν συγκεντρώνει μεν τους όρους του άρθρου 288 του ΑΚ, καθιστά, όμως, την εκπλήρωση της παροχής, για κάποιο εκ των συμβαλλομένων μερών, ιδιαιτέρως επαχθή, σε βαθμό, όμως, τέτοιο, ώστε να υπερβαίνεται ο κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κίνδυνος που μπορούσε να αναλάβει το συμβαλλόμενο αυτό μέρος. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, δηλαδή την προφανώς αντίθετη στην καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, είναι ευρύτερη της διατάξεως του άρθρου 288 του ΑΚ, τόσο κατά το ότι αναφέρεται σε κάθε δικαίωμα και γενικότερα στην ελευθερία δράσεως και όχι μόνο σε ειδική σχέση μεταξύ προσώπων, όσο και κατά το ότι χρησιμοποιεί διαζευκτικά και άλλα κριτήρια εκτός από την καλή πίστη. Η διάταξη του 288 ΑΚ, όμως, είναι ευρύτερη, αναφορικά με την έννοια της καλής πίστης, αφενός διότι διέπει και τη συμπεριφορά υποχρέου (οφειλέτη), στην οποία μάλιστα κυρίως αναφέρεται, και αφετέρου κατά το ότι θεωρεί επαρκή οποιαδήποτε αντίθεση στην καλή πίστη και όχι μόνο την “προφανή”. Οι παραπάνω πάντως διατάξεις, όταν επιδιώκεται, κατ` ουσίαν, η αναπροσαρμογή της συμβάσεως με βάση τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επικαλύπτονται στο μέτρο, που επιβάλλουν περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος του δανειστή με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται σ` αυτές, ιδίως δε εκείνο της καλής πίστης. Το σχετικό δικαίωμα, που απορρέει ως αντίθεση προς τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή της καθορισθείσας χρηματικής παροχής, που απορρέει από μια διαρκή ενοχική σύμβαση (τέτοια μπορεί να συνιστά και η ορισμένου ή αορίστου χρόνου σύμβαση αποκλειστικής διανομής), είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της ενοχικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση, που αναπροσαρμόζει την καταβαλλόμενη σε τακτά χρονικά διαστήματα χρηματική παροχή, έναντι των παρεχομένων υπηρεσιών από τον δανειστή και ως προς το σημείο αυτό, να είναι διαπλαστική. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνηθείσα με τη σύμβαση ενοχική σχέση είναι ενεργής (ΑΠ 1647/2018 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 330 Α.Κ. η από δόλο ή αμέλεια μη εκπλήρωση της εκ της διατάξεως του αρθ. 288 Α.Κ. υποχρεώσεως οδηγεί σε τροπή της πρωτογενούς υποχρεώσεως σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 783/2014 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2α του Ν. 703/1977 “περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού”, «Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδία στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων» (ΑΠ 1118/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1042/2009 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 128/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 6197/2011 Δημ. Νόμος). Η διάταξη του άρθρου 2α καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 ν. 3784/2009, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του ίδιου νόμου, τέθηκε σε ισχύ μετά πάροδο 30 ημερών από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (δημ. 7-8-2009), η διάταξη δε αυτή δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν καταλαμβάνει δηλαδή και περιπτώσεις παράνομων πράξεων που αντίκεινται στο άρθρο 2α ν. 703/1977 και έλαβαν χώρα πριν την κατάργησή του. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 ν. 3784/2009, σύμφωνα με την οποία “Για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, το άρθρο 2α του ν. 703/1977 εφαρμόζεται ως είχε προ της καταργήσεως του” (ΑΠ 1118/2018 ό.π.). Το ως άνω άρθρο 2α του ίδιου νόμου 703/1977 (το οποίο είχε καταργηθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2837/2000 ΦΕΚ Α` 178/03.08.2000, προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3373/2005 ΦΕΚ Α` 188/02.08.2005, καταργήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3784/2009 ΦΕΚ Α` 137/07.08.2009 και εισήχθη ήδη με το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 3784/2009 στο Ν. 146/1914 ως αυτοτελές άρθρο 18 Α) προβλέπει ότι: “1. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. 2. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει άρση και παράλειψη της παράβασης και αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υποστεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 3. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι δεν απαγορεύεται η οικονομική εξάρτηση, αλλά μόνον η καταχρηστική εκμετάλλευσή της. Η έννοια της καταχρηστικής συμπεριφοράς δεν ορίζεται στις ως άνω διατάξεις, που περιορίζεται στην ενδεικτική απαρίθμηση ορισμένων μορφών αυτής. Για την έννοια, επομένως, της καταχρηστικής εκμετάλλευσης, λαμβάνονται υπόψη ο σκοπός και το αντικείμενο προστασίας των εν λόγω διατάξεων, δηλαδή η προστασία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, καθώς και η προστασία της οικονομικής ελευθερίας των τρίτων. Συνεπώς, νομικά κρίσιμη είναι η συμπεριφορά καθεαυτή και όχι τα κίνητρα ή οι σκοποί της, τα οποία μπορεί να έχουν επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό ρόλο. Βασικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή του ως άνω άρθρου 18 α Ν. 146/1914 είναι: 1) η σχέση της οικονομικής εξάρτησης, για την οποία δεν απαιτείται απόλυτη δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή σε μέρος της αγοράς της χώρας, αλλά αρκεί ουσιαστικά η σχετική δεσπόζουσα θέση της μιας επιχείρησης απέναντι στην άλλη στις μεταξύ τους κάθετες σχέσεις συνεργασίας. Οικονομική δε εξάρτηση μιας επιχείρησης από άλλη ή άλλες επιχειρήσεις στοιχειοθετείται στην περίπτωση όπου ο έμπορος, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας του και των επενδύσεων που έκανε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δραστηριότητάς του, έχει προσαρμόσει πλήρως την επιχείρησή του στις ανάγκες διάθεσης και προώθησης των προϊόντων του προμηθευτή, ώστε δεν θα μπορούσε να στραφεί σε εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού χωρίς να υποστεί σοβαρές οικονομικές θυσίες. Εξαρτώμενη είναι η επιχείρηση που δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, με την έννοια ότι δεν προσφέρονται καθόλου τέτοιες λύσεις, ή οι προσφερόμενες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα, δηλαδή δεν μπορεί να προμηθεύεται προϊόντα ή υπηρεσίες από άλλη πηγή, ή να προμηθεύει τα προϊόντα της σε άλλες επιχειρήσεις, ή, αν μπορεί, όχι με τους ίδιους αλλά δυσμενέστερους όρους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εξαρτώμενης επιχείρησης σε δυσμενή έναντι των ανταγωνιστών της θέση, αφού μειώνεται έτσι σημαντικά η ικανότητά της να ανταπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, πράγμα που μπορεί να την οδηγήσει ακόμη και σε αδυναμία, να συνεχίσει τη λειτουργία της και, 2) η επιχείρηση, από την οποία εξαρτώνται οι άλλες, να προβαίνει σε καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω εξάρτησης, δηλαδή να εκμεταλλεύεται την ισχύ, που της δίνει η αδυναμία της εξαρτώμενης ή των εξαρτώμενων επιχειρήσεων, να διαθέτουν άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση, σύμφωνα, με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, με μέσα και πρακτικές, όπως στο ως άνω άρθρο αναφέρονται, που έχουν ως αποτέλεσμα να βλάψουν την ανταγωνιστικότητα των τελευταίων. Η παράβαση του ως άνω άρθρου συνιστά παράνομη συμπεριφορά, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 914 επ. και δη του άρθρου 919 του ΑΚ, έτσι ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, ο τρίτος που ζημιώνεται να έχει αξίωση για αποζημίωση (ΑΠ 1647/2018 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 403/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2016 ό.π., ΑΠ 167/2015).

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 919 ΑΚ, “όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”. Με την διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη), που αντίκειται στα χρηστά ήθη. Όπως έχει προαναφερθεί, τέτοια συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, πρόκλησης ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί να προέβλεψε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν ενδεχόμενη η επέλευση ζημίας στον άλλον και, παρά ταύτα, αυτός δεν απείχε από την πράξη ή την παράλειψη από την οποία επήλθε η ζημία. 3) Η πρόκληση ζημίας σε άλλον και 4) Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (βλ. και άρθρ. 298 ΑΚ), υπό την έννοια ότι η εν λόγω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επέλευσης της ζημίας, ήταν, καθ` εαυτήν, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, έτσι ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντίστοιχα, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη-επαρκή αιτία της ζημίας. Πότε τούτο συμβαίνει κρίνεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, υπό την προεκτιθέμενη έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού, και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή δεν λαμβάνονται υπόψη μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η προσβαλλόμενη, ως επιλήψιμη, συμπεριφορά και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου – “θύματος”, για να κριθεί το αν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 1647/2018 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 294/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 855/2015, ΑΠ 1664/2014, ΑΠ 455/2014, ΕΑ 6675/2014 Δημ. Νόμος). Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτή (ΑΠ 212/2018 ό.π., ΑΠ 900/2011, ΕΑ 6675/2014 ό.π.).

Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία., Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτήν το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 4/2015).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 ό.π.). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα. Από αυτά παρέπεται ότι αν, εκτός από την υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση κάποιας συμβάσεως, συντρέχουν επί πλέον γεγονότα, που συνιστούν συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, κατά την άνω έννοια, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος υπέστη ηθική βλάβη, συνδεομένη αιτιωδώς με τη συμπεριφορά αυτή του υπαιτίου, γεννιέται αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 Α.Κ. (ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος).

Κατά το άρθρο δε 71 Α.Κ., το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, το δε υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον, ενώ κατά το άρθρο 330 Α.Κ. ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, και ότι αμέλεια υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, το άρθρο 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 123/2019 ό.π.). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ., σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα…”, σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα, δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 641/2011) και Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα, που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται, δηλαδή, η υπαίτια παράβαση από τα όργανα, αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 253/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 641/2011). Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσώπησης και διοίκησης αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 22 παρ.1 εδ.α του κώδικα νόμων 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών” είναι το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού (ΑΠ 1/2019 ό.π.). Από το περιεχόμενο των άνω διατάξεων, σαφώς προκύπτει, ότι μία από τις προϋποθέσεις της ευθύνης του νομικού προσώπου, έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του αντιπροσωπεύοντος αυτό οργάνου ή του προστηθέντος απ` αυτό, είναι, η συμπεριφορά αυτή να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που το νομικό πρόσωπο τους είχε αναθέσει, να βρίσκεται δηλαδή σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, με την έννοια ότι η σχετική συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ανάθεση αντιπροσωπευτικής εξουσίας ή τη πρόστηση αντίστοιχα (ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1198/2009, ΑΠ 316/2009, ΑΠ 39/2009, ΑΠ 625/2009, ΑΠ 1083/2008, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 1498/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 εδ. 4, 216 παρ. 1 και 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 Α.Κ. προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 838/2011).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι, εξαιτίας αυτής, οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Κατόπιν αυτού, το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 ΚΠολΔ, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη και, παρά το ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, το εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, ακόμη και με αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι εφικτή η κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ αντικατάσταση των αιτιολογικών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι υπάρχει διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου, που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Γι` αυτό, η έφεση γίνεται δεκτή, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και η αγωγή απορρίπτεται ως μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, ακόμη και χωρίς ειδικό παράπονο, διότι η απόφαση αυτή είναι για τον εκκαλούντα επωφελέστερη, σε σύγκριση με την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 140/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, συνήψε με την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «………….» και, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…. .», που εδρεύει στο …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία έχει ως αντικείμενο την εμπορία πετρελαιοειδών, το από 15-6-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης μίσθωσης – εμπορικής συνεργασίας. Ότι, δυνάμει της συμβάσεως αυτής, η εναγομένη, υπό την ιδιότητα της υπεκμισθώτριας, υπεκμίσθωσε στον ενάγοντα ένα σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινήτων, κείμενο στο Δήμο Πειραιά, επί της οδού … αριθμός …, ο οποίος περιελάμβανε κατάστημα πώλησης πετρελαιοειδών, χώρους για πλύση και λίπανση αυτοκινήτων και βοηθητικούς χώρους. Ότι η διάρκεια της ως άνω συμβάσεως μισθώσεως – εμπορικής συνεργασίας συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από 15-6-2009 έως 31-12-2013. Ότι, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως, ο ενάγων θα λειτουργούσε το μίσθιο ως πρατήριο πώλησης βενζίνης και πετρελαίου και ως λιπαντήριο, για την εξυπηρέτηση των αυτοκινήτων των πελατών της επιχείρησής του και θα προμηθευόταν αποκλειστικά από την εναγομένη εταιρεία βενζίνη και ακάθαρτο πετρέλαιο, καθώς και τα λιπαντικά, που η τελευταία εμπορεύεται. Ότι ο ενάγων περιήλθε στην κατοχή του μισθίου, αφού προηγουμένως εξέτασε επισταμένως τόσο το ίδιο όσο και τον εξοπλισμό του και το βρήκε της απόλυτου αρεσκείας του και κατάλληλο για τη χρήση, για την οποία το προόριζε, σύμφωνα με όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού. Ότι, σύμφωνα με τον όρο 9 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση, καθ’ όλη διάρκεια της σύμβασης να προμηθεύει έγκαιρα καύσιμα σε αυτόν, με τις αντίστοιχες τιμές χονδρικής πώλησης του οικείου τιμοκαταλόγου της, που θα ίσχυαν κατά την ημέρα παραδόσεως και οι οποίες θα είχαν ως βάση εκείνες, με τις οποίες η εναγομένη θα προμηθεύεται τα καύσιμα από τα ελληνικά ή ξένα διυλιστήρια και θα προσδιορίζονται κατά τα λοιπά από την εναγομένη με δίκαιη κρίση αγαθού ανθρώπου», με την προϋπόθεση ότι κάθε παραγγελία δεν θα ήταν μικρότερη των 10.000 λίτρων. Ότι, σύμφωνα με το προσάρτημα της σύμβασης (όρος Α1), η εναγομένη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να παραμείνουν στο πρατήριο, μεταξύ άλλων, μία δεξαμενή τύπου MOB-10 M3, δύο φρεάτια, μία δεξαμενή 7Μ3, ένα σύστημα αυτόματης ογκομέτρησης, ένα κάλυμμα φρεάτων Δ/Ξ, μία δεξαμενή 3,5Μ3, δύο δεξαμενές 7Μ3, ένας ηλεκτρικός πίνακας καταστήματος, μία αντλία διπλή wayne, μία αντλία διπλή schlumberger, μία αντλία δίδυμη schlumberger, ένας αεροσυμπιεστής 7,5 HP, ένα σύστημα διακοπής ρεύματος (shut off), ένα αερόμετρο πεζοδρομίου, ένα αερόμετρο βαρελάκι, ένα σύστημα παρακολούθησης αντλιών, μία πινακίδα τιμών Harmony μονής όψεως και ένα μονόποδο σήμα 1 μηνύματος. Ότι με τον όρο Α2 του αυτού προσαρτήματος συμφωνήθηκε ότι, με εγκυκλίους, που η εναγομένη εταιρία θα εξέδιδε και θα απέστειλε, θα καθόριζε ποία εκ των πραγμάτων του εξοπλισμού θα συντηρούνταν από την ίδια ή από άλλη εξουσιοδοτημένη επιχείρηση, ενώ ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την αντίστοιχη δαπάνη. ΄Οτι, λόγω της ανάληψης από τον ενάγοντα της υποχρέωσης καταβολής των οφειλών του προηγούμενου υπομισθωτή, ύψους 110.000 ευρώ και της δαπάνης αποκατάστασης του μισθίου, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, η τελευταία, πέραν του χρησιδανεισθέντος εξοπλισμού, που θα του παρείχε (αντλίες, δεξαμενές, στέγαστρα κ.λ.π.), θ’ αναλάμβανε την υποχρέωση να του εξασφαλίζει ανταγωνιστικές τιμές στην προμήθεια των καυσίμων και ειδικότερα να πωλεί σε αυτόν τα καύσιμα, πλην βενζίνης 100 οκτανίων, με την εκάστοτε ισχύουσα επίσημη τιμή ΔΕΠ πλέον 20,00 ευρώ το μέγιστο ανά χιλιόλιτρο. Ότι η εναγομένη, για το χρονικό διάστημα από 21-10-2009 έως 31-1-2011, δεν εγκατέστησε εγκαίρως την αναγκαία δεξαμενή αποθήκευσης πετρελαίου θέρμανσης, με συνέπεια να ζημιωθεί ο ενάγων, κατά το ποσό των 14.829,44 ευρώ, δοθέντος ότι υποχρεώθηκε να το αγοράζει από έτερο μεταπωλητή της εναγομένης. Ότι η εναγομένη, παρά τη μεταξύ τους συμφωνία, τόσο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όσο και μετέπειτα, εκμεταλλευόμενη καταχρηστικά το συμβατικό της δικαίωμα για μονομερή καθορισμό της τιμής πώλησης των καυσίμων και ειδικότερα της αμόλυβδης βενζίνης, προέβαινε σε αυθαίρετες χρεώσεις της αμόλυβδης βενζίνης, άλλως, δεν τήρησε την ως άνω προφορική τους συμφωνία, κατά την οποία οι τιμές των πωληθέντων καυσίμων θα διαμορφώνονταν με 20 ευρώ το μέγιστο, επί της ισχύουσας εκάστοτε τιμής ΔΕΠ ανά χιλιόλιτρο. Ότι, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, υποχρεώθηκε να διακόψει οριστικά, τον Απρίλιο του έτους 2013, τη λειτουργία της επιχείρησης του και ζημιώθηκε, λόγω των ως άνω αντισυμβατικών χρεώσεων από τις αγορές καυσίμων, κατά τη διάρκεια των χρήσεων 2009 έως 2013, με το συνολικό ποσό των 60.173,84 ευρώ, για την πώληση 1.395.071 λίτρων αμόλυβδης βενζίνης, που προμηθεύτηκε από την εναγόμενη και με το συνολικό ποσό των 8.726,22 ευρώ, όσον αφορά την πώληση 145.634 λίτρων πετρελαίου κίνησης, που προμηθεύτηκε από την εναγόμενη. Ότι, επειδή η άντληση του καυσίμου από τη δεξαμενή, η οποία είχε εγκατασταθεί με ευθύνη της εναγομένης, η οποία όφειλε να γνωρίζει τις επιταγές του νόμου, όσον αφορά στις προδιαγραφές εγκατάστασής τους στα πρατήρια, γινόταν, κατά παράβαση του π.δ. 118/2006, από τον πυθμένα αυτής, χωρίς να υπάρχει το όριο ασφαλείας των 15 cm, στις 16-10-2009 και 21-1-2011, κλιμάκιο ελέγχου της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου του Υπουργείου Ανάπτυξης (ΚΕΔΑΚ) πραγματοποίησε έλεγχο στο άνω πρατήριο υγρών καυσίμων και διαπίστωσε, από δείγματα, που έλαβε, με βάση την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία, ότι το πετρέλαιο κίνησης, που διέθετε από το πρατήριό του ο ενάγων, είχε πρόσμιξη με θείο, σε ποσότητα 86 mg/kg, αντί του μέγιστου 10 mg/kg, για το πετρέλαιο κίνησης την πρώτη φορά και 16,5 mg/kg, αντί του μέγιστου 10 mg/kg τη δεύτερη φορά, με αποτέλεσμα να του επιβληθούν πρόστιμα ύψους 110.844 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων 7.665,38 ευρώ και 50.000 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων 4.700 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία βεβαιώθηκαν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. της επαγγελματικής διεύθυνσής του, ενώ, λόγω της καθ’ υποτροπή εμφαινόμενης παραβατικής συμπεριφοράς του, συνεπεία της καθυστέρησης αποκατάστασης του προβλήματος από την εναγομένη, επεβλήθη το διοικητικό μέτρο της σφράγισης του πρατηρίου για μία (1) εβδομάδα. Ότι, στις 14 Απριλίου 2012, οι διάδικοι προέβησαν σε τροποποιητική της αρχικής σύμβασης συμφωνία, με την προσδοκία, εκ μέρους του ενάγοντος, ότι η εναγομένη, όπως διαβεβαίωνε αυτόν, θα τηρούσε τα αρχικώς συμφωνηθέντα αναφορικά με τις χρεώσεις, ρυθμίζοντας, μεταξύ άλλων, το ύψος του υπομισθώματος και καθορίζοντας αυτό, για το χρονικό διάστημα από 01/04/2012 έως 31/08/2012, στο ποσό των 1.000 ευρώ, αντί του αρχικού των 1.765,30 ευρώ και από 01/09/2012 έως 31/08/2013, αντί του ποσού των 1.992,70 ευρώ μηνιαίως, και για όλο το χρόνο της υπομίσθωσης αναπροσαρμοζομένου κατά το ποσοστό της μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή. Ότι ο ίδιος αναγνώρισε τη μέχρι τότε οφειλή του εκ πωλήσεως καυσίμων ποσού 1.061,15 ευρώ και εκ μισθωμάτων 15.086,96 ευρώ, ήτοι συνολικά 16.148,11 ευρώ, την οποία και ρύθμισαν με καταβολή σε δόσεις. Ότι η εναγομένη, με την από 13/06/2013 εξώδικη δήλωσή της, ζήτησε από αυτόν την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του έτους 2013, και, κατόπιν αιτήσεώς της, εκδόθηκε η με αριθμ. …../2013 διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σ’ εκτέλεση της οποίας παρέδωσε τη χρήση του μισθίου σε αυτήν. Ότι, τέλος, όλη η ως άνω, εν γένει, υπαίτια, κακόπιστη και αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγόμενης, προσέβαλε την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική του φήμη και υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας ζητούσε την επιδίκαση του ποσού των 350.000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, το συνολικό ποσό των 606.938,88 ευρώ (ήτοι 14.829,44 + 60.173,84 + 8.726,22 + 110.844 + 7.665,38 + 50.000 + 4.700 + 350.000), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4834/07-11-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 18/11/2015, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε, ότι η εν λόγω αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία (άρθ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πλην του επιμέρους κονδυλίου αποζημίωσης ποσού 14.829,44 ευρώ, το οποίο απέρριψε λόγω αοριστίας, αφού στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιλαμβάνονται τα αναγκαία για τον προσδιορισμό της επικαλούμενης από τον ενάγοντα για την αιτία αυτή ζημίας στοιχεία και νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 57, 59, 287 – 288, 297 – 298, 361, 340 -341, 345 – 346, 383, 513 επ., 713 επ., 810 επ., 914, 919 ΑΚ, 91 ΕμπΝ και 176 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν, κατά τα λοιπά, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντος, την οποία όρισε στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του. Με το ως άνω περιεχόμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς το κονδύλιο αποζημίωσης της υπό κρίση αγωγής, ποσού 14.829,44 ευρώ, δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούνται, ούτε κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και δη ως αόριστο το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, καθώς δεν περιλαμβάνονται σε αυτό τα αναγκαία για τον προσδιορισμό της επικαλούμενης από τον ενάγοντα για την αιτία αυτή ζημίας στοιχεία. Συγκεκριμένα, λόγω της μη συμφωνίας της αναφερόμενης στην αγωγή διαφοράς μεταξύ των αναφερομένων ποσοτήτων πετρελαίου θέρμανσης, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, των αναφερομένων τιμών αγοράς και των αναφερομένων τιμών ΔΕΠ με Φ.Π.Α., δεν καθίσταται σαφής ο τρόπος υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος, ώστε να δύναται η εναγομένη να αμυνθεί και το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, σχετικά με τον καθορισμό του ύψους της επικαλούμενης ζημίας, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Η αιτίαση δε περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως προς το κονδύλιο αυτό, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι προϋποτίθεται ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο έχει απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, όπως εν προκειμένω, αφού στην περίπτωση αυτή η εκκαλουμένη, ως προς το κονδύλιο αυτό, δεν έχει εκτιμήσει πραγματικά περιστατικά. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο, όμως, η υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως, κατά τις κατωτέρω αναφερόμενες διακρίσεις, και ως προς τα λοιπά αιτήματα αυτής. Ειδικότερα, ως προς τη βάση της αδικοπραξίας, με το ως άνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, διότι, ενώ στρέφεται κατά νομικού προσώπου, δεν εκτίθενται στην αγωγή τ’ αναγκαία περιστατικά προς θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης και συγκεκριμένα, δεν διευκρινίζεται σαφώς η ειδικότερη σχέση με την εναγομένη του προσώπου (ή προσώπων), που προέβησαν στην παράνομη συμπεριφορά, εξαιτίας της οποίας υπέστη ο ενάγων τη ζημία, που περιγράφει, εάν δηλαδή ενήργησαν ως όργανα αυτής ή ως προστηθέντες (υπάλληλοι, εργάτες κλπ) ή με άλλη ιδιότητα και αν ενήργησαν εντός των ορίων των καθηκόντων τους ή των εντολών, που είχαν από την εναγομένη και τη μορφή της υπαιτιότητάς τους (ΑΠ 1036/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 ό.π., ΕφΑθ 5632/2010 ό.π., ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2582/2001 Δημ. Νόμος), δεδομένου ότι η υπαιτιότητα, η οποία ορίζεται ως “η επιλήψιμη ψυχική στάση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του” (Δεληγιάννη – Κορνηλάκη, “Ειδικό ενοχικό Δίκαιο”, τόμος III, εκδ. 1992, σελ. 157, ΑΠ 402/2018 ό.π., ΑΠ 132/2010 Δημ. Νόμος), προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα και το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του, είτε των προστηθέντων απ` αυτό προσώπων (υπαλλήλων, εργατών κλπ) (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Κατ’ άρθρο ερμηνεία Α.Κ., άρθρο 914 σημ. 7,8 σελ. 697, Βαθρακοκοίλη Ερμ.Α.Κ. άρθρο 914 σελ. 1205, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2582/2001 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, όταν ενάγεται νομικό πρόσωπο, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, τούτο θα ευθύνεται είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ. (βλ. σχετ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ερμ.Α.Κ. άρθρο 922 σημ. 9), οπότε ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί τις προϋποθέσεις ευθύνης του νομικού προσώπου, κατά τα άρθρα 71 και 922 ΑΚ, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, διευκρινίζοντας την ιδιότητα του φυσικού προσώπου σε παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη, του οποίου οφείλεται η ζημία του και εντεύθεν η προκαλούμενη ηθική του βλάβη και τη μορφή της υπαιτιότητας αυτού. Ως όργανα του νομικού προσώπου νοούνται δε όχι μόνο τα πρόσωπα, που το διοικούν, κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου, όπως λ.χ. είναι ο διευθυντής υποκαταστήματος (ΑΠ 1723/2014 ΑΠ 1615/1999 ΕλΔνη 41, 429). Ακόμη, όμως, και αν εκτιμηθεί ότι ο ενάγων υπονοεί ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποί της διέπραξαν την περιγραφόμενη στην αγωγή παράνομη πράξη, δεν εκτίθεται ότι τη διέπραξαν, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, ως αντιπροσωπευτικών οργάνων της (ΕφΑθ 5632/2010 ό.π.). Με τις παραλείψεις αυτές, καθίσταται φανερό ότι το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη νομική θεμελίωση της αγωγής, όσον αφορά στην ευθύνη του εναγομένου νομικού προσώπου και να τάξει τα ανάλογα θέματα απόδειξης, η δε εναγομένη εταιρεία να αμυνθεί κατά της αγωγής. Δεν αρκεί δε απλώς η επανάληψη στην αγωγή, με τις οποίες δηλώνονται τα στοιχεία του κανόνα δικαίου, ήτοι ότι «συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας πράξης του εναγομένου επήλθε η ζημία». Σημειώνεται ότι, στην εκκαλουμένη δεν παρατίθενται στο νόμιμο αυτής οι σχετικές διατάξεις περί της ευθύνης της εναγομένης εταιρίας, ήτοι είτε η διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ. είτε η διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ., πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την έρευνα διαφορετικών κεφαλαίων της. Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με άλλο έγγραφο ή με παραπομπή σε όσα περιέχονται σε αυτό (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 228/2007 Δημ. Νόμος, ΕΑ 8511/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7138/2003 Δημ. Νόμος). Κατόπιν τούτου, η υπό κρίση αγωγή, ως προς τη βάση της, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ήτοι περί επιδικάσεως ως αποζημιώσεως του συνολικού ποσού των επιβληθέντων προστίμων, μετά των προσαυξήσεων αυτών (ήτοι των ποσών των 110.844 ευρώ + 7.665,38 ευρώ + 50.000 ευρώ + 4.700 ευρώ) και του ποσού των 350.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη και το ύψος της επελθούσης ζημίας -βλ. σχετ. ΑΠ 403/2016 ό.π.), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά συνιστούν και αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, όπως εκλαμβάνει ο εκκαλών και πάλι η υπό κρίση αγωγή είναι αόριστη, αφού δεν εκτίθεται ότι η συμπεριφορά αυτή έλαβε χώρα από τους νομίμους εκπροσώπους της τελευταίας, μέσα στα όρια της εξουσίας, που τους είχαν ανατεθεί (βλ. σχετ. ΕφΑθ 5632/2010 ό.π., Ιωάννης Καρακώστας: Αστικός Κώδικας, Γενικό Ενοχικό, έκδοση 2006, άρθρο 330 αρ. 340, σελ. 174). Σε κάθε δε περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στην αγωγή, ακόμη και αν υποτεθούν αληθινά, δεν συνιστούν αδικοπραξία της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντος, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ώστε να στηριχθεί αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθώς οι πράξεις και παραλείψεις, που αποδίδονται στην εναγομένη, δεν θα μπορούσαν να διαπραχθούν χωρίς την επικαλούμενη μεταξύ τους συμβατική σχέση, ουδόλως δε γίνεται επίκληση περιστατικών διαφορετικών εκείνων, επί των οποίων επιχειρείται να στηριχθεί η δικαιοπρακτική βάση της αγωγής. Εξάλλου, και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στην αγωγή, δεν συνιστούν προϋποθέσεις για τη γέννηση αξίωσης αποζημίωσης, ούτε κατά τη βάση της αγωγής, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ειδικότερα, εφόσον ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αναφερόμενη στην αγωγή ζημία του, συνεπεία της επιβολής των ως άνω προστίμων, λόγω της διαπίστωσης πρόσμιξης του πετρελαίου κίνησης με θείο, κατά την άντληση δειγμάτων από τον πυθμένα της δεξαμενής, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αποτελούσε μέρος του χρησιδανεισθέντος σε αυτόν εξοπλισμού, οφειλόταν στη μη τήρηση από την εναγομένη των εκ του νόμου προδιαγραφών εγκατάστασης των δεξαμενών, η οποία όφειλε να γνωρίζει τις σχετικές επιταγές του νόμου, το σχετικό κονδύλιο των 173.209,38 ευρώ, που αφορά πρόστιμα, πλέον προσαυξήσεων, που επιβλήθηκαν σε βάρος του, είναι απορριπτέο και ως νόμω αβάσιμο, διότι δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, αξίωση αποζημίωσης, λόγω αντισυμβατικής συμπεριφορά της εναγομένης, αφού δεν επικαλείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 812 Α.Κ., ότι η εναγομένη αποσιώπησε από αυτόν με δόλο την ύπαρξη των επικαλούμενων ελαττωμάτων του πράγματος. Η μη ανακοίνωση δε του ελαττώματος από υπαίτια άγνοια δεν μπορεί να στηρίξει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ευθύνη, διότι για την ευθύνη του χρήστη απαιτείται δόλια αποσιώπηση του ελαττώματος. Σημειώνεται ότι, η επικαλούμενη παράβαση του άρθρου 2α του νόμου 703/1977 (το οποίο είχε καταργηθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2837/2000, ΦΕΚ Α’ 178/03.08.2000, προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3373/2005 ΦΕΚ Α` 188/02.08.2005, καταργήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3784/2009 ΦΕΚ Α` 137/07.08.2009 και εισήχθη ήδη, με το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 3784/2009, στο Ν. 146/1914 ως αυτοτελές άρθρο 18 Α), η οποία συνιστά παράνομη συμπεριφορά, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 914 επ. και δη του άρθρου 919 του ΑΚ, έτσι ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, ο τρίτος που ζημιώνεται να έχει αξίωση για αποζημίωση (ΑΠ 1647/2018 ό.π.), είναι απορριπτέα, για τους ίδιους ως άνω λόγους, και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ειδικότερα, διότι, ενώ η αγωγή στρέφεται κατά νομικού προσώπου, δεν εκτίθενται σε αυτήν τ’ αναγκαία περιστατικά προς θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης και συγκεκριμένα, η ειδικότερη σχέση του προσώπου (ή προσώπων), που προέβησαν στην παράνομη συμπεριφορά, εξαιτίας της οποίας υπέστη ο ενάγων τη ζημία που περιγράφει, με την εναγομένη, ήτοι εάν δηλαδή ενήργησαν ως όργανα αυτής ή ως προστηθέντες (υπάλληλοι, εργάτες κλπ) ή με άλλη ιδιότητα, η μορφή της υπαιτιότητας αυτών και αν ενήργησαν εντός των ορίων των καθηκόντων τους ή των εντολών, που είχαν από την εναγομένη. ΄Αλλωστε, κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στο άρθρο 288 Α.Κ. νομική του βάση, το αίτημα καταβολής της διαφοράς, λόγω των επικαλούμενων χρεώσεων από τις αγορές καυσίμων, κατά τη διάρκεια των χρήσεων 2009 έως 2013, συνολικού ποσού 60.173,84 ευρώ, για την πώληση 1.395.071 λίτρων αμόλυβδης βενζίνης, και συνολικού ποσού 8.726,22 ευρώ, όσον αφορά την πώληση 145.634 λίτρων πετρελαίου κίνησης, που προμηθεύτηκε από την εναγόμενη, είναι απορριπτέο και ως μη νόμιμο, ενόψει και της αρχής “pacta sunt servanda”, η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στις εμπορικές συναλλαγές και περιορίζει το δικαίωμα του συναλλασσομένου να επικαλεστεί τις αρχές αυτές, προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων, διότι, η διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ., η οποία, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, λειτουργεί ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις που, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων και των θεμελιωδών νομοθετικών μεταβολών, που επήλθαν μετά την υπογραφή της συμβάσεως, μετεβλήθησαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο, παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνημένα, να προσδιορίζει την παροχή, που πρέπει να εκπληρωθεί, αυξομειώνοντας και διαμορφώνοντας το συμφωνημένο μέγεθός της, έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Εξάλλου, το σχετικό δικαίωμα, που απορρέει ως αντίθεση προς τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ., σε συνδ. με το άρθρο 288 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή της καθορισθείσας χρηματικής παροχής, απορρέουσας από μια διαρκή ενοχική σύμβαση (τέτοια μπορεί να συνιστά και η ορισμένου ή αορίστου χρόνου σύμβαση αποκλειστικής διανομής), είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της ενοχικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει την καταβαλλόμενη σε τακτά χρονικά διαστήματα χρηματική παροχή έναντι των παρεχομένων υπηρεσιών από το δανειστή, και ως προς το σημείο αυτό, να είναι διαπλαστική. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνηθείσα με τη σύμβαση ενοχική σχέση είναι ενεργής, στοιχεία που, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συντρέχουν. Συνεπώς, τα εν λόγω κονδύλια δεν μπορούν να θεμελιωθούν στις διατάξεις των άρθρων 281, σε συνδ. με 288 ΑΚ, αφού με βάση τις διατάξεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα της διάπλασης για το μέλλον της συμβατικής σχέσεως, με την αναπροσαρμογή της παροχής και της αντιπαροχής και όχι της ανατροπής καταβολών, που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, στα πλαίσια διαρκούς και ενεργούς σύμβασης, στοιχείο, που, ακόμη και εάν υποτεθεί αληθής η ιστορική βάση της αγωγής, δεν συντρέχει, κατά τα εκτιθέμενα σ` αυτήν, στην προκειμένη περίπτωση, καθώς θα δημιουργούσε δυσανάλογη ανασφάλεια στις οικονομικές συναλλαγές, η οποία θα ερχόταν σε αντίθεση με τα (λαμβανόμενα υπόψη κατά την εν λόγω διάταξη) συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1647/2018 ό.π.). Τα ίδια δε αγωγικά κονδύλια, όμως, δεν μπορούν να θεμελιωθούν ούτε στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται επί φυσικών ελευθεριών, όπως είναι η κατ` άρθρο 361 ΑΚ ελευθερία του ατόμου να συνάπτει συμβάσεις ή να αρνείται τη σύναψή τους. Στην προκείμενη περίπτωση προέχει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που εκδηλώνεται ως ελευθερία του προμηθευτή να προτείνει τους δικούς του συμβατικούς όρους και ως ελευθερία του διανομέα, να συνάψει ή όχι την επίμαχη σύμβαση (πρβλ. ΟλΑΠ 10/2010 ΔΕΕ 2010.954, ΑΠ 1647/2018 ό.π.). Εξάλλου, τα ίδια αγωγικά κονδύλια δεν μπορούν να βρουν νομικό έρεισμα, ως κονδύλια αποζημίωσης, στηριζόμενα στα άρθρα 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 α του ν. 146/1914 (πρώην 2α του ν. 703/1977) ή στο άρθρο 919 ΑΚ, αφού ο ενάγων αφενός μεν δεν ισχυρίζεται ότι η ένδικη σύμβαση δεν ήταν προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης, αλλά αποτέλεσμα επιβολής αυθαίρετων όρων συναλλαγής, αφετέρου δε ζητά από την εναγομένη την καταβολή της διαφοράς μεταξύ συμφωνηθείσας και καταβληθείσας αμοιβής, χωρίς να επικαλείται ότι υπέστη περιουσιακή ζημία, όπως ότι, εξαιτίας της συμπεριφοράς της εναγομένης, απώλεσε τα σχετικά ποσά, που, ενδεχομένως, θα αποκέρδαινε, αν δεν μεσολαβούσε η τυχόν αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, με τη σύναψη άλλης σύμβασης. Σε κάθε δε περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται την ακυρότητα της ρήτρας περί μονομερούς καθορισμού της τιμής πώλησης των καυσίμων και ειδικότερα της αμόλυβδης βενζίνης, ως καθορισθείσας, από την εναγομένη, με καταχρηστική εκμετάλλευση της σχετικής οικονομικής της εξάρτησης από την εναγομένη, ούτε επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι η εξάρτησή του από την εναγομένη ήταν τέτοιου βαθμού, ώστε να μην έχει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Ουδόλως δε επικαλείται ότι η εναγομένη ενήργησε παράνομα και αντίθετα στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη με πρόθεση ανταγωνισμού, ζημιώνοντας αυτόν. ΄Αλλωστε ο ενάγων δεν ζητά, ως αποζημίωση, τη ζημία, η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του συνολικού τιμήματος, το οποίο έλαβε για τα επίδικα πωληθέντα προϊόντα και του τιμήματος, το οποίο θα ελάμβανε εάν η τιμή των πωληθέντων προϊόντων είχε προσδιορισθεί, αντίστοιχα, στις αναγραφόμενες στην αγωγή του συμφωνηθείσες τιμές. Σημειώνεται ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, δεν υπάρχει βάση, κατ’ άρθρο 371 Α.Κ., ότι η ως άνω τιμή των πωληθέντων καυσίμων, πρέπει να προσδιορισθεί από το Δικαστήριο, με δίκαιη κρίση, στην αναφερομένη στην αγωγή συμφωνηθείσα τιμή, αφού βασική προϋπόθεση για να εφαρμοστούν οι εν λόγω διατάξεις είναι η αοριστία της παροχής, η οποία, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού αφενός μεν δεν ζητείται ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο της εύλογης τιμής, με δίκαιη κρίση, ως αποζημίωση για τη σε βάρος του αδικοπραξία, αφετέρου δε ρητά ζητείται η διαφορά της συμφωνηθείσας με αντικειμενικά κριτήρια τιμής των πωληθέντων καυσίμων, σε σχέση με την καταβληθείσα τιμή (πρβλ. ΑΠ 1647/2018 ό.π., ΑΠ 1118/2018 ό.π.). Δεν υπάρχει δε έδαφος εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 371 Α.Κ., κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν η παροχή δεν είναι αόριστη ή είναι φαινομενικά αόριστη, όπως συμβαίνει και όταν προσδιορίζεται με βάση υφιστάμενα, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, αντικειμενικά στοιχεία και δεν έχει συμφωνηθεί ο προσδιορισμός της από τον ένα συμβαλλόμενο ή από τρίτο, αφού στις περιπτώσεις αυτές τα μη αναφερόμενα ειδικώς στη σύμβαση στοιχεία της παροχής δεν θα προσδιορίσουν κατ` εκτίμηση (κατά την κρίση τους) τα ως άνω πρόσωπα και δεν τίθεται έτσι θέμα διαπλαστικής παρεμβάσεως αυτών για τον προσδιορισμό τους ή ελέγχου από το δικαστήριο της σχετικής κρίσεως αυτών ως δίκαιης ή άδικης (ΑΠ 1500/2014 ό.π.). Ούτε, άλλωστε, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο προσδιορισμός της ως άνω παροχής (τιμής πωλήσεως των προϊόντων της εναγομένης προς τον ενάγοντα) αφέθηκε στην απόλυτη κρίση της εναγομένης, ώστε να συνεπιφέρει, κατ’ άρθρο 372 Α.Κ., την ακυρότητα της όλης σύμβασης, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, συμφωνήθηκε ότι θα γίνεται από την τελευταία, κατά δικαία κρίση (κρίση αγαθού ανδρός), ορίστηκε δε βάση και αφετηρία για τη δίκαιη κρίση της προμηθεύτριας εταιρείας στον προσδιορισμό των τιμών, αφού καθορίζονται οι αρχές, με βάση τις οποίες θα έπρεπε να ορισθεί η παροχή, εναπόκειται δε στο δικαστήριο να κρίνει, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, αν ο συμβαλλόμενος, που είχε το σχετικό δικαίωμα, εφάρμοσε τις αρχές αυτές και άσκησε το δικαίωμά του με δίκαιη κρίση και κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και όλων των λοιπών περιστάσεων και συνθηκών που  συνόδευσαν την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης,  (βλ. σχετ. ΑΠ 1879/2013 ό.π., ΑΠ 336/1999 ό.π.). Εξάλλου, κατά τα εκτιθέμενα της υπό κρίση αγωγής, από 15/06/2009 έως 14/4/2012, που λειτουργούσε η άνω σύμβαση εμπορικής συνεργασίας των διαδίκων, ο ενάγων δεν ζήτησε τον καθορισμό της τιμής αυτής από το Δικαστήριο, με δίκαιη κρίση, αλλά αντιθέτως, στις 14/4/2012, αποδεχόμενος τη μέχρι τότε οφειλή του προς την εναγομένη, εκ πωλήσεως καυσίμων, αποδέχθηκε χωρίς ενδοιασμό ότι ο προσδιορισμός των τιμών των καυσίμων από την εναγομένη γινόταν κατά δίκαιη κρίση. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, ως προς τα λοιπά αιτήματα, έκρινε αρκούντως ορισμένη και νόμιμη την υπό κρίση αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 287 – 288, 297 – 298, 361, 340 -341, 345 – 346, 383, 513 επ., 713 επ., 810 επ., 914, 919 ΑΚ, 91 ΕμπΝ και ερεύνησε αυτήν κατ’ ουσίαν, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ενώ έπρεπε να απορρίψει και τα λοιπά αιτήματα αυτής, για τους ως άνω λόγους και, συνεπώς, ν’ απορρίψει την υπό κρίση αγωγή, κατά τ’ ανωτέρω, στο σύνολό της. Συνεπώς, εφ` όσον ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής, ως προς τα ως άνω κεφάλαια, το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ακόμη και χωρίς την προβολή σχετικού παραπόνου, να ερευνήσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να την απορρίψει, για τους ανωτέρω λόγους και ως προς τα λοιπά αιτήματα αυτής, τα οποία είχαν κριθεί ορισμένα και νόμιμα, δοθέντος ότι με τον τρόπο αυτό εκδίδει απόφαση ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 4834/07-11-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, προκειμένου να δικάσει, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 18-04-2014 αγωγής (άρθρο 535 παρ 1 ΚΠολΔ), πρέπει ν’ απορριφθεί η ως άνω από 18/04/2014 αγωγή, κατά τ’ ανωτέρω, στο σύνολό της. Λόγω δε της νίκης του εκκαλούντος, καθώς εκδίδεται απόφαση ευνοϊκότερη γι αυτόν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του καταθέσαντος παραβόλου, ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ σε αυτόν (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4834/07-11-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 4834/07-11-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταθέσαντος από τον εκκαλούντα παραβόλου σε αυτόν.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει, κατά την τακτική διαδικασία, την από 18-4-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/28-04-2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../28-04-2014, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω από 18-4-2014 αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 25/07/2019 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11/09/2019, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ