Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 628/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αναγκαστική εκτέλεση. Πλειστηριασμός περισσοτέρων ακινήτων που έχουν κατασχεθεί με την ίδια έκθεση κατάσχεσης. Προσδιορισμός σειράς κατακύρωσης. Η κατακύρωση συνεχίζεται έως ότου το πλειστηρίασμα καλύψει στην έκταση τους κατά το χρόνο του πλειστηριασμού, την απαίτηση του επισπεύδοντος και τις εκκαθαρισμένες απαιτήσεις που έχουν ήδη αναγγελθεί, με τους αντίστοιχους νόμιμους τόκους, καθώς και τα έξοδα εκτελέσεως. Όταν το άθροισμα αυτό καλυφθεί πρέπει να παύσει η διαδικασία του πλειστηριασμού, έτσι, ώστε να μην κατακυρωθούν εκείνα από τα πλειστηριαζόμενα που τυχόν απομένουν. Ο πλειστηριασμός είναι άκυρος για την παράβαση αυτή του άρθρου 1001 παρ. 2 του ΚΠολΔ, μόνον ως προς τα ακίνητα εκείνα που κατακυρώθηκαν μετά την κάλυψη του ανωτέρω ποσού. Η κατ’ άρθρον 966 παρ. 3 του ΚΠολΔ προβλεπόμενη δυνατότητα ελεύθερης εκποίησης (πώλησης) του κατασχεθέντος πράγματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού φέρει χαρακτήρα αναγκαστικής εκποίησης και όχι εκούσιου πλειστηριασμού, συνακόλουθα και η διαδικασία αυτή υπόκειται στις διατάξεις περί αναγκαστικού πλειστηριασμού.

 

Αριθμός               628/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 2314/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (προϊσχύουσα), αντιμωλία των διαδίκων (εκκαλούντος και εφεσιβλήτων και ερήμην της πρώτης των καθών η ανακοπή ……………), επί της από 11-7-2013 (αρ. εκθ. καταθ. ………/2013) ανακοπής των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 31-5-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/31-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και η έφεση κατατέθηκε στις 29-6-2017 (βλ. την υπ. αριθ. Γ.Α.Κ. …../2017 και υπ’ αριθ. καταθ. …./2017 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, η οποία αφορά σε δίκη περί την εκτέλεση (δηλαδή στην ανωτέρω ανακοπή) πρέπει να εφαρμοσθεί η προσήκουσα διαδικασία των άρθρων 591 παρ. 1 περ. α, 643, 979 παρ. 2, 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους από το άρθρο 1 του ν. 4335/2015 και όπως η παρ. 3 του άρθρου 937 προστέθηκε  με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012, (δηλαδή η προϊσχύουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, η οποία εφαρμόσθηκε και πρωτοδίκως), ενόψει του ότι η επίδοση της σχετικής επιταγής διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 (παρ. 3 άρθρου ενάτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), σε συνδυασμό με το ότι η ανακοπή κατατέθηκε στις 5-9-2013, (δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012, η οποία ορίζεται, κατ’ άρθρον 113 αυτού, στις 2-4-2012).

Με την προαναφερθείσα από 11-7-2013 (αρ. εκθ. καταθ. ……./2013) ανακοπή, οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζήτησαν την ακύρωση των αναφερομένων σ’ αυτήν (ανακοπή) πράξεων της εν λόγω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επέσπευσε εις βάρος τους η πρώτη των καθών η ανακοπή και ειδικότερα: α)της υπ’ αριθ. ……../15-05-2013 έκθεσης ελεύθερης εκποιήσεως ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., κατά την οποία (ελεύθερη εκποίηση) υπερθεματιστής ήταν ο δεύτερος των καθών η ανακοπή (ήδη εκκαλών), β)της υπ’ αριθ. ……../15-05-2013 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης οριζοντίων ιδιοκτησιών της προαναφερθείσας συμβολαιογράφου και γ)της από 27-05-2013 επιταγής, η οποία συντάχθηκε, με την επιμέλεια του δευτέρου των καθών η ανακοπή, επί του αντιγράφου εκ του υπ’ αριθ. …./24-05-2013 απογράφου της ανωτέρω υπ’ αριθ. …../15-05-2013 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτήν (ανακοπή) λόγους. Με την εκκαλούμενη απόφαση η ανωτέρω ανακοπή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή (εκτός του πρώτου λόγου της που απορρίφθηκε) και ακυρώθηκαν οι ανωτέρω προσβληθείσες πράξεις της σχετικής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, αποκλειστικώς ως προς το μέρος τους, το οποίο αφορά στο υπό στοιχεία Γ7 εκποιηθέν ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία), που περιγράφεται σ’ αυτήν (εκκαλούμενη). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, και οι οποίοι αφορούν στο μέρος της εκκαλούμενης αποφάσεως ως προς το οποίο η ένδικη ανακοπή έγινε μερικώς δεκτή, επίσης, αυτός ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ανωτέρω ανακοπή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

Στο άρθρο 1001 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά τον εν λόγω κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την τροποποίησή του με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και στη συνέχεια την αντικατάστασή του με την παρ. 17 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018) ορίζεται ότι «Αν με την ίδια έκθεση κατασχέθηκαν περισσότερα ακίνητα, που βρίσκονται στην ίδια περιφέρεια, αυτά πλειστηριάζονται χωριστά την ίδια ημέρα. Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή αλλιώς ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει τη σειρά με την οποία κατακυρώνονται αυτά. Μόλις το πλειστηρίασμα των ακινήτων, που κατακυρώθηκαν, καλύψει το ποσό της απαίτησης εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, των δανειστών που αναγγέλθηκαν και τα έξοδα της εκτέλεσης, παύει ο πλειστηριασμός των λοιπών ακινήτων». Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, όταν υπάρχουν πολλά ακίνητα που έχουν κατασχεθεί αναγκαστικώς, με σύνταξη μιας εκθέσεως κατασχέσεως, πρέπει πριν την κατακύρωση οποιουδήποτε από τα ακίνητα αυτά να προηγηθεί ο προσδιορισμός της σειράς, με την οποία αυτά θα κατακυρώνονται. Ο προσδιορισμός αυτός, εφόσον δεν γίνει από εκείνον, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή από αντιπρόσωπο του με αντίστοιχη εξουσία, παριστάμενο τυχόν και καλούμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού να ορίσει τη σειρά κατακυρώσεως, γίνεται από τον ίδιο τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ακολούθως, πρέπει η κατακύρωση να αρχίσει και ενδεχομένως να συνεχιστεί, με την ως άνω προσδιοριζόμενη σειρά, εωσότου το συνολικό ποσό του πλειστηριάσματος, που οφείλεται για την κατακύρωση, καλύψει, στην έκταση τους κατά το χρόνο του πλειστηριασμού, την απαίτηση του επισπεύδοντος, για την ικανοποίηση της οποίας συντελείται η εκτέλεση, και τις εκκαθαρισμένες απαιτήσεις, που έχουν ήδη αναγγελθεί με τους έως την ημέρα του πλειστηριασμού αντίστοιχους νόμιμους τόκους, καθώς και τα έξοδα εκτελέσεως, όπως αυτά νοούνται στα άρθρα 932 και 975 του ΚΠολΔ (και άρθρο 1002 παρ. 2 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση αυτή, όταν το άθροισμα των αντίστοιχων χρηματικών ποσών καλυφθεί, πρέπει να παύσει η όλη διαδικασία του πλειστηριασμού των ακινήτων, έτσι ώστε να μην κατακυρωθούν εκείνα από τα πλειστηριαζόμενα ακίνητα που τυχόν απομένουν, δοθέντος ότι έπονται κατά την προσδιοριζόμενη σειρά κατακυρώσεως. Η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων (του άρθρου 1001 παρ. 2 ΚΠολΔ) συνεπάγεται ακυρότητα εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, προκάλεσε σ’ εκείνον εις βάρος του οποίου έγινε ο πλειστηριασμός βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας. Ως βλάβη για την περίπτωση τέτοιας παραβάσεως νοείται και η περιουσιακή, όπως η προκαλούμενη μέσω της απώλειας της κυριότητας των ακινήτων, τα οποία θα ήταν δυνατόν να μην κατακυρωθούν, αν ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος όριζε και τηρούσε σειρά κατακυρώσεως, καθώς και έπαυε τη σχετική διαδικασία όταν υπήρχε η κάλυψη των ως άνω χρηματικών ποσών  (βλ. ΑΠ 1140/2012 ΧρΙΔ 2013 44, ΑΠ 234/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 180/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1694/1998 ΕλλΔνη 1999 601, ΕφΑθ 3682/2007 ΕΦΑΔ 2008 830, ΕφΠατρ 549/2004 ΑχαΝομ 2005 277). Επίσης, για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων πρέπει τα ως άνω περισσότερα κατασχεθέντα ακίνητα να είναι αυτοτελή, και να μην αποτελούν ενιαίο ακίνητο. Ειδικότερα, περισσότερα ακίνητα συνιστούν ενιαίο ακίνητο όταν, ανεξαρτήτως της κατάστασης με την οποία περιγράφονται στους τίτλους κτήσης αυτών και στα συνοδεύοντα αυτούς σχεδιαγράμματα, λειτουργικώς και κατασκευαστικώς αποτελούν ένα ενιαίο ακίνητο, λόγω συνένωσής τους, ακόμη και όταν η συνένωση έγινε χωρίς την παρεμβολή νομικής πράξης (όπως π.χ. στην περίπτωση που, οι κατά τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας περισσότερες διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, αποτελούν, στην πραγματικότητα, ένα ενιαίο λειτουργικώς και κατασκευαστικώς χώρο, βλ. ΑΠ 1482/1988 ΝοΒ 1990 271, Ι. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεσις» εκδ. Β΄ τ. 4ος αρθρ. 1001 αρ. 564 Ι σελ. 1768, Ι. Χαμηλοθώρη – Χ. Κλουκίνα – Θ. Κλουκίνα «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης» εκδ. 2005 τομ. 4ος σελ. 62 αριθ. 116). Σημειωτέον ότι με τις ανωτέρω διατάξεις επιδιώκεται όχι μόνον η ικανοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή και των άλλων δανειστών που τυχόν αναγγέλθηκαν, αλλά και η αποφυγή της ολοκληρωτικής καταστροφής του οφειλέτη, για την οποία, ως σταθερό σημείο αναφοράς, πρέπει να εκτιμηθούν οι απαιτήσεις που έχουν ήδη αναγγελθεί πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού και όχι οι απαιτήσεις που ενδεχομένως θα αναγγελθούν μετά από τη διενέργεια του πλειστηριασμού (εντός 15 ημερών). Ακόμη, ενδεχόμενη βλάβη του καθού η εκτέλεση, η οποία θα απέρρεε από την αδυναμία διάσωσης ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων από τον πλειστηριασμό, λόγω της λήψης υπόψη (από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού κατά τη διάταξη του ανωτέρου άρθρου) προνομιούχων απαιτήσεων που εντέλει δεν αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα, θα αντέκειτο και στην αρχή της αναλογικότητας (υπό στενή έννοια), εκδήλωση της οποίας, αποτελεί και η ευχέρεια χωριστής πλειστηρίασης των ακινήτων του οφειλέτη (βλ. Ν. Κατηφόρη  ΧρΙΔ  2004 σελ. 764 επ.). Επιπλέον, με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων εξυπηρετείται όχι μόνον ο οφειλέτης αλλά και οι δανειστές, καθόσον σε περίπτωση που συντρέχουν απαιτήσεις εις βάρος του καθού η εκτέλεση με ειδικά προνόμια ή υποθήκες, η κατάταξή τους θα λάβει χώρα με κριτήριο το πλειστηρίασμα που επετεύχθη για το ακίνητο επί του οποίου υφίστατο το προνόμιο ή η υποθήκη (βλ. Ι. Χαμηλοθώρη – Χ. Κλουκίνα – Θ. Κλουκίνα ο. π. σελ. 57-58 αριθ. 107).  Σημειωτέον ότι η προαναφερθείσα ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων συνάδει και με τη συναφή ρύθμιση, του άρθρου 1002 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά την οποία παρέχεται η δυνατότητα στον καθού η εκτέλεση, μέχρι την κατακύρωση, να εξοφλήσει τις απαιτήσεις του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, που έχουν αναγγελθεί, καθώς και τα έξοδα εκτελέσεως, προκειμένου να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός, χωρίς, όμως, να απαιτείται η εξόφληση και άλλων δανειστών, όπως εκείνων που αναγγέλθηκαν μέσα στην δεκαπενθήμερη προθεσμία του άρθρου 972 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. Ι. Χαμηλοθώρη – Χ. Κλουκίνα – Θ. Κλουκίνα ο.π. σελ. 135 αριθ. 267). Εξάλλου, στο άρθρο 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Η κατάσχεση δεν  επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα  χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί αναγκαστικής κατασχέσεως  περισσότερων κτημάτων του οφειλέτη, ενώ για την ικανοποίηση του δανειστή αρκούν μερικά μόνον από αυτά, δεν επέρχεται αυτοδικαίως  ακυρότητα της κατασχέσεως αλλά ο καθού η εκτέλεση  δικαιούται, και δεν υποχρεούται, να ασκήσει ανακοπή και να ζητήσει τον περιορισμό  της κατασχέσεως το δε δικαστήριο θα περιορίσει, χωρίς να ακυρώσει, την κατάσχεση, αντιστοίχως. Επίσης, από τις  προεκτεθείσες αυτές διατάξεις (1001 παρ. 2 και  951 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτει ότι με αυτές παρέχεται στον οφειλέτη ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής είτε κατά της  πράξεως της αναγκαστικής κατασχέσεως, είτε κατά του πλειστηριασμού, ενώ η  μη άσκηση ανακοπής κατά της κατασχέσεως δεν καθιστά  απαράδεκτη την άσκηση ανακοπής κατά του πλειστηριασμού (βλ. ΑΠ  1694/1998 ο.π.). Τέλος, η κατ’ άρθρον 966 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με την παρ. 10 του άρθρου 207 του ν. 4512/2018) προβλεπόμενη δυνατότητα ελεύθερης εκποίησης (πώλησης) του κατασχεθέντος πράγματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση ή σε τρίτο, την οποία, μπορεί να διατάξει διαζευτικώς το δικαστήριο, φέρει χαρακτήρα αναγκαστικής εκποίησης και όχι εκούσιου πλειστηριασμού, συνακόλουθα και η διαδικασία αυτή υπόκειται στις διατάξεις περί αναγκαστικού πλειστηριασμού, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες (βλ. Ι. Μπρίνια ο. π. «Αναγκαστική Εκτέλεσις» εκδ. Β΄ τ. 2ος  αρθρ. 966, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ» εκδ. 2η αρθρ. 966 σελ. 636).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και της υπ’ αριθ. ……/1-2-2017 ένορκης βεβαίωσης, που συντάχθηκε, με την επιμέλεια των ανακοπτόντων, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των καθών η ανακοπή (βλ. τις υπ’ αριθ. …../27-1-2017 και …../27-1-2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του απογράφου της υπ’ αριθ. …../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με επίσπευση της πρώτης των καθών η ανακοπή (……….), προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της, ποσού 25.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, διενεργήθηκε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος των ανακοπτόντων. Ειδικότερα, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./22-12-2010 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. κατασχέθηκαν δύο ακίνητα της συγκυριότητας των ανακοπτόντων (κατά ποσοστό ½ εξ’ αδιαιρέτου εκάστου) και συγκεκριμένα: α)η με στοιχεία Γ6 οριζόντια ιδιοκτησία – γραφείο του έκτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, η οποία αποτελείται από μία ενιαία αίθουσα, μια μικρή κουζίνα, W.C. και δύο τουαλέτες, συνολικής επιφάνειας 129,10 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 26/600 και β)η με στοιχεία Γ7 οριζόντια ιδιοκτησία – γραφείο του εβδόμου πάνω από το ισόγειο ορόφου, η οποία αποτελείται από μία ενιαία αίθουσα, μια μικρή κουζίνα W.C. και δύο τουαλέτες συνολικής επιφάνειας 104,60 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 21/600, τα οποία (ακίνητα) είναι κτισμένα επί της υπό στοιχεία «ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΒΗΤΑ (Β)» αυτοτελούς και ανεξάρτητης διηρημένης και διακεκριμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας κάθετης οριοθέτησης, που αποτελείται από ένα οκταόροφο κτήριο με τρία υπόγεια και δώμα και με ποσοστό επί του οικοπέδου 600/1000 εξ’ αδιαιρέτου και το οποίο είναι κτισμένο στο δυτικό τμήμα του μείζονος οικοπέδου, με κύρια είσοδο επί της οδού ………. στον Πειραιά, όπως ειδικότερα τα ακίνητα αυτά περιγράφονται στην ανωτέρω κατασχετήρια έκθεση. Στη συνέχεια, στις 15-5-2013, στο γραφείο της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τα ανωτέρω ακίνητα εκτέθηκαν σε ελεύθερη εκποίηση, κατ’ άρθρον 966 παρ. 3 του ΚΠολΔ, βάσει της υπ’ αριθ. …../17-4-2013 Δ’ επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 696/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά την ανωτέρω διαδικασία ελεύθερης πώλησης, εκποιήθηκαν αμφότερα τα προαναφερθέντα ακίνητα, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. ………/15-5-2013 έκθεσης ελεύθερης εκποίησης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τα οποία κατακυρώθηκαν, το μεν πρώτο (υπό στοιχεία Γ6) για ποσό 120.010 ευρώ, το δε δεύτερο (υπό στοιχεία Γ7) για ποσό 121.500 ευρώ, στο δεύτερο των καθών η ανακοπή. Επίσης, για την ως άνω κατακύρωση των ακινήτων αυτών συντάχθηκε από την προαναφερθείσα συμβολαιογράφο η υπ’ αριθ. ………/24-5-2013 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων. Ακόμη, στις 29-5-2013, με επιμέλεια του υπερθεματιστή δεύτερου των καθών η ανακοπή, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες αντίγραφο από το υπ’ αριθ. …../24-5-2013 απόγραφο πρώτο εκτελεστό της ανωτέρω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων, με την κάτωθι από αυτό από 27-5-2013 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία οι τελευταίοι επιτάχθηκαν να αποδώσουν στο δεύτερο των καθών η ανακοπή κενά και ελεύθερα τα ως άνω εκποιηθέντα ακίνητα.

Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες, με το δεύτερο λόγο της ανωτέρω ανακοπής τους, ζήτησαν την ακύρωση της ανωτέρω έκθεσης ελεύθερης εκποίησης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι κατά την εν λόγω διαδικασία ελεύθερης εκποίησης των ακινήτων τους, η συμβολαιογράφος αυτή, υπάλληλος επί του πλειστηριασμού, μετά την κατακύρωση του ανωτέρω υπό στοιχεία Γ6 ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας) στον δεύτερο των καθών η ανακοπή, δεν διέκοψε τη σχετική διαδικασία για την εκποίηση και του έτερου υπό στοιχεία Γ7 ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας), μολονότι το πλειστηρίασμα (τίμημα) που επετεύχθη από την εκποίηση του πρώτου ως άνω ακινήτου, ήταν επαρκές για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύδουσας την εκτέλεση και των μέχρι τότε αναγγελθέντων δανειστών, καθώς και των εξόδων της εκτέλεσης. Όσον αφορά στο λόγο αυτό της ανακοπής, από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η τιμή της πρώτης προσφοράς της εν λόγω διαδικασίας εκποίησης των ανωτέρω ακινήτων (οριζοντίων ιδιοκτησιών) είχε ορισθεί, βάσει της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 696/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, χωριστά για έκαστο αυτών, στο ποσό των 120.000 ευρώ και των 100.000 ευρώ, για τα ως άνω υπό στοιχεία Γ6 και Γ7 ακίνητα, αντιστοίχως. Επίσης, κατά τη διαδικασία αυτή, υπήρξε χωριστή πλειοδοσία για έκαστο των ανωτέρω ακινήτων, συγκεκριμένα για το ως άνω υπό στοιχείο Γ6 ακίνητο υπέβαλε προσφορά μόνον ο δεύτερος των καθών η ανακοπή – εκκαλών (δια του πληρεξουσίου του ……….) προς τον οποίο κατακυρώθηκε το ακίνητο αυτό, αντί του ποσού των 120.010 ευρώ. Στη συνέχεια, εξακολούθησε η εν λόγω διαδικασία, μόνον ως προς το ως άνω υπό στοιχεία Γ7 ακίνητο, ενόψει του ότι είχαν υποβληθεί περισσότερες σχετικές προσφορές, μεταξύ αυτών που είχαν προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή, δηλαδή του δεύτερου των καθών η ανακοπή – εκκαλούντος και του ………. και ακολούθως κατακυρώθηκε στο δεύτερο των καθών η ανακοπή το ακίνητο αυτό (υπό στοιχεία Γ7), αντί του ποσού των 121.500 ευρώ. Έτσι, τα ανωτέρα ακίνητα εκποιήθηκαν χωριστά, με την ως άνω σειρά, η οποία προσδιορίσθηκε από την προαναφερθείσα συμβολαιογράφο (υπάλληλο επί του πλειστηριασμού), ενόψει του ότι οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι δεν είχαν προσδιορίσει τέτοια σειρά. Ωστόσο, κατά το χρόνο διενέργειας της εν λόγω εκποιήσεως (στις 15-5-2013), το προαναφερθέν ποσό των 120.010 ευρώ, για το οποίο κατακυρώθηκε το ως άνω υπό στοιχεία Γ6 ακίνητο, κάλυπτε το ποσό της σχετικής απαίτησης της επισπεύδουσας – πρώτης των καθών η ανακοπή, η οποία ήταν ύψους 27.130,86 ευρώ (βλ. την ανωτέρω έκθεση ελεύθερης εκποίησης ακινήτων στο τέλος του φύλλου 6ου) , και των εξόδων της διαδικασίας εκτελέσεως αυτής εκ 16.465 ευρώ, δηλαδή συνολικώς το ποσό των 43.595,86 ευρώ, ενώ δεν είχαν αναγγελθεί άλλοι δανειστές για απαιτήσεις τους κατά των ανακοπτόντων (βλ. τον υπ’ αριθ. ………/4-7-2013 πίνακα κατάταξης δανειστών της ίδιας προαναφερθείσας συμβολαιογράφου). Σημειωτέον ότι, κατά τα προεκτεθέντα, οι απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν σε δανειστές των ανακοπτόντων, που αναγγέλθηκαν μετά τη διενέργεια της εν λόγω εκποίησης, δεν συνυπολογίζονται στο ως άνω ποσό (των 43.595,86 ευρώ), το οποίο έπρεπε να καλύπτεται από το προαναφερθέν ποσό των 120.010 ευρώ, στο οποίο κατακυρώθηκε το ως άνω υπό στοιχεία Γ6 ακίνητο, ακόμη και αν αυτές προκύπτουν από τα έγγραφα τα οποία είχαν τεθεί υπόψη της υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού, πριν την εν λόγω εκποίηση. Ως εκ τούτου, ενόψει της ως άνω προσδιορισθείσας σειράς εκποίησης των ανωτέρω ακινήτων, έπρεπε κατά το άρθρο 1001 παρ. 2 του ΚΠολΔ και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, μετά την κατακύρωση του ως άνω υπό στοιχεία Γ6 ακινήτου, να παύσει η διαδικασία της ανωτέρω εκποίησης του ως άνω στοιχεία Γ7 ακινήτου, και να μην κατακυρωθεί αυτό στο δεύτερο των καθών η ανακοπή (εκκαλούντα). Επίσης, η παράβαση της σχετικής διάταξης του ανωτέρω άρθρου (1001 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκάλεσε περιουσιακή βλάβη στους ανακόπτοντες, αφού αυτοί απώλεσαν το δικαίωμα της συγκυριότητας (κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος), επί του ως άνω ακινήτου τους (υπό στοιχείο Γ7), το οποίο εκποιήθηκε δεύτερο κατά σειρά, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό στο οποίο εκποιήθηκε το έτερο ακίνητό τους (Γ6), πρώτο κατά σειρά, υπερέβαινε το ανωτέρω συνολικό ποσό της σχετικής απαίτησης της επισπεύδουσας – πρώτης των καθών η ανακοπή, και των εξόδων της διαδικασίας εκτελέσεως αυτής. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή περί της ανωτέρω περιουσιακής βλάβης των ανακοπτόντων δεν αναιρείται από το ότι δια μέσου της ως άνω εκποιήσεως του ακινήτου τους (Γ7) εξοφλήθηκαν (έστω κατά ένα μέρος) διάφορες απαιτήσεις τρίτων εις βάρους τους, δηλαδή των δανειστών, οι οποίοι, στη συνέχεια, κατατάχθηκαν για την είσπραξη του σχετικού πλειστηριάσματος (ανωτέρω ποσού εκποίησης), όπως το Ι.Κ.Α., το Ελληνικό Δημόσιο (δια των προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ.  Γ΄ Πειραιά, Ε΄ Πειραιά, Νίκαιας και Πλοίων Πειραιά) και της «…………» (βλ.  τον υπ’ αριθ. ………./4-7-2013 πίνακα κατάταξης δανειστών της ίδιας συμβολαιογράφου). Ειδικότερα, λόγω της προαναφερθείσας εκποίησης του ακινήτου αυτού (υπό στοιχεία Γ7), οι ανακόπτοντες στερήθηκαν του δικαιώματος τους, μέχρι την ολοκλήρωση της εκ νέου διαδικασίας αναγκαστικής εκποίησης του ανωτέρου ακινήτου, να εξοφλήσουν ή να διακανονίσουν (σε χρηματικές δόσεις) την εξόφληση των σχετικών λοιπών απαιτήσεων εις βάρος τους, ώστε να ματαιωθεί η εκποίηση του (άρθρο 1002 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και συνακόλουθα να αποτρέψουν την απώλεια του αντίστοιχου δικαιώματος της συγκυριότητας τους επ’ αυτού (ακινήτου). Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανακόπτοντες, ήδη, έχουν διακανονίσει (σε χρηματικές δόσεις) την εξόφληση των σχετικών απαιτήσεων εις βάρος τους, οι οποίες αφορούν την «…………» (βλ. τις από 30-9-2014 πρόσθετες πράξεις σύμβασης δανείου και τις από 30-10-2018 βεβαιώσεις οφειλών δανείου). Εξάλλου, από το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες επικαλέσθηκαν σ’ αυτήν ότι υπέστησαν περιουσιακή βλάβη από την ως άνω αναγκαστική εκποίηση του προαναφερθέντος ακινήτου του (υπό στοιχεία Γ7), κατά παράβαση της σχετικής διάταξης του άρθρου 1001 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συνισταμένη στην απώλεια της συγκυριότητας αυτού. Ως εκ τούτου, για τους ίδιους ως άνω λόγους, η αναφορά του στοιχείο αυτού είναι επαρκής για το ορισμένο της ένδικης ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, κατά την εν λόγω διαδικασία εκποίησης του ως άνω ακίνητου (υπό στοιχεία Γ7),  υφίσταται η ανωτέρω παράβαση της σχετικής διάταξης του άρθρου 1001 παρ. 2 του ΚΠολΔ και ότι από αυτήν προκλήθηκε περιουσιακή βλάβη στους ανακόπτοντες, δεν έσφαλε στην ερμηνεία ούτε στην εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος ) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι δυνάμει της ανωτέρω υπ’ αριθ. …../22-12-2010 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων, είχαν κατασχεθεί και τα δύο προαναφερθέντα ακίνητα (υπό στοιχεία Γ6 και Γ7) των ανακοπτόντων, χωρίς, οι τελευταίοι να προσβάλλουν με κάποιο ένδικο βοήθημα, ούτε την ένδικη ανακοπή, την αντίστοιχη πράξη της εν λόγω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, για το λόγο της τυχόν παράβασης του άρθρου 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Το γεγονός, όμως της μη προσβολής από τους ανακόπτοντες της πράξης της κατάσχεσης, η οποία αφορά στην προαναφερθείσα έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων, δεν καθιστά την ένδικη ανακοπή απαράδεκτη, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, σε περίπτωση που κατάσχονται και εκτίθενται σε πλειστηριασμό περισσότερα ακίνητα απ’ όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του οφειλέτη να προσβάλλει με σχετικό λόγο ανακοπής, είτε την πράξη της αναγκαστικής κατάσχεσης είτε του σχετικού πλειστηριασμού, χωρίς η παράλειψη άσκησης ανακοπής κατά της κατάσχεσης να καθιστά απαράδεκτη την άσκηση ανακοπής κατά του πλειστηριασμού. Σημειωτέον ότι η μη προσβολή από τους ανακόπτοντες της πράξης της ανωτέρω κατάσχεσης έχει ως έννομη συνέπεια ότι αυτή (κατάσχεση), ανεξαρτήτως του σχετικού ελαττώματός της, θεωρείται έγκυρη, και βάσει αυτής μπορούν διενεργηθούν, μεταγενεστέρως, οι συναφείς πράξεις της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής δεν προβάλλεται κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεν έσφαλε στην ερμηνεία, ούτε στην εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος ) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επίσης, από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι τα προαναφερθέντα ακίνητα, τα οποία εκποιήθηκαν κατά την εν λόγω διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, και τα οποία αποτελούν διαφορετικές οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι ανακόπτοντες είχαν εκμισθώσει και τα δύο στην εταιρία με την επωνυμία «………..», η οποία χρησιμοποιούσε αυτά ως ενιαίο επαγγελματικό χώρο (γραφεία). Από το τελευταίο γεγονός, όμως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα ακίνητα αυτά στην πραγματικότητα αποτελούν έναν ενιαίο χώρο, ούτε ότι η εκποίηση του ενός ακινήτου θα καθιστούσε αδύνατη την αυτοτελή λειτουργία του άλλου. Ειδικότερα, από την ανωτέρω περιγραφή των εν λόγω ακινήτων, η οποία περιέχεται στην προαναφερθείσα έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, προκύπτει ότι πρόκειται για δύο εντελώς αυτοτελή ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες υπό στοιχεία Γ6 και Γ7), με ανεξάρτητους χώρους (και βοηθητικούς) μεταξύ τους, ευρισκόμενα σε διαφορετικούς ορόφους (στον έκτο και στον έβδομο όροφο, αντιστοίχως), ικανής εκτάσεως έκαστο (εμβαδού 129,10 τ.μ. και 104,60 τ.μ., αντιστοίχως). Έτσι, τα ακίνητα αυτά λειτουργικώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτοτελώς, είτε ως επαγγελματικοί χώροι, είτε ως κατοικίες, και να αποτελέσουν αντικείμενα οικονομικής συναλλαγή (πώλησης, μίσθωσης κλπ)  κεχωρισμένως. Σημειωτέον  ότι η κρίση αυτή ενισχύεται και από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα ακίνητα αυτά, κατά την εν λόγω διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, εκποιήθηκαν κατά σειρά χωριστά, μάλιστα, για το ως άνω υπό στοιχεία Γ7 ακίνητο υπήρξαν προσφορές περισσοτέρων προσώπων, ενώ για το ως άνω υπό στοιχεία Γ6 υπέβαλε προσφορά μόνον ο δεύτερος των καθών η ανακοπή – εκκαλών, κατά συνέπεια, τα ακίνητα αυτά ήταν πιθανό να κατακυρωθούν σε διαφορετικά πρόσωπα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι τα ανωτέρω ακίνητα δεν παρουσιάζουν λειτουργική ενότητα και ότι μπορούσαν να εκποιηθούν χωριστά, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος ) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες επικαλέσθηκαν ότι η προαναφερθείσα υπ’ αριθ. ………./15-5-2013 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης οριζοντίων ιδιοκτησιών και η από 27-5-2013 επιταγή, επί του αντιγράφου εκ του υπ’ αριθ. ………../24-5-2013 απογράφου πρώτου εκτελεστού της ανωτέρω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, είναι άκυρες, για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, οι οποίοι αφορούν την ακυρότητα της ανωτέρω υπ’ αριθ. ………../15-5-2013 έκθεσης ελεύθερης εκποίησης ακινήτων, δηλαδή εξαιτίας της παράβασης της διατάξεως του άρθρου 1001 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ως προς την κατακύρωση του υπό στοιχεία Γ7 ακινήτου). Ενόψει του ότι, κατά προεκτεθέντα, η ανωτέρω διαδικασία ελεύθερης εκποίησης των προαναφερθέντων ακινήτων, κατά το μέρος της που αφορά στην εκποίηση του ως άνω υπό στοιχεία Γ7 ακινήτου, δεν είναι έγκυρη, για το λόγο αυτό, δεν είναι έγκυρες, κατά το αντίστοιχο μέρος τους, οι μεταγενέστερες αυτής πράξεις της σχετικής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή η υπ’ αριθ. ………/15-5-2013 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης οριζοντίων ιδιοκτησιών και η από 27-5-2013 επιταγή, επί του αντιγράφου εκ του υπ’ αριθ. …../24-5-2013 απογράφου πρώτου εκτελεστού της ανωτέρω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, όπως ορθώς έκρινε με την εκκαλούμενη απόφασή του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τέλος, όσον αφορά στον ισχυρισμό του εκκαλούντος περί μη νόμιμης επαναφοράς των ισχυρισμών των ανακοπτόντων, τους οποίους είχαν προβάλλει πρωτοδίκως, αλυσιτελώς αυτός προβάλλεται, ενόψει του ότι οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι, με τις προτάσεις, που νομοτύπως υπέβαλλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρνούνται αιτιολογημένως τους λόγους της εφέσεως, επικαλούμενοι τα προσκομιζόμενα απ’ αυτούς έγγραφα, χωρίς να υποβάλουν κάποιον άλλον ισχυρισμό.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε κατά το προαναφερθέν μέρος της την ανωτέρω ανακοπή, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (υπ αριθ. ………../2017 ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 17-10-2019, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκπροσωπηθέντων διαδίκων .

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ