Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 616/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     616      /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4680/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), καθώς ο εφεσιβλητος επέδωσε στην εκκαλούσα την προσβαλλόμενη απόφαση την 15/2/2016 (υπ’ αριθμ. …../15.2.2016 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15/3/2016 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 16/3/2015 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, την 1/8/2002 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων, ότι κατά την πρόσληψή του η εναγόμενη τον κατέταξε στη ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία, ενώ με βάση τα τυπικά προσόντα του έπρεπε να καταταγεί στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού, ότι κατόπιν άρνησης της εναγόμενης να τον κατατάξει στην ορθή μισθολογική κλίμακα άσκησε σε βάρος της την από 30/12/2009 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι τελικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 740/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 436/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία διέταξε την εναγόμενη να τον εντάξει στην κατηγορία ΔΕ3 και αναγνώρισε ότι του όφειλε μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2004 και ότι βάσει των Ειδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγόμενης η τελευταία του οφείλει μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2004 έως την άσκηση της αγωγής, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστην από την άρνησή της να τον κατατάξει στην ορθή μισθολογική κατηγορία και να του καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές του. Ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να του καταβάλει το ποσό των 32.645,83 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική του δαπάνη, ενώ με τις προτάσεις και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης περιόρισε παραδεκτά το καταψηφιστικό αίτημα στο ποσό των 18.861,03 ευρώ, που αντιστοιχεί στα αναφερόμενα στις προτάσεις του κονδύλια και μετέτρεψε σε αναγνωριστικό το υπόλοιπο αίτημά του, ποσού 13.784,80 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 4680/2015 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα  το ποσό των 18.861,03 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.784,80 ευρώ και τα δυο ποσά με το νόμιμο τόκο κατά τα εκτεθέντα στην απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου κώδικα, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου. Η δε έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών (τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά) είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη, η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 900/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2014 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται επίσης να εκτίθενται στην αγωγή οι συνολικές κατά μήνα συνήθεις αποδοχές του μισθωτού, με βάση τις οποίες καθορίζεται η πρόσθετη αμοιβή και η αποζημίωση της παρασχεθείσας υπερεργασίας και υπερωρίας, χωρίς όμως να απαιτείται και ανάλυση των επί μέρους κονδυλίων των εν λόγω αποδοχών. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου (ΑΠ 414/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1419/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2013 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων αναφέρει με λεπτομέρεια στην αγωγή του τις νόμιμες αποδοχές του ανά μήνα και ανά έτος, καθώς και το ωρομίσθιό του, το ωράριό του, τις ανά μήνα ώρες της υπερωριακής απασχόλησής του και της νυκτερινής εργασίας του και τα Σάββατα και τις Κυριακές που εργάστηκε και τις αποδοχές που δικαιούται σύμφωνα με την κατάταξή του στη ορθή μισθολογική κατηγορία και αυτές που έλαβε από την εναγόμενη, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για τις αξιώσεις του και να παρέχεται η δυνατότητα στην εναγόμενη να αμυνθεί κατά των αξιώσεων αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και απέρριψε τη σχετική ένσταση αοριστίας της εναγόμενης, δεν έσφαλε και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας διότι δεν παρατίθενται σαφώς και αναλυτικά τα ποσά που ο ενάγων έλαβε στην κατηγορία ΔΕ2 και εκείνα που θα έπρεπε να είχε λάβει στην κατηγορία ΔΕ3, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 914 και 932 του ΑΚ και άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με την συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιανδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική, ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ). Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους από αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 1114/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2008 ΝοΒ 2008, 2139, ΑΠ(ποιν) 950/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2007 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση το προβαλλόμενο με την ένδικη αγωγή αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ισχυριζόμενος ότι η άρνηση της εναγόμενης να τον κατατάξει στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο αποτελεί προσβολή της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της οποίας υπέστη ηθική βλάβη, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι μόνη η ένταξή του σε εσφαλμένο μισθολογικό κλιμάκιο και η επακόλουθη καταβολή αποδοχών που υπολείπονται των νομίμων αποδοχών που δικαιούται, δεν είναι ικανή, κατά νόμον, να προκαλέσει σε αυτούς ως εργαζόμενου προσβολή της προσωπικότητάς του, ιδιαίτερα ως προς την επαγγελματική αξία και υπόληψή του και συνεπώς δεν συνίσταται ηθική του βλάβη θεμελιούσα αξίωση για χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 914 και 932 του ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε το εν λόγω αίτημα ως νόμιμο και, περαιτέρω, εν μέρει κατ’ ουσία βάσιμο, εσφαλμένα εφάρμοσε τα νόμο και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το σχετικό αίτημα κρίθηκε νόμιμο να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 1/8/2002 και εξακολουθεί να εργάζεται σε αυτή, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως χειριστής ανυψωτικών μηχανήματων με αντικείμενο το χειρισμό οχημάτων στοιβασίας και μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων (containers). Κατά το χρόνο της πρόσληψής του ο ενάγων ήταν απόφοιτος του 1ου Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου …., του Τμήματος Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων και Βιομηχανικής Παραγωγής του Μηχανολογικού τομέα και κάτοχος του από 1997 σχετικού πτυχίου, στο κείμενο του οποίου σημειώνεται ότι «Το παρόν αποτελεί Τίτλο ΑΠΟΛΥΣΕΩΣ Δ.Ε. παρ. 6 άρθρο 6, Ν. 1566/85 . . . ». Το παραπάνω πτυχίο κατέθεσε στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγόμενης κατά την ημερομηνία της πρόσληψής του, ως αποδεικτικό των τυπικών προσόντων διορισμού του στη συγκεκριμένη θέση εργασίας και με βάση τα τυπικά του προσόντα, έπρεπε να υπαχθεί στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού της εναγόμενης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της από 17/4/2000 συλλογικής σύμβασης εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγόμενης, σύμφωνα με το οποίο «Το προσωπικό για τον καθορισμό των αποδοχών του κατατάσσεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: α. . . .  β. . . . γ. Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ΔΕ δ. . . . Οι κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ διακρίνονται περαιτέρω σε υποκατηγορίες ανάλογα με το χρόνο που απαιτήθηκε για την απόκτηση του τυπικού προσόντος. Ειδικότερα υπάρχουν  . . . Στην κατηγορία ΔΕ οι υποκατηγορίες: ΔΕ3 για τους κατόχους πτυχίου Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/77 και ΔΕ2 για τους κατόχους πτυχίου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κα για τους ανήκοντες στη ΔΕ Κατηγορία με τίτλο σπουδών των Σχολών μαθητείας ΟΑΕΔ, των Κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία». Ο ενάγων ζήτησε να υπαχθεί στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3, πλην όμως η εναγόμενη απέρριψε το αίτημά του με το σκεπτικό ότι «. . . Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 14.4.2000 ΣΣΕ και της από 23.10.2002 όμοιας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 5 της από 26.10.2006 ΣΣΕ, στην υποκατηγορία ΔΕ3 κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας, που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών, που καταργήθηκαν με το Ν. 576/77» και τον κατέταξε στην ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία, στην οποία οι αποδοχές του ενάγοντος ήταν μικρότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας. Κατόπιν τούτου ο ενάγων, μαζί με άλλους εργαζόμενους της εναγόμενης, υπαγόμενους στο ίδιο μισθολογικό καθεστώς, άσκησαν κατά της εναγόμενης την από 30/12/2009 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα την ορθή υπαγωγή τους στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4693/2010 απόφαση του Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή τους. Κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη άσκησε την από 5/10/2010 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010 έφεσή της ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 740/2011 τελεσίδικη απόφασή του, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 436/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, (με την οποία απορρίφθηκε η από 1/3/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2012 αίτηση αναίρεσης που άσκησε η εναγόμενη), υποχρέωσε την εναγόμενη να εντάξει και τον ενάγοντα στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και αναγνώρισε ότι λόγω της μη ορθής κατάταξής του, του οφείλει μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2004. Το δεδικασμένο που παράγεται από την ως άνω απόφαση ως προς το προδικαστικό ζήτημα της κατάταξης του ενάγοντος στην ορθή μισθολογική κλίμακα, χωρίς από τότε να έχει μεταβληθεί το νομοθετικό καθεστώς, δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο το οποίο δεν μπορεί να επανέλθει και να επανελέγξει αν ο ενάγων έχει τα τυπικά προσόντα για την κατάταξή του στη ΔΕ3 κατηγορία, αλλά θεωρείται ως δεδομένο και αποτελεί τη βάση για την εξέταση της βασιμότητας των ένδικων αξιώσεων του (ΑΠ 182/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2015 ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω σύμφωνα με τη ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ της 17/4/2000, η οποία ίσχυε για τα έτη 2000, 2001 ορίζεται στο άρθρο 3 για την κατάταξη του προσωπικού σε μισθολογικά κλιμάκια, ότι στην κατηγορία ΔΕ, εισαγωγικό κλιμάκιο της υποκατηγορίας ΔΕ3 είναι το 27° και καταληκτικό το 10° και της υποκατηγορίας ΔΕ2 εισαγωγικό είναι το 28° και καταληκτικό το 11°, ο δε βασικός μισθός του 27ου κλιμακίου ήταν 231.000 δρχ. και του 28ου 227.000 δρχ. Όσον αφορά τη μισθολογική εξέλιξη των εργαζομένων, στο άρθρο 4 της ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ αναφέρεται ότι για τη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού όλων των κλάδων από το κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. για την απονομή του αμέσως επόμενου μετά το εισαγωγικό Μ.Κ. υπηρεσία ενός έτους στο εισαγωγικό Μ.Κ. β. για την απονομή όλων των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων, υπηρεσία δύο ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. Για την κατά τις προηγούμενες παραγράφους μισθολογική εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο 2ος χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στα άρθρα 5 και 6 της παρούσας σύμβασης, κατά περίπτωση. Και στο άρθρο 6 ότι το προσωπικό της παρούσας σύμβασης που υπηρετεί την 31/3/2000 κατατάσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν και στο συνολικό χρόνο υπηρεσίας που τους έχει αναγνωρισθεί. Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 17/4/2000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 της από 23/10/2002 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ και με το άρθρο 5 της από 24/10/2006 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, προστέθηκε η υποκατηγορία ΔΕ3 στην οποία κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ Κατηγορίας που κατέχουν πτυχία μέσων τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το Ν. 576/1977, διαμορφώνεται με εισαγωγικό κλιμάκιο το 24° και καταληκτικό το 7°. Με την παραπάνω ρύθμιση από 1/1/2006 οι εργαζόμενοι υπάλληλοι που ανήκουν στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προήχθησαν 3 κλιμάκια από εκείνο στο οποίο ανήκαν μέχρι  την 31/1/2005. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της από 17/4/2000  ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της από 23/10/2002 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, καθορίζεται η κλίμακα διαμόρφωσης του χρονοεπιδόματος, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Το χρονοεπίδομα υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, που κατέχει κάθε φορά ο εργαζόμενος και καθορίζεται με βάση το χρόνο υπηρεσίας, ο οποίος ταυτίζεται με το χρόνο που λαμβάνεται υπόψη για την κατάταξη και την εξέλιξη στα μισθολογικά κλιμάκια. Τα λοιπά επιδόματα είναι συγκεκριμένου ποσού και αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις αντίστοιχες ΣΣΕ υπαλλήλων ΟΛΠ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της από 17/4/2000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της από 24/10/2006 όμοιας, το οικογενειακό επίδομα ορίζεται ως εξής: «για τον ή τη σύζυγο από 1/1/2006 αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού του και χορηγείται σε ποσοστό ίσο με το 10% του 18ου μισθολογικού κλιμακίου, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις». Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του κεφ. Α΄ του ν. 3833/15-3-2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» και την αριθμ. 2/14924/0022/1-4-2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου, ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας, ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Ν.Π.Δ.Δ. και σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται, σύμφωνα με τον οργανισμό τους, τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του Προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α 314) ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια των εν λόγω παραγράφων του ανωτέρω άρθρου και νόμου (3429/2005), ακόμη και εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού (3429/2005), ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους, μειώνονται κατά ποσοστό 7% με εξαίρεση τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία μειώνονται, έκαστο, κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του 7% εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση (επιδόματα συζύγου – τέκνων) ή την υπηρεσιακή εξέλιξη (χρονοεπίδομα, τριετίες – πολυετίες), καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους (επιδόματα ανθυγιεινά ή επικίνδυνης εργασίας) και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτά θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31-12-2009. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3845/6-5-2010 «Μέτρα για την εφαρμογή στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας» και την αριθμ. 2/8338/0022/24-1-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομιών οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική  διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση,  ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή σύμφωνα προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται μετά τη μείωση του 7% και επιπλέον κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3845/6-5-2010 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων,  Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη  ή   ρήτρα  ή  όρο  συλλογικής  σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ β) το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ γ) το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Οι διατάξεις αυτές κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (παρ. 8 άρθρο 3 του ν. 3845/2010). Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων η μισθοδοτική εικόνα των υπαλλήλων της εναγόμενης που υπάγονται στη ΣΣΕ ΟΛΠ διαμορφώθηκε ως εξής: i) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5, άρθρο 1 του ν. 3833/2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα κατά ποσοστό 7% αναδρομικά από 1/1/2010. ii) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3845/6.5.2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα μετά τη μείωση κατά 7% επιπλέον και κατά ποσοστό 3% από 1/6/2010. iii) Μειώθηκαν κατά 7% σύμφωνα με το ν. 3833/2010 από 1/1/2010 τόσο το αντισταθμιστικό επίδομα όσο και το κίνητρο αποχώρησης και κατόπιν κατά 3% σύμφωνα με το ν. 3845/2010 από 1/6/2010. Εξαιρέθηκαν 1) το οικογενειακό επίδομα (γάμου & τέκνων), 2) το επίδομα ειδικών συνθηκών (που συνδέεται με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας), 3)           το μεταπτυχιακό επίδομα και 4) το χρονοεπίδομα (που έχει σχέση με την υπηρεσιακή εξέλιξη). Τα εξαιρούμενα επιδόματα που υπολογίζονταν σε ποσοστό (όπως το χρονοεπίδομα) επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, καταβάλλονται στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31/12/2009 (παρ. 4 άρθρο 1 της αριθμ. 2/14924/002/1.4.2010 εγκυκλίου).

Μετά ταύτα οι αποδοχές που δικαιούταν ο ενάγων λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στη ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία είναι οι ακόλουθες:

1) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2004 έως την 31/8/2005 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 7 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 23ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο: α) Για το έτος 2004 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 834,29 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 166,85 ευρώ (20% επί του βασικού μισθού), ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 236,26 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 82,13 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 131,40 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 32,86 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.483,79 ευρώ. Επομένως για το έτος 2004 δικαιούταν το ποσό των 17.805,48 ευρώ (1.483,79 ευρώ Χ 12 μήνες), έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 24ο κλιμάκιο, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 17.076,28 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 729,20 ευρώ. β) Για το χρονικό διάστημα από 1/1/2005 έως και 31/8/2005 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 873,50 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 174,70 ευρώ (20% επί του βασικού μισθού), ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 268,39 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 86,24 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 137,97 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 34,50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.575,30 ευρώ. Επομένως για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Αύγουστο δικαιούταν το ποσό των 4.725,90 ευρώ (1.575,30 ευρώ Χ 3 μήνες), για τους μήνες Ιανουάριο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, κατά τους οποίους δεν εργάστηκε από 1 ημέρα (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά το 1/25 του μισθού του ή 4% κάθε μήνα) και ο μισθός του διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.512,28 ευρώ, δικαιούταν το ποσό των 6.049,12 ευρώ (1.512,28 Χ 4 μήνες) και το Φεβρουάριο οπότε δεν εργάστηκε 2 ημέρες (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 8%) δικαιούταν το ποσό των 1.449,28 ευρώ. Συνεπώς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούταν το ποσό των 12.224,30 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 24ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 12.104,29 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 120,01 ευρώ. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/9/2005 έως την 31/12/2005 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 9 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 22ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 886,40 ευρώ, ως χρονοεπίδομα (24% επί του βασικού μισθού) το ποσό των 212,73 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 268,39 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 86,24 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 137,97 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 34,50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.626,23 ευρώ. Επομένως για τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο δικαιούταν το ποσό των 3.252,46 ευρώ (1.626,23 ευρώ Χ 2 μήνες), τον Σεπτέμβριο οπότε δεν εργάστηκε δυο ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 8% δικαιούταν το ποσό των 1.496,13 ευρώ και το Δεκέμβριο οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% δικαιούταν το ποσό των 1.561,18 ευρώ. Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούταν το ποσό των 6.309,77 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 23ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 6.246,15 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 63,62 ευρώ. 3) Το έτος 2006 στη Συλλογική Σύμβαση του Υπαλληλικού Προσωπικού της εναγόμενης προστέθηκε με το άρθρο 5 αυτής η παρακάτω ρύθμιση «… Από 1/1/2006 η υποκατηγορία ΔΕ3 (άρθρα 2 και 3 της από 17/4/2000 ΣΣΕ και άρθρο 5 της από 23/10/2002 όμοιας) στην οποία κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ Κατηγορίας που κατέχουν πτυχία μέσων τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 διαμορφώνεται με εισαγωγικό κλιμάκιο το 24ο και καταλητικό το 7° …». Με την παραπάνω ρύθμιση από 1/1/2006 οι εργαζόμενοι υπάλληλοι που ανήκαν στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προήχθησαν 3 κλιμάκια από εκείνο στο οποίο ανήκαν μέχρι την 31/1/2005. Επίσης το οικογενειακό επίδομα τροποποιήθηκε ως εξής «… Για τον ή τη σύζυγο: Από 1/1/2006 αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού του και χορηγείται στο εξής σε ποσοστό, ίσο με το 10% του 18ου μισθολογικού κλιμακίου, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις …». Επομένως ο ενάγων σύμφωνα με τα ανωτέρω έπρεπε να καταταγεί στο 19ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας σύμφωνα με το οποίο α) Το έτος 2006 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 975,03 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 234 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 98,86 ευρώ και από τον Ιούνιο το ποσό των 133,16 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 293,09 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 91,41 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 146,25 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 36,57 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.875,21 ευρώ. Επομένως για τον Απρίλιο δικαιούταν το ποσό των 1.875,21 ευρώ για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο δικαιούταν το ποσό των 7.638,08 ευρώ (1.909,52 ευρώ Χ 4 μήνες) για τους μήνες Μάρτιο, Μάιο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα κάθε μήνα και οι μηνιαίες  αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% και διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.800,20 ευρώ για τους μήνες Μάρτιο και Μάιο (1.875,21 ευρώ – 4 %) και στο ποσό των 1.833,14 ευρώ για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο (1.909,52 ευρώ – 4%) δικαιούταν το ποσό των 7.266,68 ευρώ (1.800,20 ευρώ Χ 2 μήνες + 1.833,14 Χ 2 μήνες), για τους μήνες Φεβρουάριο και Ιούνιο οπότε δεν εργάστηκε μισή ώρα κάθε μήνα λόγω στάσης εργασίας, οπότε οι μηνιαίες αποδοχές του μειώθηκαν κατά 0,5/187,5 ή κατά 0,27% (7,5 ώρες ανά εβδομάδα Χ 25 ημέρες ανά μήνα = 187,5 ώρες ανά μήνα) δικαιούταν το ποσό των 3.774,51 ευρώ (1.870,15 ευρώ + 1.904,36) και τον Ιανουάριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε μια ημέρα δικαιούταν το ποσό των 1.765,09 ευρώ (1.875,21 ευρώ – 36,57 ευρώ = 1.838,64 ευρώ – 4%). Συνολικά για το έτος 2006 δικαιούταν το ποσό των 22.319,57 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 23ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 21.828,06 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 491,51 ευρώ. β) το χρονικό διάστημα από 1/1/2007 έως 31/8/2007, δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.036,46 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 248,75 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 141,60 ευρώ ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 322,39 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 97,31 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 155,68 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,93 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.041,12 ευρώ. Επομένως για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο δικαιούταν το ποσό των 6.123,36 ευρώ (2.041,12 ευρώ Χ 3 μήνες) για το Μάιο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 1.959,48 ευρώ και για τους μήνες Ιανουάριο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας το ποσό των 8.008,76 ευρώ (2.041,12 ευρώ – 38,93 ευρώ =  2.002,19 ευρώ Χ 4 μήνες). Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούταν το ποσό των 16.091,60 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 23ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 15.886,07 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 205,53 ευρώ. 4) Το χρονικό διάστημα από την 1/9/2007 έως την 31/12/2007 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 11 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 18ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, κατά το οποίο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.050,90 ευρώ, ως χρονοεπίδομα (28%) το ποσό των 294,25 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 141,60 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 322,39 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 97,31 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 155,68 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,93 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.101,06 ευρώ. Επομένως για το Σεπτέμβριο δικαιούταν το ποσό των 2.101,06 ευρώ και για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο, για τους οποίους δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των  6.186,39 ευρώ (2.101,06 ευρώ – 38,93 ευρώ = 2.062,13 ευρώ Χ 3 μήνες). Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούταν το ποσό των 8.287,45 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 22ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 7.730,61 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 556,84 ευρώ. 5) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2008 έως και 28/2/2009 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 11 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 18ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.103,45 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 28% το ποσό των 308,96 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 148,68 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 378,80 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,18 ευρώ ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 163,46 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 40,88 και συνολικά το ποσό των 2.246,41 ευρώ. Επομένως δικαιούταν: Α) Για το έτος 2008 για τον Ιανουάριο, οπότε δεν εργάστηκε 4 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 16% και δεν δικαιούταν επίδομα βάρδιας το ποσό των 1.852,65 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 40,88 ευρώ = 2.205,53 ευρώ – 16%), για το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% και επιπλέον 3 ώρες λόγω στάσης εργασίας οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν και κατά 3/187,5 ώρες ή κατά 1,6% το ποσό των 2.120,61 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 5,6%), για το Μάρτιο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και 8 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 8,27% και δεν δικαιούταν επίδομα βάρδιας το ποσό των 2.023,13 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 40,88 ευρώ = 2.205,53 ευρώ – 8,27%), για τον Απρίλιο, οπότε δεν εργάστηκε 14 ημέρες και 2 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 57,07% και δεν δικαιούταν επίδομα βάρδιας, το ποσό των 946,83 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 40,88 ευρώ = 2.205,53 ευρώ – 57,07%), τον Μάιο, οπότε δεν εργάστηκε 9 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 36%, το ποσό των 1.437,70 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 36%),  για τον Ιούνιο, οπότε δεν εργάστηκε 3,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 1,87%, το ποσό των 2.204,40 ευρώ (2.246,41 ευρώ –1,87%), για τον Ιούλιο, οπότε δεν εργάστηκε 2 ημέρες και 1,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 8,80% και δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των 2.011,44 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 40,88 ευρώ = 2.205,53 ευρώ – 8,80%), για τον Αύγουστο το ποσό των 2.246,41 ευρώ, για το Σεπτέμβριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας το ποσό των 2.205,53 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 40,88 ευρώ), για τον Οκτώβριο, οπότε δεν εργάστηκε 2 ημέρες και 2 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 9,06%, το ποσό των 2.042,88 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 9,06%), για το Νοέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.156,55 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 4%) και για το Δεκέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.156,66 ευρώ (2.246,41 ευρώ – 4%). Συνολικά για το έτος 2008 δικαιούταν το ποσό των 23.404,68 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 22ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας, το ποσό των 21.031,70 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 2.372,98 ευρώ. Β) Για το χρονικό διάστημα από 1/1/2009 έως και 28/2/2009 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.147,59 ευρώ, ως χρονοεπίδομα (28%) το ποσό των 321,32 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,62 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 435,62 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 42,52 και συνολικά το ποσό των 2.377,94 ευρώ. Επομένως δικαιούταν για τον Ιανουάριο το ποσό των 2.377,94 ευρώ και για τον Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε 9,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 5,06% το ποσό των 2.257,62 ευρώ (2.377,94 ευρώ – 5,04%). Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 4.635,56 ευρώ, η δε εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 22ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε το ποσό των 3.951,43 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 684,13 ευρώ. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/3/2009 έως και 31/12/2009 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 13 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 17ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.164,94 ευρώ, ως χρονοεπίδομα (32% επί το βασικού μισθού) το ποσό των 372,78 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,62 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 435,62 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 42,52 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.446,75 ευρώ. Επομένως δικαιούταν για τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο το ποσό των 12.233,75 ευρώ (2.446,75 ευρώ Χ 5 μήνες), για τον Μάρτιο, οπότε δεν εργάστηκε 21 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 84%, το ποσό των 391,48 ευρώ (2.446,75 ευρώ – 84%), για τον Απρίλιο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.348,88 ευρώ (2.446,75 ευρώ – 4%), για τον Ιούλιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των  2.404,23 ευρώ (2.446,75 ευρώ – 42,52 ευρώ), για τον Οκτώβριο, οπότε δεν εργάστηκε 10 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 40%, το ποσό των 1.468,05 ευρώ (2.446,75 ευρώ – 40%), για τον Νοέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 6 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 24%, το ποσό των 1.859,53 ευρώ (2.446,75 ευρώ – 24%). Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 20.705,92 ευρώ, η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 20.836,71 ευρώ. 7) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως και 28/2/2011 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 13 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 17ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο α) από την 1/1/2010 έως την 31/5/2010 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.083,39 ευρώ [1.164,94 – (1.164,94 Χ 7%), ν. 3845/2010], ως χρονοεπίδομα 32% (όπως είχε διαμορφωθεί την 31/12/2009) το ποσό των 372,78 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 405,13 ευρώ [435,62 – (435,62 Χ 7%], ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 39,54 ευρώ [42,52 – (42,52 Χ 7%)] και συνολικά το ποσό των 2.331,74 ευρώ και από την 1/6/2010 (οπότε ο βασικός μισθός και τα επιδόματα μειώθηκαν επιπλέον κατά ποσοστό 3%, ν. 3845/2010) έως και την 31/12/2010 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.050,89 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 32% το ποσό των 372,78 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ και ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,35 συνολικά το ποσό των 2.324,25 ευρώ. Επομένως δικαιούταν για τον Ιανουάριο το ποσό των 2.331,74 ευρώ, για το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.238,47 ευρώ (2.331,74 ευρώ – 4%), για το Μάρτιο, οπότε δεν εργάστηκε 2,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 1,33%, το ποσό 2.300,73 ευρώ (2.331,74 ευρώ – 1,33%), για τον Απρίλιο το ποσό των 2.331,74 ευρώ, για τον Μάιο, οπότε δεν εργάστηκε 5 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 20%, το ποσό των 1.865,39 ευρώ (2.331,74 ευρώ – 20%), για τον Ιούνιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε μια ημέρα, το ποσό των 2.194,46 ευρώ (2.324,25 ευρώ – 38,35 ευρώ = 2.285,90 ευρώ – 4%), για τον Ιούλιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας το ποσό των 2.285,90 ευρώ (2.324,25 ευρώ – 38,35 ευρώ), για τον Αύγουστο το ποσό των 2.324,25 ευρώ, για το Σεπτέμβριο το ποσό των 2.324,25 ευρώ, για το Οκτώβριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των 2.285,90 ευρώ (2.324,25 ευρώ – 38,25 ευρώ), για το Νοέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε μισή ώρα λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 0,27%, το ποσό των 2.317,97 ευρώ (2.324,25 ευρώ – 0,27%) και για το Δεκέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 2,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 1,33%, το ποσό των 2.293,34 ευρώ (2.324,25 ευρώ – 1,33%). Συνολικά για το έτος 2010 ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 27.094,14 ευρώ, η δε εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 21ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε το ποσό των 26.685,95 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 408,19 ευρώ. β) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2011 έως και την 28/2/2011 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.050,89 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 32% το ποσό των 372,78 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ και ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,35 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.324,25 ευρώ. Επομένως για τον Ιανουάριο δικαιούταν το ποσό των 2.324,25 ευρώ και για το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.231,28 ευρώ (2.324,25 ευρώ – 4%) και συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούταν το ποσό των 4.555,53 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 21ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε το ποσό των 4.400,60 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 154,93 ευρώ. 8) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/3/2011 έως και 31/12/2011 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 15 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.066,53 ευρώ, ως χρονοεπίδομα (36%) το ποσό των 425,62 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ και από τον Ιούνιο το ποσό των 194,49 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,35 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.392,73 ευρώ. Επομένως δικαιούταν το Μάρτιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των 2.354,38 ευρώ (2.392,73 ευρώ – 38,35), τον Απρίλιο το ποσό των 2.392,73 ευρώ, το Μάιο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και μειώνονται οι αποδοχές του κατά 4%, το ποσό των 2.297,02 ευρώ (2.392,73 ευρώ – 4%), τον Ιούνιο, οπότε δεν εργάστηκε 4 ημέρες και μειώνονται οι αποδοχές του κατά 16% το ποσό των 2.043,38 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 16%), τον Ιούλιο το ποσό των 2.432,59 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 2.432,59 ευρώ, το Σεπτέμβριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε 23 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 191,54 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 38,35 ευρώ = 2.394,24 ευρώ – 92%), τον Οκτώβριο οπότε δεν εργάστηκε πέντε ημέρες και μειώνονται οι αποδοχές του κατά 20%, το ποσό των 1.946,07 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 20%). Το Νοέμβριο οι αποδοχές του ενάγοντος μειώθηκαν κατά 3,71% διότι: Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (ΜΝΗΜΟΝΙΟ 2) και την υπ’ αριθμ. 6/28.2.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, ανεστάλησαν από την 14/2/2012 η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, Συλλογικών Συμβάσεων ή Διαιτητικών Αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας (διετίες, τριετίες, πενταετίες κ.λπ.). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και την υπ’ αριθμ. ΕΓΔΕΚΟ 2091/24-11-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών – Ειδική Γραμματεία ΔΕΚΟ, ορίζεται ότι: Παρ. 5 «Για τις επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τις εταιρείες της υποπαραγράφου 1β, το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσωπικού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 65% του μέσου κατά κεφαλήν αντίστοιχου κόστους της επιχείρησης, του οργανισμού ή της εταιρείας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31/12/2009». Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών με την αριθ. 19/22.2.2012 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης αποφασίστηκε η προσαρμογή της μισθοδοσίας του προσωπικού της στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/27.10.2011 και ως εκ τούτου η εφαρμογή των παρακάτω μέτρων: α) μείωση επιδομάτων θέσεων ευθύνης υπηρεσιακών στελεχών κατά 20%, β) μείωση αμοιβής εκτάκτων αποδοχών (απασχόλησης Σαββάτου, Κυριακής και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών, υπερωριακής απασχόλησης) κατά 20%, γ) μετά τη αφαίρεση των ως άνω παραγράφων α και β, τη μείωση του συνόλου των τακτικών αποδοχών όλου του προσωπικού, μέχρι του απαιτούμενου υπολειπόμενου ποσοστού, για την επίτευξη μέσου κατά κεφαλήν κόστους μισθοδοσίας μειωμένου κατά 35%, σε σχέση με τη 31/12/2009. Τούτων δοθέντων ο ενάγων το Νοέμβριο του έτους 2011, δικαιούταν το ποσό των 2.432,59 ευρώ μείον 90,25 ευρώ (2.432,59 ευρώ Χ 3,71%) επομένως 2.342,34 ευρώ και το Δεκέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% και επιπλέον το ποσοστό μείωσης ορίστηκε στο 5,19%, το ποσό των 2.335,29 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 4%) μείον 121,20 ευρώ (2.335,29 Χ 5,19%) επομένως 2.214,09 ευρώ. Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 20.646,73 ευρώ, η δε εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 20ο κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε, με τις αντίστοιχες πιο πάνω μειώσεις των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου το ποσό των 19.927,22 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 719,51 ευρώ. 9) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2012 έως και 31/12/2012 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 15 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας. Με την αριθ. 78/14.5.2012 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης αποφασίστηκε η προσαρμογή του 1ου τριμήνου στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/27-10-2011 ως εξής: α) μείωση επιδομάτων θέσεων ευθύνης υπηρεσιακών στελεχών κατά 20%, β) μείωση αμοιβής εκτάκτων αποδοχών (απασχόλησης Σαββάτου, Κυριακής και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών, υπερωριακής απασχόλησης) κατά 20%, γ) μετά τη αφαίρεση των ως άνω παραγράφων α και β, τη μείωση του συνόλου των τακτικών αποδοχών όλου του προσωπικού, μέχρι του απαιτούμενου υπολειπόμενου ποσοστού, για την επίτευξη μέσου κατά κεφαλή κόστους μισθοδοσίας μειωμένου κατά 35%, σε σχέση με τη 31/12/2009. Κατ’ εφαρμογή της απόφασης αυτής οι αποδοχές των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου μειωθήκαν κατά ποσοστό 7,65%. Με την υπ’ αριθμ. 128/29.8.2012 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης αποφασίστηκε η προσαρμογή του 2ου τριμήνου στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/27.10.2011 ως εξής: α) μείωση επιδομάτων θέσεων ευθύνης υπηρεσιακών στελεχών κατά 20%, β) μείωση αμοιβής εκτάκτων αποδοχών (απασχόλησης Σαββάτου, Κυριακής και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών, υπερωριακής απασχόλησης) κατά 25%, γ) μετά τη αφαίρεση των ως άνω παραγράφων α και β, τη μείωση του συνόλου των τακτικών αποδοχών όλου του προσωπικού, μέχρι του απαιτούμενου υπολειπόμενου ποσοστού, για την  επίτευξη  μέσου  κατά κεφαλήν κόστους μισθοδοσίας μειωμένου κατά 35%, σε σχέση με τη 31/12/2009. Κατ’ εφαρμογή της απόφασης αυτής οι αποδοχές του μηνός Απριλίου μειώθηκαν κατά ποσοστό 13,13% και οι αποδοχές του τετραμήνου Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου κατά ποσοστό 11,19%. Με την ίδια απόφαση αποφασίστηκε η προσαρμογή του 3ου τριμήνου στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 ως εξής: α) μείωση επιδομάτων θέσεων ευθύνης υπηρεσιακών στελεχών κατά 20%, β) μείωση αμοιβής εκτάκτων αποδοχών (απασχόλησης Σαββάτου, Κυριακής και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών, υπερωριακής απασχόλησης) κατά 25%. γ) μετά τη αφαίρεση των ως άνω παραγράφων α και β, τη μείωση του συνόλου των τακτικών αποδοχών όλου του προσωπικού, μέχρι του απαιτούμενου υπολειπόμενου ποσοστού, για την επίτευξη μέσου κατά κεφαλήν κόστους μισθοδοσίας μειωμένου κατά 35%, σε σχέση με τη 31/12/2009. Κατ’ εφαρμογή της απόφασης αυτής οι αποδοχές του μηνός Σεπτεμβρίου μειώθηκαν κατά ποσοστό 4,36%. Με την ίδια απόφαση αποφασίστηκε η προσαρμογή του 4ου τριμήνου στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/27.10.2011 και ως εκ τούτου η εφαρμογή των παρακάτω μέτρων: α) μείωση επιδομάτων θέσεων ευθύνης υπηρεσιακών στελεχών κατά 20%, β) μείωση αμοιβής εκτάκτων αποδοχών (απασχόλησης Σαββάτου, Κυριακής και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών, υπερωριακής απασχόλησης) κατά 25%, γ) μετά τη αφαίρεση των ως άνω παραγράφων α και β, τη μείωση του συνόλου των τακτικών αποδοχών όλου του προσωπικού, μέχρι του απαιτούμενου υπολειπόμενου ποσοστού, για την επίτευξη μέσου κατά κεφαλήν κόστους μισθοδοσίας μειωμένου κατά 35%, σε σχέση με τη 31/12/2009. Κατ’ εφαρμογή της απόφασης αυτής οι αποδοχές του Οκτωβρίου μειώθηκαν κατά ποσοστό 11,03% του Νοεμβρίου κατά ποσοστό 3,60% και του Δεκεμβρίου κατά ποσοστό 10,16%. Μετά ταύτα το έτος 2012 δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.066,53 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 36% το ποσό των 425,62 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 194,49 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ ως επίδομα χειρισμού 106,27, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,35 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.432,59 ευρώ. Επομένως δικαιούταν για τον Ιανουάριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και μειώνονται οι αποδοχές του κατά 4%, το ποσό των 2.335,29 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 4%) μείον 178,65 ευρώ (2.335,29 Χ 7,65%) επομένως 2.156,64 ευρώ, για το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και μειώνονται οι αποδοχές του κατά 4%, το ποσό των 2.335,29 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 4%) μείον 178,65 ευρώ (2.335,29 Χ 7,65%) επομένως 2.156,64 ευρώ, για το Μάρτιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας το ποσό των 2.394,24 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 38,35 ευρώ) μείον 183,16 ευρώ (2.394,24 ευρώ Χ 7,65%) επομένως 2.211,08 ευρώ, για τον Απρίλιο 2.432,59 μείον 319,40 ευρώ (2.432,59 Χ 13,13%) και επομένως 2.113,19 ευρώ, για το Μάιο 2.432,59 ευρώ μείον 272,21 ευρώ (2.432,59 ευρώ Χ 11,19%) και επομένως 2.160,38 ευρώ, για τον Ιούνιο 2.432,59 ευρώ μείον 272,21 ευρώ (2.432,59 Χ 11,19%) και επομένως 2.160,38 ευρώ, για τον Ιούλιο, οπότε δε δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των 2.394,24 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 38,35 ευρώ) μείον 267,92 ευρώ (2.394,24 ευρώ Χ 11,19%) και επομένως 2.126,32 ευρώ, για τον Αύγουστο 2.432,59 ευρώ μείον 272,21 ευρώ (2.432,59 ευρώ Χ 11,19%) και επομένως 2.160,38 ευρώ, για το Σεπτέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.335,29 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 4%) μείον 101,82 ευρώ (2.335,29 ευρώ Χ 4,36%) και επομένως 2.233,47 ευρώ, για το Οκτώβριο οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.335,29 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 4%) μείον 257,58 ευρώ (2.335,29 ευρώ Χ 11,03%) και επομένως 2.077,71 ευρώ για το Νοέμβριο οπότε δεν εργάστηκε δυο ημέρες και 2,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 9,33% το ποσό των 2.205,63 ευρώ (2.432,59 ευρώ – 9,33%) μείον 79,40 ευρώ (2.205,63 ευρώ Χ 3,60%) και επομένως 2.126,23 ευρώ και για το Δεκέμβριο 2.432,59 ευρώ μείον 247,15 ευρώ (2.432,59 ευρώ Χ 10,36%) και επομένως 2.185,44 ευρώ. Συνολικά για το έτους 2012 ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 25.867,86 ευρώ, η δε εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 20ο κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε, με τις αντίστοιχες πιο πάνω μειώσεις το ποσό των 25.735,34 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 132,52 ευρώ.

ΙΙ) α) Το έτος 2004, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 6,41 ευρώ [834,29 (βασικός μισθός) + 166,86 (χρονοεπίδομα) = 1.001,15 Χ 6/25 = 240,28 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 724 ώρες υπερωριακής εργασίας (τον Ιανουάριο 38 ώρες, το Φεβρουάριο 23 ώρες, τον Μάρτιο 8 ώρες, τον Απρίλιο 121 ώρες, το Μάιο 30 ώρες, τον Ιούνιο 120 ώρες, τον Ιούλιο 60 ώρες, τον Αύγουστο 135 ώρες, το Σεπτέμβριο 113 ώρες, τον Οκτώβριο 60 ώρα, το Νοέμβριο 1 ώρα και το Δεκέμβριο 15 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 6.961,29 ευρώ [724 ώρες Χ (6,41 ευρώ + 50%)], έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 6.704,78 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 256,51 ευρώ, β) το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και τον Αύγουστο του έτους 2005, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 6,71 ευρώ [873,50 (βασικός μισθός) + 174,70 (χρονοεπίδομα) = 1.048,20 Χ 6/25 = 251,57 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 221 ώρες υπερωριακής εργασίας (το Φεβρουάριο 30 ώρες, το Μάρτιο 38 ώρες, τον Απρίλιο 8 ώρες, τον Μάιο 17 ώρες, τον Ιούνιο 23 ώρες, τον Ιούλιο 60 ώρες και τον Αύγουστο 45 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 2.224,37 ευρώ [221 ώρες Χ (6,71 ευρώ + 50%)] και το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο έως και το Δεκέμβριο του έτους 2005 οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 7,03 ευρώ [886,40 (βασικός μισθός) + 212,74 (χρονοεπίδομα) = 1.099,14 Χ 6/25 = 263,80 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 196 ώρες υπερωριακής εργασίας (το Σεπτέμβριο 30 ώρες, τον Οκτώβριο 46 ώρες, το Νοέμβριο 60 ώρες και το Δεκέμβριο 60 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 2.066,82 ευρώ [196 ώρες Χ (7,03 ευρώ + 50%)] και συνολικά το ποσό των 4.291,19 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 4.228,20 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 62,99 ευρώ, από το οποίο πρέπει να επιδικαστεί το ποσό των 58,69 ευρώ που ο ενάγων ζητεί με την αγωγή του, γ) Το έτος 2006, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 7,74 ευρώ [975,03 (βασικός μισθός) + 234,01 (χρονοεπίδομα) = 1.209,04 Χ 6/25 = 290,17 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 465 ώρες υπερωριακής εργασίας (τον Ιανουάριο 15 ώρες, το Φεβρουάριο 31 ώρες, το Μάρτιο 9 ώρες, τον Απρίλιο 23 ώρες, το Μάιο 83 ώρες, τον Ιούνιο 60 ώρες, τον Ιούλιο 90 ώρες, τον Αύγουστο 38 ώρες, το Σεπτέμβριο 24 ώρες, τον Οκτώβριο 69 ώρες και το Νοέμβριο 23 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 5.398,65 ευρώ [465 ώρες Χ (7,74 ευρώ + 50%)], έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 5.098,76 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 299,89 ευρώ, από το οποίο πρέπει να επιδικαστεί το ποσό των 290,59 ευρώ που ο ενάγων ζητεί με την αγωγή του. δ) Το έτος 2007, οπότε το ωρομίσθιό του έως και τον Αύγουστο ήταν 8,23 ευρώ [1.036,46 (βασικός μισθός) + 248,75 (χρονοεπίδομα) = 1.285,21 Χ 6/25 = 308,45 ÷ 37,5] και από το Σεπτέμβριο ήταν 8,61 ευρώ [1.050,90 (βασικός μισθός) + 294,25 (χρονοεπίδομα) = 1.345,15 Χ 6/25 = 322,84 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 49 ώρες υπερωριακής εργασίας (το Μάιο 8 ώρες, το Σεπτέμβριο 38 ώρες και το Δεκέμβριο 3 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 628,28 ευρώ [8 ώρες Χ (8,23 ευρώ + 50%) + 41 Χ (8,61 + 50%)] αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 592,71 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 35 ευρώ, ε) το έτος 2009 οπότε το ωρομίσθιό του από το Μάρτιο ήταν 9,84 ευρώ [1.164,94 (βασικός μισθός) + 372,78 (χρονοεπίδομα) = 1.537,72 Χ 6/25 = 369,05 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 20 ώρες υπερωριακής εργασίας (το Νοέμβριο 9 ώρες και το Δεκέμβριο 11 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 295,20 ευρώ [20 ώρες Χ (9,84 ευρώ + 50%)], έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 278,71 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 16,49 ευρώ, στ) το έτος 2010 οπότε το ωρομίσθιό του από τον Ιούνιο έως και το Δεκέμβριο ήταν 9,11 ευρώ [1.050,89 (βασικός μισθός) + 372,78 (χρονοεπίδομα) = 1.423,67 Χ 6/25 = 341,68 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 27 ώρες υπερωριακής εργασίας (8 ώρες τον Αύγουστο, 8 ώρες το Οκτωβρίου, 2 ώρες το Νοέμβριο και 9 ώρες το Δεκέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 368,96 ευρώ [27 ώρες Χ (9,11 ευρώ + 50%)], η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 348,71 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 20,25 ευρώ, ζ) το έτος 2011, οπότε έως και το Φεβρουάριο το ημερομίσθιο του ήταν 9,11 ευρώ και από το Μάρτιο έως και το Δεκέμβριο το ωρομίσθιό του ήταν 9,55 ευρώ [1.066,53 (βασικός μισθός) + 425,62 (χρονοεπίδομα) = 1.492,15 Χ 6/25 = 358,12 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 66 ώρες υπερωριακής εργασίας (τον Ιανουάριο 19 ώρες, το Φεβρουάριο 16 ώρες, το Μάρτιο 2 ώρες, τον Απρίλιο 1 ώρα, τον Ιούνιο 2 ώρες, τον Ιούλιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 10 ώρες και το Νοέμβριο 8 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 899,43 ευρώ [35 ώρες Χ (9,11 ευρώ + 50%) + 23 ώρες Χ (9,55 ευρώ + 50%) + {8 ώρες Χ (9,55 ευρώ + 50%) – 20%}] έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε, με την αντίστοιχη μείωση του Νοεμβρίου, το ποσό των 849,35 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 50,08 ευρώ και η) το έτος 2012 οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 9,55 ευρώ πραγματοποίησε συνολικά 50 ώρες υπερωριακής εργασίας (τον Ιανουάριο 23 ώρες, το Φεβρουάριο 23 ώρες, τον Απρίλιο 2 ώρες, το Μάιο 2 ώρες,) για τις οποίες δικαιούταν το ποσό των 716,25 ευρώ [50 Χ (9,55 ευρώ + 50%)], από το οποίο αφαιρείται ποσοστό μείωσης 20% για τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο και ποσοστό μείωσης 25% για κάθε ένα από τους υπόλοιπους μήνες και απομένει το ποσό των 570,14 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε, μετά τις αντίστοιχες πιο πάνω μειώσεις το ποσό των 537,90 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 32,24 ευρώ.

III) 1) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2004 μέχρι 31/12/2004, πραγματοποίησε συνολικά α) 1.337 ώρες νυχτερινής εργασίας («νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Ιανουάριο 75 ώρες, το Φεβρουάριο 38 ώρες, τον Μάρτιο 23 ώρες, τον Απρίλιο 149 ώρες, τον Μάιο 75 ώρες, τον Ιούνιο 135 ώρες, τον Ιούλιο 90 ώρες, τον Αύγουστο 158 ώρες, το Σεπτέμβριο 165 ώρες, τον Οκτώβριο 113 ώρες, το Νοέμβριο 158 ώρες και το Δεκέμβριο 158 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 12 της από 17/4/2000 ΣΣΕ, την προσαύξηση 25% επί του βασικού ωρομισθίου, δηλαδή τον Ιανουάριο 120,19 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 75 ώρες), το Φεβρουάριο 60,90 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 38 ώρες), τον Μάρτιο 36,86 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 23 ώρες), τον Απρίλιο 238,78 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 149 ώρες), τον Μάιο 120,19 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 75 ώρες), τον Ιούνιο 216,34 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 135 ώρες), τον Ιούλιο 144,22 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 90 ώρες), τον Αύγουστο 253,20 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 158 ώρες), το Σεπτέμβριο 264,41 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 165 ώρες), τον Οκτώβριο 181,08 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 113 ώρες), το Νοέμβριο 253,19 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 158 ώρες) και το Δεκέμβριο 253,19 ευρώ (6,41 Χ 25% Χ 158 ώρες) και συνολικά το ποσό των 2.142,55 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.074,78 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 67,77 ευρώ, β) 293 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές («υπερωρίες νύχτας») (τον Ιανουάριο 30 ώρες, το Φεβρουάριο 60 ώρες το Μάρτιο 98 ώρες, το Μάιο 75 ώρες και τον Ιούνιο 30 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της ανωτέρω ΣΣΕ, το προσαυξημένο κατά 50% βασικό ωρομίσθιό του με την πρόσθετη προσαύξηση του 25% δηλαδή το Ιανουάριο το ποσό των 360,56 ευρώ (30 ώρες Χ 6,41 + 50% + 25%), το Φεβρουάριο το ποσό των 721,13 ευρώ (60 ώρες Χ 6,41 + 50% + 25%), το Μάρτιο το ποσό των 1.777,84 ευρώ (98 ώρες Χ 6,41 + 50% + 25%), το Μάιο το ποσό των 901,41 ευρώ (75 ώρες Χ 6,41 + 50% + 25%), τον Ιούνιο 360,56 ευρώ (30 ώρες Χ 6,41 + 50% + 25%) και συνολικά το ποσό των 3.521,50 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 3.307,25 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 214,25 ευρώ, γ) 339 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» και «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Ιούλιο 30 ώρες, το Αύγουστο 68 ώρες, το Σεπτέμβριο 53 ώρες, τον Οκτώβριο 83 ώρες, τον Νοέμβριο 60 ώρες και το Δεκέμβριο 45 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο  4 της από 14/7/2004 την προσαύξηση του 20% στο 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή τον Ιούλιο το ποσό των 86,82 ευρώ (1.628,03/15 =108,54/7,5 = 14,47 Χ 20% Χ 30 ώρες), τον Αύγουστο το ποσό των 209,98 ευρώ (1.737/15 = 115,80/7,5 = 15,44 Χ 20% Χ 68 ώρες),  το Σεπτέμβριο το ποσό των 164,72 ευρώ (1.748,21/15 = 116,55/7,5 = 15,54 Χ 20% Χ 53 ώρες), τον Οκτώβριο το ποσό των 245,68 ευρώ (1.664,88/15 = 110,99/7,5 = 14,80 Χ 20% Χ 83 ώρες), το Νοέμβριο το ποσό των 185,28 ευρώ (1.737/15 = 115,80/7,5 = 15,44 Χ 20% Χ 60 ώρες) και το Δεκέμβριο το ποσό των 138,96 ευρώ (1.737/15 = 115,80/7,5 = 15,44 Χ 20% Χ 45 ώρες) και συνολικά το ποσό των 1.031,44 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.020,20 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 11,24 ευρώ, δ) 8 ώρες υπερωριακής εργασίας τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (τον Αύγουστο), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με τα άρθρα 11 (όπως τροποποιήθηκε) και 13 της από 12/4/2000 ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, με την πρόσθετη προσαύξηση του 20% λόγω της νυχτερινής απασχόλησης, δηλαδή το ποσό των 148,22 ευρώ (115,80/7,5 = 15,44 + 20% Χ 8 ώρες), έναντι του οποίου του κατέβαλε το ποσό των 146,59 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 1,33 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 294,89 ευρώ, από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 273,71 ευρώ. 2) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2005 μέχρι την 31/12/2005, πραγματοποίησε α) 1.655 ώρες νυχτερινής εργασίας («νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Ιανουάριο 149 ώρες, το Φεβρουάριο 81 ώρες, τον Μάρτιο 158 ώρες, τον Απρίλιο 143 ώρες, τον Μάιο 156 ώρες, τον Ιούνιο 149 ώρες, τον Ιούλιο 156 ώρες, τον Αύγουστο 90 ώρες, το Σεπτέμβριο 155 ώρες, τον Οκτώβριο 150 ώρες, το Νοέμβριο 135 ώρες και τον Δεκέμβριο 133 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο το ποσό των 249,95 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 149 ώρες), το Φεβρουάριο  135,88 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 81 ώρες), τον Μάρτιο 265,05 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 158 ώρες), τον Απρίλιο 239,88 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 143 ώρες), τον Μάιο 261,96 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 156 ώρες), τον Ιούνιο 249,95 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 149 ώρες), τον Ιούλιο 261,69 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 156 ώρες), τον Αύγουστο 150,98 ευρώ (6,71 Χ 25% Χ 90 ώρες), το Σεπτέμβριο 272,41 ευρώ (7,03 Χ 25% Χ 155 ώρες), τον Οκτώβριο  263,63 ευρώ (7,03 Χ 25% Χ 150 ώρες), το Νοέμβριο 237,26 ευρώ (7,03 Χ 25% Χ 135 ώρες) και τον Δεκέμβριο 233,75 ευρώ (7,03 Χ 25% Χ 133 ώρες) και συνολικά το ποσό των 2.822,39 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.701,38 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 121,01 ευρώ, β) 594 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Ιανουάριο 60 ώρες, τον Φεβρουάριο 45 ώρες, το Μάρτιο 68 ώρες, τον Απρίλιο 45 ώρες, το Μάιο 60 ώρες, τον Ιούλιο 75 ώρες, τον Αύγουστο 30 ώρες, το Σεπτέμβριο 60 ώρες, τον Οκτώβριο 68 ώρες, το Νοέμβριο 38 ώρες και το Δεκέμβριο 45 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 193,56 ευρώ (1.815,18/15 =121,01/7,5 = 16,13 Χ 20% Χ 60 ώρες), το Φεβρουάριο 136,08 ευρώ (1.701,15/15 = 113,41/7,5 = 15,12 Χ 20% Χ 45 ώρες), το Μάρτιο 222,50 ευρώ (1.840,35/15 = 122,69/7,5 = 16,36 Χ 20% Χ 68 ώρες), τον Απρίλιο 145,17 ευρώ (1815,18/15 = 121,01/7,5 = 16,13 Χ 20% Χ 45 ώρες), το Μάιο 194,88 ευρώ (1.827/15 = 121,80/7,5 = 16,24 Χ 20% Χ 60 ώρες), τον Ιούλιο 243,60 ευρώ (1.827/15 = 121,80/7,5 = 16,24 Χ 20% Χ 75 ώρες), τον Αύγουστο 92,10 ευρώ (1.726,28/15 = 115,09/7,5 = 15,35 Χ 20% Χ 30 ώρες), το Σεπτέμβριο 200,04 ευρώ (1.875,45/15 = 125,03/7,5 = 16,67 Χ 20% Χ 60 ώρες), τον Οκτώβριο 228,48 ευρώ (1.889,87/15 = 125,99/7,5 = 16,80 Χ 20% Χ 68 ώρες), το Νοέμβριο 125,86 ευρώ (1.863,50/15 = 124,23/7,5 = 16,56 Χ 20% Χ 38 ώρες) και το Δεκέμβριο 148,05 ευρώ (1.851,15/15 = 123,41/7,5 = 16,45 Χ 20% Χ 45 ώρες) και συνολικά δικαιούταν το ποσό των 1.930,32 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.910,42 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 19,90 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 140,91 ευρώ, από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 126,12 ευρώ. 3) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2006 μέχρι την 31/12/2006, πραγματοποίησε α) 981 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές που αναγράφονταν ως «νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση» στη στήλη των τακτικών αποδοχών (τον Ιανουάριο 62 ώρες, το Φεβρουάριο 75 ώρες, τον Μάρτιο 31 ώρες, τον Απρίλιο 30 ώρες, το Μάιο 149 ώρες, τον Ιούνιο 128 ώρες, τον Ιούλιο 150 ώρες, τον Αύγουστο 98 ώρες, το Σεπτέμβριο 75 ώρες, τον Οκτώβριο 113 ώρες, το Νοέμβριο 31 ώρες και το Δεκέμβριο 39 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 119,97 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 62 ώρες), το Φεβρουάριο 145,13 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 75 ώρες), τον Μάρτιο 59,99 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 31 ώρες), τον Απρίλιο 58,05 (7,74 Χ 25% Χ 30 ώρες) το Μάιο 288,32 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 149 ώρες), τον Ιούνιο 247,68 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 128 ώρες), τον Ιούλιο 290,25 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 150 ώρες), τον Αύγουστο 189,63 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 98 ώρες), το Σεπτέμβριο 145,13 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 75 ώρες), τον Οκτώβριο 218,66 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 113 ώρες) το Νοέμβριο 59,99 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 31 ώρες) κα το Δεκέμβριο 75,47 ευρώ (7,74 Χ 25% Χ 39 ώρες) και συνολικά το ποσό των 1.898,24 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.772,70 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 125,54 ευρώ, β) 234 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας») (το Φεβρουάριο 15 ώρες, τον Μάρτιο 75 ώρες, τον Απρίλιο 68 ώρες, το Σεπτέμβριο 53 ώρες, τον Οκτώβριο 23 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το  Φεβρουάριο 217,69 ευρώ (15 ώρες Χ 7,74 + 50% + 25%), τον Μάρτιο 1.088,44 ευρώ (75 ώρες Χ 7,74 + 50% + 25%), τον Απρίλιο  986,85 ευρώ (68 ώρες Χ 7,74 + 50% + 25%), το Σεπτέμβριο 769,16 ευρώ (53 ώρες Χ 7,74 + 50% + 25%), τον Οκτώβριο 333,79 ευρώ (23 ώρες Χ 7,74 + 50% + 25%) και συνολικά το ποσό των 3.395,93 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 3.207,26 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 188,67 ευρώ, γ) 588 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Ιανουάριο 60 ώρες, το Φεβρουάριο 53 ώρες, το Μάρτιο 60 ώρες, τον Απρίλιο 60 ώρες, τον Μάϊο 60 ώρες, τον Ιούνιο 53 ώρες, τον Ιούλιο 68 ώρες, τον Αύγουστο 53 ώρες, το Σεπτέμβριο 68 ώρες τον Οκτώβριο 53 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το Ιανουάριο 208,56 ευρώ (1954,80/15 = 130,32/7,5 = 17,38 Χ 20% Χ 60 ώρες), το Φεβρουάριο 190,38 ευρώ (2020,35/15 = 134,69/7,5 = 17,96 Χ 20% Χ 53 ώρες), το Μάρτιο 206,16 ευρώ (1933,27/15 = 128,88/7,5 = 17,18 Χ 20% Χ 60 ώρες), τον Απρίλιο 206,16 ευρώ (1933,27/15 = 128,88/7,5 = 17,18 Χ 20% Χ 60 ώρες), τον Μάϊο 229,56 ευρώ (2151,90/15 = 143,46/7,5 = 19,13 Χ 20% Χ 60 ώρες), τον Ιούνιο 202,67 ευρώ (2151,45/15 = 143,43/7,5 = 19,12 Χ 20% Χ 53 ώρες), τον Ιούλιο 265,88 ευρώ (2199,77/15 = 146,65/7,5 = 19,55 Χ 20% Χ 68 ώρες), τον Αύγουστο 197,80 ευρώ (2099,15/15 = 139,94/7,5 = 18,66 Χ 20% Χ 53 ώρες), το Σεπτέμβριο 248,34 ευρώ (2054,67/15 = 136,98/7,5 = 18,26 Χ 20% Χ 68 ώρες) και τον Οκτώβριο 200,55 ευρώ (2128,18/15 = 141,88/7,5 = 18,92 Χ 20% Χ 53 ώρες) και συνολικά το ποσό των 2.156,06 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.075,62 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 80,44 ευρώ, δ) 8 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (το Νοέμβριο), για τις οποίες δικαιούταν 167,90 ευρώ (1967,55/15 = 131,17/7,5 = 17,49 + 20% Χ 8 ώρες) αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 161,86 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 6,04 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 400,69 ευρώ, από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 391,53 ευρώ. 4) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2007 μέχρι την 31/12/2007, πραγματοποίησε α) 770 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Ιανουάριο 143 ώρες, το Φεβρουάριο 60 ώρες, το Μάρτιο 98 ώρες, τον Απρίλιο 45 ώρες, το Μάιο 55 ώρες, τον Ιούνιο 128 ώρες, τον Ιούλιο 158 ώρες και τον Αύγουστο 83 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 294,22 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 143 ώρες), το Φεβρουάριο 123,45 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 60 ώρες), τον Μάρτιο 201,64 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 98 ώρα), τον Απρίλιο 92,59 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 45 ώρες), το Μάιο 113,16 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 55 ώρες), τον Ιούνιο 263,36 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 128 ώρες), τον Ιούλιο 325,09 ευρώ (8,23 Χ 25% Χ 158 ώρες) και τον Αύγουστο 170,77 ευρώ (8,61 Χ 25% Χ 83 ώρες) και συνολικά το ποσό των 1.584,28 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.491,85 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 92,43 ευρώ, β) 15 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας») (τον Απρίλιο), για τις οποίες δικαιούταν 231,47 ευρώ (15 ώρες Χ 8,23 + 50% + 25%) κατέβαλε το ποσό των 218,53 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 12,94 ευρώ, γ) 296 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Ιανουάριο 53 ώρες, το Φεβρουάριο 38 ώρες, το Μάρτιο 38 ώρες, τον Απρίλιο 30 ώρες, το Μάιο 23 ώρες, τον Ιούνιο 38 ώρες, τον Ιούλιο 53 ώρες, τον Αύγουστο 8 ώρες, το Σεπτέμβριο 15 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν για τον Ιανουάριο 216,35 ευρώ (2.296,41/15 = 153,09/7,5 = 20,41 Χ 20% Χ 53 ώρες), το Φεβρουάριο 146,22 ευρώ (2164,57/15 = 144,30/7,5 = 19,24 Χ 20% Χ 38 ώρες), το Μάρτιο 151,54 ευρώ (2.242,76/15 = 149,52/7,5 = 19,94 Χ 20% Χ 38 ώρες), τον Απρίλιο 113,82 ευρώ (2.133,71/15 = 142,25/7,5 = 18,97 Χ 20% Χ 30 ώρες), το Μάιο 87,91 ευρώ (2.150,10/15 = 143,34/7,5 = 19,11 Χ 20% Χ 23 ώρες), τον Ιούνιο 153,06 ευρώ (2.265,55/15 = 151,04/7,5 = 20,14 Χ 20% Χ 38 ώρες), τον Ιούλιο 219,31 ευρώ (2.327,28/15 = 155,15/7,5 = 20,69 Χ 20% Χ 53 ώρες), τον Αύγουστο 30,90 ευρώ (2.172,96/15 = 144,86/7,5 = 19,31 Χ 20% Χ 8 ώρες) και το Σεπτέμβριο 55,98 ευρώ (2.099,05/15 = 139,94/7,5 = 18,66 Χ 20% Χ 15 ώρες) και συνολικά το ποσό των 1.175,09 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.131,09 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 44 ευρώ. δ) 115 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (το Μάρτιο 8 ώρες, τον Ιούνιο 8 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 38 ώρες, το Σεπτέμβριο 8 ώρες, το Νοέμβριο 30 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν για το Μάρτιο 191,42 ευρώ (2.242,76/15 = 149,52/7,5 = 19,94 + 20% Χ 8 ώρες), για τον Ιούνιο 193,34  ευρώ (2.265,55/15 = 151,04/7,5 = 20,14 + 20% Χ 8 ώρες), για τον Ιούλιο 372,42 ευρώ (2.327,28/15 = 155,15/7,5 = 20,69 + 20% Χ 15 ώρες), για τον Αύγουστο 880,54 ευρώ (2.172,96/15 = 144,86/7,5 = 19,31+ 20% Χ 38 ώρες), για το Σεπτέμβριο 179,14 ευρώ (2.099,05/15 = 139,94/7,5 = 18,66 + 20% Χ 8 ώρες), για το Νοέμβριο 659,88 ευρώ (2.062,13/15 = 137,48/7,5 = 18,33 + 20% Χ 30 ώρες)  για το Δεκέμβριο 175,97 ευρώ (2.062,13/15 = 137,48/7,5 = 18,33 + 20% Χ 8 ώρες) και συνολικά το ποσό των 2.652,71 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε, το ποσό των 2.554,54 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 98,17 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 247,54 ευρώ. 5) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2008 μέχρι την 31/12/2008, πραγματοποίησε α) 292 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Ιανουάριο 9 ώρες, το Φεβρουάριο 40 ώρες, το Μάιο 46 ώρες, τον Αύγουστο 68 ώρες, τον Οκτώβριο 75 ώρες, το Νοέμβριο 39 ώρες και το Δεκέμβριο 15 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο το ποσό των 20,34 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 9 ώρες), το Φεβρουάριο το ποσό των 90,40 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 40 ώρες), το Μάιο το ποσό των 103,96 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 46 ώρες), τον Αύγουστο το ποσό των 153,68 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 68 ώρες), τον Οκτώβριο το ποσό των 169,50 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 75 ώρες), το Νοέμβριο το ποσό των 88,14 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 39 ώρες) και το Δεκέμβριο το ποσό των 33,90 ευρώ (9,04 Χ 25% Χ 15 ώρες). Συνολικά δικαιούταν το ποσό των 659,92 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 539,28 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 120,64 ευρώ από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή του ποσό των 117,72 ευρώ. 6) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 31/12/2009, πραγματοποίησε α) 371 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (το Ιανουάριο 8 ώρες, το Φεβρουάριο 40 ώρες, τον Απρίλιο 23 ώρες, το Μάιο 36 ώρες, τον Ιούνιο 38 ώρες, τον Αύγουστο 45 ώρες, το Σεπτέμβριο 53 ώρες, τον Οκτώβριο 50 ώρες, το Νοέμβριο 10 ώρες και το Δεκέμβριο 68 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το Ιανουάριο 18,80 ευρώ (9,40 Χ 25% Χ 8 ώρες), Φεβρουάριο 94 ευρώ (9,40 Χ 25% Χ 40 ώρες), τον Απρίλιο 56,58 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 23 ώρες), το Μάιο 88,56 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 36 ώρες), τον Ιούνιο 93,48 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 38 ώρες), τον Αύγουστο 110,70 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 45 ώρες), το Σεπτέμβριο 130,38 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 53 ώρες), τον Οκτώβριο 123 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 50 ώρες), το Νοέμβριο 24,60 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 10 ώρες) και το Δεκέμβριο 167,28 ευρώ (9,84 Χ 25% Χ 68 ώρες) και συνολικά το ποσό των 907,38 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 805,85 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 101,53 ευρώ, β) 8 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας») (τον Δεκέμβριο), για τις οποίες δικαιούταν 147,60 ευρώ (8 ώρες Χ 9,84 + 50% + 25%), έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 139,35 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 8,25 ευρώ, γ) 115 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Απρίλιο 15 ώρες, τον Μάιο 23 ώρες, τον Ιούνιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 8 ώρες, Σεπτέμβριο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 15 ώρες, το Νοέμβριο 8 ώρες, το Δεκέμβριο 30 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Απρίλιο 66,75 ευρώ (2.503,35/15 = 166,89/7,5 = 22,25 Χ 20% Χ 15 ώρες) το Μάιο 103,87 ευρώ (2.540,24/15 = 169,35/7,5 = 22,58 Χ 20% Χ 23 ώρες) τον Ιούνιο 36,13 ευρώ (2.540,24/15 = 169,35/7,5 = 22,58 Χ 20% Χ 8 ώρες) τον Αύγουστο 36,37 ευρώ (2.557,46/15 = 170,50/7,5 = 22,73 Χ 20% Χ 8 ώρες) το Σεπτέμβριο 36,66 ευρώ (2.577,14/15 = 171,81/7,5 = 22,91 Χ 20% Χ 8 ώρες), τον Οκτώβριο 67,23 ευρώ (2.520,60/15 = 168,04/7,5 = 22,41 Χ 20% Χ 15 ώρες), το Νοέμβριο 35,07 ευρώ (2.466,45/15 = 164,43/7,5 = 21,92 Χ 20% Χ 8 ώρες) και το Δεκέμβριο 139,44 ευρώ (2.614,04/15 = 174,27/7,5 = 23,24 Χ 20% Χ 30 ώρες) και συνολικά το ποσό των 521,52 έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 502,79 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 18,73 ευρώ, δ) 8 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (το Αύγουστο), για τις οποίες δικαιούταν 218,21 ευρώ (2.557,46/15 = 170,50/7,5 = 22,73 + 20% Χ 8 ώρες) έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 210,43 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 7,78 ευρώ . Συνολικά δικαιούται το ποσό των 136,29 ευρώ. 7) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010, πραγματοποίησε α) 336 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (το Φεβρουάριο 55 ώρες, το Μάρτιο 38 ώρες, τον Μάϊο 47 ώρες, τον Ιούνιο 15 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 75 ώρες, το Σεπτέμβριο 23 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και τον Δεκέμβριο 53 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το Φεβρουάριο 128,15 ευρώ (9,32 Χ 25% Χ 55 ώρες) το Μάρτιο 88,54 ευρώ (9,32 Χ 25% Χ 38 ώρες), τον Μάϊο 109,51 ευρώ (9,32 Χ 25% Χ 47 ώρες), τον Ιούνιο 34,16 ευρώ (9,11 Χ 25% Χ 15 ώρες), τον Ιούλιο 34,16 ευρώ (9,32 Χ 25% Χ 15 ώρες), τον Αύγουστο 170,81 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 75 ώρες), τον Σεπτέμβριο 52,38 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 23 ώρες), το Νοέμβριο 34,16 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 15 ώρες) και τον Δεκέμβριο 120,71 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 53 ώρες) και συνολικά το ποσό των 772,58 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 721,51 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 51,07 ευρώ, β) 26 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας» (το Μάρτιο 8 ώρες, τον Απρίλιο 1 ώρα, τον Αύγουστο 8 ώρες, το Νοέμβριο 8 ώρες και τον Δεκέμβριο 1 ώρα), για τις οποίες δικαιούταν  το Μάρτιο 139,80 ευρώ (8 ώρες Χ 9,32 + 50% + 25%), τον Απρίλιο 17,48 ευρώ (1 ώρα Χ 9,32 + 50% + 25%), τον Αύγουστο 136,65 ευρώ (8 ώρες Χ 9,11 + 50% + 25%), το Νοέμβριο 136,65 ευρώ (8 ώρες Χ 9,11 + 50% + 25%) και τον Δεκέμβριο 17,08 ευρώ (1 ώρα Χ 9,11 + 50% + 25%) και συνολικά το ποσό των 447,66 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 431,21 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 16,45 ευρώ, γ) 108 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (το Φεβρουάριο 15 ώρες, το Μάρτιο 8 ώρες, τον Απρίλιο 23 ώρες, το Μάιο 8 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες, το Σεπτέμβριο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 8 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το Φεβρουάριο 65,46 ευρώ (2.455,20/15 = 163,68/7,5 = 21,82 Χ 20% Χ 15 ώρες), το Μάρτιο 34,42 ευρώ (2.420,25/15 = 161,35/7,5 = 21,51 Χ 20% Χ 8 ώρες), τον Απρίλιο 95,36 ευρώ (2.331,74/15 = 155,45/7,5 = 20,73 Χ 20% Χ 23 ώρες), το Μάιο 34,42 ευρώ (2.420,25/15 = 161,35/7,5 = 21,51 Χ 20% Χ 8 ώρες), τον Ιούλιο 61,86 ευρώ (2.320,06/15 = 154,67/7,5 = 20,62 Χ 20% Χ 15 ώρες), τον Σεπτέμβριο 33,81 ευρώ (2.376,63/15 = 158,44/7,5 = 21,13 Χ 20% Χ 8 ώρες), το Οκτώβριο 32,51 ευρώ (2.285,90/15 = 152,39/7,5 = 20,32 Χ 20% Χ 8 ώρες), τον Νοέμβριο 62,88 ευρώ (2.358,45/15 = 157,23/7,5 = 20,96 Χ 20% Χ 15 ώρες) και το Δεκέμβριο 34,77 ευρώ (2.445/15 = 163/7,5 = 21,73 Χ 20% Χ 8 ώρες) και συνολικά το ποσό των 455,49 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 450,45 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 5,04 ευρώ, δ) 9 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (τον Οκτώβριο 8 ώρες και το Νοέμβριο 1 ώρα) για τις οποίες δικαιούταν το Οκτώβριο το ποσό των 195,07 ευρώ (2.285,90/15 = 152,39/7,5 = 20,32 + 20% Χ 8 ώρες) και το Νοέμβριο 25,15 ευρώ (2.358,45/15 = 157,23/7,5 = 20,96 + 20% Χ 1 ώρα) και συνολικά το ποσό των 220,22 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 212,64 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 7,58 ευρώ. Συνολικά δικαιούταν το ποσό των 80,14 ευρώ. 8) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2011 μέχρι την 31/12/2011, πραγματοποίησε α) 400 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Ιανουάριο 38 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Μάρτιο 30 ώρες, τον Απρίλιο 38 ώρες, τον Μάιο 31 ώρες, τον Ιούνιο 63 ώρες, τον Ιούλιο 45 ώρες, τον Αύγουστο 38 ώρες, τον Οκτώβριο 10 ώρες, το Νοέμβριο 68 ώρες και τον Δεκέμβριο 31 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 86,55 ευρώ (9,11 Χ 25% Χ 38 ώρες), το Φεβρουάριο 18,22 ευρώ (9,11 Χ 25% Χ 8 ώρες), τον Μάρτιο 71,63 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 30 ώρες), τον Απρίλιο 90,73 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 38 ώρες), τον Μάιο 74,01 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 31 ώρες), τον Ιούνιο 150,41 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 63 ώρες), τον Ιούλιο 107,44 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 45 ώρες), τον Αύγουστο 90,73 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 38 ώρες), τον Οκτώβριο 23,88 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 10 ώρες), το Νοέμβριο 156,33 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 68 ώρες – 3,71%) και το Δεκέμβριο 70,17 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 31 ώρες – 5,19%) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 940,10 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 864,81 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 75,29 ευρώ β) 57 ώρες υπερωριακή εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας») (τον Ιανουάριο 16 ώρες, Φεβρουάριο 2 ώρες, τον Απρίλιο 2 ώρες, το Μάιο 1 ώρα, τον Ιούνιο 1 ώρα, τον Ιούλιο 32 ώρες, τον Αύγουστο 3 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, τον Ιανουάριο 273,30 ευρώ (16 ώρες Χ 9,11 + 50% + 25%), το Φεβρουάριο 34,16 ευρώ (2 ώρες Χ 9,11 + 50% + 25%), τον Απρίλιο 35,81 ευρώ (2 ώρες Χ 9,55 + 50% + 25%), το Μάιο 17,91 ευρώ (1 ώρα Χ 9,55 + 50% + 25%), τον Ιούνιο 17,91 ευρώ (1 ώρα Χ 9,55 + 50% + 25%), τον Ιούλιο 573 ευρώ (32 ώρες Χ 9,55 + 50% + 25%), τον Αύγουστο 53,72 ευρώ (3 ώρες Χ 9,55 + 50% + 25%) και συνολικά το ποσό των 1.005,81 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 949,44 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 56,37 ευρώ, γ) 77 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Ιανουάριο 15 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, το Μάιο 15 ώρες, τον Ιούνιο 8 ώρες, τον Ιούλιο 23 ώρες και τον Αύγουστο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, τον Ιανουάριο 64,29 ευρώ (2.410,80/15 = 160,72/7,5 = 21,53 Χ 20% Χ 15 ώρες) το Φεβρουάριο 33,31 ευρώ (2.342,40/15 = 156,16/7,5 = 20,82 Χ 20% Χ 8 ώρες), το Μάιο 65,88 ευρώ (2.470,95/15 = 164,73/7,5 = 21,96 Χ 20% Χ 15 ώρες), τον Ιούνιο 36,40 ευρώ (2.559,15/15 = 170,61/7,5 = 22,75 Χ 20% Χ 8 ώρες), τον Ιούλιο 103,87 ευρώ (2.540,04/15 = 169,34/7,5 = 22,58 Χ 20% Χ 23 ώρες), τον Αύγουστο 35,89 ευρώ (2.523,33/15 = 168,22/7,5 = 22,43 Χ 20% Χ 8 ώρες) και συνολικά το ποσό των 339,64 ευρώ έναντι του οποίου του έχει καταβάλει το ποσό των 325,35 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 14,29 ευρώ δ) 24 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας»), (τον Ιανουάριο 9 ώρες και τον Αύγουστο 15 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, το Ιανουάριο 232,52 ευρώ (2.410,80/15 = 160,72/7,5 = 21,53 + 20% Χ 9 ώρες), τον Αύγουστο 403,74 ευρώ (2.523,33/15 = 168,22/7,5 = 22,43 + 20% Χ 15 ώρες) και συνολικά το ποσό των 636,26 ευρώ έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 612,86 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 23,40 ευρώ. Συνολικά του οφείλει το ποσό των 169,35 ευρώ. 9) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2012 μέχρι την 31/12/2012, πραγματοποίησε α) 681 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές που αναγράφονταν ως «νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση» στη στήλη των τακτικών αποδοχών (τον Ιανουάριο 70 ώρες, το Φεβρουάριο 31 ώρες, τον Απρίλιο 30 ώρες, τον Μάιο 38 ώρες, τον Ιούνιο 105 ώρες, τον Ιούλιο 105 ώρες, τον Αύγουστο 113 ώρες, τον Σεπτέμβριο 39 ώρες, τον Οκτώβριο 62 ώρες, το Νοέμβριο 58 ώρες και τον Αύγουστο 30 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, τον Ιανουάριο 154,34 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 70 ώρες – 7,65%), το Φεβρουάριο 68,35 ευρώ  (9,55 Χ 25% Χ 31 ώρες – 7,65%),  τον Απρίλιο 62,22 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 30 ώρες – 13,13%), τον Μάιο 80,57 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 38 ώρες – 11,19%), τον Ιούνιο 222,64 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 105 ώρες – 11,19%), τον Ιούλιο 222,64 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 105 ώρες – 11,19%), τον Αύγουστο 239,60 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 113 ώρες – 11,19%), το Σεπτέμβριο 89,05 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 39 ώρες – 4,36%), τον Οκτώβριο 131,70 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 62 ώρες – 11,03%), το Νοέμβριο 133,49 ευρώ (9,55 Χ 25% Χ 58 ώρες – 3,60%) και το Δεκέμβριο 64,35 ευρώ, (9,55 Χ 25% Χ 30 ώρες – 10,16%) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 1.468,95 ευρώ, η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.509,19 ευρώ, β) 10 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας») (τον Ιανουάριο 8 ώρες, τον Απρίλιο 1 ώρα και το Μάιο 1 ώρα), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο το ποσό των 114,60 ευρώ (8 ώρες Χ 9,55 + 50% + 25% – 20%), τον Απρίλιο 13,43 ευρώ (1 ώρα Χ 9,55 + 50% + 25% – 25%) και το Μάϊο 13,43 ευρώ (1 ώρα Χ 9,55 + 50% + 25% – 25%) και συνολικά το ποσό των 141,46 ευρώ, η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 168,93 ευρώ, γ) 54 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») (το Ιανουάριο 8 ώρες, το Μάιο 8 ώρες, τον Ιούνιο 15 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες και τον Δεκέμβριο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν το Ιανουάριο 29,53 ευρώ (2.595/15 = 173/7,5 = 23,07 Χ 20% Χ 8 ώρες – 20%), το Μάιο 26,92 ευρώ (2.523,33/15 = 168,22/7,5 = 22,43 Χ 20% Χ 8 ώρες – 25%) τον Ιούνιο 53,66 ευρώ (2.683,29/15 = 178,89/7,5 = 23,85 Χ 20% Χ 15 ώρες – 25%), τον Ιούλιο 52,90 ευρώ (2.644,94/15 = 176,33/7,5 = 23,51 Χ 20% Χ 15 ώρες – 25%) και τον Δεκέμβριο 26,72 ευρώ (2.504,23/15 = 166,95/7,5 = 22,26 Χ 20% Χ 8 ώρες – 25%) και συνολικά δικαιούταν το ποσό των 189,73 ευρώ, η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 241,43 ευρώ, δ) 40 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (τον Ιανουάριο 15 ώρες, τον Μάιο 1 ώρα, τον Ιούνιο 8 ώρες, τον Ιούλιο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 8 ώρες) για τις οποίες δικαιούταν, τον Ιανουάριο 332,21 ευρώ (2.595/15 = 173/7,5 = 23,07 + 20% Χ 15 ώρες – 20%), το Μάιο 20,19 ευρώ (2.523,33/15 = 168,22/7,5 = 22,43 + 20% Χ 1 ώρες – 25%) τον Ιούνιο 171,72 ευρώ (2.683,29/15 = 178,89/7,5 = 23,85 + 20% Χ 8 ώρες – 25%) τον Ιούλιο 169,28 ευρώ (2.644,94/15 = 176,33/7,5 = 23,51 + 20% Χ 8 ώρες – 25%) τον Οκτώβριο 164,88 ευρώ (2.575,80/15 = 171,72/7,5 = 22,90 + 20% Χ 8 ώρες – 25%) και συνολικά το ποσό των 858,28 ευρώ, η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.076,21 ευρώ.

  1. IV) 1) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2004 μέχρι την 31/12/2004 εργάστηκε 45 Σάββατα (5 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 2 τον Μάρτιο, 4 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 4 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέμβριο, 5 τον Οκτώβριο, 4 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές πιο πάνω έχουν οριστεί, δηλαδή τον Ιανουάριο 534,65 ευρώ (106,93 Χ 5), τον Φεβρουάριο 411,92 ευρώ (102,98 Χ 4), τον Μάρτιο 202,76 ευρώ (101,38 Χ 2), τον Απρίλιο 459,80 ευρώ (114,95 Χ 4), τον Μάιο 472,72 ευρώ (106,93 Χ 4), τον Ιούνιο 453,36 ευρώ (113,34 Χ 4), τον Ιούλιο 325,62 ευρώ (108,54 Χ 3), τον Αύγουστο 463,20 ευρώ (115,80 Χ 4), το Σεπτέμβριο 466,20 ευρώ (116,55 Χ 4), τον Οκτώβριο 554,95 ευρώ (110,99 Χ 5), το Νοέμβριο 463,20 ευρώ (115,80 Χ 4) και το Δεκέμβριο 231,60 ευρώ (115,80 Χ 2) και συνολικά το ποσό των 4.994,98 ευρώ, αντί του οποίου  η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 4.788,50 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 206,48 ευρώ, από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή του ποσό των 197,50 ευρώ. 2) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2005 μέχρι την 31/12/2005 εργάστηκε 45 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 4 τον Μάρτιο, 5 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 5 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέμβριο, 5 τον Οκτώβριο, 3 το Νοέμβριο και 5 το Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν, τον Ιανουάριο 484,04 ευρώ (121,01 Χ 4), τον Φεβρουάριο 340,23 ευρώ (113,41 Χ 3), τον Μάρτιο 490,76 ευρώ (122,69 Χ 4), τον Απρίλιο 605,05 ευρώ (121,01 Χ 5), τον Μάιο 487,20 ευρώ (121,80 Χ 4), τον Ιούλιο 609 ευρώ (121,80 Χ 5), τον Αύγουστο 345,27 ευρώ (115,09 Χ 3), το Σεπτέμβριο 500,12 ευρώ (125,03 Χ 4), τον Οκτώβριο 629,95 ευρώ (125,99 Χ 5), το Νοέμβριο 372,69 ευρώ (124,23 Χ 3) και το Δεκέμβριο 617,05 ευρώ (123,41 Χ 5) και συνολικά το ποσό των 5.481,36 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 5.424,04 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 57,32 ευρώ. 3) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2006 μέχρι την 31/12/2006 εργάστηκε 39 Σάββατα (3 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 4 τον Μάρτιο, 4 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 3 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 5 το Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο και 1 το Νοέμβριο ) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν τον Ιανουάριο 390,96 ευρώ (130,32 Χ 3), τον Φεβρουάριο 538,76 ευρώ (134,69 Χ 4), τον Μάρτιο 515,52 ευρώ (128,88 Χ 4), τον Απρίλιο 515,52 ευρώ (128,88 Χ 4), τον Μάιο 573,84 ευρώ (143,46 Χ 4), τον Ιούνιο 430,29 ευρώ (143,46 Χ 3), τον Ιούλιο 586,60 ευρώ (146,65 Χ 4), τον Αύγουστο 419,82 ευρώ (139,94 Χ 3), το Σεπτέμβριο 684,90 ευρώ (136,98 Χ 5) τον Οκτώβριο 567,52 ευρώ (141,88 Χ 4) και το Νοέμβριο 131,17 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.354,90 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 5.155,08 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 199,82 ευρώ από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο ποσό των 130,59 ευρώ. 4) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2007 μέχρι την 31/12/2007 εργάστηκε 45 Σάββατα (3 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 5 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Οκτώβριο, 4 το Νοέμβριο και 5 το Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν, τον Ιανουάριο 459,27 ευρώ (153,09 Χ 3), τον Φεβρουάριο 577,20 ευρώ (144,30 Χ 4), τον Μάρτιο 747,60 ευρώ (149,52 Χ 5), τον Απρίλιο 426,75 ευρώ (142,25 Χ 3), τον Μάιο 573,36 ευρώ (143,34 Χ 4), τον Ιούνιο 604,16 ευρώ (151,04 Χ 4), τον Ιούλιο 620,60 ευρώ (155,15 Χ 4), τον Αύγουστο 434,58 ευρώ (144,86 Χ 3), τον Σεπτέμβριο 419,82 ευρώ (139,94 Χ 3), τον Οκτώβριο 412,44 ευρώ (137,48 Χ 3), το Νοέμβριο 549,92 ευρώ (137,48 Χ 4) και το Δεκέμβριο 687,40 ευρώ (137,48 Χ 5) και συνολικά το ποσό των 6.513,10 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε  το ποσό των 6.273,51 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 239,59 ευρώ. 5) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 31/12/2009 εργάστηκε 18 Σάββατα (2 τον Απρίλιο, 3 τον Μάιο, 2 τον Ιούνιο, 3 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 το Νοέμβριο και 1 το Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν τον Απρίλιο 333,78 ευρώ, (166,89 Χ 2),  τον Μάιο 508,05 ευρώ (169,35 Χ 3), τον Ιούνιο 338,70 ευρώ (169,35 Χ 2), τον Αύγουστο 511,50 ευρώ (Χ 3), τον Σεπτέμβριο 515,43 ευρώ (171,81 Χ 3), τον Οκτώβριο 336,08 ευρώ (168,04 Χ 2), το Νοέμβριο 328,86 ευρώ (164,43 Χ 2) και το Δεκέμβριο 174,27 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.046,67 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.938 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 108,76 από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή του ποσό των 93,38 ευρώ. 6) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 εργάστηκε 21 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 4 τον Απρίλιο, 2 τον Μάιο, 1 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 3 το Οκτώβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν τον Ιανουάριο 310,90 ευρώ (155,45 Χ 2), τον Φεβρουάριο 491,04 ευρώ (163,68 Χ 3), τον Μάρτιο 484,05 ευρώ (161,35 Χ 3), τον Απρίλιο 621,80 ευρώ (155,45 Χ 4), τον Μάιο 322,70 ευρώ (161,35 Χ 2), τον Ιούνιο 154,67 ευρώ, τον Ιούλιο 309,34 ευρώ (154,67 Χ 2), τον Αύγουστο 166,34 ευρώ, το Οκτώβριο 457,17 ευρώ (152,39 Χ 3) και συνολικά το ποσό των 3.318,01 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 3.307,66 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 10,35 ευρώ. 7) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2011 μέχρι την 31/12/2011 εργάστηκε 15 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 1 τον Μάρτιο, 2 τον Μάιο, 2 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 1 τον Οκτώβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν τον Ιανουάριο 321,44 ευρώ (160,72 Χ 2), τον Φεβρουάριο 156,16 ευρώ, τον Μάρτιο 161,58 ευρώ, τον Μάιο 329,46 ευρώ (164,73 Χ 2), τον Ιούνιο 341,22 ευρώ (170,61 Χ 2), τον Ιούλιο 508,02 ευρώ (169,34 Χ 3), τον Αύγουστο 504,66 ευρώ (168,22 Χ 3), το Οκτώβριο 163,45 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.485,99 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.398,73 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 87,26 ευρώ. 8) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2012 μέχρι την 31/12/2012, εργάστηκε 17 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 1 τον Απρίλιο, 2 τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 2 τον Οκτώβριο, 1 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο), επί 7,5 ώρες εργασίας κάθε φορά, για τα οποία δικαιούταν τον Ιανουάριο 553,60 ευρώ (173 Χ 4 – 20%), τον Φεβρουάριο 133,56 ευρώ (166,95 – 20%), τον Απρίλιο 125,21 ευρώ (166,95 – 25%), τον Μάιο 252,33 ευρώ (168,22 Χ 2 – 25%), τον Ιούνιο 536,67 ευρώ (178,89 Χ 4 – 25%), τον Οκτώβριο 257,58 ευρώ (171,72 Χ 2 – 25%), το Νοέμβριο 127,96 ευρώ (170,61 – 25%) και το Δεκέμβριο 250,43 ευρώ (166,95 Χ 2 – 25%) και συνολικά το ποσό των 2.237,34 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.157,56 ευρώ (στο οποίο έχουν συνυπολογιστεί οι πιο πάνω αντίστοιχες μειώσεις στις αποδοχές του, όπως αποδεικνύεται από τα εκκαθαριστικά μισθοδοσίας του έτους) και του οφείλει το ποσό των 79,78 ευρώ.
  2. V) 1) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2004 μέχρι την 31/12/2004 εργάστηκε 55 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (5 ημέρες τον Ιανουάριο, 6 ημέρες το Φεβρουάριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 5 ημέρες τον Απρίλιο, 6 ημέρες τον Μάιο, 4 ημέρες τον Ιούνιο, 1 ημέρα τον Ιούλιο, 6 ημέρες τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 6 ημέρες τον Οκτώβριο, 4 ημέρες το Νοέμβριο και 4 ημέρες το Δεκέμβριο) για κάθε μία από τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως έχει πιο πάνω οριστεί δηλαδή τον Ιανουάριο 534,65 ευρώ, το Φεβρουάριο 617,88 ευρώ, τον Μάρτιο, 405,52 ευρώ, τον Απρίλιο 574,75 ευρώ, τον Μάιο 641,58 ευρώ, τον Ιούνιο 453,36, τον Ιούλιο 108,54 ευρώ, τον Αύγουστο 694,80 ευρώ, το Σεπτέμβριο 466,20 ευρώ, τον Οκτώβριο 665,94 ευρώ, το Νοέμβριο 463,20 ευρώ και το Δεκέμβριο 463,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.089,62 ευρώ. Ακόμη πραγματοποίησε 542 ώρες υπερωριακής εργασίας πέραν των 7,5 ωρών σε ημέρα Κυριακή ή αργία (τον Ιανουάριο 45 ώρες, το Φεβρουάριο 45 ώρες, το Μάρτιο 38 ώρες, τον Απρίλιο 45 ώρες, τον Μάιο 53 ώρες, τον Ιούνιο 53 ώρες, τον Ιούλιο 30 ώρες, τον Αύγουστο 60 ώρες, το Σεπτέμβριο 45 ώρες, τον Οκτώβριο 60 ώρες, το Νοέμβριο 38 ώρες και το Δεκέμβριο 30 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή τον Ιανουάριο 641,70 ευρώ (106,93/7,5 Χ 45 ώρες) το Φεβρουάριο 617,88 ευρώ (102,98/7,5 Χ 45 ώρες), το Μάρτιο 513,76 ευρώ (101,38/7,5 Χ 38 ώρες), τον Απρίλιο 689,85 ευρώ (114,95/7,5 Χ 45 ώρες), τον Μάιο 755,78 ευρώ (106,93/7,5 Χ 53 ώρες), τον Ιούνιο 800,83 ευρώ (113,34/7,5 Χ 53 ώρες), τον Ιούλιο 434,10 ευρώ (108,54/7,5 Χ 30 ώρες), τον Αύγουστο 926,40 ευρώ (115,80/7,5 Χ 60 ώρες), το Σεπτέμβριο 699,30 ευρώ (116,55/7,5 Χ 45 ώρες), τον Οκτώβριο 888 ευρώ (110,99/7,5 Χ 60 ώρες), το Νοέμβριο 586,72 ευρώ (115,80/7,5 Χ 38 ώρες) και το Δεκέμβριο 463,20 ευρώ (115,80/7,5 Χ 30 ώρες) και συνολικά το ποσό των 8.017,52 ευρώ. Συνολικά, δικαιούταν το ποσό των 14.107,14 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 13.509,49 ευρώ (5.825,81 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 7.683,68 ευρώ για την υπερωριακή εργασία) και του οφείλει το ποσό των 597,65 από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο ποσό των 589,85 εύρω. 2) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2005 μέχρι την 31/12/2005 εργάστηκε 49 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (5 ημέρες τον Ιανουάριο, 3 ημέρες το Φεβρουάριο, 6 ημέρες τον Μάρτιο, 5 ημέρες τον Απρίλιο, 4 ημέρες τον Μάιο, 5 ημέρες τον Ιούλιο, 3 ημέρες τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 6 ημέρες τον Οκτώβριο, 3 ημέρες το Νοέμβριο και 5 ημέρες το Δεκέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 605,05 ευρώ, το Φεβρουάριο 340,23 ευρώ, τον Μάρτιο 736,14 ευρώ, τον Απρίλιο 605,05 ευρώ, τον Μάιο 487,20 ευρώ, τον Ιούλιο 609 ευρώ, τον Αύγουστο 345,27 ευρώ, το Σεπτέμβριο 500,12 ευρώ, τον Οκτώβριο 755,94 ευρώ, το Νοέμβριο 372,69 ευρώ και το Δεκέμβριο 617,05 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.973,74 ευρώ. Ακόμη πραγματοποίησε 318 ώρες υπερωριακής εργασίας πέραν των 7,5 ωρών σε ημέρα Κυριακή ή αργία (τον Ιανουάριο 38 ώρες, το Φεβρουάριο 23 ώρες, το Μάρτιο 45 ώρες, τον Απρίλιο 23 ώρες, τον Ιούλιο 38 ώρες, τον Αύγουστο 30 ώρες, το Σεπτέμβριο 38 ώρες, τον Οκτώβριο 38 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και το Δεκέμβριο 30 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή τον Ιανουάριο 612,94 ευρώ (121,01/7,5 Χ 38 ώρες) το Φεβρουάριο 347,76 ευρώ (113,41/7,5 Χ 23 ώρες), το Μάρτιο 736,20 ευρώ (122,69/7,5 Χ 45 ώρες), τον Απρίλιο 370,99 ευρώ (121,01/7,5 Χ 23 ώρες), τον Ιούλιο 617,12 ευρώ (121,80/7,5 Χ 38 ώρες), τον Αύγουστο 460,50 ευρώ (115,09/7,5 Χ 30 ώρες), το Σεπτέμβριο 633,46 ευρώ (125,03/7,5 Χ 38 ώρες),  τον Οκτώβριο 638,40 ευρώ (125,99/7,5 Χ 38 ώρες), το Νοέμβριο 248,40 ευρώ (124,23/7,5 Χ 15 ώρες) και το Δεκέμβριο 493,50 ευρώ (123,41/7,5 Χ 30 ώρες)  και συνολικά το ποσό των 5.159,27 ευρώ. Συνολικά, δικαιούταν το ποσό των 11.133,01 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 11.017,45 ευρώ (5.911,25 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 516,20 ευρώ για την υπερωριακή εργασία) και του οφείλει το ποσό των 115,56 ευρώ. 3) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2006 μέχρι την 31/12/2006 εργάστηκε 45 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (4 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 6 ημέρες τον Απρίλιο, 4 ημέρες τον Μάιο, 4 ημέρες τον Ιούνιο, 5 ημέρες τον Ιούλιο, 4 ημέρες τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 5 ημέρες τον Οκτώβριο και 1 ημέρα το Νοέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 521,28 ευρώ, το Φεβρουάριο 538,76 ευρώ, τον Μάρτιο 515,52 ευρώ, τον Απρίλιο 773,28 ευρώ, τον Μάιο 573,84 ευρώ, τον Ιούνιο 573,72 ευρώ τον Ιούλιο 733,25 ευρώ, τον Αύγουστο 559,76 ευρώ, το Σεπτέμβριο 547,92 ευρώ, τον Οκτώβριο 709,40 ευρώ και το Νοέμβριο 131,17 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.177,90 ευρώ. Ακόμη πραγματοποίησε 387 ώρες υπερωριακής εργασίας πέραν των 7,5 ωρών σε ημέρα Κυριακή ή αργία (15 ώρες τον Ιανουάριο, 15 ώρες το Φεβρουάριο, 15 ώρες το Μάρτιο, 38 ώρες τον Απρίλιο, 30 ώρες το Μάιο, 38 ώρες τον Ιούνιο, 60 ώρες τον Ιούλιο, 53 ώρες τον Αύγουστο, 68 ώρες το Σεπτέμβριο, 47 ώρες τον Οκτώβριο και 8 ώρες το Νοέμβριο), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή τον Ιανουάριο 260,70 ευρώ (130,32/7,5 Χ 15 ώρες), το Φεβρουάριο 269,40 ευρώ (164,69/7,5 Χ 15 ώρες), το Μάρτιο 257,70 ευρώ (128,88/7,5 Χ 15 ώρες), τον Απρίλιο 652,84 ευρώ (128,88/7,5 Χ 38 ώρες), το Μάιο 573,90 ευρώ (143,46/7,5 Χ 30 ώρες), τον Ιούνιο 726,56 ευρώ (143,43/7,5 Χ 38 ώρες), τον Ιούλιο 1.173 ευρώ (146,65/7,5 Χ 60 ώρες), τον Αύγουστο 988,98 ευρώ (139,94/7,5 Χ 53 ώρες), το Σεπτέμβριο 1.241,68 ευρώ (136,98/7,5 Χ 68 ώρες), τον Οκτώβριο 889,24 ευρώ (141,88/7,5 Χ 47 ώρες), το Νοέμβριο 139,92 ευρώ (131,17/7,5 Χ 8 ώρες) και συνολικά το ποσό των 7.173,92 ευρώ. Συνολικά, δικαιούταν το ποσό των 13.351,82 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 12.853,92 ευρώ (5.947,31 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 6.906,61 ευρώ για την υπερωριακή εργασία) και του οφείλει το ποσό των 497,90 ευρώ από το από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο ποσό των 238,02 ευρώ. 4) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2007 μέχρι την 31/12/2007 εργάστηκε 48 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (5 ημέρες τον Ιανουάριο, 5 ημέρες το Φεβρουάριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 5 ημέρες τον Απρίλιο, 5 ημέρες τον Μάιο, 3 ημέρες τον Ιούνιο, 5 ημέρες τον Ιούλιο, 3 ημέρες τον Αύγουστο, 3 ημέρες το Σεπτέμβριο, 4 ημέρες τον Οκτώβριο, 2 ημέρες το Νοέμβριο και 4 ημέρες τον Δεκέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν, τον Ιανουάριο 765,45 ευρώ, το Φεβρουάριο 721,50 ευρώ, τον Μάρτιο 598,08 ευρώ, τον Απρίλιο 711,25 ευρώ, τον Μάιο 716,70 ευρώ, τον Ιούνιο 453,12 ευρώ, τον Ιούλιο 775,75 ευρώ, τον Αύγουστο 434,58 ευρώ, το Σεπτέμβριο 419,82 ευρώ, τον Οκτώβριο 549,92 ευρώ, το Νοέμβριο 274,96 ευρώ και τον Δεκέμβριο 549,92 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.971,05 ευρώ. Ακόμη απασχολήθηκε 243 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών Κυριακή ή αργία (8 ώρες τον Ιανουάριο, 15 ώρες το Φεβρουάριο, 15 ώρες το Μάρτιο, 23 ώρες τον Απρίλιο, 30 ώρες το Μάιο, 38 ώρες τον Ιούνιο, 23 ώρες τον Ιούλιο, 15 ώρες το Σεπτέμβριο, 30 ώρες τον Οκτώβριο, 8 ώρες το Νοέμβριο και 38 ώρες το Δεκέμβριο), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή τον Ιανουάριο 163,28 ευρώ (153,09/7,5 Χ 8 ώρες), το Φεβρουάριο 288,60 ευρώ (144,30/7,5 Χ 15 ώρες), το Μάρτιο 299,10 ευρώ (149,52/7,5 Χ 15 ώρες), τον Απρίλιο 436,61 ευρώ (142,25/7,5 Χ 23 ώρες), το Μάιο 573,30 ευρώ (143,34/7,5 Χ 30 ώρες), τον Ιούνιο 765,32 ευρώ (151,04/7,5 Χ 38 ώρες), τον Ιούλιο 475,87 ευρώ (155,15/7,5 Χ 23 ώρες), το Σεπτέμβριο 279,90 ευρώ (139,94/7,5 Χ 15 ώρες), τον Οκτώβριο 549,90 ευρώ (137,48/7,5 Χ 30 ώρες), το Νοέμβριο 146,64 ευρώ (137,48/7,5 Χ 8 ώρες) και το Δεκέμβριο 696,54 ευρώ (137,48/7,5 Χ 38 ώρες) και συνολικά το ποσό των 4.674,76 ευρώ. Συνολικά δικαιούταν το ποσό των 11.645,81 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 11.216,86 ευρώ (6.714,23 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 4.502,63 ευρώ για τη περαιτέρω εργασία) και του οφείλει το ποσό των 428,95 ευρώ. 5) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 31/12/2009 εργάστηκε 22 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (2 ημέρες τον Απρίλιο, 3 ημέρες τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούνιο, 1 ημέρα τον Ιούλιο, 3 ημέρες τον Αύγουστο, 1 ημέρα το Σεπτέμβριο, 2 ημέρες τον Οκτώβριο, 3 ημέρες το Νοέμβριο και 6 ημέρες τον Δεκέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν τον Απρίλιο 337,78 ευρώ, τον Μάιο 508,05 ευρώ, τον Ιούνιο 169,35 ευρώ, τον Ιούλιο 160,28 ευρώ, τον Αύγουστο 511,50 ευρώ, το Σεπτέμβριο 171,81 ευρώ, τον Οκτώβριο 336,08 ευρώ, το Νοέμβριο 493,29 ευρώ και τον Δεκέμβριο 1.045,62 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.729,76 ευρώ. Ακόμη απασχολήθηκε 24 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών Κυριακή ή αργία (8 τον Απρίλιο, 8 το Μάιο, 8 το Νοέμβριο), για τις οποίες δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες, δηλαδή τον Απρίλιο 178 ευρώ (166,89/7,5 Χ 8 ώρες), το Μάιο 180,64 ευρώ (169,35/7,5 Χ 8 ώρες), το Νοέμβριο 175,36 ευρώ (164,43/7,5 Χ 8 ώρες) και συνολικά το ποσό των 534 ευρώ. Συνολικά δικαιούταν το ποσό των 4.263,76 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 4.111,55 ευρώ (3.596,43 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 515,12 ευρώ για τη περαιτέρω εργασία) και του οφείλει το ποσό των 152,21 ευρώ, από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο ποσό των 132,27 ευρώ. 6) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 εργάστηκε 28 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (3 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 2 ημέρες τον Απρίλιο, 3 ημέρα τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούλιο, 2 ημέρες τον Αύγουστο, 1 ημέρα το Σεπτέμβριο, 2 ημέρες τον Οκτώβριο, 2 ημέρες το Νοέμβριο και 4 ημέρες τον Δεκέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν, τον Ιανουάριο 466,35 ευρώ, το Φεβρουάριο 654,72 ευρώ, τον Μάρτιο 645,40 ευρώ, τον Απρίλιο 310,90 ευρώ, τον Μάιο 484,05 ευρώ, τον Ιούλιο 154,67 ευρώ, τον Αύγουστο 332,68 ευρώ, το Σεπτέμβριο 158,44 ευρώ, τον Οκτώβριο 304,78 ευρώ, το Νοέμβριο 314,46 ευρώ και τον Δεκέμβριο 652 ευρώ και συνολικά το ποσό των 4.478,45 ευρώ. Ακόμη απασχολήθηκε επί 22 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, Κυριακής ή αργίας (τον Ιανουάριο 8 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 1 ώρα και το Δεκέμβριο 5 ώρες) και δικαιούταν τον Ιανουάριο το ποσό των 165,84 ευρώ (155,45/7,5 Χ 8 ώρες), το Φεβρουάριο 174,56 ευρώ (163,68/7,5 Χ 8 ώρες), τον Οκτώβριο 20,32 ευρώ (152,39/7,5 Χ 1 ώρες) και το Δεκέμβριο 108,65 ευρώ (163/7,5 Χ 5 ώρες) και συνολικά το ποσό των 469,37 ευρώ. Συνολικά δικαιούταν το ποσό των 4.947,82 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 4.912,07 ευρώ (4.443,04 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 469,03 ευρώ για τη δεύτερη βάρδια) και του οφείλει το ποσό των 35,75 ευρώ. 7) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2011 μέχρι την 31/12/2011 εργάστηκε 23 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (2 ημέρες τον Ιανουάριο, 3 ημέρες το Φεβρουάριο, 2 ημέρες τον Μάρτιο, 4 ημέρα τον Απρίλιο, 1 ημέρα τον Μάιο, 2 ημέρες τον Ιούνιο, 3 ημέρες τον Ιούλιο, 2 ημέρες τον Αύγουστο, 1 ημέρα τον Οκτώβριο, 1 ημέρα το Νοέμβριο και 2 ημέρες το Δεκέμβριο), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 321,44 ευρώ, το Φεβρουάριο 468,48 ευρώ, τον Μάρτιο 323,16 ευρώ, τον Απρίλιο 662,24 ευρώ, τον Μάιο 164,73 ευρώ, τον Ιούνιο 341,22 ευρώ, τον Ιούλιο 508,02 ευρώ, τον Αύγουστο 336,44 ευρώ, τον Οκτώβριο 163,45 ευρώ, το Νοέμβριο 138,40 ευρώ (173 ευρώ – 20%) και το Δεκέμβριο 267,12 ευρώ (333,90 ευρώ – 20%) και συνολικά το ποσό των 3.694,70 ευρώ. Ακόμη απασχολήθηκε επί 17 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, Κυριακής ή αργίας (τον Ιανουάριο 1 ώρες, τον Ιούλιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 21,43 ευρώ (160,72/7,5 Χ 1 ώρα), τον Ιούλιο 180,64 ευρώ (169,34/7,5 Χ 8 ώρες), τον Αύγουστο 179,44 ευρώ (168,22/7,5 Χ 8 ώρες) και συνολικά το ποσό των 381,51 ευρώ. Συνολικά, δικαιούταν το ποσό των 4.076,21 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 3.932,61 ευρώ όπως διαμορφώθηκε μετά τις αντίστοιχες μειώσεις (3.564,57 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 368,04 ευρώ για τη δεύτερη βάρδια) και του οφείλει το ποσό των 143,60 ευρώ. 8) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2012 μέχρι την 31/12/2012 εργάστηκε 19 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά (2 ημέρες τον Ιανουάριο, 2 ημέρες το Φεβρουάριο, 3 ημέρες τον Απρίλιο, 1 ημέρα τον Μάιο, 3 ημέρες τον Ιούλιο, 1 ημέρα τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 2 ημέρες τον Οκτώβριο και 1 ημέρα τον Δεκέμβριο) για τις οποίες δικαιούταν τον Ιανουάριο 276,80 ευρώ (346 ευρώ – 20%), το Φεβρουάριο 267,12 ευρώ (333,90 ευρώ – 20%), τον Απρίλιο 375,64 ευρώ (500,85 ευρώ – 25%), τον Μάιο 126,17 ευρώ (168,22 ευρώ – 25%), τον Ιούλιο 396,74 ευρώ (528,99 ευρώ – 25%), τον Αύγουστο 135,12 ευρώ (180,16 ευρώ – 25%), το Σεπτέμβριο 504,66 ευρώ (672,88 ευρώ – 25%), τον Οκτώβριο 257,58 ευρώ (343,44 ευρώ – 25%) και το Δεκέμβριο 125,21 ευρώ (166,95 ευρώ – 25%) και συνολικά το ποσό των 2.465,04 ευρώ. Ακόμη απασχολήθηκε επί 2 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών, Κυριακής ή αργίας (τον Μάιο 1 ώρα και τον Ιούνιο 1 ώρα), για τις οποίες δικαιούταν τον Μάιο 16,82 ευρώ (168,22/7,5 Χ 1 ώρα – 25%), τον Ιούνιο 17,89 ευρώ (178,89/7,5 Χ 1 ώρα – 25%), και συνολικά το ποσό των 34,71 ευρώ. Συνολικά, δικαιούταν το ποσό των 2.499,75 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.410,75 ευρώ, όπως διαμορφώθηκε μετά τις αντίστοιχες μειώσεις ανά μήνα, (2.377,28 ευρώ για τις πρώτες 7,5 ώρες και 33,47 ευρώ για τη δεύτερη βάρδια) και του οφείλει το ποσό των 89 ευρώ.
  3. VI) Τέλος ο ενάγων δικαιούταν 1) το έτος 2004 επίδομα εορτών Πάσχα ποσού ευρώ 1.149,12 ευρώ [1.483,80 ευρώ (τακτικές αποδοχές Απρίλιου) Χ 12,5/25 = 741,90 + 361,25 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 45,96 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 958,97 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 190,15 ευρώ και επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.547,71 ευρώ [1.483,80 ευρώ (τακτικές αποδοχές Νοεμβρίου) + 962 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 101,91 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)], αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 2.532,32 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 15,39 ευρώ, 2) το έτος 2005 επίδομα εορτών Πάσχα ποσού 1.000,17 ευρώ [1.575,30 ευρώ (τακτικές αποδοχές Απρίλιου) Χ 12,4/25 = 781,35 + 178,81 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 40,01 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)], αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 992,17 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 8 ευρώ και επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.234,25 ευρώ [1.626,24 ευρώ (τακτικές αποδοχές Νοεμβρίου) Χ 24,9/25 = 1.619,74 + 525,14 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 89,37 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 2.217,65 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 16,60 ευρώ, 3) το έτος 2006 επίδομα εορτών Πάσχα ποσού 1.267,59 ευρώ [1.875,22 ευρώ (τακτικές αποδοχές Απρίλιου) Χ 12/25 = 900,11 + 316,80 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 50,70 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 1.122,88 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 144,71 ευρώ και επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.868,71 ευρώ [1.909,52 ευρώ (τακτικές αποδοχές) Χ 24,9/25 = 1.901,88 + 852,08 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 114,75 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 2.696,21 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 172,50 ευρώ, 4) το έτος 2007 επίδομα εορτών Πάσχα ποσού 1.099,41 ευρώ [2.041,12 ευρώ (τακτικές αποδοχές Απρίλιου) Χ 12,1/25 = 987,90 ευρώ + 67,52 (αναλογία υπερωριών) + 43,98 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 980,66 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 118,75 ευρώ και επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.372,79 ευρώ [2.062,13 ευρώ (τακτικές αποδοχές) + 215,75 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 94,91 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 2.278,04 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 94,75 ευρώ, 5) το έτος 2008 επίδομα εορτών Πάσχα ποσού 1.100,73 ευρώ [2.205,55 ευρώ (τακτικές αποδοχές) Χ 11,8/25 = 1.041,01 + 15,69 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 44,03 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)], αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 993,86 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 106,87 ευρώ και επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.113,99 ευρώ [2.246,43 ευρώ Χ 22/25 = 1.976,85 (τακτικές αποδοχές) + 52,58 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 84,56 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 1.912,95 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 201,04 ευρώ, 6) το έτος 2009 επίδομα εορτών Πάσχα ποσού 1.045,77 ευρώ [2.446,76 ευρώ (τακτικές αποδοχές Μαΐου) Χ 10,1/25 = 988,49 + 10,08 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 50,20 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)], αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 893,91 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 151,86 ευρώ, επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.458,01 ευρώ [2.446,76 Χ 23,2/25 = 2.270,60 ευρώ (τακτικές αποδοχές) + 89,09 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 98,32 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 2.375,48 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 82,53 ευρώ και επίδομα άδειας ποσού 1.274,82 ευρώ [2.446,76 ευρώ (τακτικές αποδοχές) Χ 12,5/25 = 1223,39 + 51,43 ευρώ (αναλογία υπερωριών)] αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 1.094,39 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 180,43 ευρώ από το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί το αιτούμενο ποσό των 166,79 ευρώ, 7) το έτος 2010 (υπό την ισχύ του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010, κατά το οποίο το επίδομα Πάσχα μειώθηκε κατά 30%) επίδομα εορτών Πάσχα ποσού 860,36 ευρώ, ο δε ενάγων έλαβε το ποσό των 900,32 ευρώ.

Επομένως ο ενάγων δικαιούται για διαφορά μισθών το ποσό των 6.638,97 ευρώ, για διαφορά αμοιβής απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές το ποσό των 759,85 ευρώ, για διαφορά αμοιβής νυκτερινής εργασίας το ποσό των 1.542,40 ευρώ, για διαφορά αμοιβής εργασίας κατά τα Σάββατα το ποσό των 895,77, κατά τις Κυριακές και τις αργίες και υπερωρίες τις ημέρες αυτές το ποσό των 1.773 ευρώ και για διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας το ποσό των 1.469,94 ευρώ και συνολικά το ποσό των 13.079,93 ευρώ. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι διαφορές στις αποδοχές του, που αιτείται με την αγωγή του και ανέρχονται στο ποσό των 31.645,83 ευρώ είναι οι πραγματικές, διότι προκύπτουν από τον υπολογισμό των αντίστοιχων κονδυλίων κατ’ εφαρμογή των άρθρων της Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του προσωπικού της εναγόμενης και με βάση τις πραγματικές συνθήκες απασχόλησής του, όπως αναφέρει στην αγωγή του, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι οι εν λόγω υπολογισμοί είναι εσφαλμένοι, καθόσον δεν έχει λάβει υπόψη του τις μειώσεις των αποδοχών του που επέφεραν οι ν. 3833/2010, 3845/2010, 4024/2011 (εφαρμοστικοί Μνημονίων), το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, ο υπολογισμός του χρονοεπιδόματος επί του βασικού μισθού υπολογίστηκε από το έτος 2010 στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31/12/2009, το πάγωμα των μισθολογικών κλιμακίων και χρονοεπιδομάτων, τις μειώσεις των τακτικών αποδοχών και επιδομάτων ανάλογα με τις ημέρες απουσίας του από την εργασία, που κατά συνέπεια επηρεάζουν το ωρομίσθιό του βάσει του οποίου γίνονται οι υπολογισμοί των αγωγικών κονδυλίων, ότι στο μηνιαίο βασικό μισθό συνυπολογίζει ανελλιπώς και το επίδομα βάρδιας, αν και αυτό δεν είναι σταθερό και το δικαιούνται οι εργαζόμενοι της εναγόμενης που εργάζονται σε εναλλασσόμενες βάρδιες εργασίας με βάση τον ανά μήνα προγραμματισμό των υπαλλήλων αυτών (άρθρο 7 της από 17/4/2000 ΣΣΕ), ότι στην αγωγή τα νυχτερινά προς συμπλήρωση τις Κυριακές και αργίες υπολογίζονται με προσαύξηση 25% ενώ η ορθή προσαύξηση είναι 20% σύμφωνα με τα ανωτέρω και ο υπολογισμός των δώρων σύμφωνα με τις ισχύουσες ΣΣΕ ΟΛΠ και την αντίστοιχη νομοθεσία όπως αναφέρεται παραπάνω. Περαιτέρω πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης», όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010, και η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», οι οποίες θεσπίστηκαν για την προστασία και την προαγωγή του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος ενόψει της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα, συμπεριλαμβάνονται στις διατάξεις, που ψηφίστηκαν και αφορούν την περικοπή των μισθολογικών δαπανών για όλους τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, στα ΝΠΔΔ και στους ΟΤΑ, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και για το προσωπικό των ΝΠΙΔ, που είτε ανήκουν στο Κράτος, είτε επιχορηγούνται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, με οποιαδήποτε σχέση και αν απασχολούνται και με οποιονδήποτε τρόπο και αν αμείβονται οι εργαζόμενοι αυτοί. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 και το τρίτο άρθρο του ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%, ανεξαρτήτως τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Από το γράμμα και το πνεύμα των εν λόγω νομοθετημάτων συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περικοπούν, κατά τα οριζόμενα ποσοστά, οι αποδοχές όλων όσων αμείβονται από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία οι απασχολούμενοι συνδέονται με αυτό (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αμειβόμενης εντολής κλπ.), ακόμη και αν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή συμφωνία. Η αληθής αυτή έννοια των ως άνω διατάξεων προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 6 του ν. 3867/2010, κατά το οποίο «δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του ν. 1955/1991», οι οποίες κατά την παρ. 2 του πρώτου άρθρου του εν λόγω νόμου λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτές οι διατάξεις, που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1147/2015 ΝΟΜΟΣ). Η εναγόμενη εμπίπτει στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3429/2005, καθώς είναι εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το Δημόσιο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ενάρξεως ισχύος του ν. 3833/2010 (15/3/2010), συμμετείχε με ποσοστό 74,5%, και, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν. 3833/2010, εφαρμόζονται σε αυτήν οι ρυθμίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του ν. 3833/2010. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε ότι η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 32.145,83 ευρώ διότι δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω εκτεθέντα που μειώνουν τα αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια και αφετέρου διότι έκρινε ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των εφαρμοστικών των μνημονίων νόμων, με την αιτιολογία ότι η εναγόμενη είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου έχει οικονομική αυτοτέλεια και δεν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στα νομικά πρόσωπα, οι αποδοχές των εργαζόμενων των οποίων πρέπει να μειωθούν για τη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό των οφειλόμενων στον ενάγοντα ποσών, σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε αυτόν και ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκαν οι εφαρμοστικοί των μνημονίων νόμοι πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι.

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν.1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951‚ μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και με το διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996 καθώς και τον α.ν.1559/1950‚ όπως κάθε φορά ισχύουν. Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ. 2 περ. γ’ του α.ν. 1559/1950, όλες εν γένει οι διατάξεις περί βραχυπρόθεσμων παραγραφών, που ισχύουν εκάστοτε για τις κατά του Δημοσίου οιασδήποτε αξιώσεις, εφαρμόζονται και επί των απαιτήσεων κατά του ΟΛΠ και κατά το άρθρο 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης (Κ.Ο.Δ.) του ΟΛΠ, ο οποίος κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 45057/11/72/17/1/1973 Υπουργική Απόφαση, «ο χρόνος παραγραφής των κατά του Ο.Λ.Π. αξιώσεων των μονίμων υπαλλήλων αυτού ως και του επί σχέσει ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου συνδεομένου μετ’ αυτού πάσης φύσεως προσωπικού του Ο.Λ.Π. εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού ορίζεται εις δύο έτη». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει‚ κατά το άρθρο 22 παρ. 1β του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και κατά το άρθρο 25 παρ. 1 αυτού, τα δικαιώματα του ανθρώπου‚ ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. Ι εδ. α΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που έχει κυρωθεί με το ν.δ 53/1974, «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως‚ δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος‚ το οποίο θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το ν. 2462/1997, «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων‚ με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Ως εκ τούτου ανίσχυρες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ και του άρθρου 3 του α.ν. 1559/1950, με τις οποίες θεσπίζεται διετής παραγραφή των αξιώσεων των εργαζομένων κατά του Ο.Λ.Π., που αποτελεί ανώνυμη εταιρεία, χωρίς αυτό να δικαιολογείται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ως αντιτιθέμενες στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠ (ΑΠ 317/2017 ΝΟΜΟΣ Ολ.Α.Π. 11/2008, ΑΠ 436/2013, 538/2011). Εν προκειμένω όπως ανωτέρω έχει εκτεθεί επί της από 30/12/2009 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2009 αγωγής και του ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4693/2010 απόφαση του Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή τους και κατόπιν προσβολής της με έφεση η υπ’ αριθμ. 740/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 436/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, (με την οποία απορρίφθηκε η από 1/3/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2012 αίτηση αναίρεσης που άσκησε η εναγόμενη), με την οποία υποχρέωσε την εναγόμενη να εντάξει και τον ενάγοντα στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και αναγνώρισε ότι λόγω της μη ορθής κατάταξής του του οφείλει μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2004. Εφόσον επομένως βεβαιώθηκε η αξίωση του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2004 έως την άσκηση της πιο πάνω αγωγής οι εν λόγω αξιώσεις του παραγράφονται μετά από είκοσι έτη (άρθρο 268 του ΑΚ). Για τις μετέπειτα αξιώσεις του έως και το χρόνο άσκησης της επίδικης αγωγής ισχύει πενταετής παραγραφή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και όχι διετής, όπως η εναγόμενη ισχυρίζεται επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ και του άρθρου 3 του α.ν. 1559/1950, ο χρόνος της οποίας δεν συμπληρώθηκε έως το χρόνο άσκησης της επίδικης αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσέ το νόμο και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την προβαλλόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ένσταση διετούς παραγραφής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (10.866,98) και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δυο χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (2.212,95) και τα δύο ποσά με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση, όπως δέχθηκε και η πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ως προς τη διάταξη αυτή. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 4680/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 16/3/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2015 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (10.866,98) με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της ενάγουσας να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δυο χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (2.212,95) με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημέρας που κάθε επί μέρους κονδύλι ήταν απαιτητό έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την     Οκτωβρίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και τούτου μετατέθεντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου