Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 615/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:      615/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3496/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία την 15/10/2015 (υπ’ αριθμ. ……./15.10.2015 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), ενώ η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 26/10/2015 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ (όπως τότε ίσχυε). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων …….., ήδη πρώτος εφεσίβλητος και ο αρχικός ενάγων ……….., ο οποίος απεβίωσε την 3/1/2017 (υπ’ αριθμ. ……../4.1.2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ι. Ρέντη) και κατέλειψε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του, …. το γένος ……… και τα ανήλικα τέκνα του, …. και ……. (υπ’ αριθμ. πρωτ. …./10.1.2017 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Αθηναίων), οι οποίοι με δήλωση τους ενώπιον του Εφετείου αυτού στη σημερινή δικάσιμο δήλωσαν ότι συνεχίζουν τη δίκη ως καθολικοί διάδοχοί του, στην από 7/4/2015 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος τον Ιούνιο του έτους 2010 και ο δεύτερος την 1/1/2007, για να εργαστούν ο πρώτος ως ηλεκτροτεχνίτης και ο δεύτερος ως βοηθός ηλεκτροτεχνίτη, ότι κατά την πρόσληψη τους ενημέρωσαν την εναγόμενη για την προϋπηρεσία τους και ο δεύτερος για την οικογενειακή κατάστασή του, ότι οι αποδοχές τους καθορίζονταν από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία ΣΣΕ, όμως η εναγόμενη τους κατέβαλε τις αποδοχές τους με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας με αποτέλεσμα αυτές να υπολείπονται των νομίμων, ότι τέλη του Δεκεμβρίου 2014 ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης τους ζήτησε να καταρτίσουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης, αλλά να συνεχίσουν να εργάζονται με πλήρη απασχόληση, ότι επειδή εκείνοι αρνήθηκαν και την 2/1/2015 προσέφυγαν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, η εναγόμενη από λόγους εμπάθειας και εκδίκησης την 9/1/2015 κατάγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους και ότι οι καταγγελίες είναι άκυρες, η δε εναγόμενη που δεν αποδέχεται πλέον τις υπηρεσίες τους, τις οποίες εξακολουθούν να της προσεφέρουν πραγματικά και προσηκόντως, έχει περιέλθει σε υπερημερία. Ζητούσαν με βάση τις διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν ήθελε κριθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας τους είναι άκυρες, α) να αναγνωριστεί ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους είναι καταχρηστικές και επομένως άκυρες, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την 9/1/2015 έως την 1/11/2015, που προσδιόριζαν ως πιθανό χρόνο συζήτησης της αγωγής, στον πρώτο ενάγοντα το ποσόν των 11.181,70 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσόν των 12.653,90 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να αποδέχεται με απειλή χρηματικής ποινής τις υπηρεσίες τους, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει σε κάθε ένα αυτών το ποσό των 5.000 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άκυρη καταγγελία με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει για διαφορές μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων αποδοχών στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 22.606,75 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 32.762,31 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας είναι έγκυρες να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει ως διαφορά οφειλόμενης και καταβληθείσης αποζημίωσης απόλυσης στον πρώτο το ποσό των 3.336,26 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 5.951,69 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε την ακυρότητα των καταγγελιών και υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 150 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεως της και να καταβάλει, ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την 9/1/2015 έως την 26/5/2015, στον πρώτο το ποσό των 5.031,76 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 5.694,21 ευρώ, ως δεδουλευμένες αποδοχές στον πρώτο το ποσό των 22.406,58 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 32.625,62 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500 ευρώ στον κάθε ένα, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε ένα από αυτά κατέστη απαιτητό έως την εξόφληση. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η εκκαλούσα παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, που συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 11 παρ. 1 του ν. 547/1937, α.ν. 1843/39, 5 παρ. 1 του ν. 4539/1945, 14 του ν. 551/1914, 8 του ν. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη, η παραίτηση του εργαζομένου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημοσίας τάξης και ως εκ τούτου είναι άκυρη η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του, είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτή (ΑΠ 1569/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1035/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1554/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω η εκκαλούσα – εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι η άσκηση από τους ενάγοντες, με την πιο πάνω αγωγή τους, του δικαιώματός τους να αξιώσουν το ποσό της διαφοράς μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων, με βάσει τις οικίες ΣΣΕ, αποδοχών τους, είναι καταχρηστική και αντίθετη με τη συναλλακτική καλή πίστη, διότι κατά το χρόνο της πρόσληψής τους αποδέχθηκαν την πρότασή της να αμείβονται με χαμηλότερες αποδοχές από τις ισχύουσες ελάχιστες, αν και γνώριζαν ή έστω μπορούσαν να πληροφορηθούν, ότι ο μισθός τους ήταν μικρότερος του νομίμου. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι ενάγοντες αποδέχθηκαν να αμείβονται με μικρότερες των νομίμων αποδοχές, η συμφωνία αυτή είναι άκυρη και λογίζεται ως μηδέποτε γενόμενη και ως τέτοια δεν εμποδίζει τους ενάγοντες να αξιώσουν την καταβολή των νόμιμων αποδοχών τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης αυτής, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου κυρίως επειδή ο μισθωτός διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματα από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 184/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 114/2019 ΝΟΜΟΣ). Στις περιπτώσεις αυτές η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 του ΑΚ), δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού (ΑΠ 258/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 226/2019 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου οι ενάγοντες προσελήφθησαν από την εναγόμενη, η οποία είναι επιχείρηση εισαγωγής, εμπορίας, μελέτης, εγκατάστασης συντήρησης ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων, ο πρώτος τον Ιούνιο του έτους 2010, η έγγραφη σύμβαση καταρτίστηκε όμως στις 20/1/2011 και ο δεύτερος τον Δεκέμβριο του έτους 2006, η έγγραφη σύμβαση καταρτίστηκε όμως την 1/1/2007, ως βοηθοί ηλεκτροτεχνίτες, στην ουσία όμως εργάσθηκαν ως ηλεκτροτεχνίτες, γεγονός που συνομολόγησε η εναγόμενη ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας στις 3/3/2015, αλλά και ο μάρτυράς της ……………., εξεταζόμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Τέλος Δεκεμβρίου του έτους 2014 η εναγόμενη ζήτησε από τους ενάγοντες να υπογράψουν συμβάσεις μερικής απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών τους, να εξακολουθήσουν όμως να εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Οι ενάγοντες δεν αποδέχθηκαν την πρόταση αυτή και την 2/1/2015 προσέφυγαν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Νίκαιας – Α. Ι. Ρέντη ζητώντας την παρέμβαση του Επιθεωρητή εργασίας για την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Ως άμεσο επακόλουθο της προσφυγής τους η εναγόμενη την 9/1/2015 κατάγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις τους. Η καταγγελία αυτή υπαγορεύτηκε από λόγους εμπάθειας και εκδίκησης στο πρόσωπο των εναγόντων, όπως αποδεικνύεται πρωτίστως από τη χρονική εγγύτητα της προσφυγής των εναγόντων και της καταγγελίας, με την οποία η εναγόμενη εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για τη μη αρεστή σε αυτή προσφυγή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας, πολύ δε περισσότερο που ο μάρτυρας ανταπόδειξης στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποδέχθηκε την προσήκουσα παροχή των υπηρεσιών τους στη εναγόμενη. Ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας των εναγόντων έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους δεν αποδείχθηκε από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Καταρχάς η εναγόμενη δεν επικαλείται καν τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια που έλαβε υπόψιν της, ώστε να καταλήξει στην απόφαση, ότι, μεταξύ των  6 – 7 τότε εργαζομένων της, οι ενάγοντες ήταν οι λιγότερο πληττόμενοι από την απώλεια της θέσεως εργασίας τους, αλλά ούτε και ποιες άλλες προτάσεις υπέβαλε στους ενάγοντες, πέρα από τη μείωση των αποδοχών τους, ώστε να αποφευχθεί η έσχατη λύση της απόλυσής τους. Πέραν τούτων όμως δεν αποδείχθηκε και η επικαλούμενη από την εναγόμενη οικονομική δυσχέρεια στην οποία είχε περιέλθει, εξαιτίας της οποίας αποφάσισε τη μείωση των λειτουργικών δαπανών της, στα πλαίσια της οποίας ήταν αναγκαία η απόλυση των εναγόντων. Τούτο, διότι πρωτίστως από τους ισολογισμούς της 31/12/2012 και της 31/12/2013 αποδεικνύεται ότι σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη ήταν κερδοφόρος εταιρία, καθώς τα καθαρά κέρδη προς διάθεση για τη χρήση 2012 ανήλθαν στο ποσό των 52.481,05 ευρώ και της χρήσης 2013 στο ποσό των 61.206,42 ευρώ. Δοθέντος επομένως ότι οι καταγγελίες ως καταχρηστικές είναι άκυρες και επομένως νοούνται ως μηδέποτε γενόμενες και εφόσον η εναγόμενη δεν αποδέχθηκε τις υπηρεσίες των εναγόντων, τις οποίες προσέφεραν σε αυτή, όπως δήλωσαν την 3/3/2015 ενώπιον του Επιθεωρητή εργασιακών σχέσεων κατά τη συζήτηση της προσφυγή τους, περιήλθε σε υπερημερία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ίδια έκρινε, υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων και να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3496/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την        Οκτωβρίου 2019.

    Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και τούτου μετετεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου