Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 527/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   527/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Μετά την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 828/2014 αποφάσεώς του με τη με αριθμό 1849/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, νομότυπα (άρθρο 581 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) με την από 2.1.2018 κλήση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./2.1.2018) της καλούσας – εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «….. .» και έδρα στο Λουξεμβούργο φέρονται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής η από 5.4.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./6.4.2012 έφεση και το από 25.4.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./5.12.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, που πλήττουν την υπ’ αριθμ. 184/16.11.2011 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την από 11.8.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/19.8.2010 αγωγή, που στράφηκε κατά της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην Κύπρο.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Η διάταξη αυτή τέθηκε για την εξασφάλιση του εναγομένου, του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε ένδικο μέσο ως προς την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου και, παρά τις θεωρητικές επιφυλάξεις (βλ. σχετ. Ι. Καράκωστα, Το άρθρο 169 ΚΠολΔ και η ανάγκη αναθεώρησής του, σε ΕφΑΔ 2009/1318 και Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 169, αρ. 2), ως προς τη συνταγματικότητά της και την προσαρμογή της προς το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή Σύμβασης της Ρώμης της 4ης.11.1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και προς τα άρθρα 21 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C – 364/18.12.2000), ο οποίος κατά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, που έχει κυρωθεί με το Ν. 3671/2008, έχει καταστεί νομικά δεσμευτικός, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με αυτή των Συνθηκών, έχει νομολογιακώς κριθεί ότι αποσκοπεί όχι μόνο στη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα αλλά και στην περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό είναι συμβατή και με το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος και με το κοινοτικό δίκαιο, αφού η εφαρμογή της δεν προσβάλει το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια (ΑΠ 990/2008, Δνη 2008/739, ΤριμΕφΠειρ. 709/2015, ΤριμΕφΠειρ. 461/2014, πρώτη δημοσίευσή τους σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Από δε το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνες των άρθρων 162, 171 και 172 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται όλες και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η αίτηση για την παροχή εγγυοδοσίας αποτελεί διακωλυτική (αναβλητική) της δίκης ένσταση, η οποία, προκειμένου για τη συζήτηση ενδίκου μέσου, προβάλλεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 περ. γ ΚΠολΔ (ΑΠ 167/2015, ΤριμΕφΠειρ. 163/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εξετάζεται πριν από οποιαδήποτε έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας, νομικής και ουσιαστικής, του ενδίκου μέσου, δεδομένου ότι, αν το δικαστήριο διατάξει εγγυοδοσία, δεν προχωρεί στη συζήτηση του σχετικού ενδίκου μέσου ώσπου να κατατεθεί το ποσό αυτής, αν δε η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία παρέλθει άπρακτη, το ίδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε το ένδικο μέσο (ΑΠ 1709/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η περί επιβολής υποχρεώσεως καταβολής εγγυοδοσίας κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου σχηματίζεται προαποδεικτικώς με ελεύθερη εκτίμηση των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του (άρθρο 162 ΚΠολΔ, βλ και ΤριμΕφΠειρ. 27/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της σχετικής ένστασης, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή εκείνος, κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283). Κριτήριο, τέλος, της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας, η οποία δεν εξαρτάται από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους, είναι η οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου (ΑΠ 167/2015, ο.π.), η οποία συνεπάγεται κίνδυνο μη εκτέλεσης της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ’ αυτά του τελευταίου. Ο σχετικός κίνδυνος, όμως, πρέπει να είναι προφανής και τούτο συμβαίνει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, τυγχάνει άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ιδίου του αντιδίκου του και αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος (ΑΠ 1876/2009, ΕφΑΔ 2010/338, ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009/1536 = ΕπισκΕΔ 2010/91 = ΕΕμπΔ 2010/395 = ΕπιΔικΙΑ 2010/75, ΤριμΕφΠειρ. 56/2016, ΤριμΕφΠειρ. 416/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 682/2005, ΠειρΝομ. 2005/526, ΕφΑθ. 132/1999, Δνη 1999/1125). Μόνος, πάντως, ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας στην Ελλάδα του υπόχρεου διαδίκου, χωρίς ταυτόχρονη επίκληση εν γένει αφερεγγυότητάς του, δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 567/1983, Αρμ. 1984/474, Π. Κοντογεωργακόπουλος – Β. Α. Χατζηϊωάννου, Σκοπός και προϋποθέσεις εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα [169 ΚΠολΔ], παρατηρήσεις κάτω από την ΠΠΠειρ. 3805/2014, σε ΝοΒ 2015/750 επομ. [753]).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη κατά την παρούσα συζήτηση με τις έγγραφες προτάσεις της και προ παντός άλλου ισχυρισμού της υποστηρίζει ότι υφίσταται έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα της εκκαλούσας, που δεν διαθέτει εμφανή περιουσία στερούμενη περιουσιακών στοιχείων άλλων πλην των επιδίκων μετοχών και υποβάλλει αίτημα να υποχρεωθεί η τελευταία να παράσχει εγγυοδοσία ποσού τριακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (388.926,74 €) για τα δικαστικά έξοδα της έκκλητης, όπως εκτιμάται, δίκης.

Το αίτημα αυτό, το οποίο έχει χαρακτήρα δικονομικής, αναβλητικής της δίκης, ένστασης, η οποία, ως δικονομικό ζήτημα, ερευνάται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 263 περ. γ ΚΠολΔ με τις έγγραφες προτάσεις της εφεσίβλητης, δεν είναι, όμως, βάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων δεν πείθεται το Δικαστήριο ότι υπάρχει προφανής αφερεγγυότητα της εκκαλούσας ούτε κίνδυνος να μην εκτελεστεί η διάταξη της παρούσας, με την οποία θα της επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε ενδεχόμενη ήττα της στη δίκη.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 579 § 1 εδαφ. α, 580 § 3 εδαφ. β και 581 § 2 ΚΠολΔ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ότι επί αναιρέσεως για οποιονδήποτε λόγο, πλην εκείνων της υπέρβασης δικαιοδοσίας και της παράβασης των διατάξεων για την υλική αρμοδιότητα, η υπόθεση παραπέμπεται για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές και ότι στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται εντός των ορίων που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, προκύπτει ότι αν αναιρεθεί απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ως προς την οποία και θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα την δεχθεί και θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη είτε θα απορρίψει την έφεση και θα την επικυρώσει (ΑΠ 1421/2002, ΧρΙΔ 2003/145). Η δίκη στο δικαστήριο της παραπομπής θα διεξαχθεί μεταξύ των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 808/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 161/2013, ΕΠολΔ 2013/205, ΑΠ 1131/2012, ΧρΙΔ 2013/45) και η υπόθεση θα επανεξεταστεί κατά την έκταση της ανατροπής της προηγούμενης κρίσης του εφετείου που επήλθε με την αναιρετική απόφαση, καθόσον η αναίρεση και, συνεπώς, η εξαφάνιση της αποφάσεως που με αυτή προσβλήθηκε μπορεί να είναι ολική ή μερική, το δε εύρος της εξαφανίσεώς της εξαρτάται από τον αριθμό των κεφαλαίων της διαφοράς που εθίγησαν επιτυχώς (ΑΠ 493/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007, Δνη 2008/1625, ΑΠ 975/2000, Δνη 2001/81). Έτσι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας) τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 632/2018, ΤριμΕφΑθ. 334/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 561/2013, ΝοΒ 2013/1919). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής, μάλιστα, ακόμα  και του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004, Δνη 2005/84, ΑΠ 1833/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Η εξαφάνιση θεωρείται συνολική όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007, ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 43/2005, Δνη 2005/1401). Αν η αναίρεση είναι μερική και αναφέρεται σε ορισμένα μόνο από τα κεφάλαια της απόφασης που προσβλήθηκε, ο έλεγχος του δικαστηρίου της παραπομπής θα εκταθεί μόνο στα κεφάλαια αυτά, διότι ως προς τα υπόλοιπα η απόφαση του εφετείου έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 479/2009, ΕφΑΔ 2009/831, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 121, αρ. 29, σελ. 561) και κατά την μετ’ αναίρεση επανεκδίκαση της υπόθεσης οι διατάξεις της που δεν αναιρέθηκαν διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν με το δεδικασμένο τους, αφού αυτό δεν ανατράπηκε (ΑΠ 404/2018, ΧρΙΔ 2019/286, Κ. Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 514, σελ. 765), λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο της παραπομπής και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1949/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επί αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών ο μετ’ αναίρεση έλεγχος κατά παραπομπή θα επεκταθεί σε εκείνες μόνον από τις σωρευόμενες αγωγές ως προς τις οποίες η κρίση του εφετείου εξαφανίστηκε, αφού ως προς τις λοιπές η δευτεροβάθμια απόφαση που προηγήθηκε έχει μετά την έκδοση της αναιρετικής καταστεί αμετάκλητη (ΕφΠατρ. 1065/2004, ΝοΒ 2005/302 = ΑχΝομ 2005/353). Το ίδιο ισχύει και επί συρροής νομίμων βάσεων της αυτής ενιαίας αξιώσεως (περί της οποίας βλ. ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1276/2015, ΧρΙΔ 2016/54, ΑΠ 1277/2015, Ε7 2016/699, ΑΠ 1596/2014, ΧρΙΔ 2015/185, και Απ. Γεωργιάδη, Συρροή αξιώσεων και συρροή νομίμων βάσεων της αξίωσης: Ένας απολογισμός, σε ΧρΙΔ 2016/3 επομ., Π. Παναγιώτου, Νομικά ζητήματα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης και τη συρροή αξιώσεων στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, σε Δνη 2013/657 επομ.), δεδομένου ότι η επίκληση στην αγωγή περισσότερων νομικών βάσεων προς θεμελίωση της επίδικης αξίωσης δημιουργεί πλειονότητα κεφαλαίων (ΑΠ 1489/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2035/2006, ΔΕΕ 2007/483), όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της αντικειμενικής σωρεύσεως περισσοτέρων αξιώσεων στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο (Α. Παπαθεοδώρου, Πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι κατά τον ΚΠολΔ, 2013, αρ. 38, σελ. 52, αντίθετοι η Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 76 και ο Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 401, κατά τους οποίους όταν η πρωτοβάθμια απόφαση αποφαίνεται επί πλειόνων νομικών θεμελιώσεων της αγωγής, υφίσταται, παρά τη ρύθμιση του άρθρου 324 ΚΠολΔ, ένα ενιαίο κεφάλαιο δίκης). Έτσι, αν το αποζημιωτικό αίτημα της αγωγής στηρίχθηκε στις περί συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις του ΑΚ ή και σε άλλες ειδικής αστικής νομοθεσίας, κατά την παραπομπή εξετάζονται μόνον εκείνες οι βάσεις ως προς τις οποίες η κρίση του εφετείου αποδοκιμάστηκε με την παραδοχή αντίστοιχου λόγου αναίρεσης. Αν η προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση είχε απορρίψει κατ’ ουσίαν όλες τις νομικές βάσεις της αποζημιωτικής αξίωσης, το δικαστήριο της παραπομπής δεν θα επανεξετάσει τις βάσεις εκείνες που αποδικάστηκαν, εφόσον οι λόγοι αναιρέσεως κατά της αντίστοιχης αποφατικής κρίσης απορρίφθηκαν, αφού την έρευνα αυτών εμποδίζει το δεδικασμένο που παρήχθη ως προς την ανυπαρξία του ουσιαστικού δικαιώματος του ενάγοντος σε σχέση προς τη συγκεκριμένη νομική αιτία. Περαιτέρω, το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο σε όλη του την έκταση (ΤριμΕφΠειρ. 259/2014, ΠειρΝ 2015/40, ΤριμΕφΠειρ. 212/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το κατά παραπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 2004/1171 = ΝοΒ 2004/1553) και όχι ως προς την ουσία της υποθέσεως, η περί της οποίας κρίση του δικαστηρίου της παραπομπής είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 548/2008, ΑΠ 806/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μη δεσμευόμενη από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον αυτές δεν εθίγησαν με την αναίρεση, το δικαστήριο της παραπομπής δύναται να εκτιμήσει τις αποδείξεις διαφορετικά από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004, Δ 2004/804 = ΕΕΔ 2005/150, ΤριμΕφΠειρ. 37/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997, Δ 1997/857, ΤριμΕφΘεσ. 70/2017, ΕφΑΔ 2017/969, ΤριμΕφΠειρ. 89/2017, ΕπισκΕΔ 2018/611, ΤριμΕφΘεσ. 434/2013, Αρμ. 2013/1111, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 2000, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010, ΝοΒ 2010/2329, ΑΠ 707/2008, ΝοΒ 2008/2190 = Δ 2008/917). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009, ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004, ο.π.), που οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 14, σελ. 260 επομ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011, ΧρΙΔ 2012/194 = ΕφΑΔ 2012/392, ΑΠ 758/2018, ΧρΙΔ 2019/268 = ΕΕμπΔ 2019/361, ΑΠ 674/1988, Συμπλήρωμα Βασικής Νομολογίας 2 [1993]/151, ΤριμΕφΠειρ. 305/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ. 10). Αν η αναίρεση εχώρησε για έλλειψη νόμιμης βάσης κατ’ άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, δηλαδή για εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, το δικαστήριο της παραπομπής δε δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις της αναιρετικής απόφασης ως προς τα πραγματικά περιστατικά, αφού με αυτές δεν επιλύθηκε νομικό ζήτημα (ΑΠ 109/2006, Δ 2006/919, ΑΠ 66/2004, Δνη 2004/1028, ΑΠ 79/1998, Δνη 1998/535 = ΝοΒ 1999/412, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ. 341, Ι. Ψωμάς, Μελέτες Αναιρετικής Διαδικασίας, 2000, σελ. 229). Αν αυτό εκτιμήσει διαφορετικά τα πραγματικά περιστατικά και αυτά επιδέχονται διαφορετικές νομικές λύσεις ο παραμερισμός της νομικής λύσης της παραπεμπτικής αναιρετικής απόφασης δεν θεμελιώνει λόγο νέας αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 18 ΚΠολΔ (ΑΠ 194/2004, Δνη 2004/605, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 580, αρ. 15, σελ. 831 επομ.). Αντιθέτως, ενδοδιαδικαστική δέσμευση παράγεται (εμμέσως) από την απόφαση του Ακυρωτικού, που αναιρεί την εφετειακή για λόγο από το άρθρο 559 αρ. 8 του ιδίου Κώδικα (μη λήψη υπόψη πραγμάτων προταθέντων), καθόσον η παραδοχή του λόγου αυτού προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός που, κατά παράβαση της συζητητικής αρχής (άρθρο 106 ΚΠολΔ), δεν λήφθηκε υπόψη είχε προβληθεί παραδεκτώς [και κατά την έκκλητη δίκη] και ήταν πράγματι νόμιμος, αφού μόνον υπό τους όρους αυτούς μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2004, ΧρΙΔ 2004/606 = ΑρχΝ 2005/159 = ΝοΒ 2005/52, ΑΠ 1382/2009, ΧρΙΔ 2011/102 = ΝοΒ 2011/919, βλ. και ΑΠ 343/2009, ΕΕμπΔ 2009/868). Τέλος, μετά την αναίρεση δευτεροβάθμιας απόφασης, το δικαστήριο της παραπομπής επανεξετάζει το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως (ΟλΑΠ 4/1996, Δνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199), αφού οι παραδοχές της αναιρεθείσας περί της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων [και] της έκκλητης δίκης ακόμα και αν δεν αμφισβητήθηκαν με λόγο αναιρέσεως, συναναιρέθηκαν, δεδομένου ότι δεν αποτελούσαν αυτοτελές αντικείμενο δίκης, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη προσβολή τους, καθώς οι προϋποθέσεις αυτές εξετάζονται και καταφάσκονται με δύναμη δεδικασμένου πάντοτε σε σχέση με το εκάστοτε κρινόμενο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 1659/2011, ΧρΙΔ 2012/364, Π. Κολοτούρος, Δικονομικά ζητήματα από την πρόσφατον νομολογίαν του Αρείου Πάγου, σε Δνη 2019/342 επομ., contra ΑΠ 711/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με την υπ’ αριθμ. 828/2014 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου εξαφανίστηκε απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που είχε απορρίψει ως νομικά αβάσιμη αγωγή της εκκαλούσας με αίτημα ανορθώσεως της περιουσιακής ζημίας και αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη αυτή, ενεχυρική οφειλέτρια της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, αιτιωδώς από την υπαίτια και καταχρηστική άρνηση της τελευταίας να εκπληρώσει σύμβαση που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους με αντικείμενο την αντικατάσταση του ενεχυρικού αντικειμένου (ονομαστικές μετοχές εκδόσεως τρίτης τράπεζας που ανήκαν στην κυριότητα της ενάγουσας), με αποτέλεσμα την απομείωση της αξίας του και την απώλεια της ευκαιρίας επαυξήσεως της περιουσίας της δια της πωλήσεως και μετατροπής των μετοχών αυτών σε τίτλους άλλης τράπεζας, η οποία είχε απευθύνει στους μετόχους δημόσια πρόταση εξαγοράς τους με ευνοϊκούς όρους υπό τις ειδικότερα εκτεθείσες περιστάσεις. Για τη θεμελίωση της αγωγής της η ενάγουσα επικαλέστηκε σωρευτικά ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της αντιδίκου της, που χωρίς βλάβη των δικών της συμφερόντων, μιας και της προσφέρθηκε ισάξια και ισοδύναμη εμπράγματη εξασφάλιση, μπορούσε να συμπράξει ώστε να επιτευχθεί το σκοπούμενο, επωφελές γι’ αμφοτέρους τους διαδίκους, αποτέλεσμα της ανταλλαγής των μετοχών, απαλλαγμένων από το ενεχυρικό βάρος, με άλλες μεγαλύτερης αξίας στα πλαίσια της ως άνω δημόσιας πρότασης. Το Δικαστήριο τούτο, αναδικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατ’ αμφότερες τις βάσεις της, κρίνοντας, ειδικότερα, αφενός, ότι σύμβαση περί άρσεως του υφισταμένου και περί συστάσεως νέου ενεχύρου επί του τιμήματος της εκποιήσεώς τους ουδέποτε συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και, αφετέρου, ότι η άρνηση της εναγομένης να συναινέσει στην άρση του ενεχύρου δεν ήταν καταχρηστική ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη και, επομένως, ούτε παράνομη, αφού η ενεχυρούχος δανείστρια δεν είχε υποχρέωση βελτιώσεως του ενεχυράσματος αλλά διακριτική ευχέρεια αποδοχής ή μη της προτάσεως που της απευθύνθηκε προς κατάρτιση συμβάσεως. Με την υπ’ αριθμ. 1849/2017 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που δέχθηκε σχετική αίτηση της ενάγουσας, η απόφαση αυτή αναιρέθηκε κατά τα κεφάλαιά της που αφορούσαν στην αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης και μόνον, όπως ρητώς στο σκεπτικό και στο διατακτικό της διαλαμβάνεται. Η αναίρεση, ως προς την αντίστοιχη βάση της αγωγής εχώρησε για εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων των άρθρων 281, 914, 919 και 1224 ΑΚ, επειδή η προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση ήχθη σε απορριπτική κρίση χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς το λόγο για τον οποίο θεώρησε ότι η «σύσταση νέου ενεχύρου πάνω στις νέες μετοχές που θα προέκυπταν από την ευνοϊκή εξαγορά και μετατροπή των μετοχών της “……..” … σε μετοχές της Κυπριακής “…………”», όπως η ενάγουσα είχε προτείνει, δεν αποτελούσε επαρκή εμπράγματη εξασφάλιση για την εναγομένη. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε «τη νομιμότητα» της ιστορικής και νομικής βάσης που είχε περιληφθεί στην αγωγή από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, μολονότι τα σχετικώς προταθέντα είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διότι κατέτειναν «στη θεμελίωση του ασκηθέντος με την αγωγή ουσιαστικού δικαιώματος αποζημιώσεως» και ήσαν κατά το νόμο ικανά να διαμορφώσουν το διατακτικό της αποφάσεως που προσβλήθηκε με την αναίρεση. Τέλος, με την ίδια απόφαση απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι και απαράδεκτοι λόγω αοριστίας λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 αντίστοιχα, με τους οποίους επλήγη η απορριπτική κρίση της εφετειακής απόφασης ως προς τη συμβατική βάση της αγωγής. Να σημειωθεί εδώ ότι με την αναιρετική απόφαση έγινε, στα πλαίσια της έρευνας των λόγων αυτών, δεκτό ότι η ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, κατά τη αγωγή, βασίστηκε στην αθέτηση συμβάσεως με αντικείμενο την αντικατάσταση του ενεχύρου επί των μετοχών της «………….. ΑΕ» με ενέχυρο επί του τιμήματος της εκποιήσεως των νέων μετοχών που θα προέκυπταν από τη μετατροπή των ήδη ενεχυριασμένων μετά την απελευθέρωσή τους από το εμπράγματο βάρος. Μετά ταύτα και με δεδομένο ότι η υπ’ αριθμ. 828/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναιρέθηκε μερικώς, οι διάδικοι επανέρχονται στο πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφασή του, δικονομικό στάδιο, κατά το οποίο πρέπει πλέον, αφού επανελεγχθεί το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων, η εκκρεμοδικία των οποίων αναβίωσε εντός των ορίων της αναιρετικής απόφασης, να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της έφεσης που πλήττουν την απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής και μόνον, αφού ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης κρίθηκε, ήδη αμετακλήτως, ότι δεν στοιχειοθετείται ελλείψει καταρτισμένης σύμβασης. Επιπλέον, θα ερευνηθεί η βασιμότητα της νομικής αιτίας που έκρινε η αναιρετική απόφαση ότι περιελήφθη στην αγωγή, χωρίς, σημειωτέον, το Δικαστήριο τούτο της παραπομπής να δεσμεύεται κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αν τέτοια χρειαστεί, από τις αντίστοιχες διαπιστώσεις είτε της αναιρεθείσας είτε της αναιρετικής απόφασης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

  1. IV. Η ένδικη από 5.4.2012 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../6.4.2012 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/6.4.2012) βάλλει κατά εκκλητής αποφάσεως και έχει ασκηθεί από την καθολικώς ηττηθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα, κατατέθηκε δε νομότυπα στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ’ αριθμ. … και ….. παράβολα του Δημοσίου), πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ο ισχυρισμός στο εφετήριο περί επιδόσεως της εκκαλουμένης στις 9.2.2012 δεν επιβεβαιώνεται από έγγραφα). Πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [τακτική] διαδικασία. Μαζί της πρέπει να ερευνηθούν και οι πρόσθετοι λόγοι, που η εκκαλούσα άσκησε με το από 25.4.2013 ιδιαίτερο δικόγραφο (κλήσης προς συζήτηση της έφεσης μετά από ματαίωση αυτής κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21ης.2.2013), που κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 20.4.2013, οπότε και συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …../2013 έκθεση, το οποίο ακολούθως κοινοποίησε εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 520 2 ΚΠολΔ στην εφεσίβλητη στις 17.9.2013, όπως προκύπτει από τη με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………./17.9.2013 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. Οι πρόσθετοι λόγοι αποδίδουν στην εκκαλουμένη μομφή, ο μεν πρώτος για εσφαλμένη παράλειψη έρευνας της βάσης της αγωγής από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, ο δε δεύτερος για εσφαλμένο καθορισμό του ύψους των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης, που επιβλήθηκαν σε βάρος της εκκαλούσας. Από αυτούς ο τελευταίος αφορά σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης συνεχόμενο με τα προσβληθέντα (ΑΠ 1000/2005, Δνη 2006/107, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 113, αρ. 41, σελ. 706) και, επομένως, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 520 § 2 ΚΠολΔ προσβαλλόμενο με πρόσθετο λόγο έφεσης. Ο πρώτος, όμως, αφορά σε κεφάλαιο της διαφοράς με αυτοτελή νομική, τουλάχιστον, θεμελίωση, δεδομένου ότι η ευθύνη του παρέχοντος (και τραπεζικές) υπηρεσίες προς αποζημίωση του καταναλωτή που βλάπτεται από τη συμπεριφορά του, επειδή αυτή δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες ορθής διεξαγωγής της επαγγελματικής του δραστηριότητας, που ιδρύεται με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, είτε η διάταξη αυτή θεωρηθεί ότι καθιερώνει ειδικό, αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης (Ι. Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2016, άρθρο 8, αρ. 810, σελ. 320, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 63, αρ. 3, σελ. 723, Ν. Κλαμαρής, γνμδ σε ΝοΒ 2013/1126 επομ. [1135], Ι. Καράκωστας/Α. Καραμπατζός, Ευθύνη του νηογνώμονος έναντι του αγοραστή πλοίου ένεκα ανακριβών πιστοποιητικών με βάση το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, γνμδ σε ΔΕΕ 2011/391, Κ. Παντελίδου, Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες και οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών, σε Δνη 2011/5 επομ. [7], Γ. Γεωργιάδης, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, σε ΧρΙΔ 2008/865 επιμ. [868], Γ. Τριανταφυλλάκης, Η ευθύνη των ΕΠΕΥ έναντι των επενδυτών για παράλειψη πληροφόρησης ή παροχή εσφαλμένων συμβουλών, σε ΧρΙΔ 2001/17 επομ. [22 – 23], M. Αυγουστιανάκης, σε Μ. Σταθόπουλου/Αρ. Χιωτέλλη/Μ. Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, Ι, 1995, σελ. 161 – 166) είτε εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης (έτσι η αναιρετική, οι ΑΠ 1693/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 10/2013, ΧρΙΔ 2013/315, ΑΠ 687/2013, ΕΕμπΔ 2014/45 και οι Κ. Φουντεδάκη, σε Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Ελληνικό – Ενωσιακό, 2015, άρθρο 8, αρ. 20, σελ. 545, Γ. Δέλλιος, Το τεκμήριο υπαιτιότητας του παρέχοντος υπηρεσίες, σε Αρμ. 2004/189), συγκροτεί, πάντως, από δικονομική άποψη, ιδιαίτερο κεφάλαιο τόσο της αγωγής, στην οποία μπορεί να περιληφθεί κυρίως ή επιβοηθητικώς μαζί με τη νομική βάση περί συμβατικής ή/και αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1382/2009, ο.π.), όσο και της απόφασης που θα εκδοθεί (άρθρο 324 ΚΠολΔ). Αν η απόφαση αυτή απορρίψει όλες τις συρρέουσες νομικές βάσεις της αγωγής, θα παράξει, αν τελεσιδικήσει, δεδικασμένο αυτοτελώς για κάθε απορριφθείσα νομική αιτία (Σ. Τσαντίνης, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία, 2016, σελ. 138, Ε. Ποδηματά, Δεδικασμένο. Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, Ι, 1995, σελ. 76, έτσι, κατ’ αποτέλεσμα, και ο Δ. Κονδύλης, ο.π., §§ 19 και 21, σελ. 375 και 414 αντίστοιχα, κατά τον οποίο η δικονομική μεταχείριση της συρροής νομίμων βάσεων της ιδίας αξιώσεως δε διαφέρει από της συρροής αξιώσεων, επί της οποίας καθεμία αξίωση συνιστά ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης). Για την αποτροπή του δεδικασμένου αυτού, δυσμενούς για τον ίδιο, ο ενάγων δικαιούται σε άσκηση έφεσης. Η αυτοτέλεια της νομικής αιτίας [και] επί της οποίας θα υπάρξει το δεδικασμένο, επιβάλλει κατά συνέπεια την, στα πλαίσια της εφέσεως αυτής, αυτοτελή προσβολή του αντιστοίχου κεφαλαίου της απόφασης. Εν προκειμένω, όμως, το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως, με το οποίο απορρίφθηκε σιγή η νομική βάση της αγωγής από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, δεν προσβλήθηκε με κύριο λόγο έφεσης. Το Δικαστήριο, ωστόσο, συμμορφούμενο προς την αναιρετική απόφαση που, κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας, έκρινε ότι το εν λόγω κεφάλαιο έπρεπε να ερευνηθεί από την αναιρεθείσα, θεωρεί παραδεκτή στα πλαίσια της έκκλητης δίκης την πρόταση του σχετικού πρόσθετου λόγου. Αμφότεροι δε οι πρόσθετοι λόγοι θα συνεκδικαστούν με την έφεση προς την οποία τελούν σε σχέση τέτοιας εξαρτήσεως ώστε να μη νοείται χωριστή εκδίκασή τους (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).
  2. V. Οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί των οποίων η δραστηριότητα αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία και οι οποίοι ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των από αυτές χρηματοδοτούμενων επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσονται, αφού από τη φύση της η συναλλακτική (πιστωτική ή άλλη) σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200 και 288 ΑΚ) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1352/2011, ΧρΙΔ 2012/663 = ΕΕμπΔ 2012/417 = ΧρηΔικ 2012/123, ΑΠ 1717/2012, Ε7 2013/1020 = ΧρΙΔ 2013/418 = ΕΕμπΔ 2013/679, ΕφΠειρ. 753/2009, ΔΕΕ 2010/70 = ΕΤρΑξΧρΔ 2010/908 = ΠειρΝ 2010/303, ΜονΕφΑθ. 1403/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, όσο αυξημένη είναι η δυνατότητά τους να επεμβαίνουν, κατά την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων τους, στην περιουσιακή σφαίρα του αντισυμβαλλομένου τους τόσο επιτείνεται η υποχρέωση των τραπεζών σε καλόπιστη συμπεριφορά, δηλαδή σε λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων κατόπιν συνεκτιμήσεως των δικαιολογημένων συμφερόντων και του αντισυμβαλλομένου τους (Ε. Βόγκλης, Η απαγόρευση αντιφατικής συμπεριφοράς στο παράδειγμα του εμπορικού δικαίου και ειδικά των τραπεζικών συμβάσεων, σε Αναμνηστικό Τόμο Λεωνίδα Γεωργακόπουλου, Ι, 2016, σελ. 63 επομ. [88]). Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες δεν συμμετέχουν στα κέρδη των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, ώστε να μοιράζονται μαζί τους και τους επιχειρηματικούς κινδύνους. Από την άποψη αυτή, η αυξημένη ευθύνη τους συνεπάγεται κατ’ ουσίαν περιορισμό της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας των τραπεζών (ιδίως ως προς τη διασφάλιση και την είσπραξη των απαιτήσεών τους) και μπορεί να έχει επιπτώσεις στα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζονται και οφείλουν να προστατεύουν και τα οποία είναι ξένα ως προς αυτές, αφού ανήκουν στους μετόχους και τους καταθέτες τους (Απ. Γεωργιάδης, Η υποχρέωση πίστης της τράπεζας κατά την πιστοδότηση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση, σε ΧρΙΔ 2017/3 επομ.) για την προστασία των οποίων οι επιχειρηματικές αποφάσεις της τράπεζας πρέπει να έχουν ως γνώμονα τη διασφάλιση της ρευστότητας και της φερεγγυότητάς της (Λ. Γεωργακόπουλος, Το Κέρδος – Ο Πυρήνας του Εμπορικού Δικαίου, 2008, σελ. 122). Το σημείο εξισορρόπησης των αντικρουόμενων συμφερόντων υποδεικνύει η γενική ρήτρα του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος, αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής τέτοια υπέρβαση δεν ενδεικνύει μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της τράπεζας, που κατατείνει στη διασφάλιση του οικονομικού συμφέροντός της, επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση βλάβη, έστω και μεγάλη, στον αντισυμβαλλόμενό της, αφού, επί συμβάσεων, ο σκοπός διαφύλαξης των ιδίων συμφερόντων και η πρόταξή τους ακόμα και επί βλάβη του αντισυμβαλλομένου είναι θεμιτός (ΑΠ 1472/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Καλλιμόπουλος/Γ. Καραγιάννης/Ζ. Τσολακίδης, Δίκαιο Τραπεζικών Συναλλαγών, Ι, Γενικό Μέρος, Παθητικές Τραπεζικές Εργασίες, 2019, αρ. 128, σελ. 72). Άλλωστε, οι περιορισμοί της ιδιωτικής αυτονομίας του πιστωτικού ιδρύματος προς αποτροπή προκλήσεως υπέρμετρης ζημίας του αντισυμβαλλομένου δεν επιτρέπεται να καταλήγουν σε πλήρη παραμερισμό των συμφερόντων του (Ν. Ρόκας/Χ. Γκόρτσος/Α. Μικρουλέα/Χ. Λιβαδά, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, 2016, σελ. 490). Έτσι, υπέρβαση διαπιστώνεται μόνον όταν η βλάβη συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν η άσκηση του δικαιώματος δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση οικονομικού συμφέροντος της τράπεζας ούτε έχει εξ αντικειμένου ευμενές γι’ αυτήν οικονομικό αποτέλεσμα (ΑΠ 828/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε ο αντισυμβαλλόμενός της δικαιούται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ) να προσδοκά ότι δεν θα υποστεί τη ζημία (Α. Καραγκουνίδης, Η ευθύνη της τράπεζας έναντι των πελατών της από την παραβίαση υποχρεώσεων προστασίας, σε Αρμ. 1995/442 επομ. [449]). Στην περίπτωση αυτή η συμπεριφορά της τράπεζας, που προκαλεί υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες ή και ανεπανόρθωτη ζημία στην περιουσία του αντισυμβαλλομένου της, εμφανίζεται αδικαιολόγητη και είναι καταχρηστική. Υποχρέωση διασφαλίσεως των συμφερόντων του πελάτη της και, πάντως, προσαρμογής των ιδίων συμφερόντων με αυτά του τελευταίου, αν η πρόταξη των δικών της δεν είναι δικαιολογημένη, υπέχει η τράπεζα στα πλαίσια κάθε συμβατικής σχέσης που συνάπτει κατά τη συναλλακτική της δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική φύση αυτής. Έτσι, υποχρέωση πίστης και πρόνοιας έχει η τράπεζα και στα πλαίσια της ενεχυρικής σχέσης (περί της οποίας βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, 26, αρ. 63, σελ. 498), που συνάπτεται με τη σύσταση υπέρ αυτής ενεχύρου επί κινητού πράγματος ή, συνηθέστερα, δικαιώματος (απαιτήσεως ή αξιογράφου) προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της κατά του ενεχυραστή ή, αν αυτός δεν είναι και ο προσωπικός οφειλέτης της, κατά τρίτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην ειδικότερη περίπτωση της ενεχυριάσεως μετοχικών τίτλων εκδόσεως κεφαλαιουχικών νομικών προσώπων (ακόμη και τραπεζών) προς εξασφάλιση, συνηθέστατα, επιχειρηματικών απαιτήσεων, που πραγματοποιείται είτε κατά τις κοινές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 1244 επομ.) είτε κατά τις ειδικές του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» (ΕφΑθ. 996/1997, Αρμ. 1998/691, Δ. Ρούσσης, Καθήκον πίστης και αστική ευθύνη δανειστή στο ενέχυρο τίτλων, σε ΧρΙΔ 2015/730), οι οποίες εφαρμόζονται λόγω της τραπεζικής λειτουργίας υπό τη νομική μορφή, κυρίως, της ανώνυμης εταιρίας (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο του τραπεζικού συστήματος, 2009, αρ. 248, σελ. 126). Μετά τη λήψη ενεχυρικής (και γενικότερα εμπράγματης) ασφάλειας η τράπεζα οφείλει, κατά τη διαχείριση της εξασφαλιστικής σχέσης, που αφορά δικαίωμα αξίας, να ακολουθεί την αρχή της ασφάλειας, που συνίσταται στη διατήρηση του αντικειμένου της, ώστε να δύναται κατά πάντα χρόνο να ανταποκριθεί και δια της αξίας του στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της (Λ. Κοτσίρης, Πρόβλημα αστικής ευθύνης τραπεζών έναντι τρίτων κατά την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, σε Αρμ. 1984/601 επομ. [602]). Η διατήρηση της ασφάλειας υπό το πρίσμα αυτό προάγει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, όμως, η τράπεζα οφείλει κατά τα ανωτέρω να λαμβάνει υπόψη και τα δικαιολογημένα συμφέροντα του εμπράγματου οφειλέτη της. Έτσι, στην ειδικότερη περίπτωση του ενεχύρου επί (ανώνυμων ή ονομαστικών) μετοχικών τίτλων, η τράπεζα έχει, κατά τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 1224 εδαφ. α, 1235 αρ. 1, 1243 αρ. 1 και 1256 ΑΚ, παράλληλη υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά του τρίτου (εκδότη των τίτλων), επί της οποίας έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωσή της, ευθυνόμενη μάλιστα σε αποζημίωση του ενεχυρικού οφειλέτη, αν από πταίσμα της προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα (βλ. σχετ. ΑΠ 1168/2015, ΑΠ 1388/2010, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 204/1991, Δνη 1993/559 = ΕΕΝ 1992/129 = ΕΤρΑξΧρΔ 1993/368, κατά τις οποίες η ευθύνη είναι αδικοπρακτική, ΑΠ 1452/2007, ΕΕμπΔ 2008/353, κατά την οποία η ευθύνη είναι συμβατική και αδικοπρακτική, ΑΠ 852/2002, Δνη 2003/1316, η οποία δε διευκρινίζει τη φύση της ευθύνης και ΑΠ 1298/2017, E7 2018/271, ΑΠ 1029/2010, ΕΕμπΔ 2010/860 = ΔΕΕ 2010/1207 = ΧρΙΔ 2011/363 = Δνη 2011/786 = Ε7 2012/885, κατά τις οποίες η ευθύνη είναι συμβατική [από τη σύμβαση του ενεχύρου], η δε πρώτη από αυτές καταλήγει στην παραδοχή ότι δεν υφίσταται παρανομία της ενεχυρούχου δανείστριας τράπεζας, που δεν εκποίησε τις ενεχυρασμένες μετοχές πριν την αναμενόμενη εκμηδένιση της αξίας τους, αφού δικαίωμα μόνο και όχι υποχρέωση είχε προς τούτο, πρβλ ΑΠ 1854/2017 και ΑΠ 2027/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά τις οποίες η αδικαιολόγητη και κακόβουλη άρνηση του δανειστή να συναινέσει στην εξάλειψη της ασφαλίζουσας την απαίτησή του υποθήκης, μολονότι αυτή έχει αποσβεσθεί, συνιστά αδικοπραξία). Αν το ενέχυρο αφορά ονομαστικές μετοχές και έχει συσταθεί κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 η ενεχυρίασή τους δεν συνεπάγεται απλή εμπράγματη επιβάρυνση των τίτλων αλλά συνιστά ex lege καταπιστευτική (εξασφαλιστική) εκχώρησή τους (fiducia cum creditore), με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να καθίσταται μοναδική δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να αποστερείται τη δυνατότητα να τη μεταβιβάσει περαιτέρω, δικαιούμενος να απαιτήσει μόνον την επανεκχώρησή της σ’ αυτόν, αν αποσβεστεί το ασφαλιζόμενο χρέος (ΟλΑΠ 38/1988, ΑρχΝ 1989/223 = Δνη 1990/313 = ΕΕμπΔ 1989/558 = ΕΕΝ 1989/611 = ΕΤρΑξΧρΔ 1993/197 = ΝοΒ 1989/1203, ΑΠ 1028/2018, ΑΠ 1552/2018, ΑΠ 1616/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η δανείστρια τράπεζα, που για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της έχει λάβει ενέχυρο επί ονομαστικών μετοχικών τίτλων, ευθύνεται για την απομείωση της αξίας τους, αν αυτή οφείλεται [και] σε παράλειψή της να προβεί στις υλικές και νομικές ενέργειες που της ζητήθηκαν από τον ενεχυρικό οφειλέτη και είναι αναγκαίες για την αποτροπή της ή να συμπράξει προς τούτο με αυτόν, αν απαιτείται, ανεξαρτήτως μάλιστα της νομικής θεμελιώσεως της ευθύνης της αυτής. Άλλως, όμως, έχει το πράγμα, όταν η παράλειψη της τράπεζας επιφέρει όχι μείωση της αξίας αλλά αποτροπή της βελτιώσεως του ενεχυράσματος, δηλαδή της επαύξησης της αξίας του, δεδομένου ότι προς τούτο η τράπεζα δεν υπέχει, καταρχήν, νόμιμη υποχρέωση (Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, 2010, § 89, αρ. 69, σελ. 1124, Θ. Σκούρας, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος VI, 1996, άρθρο 1224, αρ. 7, σελ. 312). Η συμπεριφορά της μπορεί να συνίσταται είτε σε υπαναχώρηση από καταρτισμένη σύμβαση, με την οποία ανέλαβε υποχρέωση να προβεί σε συγκεκριμένες υλικές ή νομικές ενέργειες είτε σε άρνηση να συμπράξει σε σύμβαση με τον ενεχυρικό οφειλέτη, αν η κατάρτισή της απαιτείται από τις περιστάσεις. Στην πρώτη περίπτωση, αν το αντικείμενο της συμφωνίας ήταν η σύμπραξη του ενεχυρούχου δανειστή με δήλωση βουλήσεως, η τράπεζα θα ενέχεται συμβατικά και η ευθύνη της θα είναι καταρχάς πρωτογενής, παράγουσα αξίωση του ενεχυρικού οφειλέτη εκπληρώσιμη κατ’ άρθρα 949 ή 946 ΚΠολΔ (ανάλογα με το αν η δήλωση βουλήσεως που υποσχέθηκε έπρεπε να έχει νομικό περιεχόμενο ή πραγματικό χαρακτήρα [βλ. σχετ. Απ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος Ιβ, δεύτερη έκδοση, 2016, άρθρο 281, αρ. 191, σελ. 1550 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 38, αρ. 5, σελ. 110]), ενδεχομένως δε και δευτερογενής, αν υπό τους όρους του άρθρου 343 § 2 ΑΚ της ζητηθεί αποζημίωση για μη εκπλήρωση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η παράλειψη συμπράξεως του ενεχυρικού δανειστή προς το σκοπό επωφελούς αξιοποίησης του ενεχυράσματος, αποτελεί εκδήλωση της δικαιοπρακτικής ελευθερίας του υπό την αποθετική της μορφή, της αρνήσεως κατάρτισης σύμβασης (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙI, 1996, άρθρο 361, αρ. 7, σελ. 289 επομ., Π. Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρέμβασης του δικαστή στη σύμβαση, 1991, σελ. 81, ο ίδιος, Κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας, 1986, σελ. 8, Ε. Αθανασόπουλος, «Δυσμενείς διακρίσεις» και ελευθερία των συμβάσεων [ΑΚ 361] – Η διεύρυνση των ορίων της αποθετικής συμβατικής ελευθερίας, σε Δνη 2018/42 επομ. [43]) και ελέγχεται μόνον ως καταχρηστική άσκηση της θεσμού της δικαιοπρακτικής ελευθερίας (περί της οποίας βλ. ΟλΑΠ 13/2015, ΧρΙΔ 2015/675 = Ε7 2016/133 = ΝοΒ 2015/1731, ΟλΑΠ 15/2007, ΔΕΕ 2007/975, ΑΠ 652/2010, ΕπισκΕΔ 2010/486 = ΔΕΕ 2010/943 = ΕΕμπΔ 2010/656 = ΕΤρΑξΧρΔ 2010/85 = ΝοΒ 2011/72 = ΧρηΔικ 2010/101 = ΕφΑΔ 2011/859, ΑΠ 15/2007, ΕΕμπΔ 2008/609), η οποία, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ μπορεί να συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 346/2018, ΑΠ 1727/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2004, ΔΕΕ 2006/197, ΧρΙΔ 2004/985 = Δνη 2004/1600, ΑΠ 1198/1995, ΑρχΝ 1996/54 = ΔΕΕ 1995/982 = ΕΕμπΔ 1996/131 = ΕΤρΑξΧρΔ 1996/47, ΕφΝαυπλ. 679/2000, ΧρΙΔ 2001/227, Γ. Πανίτσας, σε Δ. Λαδά, Τραπεζικές Συναλλαγές, 2016, σελ. 42, Χ. Τσενέ, Η εξωσυμβατική ευθύνη των τραπεζών από την παροχή εμπορικών τραπεζικών υπηρεσιών, 2008, σελ. 122, Κ. Ρούσσος, Χρηστά ήθη και σύμβαση χρηματοδοτικού δανείου, σε Δνη 1992/63 επομ., βλ. και τις υπό τον όμοιο [ή παρόμοιους] τίτλο «Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919» γνμδ των Α. Γαζή/Α. Χιωτέλλη, Απ. Γεωργιάδη, Μ. Σταθόπουλου, Ν. Ρόκα, Π. Παπανικολάου, σε ΝοΒ 1992, σελ. 467 επομ., 485 επομ., 498 επομ., 503 επομ. και 509 επομ., αντιστοίχως). Ειδικότερα, η παρανομία κατά τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 281 και 914 ΑΚ μπορεί να συνίσταται και σε υπαίτια παράλειψη εκ μέρους της τράπεζας ενέργειας οφειλόμενης κατά την καλή πίστη, όταν η παράλειψη αυτή προσβάλλει το ενοχικό δικαίωμα του ενεχυραστή ονομαστικών μετοχών στο μετά την εξόφληση του ασφαλισμένου χρέους τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο της ενεχυριασμένης απαιτήσεως, του οποίου έτσι ματαιώνεται η ένταξη στην περιουσία του δικαιούχου – ενεχυραστή, που οδηγείται στην απώλεια της ευκαιρίας για επωφελέστερη αξιοποίηση των μετοχών του. Τέτοια ευκαιρία ανακύπτει στην περίπτωση κατά την οποία στον ενεχυραστή, υπό την ιδιότητά του ως μετόχου της εκδότριας των ενεχυριασμένων και εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ονομαστικών τίτλων ανώνυμης εταιρίας, την κυριότητα των οποίων διατηρεί και μετά τη σύσταση του ενεχύρου κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (Π. Μάζης, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, 1993, § 46, σελ. 402 – 403), απευθύνεται δημόσια πρόταση από τρίτον, που αποσκοπεί στην απόκτηση του εταιρικού ελέγχου της εκδότριας, για την εξαγορά των μετοχών της υπό ευνοϊκούς όρους και με μέσα που εξασφαλίζουν δημοσιότητα, κατά τις διατάξεις του Ν. 3461/2006 (ΦΕΚ Α 106/30.5.2006), που μετέφερε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2004/25/ΕΚ (περί της οποίας [δημόσιας προτάσεως] βλ. ΑΠ 480/2016, ΤριμΕφΑθ. 1115/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Αυγητίδη, Η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των μετόχων στο δίκαιο των δημόσιων προτάσεων εξαγοράς, σε ΧρΙΔ 2013/537 επομ., τον ίδιο, Η Οδηγία 2004/25/ΕΚ για τις επιθετικές εξαγορές, σε ΔΕΕ 2006/261 επομ., Ρ. Γιοβαννόπουλο, Δημόσια πρόταση αγοράς μετοχών, σε Αρμ. 2002/1575 επομ., Λ. Γεωργακόπουλο, Χρηματιστηριακό και Τραπεζικό Δίκαιο, 1999, σελ. 151, Α. Λιακόπουλο, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, 1998, σελ. 145, M. Τσιμπρή, Η δημόσια πρόταση εξαγοράς μετοχών, 1994, passim). Αν στην πρόταση αυτή περιλαμβάνεται ως αίρεση οι προς εξαγορά μετοχές να είναι απαλλαγμένες από κάθε εμπράγματο ή ενοχικό βάρος, για την εκποίησή τους είναι αναγκαία η άρση του ενεχύρου, η οποία μπορεί να αποβεί επωφελής για το μέτοχο, που μετά την απόσβεση του ασφαλισμένου χρέους θα έχει απαίτηση στο (αυξημένο) υπόλοιπο της ενεχυριασμένης απαιτήσεως. Στην περίπτωση αυτή ενδεχόμενη άρνηση της ενεχυρούχου δανείστριας τράπεζας να αποδεχθεί άρση του ενεχύρου μπορεί υπό προϋποθέσεις να προσβληθεί ως καταχρηστική από τον ενεχυραστή. Πράγματι, κατά την έννοια της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική και άρα παράνομη θα είναι η άρνησή της αν, αλλά μόνον όταν, είναι αδικαιολόγητη, αν δηλαδή η συμπεριφορά της εξέρχεται προφανώς των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του ενεχυρικού δικαιώματος. Τέτοια προφάνεια, αντιθέτως, δεν υφίσταται όταν δια της αιτουμένης άρσεως αναιρείται πλήρως το επωφελές αποτέλεσμα της ενεχυράσεως ή όταν αντικαθίσταται η εμπράγματη ασφάλεια με προσωπική, προερχόμενη μάλιστα από τον ήδη οφειλέτη, διότι τότε η ικανοποίηση των απαιτήσεων του ενεχυρούχου δανειστή επαφίεται πλέον αποκλειστικά στη βούληση του πρώην ενεχυραστή. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα του δανειστή να αρνηθεί τη σύμπραξή του δεν ασκείται καταχρηστικά, αφού ο οικονομικός σκοπός του ενεχυρικού δικαιώματος του επιβάλλει να αρνηθεί, ενώ και κατά την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη δε μπορεί να αξιωθεί η παραίτησή του ουσιαστικά από την εμπράγματη ασφάλειά του. Διαφορετικά τίθεται το ζήτημα όταν το αίτημα του ενεχυραστή για την άρση του ενεχύρου συνοδεύεται με προσφορά άλλης επαρκούς και ισάξιας εμπράγματης εξασφαλίσεως. Τότε, η, παρά την παράλληλη εξασφάλιση των ενεχυρικών δικαιωμάτων του, άρνηση του ενεχυρούχου δανειστή να συμπράξει με τον ενεχυρικό οφειλέτη στις αναγκαίες υλικές και νομικές ενέργειες, ώστε να επιτευχθεί η συμφέρουσα σε αμφοτέρους αξιοποίηση του ενεχυράσματος, συνιστά, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, καταχρηστική άσκηση του ενεχυρικού δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, ο ενεχυρούχος δανειστής υποχρεούται σε σύμπραξη εφόσον χωρίς βλάβη των δικών του συμφερόντων μπορεί, ενόψει των συντρεχουσών ειδικών περιστάσεων, να προβεί και στη βελτίωση ακόμα της καταστάσεως του ενεχύρου και όχι μόνον στην αποτροπή της επιδεινώσεώς της. Αν δε αδικαιολόγητα παραβεί την υποχρέωσή του αυτή, η παράλειψή του θα είναι παράνομη ως αντικείμενη στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 281 και 288 ΑΚ) και με τη συνδρομή και των λοιπών όρων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ θα συνιστά αδικοπραξία. Η ζημία του ενεχυρικού οφειλέτη θα συνίσταται τότε στην αποτροπή της επαύξησης της περιουσίας του, αφού θα έχει απωλέσει την αξία του ενεχυράσματος στην οποία θα είχε ενοχική απαίτηση μετά την εξόφληση του ασφαλιζόμενου χρέους και θα λαμβάνει τη μορφή (όχι της θετικής ζημίας αλλά) του διαφυγόντος κέρδους κατά την έννοια του άρθρου 298 ΑΚ. Στην αποκατάσταση της ζημίας αυτής θα αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο η αδικοπρακτική ευθύνη του ενεχυρούχου δανειστή. Για την αποτίμηση δε του διαφυγόντος κέρδους, με δεδομένο ότι η δημόσια πρόταση εξαγοράς αφορά πάντοτε μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο, ως βάση για τον υπολογισμό της αξίας που απωλέσθηκε  θα χρησιμοποιηθεί η χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών (ΕφΑθ. 5424/2006, ΝοΒ 2007/885) κατά το χρονικό σημείο επελεύσεως της ζημίας, όπως αυτό θα προσδιοριστεί στην αγωγή που τυχόν εγερθεί κατά της τράπεζας (ΑΠ 1093/2008, ΔΕΕ 2009/338, ΑΠ 995/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και προσκομιζόμενη από 27.1.2013 γνμδ του Καθηγητή Ι. Καράκωστα). Ενόψει δε και του ότι κέρδος από συναλλαγή σε μετοχές δε μπορεί να νοηθεί πριν τη ρευστοποίησή τους σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την οποία κάθε τίτλος έχει συγκεκριμένη αξία (Γ. Τριανταφυλλάκης/Δ. Αυγητίδης, Αποτίμηση ζημίας από συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο, γνμδ, σε Δνη 2006/1308 επομ. [1318]), η ζημία από τη μη συναλλαγή με μετοχές εντοπίζεται χρονικά σε συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο υφίσταται δυνατότητα εκποιήσεώς τους με αντάλλαγμα, το οποίο επί αξιώσεως για διαφυγόν κέρδος, δηλαδή για πώληση που ματαιώθηκε, θα είναι μεν υποθετικό αλλά πάντοτε συγκεκριμένο (βλ. και Κ. Σαϊτάκη, σχόλιο σε ΝοΒ 2012/1691, για το ζήτημα αυτό γενικά βλ. του ιδίου, Χρόνος υπολογισμού της ζημίας στις αδικοπραξίες. Η αποζημίωση ως χρηματική ενοχή αξίας, 2016 και Ν. Νίκα, Ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της ζημίας στις αδικοπραξίες, σε Αρμ. 2001/3 επομ.).
  3. VI. Εν προκειμένω, με την ένδικη αγωγή της, που ασκήθηκε μετά την εκ μέρους της παραίτηση από το δικόγραφο προγενέστερης βασισμένης στο ίδιο περίπου ιστορικό, η ενάγουσα αλλοδαπή κεφαλαιουχική εταιρία, εγγυήτρια έναντι της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας της αποπληρωμής οφειλής τρίτης – μη διαδίκου εταιρίας, πιστούχου αυτής και, επομένως, προσωπική η ίδια αλλά και ενεχυρική από το έτος 1998 οφειλέτρια της εναγόμενης, αναφέρθηκε στη ζημία που υπέστη επειδή οι μνημονευόμενες μετοχές εκδόσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…… Τράπεζα ΑΕ», που αποτελούσαν το αντικείμενο του ενεχύρου, δεν κατέστη δυνατό να ανταλλαγούν με ευνοϊκή αναλογία (1 παλαιά/1,2090 νέες) με μετοχές της αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» (στο εξής …….. Τράπεζα), κατά τη διαδικασία της εξαγοράς τους από αυτήν την τελευταία, που είχε απευθύνει στους μετόχους της εκδότριας των ενεχυριασμένων τίτλων δημόσια πρόταση, ισχύουσα έως τις 21.12.2006, την οποία (ζημία της) η ενάγουσα, αφενός, προσδιορίζει στο χρηματικό ποσό των οκτώ εκατομμυρίων επτακοσίων οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και τριάντα λεπτών (8.708.891,30 €), στο οποίο ανερχόταν η διαφορά της αξίας ρευστοποιήσεως των μετοχών που θα προέκυπταν από την ανταλλαγή (22.508.891,30 €) στις 8.1.2007, οπότε εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), μετά την αφαίρεση της αξίας του ασφαλισμένου χρέους (13.800.000 €) και, αφετέρου, αποδίδει σε υπαιτιότητα της εναγομένης, ενεχυρούχου δανείστριας, η οποία, κατά το εναπομείναν μετά την αναιρετική απόφαση προς έρευνα μέρος της αγωγής, έγκειται στο ότι ενήργησε αντίθετα στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και δεν προστάτευσε τα συμφέροντα της ενεχυρικής οφειλέτριας, παρέβη δε τις υποχρεώσεις πρόνοιας, ματαιώνοντας έτσι, κατά παράβαση του γενικού καθήκοντος να μη προκαλεί υπαιτίως ζημία σε άλλον, την ελπίδα της ενάγουσας να αποκτήσει δικαιώματα επί των μετοχών της ……….. Τράπεζας. Προς θεμελίωση της αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής στο δικόγραφό της εκτέθηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα: ότι στα πλαίσια διαπραγματεύσεων των διαδίκων, ενόψει της επωφελούς γι’ αμφοτέρους ως άνω δημόσιας πρότασης, προς εξεύρεση τρόπου άρσεως του ενεχύρου, άνευ της οποίας η εξαγορά των μετοχών θα ήταν νομικώς αδύνατη, η ενάγουσα πρότεινε στην αντίδικό της κυρίως μεν να συναινέσει στην άρση του ενεχύρου υπό τον όρο ταυτόχρονης σύστασης νέου επί των μετοχών που θα είχαν αποκτηθεί από την ανταλλαγή των μετοχών της «……..» με μετοχές της …… Τράπεζας και, επικουρικώς, να της μεταβιβάσει την κυριότητα των μετοχών με συμψηφισμό του τιμήματος στο ασφαλισμένο χρέος και ταυτόχρονη σύναψη συμφωνίας επαναγοράς τους από αυτήν (ενάγουσα), η οποία στις 20.12.2006 απέστειλε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) στην αντίδικό της σχέδια συμβάσεων άρσης του υφισταμένου και συστάσεως νέου ενεχύρου επί των τίτλων που θα προέκυπταν από τη μετατροπή των ενεχυριασμένων μετοχών σε μετοχές της …… Τράπεζας. Ότι στις 20.12.2006 η εναγόμενη, απαντώντας, έθεσε ως όρο της συμφωνίας της την προηγούμενη παραίτηση της ενάγουσας από τα ένδικα μέσα που είχε ασκήσει και με τα οποία αμφισβητούσε το ύψος του ασφαλισμένου χρέους, που είχε ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμο και για την είσπραξη του οποίου είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής, καθώς και ότι η αντιπρόταση αυτή αποκρούστηκε αμέσως ως εκβιαστική. Ότι μετά από νέες διαπραγματεύσεις τις πρωινές ώρες της 21ης.12.2006, ημέρα εκπνοής της προθεσμίας που τέθηκε με τη δημόσια πρόταση, επήλθε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, ώστε η ενεχυρούχος δανείστρια να συναινέσει στην άρση του υφισταμένου ενεχύρου, να της παρασχεθεί η ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα προς αποδοχή της δημόσιας πρότασης, να πωληθεί αριθμός από τις νέες μετοχές που θα αντιστοιχούσε στο χρηματικό ποσό των δεκατριών εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων ευρώ (13.800.000 €), στο οποίο η ενάγουσα συμφώνησε μόνον για τις ανάγκες της σκοπούμενης μετατροπής χωρίς να το συνομολογεί, να συσταθεί νέο ενέχυρο επί του χρηματικού αυτού ποσού σε αντικατάσταση του υφισταμένου ενεχύρου και να απελευθερωθούν οι υπόλοιπες μετοχές, ώστε να τις εκποιήσει η ενάγουσα εισπράττοντας αυτή το τίμημα. Τέλος, ότι από τη σύμβαση αυτή υπαναχώρησε η ενεχυρούχος δανείστρια αρνούμενη να ενεργήσει όπως συμφωνήθηκε, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που είχε ταχθεί για τη συμμετοχή των αποδεκτών της δημόσιας πρότασης στη διαδικασία της ανταλλαγής των μετοχών. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά παραδεκτή τροπή του αρχικώς καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, ζήτησε η ενάγουσα να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης στην καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού (8.708.891,30 €) προς αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους της και, επιπλέον, ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο γι’ αμφότερα τα κονδύλια της αγωγής από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, διότι έκρινε ότι δεν υφίστατο πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της εναγομένης και της ζημίας της ενάγουσας από την πτώση της αξίας των μετοχών (περί της οποίας, όμως, δεν είχε γίνει λόγος στην αγωγή), αφού η αξία τους ήταν συνεχώς κυμαινόμενη, επιπλέον δε θεώρησε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ρευστοποίησης των μετοχών αυτών λόγω του υφισταμένου εμπράγματου βάρους τους, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται παράνομη και καταχρηστική άσκηση του επιδίκου δικαιώματος της εναγομένης, καθόσον μάλιστα η ενεχυρούχος δανείστρια ήταν υποχρεωμένη στην φύλαξη των μετοχών και όχι και στη διασφάλιση της αξίας τους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της, καθώς και με το δικόγραφο των πρόσθετων αυτής λόγων και με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου η αγωγή της να αναδικαστεί και, αφού κριθεί νόμιμη, να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε η ένδικη αγωγή, ως προς την ερευνητέα αδικοπρακτική της βάση, κρίνεται ήδη νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 914 και 932 ΑΚ, δεδομένου ότι στο δικόγραφό της σαφώς εκτίθεται ότι δια της αρνήσεώς της να συμπράξει στην άρση του επίμαχου ενεχύρου, μολονότι της προσφέρθηκε ισάξιο και ισοδύναμο αντάλλαγμα, η εναγόμενη παραβίασε τις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και προστασίας του οικονομικού συμφέροντος της ενεχυράστριας επιδεικνύοντας  συμπεριφορά αδικαιολόγητη και για το λόγο αυτό αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και εν ταυτώ παράνομη. Η πρωτοβάθμια κρίση υπήρξε πράγματι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων και, επομένως, η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανιστεί, κατά παραδοχή των λόγων της έφεσης, μαζί με την περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, που μετά την εκδίκαση της αγωγής κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο θα προσδιοριστούν πλέον ενιαία γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς (ΜονΕφΑθ. 407/2018, ΔΕΕ 2018/900), με αποτέλεσμα να παρέλκει η έρευνα του συναφούς δεύτερου πρόσθετου λόγου.

VII. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, των …….., οικονομικού συμβούλου της ενάγουσας και ……………., διευθυντή του Τμήματος Εμπλοκών και Καθυστερήσεων της εναγομένης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι μαρτυρίες τους περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του και της με αριθμό ……/2013 ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωσης της ………., ιδιαίτερης γραμματέα του …. …, περί του οποίου θα γίνει λόγος πιο κάτω, που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας στις 4.12.2013, όπως η τελευταία στις προτάσεις της (χωρίς να αντικρούεται) μνημονεύει και όχι στις 4.11.2013, όπως αναγράφεται στο σώμα της, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης για να παραστεί κατά τη λήψη της την ημεροχρονολογία αυτή (4.12.2013, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……./29.11.2013 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………), σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε αυτοτελώς ως αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αλλά και προς τις από 27.1.2013, 21.10.2013, 1.12.2015 και 14.12.2016 τρεις [3] γνωμοδοτήσεις και ένα [1] – το τελευταίο – γνωμοδοτικό σημείωμα του ………, Καθηγητή Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που προσκομίζει η ενάγουσα και εκτιμώνται κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../18.9.1998 συμβάσεως δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας και της τρίτης – μη διαδίκου αλλοδαπής, εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στον Παναμά, εταιρίας με την επωνυμία «…… .», η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη ως δάνειο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση κεφαλαιουχικών δαπανών της πιστολήπτριας, το χρηματικό ποσό των διακοσίων εβδομήντα ενός εκατομμυρίων (271.000.000) γιεν Ιαπωνίας, που θα έπρεπε να αποπληρωθεί εντόκως και τμηματικά σε δώδεκα [12] ίσες και διαδοχικές τριμηνιαίες δόσεις, της τελευταίας καταβλητέας στις 2.10.2001. Προς εξασφάλισή της η εναγόμενη έλαβε προσωπική και εμπράγματη ασφάλεια. Συγκεκριμένα, με την από 18.9.1998 σύμβαση παροχής εγγυήσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα, αλλοδαπή εδρεύουσα στο Λουξεμβούργο εταιρία, παρείχε προς την δανείστρια την ανεπιφύλακτη εγγύησή της για την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε χρέους της πρωτοφειλέτριας από τη δανειακή σύμβαση, ενώ με την από 20.10.1998 σύμβαση εκχωρήσεως/ενεχυράσεως απαιτήσεων, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα συνέστησε ενέχυρο επί εκατόν εβδομήντα μιας χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τριών (171.683) ονομαστικών μετοχών εκδόσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….. Τράπεζα ΑΕ», σύμφωνα με τον προσωρινό τίτλο …./24.2.1997 και επί είκοσι εννέα χιλιάδων (29.000) ονομαστικών μετοχών της ιδίας εκδότριας, σύμφωνα με τον προσωρινό τίτλο …./5.10.1998, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εναγομένης από τις ανωτέρω συμβάσεις (δανείου και εγγυήσεως). Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/23.9.1998 συμβάσεως δανείου, η εναγομένη χορήγησε στην «………» ως νέο δάνειο για τον ίδιο σκοπό και υπό τους αυτούς όρους το χρηματικό ποσόν του ενός εκατομμυρίου δολαρίων Η.Π.Α. (1.000.000 $) και δυνάμει ταυτόχρονης σύμβασης παροχής εγγυήσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα παρείχε εκ νέου την ανεπιφύλακτη εγγύησή της προς την εναγομένη για την ολοκληρωτική και εμπρόθεσμη εξόφληση όλων των οφειλών της πρωτοφειλέτριας, ενώ με την από 24.11.1998 σύμβαση εκχωρήσεως/ενεχυράσεως απαιτήσεων συνέστησε ενέχυρο επί εξακοσίων ογδόντα έξι χιλιάδων επτακοσίων τριάντα δύο (686.732) ονομαστικών μετοχών της «……..», σύμφωνα με τον με αριθμό …/10.11.1998 προσωρινό τίτλο σειράς Α΄ και επί εκατόν δεκαέξι χιλιάδων (116.000) ονομαστικών μετοχών της ιδίας εκδότριας, σύμφωνα με τον με αριθμό …./10.11.1998 σειράς Α΄ όμοιο, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εναγομένης από αμφότερες τις υπ’ αριθμ. …../18.9.1998 και …../23.9.1998 συμβάσεις δανείου και τις αντίστοιχες συμβάσεις εγγυήσεως. Ακολούθως, η δανειολήπτρια εταιρία «……….», έλαβε και νέες πιστώσεις από την ενάγουσα, η οποία, συγκεκριμένα, της χορήγησε δυνάμει των υπ’ αριθμ. 461…29.4.1999, ……/3.9.1999 και …./15.12.1999 τριών [3] συμβάσεων πιστώσεως επί ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού, χρηματικά ποσά ενός εκατομμυρίου δολαρίων Η.Π.Α. (1.000.000 $), δύο εκατομμυρίων δολαρίων Η.Π.Α. (2.000.000 $) και δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. (2.500.000 $), αντίστοιχα. Με ταυτόχρονες συμβάσεις η ενάγουσα εγγυήθηκε την αποπληρωμή κάθε υπολοίπου των πιστωτικών συμβάσεων και στη συνέχεια με την από 18.4.2000 σύμβαση εκχωρήσεως/ενεχυράσεως απαιτήσεων συνέστησε ενέχυρο επί ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων είκοσι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα επτά (1.820.297) άυλων κοινών ονομαστικών μετοχών της «…………» και επί διακοσίων τριάντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα έξι (239.446) άυλων προνομιούχων ονομαστικών μετοχών της ίδιας εκδότριας Τράπεζας προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εναγομένης από όλες τις πιστωτικές συμβάσεις που προηγήθηκαν και τις αντίστοιχες εγγυητικές συμβάσεις. Τα ενέχυρα, που αφορούσαν σε μετοχές τραπεζικής εταιρίας εισηγμένης σε οργανωμένη αγορά και διαπραγματεύονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (στο εξής ΧΑΑ), συστήθηκαν κατά τις ειδικές διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 και μετά τη νομότυπη, όπως δεν αμφισβητείται, γνωστοποίηση εκάστης ενεχυριάσεως των ως άνω ονομαστικών απαιτήσεων στην εκδότρια των μετοχών και οφειλέτριά τους, επήλθε εκχώρησή τους προς την εναγόμενη, η οποία κατέστη νομέας τους και μοναδική δικαιούμενη στην είσπραξή τους, ενώ η κυρία των μετοχών – ενάγουσα αποστερήθηκε του δικαιώματος να μεταβιβάσει τους τίτλους περαιτέρω, έστω βεβαρυμένους, δικαιούμενη μόνο να απαιτήσει την επανεκχώρησή τους σε περίπτωση αποσβέσεως του ασφαλισμένου χρέους. Όμως, η συμβατική σχέση πιστώτριας και πρωτοφειλέτριας δεν είχε ομαλή εξέλιξη, δεδομένου ότι η τελευταία δεν τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της καθυστερώντας την αποπληρωμή των δόσεων των δανείων και εμφανίζοντας χρεωστικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς των λοιπών πιστώσεων. Για το λόγο αυτό η εναγόμενη κατήγγειλε τις δανειακές συμβάσεις και έκλεισε τους ανοικτούς λογαριασμούς, ζήτησε δε και πέτυχε την έκδοση των με αριθμούς …. και …../2003 δύο [2] διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκαν με τις με αριθμούς …./2007 και …../2007 αντίστοιχες όμοιες, με τις οποίες πρωτοφειλέτρια και εγγυήτρια υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εντόκως στη δανείστρια το συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (8.895.492,93 €). Κατά των διαταγών αυτών οι καθ’ ων αυτές εκδόθηκαν αμύνθηκαν με την άσκηση ανακοπών, επί των οποίων κατά το θέρος του έτους 2006 είχαν εκδοθεί απορριπτικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των οποίων εκκρεμούσαν αντίστοιχες εφέσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ανεξαρτήτως της αντιδικίας τους ως προς το κύρος των διαταγών πληρωμής, των οποίων σε χρόνο μεταγενέστερο του κρίσιμου επήλθε η αμετάκλητη ακύρωση, οι διάδικοι συνομολογούν ότι ήδη από το έτος 2003 διαπραγματεύονταν τους όρους ενδεχόμενης ρευστοποίησης των ενεχυριασμένων μετοχών ενόψει της διαρκώς αυξητικής τότε πορείας της χρηματιστηριακής τιμής τους. Στις 2.11.2006 επιδόθηκε, μεταξύ άλλων αποδεκτών της και, στην ενάγουσα η από 29.10.2006 εξώδικη πρόσκληση, δήλωση, διαμαρτυρία και όχληση της εναγομένης, στην οποία γίνεται αναφορά στην κατά το χρονικό εκείνο σημείο αξία των ενεχυριασμένων τίτλων, που ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαεπτά εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεννέα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (17.200.519,76 €), καθώς και στην «παρατηρούμενη άνοδο της αξίας των ως άνω μετοχών [που] υπερκαλύπτει την ήδη ληξιπρόθεσμη οφειλή…» της ενάγουσας. Με τα δεδομένα αυτά η εναγόμενη με το ίδιο δικόγραφο δήλωσε ότι «…θα ανταποκριθούμε σε αίτημα των καθ’ ων να ρευστοποιηθούν οι ως άνω μετοχές προς εξόφληση των οφειλών τους και απόδοση σε αυτούς του υπολοίπου με τη ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός μας, άλλως επιφυλασσόμεθα για την με δική μας πρωτοβουλία εκποίηση των ανωτέρω ενεχυρασθεισών μετοχών κατά τη μόνη και απόλυτη κρίση μας, ως έχομε το δικαίωμα». Για λόγους που κανείς διάδικος δε διευκρινίζει ούτε η ενάγουσα απάντησε στην εξώδικη πρόσκληση που έλαβε ούτε η εναγόμενη προχώρησε μονομερώς στη ρευστοποίηση των ενεχυριασμένων μετοχών, προκειμένου να εξοφληθούν οι απαιτήσεις της και να αποδοθεί το (βέβαιο) πλεόνασμα στην ενεχυράστρια (είτε δια της επανεκχωρήσεως όσων μετοχών δε θα χρειαζόταν να ρευστοποιηθούν είτε δια της καταβολής του υπολοίπου, μετά την εξόφληση του ασφαλισμένου χρέους, μέρους του επιτευχθέντος τιμήματος). Πάντως, γεγονός είναι ότι στην ίδια εξώδικη δήλωση γίνεται λόγος μόνο για ρευστοποίηση των μετοχών, δηλαδή για χρηματιστηριακή πώλησή τους και όχι για άλλης μορφής αξιοποίησή τους. Και τούτο μολονότι κατά το ίδιο εκείνο χρονικό σημείο (2.11.2006) είχε κυκλοφορήσει το από μηνός Οκτωβρίου 2006 πληροφοριακό δελτίο της κυπριακής ….. Τράπεζας, με το οποίο έγινε γνωστή στο επενδυτικό κοινό η υποβολή εκ μέρους της, κατά τους όρους του Ν. 3461/2006, προαιρετικής δημόσιας πρότασης απευθυνόμενης προς όλους τους κατόχους κοινών και προνομιούχων μετοχών ονομαστικής αξίας εκάστης ενός ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (1,17 €), καθώς και προς όλους τους δικαιούχους ομολογιών μετατρέψιμων σε κοινές και προνομιούχες μετοχές της «……………», με την οποία η κυπριακή Τράπεζα ενεργώντας με σκοπό εξαγοράς του συνόλου των μετοχών και των μετατρέψιμων ομολογιών αυτής, προσφέρθηκε να καταβάλει για κάθε μία [1] μετοχή και μετατρέψιμη ομολογία, για την οποία θα υποβαλλόταν νομίμως και εγκύρως δήλωση αποδοχής κατά τους όρους του πληροφοριακού δελτίου, περισσότερες (και συγκεκριμένα 1,2090) δικές της μετοχές. Με δεδομένο ότι η τιμή έκδοσης εκάστης μετοχής της ……. Τράπεζας είχε υπολογιστεί στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (5,21 €), η αξία που θα περιερχόταν στην περιουσία κάθε μετόχου της «………», που θα αποδεχόταν τη δημόσια πρόταση, ανερχόταν σε έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (6,30 €) για κάθε μετοχή που θα μετατρεπόταν. Στόχο της δημόσιας αυτής πρότασης αποτελούσε η μετατροπή της ……. Τράπεζας σε μητρική εταιρεία των ομίλων της «…….» και της «…….», προκειμένου να διαμορφωθεί ένας νέος ισχυρός χρηματοοικονομικός όμιλος, ο οποίος θα προσέφερε στους πελάτες του το σύνολο των τραπεζικών και επενδυτικών προϊόντων και υπηρεσιών, με σημαντική παρουσία τόσο στην Ελλάδα και την Κύπρο όσο και διεθνώς αλλά και με ουσιαστικές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Εξάλλου, ρητά οριζόταν στο εν λόγω πληροφοριακό δελτίο ότι ως μετοχές υποκείμενες στη δημόσια πρόταση νοούνται όλες οι μετοχές της εκδότριας εταιρίας, κοινές και προνομιούχες, ονομαστικής αξίας εκάστης ενός ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (1,17 €) μεθ’ όλων των υφιστάμενων και μελλοντικών δικαιωμάτων, αξιώσεων και απαιτήσεων που, σύμφωνα με το καταστατικό της και το νόμο, ενσωματώνονται, περιέχονται, συνδέονται ή απορρέουν από αυτές, αρκεί να έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση στο ΧΑΑ έως τη λήξη της περιόδου αποδοχής και να είναι ελεύθερες από κάθε πραγματικό και νομικό ελάττωμα και κάθε εν γένει εμπράγματο ή ενοχικό βάρος ή δέσμευση υπέρ τρίτου, κατάσχεση ή διεκδίκηση εκ μέρους τρίτων. Ως περίοδος δε αποδοχής της δημόσιας πρότασης ομοίως ρητώς ορίστηκε το χρονικό διάστημα από της 1ης.11.2006 ώρα ογδόη πρωινή έως τις 21.12.2006 με το τέλος της λειτουργίας των ωραρίων των τραπεζών που λειτουργούν στην Ελλάδα. Από το περιεχόμενο της δημόσιας πρότασης, συνάγεται σαφώς ότι για να επιτευχθεί νομικά η μετατροπή των μετοχών της «…………..» σε μετοχές της …… Τράπεζας έπρεπε αυτές να μη βαρύνονται με ενέχυρο. Έτσι, υπό τα τότε δεδομένα, ούτε η ενεχυράστρια – ενάγουσα μπορούσε να μετάσχει στο δικό της όνομα στη διαδικασία ανταλλαγής, αφού λόγω της καταπιστευτικής εκχωρήσεως των τίτλων που επήλθε ως αποτέλεσμα της ενεχυριάσεώς τους είχε στερηθεί το δικαίωμα να τις νέμεται και να τις μεταβιβάζει περαιτέρω ούτε η ενεχυρούχος δανείστρια – εναγόμενη είχε τη δυνατότητα να τις μετατρέψει σε μετοχές της προτείνουσας, αφού ούσες βεβαρυμένες δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από αυτήν. Παρά δε το γεγονός ότι η ανταλλαγή των ενεχυριασμένων μετοχών με τίτλους της δημοσίως προτείνασας θα μπορούσε καταρχήν να αποβεί επωφελής γι’ αμφοτέρους τους διαδίκους, αφενός μεν, επειδή θα αύξανε η ποσότητα (ο αριθμός) των τίτλων που εξασφάλιζαν τις απαιτήσεις της εναγομένης και, αφετέρου, διότι θα αυξανόταν η αξία του ενεχυράσματος ώστε, μετά την ενδεχόμενη εξόφληση του ασφαλισμένου χρέους, είτε να απελευθερωθεί μεγαλύτερος αριθμός μετοχών είτε, αν αυτή είχε πραγματοποιηθεί με το προϊόν της ρευστοποιήσεως των μετοχών, να αποδοθεί στην ενεχυράστρια μεγαλύτερο χρηματικό ποσό, εντούτοις, η άρση του ενεχυρικού βάρους αποτελούσε για την ενάγουσα κίνδυνο απώλειας της εμπράγματης εξασφαλίσεώς της. Αν αυτό συνέβαινε, η μετατροπή των μετοχών δεν θα  την ευνοούσε, αφού η αυξημένη αξία των νέων μετοχών έναντι των παλαιών δεν θα της παρείχε κανένα όφελος, δεδομένου ότι θα είχε αποξενωθεί από τη νομή των τίτλων, ενώ παράλληλα η διατήρηση του υφισταμένου ενεχύρου θα επιδείνωνε την οικονομική της θέση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν παρέμενε, μετά την ανταλλαγή, σταθερή αλλά ελαττωνόταν η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών της «…………..ΑΕ», που δεν θα είχαν μετατραπεί. Αντιστοίχως, κίνδυνο για τα οικονομικά συμφέροντα της ενάγουσας αποτελούσε, αντιθέτως, η μη συμμετοχή της στη διαδικασία της δημόσιας πρότασης, αφού θα έχανε την ευκαιρία επωφελούς ανταλλαγής των μετοχών της με ευνοϊκή αναλογία. Ο κίνδυνος αυτός συνίστατο καταρχάς στο ενδεχόμενο απώλειας κερδών, μπορούσε, όμως, να επιφέρει και θετική ζημία στην περιουσία της, στην ίδια ανωτέρω περίπτωση της απομειώσεως της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών της «…………», που δεν θα συμμετείχαν στη διαδικασία της ανταλλαγής. Τότε, η μεν ενάγουσα θα διατηρούσε την απαίτησή της κατά της πρωτοφειλέτριας, καθώς και την προσωπική εγγύηση της ενάγουσας, θα περιοριζόταν δε μόνον η αξία της ενεχυρικής της καλύψεως, όμως, η εναγόμενη θα αντιμετώπιζε ουσιώδη μείωση της [ενεχυριασμένης] περιουσίας της. Από τα ανωτέρω καθίσταται φανερό, πρώτον, ότι ήταν ενδεδειγμένη η ανεύρεση τρόπου διασφαλίσεως της εναγόμενης, ώστε να αξιοποιηθεί από την ενάγουσα η ευκαιρία που ανέκυψε και, δεύτερον, ότι το σχετικό βάρος έφερε αυτή η τελευταία, που διέτρεχε το μεγαλύτερο κίνδυνο, ιδίως αν γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί της περί του ότι η πτώση της τιμής των μετοχών της ήταν βέβαιη, αν παρερχόταν άπρακτη η προθεσμία μετατροπής που ορίστηκε με το ως άνω πληροφοριακό δελτίο. Παρά ταύτα και μολονότι η μεν ως άνω προθεσμία δεν ήταν απεριόριστη τα δε νομικά και πραγματικά ζητήματα που ανέκυπταν δεν ήταν ευχερώς αντιμετωπίσιμα, ο μάρτυρας της ενάγουσας …………. καταθέτοντας στο ακροατήριο διαψεύδει τους ισχυρισμούς της περί αμέσου ενάρξεως διαπραγματεύσεων αναφέροντας ότι οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ αυτού και του ………… ……… [μετόχου της «………., μέλους του διοικητικού συμβουλίου αυτής και εγγυητή της αποπληρωμής άλλων, πλην των ενδίκων, απαιτήσεων της εναγόμενης κατά της ενάγουσας], που ενεργούσαν κατ’ εξουσιοδότηση των εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο διευθυντών της ενάγουσας ………. και ….. και των ………. [μάρτυρα ανταπόδειξης] και …………., στελεχών της εναγομένης, που ενεργούσαν για λογαριασμό της, ξεκίνησαν μόλις στις «αρχές Δεκεμβρίου», καθώς και ότι επειδή «…δεν καταλήγαμε μάλλον κάπου…», προσκλήθηκε να μετάσχει σ’ αυτές και ο δικηγόρος της ενάγουσας ………….. Οι συζητήσεις αυτές δεν αποτυπώθηκαν σε έγγραφο, αφού τέτοιο, παρά τη σοβαρότητα του αντικειμένου τους, κανείς διάδικος δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται ότι συνέταξε. Πρώτη καταγραφή του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων γίνεται σε email του …. ………, που αποστέλλεται στον …….. στις 20.12.2006 και ώρα 12:01 μμ (μία [1] ημέρα δηλαδή πριν την εκπνοή της προθεσμίας αποδοχής της δημόσιας πρότασης). Στο μήνυμα αυτό ο συντάκτης του εκθέτει ότι για το πρόβλημα ως προς τη συμμετοχή των ενεχυριασμένων μετοχών στη διαδικασία της δημόσιας πρότασης, που συνίστατο στην ανάγκη απαλλαγής τους από το εμπράγματο βάρος, είχε ενημερωθεί από τους …. και …… (ο οποίος δεν προκύπτει ότι ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης) και συνεχίζει αναφέροντας τα ακόλουθα: «…Χθες μιλήσαμε δύο φορές μαζί και σας εξέθεσα τις απόψεις μου σχετικά με τους τρόπους επιλύσεως του προβλήματος που έχει ανακύψει. Συγκεκριμένα, σας πρότεινα την ταυτόχρονη άρση του ενεχύρου της τραπέζης, την σύσταση ενεχύρου επί του δικαιώματος της …… για την απόκτηση νέων μετοχών, την παροχή στην Τράπεζα ανεκκλήτου πληρεξουσίου από την ……, ώστε χωρίς κανένα πρόβλημα να προχωρήσει η μετατροπή των μετοχών επ’ ωφελεία και του δανειστού και του οφειλέτου. Δυστυχώς με ενημερώσατε ότι η Τράπεζα δεν συζητά οποιαδήποτε λύση, η οποία εμπεριέχει την άρση του ενεχύρου. Θεωρώ ότι η στάση αυτή της Τραπέζης είναι εξαιρετικά σκληρή χωρίς παράλληλα να διαφυλάττει τα συμφέροντα της Τραπέζης και τα συμφέροντα της …… Επίσης μου διατυπώσατε τους φόβους της Τραπέζης που προέρχονται από την άρση του ενεχύρου, οι οποίοι είναι καθαρά θεωρητικού επιπέδου … Επειδή τα σχετικά όρια είναι σχεδόν ασφυκτικά, παρακαλώ να με ενημερώσετε είτε τηλεφωνικά … είτε στο email μου για τις απόψεις σας. Η πλευρά μας έχει επεξεργαστεί τα κείμενα της συμβάσεως ενεχυριάσεως επί αΰλων αξιών (νέα σύμβαση ενεχύρου), την εντολή και εξουσιοδότηση και την σύμβαση άρσεως ενεχυριάσεως αΰλων αξιών, τα οποία σας αποστέλλω προς διευκόλυνσή σας. Στο σημείο αυτό θέλω να σημειώσω ότι όλες οι τράπεζες που έχουν παρόμοιο θέμα έχουν καταλήξει στο σχήμα που σας προτείνουμε και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Επαναλαμβάνω για μια ακόμα φορά ότι η Τράπεζά σας πρέπει να επιδείξει την άκρα επιμέλεια για την διαφύλαξη της αξίας του ενεχύρου αφού οι μετοχές αποτελούν περιουσία μας και είστε υποχρεωμένοι να διαφυλάξετε την αξία τους, άλλως η …… επιφυλάσσεται όλων των δικαιωμάτων της. Τέλος, θέλω να τονίσω με μεγάλη έμφαση ότι σύμφωνα με απόλυτα βέβαιες πληροφορίες ή μη μετατροπή των μετοχών θα επιφέρει καταστρεπτικά αποτελέσματα στην περιουσία της …… (δηλαδή θα απομειωθεί πολύ η αξία των μετοχών) και αποκλειστικά υπεύθυνη θα είναι η Τράπεζα για τους λόγους που ανέφερα παραπάνω». Από το έγγραφο αυτό συνάγεται, πρώτον, ότι επαφή του δικηγόρου της ενάγουσας με την εναγομένη πραγματοποιείται το πρώτον στις 19.12.2006 και, μάλιστα, με διοικητικό στέλεχος της τράπεζας και όχι με νομικό της παραστάτη, δεύτερον ότι μόλις τότε (19.12.2006) διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις επί νομικών ζητημάτων, τρίτον, ότι οι προτάσεις αυτές αναφέρονται σε αντικατάσταση του υφισταμένου επί ονομαστικών απαιτήσεων ενεχύρου με ενέχυρο επί μέλλουσας απαιτήσεως (της απαιτήσεως δηλαδή της ενάγουσας έναντι της …… Τράπεζας που θα ενσωματωνόταν στις νέες μετοχές, που τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της συμμετοχής των ενεχυριασμένων τίτλων, ελεύθερων από το ενέχυρο, στη διαδικασία της ανταλλαγής τους και, στη συνέχεια, της έκδοσης εκ μέρους της …… Τράπεζας στο όνομα της ενάγουσας και της παραδόσεως σ’ αυτήν ανάλογου αριθμού νέων μετοχών), τέταρτον ότι η νομική λύση της μεταβιβάσεως των μετοχών κατά κυριότητα στην εναγομένη με ταυτόχρονη σύναψη συμφωνίας επαναγοράς τους μετά τη μετατροπή, που προτάθηκε (όπως και η εναγομένη δεν αρνείται) στις 19.12.2006 είχε πλέον την επομένη εγκαταλειφθεί ακόμα και από την πλευρά της ενάγουσας, πέμπτον, ότι η επεξεργασία των σχεδίων συμβάσεων για την υλοποίηση της ως άνω προτάσεως (περί συστάσεως νέου ενεχύρου επί μέλλουσας απαίτησης) είχε γίνει μονομερώς από την ενάγουσα και η υποβολή τους στην εναγομένη έγινε το πρώτον στις 20.12.2006, οπότε τα χρονικά περιθώρια ήταν, αντικειμενικώς αλλά και κατά τη ρητή παραδοχή του ………. «σχεδόν ασφυκτικά» και, έκτον, ότι οι προτάσεις της ενάγουσας προσέκρουσαν στη ρητή άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί οποιαδήποτε λύση προϋπέθετε άρση του ενεχύρου, το ενδεχόμενο της οποίας εμποιούσε «φόβους» στην ενεχυρούχο δανείστρια, οι οποίοι διατυπώθηκαν μάλιστα στις 19.12.2006 από τον ………. στο συνομιλητή του (…………), ο οποίος, όμως, στο ηλεκτρονικό μήνυμα που προπαρατέθηκε δεν επιχειρεί να τους ανασκευάσει με συγκεκριμένα επιχειρήματα, περιοριζόμενος να τους χαρακτηρίσει ως «καθαρά θεωρητικού επιπέδου». Στο ως άνω email η εναγομένη απάντησε αυθημερόν με επιστολή που επιδόθηκε την επομένη (21.12.2006 και ώρα 12:20 μμ, όπως προκύπτει από τη σχετικώς συνταχθείσα από τον δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. υπ’ αριθμ. …………/21.12.2006 έκθεση επιδόσεως). Με την επιστολή της αυτή, που για λογαριασμό της υπογράφουν οι .……. και …….., η εναγόμενη ενημερώνει τον ……. (ως πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας αλλά και του ……..) ότι, όπως και προφορικά του είχε δηλωθεί, «συναινεί στο αίτημά σας υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να μην αρθεί το ενέχυρο επί των μετοχών ή τουλάχιστον να δοθεί ισάξια και ισοδύναμη εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της τράπεζας». Τη θέση της αυτή η εναγόμενη δικαιολογεί αναφέροντας στο ίδιο κείμενο ότι «Η τράπεζά μας δεν μπορεί να θέσει σε οποιονδήποτε κίνδυνο τα συμφέροντά της και των μετόχων της με την άρση ενεχύρου για την διευκόλυνσή σας ιδιαίτερα λόγω της εκκρεμούς μεταξύ μας αντιδικίας και ενόψει της συζήτησης της έφεσης που έχετε ασκήσει στην απόφαση 3463/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή κατά της εκδοθείσας σε βάρος του πελάτη σας Διαταγής πληρωμής και η οποία συζητείται την 1/2/2007» και καταλήγει υποστηρίζοντας ότι «Για τυχόν μεταβολή της αξίας των μετοχών στο μέλλον (θετική ή αρνητική) η τράπεζα δεν έχει καμία ευθύνη, αντιθέτως με την εξώδικη επιστολή ημερομηνίας 29/10/2006 σας είχε γνωστοποιήσει ότι θα ανταποκρινόμασταν άμεσα σε τυχόν αίτημά σας για οικειοθελή ρευστοποίηση των ενεχυριασμένων μετοχών, στην οποία ο πελάτης σας δεν ανταποκρίθηκε». Με την επιστολή της αυτή η εναγόμενη εξέφρασε και πάλι (για πρώτη δε φορά εγγράφως) την άρνησή της να αποδεχθεί άρση του ενεχύρου και τις αντιρρήσεις της επιχείρησε να δικαιολογήσει αντικειμενικώς δια της αμφισβητήσεως του ισχυρισμού της ενάγουσας περί του ότι η μεταβολή της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της «…….. ΑΕ» μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της από τη …. Τράπεζα θα ήταν οπωσδήποτε αρνητική και δια της προβολής, εμμέσως πλην σαφώς, του δικού της ισχυρισμού περί του ότι η σύσταση νέου ενεχύρου στο δικαίωμα της ενάγουσας να αποκτήσει νέες μετοχές της …. Τράπεζας δεν αποτελούσε ισάξια και ισοδύναμη εμπράγματη ασφάλεια (χωρίς, βέβαια, να διευκρινίζει στην επιστολή της τους λόγους που δικαιολογούσαν την άποψή της αυτή). Την άρνησή της συνέδεσε περαιτέρω με τη συμπεριφορά της ενάγουσας, που δεν είχε στο πρόσφατο παρελθόν ανταποκριθεί στην ευκαιρία ρευστοποιήσεως των ενεχυριασμένων μετοχών όταν η χρηματιστηριακή τιμή τους έβαινε αυξανόμενη, ενώ παράλληλα είχε αμφισβητήσει δικαστικά το ύψος της απαιτήσεως την οποία η εναγόμενη επιχείρησε να εξοπλίσει με εκτελεστό τίτλο. Οι αναφορές στα περιστατικά αυτά υποδηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης της εναγόμενης απέναντι στην οφειλέτριά της, που χωρίς να έχει αρνηθεί το χρέος της, του οποίου μόνον το ακριβές ύψος αμφισβητούσε, παρέλειπε ταυτόχρονα επί μακρόν τη ρευστοποίηση των ενεχυριασμένων μετοχών της, ώστε να αποπληρώσει έστω το μη αμφισβητούμενο μέρος της οφειλής της. Από την ίδια επιστολή, όμως, καθόλου δεν προκύπτει ότι η εναγόμενη απαίτησε κατά τρόπο εκβιαστικό, όπως η αντίδικός της ισχυρίζεται, την παραίτηση αυτής της τελευταίας από τα ένδικα βοηθήματα κατά των διαταγών πληρωμής που εκκρεμούσαν. Και ναι μεν ο μάρτυράς της ……….. καταθέτει ότι το «…να παραιτηθούμε από τις ανακοπές κατά των διαταγών πληρωμής. Το είχαν θέσει κατά κάποιο τρόπο ως όρο…», όμως είναι ασαφής τόσο ως προς το πρόσωπο που έθεσε τέτοιον όρο όσο και ως προς το χρονικό σημείο που αυτός τέθηκε. Η προβολή τοιαύτης απαιτήσεως, αν είχε γίνει πριν από τις 19.12.2006 θα μνημονευόταν στο ως άνω email του……. ., ενώ αν είχε γίνει στο μεσοδιάστημα έως τις 21.12.2006, ο τελευταίος θα το ανέφερε στο επόμενο ηλεκτρονικό μήνυμά του, περί του οποίου θα γίνει λόγος ευθύς πιο κάτω, όπως, όμως, δεν συμβαίνει. Άλλωστε, αν η εναγόμενη πίστευε ότι η προταθείσα σύσταση νέου ενεχύρου στη μελλοντική απαίτηση της ενάγουσας δεν την εξασφάλιζε επαρκώς, δεν θα ήταν εύλογο να υποχωρήσει από τη θέση της αυτή με αντάλλαγμα τον τερματισμό της αντιδικίας ως προς το κύρος του εκτελεστού της τίτλου. Πράγματι, αν έχανε την ασφάλεια, όπως φοβόταν ότι θα συνέβαινε, η τελεσιδικία των διαταγών πληρωμής δεν θα της παρείχε όφελος, αφού δεν θα υπήρχε ενέχυρο για την προνομιακή ικανοποίηση της επιδικασμένης απαιτήσεώς της. Σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι θεώρησε την πρόταση αυτή ως «ανήθικη, αισχροκερδή, καταπλεονεκτική και εκβιαστική» και την απέκρουσε, προφανώς, όμως, αυτό έγινε προφορικά, δεδομένου ότι κανένα σχετικό έγγραφο δεν προσκομίζει. Ανεξαρτήτως, πάντως, αυτών, στις 21.12.2006 και ώρα 5:33 μμ (μετά την εκπνοή της προθεσμίας αποδοχής της δημόσιας πρότασης) επακολουθεί αποστολή νέου email του ………, απευθυνόμενο προς τους ………… και ………., στο οποίο, μετά από σύντομη αναδρομή στις συζητήσεις που προηγήθηκαν, αναφέρεται ότι «…Προ ολίγων ωρών, η Τράπεζά σας πρότεινε ταυτόχρονη άρση του ενεχύρου, εξουσιοδότηση – εντολή και σύσταση ενεχύρου μέλλοντος πράγματος υπό τον όρο ρευστοποιήσεως από εμάς των μετοχών τραπέζης …… που θα μετετρέποντο σε μετοχές τραπέζης ….. μέχρι του ποσού των 13.800.000. Για λόγους αδιευκρίνιστους υπαναχώρησε από την πρόταση αυτή ενώ εμείς προφορικά είχαμε συμφωνήσει και ετοιμάζαμε τα σχετικά έγγραφα…». Επί του ηλεκτρονικού αυτού μηνύματος δομείται ολόκληρος ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας περί του ότι τις πρωινές ώρες της 21ης.12.2006 επήλθε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη συναινούσε στην άρση του υφισταμένου ενεχύρου, η ενάγουσα θα παρείχε προς αυτήν ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα για την αποδοχή της δημόσιας πρότασης, από τις νέες μετοχές θα πωλούνταν τόσες ώστε το τίμημά τους να αντιστοιχεί σε δεκατρία εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες ευρώ (13.800.000 €) [ποσό δηλαδή ίσο προς το ασφαλισμένο χρέος, όπως η τράπεζα το αποτιμούσε τότε], επί του τιμήματος αυτού θα συστηνόταν νέο ενέχυρο που θα αντικαθιστούσε στο σύνολό του το υφιστάμενο, οι δε νέες μετοχές που θα παρέμεναν ανεκποίητες θα απελευθερώνονταν από το ενέχυρο και θα παρέμεναν στη διάθεση της ενάγουσας, που θα τις εκποιούσε και θα εισέπραττε το τίμημα. Όμως, υποβολή τέτοιας προτάσεως δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο εμμάρτυρο ή έγγραφο αποδεικτικό μέσο πέραν του ως άνω email, που σε ορισμένα σημεία του είναι κατάδηλα ασαφές. Πράγματι, στο κείμενό του δεν διευκρινίζεται ποιος, ενεργώντας για λογαριασμό της εναγόμενης, υπέβαλε τέτοια πρόταση ούτε σε ποιόν αυτή απευθύνθηκε ούτε ποιος, ενεργώντας για λογαριασμό της ενάγουσας, την αποδέχθηκε και μόνον στην ένδικη αγωγή διευκρινίζεται ότι προτείνας ήταν ο φερόμενος ως «εκπρόσωπος» της εναγομένης ….. και αποδέκτες της οι «εκπρόσωποι» της ενάγουσας, οι οποίοι ούτε εκεί δεν κατονομάζονται. Επιπλέον, στο ίδιο email (ούτε όμως και στην ως άνω αγωγή) δεν διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο η εναγομένη, που μέχρι εκείνη τη στιγμή φέρεται να μην συζητά καν καμία πρόταση που να περιλαμβάνει άρση του υφισταμένου ενεχύρου, μετέγνωσε και πρότεινε, η ίδια πλέον, την ταυτόχρονη άρση του υφισταμένου και τη σύσταση νέου ενεχύρου επί των μετρητών χρημάτων που θα αποτελούσαν το τίμημα της εκποιήσεως των μετοχών της …… Τράπεζας, που θα προέκυπταν από τη σκοπούμενη ανταλλαγή τους με τις ενεχυριασμένες μετοχές. Προσθέτως, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα δεν προσδιορίζεται ο χρόνος της ρευστοποιήσεως των νέων μετοχών, επί του προϊόντος της οποίας επρόκειτο να συσταθεί το νέο ενέχυρο, διευκρινίζεται, όμως, ότι η ρευστοποίηση θα γινόταν από την (κυρία των νέων τίτλων) ενάγουσα. Το χρονικό σημείο της ρευστοποιήσεως ούτε στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ρητώς, συνάγεται όμως από το αίτημά της ότι εντοπιζόταν στις 8.1.2007 «αμέσως μετά τη διαδικασία μετατροπής», δηλαδή κατά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης των νέων μετοχών στο ΧΑΑ. Επιπλέον, στην ίδια αγωγή διευκρινίζεται το πρώτον ότι η πληρεξουσιοδότηση της ενάγουσας προς την εναγομένη θα αφορούσε μόνον την αποδοχή της δημόσιας πρότασης (και όχι την εκποίηση των νέων μετοχών). Περαιτέρω, ως προς το κρίσιμο για την τύχη της αγωγής ζήτημα της υποβολής ή μη της ως άνω προτάσεως, η ενόρκως βεβαιώνουσα υπάλληλος του . … ουδέν άξιο λόγου καταθέτει, αφού περιορίζεται στην αναφορά ότι υπήρξε αυτήκοος μάρτυρας της τηλεφωνικής επικοινωνίας που το πρωινό της 21ης.12.2006 είχε ο εργοδότης της με τον διευθυντή της Τράπεζας … ……, η οποία και «κατέληξε σε συμφωνία για την μετατροπή των μετοχών … σε ….», χωρίς όμως να εξειδικεύει το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής και χωρίς να διευκρινίζει ούτε αν συμφωνήθηκε να συσταθεί νέο ενέχυρο ούτε ότι το αντικείμενο επί του οποίου συνομολογήθηκε να συσταθεί ήταν το τίμημα της εκποίησης των νέων μετοχών. Επί του ιδίου θέματος ο μάρτυρας αποδείξεως ………. κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι «…Συμφωνήθηκε ότι θα πρέπει να κατοχυρωθούν τα συμφέροντα, εξασφαλίσεις της τράπεζας και ο τρόπος με τον οποίο συμφωνήθηκε να γίνει αυτό ήταν … ότι μετά την μετατροπή συμφωνήθηκε πώληση όλων των μετοχών και να κρατηθεί ένα ποσόν δεκατριών εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων ευρώ ως εγγύηση για τις συμβάσεις, ως ενέχυρο…», καθώς και ότι «…Μόλις συμφωνήθηκε τελικά να πραγματοποιηθεί η μετατροπή και οι όροι με βάση τους οποίους συμφωνήθηκε εμείς το διατυπώσαμε αμέσως σε email, το στείλαμε στην τράπεζα και ξεκινήσαμε και τις διαδικασίες…». Η μαρτυρία του θα ήταν αξιόπιστη αν η ενάγουσα είχε επικαλεστεί τέτοιο email, πράγμα όμως που παρέλειψε, όπως παρέλειψε και την προσκομιδή του σε οποιοδήποτε στάδιο της αντιδικίας. Παρέλειψε, επίσης, η ενάγουσα να εκφράσει αμέσως μετά την υποβολή της επίμαχης προτάσεως την επ’ αυτής συμφωνία της εγγράφως. Η έλλειψη τέτοιων εγγράφων και το γεγονός ότι αναφορά στην επίμαχη πρόταση γίνεται για πρώτη φορά στο από 21.12.2006 email του ……… παρέχουν την εντύπωση ότι αυτό συντάχθηκε με μόνο σκοπό την προετοιμασία μιας δικαστικής διένεξης, την οποία άλλωστε και προανήγγελλε με την εν κατακλείδι φράση «Θεωρούμε ότι οι ενέργειες αυτές της Τραπέζης ….. ξεπερνούν τα όρια της καταχρηστικής συμπεριφοράς και έχουν εισέλθει στον χώρο τόσο της αστικής όσο και της ποινικής ευθύνης». Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο οδηγείται με βάση την αξιολόγηση των εκατέρωθεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αντιδικίας ισχυρισμών και τη συνολική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, εξ ων ασφαλές συνάγεται το συμπέρασμα ότι πρέπει να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο η ενάγουσα να υπέβαλε πρόταση με το περιεχόμενο που προπαρατέθηκε και τούτο, προπάντων, διότι η σύσταση νέου ενεχύρου επί του τιμήματος που επρόκειτο να αποκτηθεί από τη ρευστοποίηση των νέων μετοχών ισοδυναμούσε κατά νόμο με παραίτησή της από το υφιστάμενο ενέχυρο χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Πράγματι, με δεδομένο ότι το ενέχυρο επί μετρητών χρημάτων αποτελεί ενέχυρο πράγματος και δη, στην περίπτωση που τα χρήματα δεν έχουν εισπραχθεί ακόμα, όπως εν προκειμένω, μέλλοντος πράγματος, όπως άλλωστε και ο …………. στο επίμαχο email το χαρακτηρίζει, η μόνη έννομη συνέπεια που μπορεί να έχει η κατάρτιση ενεχυρικής συμφωνίας με αυτό το περιεχόμενο είναι ενοχικής φύσεως, συνιστάμενη στην υποχρέωση του ενεχυραστή να καταρτίσει την εμπράγματη ενεχυρική συμφωνία ευθύς μόλις το μέλλον πράγμα προκύψει, καθόσον πιο πριν δεν θα είναι εφικτή η παράδοση της νομής του στον ενεχυρούχο δανειστή (άρθρο 1211 ΑΚ, ΑΠ 408/1966, ΝοΒ 1967/2006, Α. Λιακόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος VI, 1996, άρθρα 1209 – 1210, αρ. 9 και 10, σελ. 286). Τούτο σημαίνει ότι ο τελευταίος αίροντας υπέρ του οφειλέτη υφιστάμενο ενέχυρο επαφίεται στη βούληση του τελευταίου να του παραδώσει τη νομή των μετρητών, όταν αυτά εισπραχθούν, προκειμένου να λάβει υπόσταση η εμπράγματη ασφάλεια επί του νέου ενεχυρικού αντικειμένου (ΕφΠατρ. 1344/2006, ΑχΝομ 2007/483). Καταργεί δηλαδή το ενέχυρο για να αποκτήσει μία επιπλέον ενοχική απαίτηση κατά του ιδίου οφειλέτη (εν προκειμένω ήδη υπερήμερου), που ως οικονομικό αποτέλεσμα ισοδυναμεί με nullum. Άλλωστε, υπό την εκδοχή της ενάγουσας ότι η ρευστοποίηση των νέων μετοχών θα γινόταν από αυτήν και όχι από την εναγομένη κατόπιν εξουσιοδοτήσεως που θα της παρείχε, είναι φανερό ότι ο κίνδυνος για την ενεχυρούχο δανείστρια συνίστατο στο ενδεχόμενο, μετά την απαλλαγή των ενεχυριασμένων μετοχών από το εμπράγματο βάρος τους και μετά τη μετατροπή τους σε μετοχές της ….. Τράπεζας, η κυρία των νέων τίτλων ενάγουσα να αποφασίσει να μην τις ρευστοποιήσει, οπότε η εναγόμενη δε θα μπορούσε να την υποχρεώσει προς τούτο. Άλλο, βέβαια, θα ήταν το νομικό και οικονομικό αποτέλεσμα αν η ταυτόχρονη με την άρση του υφισταμένου σύσταση νέου ενεχύρου είχε ως αντικείμενο το δικαίωμα της ενάγουσας στις νέες μετοχές που θα αποκτούσε από τη μετατροπή των ενεχυριασμένων, αν δηλαδή επρόκειτο περί ενεχύρου επί μέλλουσας απαίτησης. Στην περίπτωση αυτή, η εναγόμενη θα αποκτούσε εμπράγματο δικαίωμα ήδη από το χρόνο της συστάσεώς του και όχι από τη γέννηση της απαίτησης (ΑΠ 661/2004, ΧρΙΔ 2004/797, ΑΠ 1471/2000, Δνη 2001/701 = ΧρΙΔ 2001/425, ΑΠ 1204/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γεγονός καίριας σημασίας για τη δημιουργία της ενεχυρικής σχέσης αλλά και για την τάξη του ενεχύρου, που θα εξασφάλιζε την ενάγουσα έναντι του κινδύνου το ενεχυριαζόμενο δικαίωμα είτε να επιβαρυνόταν με νέο βάρος από την ενάγουσα υπέρ άλλου πιστωτή της είτε να γινόταν αντικείμενο κατασχέσεως από τρίτον. Αυτό (συνομολογείται ότι) προτάθηκε στις 19.12.2006 στην εναγομένη και δεν έγινε δεκτό. Επομένως, δε θα μπορούσε να γίνει από αυτήν δεκτή, πολύ δε περισσότερο να προταθεί από την ίδια, άλλη λύση που θα της παρείχε ασθενέστερη [ή και μηδαμινή] εμπράγματη προστασία. Να σημειωθεί ότι η άρνηση της εναγομένης να συμφωνήσει με την πρόταση περί συστάσεως νέου ενεχύρου επί μέλλουσας απαιτήσεως αποτέλεσε την ιστορική βάση της, προγενέστερης της ένδικης, από 21.12.2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.12.2007 πρώτης αγωγής της ενάγουσας, από την οποία παραιτήθηκε με το από 20.3.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./20.3.2009 δικόγραφο, που επιδόθηκε στην (και ήδη) εναγόμενη στις 23.3.2009 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. στο κοινοποιηθέν αντίγραφό του). Με την αγωγή της εκείνη η και τώρα ενάγουσα υποστήριζε ότι στις 21.12.2006 η αντίδικός της είχε συναινέσει στη σύσταση νέου ενεχύρου «επί των διδόμενων με βάση τη σχέση ανταλλαγής μετοχών της ….. Τράπεζας» και καμία αναφορά δεν έκανε σε συμφωνία περί συστάσεως νέου ενεχύρου επί του τιμήματος της εκποιήσεως των μετοχών αυτών. Στην αγωγή της εκείνη μάλιστα ως χρόνος αποτιμήσεως της περιουσιακής ζημίας της από την άρνηση της εναγομένης αναφερόταν ο χρόνος της καταθέσεώς της (21.12.2007) και όχι ο χρόνος της πρώτης διαπραγμάτευσης της μετοχής της …. Τράπεζας στο ΧΑΑ (8.1.2007), ο οποίος συμπίπτει με αυτόν που τώρα φέρεται ότι είχε συμφωνηθεί ως χρόνος ρευστοποίησης των μετοχών που θα προέκυπταν από τη μετατροπή. Αλλά και πέραν αυτών, από την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως …….. προκύπτει ότι ο φερόμενος ως «εκπρόσωπος» της εναγομένης ……. ήταν ο, κατά το έτος 2006 εγκατεστημένος στην Κύπρο, εκτελεστικός διευθυντής της, επιφορτισμένος με επιτελικές μόνον αρμοδιότητες και μη έχων εξουσία δεσμεύσεώς της σε συγκεκριμένη σύμβαση, όπως αυτή που θα καταρτιζόταν αν η εναγόμενη δεν υπαναχωρούσε από την επικαλούμενη πρόταση που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι της υποβλήθηκε από αυτόν. Εξάλλου, αβάσιμα αποδεικνύονται και τα κατατεθέντα από το μάρτυρα αποδείξεως ….. ότι ο ίδιος, ο …….. και ο ……… είχαν εξουσιοδοτηθεί από τους διευθυντές της ενάγουσας να διαπραγματευθούν τους όρους και να συνάψουν συμφωνία επί του επίμαχου ζητήματος με την εναγομένη, αφού τα πληρεξούσια, περί των οποίων έκανε λόγο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ουδέποτε προσκομίστηκαν. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, δεν διαπιστώνεται η υποβολή εκ μέρους της εναγομένης προτάσεως προς την ενάγουσα με το επικαλούμενο από αυτήν περιεχόμενο. Ελλείψει δε τέτοιας προτάσεως δε μπορεί να γίνει λόγος περί αδικαιολόγητης και καταχρηστικής υπαναχωρήσεως της εναγομένης και, επομένως, ούτε περί παράνομης συμπεριφοράς της. Συνεπώς, η αγωγή κατά την αδικοπρακτική της βάση πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας και μόνον να σημειωθεί και ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η αξία της [κοινής] μετοχής της «…….. ΑΕ», ακόμα και μετά την εισαγωγή στις 8.1.2007 προς διαπραγμάτευση στο ΧΑΑ της μετοχής της …….. Τράπεζας, παρέμεινε στα ίδια, όπως και πριν από αυτήν, επίπεδα και ανήλθε σε οκτώ ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (8,92 €) ανά τεμάχιο, την ίδια ημέρα που η τιμή της [κοινής] μετοχής της …… Τράπεζας δεν υπερέβη τα οκτώ ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (8,46 €). Τούτο σημαίνει ότι η ζημία της ενάγουσας κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της κατά την αγωγή αποτιμήσεώς της (8.1.2007) ήταν ουσιωδώς μικρότερη της επικαλούμενης (οφειλόμενη μόνον στο ότι κατά την αναλογία της μετατροπής ο αριθμός των μετοχικών τίτλων θα ήταν μεγαλύτερος αν είχαν αντικατασταθεί οι μετοχές της «….. Τράπεζα ΑΕ» με τίτλους της …. Τράπεζας), ανεξαρτήτως του ότι η ζημία αυτή, παρά το οποιοδήποτε μέγεθός της, δεν μπορεί να αποδοθεί σε αδικοπραξία της εναγομένης. Όλως παρεμπιπτόντως και επειδή η διατύπωση της αναιρετικής απόφασης δίνει σχετικώς λαβή, να διευκρινιστεί και ότι, όπως ούτε η ενάγουσα δεν αμφισβητεί, η επικαλούμενη ζημία της οποίας με την αγωγή ζητείται η αποκατάσταση είναι απότοκος της υπαναχωρήσεως της εναγομένης από την πρόταση που η ίδια υπέβαλε περί συστάσεως νέου ενεχύρου στο τίμημα της εκποιήσεως των μετοχών της ….. Τράπεζας που θα προέκυπτε από τη μετατροπή των ενεχυριασμένων μετοχών της «….. Τράπεζα ΑΕ» και όχι της αρνήσεώς της να αντικατασταθεί το υφιστάμενο ενέχυρο με νέο επί του δικαιώματος της ενάγουσας στη λήψη νέων μετοχών της ….. Τράπεζας. Αλλά ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι αυτή υπήρξε η αδικοπρακτική και ζημιογόνος συμπεριφορά, η συγκεκριμένη επίδικη περιουσιακή ζημία (8.708.891,30 €) δε συνδέεται με αυτήν, δεδομένου ότι με την εν λόγω συμφωνία δεν καθοριζόταν χρόνος ρευστοποιήσεως των νέων μετοχών και, επομένως, στις 8.1.2007 δεν υφίστατο καν ζημία της ενάγουσας δυνάμενη να αποτιμηθεί, αφού κατά το χρονικό εκείνο σημείο οι προερχόμενες από τη μετατροπή μετοχές θα παρέμεναν στην περιουσία  της.

VIII. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, όπως διαχρονικά ίσχυσε (δηλαδή τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 10 του Ν. 3587/2007), προϋπόθεση της έναντι του καταναλωτή ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, ως τέτοιου δε νοουμένης και της τραπεζικής επιχειρήσεως (ΑΠ 535/2012, Ε7 2013/109 = ΝοΒ 2012/1969 = ΕΕμπΔ 2013/117 = ΔΕΕ 2013/376 = ΕπισκΕΔ 2012/655), είναι το παράνομο της υπαίτιας και ζημιογόνου συμπεριφοράς του. Η παρανομία στο άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 εκλαμβάνεται με την έννοια που έχει και στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, στην οποία περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά που, χωρίς να αντίκειται σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου, παραβιάζει τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές. Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες συναρτάται με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (περί όλων των ανωτέρω βλ. ΑΠ 1134/2017, ΑΠ 1284/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 589/2001, ΔΕΕ 2001/1117 = Δνη 2002/422 = ΕΤρΑξΧρΔ 2002/504 = ΧρΙΔ 2001/432, Κ. Φουντεδάκη, ο.π., αρ. 14, σελ. 541, Ι. Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2016, άρθρο 8, αρ. 870, σελ. 336). Εξάλλου, με βάση την αρχή του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυήσεως, στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής υπαγόταν, ακόμα και πριν την προσθήκη περ. ββ στο εδαφ. β του άρθρου 1 § 4 του Ν. 2251/1994 με το άρθρο 1 § 5 του Ν. 3587/2007 (που ρητά πλέον ορίζει ότι καταναλωτής είναι και κάθε πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του) και επομένως προστατευόταν [και] ο εγγυητής του λήπτη τραπεζικού δανείου, μόνον εφόσον δεν παρείχε ο ίδιος εγγυήσεις κατ’ επάγγελμα, αφού στην περίπτωση αυτή η ενέργειά του αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση επαγγέλματος, που προϋποθέτει γνώση και εμπειρία, τεκμαιρόμενη από τη συχνή επανάληψη της παροχής εγγυοδοσίας με σκοπό το κέρδος, με αποτέλεσμα την έλλειψη διαπραγματευτικής μειονεξίας του σε σχέση προς τον λήπτη της προσωπικής ασφάλειας (ΟλΑΠ 13/2015, ο.π., Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή και ο παρεπόμενος χαρακτήρας της, 2017, σελ. 310, βλ. και Γ. Δέλλιο, Γενικοί όροι συναλλαγών, 2013, σελ. 131 – 134, Π. Παπανικολάου, Η έννοια του καταναλωτή σήμερα, σε ΔΕΕ 2010/4 επομ., Κ. Μακρίδου/Γ. Διαμαντόπουλο, γνμδ, σε ΔΕΕ 2006/701 επομ. [706 – 708]).

Στην υπόθεση που κρίνεται η διαπιστωμένη έλλειψη αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης συνεπάγεται άνευ ετέρου την έλλειψη ευθύνης της και κατά το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, που προϋποθέτει παρανομία στη συμπεριφορά της. Αλλά και πέραν τούτου, την ουσιαστική απόρριψη της συναφούς αγωγικής βάσεως επιβάλλει το γεγονός ότι εν προκειμένω η ενάγουσα δεν υπάγεται στο προστατευτικό πεδίο της ως άνω διάταξης και τούτο διότι η, υπό τα εκτιθέμενα, επανειλημμένη εκ μέρους της παροχή εγγυοδοσίας υπέρ της εταιρίας «………..», πρωτοφειλέτριας της εναγομένης, καταδεικνύει από μόνη της ότι η ενάγουσα κινήθηκε στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και όχι ωθούμενη από κίνητρα φιλαλληλίας ή κατά τρόπο ερασιτεχνικό. Το συμπέρασμα αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος αναφέρει ότι η ενάγουσα είναι επενδυτική εταιρία και ότι κατέχει χαρτοφυλάκιο μετοχών, τις οποίες επενδύει στο χρηματιστήριο.

ΙΧ. Συνοψίζοντας, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, χωρίς, σημειωτέον, τούτο να συνιστά επιδείνωση της θέσης της εκκαλούσας, αφού η κατ’ ουσίαν απόρριψη επιτρεπτώς κατ’ άρθρο 536 § 2 ΚΠολΔ λαμβάνει χώρα σε δικονομικό στάδιο μεταγενέστερο της εξαφανίσεως της εκκαλουμένης κατά παραδοχή της ένδικης εφέσεως. Η ευδοκίμηση μάλιστα του ενδίκου μέσου επιβάλλει και την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην ενάγουσα – εκκαλούσα, δεδομένου ότι, με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, θεωρείται αυτή νικήτρια, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγομένης, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει γι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και, αφού ληφθεί υπόψη ότι, πρώτον, για τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής, συνεπώς και για τον προσδιορισμό των δικαστικών εξόδων από το δικαστήριο, κρίσιμος, για την εφαρμοστέα νομοθεσία, είναι ο χρόνος της παροχής των δικηγορικών υπηρεσιών (ΜονΕφΠειρ. 148/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, οι διατάξεις των άρθρων 2 και 5 § 6 του Ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32/2.3.2011), τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα, δεν κατάργησαν ούτε τροποποίησαν τις διατάξεις του ισχύοντος κατά την εισαγωγή τους Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) [ΑΠ 733/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και, επομένως, τρίτον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 92 § 1, 98, 100 και 107 αυτού, που ίσχυαν κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό (22.11.2011), το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του εναγομένου ήταν ίσο προς το όμοιο της αμοιβής για τη σύνταξη της αγωγής, ανερχόμενο σε ποσοστό 2% επί της αξίας του  αντικειμένου  της, ενώ, τέταρτον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 68 § 1 και 69 § 1 του ισχύοντος Ν. 4194/2013, για τη σύνταξη προτάσεων στο εφετείο η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου ισούται προς το διπλάσιο της αμοιβής του δικηγόρου του ενάγοντος και, προκειμένου για αγωγή με περιουσιακό αντικείμενο αξίας από έξι εκατομμύρια ένα ευρώ (6.000.001 €) έως δώδεκα εκατομμύρια ευρώ (12.000.000 €), ανέρχεται σε ποσοστό 0,2% επί της αξίας αυτής, πρέπει [τα δικαστικά έξοδα] να καθοριστούν στο συνολικό [κατά στρογγυλοποίηση] χρηματικό ποσόν των διακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων δεκαπέντε ευρώ (233.015 €), που περιλαμβάνει: α] ποσό εκατόν ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (194.177,82 €) για αμοιβή σύνταξης προτάσεων εναγομένου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (2% επί της ανερχόμενης σε εννέα εκατομμύρια επτακόσιες οκτώ χιλιάδες οκτακόσια ενενήντα ένα ευρώ και τριάντα λεπτά [9.708.891,30 €] συνολικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής) και β] ποσό τριάντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (38.836,56 €) για αμοιβή σύνταξης προτάσεων εφεσιβλήτου ενώπιον του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου (ποσό διπλάσιο του 0,2% του αντικειμένου της αγωγής).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει το αίτημα της εφεσίβλητης περί επιβολής εγγυοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας.

Συνεκδικάζει την από 5.4.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/6.4.2012 έφεση και το από 25.4.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../20.4.2013 δικόγραφο πρόσθετων αυτής λόγων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 184/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11.8.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../19.8.2010 αγωγή κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε διακόσιες τριάντα τρεις χιλιάδες δεκαπέντε ευρώ (233.015 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ