Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 518/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Ασφαλιστική Εκκαθάριση (239 παρ. 4 Ν. 4364/2016). Ορισμένο αγωγής κατά την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική βάση αυτής για την απόδοση των ασφαλίστρων από ασφαλιστικό πράκτορα.

 

Αριθμός Απόφασης:     518/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 30/06/2017 έφεση, η οποία (έφεση) κατατέθηκε, στις 03-07-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 02-11-2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, κατά της με αριθμ. 703/21.04.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, επί της από 28/05/2012, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../08-06-2012 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../08-06-2012 αγωγής (η οποία αρχικά είχε ασκηθεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία και, κατόπιν του άρθρου 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, με την από 23/01/2017, με Γεν. Αριθμ. …../26-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../26-01-2017, κλήση της ενάγουσας, εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την ηττηθείσα εναγομένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 02-06-2017 (βλ. σχετ. με αριθμ. …..΄/02-06-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Καλαμάτας ……….) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 03-07-2017. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή, αφού ναι μεν η διάταξη του άρθρ. 699 ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως, η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις, που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρ. 686επ. ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας, κατ’ άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, που ορίζει ήδη ως εφαρμοστέα τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τέμνεται οριστικά, κατά τη διαδικασία αυτή, η διαφορά ως προς την οφειλή και το ποσό της. Βέβαια με ρητή διάταξη μπορεί και στις υποθέσεις αυτές να αποκλεισθεί η άσκηση ένδικων μέσων, με δεδομένο ότι η άσκησή τους δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση, αφού ναι μεν το άρθρ. 20§1 του Συντάγματος επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας με την οποία η υπόθεση δικάζεται, ενώ το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν με το άρθρ. 6§1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε ένδικων μέσων (πρβλ. ΑΠ 579/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1765/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 287/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 328/2019 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 483/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ.). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό, κατ’ άρθρο 239 παρ.4 του ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.), για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 212/2018 ό.π.), δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 253/2013 ό.π.). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτήν το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 4/2015).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. (ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2012 Ποιν Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 627/2016 Δημ. Νόμος), ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 828/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Χρόνος δε τελέσεως της πράξης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2009 Δημ. Νόμος). Δεν συνιστά, όμως, υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σ` αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε (ΑΠ 2039/2014 ό.π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν στο άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τ’ ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά το χρόνο, που έχει στην κατοχή του τ’ ασφάλιστρα, που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου τής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακας μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 867/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2012 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 394/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 282/2010 ό.π., ΑΠ 1382/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1320/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1490/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1799/2008 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΣυμβΕφΘεσ 715/2015 Δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 167/2013 Δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 262/2011 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 του Ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος … ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της συμβάσεως πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης» (ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 671/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΑθ 627/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1932/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕΑ 691/2011 Δημ. Νόμος). O ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου (ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 905/2012, 290/2011, ΜονΕφΑθ 13/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 6440/2014 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη δε, της παρ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κ.λπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτορεύσεως και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτορεύσεως υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ ορίζεται: «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 ό.π., ΕφΑθ 4753/2014 ό.π., ΕΑ 1932/2011  ό.π., ΕΑ 692/2011 ό.π., ΕφΑθ 189/2009, ΕφΑΘ 313/2005 Νόμος). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158, 159 παρ. 1, 174, 180 Α.Κ.), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορεύσεως (Βλ. ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΑΘ 10956/1996 ΕΕμπΔ Ν,345,1. Ρόκα, «Ιδιωτική Ασφάλιση» έκδ. 1998, παρ. 299 σελ. 245, Γ. Βελέντζα, «Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης», έκδ. 1998, σελ. 226), ενώ η θέσπιση ελάχιστου υποχρεωτικού περιεχομένου στην εν λόγω σύμβαση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική υποβολή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης, γίνεται για να ελεγχθεί το περιεχόμενο της από το Κράτος και προς προστασία των ασφαλισμένων (ΕΑ 1932/2011 ό.π., Ζ. Σκουλούδη, «Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού πράκτορα στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο» ΝοΒ 1986,961 επ.). Έτσι, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, ότι τηρήθηκε ο ουσιαστικός έγγραφος τύπος της πρακτορικής συμβάσεως, διαφορετικά, λόγω της ατελούς περιγραφής του επίδικου βιοτικού συμβάντος στην αγωγή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αν πληρούται ή όχι το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και κατά συνέπεια η αγωγή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1029/1990 ΕΕΝ 1991,414, ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΠειρ 827/2009, ΕφΠειρ 553/2008, ΕφΠειρ 422/2007, ΕφΑΘ 5998/2007, Εφθεσ 612/2007, ΕφΑΘ 5712/2006 Νοmος, βλ. και Κ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, σελ. 217). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 Α.Κ., σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο όταν του ζητηθεί. Η ενλόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ` είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. ΄Οπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. Α.Κ., για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 692/2011 Δημ. Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής του παρακαταθέτη κατά του θεματοφύλακα προς απόδοση των παρακατατεθέντων πραγμάτων δεν απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν τα στοιχεία που καθιστούν τον παρακαταθέτη κύριο των παρακατατεθέντων πραγμάτων (ΑΠ 647/2017 Δημ. Νόμος). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. 298/1986, συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 Α.Κ., 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρξει (ΑΠ 1281/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 1226/1982). Συνεπώς, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβληθέντων μία διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή το από την αντιπαραβολή των κονδυλίων των πιστοχρεώσεων προκύπτον υπόλοιπο (ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1795/2007). Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, και, συνεπώς, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δύο μέρη. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκειά του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1524/1991 ΕλΔ 34,313). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς τον δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι συμβάσεως αναγνωρίσεως του καταλοίπου. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1472/2004). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλεια τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Εξ άλλου, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία διώκεται η πληρωμή του καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού μετά το κλείσιμό του, πρέπει να αναφέρει, αν η αγωγή δεν στηρίζεται σε σύμβαση αναγνωρίσεως του καταλοίπου, εκτός από την κατάρτιση της σύμβασης, και καθένα από τα κονδύλια του λογαριασμού χωριστά με τα στοιχεία του, ήτοι πρέπει να αναφέρει με πληρότητα όχι μόνον όλες τις πιστοχρεώσεις κατά χρόνο και ποσό αλλά και όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη σχετική απαίτηση ή συνιστούν τη σχετική καταβολή. Αντιθέτως, την ύπαρξη και άλλων, μη αναφερομένων στην αγωγή, απαιτήσεων ή καταβολών, που μειώνουν ή μηδενίζουν το κατάλοιπο πρέπει να επικαλεσθεί προς απόκρουση της αγωγής ο εναγόμενος (ΑΠ 1281/2017 ό.π., ΑΠ 1022/2008). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, όταν, λόγω της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλεί το χρέος του με τμηματικές καταβολές που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 857/2006, ΑΠ 680/1986, Nomoς), σε τέτοια δε περίπτωση ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του εμπορικού νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008,207).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 εδ. 4, 216 παρ. 1 και 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν όμως με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 207/2017 ό.π.). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βασίμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Η παράλειψη του εφετείου να ερευνήσει τις βάσεις αυτές, συνιστά την από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1513/2001). Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς τη μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας, αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Παραδεκτά δε προτείνεται ο λόγος αυτός στον Αρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, διότι το ελάττωμα της απόφασης, δεν υπήρχε στον χρόνο της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού τότε, που δικαζόταν η έφεση της εναγομένης, δεν είχε ακόμη εξαφανισθεί η πρωτόδικη και η ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης και να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί σε ενέργειες, που το ίδιο ήταν υποχρεωμένο να πράξει και να εξετάσει αίτηση που νόμιμα είχε υποβάλει με την αγωγή της. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση της ενάγουσας (ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1887/2008, ΑΠ 834/2008, ΑΠ 124/2007). Τέλος, κατά τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 239 του Ν. 4364/2016, «4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό.». Ο λόγος της ρύθμισης αυτής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, έγκειται στην ανάγκη για “συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης” (ΜονΕφΠειρ 290/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση από 28/05/2012, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../08-06-2012 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./08-06-2012 αγωγή της, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «…………», ήδη εφεσίβλητη, τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, την οποία (αγωγή) αρχικά άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία και, κατόπιν του άρθρου 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, με την από 23/01/2017, με Γεν. Αριθμ. …/26-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../26-01-2017, κλήση της, εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, στις 21-9-2009, με την υπ’ αριθμόν 156/2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμόν 11292/21-09-2009 ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ν.δ/τος 400/1970 και διορίσθηκε σε αυτήν επόπτης εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα, στις 21/09/2009, να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα και να εισέλθει στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση όλων των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι με την ίδια απόφαση δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.1, 2 και 3 και 17γ παρ.3 και 4 του ν. δ/τος 400/1970, όλα τα στοιχεία του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις του κατά τρίτων. Ότι, δυνάμει της από 1.2.1997 σύμβασης πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, της οποίας αντίγραφο προσαρτάται αυτούσια στην αγωγή, προκειμένου να αποτελέσει με αυτήν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ανέθεσε στην εναγομένη την, έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολαβήσεως στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας). ΄Οτι η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομά της, ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν όλους τους κλάδους ασφάλισης, που αυτή ασκούσε, παραλαμβάνοντας τις αιτήσεις (προτάσεις) αυτών, που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν και διαβιβάζοντας αυτές, εν συνεχεία, στην ενάγουσα, για να γίνουν αποδεκτές, σύμφωνα με την κρίση της. Ότι η εναγομένη είχε το δικαίωμα να προσυπογράψει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων, που έχουν εκδοθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση και να φροντίζει για την επίδοσή τους στους ασφαλισμένους. ΄Οτι, με το άρθρο 6 της συμβάσεως, η ενάγουσα ανέθεσε στην εναγομένη την είσπραξη των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους της, για λογαριασμό της και ορίσθηκε ότι τα εισπραττόμενα από την εναγομένη ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι η τελευταία ευθύνεται ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ. 298/1986.  Ότι, με το άρθρο 7 της συμβάσεως, ορίσθηκε ότι εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός η εναγομένη θα έχει την υποχρέωση να εξοφλεί στην ενάγουσα την παραγωγή, που έχει πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι από τους ασφαλισμένους τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας προς τούτο προσωπική επιταγή της εμφανίσεως το αργότερο εντός δύο μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορά το σύνολο της παραγωγής της (μικτά ασφάλιστρα) του τελευταίου μηνός, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της συμβάσεως ορίσθηκε ότι «…Η Πράκτορας έχει υποχρέωση ν’ αποστείλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που δεν έχουν παραληφθεί απ’ τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή της Πράκτορα, με την οποία θα βεβαιωθεί ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημιάς. Η ακύρωση γίνεται μόνο από την Εταιρεία που ειδοποιεί σχετικά την Πράκτορα. Ειδικότερα τονίζεται ότι ακύρωση συμβολαίου στους κλάδους Μεταφορών, Προσωπικών Ατυχημάτων Ταξιδιωτών και Αποσκευών δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση διότι τα ασφάλιστρα εισπράττονται από την ημέρα έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων….» και κατά το άρθρο 9 της συμβάσεως, ότι «…Σε περίπτωση που η Πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω στο άρθρο 8 αναφερόμενα ασφαλιστήρια έγγραφα, μέσα στην προθεσμία αυτή, αυτή υποχρεούται στην απόδοση των ασφαλίστρων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 της παρούσας….». Ότι, κατά τον όρο 10 της συμβάσεως, «…Μέχρι τέλος Ιανουάριου κάθε χρόνου η Πράκτορας έχει υποχρέωση να υποβάλλει στην Εταιρεία αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος. Η παράβαση του παρόντος όρου αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης…», ενώ με τον 18ο όρο αυτής, συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα έχει την υποχρέωση να παρέχει στην αντίδικο για την εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με τη σύμβαση, ως αμοιβή, προμήθεια η οποία θα υπολογίζεται επί των καθαρών ασφαλίστρων κατά κλάδο, που θα εισπράττονται πραγματικά και θα χρεώνονται στην εναγομένη και με τον 20ο όρο ότι «…ο Πράκτορας έχει την υποχρέωση όπως εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα διατυπώνει έγγραφα και συγκεκριμένα με συστημένη επιστολή τις αντιρρήσεις του σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της Εταιρείας. Εάν μέσα στο χρονικό διάστημα του δεκαπενθήμερου ο Πράκτορας δεν διατυπώνει σύμφωνα με τα παραπάνω τις αντιρρήσεις του αποδέχεται την ορθότητα των εγγραφών…». ΄Οτι η σύμβαση λειτούργησε από 1.2.1997 μέχρι την 21.9.2009, οπότε η σύμβαση λύθηκε αυτοδικαίως, λόγω της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας και της θέσης αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση με την υπ’ αριθμ. 156/2009 και 21.9.2009 απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Ότι, σ’ εκτέλεση της ως άνω σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, η εναγόμενη μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, για λογαριασμό της ενάγουσας, με τρίτους ασφαλισμένους και προέβη στην είσπραξη των αντίστοιχων ασφαλίστρων, πλην, όμως, από τη συνεργασία τους, κατά το χρονικό διάστημα από 1/6/2009 έως 21/9/2009, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης προς αυτήν, που οφείλεται στο γεγονός ότι η πρώτη εντελώς αντισυμβατικά και παράνομα δεν απέδιδε στην ενάγουσα το σύνολο των μεικτών ασφαλίστρων του εκάστοτε μήνα χρέωσης, μετά την αφαίρεση των προμηθειών που αναλογούσαν στα εισπραχθέντα ασφάλιστρα. Ότι το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης προς την ενάγουσα, για το χρονικό διάστημα από 1/6/2009 έως 21/9/2009 ανερχόταν στο ποσό των 9.699,60 ευρώ, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αφαίρεση των προμηθειών της εναγομένης, των ποσών που κατέβαλε και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το οποίο αποτυπώνεται, για το χρονικό διάστημα από 1.6.2009 έως 21.9.2009, στις προσκομιζόμενες και ενσωματωμένες στην αγωγή μηνιαίες καταστάσεις, στις οποίες αναγράφεται η εκ μέρους της εναγομένης παραγωγή συμβολαίων, τα επιμέρους ασφάλιστρα για κάθε μήνα χωριστά, τα καθαρά ασφάλιστρα, η προμήθεια του παραγωγού, τα ακυρωθέντα συμβόλαια, ο παρακρατηθείς φόρος και το υπόλοιπο. ΄Οτι η εναγόμενη, ως εντολοδόχος της, ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει την υπόθεση, που της ανέθεσε η τελευταία, δηλαδή την είσπραξη για λογαριασμό της των ασφαλίστρων των πελατών και ότι η εναγόμενη υποχρεούται να αποδώσει καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, επομένως, τα χρήματα, επί των οποίων η εναγόμενη δεν έχει κυριότητα και συνεπώς, σε περίπτωση μη αποδόσεως σε αυτήν και παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων, που απέκτησε κατά την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης, υποχρεούμενη σε αποζημίωση. Ότι η εναγόμενη, σε κάθε περίπτωση, όφειλε από τις 21-9-2009, οπότε ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της εταιρείας και τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση, έπαψε δε να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1,2 και 3 και 17γ παρ. 3 και 4 του Ν.Δ. 400/1970, όλα τα στοιχεία του ενεργητικού (κινητή και ακίνητη περιουσία) της ενάγουσας (στα οποία περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις της και δη οι απαιτήσεις της κατά των ασφαλιστικών πρακτόρων, ασφαλιστικών συμβούλων, μεσιτών ασφαλίσεων και εισπρακτόρων αυτής), να της επιστρέψει (καταβάλει) τα οφειλόμενα ποσά. Ότι η ενάγουσα, με την από 9-12-2011 έγγραφη καταγγελία σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα προς την εναγομένη, την ενημέρωσε για τη μέχρι τότε οφειλή της προς την εκκαθαριζόμενη εταιρία από μη αποδοθέντα ασφάλιστρα και την προσκάλεσε να ρυθμίσει την οφειλή της. Ότι, επικουρικά, η εναγόμενη πρέπει να καταβάλει στην ενάγουσα το οφειλόμενο ποσό και δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ ΑΚ), καθότι, παρακρατώντας τα ασφάλιστρα κυριότητας της ενάγουσας, έχει καταστεί πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, με αντίστοιχη επαύξηση της περιουσίας της και μέχρι σήμερα διατηρεί αυτόν τον πλουτισμό στην περιουσία της χωρίς νόμιμη αιτία. Για τους λόγους αυτούς, επικαλούμενη, αφενός μεν την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, λόγω παράβασης των όρων της σύμβασης πρακτορείας και παρακαταθήκης και αφετέρου την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής, λόγω της επικαλούμενης υπεξαίρεσης, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που έγινε, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, του καταψηστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), ν’ αναγνωριστεί ότι η εναγομένη, σύμφωνα με τους όρους της από 1.2.1997 σύμβασης και με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 9.699,60 ευρώ, ως χρεωστικό υπόλοιπο από ασφάλιστρα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως στην εναγομένη της από 9.12.2011 έγγραφης όχλησης, άλλως από τις 30.11.2009, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 7 όρο της συμβάσεως, άλλως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη, με αριθμ. 703/21.04.2017 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/03/2017, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, κατά τις βάσεις της περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και περιέχει όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, που θεμελιώνουν τη νομική και ιστορική βάση της και συγκεκριμένα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά της εναγομένης, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, διότι έκρινε ότι μνημονεύονται σε αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης σύμβασης μεσιτείας και οι ειδικότεροι όροι της, καθώς και η παραγωγή της εναγομένης κατά τη διάρκεια της σύμβασης και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και των εισπραχθέντων από κάθε ασφαλισμένο ποσών, η προμήθεια της εναγομένης και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, με ενσωμάτωση στην αγωγή μηνιαίων καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομένον υπόλοιπο, που συνιστά και την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά της εναγομένης, οι οποίες (καταστάσεις), συνιστούν τμήμα του περιεχομένου της και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 297, 298, 340, 345, 346, 361, 713 επ., 822 επ. και 914 Α.Κ., 375 Π.Κ., 1 έως 4 και 21 του Ν. 1569/1985 περί «διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λ.π.», 1 έως 5 και 10 του Π.Δ. 298/1986, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως νομικά αβάσιμη, διότι, όπως έκρινε, εν προκειμένω η αγωγή, ως προς την ως άνω σωρευόμενη επικουρική βάση, στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, καθώς, επίσης, έκρινε απορριπτέο ως μη νόμιμο και το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστή, έκανε δεκτή την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (9.699,60) με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2009, καταδίκασε δε την εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή. Με το ως άνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν είναι αρκούντως ορισμένη, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχόμενου του δικογράφου αυτής, δεν περιέχονται όλα τ’ αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, για τη θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης, με βάση τις κύριες βάσεις της αγωγής, οι οποίες κρίθηκαν, ως ορισμένες με την εκκαλουμένη, ήτοι περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να μη δύναται η εναγομένη ν’ αμυνθεί και το Δικαστήριο να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις. Ειδικότερα, ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται, με την υπό κρίση αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης, από τη συνεργασία τους για το χρονικό διάστημα από 1/6/2009 έως 21/9/2009, ανερχόταν στο ποσό των 9.699,60 ευρώ, όπως το ποσό αυτό διαμορφώθηκε μετά την αφαίρεση των προμηθειών της τελευταίας, των ποσών, που κατέβαλε και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, μνημονεύονται δε στην υπό κρίση αγωγή η κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης και οι ειδικότεροι όροι αυτής, ενσωματώνονται στην υπό κρίση αγωγή μηνιαίες καταστάσεις, στις οποίες αποτυπώνονται η παραγωγή της εναγομένης κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ήτοι οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης με τ’ αντίστοιχα ασφάλιστρα αυτής, η προμήθεια της εναγομένης και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, οι οποίες (καταστάσεις) αφορούν, όμως, μόνο στο χρονικό διάστημα από 01/6/2009 έως 21/9/2009, ενώ στο συνημμένο πίνακα της υπό κρίση αγωγής, που αποτελεί ενιαίο σώμα με αυτήν, με τίτλο «Ανάλυση Λογαριασμού …….. ….. Κωδ. …. από 05/2009», αναφέρεται ότι το αιτούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 9.699,60 ευρώ, το οποίο αμφισβητεί η εναγομένη, ανέρχεται στο ποσό αυτό, μετά από συνυπολογισμό και του κονδυλίου με τίτλο «Υπόλοιπο 5ου/2009», ποσού 17.090,26 ευρώ, το οποίο, επίσης, αμφισβητεί η εναγομένη και των αναφερόμενων στον πίνακα αυτό διαδοχικών χρεωπιστώσεων έως το Νοέμβριο του έτους 2011, χωρίς να περιγράφεται αρκούντως η παραγωγή της εναγομένης, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας σύμβασης, από την οποία να προκύπτει το υπόλοιπο ποσού 17.090,26 ευρώ, κατά το Μαϊο του έτους 2009, και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης, τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά, η προμήθεια της εναγομένης και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, ούτε ενσωματώνονται στην αγωγή οι σχετικές μηνιαίες καταστάσεις με τα στοιχεία αυτά για το χρονικό διάστημα, που αφορά στο υπόλοιπο ποσό των 17.090,26 ευρώ, παρά μόνο για το χρονικό διάστημα από 01/6/2009 έως 21/09/2009 (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 671/2018 ό.π.). Κάτωθι δε του ως άνω πίνακα με τίτλο «Ανάλυση Λογαριασμού ………. Κωδ. ….. από 05/2009», υφίσταται πίνακας στην υπό κρίση αγωγή, όπου αναγράφεται ως «Ανακεφαλαίωση» «Παραγωγή 06/2009 2.925,71 ευρώ, Παραγωγή 07/2009 6.773,89 ευρώ» και συνολικά το αιτούμενο ποσό των 9.699,60 ευρώ, ενώ στον πρώτο πίνακα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως χρέωση παραγωγής 06/2009, το ποσό των 10.776,58 ευρώ και ως χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των 14.841,86 ευρώ, ως χρέωση παραγωγής 07/2009 το ποσό των 11.607,93 ευρώ και ως χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των 16.331,64 ευρώ, ως χρέωση παραγωγής 08/2009 το ποσό των 5.905,88 ευρώ και ως χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των 22.082,52 ευρώ. Κατόπιν δε αφαίρεσης της παραγωγής του 09/2009, στον πρώτο πίνακα, του ποσού των 10.542,15 ευρώ, των ακυρώσεων του 09/2009, που έγιναν το 2011, του ποσού των 197,77 ευρώ, καθώς και των πιστώσεων για πληρωμή ζημίας την 1.6.2009 ποσού 900 ευρώ, του ποσού 12.000 ευρώ, έναντι λογαριασμού 5ου/2009 – ΕΠΤ -12/09/2009 (ενώ στη μηνιαία εκκαθαριστική κατάσταση του μηνός Ιουνίου 2009 δεν αναφέρεται ότι η επιταγή αυτή αφορά τον 5ο/2009), της πίστωσης / έναντι λογαριασμού 6ου/2009, την 28.7.2009, ποσού 10.000 ευρώ (επιταγή της ΕΤΕ) -12/10/09, της πίστωσης / πληρωμής ζημίας, την 5.8.2009, ποσού 155 ευρώ και της πίστωσης / πληρωμής 3 ζημιών την 4.9.2009 ποσού 1.000, 465 και 178 ευρώ αντίστοιχα, της πίστωσης, την 30/6/2009, συμπληρωματικής προμήθειας 5ου/2009, ποσού 106,98 ευρώ και την 20/6/2009, bonus ζημιών, ποσού 18 ευρώ, αφού προσθέτει η ενάγουσα και το υπόλοιπο του 5ου/2009, ποσού 17.090,26 ευρώ, αναφέρει ως χρεωστικό υπόλοιπο το αιτούμενο συνολικό ποσό των 9.699,60 ευρώ. Συνεπώς, στο εναπομένον υπόλοιπο, που συνιστά και την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά της εναγομένης, έχει υπολογιστεί και το ποσό των 17.090,26 ευρώ, το οποίο αναφέρεται ως υπόλοιπο 5ου/2009, χωρίς να περιγράφεται αρκούντως, κατά τ’ ανωτέρω, η παραγωγή της εναγομένης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας σύμβασης, η ακριβής χρονική περίοδο, την οποία αφορά και ο τρόπος δημιουργίας του παραπάνω χρεωστικού υπολοίπου. Σημειώνεται ότι, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση, δεν πρόκειται για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 328/2019 ό.π.). Ωστόσο, σύμφωνα με τις επισυναπτόμενες στην υπό κρίση αγωγή μηνιαίες καταστάσεις και εκκαθαρίσεις του λογαριασμού της εναγομένης, τις οποίες η τελευταία αμφισβητεί, το υπόλοιπο του μηνός Μαϊου 2009, ποσού 17.090,26 ευρώ τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Ιουνίου 2009 και εν συνεχεία το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεωπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Ιουλίου 2009, εν συνεχεία το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεωπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Αυγούστου 2009 και τέλος, το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεωπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου έως 21/09/2009, τα κονδύλια δε των πιστώσεων δεν συμφωνούν με τα σχετικά κονδύλια πιστώσεων του ως άνω συγκεντρωτικού πίνακα. Ούτε, άλλωστε, η ενάγουσα επικαλείται αναγνώριση της εναγομένης ως προς το υπόλοιπο ποσό του Μαϊου του έτους 2009, ύψους 17.090,26 ευρώ, κατ’ άρθρο 873 Α.Κ., ώστε να μην απαιτείται η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων για το ορισμένο αυτής (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική κύρια βάση της αγωγής, η οποία δεν ερευνήθηκε κατ’ ουσίαν με την εκκαλουμένη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης και του σχετικού λόγου εφέσεως, πέραν της μη περιγραφής, κατά τ’ ανωτέρω, αρκούντως, του ύψους της ζημίας της ενάγουσας, καθώς δεν προκύπτει, κατά τ’ ανωτέρω, σε ποια ασφαλιστήρια αντιστοιχεί το συνολικό ποσό, το οποίο η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι παρακράτησε η εναγομένη, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του, επιπλέον, διότι, ενώ εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή ότι, με το άρθρο 7 της ένδικης συμβάσεως, ορίσθηκε ότι εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός η εναγομένη θα έχει την υποχρέωση να εξοφλεί στην ενάγουσα την παραγωγή, που έχει πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι από τους ασφαλισμένους τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας προς τούτο προσωπική επιταγή της εμφανίσεως το αργότερο εντός δύο μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορά το σύνολο της παραγωγής της του τελευταίου μηνός και, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9, όσα ασφαλιστήρια συμβόλαια δεν ακυρώνονταν εντός της προθεσμίας, που τάσσει το άρθρο 8, θεωρείται ότι έχουν εισπραχθεί τα αντίστοιχα ασφάλιστρα και η εναγομένη υποχρεούται σε απόδοση αυτών, με βάση το άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης, ως προς το συνολικό ποσό των 9.699,60 ευρώ, το οποίο φέρεται να «ιδιοποιήθηκε παρανόμως» η ενάγουσα, δεν προσδιορίζονται και δεν διαχωρίζονται στο αγωγικό δικόγραφο, από το σύνολο των παρατιθέμενων στα πινάκια ασφαλίστρων, ποία από αυτά πράγματι εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν και ποία η εναγομένη όφειλε να εισπράξει αλλά δεν εισέπραξε και τελικώς δεν απέδωσε, λαμβανομένου υπόψη, ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η εναγομένη δύναται να ενέχεται από αδικοπραξία [εν προκειμένω υπεξαίρεση] μόνο για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτή χρηματικά ποσά και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει και δεν εισέπραξε. Εξ αιτίας της άνω ελλείψεως το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποιες από τις παραγωγές ασφαλίστρων, συνολικής αξίας 9.699,60 ευρώ, πράγματι εισπράχθηκαν και ποίας παραγωγής το προϊόν (ασφάλιστρα) αποδόθηκε στην ενάγουσα από την υπόχρεη προς τούτο εναγομένη, ακόμη περισσότερο, αφού η εναγομένη ρητά αμφισβητεί τις επισυναπτόμενες στην αγωγή καταστάσεις. Τα παραπάνω ελλείποντα στοιχεία δεν αναπληρώνονται ούτε από τις ενσωματωθείσες στο αγωγικό δικόγραφο μηνιαίες καταστάσεις, για το χρονικό διάστημα από 01/06/2009 έως 21/09/2009, στις οποίες κατά στήλες διαλαμβάνονται η ημερομηνία, η αιτιολογία κίνησης, η χρέωση, η πίστωση, το προοδευτικό υπόλοιπο και τελικά το χρεωστικό εις βάρος της εναγομένης κατάλοιπο, ύψους 9.699,60 ευρώ. Τούτο, διότι, από τις λογιστικές εγγραφές στις μηνιαίες καταστάσεις προκύπτουν μεν οι χρεώσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της εναγομένης, όμως, λόγω της μη παραθέσεως των πράγματι εισπραχθέντων ποσών από τους ασφαλισμένους, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί ποια είναι τα πράγματι εισπραχθέντα ασφάλιστρα από την εναγομένη. Συνεπώς, εφόσον, λόγω και των άνω ελλείψεων, υφίσταται αδυναμία ελέγχου από το Δικαστήριο του μέρους της αγωγής, κατά την κύρια βάση της περί αδικοπραξίας, ως προς το οποίο αυτή είναι νόμω βάσιμος, κατ’ αντιδιαστολή ως προς το μέρος αυτής που είναι νόμω αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και ως προς την κύρια βάση της περί αδικοπραξίας ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν παρέχεται η δυνατότητα ούτε στην εναγομένη να αμυνθεί κατά της αγωγής, ούτε στο Δικαστήριο να ερευνήσει, ενόψει μάλιστα της αμφισβητήσεως, το κρίσιμο θέμα απόδειξης (βλ. σχετ. ΑΠ 2039/2014 ό.π.). Η αοριστία δε της αγωγής αφορά στη σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την ιστορική βάση της και στηρίζουν το αίτημα της, και δεν εξαρτάται (η αοριστία) από την πιθανολόγηση, εν προκειμένω, ως και ουσιαστικά βάσιμων των αγωγικών ισχυρισμών, που αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με σχετικούς, κατά τ’ ανωτέρω, λόγους έφεσης και ως προς τις δύο κύριες βάσεις αυτής, ήτοι περί της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την υπό κρίση αγωγή αρκούντως ορισμένη, ως προς τις κύριες βάσεις της περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους λιγότερα στοιχεία, από όσα απαιτεί ο νόμος, έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς έπρεπε ν’ απορριφθεί αυτή, κατά τις βάσεις αυτές, και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν περιγράφεται αρκούντως η απαίτηση της ενάγουσας, κατά τ’ ανωτέρω, για το επίδικο χρονικό διάστημα. Σημειωτέον, ότι για την εκ νέου κρίση της ρητά απορριφθείσας πρωτοβαθμίως επικουρικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να έχει ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση εκ μέρους της ενάγουσας (βλ. ΑΠ 2039/2014 ό.π.). Κατόπιν τούτων, δεκτών γενομένων, ως κατ’ ουσία βασίμων, των σχετικών λόγων της υπό κρίση έφεσης, εφόσον η εναγομένη παραπονείται με αυτήν, μεταξύ άλλων, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως προς την εσφαλμένη μη απόρριψη της υπό κρίση αγωγής, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθ. 535 § 1 ΚΠολΔ), πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό κρίση αγωγή, κατά τ’ ανωτέρω, λόγω αοριστίας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα των παραβόλων, τα οποία κατατέθηκαν από αυτήν για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολό τους, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 703/21.04.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων, που έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα, σε αυτήν.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 28/05/2012, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/08-06-2012 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./08-06-2012 αγωγή, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28/05/2012 αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 11/09/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ