Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 570/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης:  570/2019

ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εισηγητή, Σοφία Καλούδη, Εφέτες και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα στην υπό κρίση αγωγή της ιστορούσε τα ακόλουθα : Με την υπ’ αριθμ. 2829/15.7.2002 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ανατέθηκε στην εταιρεία «………», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη εταιρεία, το έργο «Μελέτη και κατασκευή με αυτεπιστασία του έργου “Επείγουσες εργασίες προσθήκης κελιών στις Δικαστικές Φυλακές ανδρών και γυναικών του Κορυδαλλού για τη βελτίωση των συνθηκών της λειτουργίας τους”» . Στα πλαίσια κατασκευής του έργου αυτού με το από 15/7/2002 ιδιωτικό συμφωνητικό η εταιρεία «…………» της ανέθεσε και εκείνη ανέλαβε να εκτελέσει το έργο «Επείγουσες εργασίες προσθήκης κελιών στις δικαστικές φυλακές ανδρών και γυναικών του Κορυδαλλού για τη βελτίωση των συνθηκών της λειτουργίας τους – Φάση Δ’» στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που βρίσκονται στον Κορυδαλλό Αττικής, ενώ ως ημερομηνία ολοκλήρωσης των εργασιών ορίστηκε η 9/8/2002. Ακολούθως, αν και το έργο εκτελέστηκε άρτια και εμπρόθεσμα και παραδόθηκε προσηκόντως στην εταιρεία «…………..» την 9/8/2002, η οποία το παρέλαβε ανεπιφύλακτα, αυτή αρνήθηκε να της καταβάλει το συμβατικό αντάλλαγμα και για το λόγο αυτό άσκησε κατά της ανωτέρω εταιρείας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 8/5/2007 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2007 προσφυγή – αγωγή της ζητώντας να καθοριστεί η παροχή της εταιρείας «………..», ο καθορισμός της οποίας, κατά το μέρος που αφορά στις τιμές μονάδας, αφέθηκε σε μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων, να καθοριστούν ως τιμές μονάδος οι τιμές μονάδος, που πρότεινε στην εταιρεία «………», άλλως να καθοριστούν οι τιμές μονάδος με δίκαιη κρίση κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 371 του ΑΚ, να υποχρεωθεί η εταιρεία «………….» να της καταβάλει ως αμοιβή για την εκτέλεση του έργου το ποσό των 3.753.251,34 ευρώ πλέον ΦΠΑ, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή της με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής, ενώ με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της αγωγής έτρεψε το αίτημά της σε έντοκο αναγνωριστικό. Επί της ανωτέρω προσφυγής – αγωγής, εκδόθηκε τελικά η υπ’ αριθμ. 6345/2009 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εταιρείας «………….» να της καταβάλει το ποσό των 3.575.163,57 πλέον Φ.Π.Α., ότι για την καταβολή του ποσού αυτού επέδωσε στην αντίδικό της εταιρία την 5/2/2010 την ως άνω απόφαση και την 7/12/2009 την από 4/12/2009 εξώδικη δήλωση – όχληση – πρόσκληση με την οποία την κάλεσε να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό. Ακολούθως άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 24/12/2010 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εταιρεία «…………» να της καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό νομιμοτόκως από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικής δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της, δηλαδή από την 8/12/2009, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της από 24/12/2010 αγωγής, δηλαδή από την 5/1/2011 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά την ενώπιον του Εφετείου Αθηνών διαδικασία και με τις από 1/10/2013 προτάσεις της περιόρισε παραδεκτά το αγωγικό αίτημα, λόγω των καταβολών, στις οποίες είχε προβεί η εταιρεία «………….. » και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει μόνο τους νόμιμους τόκους υπερημερίας του ποσού των 3.000.778,39 ευρώ, και συγκεκριμένα τους νόμιμους τόκους του ποσού των 2.793.242,28 ευρώ νομιμοτόκως από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικής δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της, δηλαδή από την 8/12/2009, άλλως από την επίδοση της από 24/12/2010 αγωγής της δηλ. από την 5/1/2011 μέχρι την 30/4/2013 και του ποσού των 207.536,11 ευρώ νομιμοτόκως από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικής δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησης, άλλως από την επίδοση της από 24/12/2010 αγωγής της μέχρι την 24/7/2013. Το Εφετείο Αθηνών, αφού έκρινε το ίδιο αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Πειραιώς με πενταμελή σύνθεση, το τελευταίο με την υπ’ αριθμ. 245/2015 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή, διότι οι τόκοι οφείλονται από την επίδοση της πιο πάνω υπ’ αριθμ. 6345/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και εντεύθεν και, με βάση τα ανωτέρω, η «………….» της οφείλει ως τόκους υπερημερίας, με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή α) από την 8/12/2009 (επόμενη της επίδοσης της εξώδικης όχλησης), έως τις ημερομηνίες καταβολής του οφειλόμενου ποσού, την 30/4/2013 και την 24/7/2013, το ποσό των 895.908,31 ευρώ, β) επικουρικά από την 5/2/2010 (επόμενη της επίδοσης της υπ’ αριθμ. 6345/2009 απόφασης) έως την 30/4/2013 και την 24/7/2013, το ποσό των 852.746,43 ευρώ, γ) επικουρικά από την 5/1/2011 (επόμενη της επίδοσης της από 24/12/2010 αγωγής) έως την 30/4/2013 και την 24/7/2013, το ποσό των 613.197,99 ευρώ. Ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει τους τόκους επί των καθυστερούμενων πιο πάνω δεδουλευμένων τόκων της κύριας απαίτησής της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Άλλως και όλως επικουρικά, αν ήθελε υποτεθεί ότι η εταιρεία «………….» συνιστούσε Δημόσιο και απολάμβανε τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, να της καταβάλει τους τόκους επί των καθυστερούμενων δεδουλευμένων τόκων της κύριας απαίτησής της, που από την 8/12/2009 έως τις ημερομηνίες καταβολής του ανωτέρω ποσού, την 30/4/2013 και την 24/7/2013, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, ανέρχονται (οι καθυστερούμενοι δεδουλευμένοι τόκοι) στο ποσό των 613.578,78 ευρώ, άλλως και επικουρικώς από την 5/2/2010 έως τις ημερομηνίες καταβολής του ανωτέρω ποσού, την 30/4/2013 και την 24/7/2013 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, στο ποσό των 583.982,06 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικώς από την 5/1/2011 έως τις ημερομηνίες καταβολής του ανωτέρω ποσού, την 30/4/2013 και την 24/7/2013 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, στο ποσό των 419.720,27 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του ποσού των ως άνω τόκων, ενώ με τις προτάσεις της και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, περιόρισε παραδεκτά το αίτημα της αγωγής και ζητεί την καταβολή του τόκου επί του ποσού των τόκων του ανωτέρω κεφαλαίου, ανερχόμενου (του ποσού των τόκων) στο ποσό των 419.720,27 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 13 του ν. 1418/1984 και ήδη 77 του ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων», με τον τίτλο «Δικαστική επίλυση διαφορών» και 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 296 του ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Το αίτημα, όμως, να είναι και το ποσό των τόκων επί του ποσού των 419.720,27 ευρώ έντοκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση των τόκων επί των οφειλόμενων τόκων της κύριας απαίτησής της (του ποσού των 419.720,27 ευρώ) είναι  απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι αίτημα της αγωγής δεν είναι η κεφαλαιοποίηση των οφειλόμενων και καθυστερούμενων, τουλάχιστον ενός έτους ή εξαμήνου τόκων, ώστε του λοιπού να παράγουν και αυτοί με τη σειρά τους τόκο από την επίδοση της αγωγής,  αλλά η καταψήφιση του εναγόμενου στην πληρωμή των  τόκων λόγω ανατοκισμού επί των καθυστερούμενων δεδουλευμένων τόκων ανερχόμενων των τελευταίων  στο ποσό  των 419.720,27 ευρώ. Αφετηρία δε του ανατοκισμού θα είναι η επομένη της επίδοσης της προκείμενης αγωγής.  Και τούτο διότι, ενόψει των παραπάνω περιορισμών, τόσον η συμφωνία περί ανατοκισμού, όσο και η αγωγή δεν ανατρέχουν στο  παρελθόν, στο χρόνο, δηλαδή, από τον οποίο οι τόκοι έγιναν απαιτητοί, πράγμα που θα μπορούσε να έχει επαχθέστατες ή και καταστροφικές για τον  οφειλέτη συνέπειες, αλλά ο ανατοκισμός αρχίζει μόνο από τη συμφωνία ή  την επίδοση της περί ανατοκισμού αγωγής (ΑΠ 174/2013 ΕφΑΘ 2013, 637, ΑΠ 438/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1289/2000 ΕλΔνη 43,165). Επομένως, αφού καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (e-Παράβολο με κωδικό  ……., το ποσό του οποίου καταβλήθηκε μέσω Winbank στην Τράπεζα Πειραιώς με κωδικό συναλλαγής ……..), πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. 2829/15.7.2002 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 942/24.7.2002) ανατέθηκε στην εταιρεία «…………», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη εταιρεία «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε.», το έργο «Μελέτη και κατασκευή με αυτεπιστασία του έργου “Επείγουσες εργασίες προσθήκης κελιών στις Δικαστικές Φυλακές ανδρών και γυναικών του Κορυδαλλού για τη βελτίωση των συνθηκών της λειτουργίας τους». Η εκτέλεση του έργου αυτού, λόγω του μεγέθους του και του κατεπείγοντος χαρακτήρα του, ανατέθηκε από την εταιρεία «………. σε περισσότερους εργολήπτες, μεταξύ των οποίων ήταν η ενάγουσα, στην οποία, με το από 15/7/2002 ιδιωτικό συμφωνητικό, ανέθεσε και εκείνη ανέλαβε να εκτελέσει το έργο «Επείγουσες εργασίες προσθήκης κελιών στις Δικαστικές Φυλακές ανδρών και γυναικών του Κορυδαλλού για τη βελτίωση των συνθηκών της λειτουργίας τους – Φάση Δ» στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που βρίσκονται στον Κορυδαλλό Αττικής. Στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό ορίστηκε ως ημερομηνία ολοκλήρωσης των εργασιών η 9/8/2002. Η ενάγουσα ολοκλήρωσε και παρέδωσε το έργο εμπρόθεσμα και προσηκόντως στην εταιρεία «………….» την 9/8/2002. Παρά ταύτα η εργοδότρια εταιρία δεν της κατέβαλε το συμβατικό αντάλλαγμα, με συνέπεια η ενάγουσα να ασκήσει κατά της εταιρείας αυτής ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 8/5/2007 προσφυγή – αγωγή της (αρ. Β.Α.Β. …./2007) ζητώντας να καθοριστεί η παροχή της εταιρείας «………», ο καθορισμός της οποίας, κατά το μέρος που αφόρα στις τιμές μονάδας, αφέθηκε σε μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων και ειδικότερα να καθοριστούν ως τιμές μονάδας εργασιών της οι τιμές μονάδας, που πρότεινε η ενάγουσα στην εταιρεία «…………» με την από 19/12/2006 εξώδικη δήλωση – όχλησή της, άλλως να καθοριστούν οι τιμές μονάδας με δίκαιη κρίση κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 371 του ΑΚ, να οριστεί ως συνολική αμοιβή της για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου το συνολικό ποσό των 4.253.251,34 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. και να υποχρεωθεί η εταιρεία «……….. να της καταβάλει το ποσό των 3.753.251,34 ευρώ (διότι το υπόλοιπο ποσό των 500.000 ευρώ είχε ήδη εισπράξει έναντι των εργασιών της) πλέον Φ.Π.Α., κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην εν λόγω αγωγή της, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής αυτής, ενώ με τις από 1/10/2007 προτάσεις της, κατά τη συζήτηση της προσφυγής – αγωγής της, περιόρισε παραδεκτά το αίτημά της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Επί της ανωτέρω προσφυγής – αγωγής, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 1856/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προς το σκοπό να προσκομιστεί η έγγραφη γνωμοδότηση του διορισμένου με την υπ’ αριθμ. 4639/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών πραγματογνώμονα για τη διαπίστωση και επιμέτρηση των ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών, που πραγματοποιήθηκαν στο επίδικο έργο από την ενάγουσα και στη συνέχεια η υπ’ αριθμ. 6345/2009 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία το Εφετείο προσδιόρισε τις τιμές μονάδος εργασιών της σύμβασης κατασκευής του ανωτέρω έργου, όπως περί γράφονται στον πίνακα που περιέχεται στο σκεπτικό της απόφασής του, καθόρισε σύμφωνα με τον ως άνω πίνακα τιμών μονάδας εργασιών την αμοιβή της ενάγουσας στο ποσό των 3.424.507,20 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 19% ποσού 650.656,37 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 4.075.163,57 ευρώ, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των 500.000 ευρώ που είχε ήδη η ενάγουσα εισπράξει και αναγνώρισε την υποχρέωση της εταιρείας «………….» να της καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό των 3.575.163,57 ευρώ, απορριπτόμενου του αιτήματος περί αναγνωρίσεως τόκων επί του παραπάνω ποσού, διότι έκρινε ότι, πριν από το δικαστικό προσδιορισμό της αμοιβής, δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνακόλουθα, μη υφισταμένης προσδιορισμένης εκπληρώσιμης παροχής, δεν παράγεται υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή και επί μη προσδιορισθείσας χρηματικής παροχής, δεν υπάρχει έδαφος περί υποχρεώσεως του οφειλέτη σε πληρωμή τόκων υπερημερίας και καταβολή νόμιμων (δικονομικών) τόκων. Την απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, διότι η από 26/2/2010 αίτηση αναίρεσης εναντίον της απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 1483/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 1254/2012 απόφασή του, η ενάγουσα επέδωσε την 5/2/2010 στην εταιρεία «………….» (υπ’ αριθμ. ……2.2010 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……). Πριν την επίδοση της απόφασης αυτής, την 7/12/2009, η ενάγουσα είχε επιδώσει στην ανωτέρω εταιρία την από 4/12/2009 εξώδικη δήλωση – όχληση – πρόσκλησή της, με την οποία την κάλεσε να της καταβάλει το ποσό των 3.575.163,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επειδή όμως η εταιρεία «…………» δεν κατέβαλε στην ενάγουσα το οφειλόμενο ποσό η τελευταία άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 24/12/2010 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./24.12.2010 καταψηφιστική αγωγή της, η οποία επιδόθηκε την 4/1/2011 (υπ’ αριθμ. …./4.1.2011 έκθεση επίδοσης του ίδιου πιο πάνω δικαστικού επιμελητή) με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εταιρεία «………..» να της καταβάλει το πιο πάνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικης – δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της για την καταβολή του ανωτέρω ποσού, δηλαδή από την 8/12/2009, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως και όλως επικουρικώς, από την επομένη της επίδοσης της ως άνω από 24/12/2010 αγωγής, δηλαδή από την 5/1/2011 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά την ενώπιον του Εφετείου Αθηνών διαδικασία και με τις από 1/10/2013 προτάσεις της η ενάγουσα περιόρισε παραδεκτά το ως άνω αγωγικό αίτημα, λόγω των έως τότε καταβολών στις οποίες έχει προβεί η εταιρεία «…………» και ζήτησε να επιδικαστούν μόνο οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας του ήδη εξοφληθέντος ποσού των 3.000.778,39 ευρώ, ως εξής: α) οι νόμιμοι τόκοι του εξοφληθέντος την 30/4/2013 ποσού των 2.793.242,28 ευρώ από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικής δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της, δηλαδή από την 8/12/2009, άλλως από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της ως άνω από 24/12/2010 αγωγής, δηλ. από την 5/1/2011 μέχρι την 30/4/2013 και β) τους νόμιμους τόκους του εξοφληθέντος την 24/7/2013 ποσού των 207.536,11 ευρώ από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικής δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της, άλλως από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της ως άνω από 24/12/2010 αγωγής, μέχρι την 24/7/2013. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 6762/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παραπέμψε την υπόθεση στο αρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλην Εφετείο Πειραιώς, υπό πενταμελή σύνθεση. Ακολούθως, η ενάγουσα, με την από 11/6/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../…/2014 κλήση της, εισήγαγε την εν λόγω αγωγή για συζήτηση ενώπιον του Εφετείου αυτού η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 19/3/2015, κατά την οποία η ενάγουσα με τις από 18/3/2015 προτάσεις της περιόρισε το αγωγικό αίτημα μόνο ως προς τους τόκους υπερημερίας και ζήτησε να επιδικαστούν ως ανωτέρω. Επί της ως άνω από 24/12/2010 αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 245/2015 απόφαση του Εφετείου αυτού, με την οποία το Εφετείο αφού έκρινε ότι, κατά το άρθρο 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. 26.6/10-7-1944), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 109 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ), ο νόμιμος τόκος σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας «…………» είναι 6% ετησίως, διότι αυτή απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου, οι δε διατάξεις του Κώδικα Δικών Δημοσίου εφαρμόζονται και στην εταιρία αυτή, έκρινε ότι επί της διαπλαστικής αγωγής για τον προσδιορισμό κατά «δικαία κρίση» των προσδιοριζόμενων εργολαβικών τιμών μονάδος, το ακριβές ύψος των οποίων, λόγω της αοριστίας και της αβεβαιότητας που ενέχουν, δεν είναι γνωστό, πριν από τον δικαστικό προσδιορισμό τους, ούτε στον εργολάβο κατασκευαστή ούτε στον εργοδότη – οφειλέτη, ο τελευταίος οφείλει τόκους (υπερημερίας και δικονομικούς) από την επίδοση σε αυτόν της προσδιορίζουσας την εργολαβική τιμή μονάδος τελεσίδικης διαπλαστικής αποφάσεως, αφότου αυτό καθίσταται ορισμένο και απαιτητό και επομένως έκρινε νομικά αβάσιμο το αίτημα για την επιδίκαση τόκων υπερημερίας για χρόνο πριν από την επίδοση της υπ’ αριθμ. 6345/2009 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία προσδιόρισε το ύψος της παροχής της εταιρίας «………..» και με αφετηρία το χρόνο επιδόσεως της από 4/12/2009 εξώδικης – δήλωσης – πρόσκλησης και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής, την οποία απέρριψε. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε την από 21/12/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 460/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η πιο πάνω απόφαση του Εφετείου αυτού, διότι ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι ο τόκος υπερημερίας 6% ετησίως που οφείλεται από την εταιρία «………..» αρχίζει μεν από την επίδοση της υπ’ αριθμ. 6345/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία προσδιορίστηκε η τιμή του εργολαβικού ανταλλάγματος κατά δικαία κρίση, οπότε γεννιέται η αξίωση προς παροχή και επέρχεται η υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή και συνεπώς κατά το χρόνο επίδοσης της εξώδικης όχλησης (την 4/1/2009) η αξίωση αυτή δεν είχε γεννηθεί. Κατά το χρόνο όμως επίδοσης της πιο πάνω από 24/12/2010 αγωγής, η οποία έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, υπήρχε γεγενημένη αξίωση και επομένως το Εφετείο έπρεπε να επιδικάσει τους οφειλόμενους τόκους από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και όχι να την απορρίψει ως νομικά αβάσιμη. Με βάση την απόφαση του Αρείου Πάγου και την ήδη τελεσίδικα επιδικασθείσα εργολαβική αμοιβή της ενάγουσας, ο οφειλόμενος προς την ενάγουσα τόκος υπερημερίας επί του ποσού των 3.000.778,39 ευρώ, υπολογιζόμενος με 6% ετησίως, με χρόνο έναρξης την επόμενη της επίδοσης της από 24/12/2010 αγωγής (την 5/1/2011) και λήξης για το ποσό των 2.793.242,28 ευρώ την 30/4/2013 και για το ποσό των 207.536,11 ευρώ την 24/7/2013 ανέρχεται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, στο συνολικό ποσό των 419.720,27 ευρώ και εφόσον είναι οφειλόμενος τόκος πλέον της μιας χρήσης η ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει τους τόκους του ποσού αυτού από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως την εξόφλησή του. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η αξίωση για τους τόκους έχει αποσβεστεί κατ’ άρθρο 75Α του ν. 3669/2008, σύμφωνα με το οποίο, με την επιφύλαξη μικρότερων προθεσμιών που προβλέπονται στον παρόντα νόμο τα εν γένει δικαιώματα του αναδόχου από τη σύμβαση αποσβέννυνται και οποιαδήποτε εξ αυτών αξίωση παραγράφεται, εάν αυτά δεν ασκηθούν, με σχετική αίτησή του προς τη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την εμφάνιση της γενεσιουργού τους αιτίας (ήδη με την παρ. 7 του άρθρου 59 του ν. 4146/2013, ο χρόνος της προθεσμίας μειώθηκε στους δυο μήνες), δεν κρίνεται βάσιμος διότι η πιο πάνω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής στην ένδικη περίπτωση, καθόσον, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 296 του ΑΚ, τον ανατοκισμό του πιο πάνω ποσού των οφειλόμενων τόκων η ενάγουσα μπορεί να ζητήσει μόνο με αγωγή και όχι με αίτηση σε οποιαδήποτε δημόσια ή δημοτική Υπηρεσία και έτσι δεν περιλαμβάνεται στα παρεχόμενα από την εργολαβική σύμβαση δικαιώματα της ενάγουσας.

Πρέπει, επομένως, η αγωγή, όπως το αίτημά της παραδεκτά περιορίστηκε, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη ως καθολική διάδοχος της εταιρίας με την επωνυμία «…………» να καταβάλει στην ενάγουσα τους τόκους των τόκων υπερημερίας, ανερχόμενων των τελευταίων στο ποσό των τετρακοσίων δέκα εννέα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (419.720,27), που η ανωτέρω εταιρία οφείλει στην ενάγουσα από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση του ποσού αυτού. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης λόγω της ήττας της (άρθρο 176 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα τους τόκους των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας, ανερχόμενων στο ποσό των τετρακοσίων δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (419.720,27) με αφετηρία την επομένη της επίδοσης της από 16.12.2015 αγωγής έως την εξόφληση του ποσού αυτού.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οχτακοσίων (1800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  2 Ιουλίου 2019.

 

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  19 Σεπτεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου  και λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Σοφία Καλούδη, Νικόλαο Κουτρούμπα και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

     ΕΦΕΤΗΣ